Μια άλλη πόλη που από το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου είναι το Πέργαμον (ή η Πέργαμος) στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Η λέξη πέργαμον (συνήθως ουδέτερο· μαρτυρείται όμως και το θηλυκό ἡ πέργαμος) είναι προελληνική και σημαίνει οχυρό· ήταν επομένως ταιριαστή ονομασία για τον αρχικό μικρό οικισμό της Μυσίας, ο οποίος ήταν χτισμένος στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου που δεσπόζει στην κοιλάδα του ποταμού Καΐκου. Την ασφαλή αυτή και απόμερη τοποθεσία την επέλεξε, λίγο μετά το 302 π.Χ., ο βασιλιάς Λυσίμαχος, ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως τόπο φύλαξης του ταμείου του, που περιείχε 9.000 τάλαντα. Τη φύλαξη και τη διαχείριση της τεράστιας αυτής περιουσίας ο Λυσίμαχος την ανέθεσε σε έναν έμπιστό του, πιθανότατα Μακεδόνα, τον Φιλέταιρο, γιο του Αττάλου. Ο Φιλέταιρος φύλαξε πιστά τον θησαυρό για πολλά χρόνια, αλλά το 282 π.Χ., όταν έπειτα από δολοπλοκίες στην αυλή του Λυσιμάχου αισθάνθηκε ότι απειλούνταν, ζήτησε την προστασία του βασιλιά της Συρίας Σελεύκου Α'. Τον επόμενο χρόνο ο Σέλευκος νίκησε τον Λυσίμαχο στη μάχη του Κουρουπεδίου και από τότε ο Φιλέταιρος έγινε κατ᾽ όνομα υποτελής του, ήταν όμως στην πραγματικότητα σχεδόν αυτόνομος ηγεμόνας της ευρύτερης περιοχής του Περγάμου. Έχοντας στη διάθεσή του τα χρήματα του νεκρού πλέον βασιλιά Λυσιμάχου, ο Φιλέταιρος δεν ήταν μόνο ανεξάρτητος αλλά και πολύ πλούσιος, και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον πλούτο του για να εδραιώσει την εξουσία του. Η πρώτη ενέργεια ήταν η ενίσχυση της οχύρωσης του Περγάμου και η κατασκευή νέων οικοδομημάτων, ανάμεσα στα οποία ήταν και ένας ναός της Αθηνάς· η δεύτερη ήταν η παραχώρηση στις γειτονικές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας μεγάλων δωρεών, με τις οποίες εξασφάλισε την εύνοιά τους.
Ο Φιλέταιρος πέθανε το 263 π.Χ. σε μεγάλη ηλικία και, καθώς δεν είχε παιδιά, τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Ευμένης. Είδαμε ότι ο Φιλέταιρος ήταν τυπικά υποτελής των βασιλέων της Συρίας, των Σελευκιδών. Ο Ευμένης, ωστόσο, όταν ανέλαβε την εξουσία στο Πέργαμον, θεωρώντας ότι ο Αντίοχος Α', που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Σέλευκο, δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πραγματική επικυριαρχία, κήρυξε την ανεξαρτησία του και έγινε αυτόνομος ηγεμόνας. Ο Αντίοχος εξεστράτευσε εναντίον του Ευμένη το 262 π.Χ., αλλά ηττήθηκε σε μια μάχη κοντά στις Σάρδεις. Μετά τη νίκη του ο Ευμένης επεξέτεινε σιγά σιγά το κράτος του και επιδίωξε να κάνει το Πέργαμον κέντρο ελληνικής παιδείας, καλώντας φιλοσόφους από την Αθήνα. Αργότερα ιδρύθηκε στο Πέργαμον μια σημαντική βιβλιοθήκη, που ήταν η δεύτερη σε μέγεθος μετά από εκείνη της Αλεξάνδρειας.
Αλλά το πρώτο γεγονός που έφερε δόξα στους ηγεμόνες του Περγάμου και τους έκανε γνωστούς στον ελληνιστικό κόσμο ήταν η αναμέτρησή τους με τους Γαλάτες. Οι Γαλάτες ήταν Κέλτες που κατοικούσαν στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη, και από τον 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να μετακινούνται προς τα νότια, εισβάλλοντας αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Βαλκανική χερσόνησο. Το 279 π.Χ. οι Γαλάτες οργάνωσαν μια επιδρομή στη Μακεδονία, προχώρησαν ληστεύοντας και καταστρέφοντας στην κεντρική Ελλάδα και έφτασαν ως τους Δελφούς, ώσπου τους νίκησε Αντίγονος Γονατάς, που μετά από αυτή την επιτυχία έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας. Οι νικημένοι Γαλάτες συνέχισαν την πορεία τους προς τα ανατολικά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα υψίπεδα της κεντρικής Μικράς Ασίας, ανάμεσα στους ποταμούς Σαγγάριο και Άλυ, στην περιοχή της Αγκύρας, που ονομάστηκε από τότε Γαλατία. Οι Γαλάτες δεν αναμείχθηκαν με τον εγχώριο πληθυσμό, αλλά ζούσαν κατά φυλές σε μικρά χωριά όμοια με εκείνα της πατρίδας τους και συνέχισαν να μιλούν τη δική τους γλώσσα· επειδή ήταν μαθημένοι να πολεμούν, ταλαιπωρούσαν διαρκώς τους γείτονές τους με ληστρικές επιδρομές και εκείνοι ήταν αναγκασμένοι να τους εξαγοράζουν για να μην υφίστανται τις επιθέσεις τους.
Οι Σελευκίδες βασιλείς της Συρίας προσπάθησαν να περιορίσουν τους Γαλάτες, αν και αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα σε δύο αδελφούς που διεκδικούσαν τον θρόνο, τον Αντίοχο Ιέρακα και τον Σέλευκο Β'. Στον πόλεμο αυτό ο Σέλευκος χρησιμοποίησε Γαλάτες μισθοφόρους και νίκησε με τη βοήθειά τους σε μια μάχη κοντά στην Άγκυρα, το 236 π.Χ. Από τότε η δράση των Γαλατών στη Μικρά Ασία έγινε ανεξέλεγκτη. Τη δύσκολη αυτή κατάσταση την αντιμετώπισε ο νέος ηγεμόνας του Περγάμου, ο Άτταλος Α', υιοθετημένος γιος του Ευμένη, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 241 π.Χ., μετά τον θάνατο του τελευταίου. Ο Άτταλος αντιμετώπισε τους Γαλάτες σε δύο μάχες: στην πρώτη, λίγο πριν το 230 π.Χ., νίκησε τη φυλή των Τολιστοβογίων κοντά στις πηγές του Καΐκου· στη δεύτερη και αποφασιστική, μερικά χρόνια αργότερα (πιθανόν το 228 π.Χ.), απέκρουσε μια μεγαλύτερη δύναμη συνασπισμένων Γαλατών που είχαν φτάσει ως τα τείχη του Περγάμου. Μετά την επιτυχία αυτή ο Άτταλος πήρε τον τίτλο βασιλεύς και έτσι το κράτος του Περγάμου έγινε το τελευταίο από τα ελληνιστικά βασίλεια.
Η δύναμη και ευημερία του βασιλείου του Περγάμου έφθασε στο απόγειό της στα χρόνια της βασιλείας του Ευμένη Β' (197-159 π.Χ.), του πρωτότοκου γιου και διαδόχου του Αττάλου Α'. Οι δύσκολες σχέσεις του Ευμένη με δύο ισχυρούς ηγεμόνες, τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε' και τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Γ', τον οδήγησαν να πάρει το μέρος των Ρωμαίων στον Β' Μακεδονικό Πόλεμο. Έτσι, όταν οι Ρωμαίοι νίκησαν πρώτα τον Φίλιππο και έπειτα τον Αντίοχο και τους ανάγκασαν να κάνουν ειρήνη με ταπεινωτικούς όρους, ο Ευμένης ισχυροποίησε τη θέση του στη Μικρά Ασία και επεξέτεινε την επιρροή του στην Ελλάδα, κάνοντας πλούσιες δωρεές κυρίως στην Αθήνα. Ο Ευμένης παρέμεινε σύμμαχος των Ρωμαίων, τους βοήθησε στον Γ' Μακεδονικό Πόλεμο εναντίον του Περσέα και συνέβαλε στην τελειωτική νίκη του Αιμιλίου Παύλου στην Πύδνα το 168 π.Χ. Οι Ρωμαίοι όμως υποπτεύθηκαν ότι προσπάθησε να τους γελάσει και θέλησαν να τον καθαιρέσουν, χωρίς να το κατορθώσουν. Από τότε η σχέση του Ευμένη με τη Ρώμη ψυχράνθηκε. Το 166 π.Χ. ο Ευμένης κατέστειλε μιαν ακόμη εξέγερση των Γαλατών και κυβέρνησε το κράτος του ειρηνικά ως τον θάνατο του το 159 π.Χ. Διάδοχος του Ευμένη έγινε ο νεότερος αδελφός του Άτταλος Β', που ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 60 ετών και βασίλεψε ως το 138 π.Χ., οπότε πέθανε σε βαθιά γεράματα· στα χρόνια του αναθερμάνθηκαν οι σχέσεις του βασιλείου του Περγάμου με τη Ρώμη και διατηρήθηκε η ευημερία. Ο επόμενος βασιλιάς του Περγάμου, ο Άτταλος Γ', ήταν και ο τελευταίος: όταν πέθανε το 133 π.Χ., καθώς δεν είχε παιδιά, άφησε το βασίλειο του κληρονομιά στους Ρωμαίους, που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει τη Μακεδονία και ολόκληρη την Ελλάδα.
«Οι Γαλάτες είναι υψηλόσωμοι, οι σάρκες τους είναι πολύ λείες και λευκές και τα μαλλιά τους όχι μόνο είναι από τη φύση τους ξανθά, αλλά προσπαθούν κιόλας τεχνητά να τονίσουν το φυσικό τους χρώμα. Πλένουν συχνά τα μαλλιά τους με ασβεστόνερο και τα τραβούν προς τα πίσω, από το μέτωπο προς την κορυφή του κεφαλιού και προς τους τένοντες του αυχένα, έτσι που να μοιάζουν στην όψη με τους Σατύρους και τους Πάνες. Γιατί οι τρίχες τους χοντραίνουν με τον τρόπο που τις περιποιούνται και δεν διαφέρουν καθόλου από τη χαίτη των αλόγων. Τα γένια τους μερικοί τα ξυρίζουν και μερικοί τα έχουν αρκετά μακριά. Οι ευγενείς πάλι ξυρίζουν τα μάγουλά τους, αλλά αφήνουν το μουστάκι τους να μεγαλώσει και να σκεπάσει το στόμα τους. Γι᾽ αυτό όταν τρώνε τα μουστάκια τους μπλέκονται με τα φαγητά και όταν πίνουν το ποτό στάζει σαν από σουρωτήρι.»
Στα αγάλματα Γαλατών που πεθαίνουν αποτυπώνονται με ακρίβεια τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους. Οι μορφές των μεγαλόσωμων και αγριωπών πολεμιστών θύμιζαν στους Περγαμηνούς πόσο μεγάλο κατόρθωμα ήταν οι νίκες του Αττάλου εναντίον τους και έδειχναν ότι ο ελληνικός πολιτισμός που υπερασπιζόταν ο βασιλιάς τους είχε θριαμβεύσει για μια ακόμη φορά απέναντι στη βαρβαρότητα. Ξέρουμε ότι μια δεύτερη γλυπτή σύνθεση που εικόνιζε την ήττα των Γαλατών από τους Περγαμηνούς βρισκόταν στην Ακρόπολη της Αθήνας. Τα έργα αυτά ήταν μέρος ενός μεγάλου συνόλου γλυπτών που ήταν στημένο στην Ακρόπολη σύμφωνα με τη μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 1.25.2):
«Κοντά στο νότιο τείχος υπάρχουν παραστάσεις του μυθικού πολέμου των Γιγάντων, οι οποίοι κατοικούσαν κάποτε στη Θράκη και στον ισθμό της Παλλήνης, της μάχης των Αθηναίων κατά των Αμαζόνων, του κατορθώματος κατά των Μήδων στον Μαραθώνα και της καταστροφής των Γαλατών στη Μυσία, όλα αναθήματα του Αττάλου, το καθένα περίπου δύο πήχες.»
Στα χρόνια των Ατταλιδών η ακρόπολη του Περγάμου, όπου βρίσκονταν και τα βασιλικά ανάκτορα, στολίστηκε με λαμπρά οικοδομήματα. Τα πιο γνωστά από αυτά, που διαθέτουν επιπλέον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, είναι οι στοές γύρω από τον ναό της Αθηνάς και ο μεγάλος βωμός του Δία. Και οι δύο κατασκευές χρονολογούνται στη βασιλεία του Ευμένη Β' και θεωρούνται τα σημαντικότερα σωζόμενα μνημεία της ελληνιστικής εποχής· ήρθαν στο φως στη διάρκεια των ανασκαφών που διενήργησε στο Πέργαμον μια γερμανική αρχαιολογική αποστολή στα χρόνια 1878-1886 και μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο, όπου εκτίθενται σε ένα μουσείο που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτά. Τα δύο κτίσματα έχουν πολλές κατασκευαστικές ομοιότητες και συνεπώς δεν μπορεί να απέχουν πολύ μεταξύ τους χρονικά: το πιθανότερο είναι ότι άρχισαν να κατασκευάζονται ταυτόχρονα, αλλά οι εργασίες στον βωμό διήρκεσαν πολύ περισσότερο από ό,τι στις στοές και δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Τα δύο μνημεία είναι τεκμήρια της δύναμης και της ευημερίας που γνώρισε το βασίλειο του Περγάμου μετά την ειρήνη της Απαμείας (188 π.Χ.). Το πιθανότερο είναι ότι η απόφαση για την ίδρυση των στοών και του βωμού ανάγεται στα χρόνια αμέσως μετά το 184 π.Χ. και συνδέεται με τις νίκες των Ρωμαίων και του Ευμένη Β' εναντίον του Αντιόχου Γ' της Συρίας, οι οποίες ενίσχυσαν τη θέση του Ευμένη με την επέκταση της κυριαρχίας του σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας. Ένα άλλο γεγονός που ίσως συνδέεται με την κατασκευή των δύο κτισμάτων είναι η αναδιοργάνωση της γιορτής των Νικηφορίων το 181 π.Χ. Οι στοές πλαισιώνουν τον ναό της Αθηνάς που είχε κατασκευάσει ο Φιλέταιρος και οριοθετούν το ιερό της θεάς· είναι διώροφες και τα θωρακεία ανάμεσα στους κίονες του επάνω ορόφου έχουν ανάγλυφες παραστάσεις με όπλα ελληνικά και γαλατικά. Τα όπλα είναι μια σαφής αναφορά στις νίκες του Αττάλου Α' και του Ευμένη Β'.
Ο βωμός του Δία είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα από μάρμαρο, με διαστάσεις 35,64 m x 33,4 m, στη μέση μιας ευρύχωρης πλατείας στα νότια του ιερού της Αθηνάς και σε χαμηλότερο επίπεδο· πατάει επάνω σε μια ψηλή βάση με ύψος περίπου 6 m και σχηματίζει μιαν ανοιχτή περίστυλη αυλή, που έχει πρόσβαση από τα δυτικά, όπου υπάρχει μια μνημειακή κλίμακα με πλάτος περίπου 20 m πλαισιωμένη από δύο πτέρυγες. Στο υψηλότερο επίπεδο μια ιωνική κιονοστοιχία περιτρέχει εξωτερικά το κτήριο. Ανάμεσα στους κίονες ήταν τοποθετημένα μαρμάρινα αγάλματα. Η βάση καλύπτεται, με μαρμάρινες πλάκες και κοσμείται με μια εντυπωσιακά μεγάλη ανάγλυφη ζωφόρο (έχει μήκος 133 m και ύψος 2,3 m) με παράσταση Γιγαντομαχίας. Ο καθαυτό βωμός για τις θυσίες βρίσκεται στο κέντρο της αυλής. Στον εσωτερικό τοίχο της αυλής υπάρχει μια δεύτερη, μικρότερη μαρμάρινη ζωφόρος, στην οποία εικονίζεται ο μύθος του Τηλέφου, ένας μύθος με ιδιαίτερη σημασία για τους Περγαμηνούς, όπως θα δούμε.
Η ζωφόρος με τον μύθο του Τηλέφου στο εσωτερικό του βωμού ήταν μικρότερη σε ύψος και σε μήκος από εκείνη της Γιγαντομαχίας (έχει ύψος 1,58 m και μήκος όχι περισσότερο από 90 m) και φαίνεται ότι φιλοτεχνήθηκε μετά τη μεγάλη ζωφόρο και μάλιστα ορισμένα τμήματά της παρέμειναν ημιτελή· ήταν τοποθετημένη πίσω από μια κιονοστοιχία. Το θέμα της είναι η μυθική καταγωγή των Περγαμηνών από την Αρκαδία, που αποδείκνυε ότι ήταν γνήσιοι Έλληνες. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Τήλεφος ήταν γιος της Αύγης, κόρης του Αλεού από την Αρκαδία. Ο Αλεός, έχοντας πάρει έναν χρησμό σύμφωνα με τον ο οποίο ο εγγονός του θα τον σκότωνε, έκανε την κόρη του ιέρεια, ώστε να μείνει αγνή· τη συνάντησε όμως ο Ηρακλής, την αποπλάνησε και έτσι γεννήθηκε ο Τήλεφος. Ο Αλεός έβαλε να εκθέσουν το βρέφος στο δάσος για να πεθάνει, ενώ την Αύγη την έβαλε σε μια βάρκα και άφησε να την παρασύρουν τα κύματα. Η θάλασσα έφερε τη βάρκα στην ακτή της Μικράς Ασίας, στη Μυσία. Εκεί βασίλευε ο Τεύθρας, που περιμάζεψε την Αύγη και την υιοθέτησε. Τον Τήλεφο πάλι τον βρήκε στο δάσος μια ελαφίνα και τον ανέθρεψε, ώσπου τον συνάντησε ο πατέρας του ο Ηρακλής και του φανέρωσε ποια ήταν η μητέρα του. Όταν ο Τήλεφος, μεγάλωσε πήγε στη Μυσία να βρει τη μητέρα του και έγινε τελικά βασιλιάς της χώρας. Όταν οι Έλληνες εξεστράτευσαν εναντίον της Τροίας, αποβιβάστηκαν πρώτα από λάθος στη Μυσία. Τότε ο Τήλεφος πολέμησε εναντίον τους και τους απέκρουσε, αλλά τον πλήγωσε ο Αχιλλέας όταν το πόδι του πιάστηκε σε ένα κλήμα που φύτρωσε με τη θέληση του Διονύσου. Η πληγή δεν έκλεινε και ο Τήλεφος έμαθε από έναν χρησμό ότι μόνον αυτός που τον πλήγωσε μπορούσε να τον γιατρέψει (ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται)· πήγε λοιπόν στο Άργος και ζήτησε τη βοήθεια του Αγαμέμνονα. Επειδή όμως εκείνος δεν ανταποκρινόταν, άρπαξε τον μικρό Ορέστη και απείλησε να τον σκοτώσει αν δεν τον βοηθούσαν. Τελικά ο Τήλεφος γιατρεύτηκε βάζοντας στην πληγή του σκουριά από το δόρυ του Αχιλλέα και σε αντάλλαγμα οδήγησε τους Έλληνες στην Τροία. Οι μορφές της ζωφόρου του Τηλέφου δεν έχουν την πληθωρικότητα εκείνων της Γιγαντομαχίας. Αξιοπρόσεκτη είναι όμως η σύνθεση που περιλαμβάνει σκηνές οι οποίες διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικό χρόνο. Είναι μια μοναδική στην ελληνική τέχνη προσπάθεια να αποτυπωθεί με διαδοχικές εικόνες μια αφήγηση που καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΥΠΕΡΟΧΟ ΑΡΘΡΟ , ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕ ΑΡΚΕΤΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή