–Ιδού ο άνθρωπος, κύριε! Φορτώνει στα παπούτσια του το φταίξιμο των ποδιών του.
–Ο κόσμος είναι μαλάκας. Σηκώνεται με κόπο, πάει κουτσαίνοντας μέχρι την άκρη αριστερά, στέκεται, κοιτάζει πέρα σκιάζοντας τα μάτια με το χέρι του, κάνει μεταβολή, πηγαίνει ως την άκρη δεξιά, κοιτάζει πέρα.
-Όποιος αντέχει τα πολλά, αντέχει και τα λίγα.
–Σιγά σιγά συνηθίζω τα πάντα.
–Όσο περισσότερους ανθρώπους γνωρίζω τόσο ευτυχέστερος γίνομαι. Και το πιο τρισάθλιο ανθρωπάκι σε κάνει λιγάκι σοφότερο, λιγάκι πλουσιότερο, σε κάνει να συναισθανθείς πιο πολύ την ευτυχία σου.
-Πρίν από λίγο με λέγανε κύριο και τρέμανε. Τώρα μου αρχίσατε τις ερωτήσεις. Δε θα τελειώσει καλά αυτή η ιστορία!
-Η ποσότητα των δακρύων αυτού του κόσμου είναι αμετάβλητη. Για καθέναν που αρχίζει να κλαίει, κάπου κάποιος άλλος σταματάει. Το ίδιο γίνεται και με το γέλιο.
-Δεν μπορεί να χορέψει πρώτα και μετά να σκεφτεί;/Γίνεται;/Μα βέβαια, τίποτα πιο εύκολο. Αυτό είναι άλλωστε και η φυσική σειρά.
–Μη μ΄ αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μείνε κοντά μου!
-Μπορεί και να μην έκανες. Αλλά αυτό που μετράει είναι ο τρόπος, ο τρόπος που το κάνεις, αν θες να σώσεις το τομάρι σου.
-Όλη την πουτάνα την ζωή μου την πέρασα χωμένος μες στον βούρκο! Και συ θέλεις να βλέπω παραλλαγές στο τοπίο;
–Ας κάνουμε κάτι γρήγορα, τώρα που μας προσφέρεται μια τέτοια ευκαιρία! Δεν μας τυχαίνει κάθε μέρα να μας χρειάζονται.
–Η τίγρη δεν κάθεται ποτέ να σκεφτεί, ή τρέχει να βοηθήσει τους ομοίους της, ή χώνεται, στην πλησιέστερη λόχμη.
-Το βέβαιο είναι πως οι ώρες είναι ατελείωτες, κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμε με διάφορα καμώματα που, πως να το πω, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν λογικά, μέχρι που μας γίνονται συνήθεια.
-Τί κάνετε όταν πέφτετε και δεν υπάρχει κανείς να σας σηκώσει; Περιμένουμε μέχρι να μπορέσουμε να σηκωθούμε μόνοι μας. Και μετά συνεχίζουμε. Μπρος!
–Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δε σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; (Πιο ήρεμα) Ξεγεννάει καβάλα σ΄ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι.
-Μήπως κοιμόμουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο άμα ξυπνήσω ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό;
–Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας. (Αφουγκράζεται) Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. (Ξανακοιτάζει τον Εστραγκόν.) Και μένα με κοιτάζει κάποια τώρα, και για μένα υπάρχει κάποια που λέει, κοιμάται, και δεν ξέρει τίποτα, ασ΄ τον να κοιμηθεί.
Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου