ὃν αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα [στρ. α]
95 τίκτει κατευνάζει τε φλογιζόμενον,
Ἅλιον, Ἅλιον αἰτῶ
τοῦτο καρῦξαι τὸν Ἀλκμή-
νας, πόθι μοι πόθι μοι παῖς
ναίει ποτ᾽, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων,
100 ἢ ποντίας αὐλῶνας, ἢ
δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς,
εἴπ᾽, ὦ κρατιστεύων κατ᾽ ὄμμα.
ποθουμένᾳ γὰρ φρενὶ πυνθάνομαι [ἀντ. α]
τὰν ἀμφινεικῆ Δηιάνειραν ἀεί,
105 οἷά τιν᾽ ἄθλιον ὄρνιν,
οὔποτ᾽ εὐνάζειν ἀδακρύ-
των βλεφάρων πόθον, ἀλλὰ
εὔμναστον ἀνδρὸς δεῖμα τρέφουσαν ὁδοῦ
ἐνθυμίοις εὐναῖς ἀναν-
110 δρώτοισι τρύχεσθαι, κακὰν
δύστανον ἐλπίζουσαν αἶσαν.
πολλὰ γὰρ ὥστ᾽ ἀκάμαντος [στρ. β]
ἢ νότου ἢ βορέα τις
κύματ᾽ ἂν εὐρέι πόντῳ
115 βάντ᾽ ἐπιόντα τ᾽ ἴδοι,
οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ
στρέφει, τὸ δ᾽ αὔξει βιότου
πολύπονον, ὥσπερ πέλαγος
Κρήσιον. ἀλλά τις θεῶν
120 αἰὲν ἀναμπλάκητον Ἅι-
δα σφε δόμων ἐρύκει.
ὧν ἐπιμεμφομένα σ᾽ αἰ- [ἀντ. β]
δοῖα μέν, ἀντία δ᾽ οἴσω.
φαμὶ γὰρ οὐκ ἀποτρύειν
125 ἐλπίδα τὰν ἀγαθὰν
χρῆναί σ᾽· ἀνάλγητα γὰρ οὐδ᾽
ὁ πάντα κραίνων βασιλεὺς
ἐπέβαλε θνατοῖς Κρονίδας·
ἀλλ᾽ ἐπὶ πῆμα καὶ χαρὰ
130πᾶσι κυκλοῦσιν, οἷον ἄρ-
κτου στροφάδες κέλευθοι.
μένει γὰρ οὔτ᾽ αἰόλα [ἐπῳδ.]
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆ-
ρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ᾽ ἄφαρ
135 βέβακε, τῷ δ᾽ ἐπέρχεται
χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι.
ἃ καὶ σὲ τὰν ἄνασσαν ἐλπίσιν λέγω
τάδ᾽ αἰὲν ἴσχειν· ἐπεὶ τίς ὧδε
140 τέκνοισι Ζῆν᾽ ἄβουλον εἶδεν;
***
ΧΟΡΟΣΣένα, που η αστρόφεγγη Νύχτα γεννά, σαν πεθαίνει,
και φλογισμένο τα βράδια πάλι κοιμίζει,
Ήλιε μου, ω Ήλιε, ζητώ σου
να μου μηνύσεις, ο γιος της Αλκμήνης
πού να μου βρίσκεται, πού,
ω μ᾽ αστραπόβολη λάμψη ζωσμένε;
100 τάχα σε θάλασσες κάπου στενά,
ή στις διπλές τις στεριές να κονεύει;
πε μου, εσύ π᾽ όλους νικάς στη ματιά.
Γιατί μαθαίνω πως πάντα ποθοπλανταγμένη
η πολυγύρευτη κόρη του Οινέα
όμοια σαν ένα πουλί θλιβερό,
δεν την κοιμίζει σ᾽ αδάκρυτα μάτια
ποτέ τη λαχτάρα της,
μα με του αντρός της που λείπει τη θύμηση
θρέφει όλο φόβους στα στήθια της
110 κι η συλλογή στ᾽ ορφανό της κρεβάτι τη λιώνει,
να περιμένει, η ταλαίπωρη, κάποιο κακό.
Γιατ᾽ όπως τ᾽ αμέτρητα κύματα
του ασύχαστου νότου ή βοριά
στον πλατύ πόντο θα δεις
να πηγαίνουν και να ᾽ρχουνται,
έτσι και τον Καδμογέννητο
μια τον ποδίζει και μια τον φέρνει εμπρός
η πολυαντάριαστη, σαν το κανάλι
της Κρήτης, ζωή του·
120 μα ένας θεός πάντ᾽ ανέβλαβο
τον κρατάει μακριά ᾽πό τα δώματα του Άδη.
Γι᾽ αυτά όλα σού ρίχνω κι εγώ άδικο
και μ᾽ όλο το σέβας μου, μα
θ᾽ αντιγνωμήσω μαζί σου·
γιατί, λέω, δε θα ᾽πρεπε
κάθ᾽ ελπίδα καλή να ξοφλάς.
Βέβαια, ζωή δίχως πόνο ουδ᾽ αυτός
ο παντοδύναμος Δίας σε κανένα θνητό
δε χάρισε, μα όλους
130 τριγυρνούνε και λύπες και χαρές
σαν του Χορού του εφταπάρθενου οι γύρες.
Πάντα η αστροπλούμιστη νύχτα δε μένει,
ούτε κι οι αντίμαχες μοίρες του ανθρώπου,
ούτε τα πλούτη, μα πέταξαν
μεμιάς και πάνε,
και πίσω το ᾽να ᾽πό τ᾽ άλλο ακλουθούν
τα χαροκόπια κι οι στέρησες.
Σ᾽ αυτά λέω και συ να στηρίζεις, βασίλισσα,
τις ελπίδες σου πάντα·
γιατί ποιός είδε το Δία ποτέ
140 έτσι ανέγνοιαστο για τα παιδιά του;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου