Ένας τέτοιος οργανισμός χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο αίσθημα ανικανότητας, ματαιότητας, αδράνειας, μοναξιάς και απομόνωσης (Cvetkovich,2012).
Ο οργανισμός σύμφωνα με τον C. Rogers
Σύμφωνα με τον C. Rogers (1959) για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά είναι σημαντικό να κάνουμε μία διάκριση.
Ο C.Rogers υποστήριξε ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο συνυπάρχουν η έννοια του οργανισμού με την έννοια του εαυτού. Ως οργανισμό ορίζει μια ανώτερη μορφή ύπαρξης ανεπιτήδευτη, αυθόρμητη και ολιστική.
Αυτή η μορφή βοηθάει το άτομο να βιώνει όλες τις εμπειρίες του στην ολότητά τους, και να ανταποκρίνεται ενστικτωδώς σε αυτές με σκοπό να κινηθεί προς την καλύτερη δυνατή εκδοχή του (Cooper et al., 2013).
Ένα παράδειγμα, για να καταλάβουμε καλύτερα μία τέτοια έννοια είναι: π.χ. ένα λουλούδι που βρίσκεται μέσα σε ένα κελάρι γεμάτο σκοτάδι, και υπάρχει μόνο ένα παράθυρο από το οποίο μπαίνει φως. Το λουλούδι προς τα πού θα κατευθυνθεί; Τείνει να γέρνει προς το παράθυρο, γιατί το φως θα το βοηθήσει να επιβιώσει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία αυθόρμητη, ανεμπόδιστη ανάγκη του λουλουδιού να επιβιώσει και να αναπτυχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Είχε το κατάλληλο περιβάλλον το λουλούδι να μεγαλώσει; Όχι. Θα μπορούσε να μαραθεί; Φυσικά, αν δεν υπήρχε η έμφυτη τάση που υπάρχει μέσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό, να «ανθίσει».
Ο εαυτός σύμφωνα με τον C. Rogers
Παράλληλα με τον οργανισμό, όμως, μέσα στον άνθρωπο δρα και ο εαυτός.
Ο εαυτός είναι το τμήμα εκείνο του οργανισμού, το οποίο εκπροσωπεί αυτό που αποκαλούμε «Εγώ». Είναι, στην ουσία, ο αντιληπτός εαυτός μας, αυτός που συνειδητά θεωρούμε ότι έχουμε.
Αυτός ο εαυτός διαμορφώνεται από τις αξίες που έχουμε πάρει ως παιδιά, και έχουν ενδοβληθεί από τους σημαντικούς άλλους (π.χ. γονείς, φροντιστές, καθηγητές κ.λ.π.), σύμφωνα με τον Wilkins (2015).
Ένα παράδειγμα για να το καταλάβουμε καλύτερα είναι, π.χ. Ένα παιδί που μαθαίνει από τους γονείς του ότι δεν πρέπει να κλαίει-γιατί κάθε φορά που έκλεγε το χτυπούσαν- μεγαλώνει πιστεύοντας ότι το κλάμα είναι αδυναμία. Η αντίληψη ότι το κλάμα είναι αδυναμία είναι ένα επίκτητο δημιούργημα.
Ο εαυτός, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι περισσότερο επίκτητος παρά έμφυτος. Όταν ο οργανισμός και ο εαυτός συγκρούονται, το άτομο τείνει να αισθάνεται δυσφορία, ενώ όταν ακολουθούν κοινή πορεία, το άτομο τείνει να αναπτύσσεται (Merry, 2003).
Τι είναι αυτό που διαμορφώνει τις αξίες μας, και συνεπώς τον εαυτό μας;
Σύμφωνα με τον Rogers (1959) οι αξίες μας διαμορφώνονται από την αποδοχή που έχουμε πάρει ως παιδιά.
Τώρα θα μου πείτε, πώς γίνεται η αποδοχή να καθορίζει τόσο πολύ τον ενήλικο εαυτό μας;
Και όμως, σαν παιδιά έχουμε την τάση να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας μέσα από τους σημαντικούς άλλους, που είναι συνήθως οι γονείς μας. Αρχικά, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε ότι αποτελούμε ξεχωριστή οντότητα από αυτούς, οπότε τείνουμε να ταυτιζόμαστε με ό,τι είναι ή πρεσβεύουν εκείνοι.
Έτσι, αν ένα παιδί έχει μάθει ότι οι γονείς του θα το αποδεχθούν μόνο όταν αυτό αριστεύει στο σχολείο, θα αντιληφθεί υποσυνείδητα ότι είναι άξιο της αγάπης των γονιών του μόνο όταν είναι άριστος. Άρα, περνάει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του κυνηγώντας το «άριστο». Αυτός είναι πλέον ο μηχανισμός επιβίωσής του για να συντηρηθεί και να «τραφεί» το Εγώ του.
Ωστόσο, το πλάνο του «άριστου» εαυτού τείνει να ασκεί έντονο στρες και πίεση στο άτομο. Στρες, το οποίο δεν έχει απαραίτητα σχέση με το αν υπάρχουν εξωτερικοί στρεσογόνοι παράγοντες που να το επηρεάζουν. Συχνά, μάλιστα, το στρες τείνει να σωματοποιείται, π.χ. με έντονους στομαχόπονους, πονοκεφάλους κ.λ.π., τους οποίους το άτομο τείνει να μην μπορεί να αποκωδικοποιήσει, αφού δεν γνωρίζει (ή δεν θέλει να γνωρίσει) ότι ο τελειομανής τρόπος επιβίωσης δεν τον εξυπηρετεί πια.
Από μόνη της μία τέτοια συνειδητοποίηση, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο καταθλιπτικό επεισόδιο (ήπιο ή πιο βαρύ), καθώς το άτομο χρειάζεται να θρηνήσει πρώτα τον εαυτό που εγκαταλείπει, για να βρει τον εαυτό που τον εξυπηρετεί.
Ή με άλλα λόγια, «η κατάθλιψη είναι η άμυνά μας ενάντια στο βαθύ πόνο για την απώλεια του εαυτού μας» (Miller, 2003, σελ.72).
Τι εννοούμε όταν λέμε «απώλεια εαυτού»;
Στην ουσία, αυτό που εννοούμε είναι ότι το άτομο χρειάζεται να εγκαταλείψει την προσπάθεια να ζει και να ευτυχεί μέσα από τις προσδοκίες των άλλων, και να δημιουργήσει μόνο του τις δικές του προσδοκίες και νέες αξίες. Το πώς θα το κάνει αυτό είναι ίσως, μία δυσάρεστη στην αρχή, αλλά απελευθερωτική στην πορεία, διαδικασία, καθώς χρειάζεται σταδιακά και διερευνητικά να «σκάψει» στο βάθος της ύπαρξής του.
Γι' αυτό το λόγο, πολλές φορές, το άτομο στην αρχή βρίσκεται σε άρνηση ή είναι μπερδεμένο, χωρίς να μπορέσει να προσδιορίσει τι είναι αυτό που το μπερδεύει. Στην πορεία της θεραπείας τείνει να ανακαλεί αρκετές περιπτώσεις στην ζωή του κατά τις οποίες αισθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο, αν και φαινομενικά τα είχε όλα.
Χρειάζεται, λοιπόν, να ξεθάψει συναισθήματα, τα οποία είχε «θάψει», γιατί δεν εξυπηρετούσαν τον «άριστο» εαυτό του, όπως είναι ο θυμός, η στεναχώρια, η ματαίωση, και να δεχθεί ότι είναι εντάξει να μείνει με αυτά τα συναισθήματα, γιατί δεν κινδυνεύει πια από αυτά.
Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να εγκαταλείψει σταδιακά τον «φορεμένο» του εαυτό, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να συναντηθεί με τον πραγματικό του εαυτό. Ωστόσο, να τον εγκαταλείψει, αφού πρώτα τον αποδεχθεί!
Εκεί ο θεραπευτής αναλαμβάνει να δώσει χώρο για την άνευ όρων αποδοχή απέναντι στον πελάτη, την οποία δεν έλαβε ως παιδί. Όσο το άτομο ξετυλίγει τα συναισθήματα και τις ανάγκες του σε ένα ασφαλές περιβάλλον, τόσο αυτά το κατευθύνουν προς τον οργανισμικό του εαυτό. Τον εαυτό δηλαδή εκείνο που θα βοηθήσει, και δεν θα σαμποτάρει τον οργανισμό προς τον δρόμο της καλύτερης δυνατής εκδοχής του.
Και ποια είναι αυτή η εκδοχή;
Για τον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετική, και είναι προσωπική υπόθεση του καθενός να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό. Τον εαυτό δηλαδή που υπήρχε πριν του πουν οι άλλοι ποιος είναι. Δεν υπάρχει χρυσή συνταγή για αυτό το ταξίδι, αλλά ίσως και αυτό να είναι που το κάνει τόσο μοναδικό!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου