Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική συγκρότηση του ατόμου επιτυγχάνεται στο κατάλληλο περιβάλλον, εντός του οποίου αναπτύσσονται οι αρετές, και αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της πόλης, δηλαδή της τέλειας κοινωνίας. Η πολιτική δραστηριότητα, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, στοχεύει σε κάποιο αγαθό και αυτό είναι ολικό και υπέρτατο, διότι και η πόλις είναι το σύνολο των τελείων ενεργημάτων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το σκοπούμενο αγαθό πρέπει να είναι κοινό για το άτομο και την πόλη και συνίσταται στην «κατ' αρετήν» διαβίωση, που εξυψώνει τους πολίτες σε πνευματικά όντα και τους οδηγεί στην «εὐδαιμονία»
Η Αριστοτελική φιλοσοφία δεσπόζει της ευρωπαϊκής σκέψης τουλάχιστον από την εποχή που οι μοναχοί του Μεσαίωνα μετέφραζαν, μετέγραφαν και σχολίαζαν τα έργα του, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν σε αυτά τις βασικές αρχές της ανθρώπινης νόησης. Από τότε μέχρι σήμερα οι αριστοτελικές σπουδές κατέχουν σημαντικό μέρος των σπουδών φιλοσοφίας παγκοσμίως και η επανεξέταση των αριστοτελικών κειμένων αποτελεί κεντρική δραστηριότητα των Φιλοσοφικών Σχολών και των απανταχού φιλοσοφούντων.
Στο πλαίσιο αυτό θα ασχοληθούμε με τη σκιαγράφηση τριών βασικότατων εννοιών της αριστοτελικής πολιτικής φιλοσοφίας, αυτών του αγαθού, της ευδαιμονίας, καθώς και με τη συνάντηση αμφοτέρων στο πλαίσιο της πόλης, όπου πραγματώνονται σύμφωνα με τον αρχαίο φιλόσοφο όλες οι ανθρώπινες ικανότητες και επιθυμίες.
Κατά τον Αριστοτέλη, το αγαθό είναι αυτονόητα ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν όλα τα όντα κατά τα ενεργήματά τους. Αν ο Πλάτων είχε θεωρήσει το αγαθό ως οντολογικά ενιαίο και αξιακά ύψιστο, ο Αριστοτέλης παρατηρεί, ήδη από το πρώτο βιβλίο των Ἠθικῶν Νικομαχείων, ότι το αγαθό δεν μπορεί να διαθέτει οντολογική ενότητα, αλλά ποικίλλει ανάλογα με τα είδη των τεχνών, των επιστημών και των πράξεων στα οποία μπορεί κάποιος να επιδίδεται. Ωστόσο, το αγαθό φαίνεται να μην εγκαταλείπει εντελώς την πλατωνική του ομοιογένεια και αυτό γίνεται αντιληπτό, όταν ο Αριστοτέλης το ανάγει σε τελικό τέλος των πράξεων και των ενεργειών του ανθρώπου, δηλαδή ως αξιακά «αἱρετώτατο». Αν λοιπόν και η ηθική ενέργεια του ανθρώπου μπορεί να νοηθεί ως όλο και να τείνει σε κάποιο ενιαίο τέλος, που να μην υπάγεται σε κανένα άλλο αλλά να επιδιώκεται «καθεαυτό» (ως αυτοσκοπός), τότε το τελικό αυτό «τέλος» πρέπει να ταυτίζεται με το ύψιστο αγαθό, και αυτό το αγαθό είναι η «εὐδαιμονία» (Ἠθικά Νικομάχεια 1094a 1-25 και 1095a 18).
Αναλύοντας τον όρο «εὐδαιμονία», ο Αριστοτέλης αναφέρεται αρχικά στο «εὖ ζῆν» και στο «εὖ πράττειν», εξετάζει στη συνέχεια τις συνήθεις απόψεις περί «ευδαιμονίας», όπως ότι ευτυχής είναι ο άνθρωπος που διαθέτει ηδονή, πλούτο, τιμές, υγεία, διανοητικές ικανότητες, ομορφιά ή ο,τιδήποτε το επιθυμητό, για να καταλήξει στη θέση ότι ευδαιμονία είναι η «ενέργεια της ψυχής η σύμφωνη με την αρετή» («ψυχῆς ἐνέργεια κατ΄ ἀρετήν»).
Σημειώνει δε ότι η ανθρώπινη φύση ρυθμίζει τη συμπεριφορά της, θέτοντας σκοπούς για τις πράξεις της, επειδή είναι έλλογη. Αφού λοιπόν η ενέργεια της ψυχής είναι κατά λόγον, γι΄αυτό, κάθε επί μέρους πράξη του ανθρώπου τείνει -σε κάποιον βαθμό- προς την τελειότητα με τον τρόπο που ο λόγος ορίζει. Μεταξύ δε των διαβαθμίσεων της τελειότητος ανώτερη -σύμφωνα με τα Ἠθικά Νικομάχεια- είναι η «κατ΄ ἀρετήν». Άρα, ο μέγιστος σκοπός του ανθρώπου, ο οποίος, όπως ελέχθη, ορίζεται ως ευδαιμονία, είναι η ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την αρετή ή ασκείται σύμφωνα με αυτήν (Ἠθικά Νικομάχεια 1099b 26). Συμπληρωματικά σημειώνεται ότι η ευδαιμονία πρέπει εύλογα να εκπορεύεται από το τελειότερο ή το θεϊκότερο μέρος της ψυχής, επειδή εμπερικλείει το τέλειο. Και το τελειότερο μέρος της ψυχής δεν είναι άλλο από το νου. Εν τέλει, ο ευδαίμων βίος είναι ο σύμφωνος προς το πνεύμα βίος, αφού ο νους και το πνεύμα αποτελούν την ουσία της ανθρώπινης φύσης (Ἠθικά Νικομάχεια 1099a21 και 1177b19).
Η αρετή στα Ἠθικά Νικομάχεια εκλαμβάνεται τόσο υπό την έννοια της συνολικής και τέλειας ανάπτυξης όλων των φυσικών και σωματικών ικανοτήτων του ανθρώπου, όσο και υπό την έννοια της ηθικής τελείωσης. Οι ηθικές αρετές, διακριτές σε διανοητικές και σε κατ΄ εξοχήν ηθικές, αποτελούν έξεις, δηλαδή σταθερές τάσεις προς κάτι, και ευρίσκονται στο μέσον δύο άκρων, τα οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει κατά την κρίση του. Η ως άνω άποψη του φιλοσόφου σχετικοποιεί την αρετή και δηλώνει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της αριστοτελικής ηθικής. Επί πλέον η αρετή, ως ύψιστο αγαθό, πρέπει κατά το φιλόσοφο να είναι «μεσότης» και μάλιστα εκείνη που μπορεί να ορίσει ο φρόνιμος άνθρωπος, αφού αυτός διαθέτει επαρκή διανοητικά χαρίσματα, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις επιταγές του ορθού λόγου. Τέλος, η αρετή είναι κατά το φιλόσοφο «προαιρετική» έξις, γεγονός που αναδεικνύει την ελευθερία ως βασικό στοιχείο του ηθικού βίου. (Ἠθ. Νικ. 1106b36).
Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική συγκρότηση του ατόμου επιτυγχάνεται στο κατάλληλο περιβάλλον, εντός του οποίου αναπτύσσονται οι αρετές, και αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της πόλης, δηλαδή της τέλειας κοινωνίας. Η πολιτική δραστηριότητα, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, στοχεύει σε κάποιο αγαθό και αυτό είναι ολικό και υπέρτατο, διότι και η πόλις είναι το σύνολο των τελείων ενεργημάτων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το σκοπούμενο αγαθό πρέπει να είναι κοινό για το άτομο και την πόλη και συνίσταται στην «κατ' αρετήν» διαβίωση, που εξυψώνει τους πολίτες σε πνευματικά όντα και τους οδηγεί στην «εὐδαιμονία».
Εν τέλει στην αριστοτελική φιλοσοφία διατηρείται το πλατωνικό ιδεώδες περί της παιδευτικής αποστολής της πόλεως. Τελική και ύψιστη αποστολή της πολιτείας είναι η ηθικοποίηση των μελών της (Πολιτικά 1253a9). Η πόλις ως πεδίο πραγμάτωσης των ανθρωπίνων αναγκών, τάσεων και σκοπών δεν μπορεί παρά να είναι η ύψιστη συνθήκη τελειώσεως του ανθρώπου, αφού μέσα σε αυτήν όλες οι ανθρώπινες ικανότητες συνενώνονται στην επιδίωξη της ευδαιμονίας. Εν τέλει ο άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη δε μπορεί να καταστεί ευδαίμων παρά μόνο εν πόλει και το επιχείρημά του συνιστά κεντρική ευθύνη της πολιτικής δραστηριότητας σε κάθε εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου