Τούτων δὴ ὑποκειμένων λεγέτω μοι, φήσω, καὶ [479a] ἀποκρινέσθω ὁ χρηστὸς ὃς αὐτὸ μὲν καλὸν καὶ ἰδέαν τινὰ αὐτοῦ κάλλους μηδεμίαν ἡγεῖται ἀεὶ μὲν κατὰ ταὐτὰ ὡσαύτως ἔχουσαν, πολλὰ δὲ τὰ καλὰ νομίζει, ἐκεῖνος ὁ φιλοθεάμων καὶ οὐδαμῇ ἀνεχόμενος ἄν τις ἓν τὸ καλὸν φῇ εἶναι καὶ δίκαιον καὶ τἆλλα οὕτω. «Τούτων γὰρ δή, ὦ ἄριστε, φήσομεν, τῶν πολλῶν καλῶν μῶν τι ἔστιν ὃ οὐκ αἰσχρὸν φανήσεται; καὶ τῶν δικαίων, ὃ οὐκ ἄδικον; καὶ τῶν ὁσίων, ὃ οὐκ ἀνόσιον;»
[479b] Οὔκ, ἀλλ᾽ ἀνάγκη, ἔφη, καὶ καλά πως αὐτὰ καὶ αἰσχρὰ φανῆναι, καὶ ὅσα ἄλλα ἐρωτᾷς.
Τί δὲ τὰ πολλὰ διπλάσια; ἧττόν τι ἡμίσεα ἢ διπλάσια φαίνεται;
Οὐδέν.
Καὶ μεγάλα δὴ καὶ σμικρὰ καὶ κοῦφα καὶ βαρέα μή τι μᾶλλον ἃ ἂν φήσωμεν, ταῦτα προσρηθήσεται ἢ τἀναντία;
Οὔκ, ἀλλ᾽ ἀεί, ἔφη, ἕκαστον ἀμφοτέρων ἕξεται.
Πότερον οὖν ἔστι μᾶλλον ἢ οὐκ ἔστιν ἕκαστον τῶν πολλῶν τοῦτο ὃ ἄν τις φῇ αὐτὸ εἶναι;
Τοῖς ἐν ταῖς ἑστιάσεσιν, ἔφη, ἐπαμφοτερίζουσιν ἔοικεν, [479c] καὶ τῷ τῶν παίδων αἰνίγματι τῷ περὶ τοῦ εὐνούχου, τῆς βολῆς πέρι τῆς νυκτερίδος, ᾧ καὶ ἐφ᾽ οὗ αὐτὸν αὐτὴν αἰνίττονται βαλεῖν· καὶ γὰρ ταῦτα ἐπαμφοτερίζειν, καὶ οὔτ᾽ εἶναι οὔτε μὴ εἶναι οὐδὲν αὐτῶν δυνατὸν παγίως νοῆσαι, οὔτε ἀμφότερα οὔτε οὐδέτερον.
Ἔχεις οὖν αὐτοῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι χρήσῃ, ἢ ὅποι θήσεις καλλίω θέσιν τῆς μεταξὺ οὐσίας τε καὶ τοῦ μὴ εἶναι; οὔτε γάρ που σκοτωδέστερα μὴ ὄντος πρὸς τὸ μᾶλλον μὴ εἶναι [479d] φανήσεται, οὔτε φανότερα ὄντος πρὸς τὸ μᾶλλον εἶναι.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Ηὑρήκαμεν ἄρα, ὡς ἔοικεν, ὅτι τὰ τῶν πολλῶν πολλὰ νόμιμα καλοῦ τε πέρι καὶ τῶν ἄλλων μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος εἰλικρινῶς.
Ηὑρήκαμεν.
Προωμολογήσαμεν δέ γε, εἴ τι τοιοῦτον φανείη, δοξαστὸν αὐτὸ ἀλλ᾽ οὐ γνωστὸν δεῖν λέγεσθαι, τῇ μεταξὺ δυνάμει τὸ μεταξὺ πλανητὸν ἁλισκόμενον.
Ὡμολογήκαμεν.
[479e] Τοὺς ἄρα πολλὰ καλὰ θεωμένους, αὐτὸ δὲ τὸ καλὸν μὴ ὁρῶντας μηδ᾽ ἄλλῳ ἐπ᾽ αὐτὸ ἄγοντι δυναμένους ἕπεσθαι, καὶ πολλὰ δίκαια, αὐτὸ δὲ τὸ δίκαιον μή, καὶ πάντα οὕτω, δοξάζειν φήσομεν ἅπαντα, γιγνώσκειν δὲ ὧν δοξάζουσιν οὐδέν.
Ἀνάγκη, ἔφη.
Τί δὲ αὖ τοὺς αὐτὰ ἕκαστα θεωμένους καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὡσαύτως ὄντα; ἆρ᾽ οὐ γιγνώσκειν ἀλλ᾽ οὐ δοξάζειν;
Ἀνάγκη καὶ ταῦτα.
Οὐκοῦν καὶ ἀσπάζεσθαί τε καὶ φιλεῖν τούτους μὲν ταῦτα [480a] φήσομεν ἐφ᾽ οἷς γνῶσίς ἐστιν, ἐκείνους δὲ ἐφ᾽ οἷς δόξα; ἢ οὐ μνημονεύομεν ὅτι φωνάς τε καὶ χρόας καλὰς καὶ τὰ τοιαῦτ᾽ ἔφαμεν τούτους φιλεῖν τε καὶ θεᾶσθαι, αὐτὸ δὲ τὸ καλὸν οὐδ᾽ ἀνέχεσθαι ὥς τι ὄν;
Μεμνήμεθα.
Μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν φιλοδόξους καλοῦντες αὐτοὺς μᾶλλον ἢ φιλοσόφους; καὶ ἆρα ἡμῖν σφόδρα χαλεπανοῦσιν ἂν οὕτω λέγωμεν;
Οὔκ, ἄν γέ μοι πείθωνται, ἔφη· τῷ γὰρ ἀληθεῖ χαλεπαίνειν οὐ θέμις.
Τοὺς αὐτὸ ἄρα ἕκαστον τὸ ὂν ἀσπαζομένους φιλοσόφους ἀλλ᾽ οὐ φιλοδόξους κλητέον;
Παντάπασι μὲν οὖν.
***
[478e] Θα μας έμενε λοιπόν τώρα να βρούμε, καθώς φαίνεται, εκείνο που μετέχει κι από τα δυο, και από το ον και από το μη ον, χωρίς όμως να είναι σωστό να το ονομάσομε πραγματικό και καθαυτό ον ή μην ον· κι έτσι, αν το βρούμε, αυτό με το δίκιο μας θα το τιτλοφορούμε αντικείμενο της δοξασίας, και θ᾽ αποδώσομε τότε στα άκρα τα άκρα και στα μεταξύ τα μεταξύ. Ή δεν είναι έτσι;Έτσι.
Και μια που μένομε σύμφωνοι σ᾽ αυτά, θα ρωτήσω κατόπι [479a] να μου αποκριθεί εκείνος ο καλός μας, που δεν παραδέχεται πως υπάρχει το καθαυτό ωραίο, ούτε η ιδέα της ίδιας της ομορφιάς, παντοτινά και στα πάντα της αμετάβλητη, αλλά μόνο τα πολλά ωραία αναγνωρίζει, εκείνος δα που τρελαίνεται για τα θεάματα και δεν ανέχεται να του κάμει κανείς λόγο για το ένα και απόλυτο ωραίο, για το ένα και απόλυτο δίκαιο, κι έτσι και για τ᾽ άλλα. Απ᾽ αυτά τα πολλά τα ωραία, καλέ μας, θα του πούμε, να υπάρχει μήπως κανένα που να μη μπορεί να φανεί ποτέ και άσχημο, και από τα δίκαια που να μη φανεί άδικο, και από τα όσια ανόσιο;
[479b] Όχι, μα μπορεί πολύ καλά τα ίδια πράματα να φανούν κατά κάποιο τρόπο και ωραία και άσχημα, καθώς και όλα τ᾽ άλλα που ρωτάς.
Κι ακόμα τί; τα πολλά διπλάσια δεν μπορεί πολύ ωραία να φανούν και μισά κι άλλο τόσο διπλάσια;
Πώς όχι;
Και τα μεγάλα επίσης και τα μικρά και τα ελαφριά και τα βαριά λιγότερο μπορεί να είναι και τέτοια που θα τα πούμε, αλλά και τ᾽ αντίθετα;
Όχι, αλλά πάντα το καθέν᾽ απ᾽ αυτά μπορεί να είναι και το ένα και το άλλο.
Ώστε το καθέν᾽ απ᾽ αυτά τα πολλά είναι πιο πολύ ή δεν είναι εκείνο που το πει κανείς πως είναι;
Αυτό μοιάζει με κείνα που λένε πάνω στα τραπέζια, τα ήξεις αφήξεις, [479c] ή με το αίνιγμα των παιδιών για τον ευνούχο που πετροβόλησε τη νυχτερίδα και με τί και πού απάνω την πετροβόλησε· γιατί κι αυτά τα πολλά που λες, μπορεί να τα πάρει κανείς κι έτσι και αλλιώς, και για κανένα τους δε γίνεται να πεις με απόλυτη ασφάλεια αν είναι ή δεν είναι είτε και τα δυο, είτε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Έχεις λοιπόν να κάμεις τίποτα καλύτερο μ᾽ αυτά, ή να τους ορίσεις άλλη καλύτερη θέση, παρά ανάμεσα στο ον και στο μηδέν; Γιατί βέβαια ούτε πιο σκοτεινά από το μη ον θα φανούν, ώστε να τα θεωρήσομε για κάτι περισσότερο [479d] από αυτό, ούτε φωτεινότερα από το ον, ώστε να έχουν περισσότερη απ᾽ αυτό ύπαρξη.
Σωστότατα.
Βρήκαμε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πως αυτές οι διάφορες ιδέες των πολλών για το ωραίο και για τ᾽ άλλα, παρακυλούν κάπου ανάμεσα στο μη ον και στο πραγματικό ον.
Το βρήκαμε.
Μα είχαμε ακόμη μείνει και σύμφωνοι πως αν ήθελε φανεί κάτι τέτοιο, πρέπει να ονομάζεται αυτό αντικείμενο όχι της επιστήμης αλλά της δοξασίας, της διάμεσης εκείνης δύναμης που μ᾽ αυτή πιάνεται ό,τι πλανιέται στο μεταξύ.
Πραγματικώς.
[479e] Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράματα, δε βλέπουν όμως το καθαυτό ωραίο, ούτε μπορούν να παρακολουθήσουν εκείνον που είναι σε θέση να τους το δείξει, καθώς και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το καθαυτό δίκαιο, κι έτσι κι όλα τ᾽ άλλα, αυτοί θα πούμε πως έχουν απλώς δοξασίες, όχι όμως και καμιά πραγματική γνώση γι᾽ αυτά τα πράματα.
Αναγκαστικά.
Απεναντίας, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθαυτά τα πράματα και την παντοτινά αναλλοίωτη ουσία τους, δε θα πούμε πως αυτοί πραγματικά γνωρίζουν, και όχι πως έχουν απλώς δοξασίες;
Αναγκαστικά κι αυτό.
Λοιπόν δεν θα λέμε πως αυτοί λαχταρούν κι αγαπούν [480a] τα πράματα που είναι αντικείμενο της επιστήμης, κι εκείνοι οι άλλοι τα πράματα που είναι αντικείμενο της δοξασίας; Ή δε θυμόμαστε ότι λέγαμε για τους τελευταίους αυτούς πως φωνές και χρώματα ωραία και τα τέτοια τ᾽ αγαπούν και αισθάνονται ευχαρίστηση να τα βλέπουν, το ίδιο όμως το ωραίο ούτε και πως υπάρχει ανέχονται ν᾽ ακούσουν;
Το θυμόμαστε.
Μήπως λοιπόν θα ᾽ταν καμιά παραφωνία εκ μέρους μας, αν τους ονομάζαμε καλύτερα φιλοδόξους παρά φιλοσόφους, και θα μας θύμωναν άραγε πάρα πολύ, αν τους δίναμε αυτό τ᾽ όνομα;
Όχι, αν θέλουν να με πιστέψουν εμένα· γιατί δεν είναι συχωρεμένο πράγμα να θυμώνει κανείς με την αλήθεια.
Εκείνους λοιπόν που αφοσιώνονται στο κάθε καθαυτό ον δεν πρέπει να τους ονομάζομε φιλοσόφους και όχι φιλοδόξους;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου