Γιατί οι Έλληνες;
§1
Ο Νίτσε είναι εκείνος ο στοχαστής της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, που στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, με έμφαση στους Προσωκρατικούς, έχει αναζητήσει την πηγή της σκέψης του, αλλά και τη βάση της αντιπαράθεσής του με τη δυτική μεταφυσική. Αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον του για τη συγκεκριμένη φιλοσοφία είναι διαρκές και έντονο. Απέναντι στη δίνη, αλλά και την οδύνη του σύγχρονου χαοτικού πνευματικού μας πολιτισμού ο Νίτσε επιχείρησε να ορθώσει έναν αυθεντικά ριζοσπαστικό, εν πολλοίς αφοριστικό και πάντοτε παραγωγικό λόγο. Αυτός ο λόγος εισέρχεται στη ζωή μας σήμερα ως μια ακαταμάχητη αναδιάταξη του αρχαίου ελληνικού λόγου υπό τη μορφή της πιο επίκαιρης πολεμικής σκέψης. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας σκέψης προκύπτει από το γεγονός ότι ο σημερινός άνθρωπος βιώνει, όσο κανένας άλλος προγενέστερός του, την απόλυτη διάλυση αρχών, αξιών, κανόνων ζωής, επιθυμητών επιλογών κ.λπ. Είναι ένας ηττημένος ψυχικά, υπαρκτικά, κοινωνικά και πολιτικά άνθρωπος με δυο μόνο δυνατότητες μπροστά του:
1. να παραδεχτεί την ήττα του χωρίς διάθεση για αντί-σταση. Αυτός είναι ο αδύναμος ή αγελαίος, όπως λέει ο Νίτσε, άνθρωπος, που εκλιπαρεί τους πολιτικούς του δουλοκτήτες να του χαρίζουν λίγη δουλική ανάπαυση, ώστε «να πάρει τέλος ο πόλεμος που είναι ο ίδιος» (Πέραν του καλού και του κακού, KSA 5, σ. 120).
2. ή να αντλήσει από την πολεμική σκέψη, που είναι η αδούλωτη πτυχή του Είναι του, το δικαίωμα, αλλά και τη δύναμη να διεκδικήσει το παρόν και το μέλλον ως τη δική του βούληση ενάντια στους,
«φιλειρηνικά εργατικούς δημοκράτες και τους ιδεολόγους της επανάστασης, πιο πολύ ακόμη τους ηλίθιους φιλοσοφίσκους και φανατικούς της αδελφοσύνης, που αυτο-αποκαλούνται σοσιαλιστές και επιθυμούν την “ελεύθερη κοινωνία”, και όλοι μαζί συν-εργάζονται στη θεμελιακή και ενστικτώδη εχθρότητα ενάντια σε κάθε άλλη μορφή κοινωνίας εκτός από εκείνη της αυτόνομης αγέλης» (ό.π., σ. 125).
§2
Για να προετοιμάσει ο Νίτσε το κατάλληλο φιλοσοφικό εγχείρημα, που θα οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο πέρα από τις α-νοησίες των φιλοσοφίσκων και των καθεστωτικών τους εναγκαλισμών και προς τα πιο γόνιμα πνεύματα της ιστορίας, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, μεταξύ των άλλων, στους Έλληνες. Γιατί; Επειδή,
«το ύφος ενός Ηράκλειτου, ενός Πλάτωνος, ενός Εμπεδοκλή ή όποιο όνομα κι αν είχαν εκείνες οι βασιλικές και επιβλητικές, μοναχικές μορφές του πνεύματος» (ό.π., σ. 131)
μπορεί να αποτινάξει τη,
«μιζέρια της τωρινής φιλοσοφίας, που έχει καταστρέψει το σεβασμό για τη φιλοσοφία και άνοιξε τις πύλες στα χυδαία ένστικτα» (ό.π.).
Ο Νίτσε μπορεί και εκφράζεται έτσι, επειδή καθ’ όλη τη φιλοσοφική του διαδρομή διατηρούσε έντονο το ενδιαφέρον του για τους Φιλοσόφους της Ελλάδας και ειδικά για τους Προσωκρατικούς ή, όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε, τους Προπλατωνικούς. Τι προσδοκούσε απ’ αυτή τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων; Σίγουρα όχι κάποια πληροφοριακή ή ιστοριογραφική γνώση ή κάποιο «μεγάλο σφάλμα» (KSA 1, σ. 801), που θα χρειαζόταν αναίρεση ή θα αποτελούσε αφορμή για ένα αντι-λογικό, μοντερνιστικής υφής, κουβεντολόι. Απεναντίας, όπως ο ίδιος τονίζει με λαγαρό ύφος, ζητούσε,
«να φωτιστεί εκείνο που πρέπει πάντοτε να αγαπάμε και να σεβόμαστε και το οποίο καμιά μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μας αφαιρέσει βίαια: ο μεγάλος άνθρωπος» (ό.π., σ. 802).
§3
Ο μεγάλος άνθρωπος, συνεχίζει ο φιλόσοφος, διάγει το βίο του στο βασίλειο της σκέψης σε συνδυασμό πάντοτε με το βασίλειο της πράξης, της βούλησης και της βίωσης. Όλα ετούτα συνθέτουν το βασίλειο της ελευθερίας. Ο μεγάλος άνθρωπος ενδημεί μέσα σε τούτο το βασίλειο και ενσαρκώνει τις δυνατότητες ελεύθερης ζωής, που φωτίζουν το μονοπάτι όλων των μεταγενέστερων: ενισχύουν το αίσθημα της δύναμης των ανθρώπων και τους οπλίζουν με την ελευθερία της βούλησης. Η επι-στροφή στους Προσωκρατικούς είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης των πιο απόκρημνων και επικίνδυνων περιοχών του ανθρώπινου βίου. Κατ’ αυτό το νόημα, εκείνοι οι Έλληνες φιλόσοφοι αποτελούσαν για τον Νίτσε τους κατ’ εξοχήν θεμελιωτές και προμάχους της φιλοσοφικής παράδοσης της Ευρώπης. Καθίδρυσαν μια αντίληψη της φιλοσοφίας στη βάση περισσότερο της τραγικής σοφίας και λιγότερο της μεταφυσικής. Ο τραγικός εν πολλοίς χαρακτήρας της Προσωκρατικής γνώσης επέτρεψε σε εκείνους τους μεγάλους άνδρες να αντι-σταθούν σθεναρά στην αποκλειστικότητα της καθαρής θεωρητικής ενατένισης απέναντι στην πρακτική έποψη της ζωής. Εκκινώντας λοιπόν από αυτό το παράδειγμα των πρώτων Ελλήνων φιλο-σόφων, ο Νίτσε επιχειρεί δια βίου να κατανοήσει τη φιλοσοφία ως την εγγενή δυνατότητα του ανθρώπου να διεκδικεί την ελεύθερη πραγμάτωσή του, να δίνει περιεχόμενο στην ύπαρξή του και να στέκεται απαιτητικά απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Αναγνωρίζει, ως εκ τούτου, την καθοριστική επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας στην ενηλικίωση της δυτικής σκέψης και, όπως αργότερα και ο Χάιντεγκερ, διακρίνει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στον ελληνισμό και τη φιλοσοφία. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:
«Σήμερα ξαναγυρίζουμε σ’ αυτές τις θεμελιακές εξηγήσεις του σύμπαντος, που το ελληνικό πνεύμα ανακάλυψε με τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Εμπεδοκλή, τον Δημόκριτο και τον Αναξαγόρα. Μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο πολύ Έλληνες· πριν απ’ όλα, φυσικά, στις αντιλήψεις και τις κλίσεις μας, σαν να μην είμαστε παρά φαντάσματα που ελληνίζουν. Ας ελπίσουμε όμως πως μια μέρα θα γίνουμε και κατά φύση Έλληνες» (ό.π. σ. 808).
§2
Για να προετοιμάσει ο Νίτσε το κατάλληλο φιλοσοφικό εγχείρημα, που θα οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο πέρα από τις α-νοησίες των φιλοσοφίσκων και των καθεστωτικών τους εναγκαλισμών και προς τα πιο γόνιμα πνεύματα της ιστορίας, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, μεταξύ των άλλων, στους Έλληνες. Γιατί; Επειδή,
«το ύφος ενός Ηράκλειτου, ενός Πλάτωνος, ενός Εμπεδοκλή ή όποιο όνομα κι αν είχαν εκείνες οι βασιλικές και επιβλητικές, μοναχικές μορφές του πνεύματος» (ό.π., σ. 131)
μπορεί να αποτινάξει τη,
«μιζέρια της τωρινής φιλοσοφίας, που έχει καταστρέψει το σεβασμό για τη φιλοσοφία και άνοιξε τις πύλες στα χυδαία ένστικτα» (ό.π.).
Ο Νίτσε μπορεί και εκφράζεται έτσι, επειδή καθ’ όλη τη φιλοσοφική του διαδρομή διατηρούσε έντονο το ενδιαφέρον του για τους Φιλοσόφους της Ελλάδας και ειδικά για τους Προσωκρατικούς ή, όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε, τους Προπλατωνικούς. Τι προσδοκούσε απ’ αυτή τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων; Σίγουρα όχι κάποια πληροφοριακή ή ιστοριογραφική γνώση ή κάποιο «μεγάλο σφάλμα» (KSA 1, σ. 801), που θα χρειαζόταν αναίρεση ή θα αποτελούσε αφορμή για ένα αντι-λογικό, μοντερνιστικής υφής, κουβεντολόι. Απεναντίας, όπως ο ίδιος τονίζει με λαγαρό ύφος, ζητούσε,
«να φωτιστεί εκείνο που πρέπει πάντοτε να αγαπάμε και να σεβόμαστε και το οποίο καμιά μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μας αφαιρέσει βίαια: ο μεγάλος άνθρωπος» (ό.π., σ. 802).
§3
Ο μεγάλος άνθρωπος, συνεχίζει ο φιλόσοφος, διάγει το βίο του στο βασίλειο της σκέψης σε συνδυασμό πάντοτε με το βασίλειο της πράξης, της βούλησης και της βίωσης. Όλα ετούτα συνθέτουν το βασίλειο της ελευθερίας. Ο μεγάλος άνθρωπος ενδημεί μέσα σε τούτο το βασίλειο και ενσαρκώνει τις δυνατότητες ελεύθερης ζωής, που φωτίζουν το μονοπάτι όλων των μεταγενέστερων: ενισχύουν το αίσθημα της δύναμης των ανθρώπων και τους οπλίζουν με την ελευθερία της βούλησης. Η επι-στροφή στους Προσωκρατικούς είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης των πιο απόκρημνων και επικίνδυνων περιοχών του ανθρώπινου βίου. Κατ’ αυτό το νόημα, εκείνοι οι Έλληνες φιλόσοφοι αποτελούσαν για τον Νίτσε τους κατ’ εξοχήν θεμελιωτές και προμάχους της φιλοσοφικής παράδοσης της Ευρώπης. Καθίδρυσαν μια αντίληψη της φιλοσοφίας στη βάση περισσότερο της τραγικής σοφίας και λιγότερο της μεταφυσικής. Ο τραγικός εν πολλοίς χαρακτήρας της Προσωκρατικής γνώσης επέτρεψε σε εκείνους τους μεγάλους άνδρες να αντι-σταθούν σθεναρά στην αποκλειστικότητα της καθαρής θεωρητικής ενατένισης απέναντι στην πρακτική έποψη της ζωής. Εκκινώντας λοιπόν από αυτό το παράδειγμα των πρώτων Ελλήνων φιλο-σόφων, ο Νίτσε επιχειρεί δια βίου να κατανοήσει τη φιλοσοφία ως την εγγενή δυνατότητα του ανθρώπου να διεκδικεί την ελεύθερη πραγμάτωσή του, να δίνει περιεχόμενο στην ύπαρξή του και να στέκεται απαιτητικά απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Αναγνωρίζει, ως εκ τούτου, την καθοριστική επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας στην ενηλικίωση της δυτικής σκέψης και, όπως αργότερα και ο Χάιντεγκερ, διακρίνει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στον ελληνισμό και τη φιλοσοφία. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:
«Σήμερα ξαναγυρίζουμε σ’ αυτές τις θεμελιακές εξηγήσεις του σύμπαντος, που το ελληνικό πνεύμα ανακάλυψε με τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Εμπεδοκλή, τον Δημόκριτο και τον Αναξαγόρα. Μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο πολύ Έλληνες· πριν απ’ όλα, φυσικά, στις αντιλήψεις και τις κλίσεις μας, σαν να μην είμαστε παρά φαντάσματα που ελληνίζουν. Ας ελπίσουμε όμως πως μια μέρα θα γίνουμε και κατά φύση Έλληνες» (ό.π. σ. 808).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου