Εξετάζονται μόνο τα χαρακτηριστικά εκείνα για τα οποία δεν υπάρχει καμία –ή σχεδόν καμία- εξαίρεση και τα οποία συναντώνται σε όλες τις φάσεις της πλατωνικής δημιουργίας (αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν περιλαμβάνεται π.χ. η απορητική κατάληξή που είναι χαρακτηριστική για ορισμένα πρώιμα έργα). Θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτού του είδους θα έπρεπε να είναι σε θέση να τα εξηγήσει κάθε θεωρία του πλατωνικού διαλόγου.
1. Τα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα παρουσιάζουν χωρίς καμία εξαίρεση συνομιλίες. Στο πλαίσιο της συνομιλίας ωστόσο είναι δυνατοί και εκτεταμένοι μονόλογοι.
2. Η συνομιλία διεξάγεται σε συγκεκριμένο τόπο και συγκεκριμένο χρόνο. Οι συνομιλητές είναι άτομα που περιγράφονται ρεαλιστικά και –με λίγες μόνο εξαιρέσεις- ιστορικές προσωπικότητες που είναι δυνατόν να ταυτιστούν.
3. Σε κάθε διάλογο υπάρχει μια μορφή η οποία σαφώς αναλαμβάνει να διευθύνει τη συνομιλία. Το όνομα αυτού που διευθύνει τη συνομιλία είναι καταρχήν «Σωκράτης»· παρουσιάζεται με τα ατομικά του χαρακτηριστικά, όπως και οι άλλοι συνομιλητές, αλλά από την αρχή υπάρχει μια τάση εξιδανίκευσης. Στους ύστερους διαλόγους αυτός που διευθύνει τη συνομιλία μπορεί να έχει και άλλα ονόματα· στις περιπτώσεις αυτές παραμένει ως προσωπικότητα λιγότερο ευδιάκριτος από ό,τι οι συνομιλητές του.
4. Αυτός που διευθύνει τη συνομιλία μιλά κάθε φορά με έναν μόνο συνομιλητή. Συνομιλίες στις οποίες συμμετέχουν περισσότεροι από δύο διασπώνται σε ενότητες που παρουσιάζουν αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση να διαλέγεται με συνομιλητές που εναλλάσσονται. Δεν υπάρχουν μεγαλύτερης έκτασης συνομιλίες μεταξύ τριών. Αυτός που διευθύνει τη συνομιλία μπορεί να διακόψει τη συζήτηση με τον πραγματικό του συνομιλητή και να την αντικαταστήσει με έναν υποδειγματικό διάλογο με έναν φανταστικό συνομιλητή.
5. Αυτός που διευθύνει τη συνομιλία μπορεί να απαντήσει σε όλες τις ενστάσεις. Σε συνομιλίες αγωνιστικού χαρακτήρα μπορεί να αντικρούσει όλους τους συνομιλητές· τον ίδιο δεν τον αντικρούουν ποτέ. Όλα τα στοιχεία της συνομιλίας που οδηγούν όντως πιο μακριά εισάγονται πάντοτε από αυτόν (απλώς, κάποτε με «μαιευτικό» τρόπο: φέρνει στο φως σκέψεις «άλλων»).
6. Η συνομιλία δεν χαρακτηρίζεται από μια ομαλή κλιμάκωση, αλλά «ανεβαίνει» απότομα, θα μπορούσαμε να πούμε, σε ένα υψηλότερο από ποιοτική άποψη επίπεδο, συνήθως κατά την πορεία της ανασκευής μιας επίθεσης.
7. Αυτός που διευθύνει τη συνομιλία δεν οδηγεί την επιχειρηματολογία σε ένα οργανικό τέλος, αλλά παραπέμπει σε μελλοντικά θέματα, αποδείξεις και περιοχές έρευνας, των οποίων η πραγμάτευση θα ήταν αναγκαία στο πλαίσιο του συγκεκριμένου θέματος, για τα οποία όμως δηλώνει ότι δεν ανήκουν στο πεδίο της τωρινής εξέτασης. Κάθε πλατωνικός διάλογος έχει το εσκεμμένο κενό (ή τα κενά) του.
Ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά
Σχετικά με το (1): Η φιλοσοφία για τον Πλάτωνα μπορεί να ασκηθεί μόνο υπό μορφή διαλόγου;
Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Πλάτων ειδικά στον διάλογο στον οποίο παρουσιάζει τον Σωκράτη να καταφέρεται με ιδιαίτερη επιμονή εναντίον του σοφιστικού μακρού λόγου και να υπερασπίζεται τη διαδικασία της ερωταπόκρισης, δηλαδή στον Πρωταγόρα δείχνει παράλληλα έναν Σωκράτη ο οποίος κάνει μια εκτεταμένη ανάπτυξη σε συνεχή λόγο (342a–347a), και επιπλέον αναβάλλει προς το παρόν τη ζωντανή αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα προς χάρη μιας φανταστικής συνομιλίας. Το αποτέλεσμα, επομένως, στο οποίο καταλήγει ο Σωκράτης δεν εξαρτάται από την απάντηση που του δίνει ο Πρωταγόρας.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο Πλάτων περιγράφει ορισμένες φορές τον Σωκράτη ως μοναχικό στοχαστή ή τον κάνει να καταφεύγει σε θέσεις που είχαν υποτίθεται συμφωνηθεί στο παρελθόν ή σε διδαχές που δέχτηκε από τρίτους:[1] όλα αυτά δείχνουν καθαρά ότι αυτός που διευθύνει τη συζήτηση κάθε άλλο παρά επεξεργάζεται όλα τα θέματα για πρώτη φορά «εδώ και τώρα»· μάλλον φέρνει σημαντικούς τρόπους σκέψης και συμπεράσματα «έτοιμα» στη συζήτηση. Η προειδοποίηση αυτή δεν αρνείται τη διαλογικότητα της σκέψης. Αντίθετα, πρόκειται ακριβώς για τη διαλογικότητα της σκέψης, δεδομένου ότι η σκέψη είναι για τον Πλάτωνα μια συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της.[2]
Ό,τι ανακαλύπτεται με τη μοναχική σκέψη πρέπει να μπορεί να επαληθευτεί στη συνομιλία με άλλους· αυτό άλλωστε το περιγράφει και ο Σωκράτης ως μια γενική ανάγκη: να εκθέτει κανείς στους άλλους ό,τι βρήκε και να το επιβεβαιώσει μαζί τους (Πρωταγόρας 348d). Ωστόσο πρόκειται πρωτίστως για τη δυνατότητα επαλήθευσης σε επίπεδο αρχής· και όταν ο Σωκράτης θεωρεί σημαντικό να ελέγξει τα πάντα μαζί με αυτόν που θέτει τις καλύτερες ερωτήσεις και δίνει τις καλύτερες απαντήσεις –όπως βεβαιώνει στον Πρωταγόρα- αναφέρεται περισσότερο στη δική του σκέψη παρά στη σκέψη του Πρωταγόρα. Αυτό το δείχνουν με αρκετή σαφήνεια οι ενότητες του έργου του Πλάτωνα που δεν έχουν διαλογική μορφή, όπως το πέμπτο βιβλίο και μεγάλα τμήματα του έκτου βιβλίου των Νόμων, ο λόγος για τον Έρωτα στον Φαίδρο, και κυρίως ο θαυμάσιος μονόλογος του ομώνυμου χαρακτήρα στον Τίμαιο: όλα αυτά είναι μια εξίσου γνήσια έκφραση της πλατωνικής φιλοσοφίας όπως και η πορεία με σύντομες ερωτήσεις και ακόμη συντομότερες απαντήσεις.
Σχετικά με το (2): Η τοποθέτηση του πλαισίου του διαλόγου σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε έναν συγκεκριμένο χώρο, καθώς και η εισαγωγή ατομικών, ιστορικών χαρακτήρων είναι μια μόνιμη υπόδειξη ότι η ενασχόληση με τη φιλοσοφία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με προσωπική κάθε φορά πρωτοβουλία. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η «ιστορικότητα» των καταστάσεων και των χαρακτήρων στους διαλόγους είναι μια μέγιστη ποιητική άδεια. Ο στόχος είναι, τόσο για τους συνομιλητές των διαλόγων όσο και για τον αναγνώστη, να βγάλουν από πάνω τους τα κάθε είδους προσωπικά δεσμά και να προχωρήσουν σε μόνιμες αλήθειες. Αν οι χαρακτήρες του Πλάτωνα ήταν απλώς ιστορικές μορφές, δεν θα μπορούσαν να μας αγγίζουν τόσο βαθειά όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η ατομικότητά τους δεν έχει ευτυχώς έναν ιστορικό, συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά πρόκειται –αν επιτρέπεται η διατύπωση- για μια ατομικότητα «γενικής ισχύος».
Σχετικά με το (3): Χωρίς αμφιβολία ο Πλάτων είχε στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να βάλει δίπλα στον «Σωκράτη» ή σε αυτόν που κάθε φορά διευθύνει τον διάλογο συνομιλητές ισότιμους από την άποψη των νοητικών ικανοτήτων και του χαρακτήρα· είτε, αντίστροφα, να σχεδιάσει τον «Σωκράτη» και τους άλλους «διαλεκτικούς» με μικρότερη υπεροχή. Περιέργως, η απουσία διαλόγων μεταξύ ισάξιων συνομιλητών σπάνια επισημάνθηκε, και ακόμη σπανιότερα αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Αν οι αντίπαλοι ήταν ισοδύναμοι, ο Πλάτων θα έπρεπε να αφήσει θεμελιώδη ερωτήματα οριστικά χωρίς λύση, και όπως είναι γνωστό, μια τέτοια σε επίπεδο αρχής απορητική στάση απουσιάζει στον Πλάτωνα (στους πρώιμους διαλόγους η απορητική στάση δεν είναι, αντίθετα, ποτέ αποτέλεσμα ισοδύναμων θέσεων, και εξάλλου εγκαταλείπεται στην Πολιτεία).
Σχετικά με το (4): Το γεγονός ότι αποφεύγονται συνομιλίες τριών προσώπων σημαίνει ότι ο κάθε συνομιλητής έχει να κάνει αποκλειστικά με αυτόν που διευθύνει τον διάλογο, ο οποίος και τον διορθώνει: οι υπόλοιπες απόψεις δεν μπορούν να συναντηθούν μεταξύ τους και να αποβούν με τον τρόπο αυτό γόνιμες. Αν η ανταλλαγή απόψεων για ένα θέμα με τον συγκεκριμένο συνομιλητή δεν αποβαίνει αρκετά γόνιμη, αυτός που διευθύνει τον διάλογο μπορεί να υπερβεί με αυτοπεποίθηση τον αντικειμενικό περιορισμό των δυνατοτήτων και να συνεχίσει την επιχειρηματολογία με φανταστικούς συνομιλητές. Τέτοιοι φανταστικοί συνομιλητές είναι π.χ. οι άθεοι στο 10ο βιβλίο των Νόμων, η Διοτίμα στο Συμπόσιο ή ο ανώνυμος συγκάτοικος του Σωκράτη στον Ιππία μείζονα.
Σχετικά με το (2): Η τοποθέτηση του πλαισίου του διαλόγου σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε έναν συγκεκριμένο χώρο, καθώς και η εισαγωγή ατομικών, ιστορικών χαρακτήρων είναι μια μόνιμη υπόδειξη ότι η ενασχόληση με τη φιλοσοφία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με προσωπική κάθε φορά πρωτοβουλία. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η «ιστορικότητα» των καταστάσεων και των χαρακτήρων στους διαλόγους είναι μια μέγιστη ποιητική άδεια. Ο στόχος είναι, τόσο για τους συνομιλητές των διαλόγων όσο και για τον αναγνώστη, να βγάλουν από πάνω τους τα κάθε είδους προσωπικά δεσμά και να προχωρήσουν σε μόνιμες αλήθειες. Αν οι χαρακτήρες του Πλάτωνα ήταν απλώς ιστορικές μορφές, δεν θα μπορούσαν να μας αγγίζουν τόσο βαθειά όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η ατομικότητά τους δεν έχει ευτυχώς έναν ιστορικό, συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά πρόκειται –αν επιτρέπεται η διατύπωση- για μια ατομικότητα «γενικής ισχύος».
Σχετικά με το (3): Χωρίς αμφιβολία ο Πλάτων είχε στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να βάλει δίπλα στον «Σωκράτη» ή σε αυτόν που κάθε φορά διευθύνει τον διάλογο συνομιλητές ισότιμους από την άποψη των νοητικών ικανοτήτων και του χαρακτήρα· είτε, αντίστροφα, να σχεδιάσει τον «Σωκράτη» και τους άλλους «διαλεκτικούς» με μικρότερη υπεροχή. Περιέργως, η απουσία διαλόγων μεταξύ ισάξιων συνομιλητών σπάνια επισημάνθηκε, και ακόμη σπανιότερα αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Αν οι αντίπαλοι ήταν ισοδύναμοι, ο Πλάτων θα έπρεπε να αφήσει θεμελιώδη ερωτήματα οριστικά χωρίς λύση, και όπως είναι γνωστό, μια τέτοια σε επίπεδο αρχής απορητική στάση απουσιάζει στον Πλάτωνα (στους πρώιμους διαλόγους η απορητική στάση δεν είναι, αντίθετα, ποτέ αποτέλεσμα ισοδύναμων θέσεων, και εξάλλου εγκαταλείπεται στην Πολιτεία).
Σχετικά με το (4): Το γεγονός ότι αποφεύγονται συνομιλίες τριών προσώπων σημαίνει ότι ο κάθε συνομιλητής έχει να κάνει αποκλειστικά με αυτόν που διευθύνει τον διάλογο, ο οποίος και τον διορθώνει: οι υπόλοιπες απόψεις δεν μπορούν να συναντηθούν μεταξύ τους και να αποβούν με τον τρόπο αυτό γόνιμες. Αν η ανταλλαγή απόψεων για ένα θέμα με τον συγκεκριμένο συνομιλητή δεν αποβαίνει αρκετά γόνιμη, αυτός που διευθύνει τον διάλογο μπορεί να υπερβεί με αυτοπεποίθηση τον αντικειμενικό περιορισμό των δυνατοτήτων και να συνεχίσει την επιχειρηματολογία με φανταστικούς συνομιλητές. Τέτοιοι φανταστικοί συνομιλητές είναι π.χ. οι άθεοι στο 10ο βιβλίο των Νόμων, η Διοτίμα στο Συμπόσιο ή ο ανώνυμος συγκάτοικος του Σωκράτη στον Ιππία μείζονα.
Σχετικά με το (5): Η απόφαση του Πλάτωνα να αφήσει κάθε φορά την καθοδήγηση ενός διαλόγου σε έναν μόνο χαρακτήρα δεν θα έπρεπε να σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο χαρακτήρας αυτός θα είχε και ένα τέτοιο προβάδισμα έναντι των άλλων, ώστε να υπερέχει από αυτούς σε κάθε κατάσταση. Ποιο χρήσιμο από την άρνηση των δεδομένων είναι και σε αυτήν την περίπτωση – και πάλι – το ερώτημα ποια έννοια της φιλοσοφίας βρίσκει την έκφρασή της σε αυτήν τη δραματουργική απόφαση.
Σχετικά με το (6) και το (7): Η σημασία της επίθεσης εναντίον ενός συμπεράσματος στο οποίο έχουν καταλήξει οι συνομιλητές, που ακολουθείται από μια συγκεκριμένη «βοήθεια» η οποία επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα σε ένα ανώτερο επίπεδο με πιο απαιτητικά νοητικά μέσα και με βαθύτερη τεκμηρίωση, γίνεται φανερή μόνο αφού λάβει κανείς υπόψη του την κριτική που ασκείται στον γραπτό λόγο στο τέλος του Φαίδρου.
Αυτός που διευθύνει τη συζήτηση στους πλατωνικούς διαλόγους μπορεί συνειδητά να φιλοσοφεί σε διαφορετικά επίπεδα: από τον συνομιλητή εξαρτάται – από τις δικές του ανάγκες και τη δική του αντιληπτική ικανότητα – το επίπεδο που επιλέγει ο «Σωκράτης». Δεν περνά σε ένα ανώτερο επίπεδο χωρίς λόγο: η αληθινή φιλοσοφία δεν προσφέρεται από μόνη της προς τους ενδιαφερομένους, αλλά θέλει να την αναζητήσουν.
------------------------------
[1] Συμπόσιο 175b, 220cd· Κρίτων 49a· Μένων 81a· Γοργίας 493a· Ιππίας μείζων 304d· Πολιτεία 505a 3, 611b 9-10· Φαίδων 100b 5.
[2] Θεαίτητος 189e, Σοφιστής 263e.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου