δι᾽ αἰθέρος εἴθε ποτανοὶ [στρ. β]
γενοίμεθ᾽ ὅπαι Λιβύας
1480 οἰωνῶν στιχάδες
ὄμβρον χειμέριον λιποῦ-
σαι νίσονται πρεσβυτάτου
σύριγγι πειθόμεναι
ποιμένος, ἄβροχά θ᾽ ὃς
1485 πεδία καρποφόρα τε γᾶς
ἐπιπετόμενος ἰαχεῖ.
ὧ πταναὶ δολιχαύχενες,
σύννομοι νεφέων δρόμωι,
βᾶτε Πλειάδας ὑπὸ μέσας
1490 Ὠρίωνά τ᾽ ἐννύχιον,
καρύξατ᾽ ἀγγελίαν
Εὐρώταν ἐφεζόμεναι,
Μενέλεως ὅτι Δαρδάνου
πόλιν ἑλὼν δόμον ἥξει.
1495 μόλοιτέ ποθ᾽ ἵππιον οἶμον [ἀντ. β]
δι᾽ αἰθέρος ἱέμενοι,
παῖδες Τυνδαρίδαι,
λαμπρῶν ἀστέρων ὑπ᾽ ἀέλ-
λαις οἳ ναίετ᾽ οὐράνιοι,
1500 σωτῆρε τᾶς Ἑλένας,
γλαυκὸν ἐπ᾽ οἶδμ᾽ ἅλιον
κυανόχροά τε κυμάτων
ῥόθια πολιὰ θαλάσσας,
ναύταις εὐαεῖς ἀνέμων
1505 πέμποντες Διόθεν πνοάς,
δύσκλειαν δ᾽ ἀπὸ συγγόνου
βάλετε βαρβάρων λεχέων,
ἃν Ἰδαιᾶν ἐρίδων
ποιναθεῖσ᾽ ἐκτήσατο, γᾶν
1510 οὐκ ἐλθοῦσά ποτ᾽ Ἰλίου
Φοιβείους ἐπὶ πύργους.
***
Να μπορούσα να πετάξω στον αγέρα
1480 σαν τα λυβικά πουλιά που αφήνουν
μπόρες χειμωνιάτικες και πάνε,
φτερουγώντας στη σειρά, τον πρωτολάτη
πρόθυμα υπακούοντας, όταν
πάνω από ξερούς ή καρπισμένους
κάμπους τα οδηγάει και όλο κράζει
αψηλά στον ουρανό πετώντας.
Ω! μακρόλαιμα πουλιά, στη γρηγοράδα
σύντροφοι του σύννεφου, διαβείτε
μες στη νύχτα κάτω από την Πούλια,
1490 κάτω απ᾽ τον Ωρίωνα και στις όχθες
όταν θα καθίσετε του Ευρώτα,
το μαντάτο ετούτο διαλαλήστε:
«Ο Μενέλαος που εκούρσεψε την Τροία
γρήγορα στο σπίτι του θα φτάσει».
Διόσκουροι, βλαστάρια του Τυνδάρεω,
αχ! να ᾽ρχόσαστε κι εσείς, τ᾽ αλόγατά σας
μέσα στον αιθέρα κυβερνώντας
κάτω από τους διάφωτους των άστρων
δρόμους· σεις που ζείτε στα ουράνια,
κατεβείτε, το γαλάζιο ακολουθώντας
αφρισμένο κύμα του πελάγου
1500 και, σωτήρες της Ελένης, στείλτε
πρίμο αγέρα από τον Δία, για να σπρώξει
το καράβι της και σβήστε αυτή τη φήμη
πως ανέβηκε η αδερφή σας
στο κρεβάτι ενός βαρβάρου·
όνομα κακό εφορτώθη η δόλια
για την ομορφιά που εκεί στην Ίδη
1510 κρίθηκε· ποτέ στην Τροία δεν πήγε
και στα κάστρα που έχτισεν ο Φοίβος.
γενοίμεθ᾽ ὅπαι Λιβύας
1480 οἰωνῶν στιχάδες
ὄμβρον χειμέριον λιποῦ-
σαι νίσονται πρεσβυτάτου
σύριγγι πειθόμεναι
ποιμένος, ἄβροχά θ᾽ ὃς
1485 πεδία καρποφόρα τε γᾶς
ἐπιπετόμενος ἰαχεῖ.
ὧ πταναὶ δολιχαύχενες,
σύννομοι νεφέων δρόμωι,
βᾶτε Πλειάδας ὑπὸ μέσας
1490 Ὠρίωνά τ᾽ ἐννύχιον,
καρύξατ᾽ ἀγγελίαν
Εὐρώταν ἐφεζόμεναι,
Μενέλεως ὅτι Δαρδάνου
πόλιν ἑλὼν δόμον ἥξει.
1495 μόλοιτέ ποθ᾽ ἵππιον οἶμον [ἀντ. β]
δι᾽ αἰθέρος ἱέμενοι,
παῖδες Τυνδαρίδαι,
λαμπρῶν ἀστέρων ὑπ᾽ ἀέλ-
λαις οἳ ναίετ᾽ οὐράνιοι,
1500 σωτῆρε τᾶς Ἑλένας,
γλαυκὸν ἐπ᾽ οἶδμ᾽ ἅλιον
κυανόχροά τε κυμάτων
ῥόθια πολιὰ θαλάσσας,
ναύταις εὐαεῖς ἀνέμων
1505 πέμποντες Διόθεν πνοάς,
δύσκλειαν δ᾽ ἀπὸ συγγόνου
βάλετε βαρβάρων λεχέων,
ἃν Ἰδαιᾶν ἐρίδων
ποιναθεῖσ᾽ ἐκτήσατο, γᾶν
1510 οὐκ ἐλθοῦσά ποτ᾽ Ἰλίου
Φοιβείους ἐπὶ πύργους.
***
Να μπορούσα να πετάξω στον αγέρα
1480 σαν τα λυβικά πουλιά που αφήνουν
μπόρες χειμωνιάτικες και πάνε,
φτερουγώντας στη σειρά, τον πρωτολάτη
πρόθυμα υπακούοντας, όταν
πάνω από ξερούς ή καρπισμένους
κάμπους τα οδηγάει και όλο κράζει
αψηλά στον ουρανό πετώντας.
Ω! μακρόλαιμα πουλιά, στη γρηγοράδα
σύντροφοι του σύννεφου, διαβείτε
μες στη νύχτα κάτω από την Πούλια,
1490 κάτω απ᾽ τον Ωρίωνα και στις όχθες
όταν θα καθίσετε του Ευρώτα,
το μαντάτο ετούτο διαλαλήστε:
«Ο Μενέλαος που εκούρσεψε την Τροία
γρήγορα στο σπίτι του θα φτάσει».
Διόσκουροι, βλαστάρια του Τυνδάρεω,
αχ! να ᾽ρχόσαστε κι εσείς, τ᾽ αλόγατά σας
μέσα στον αιθέρα κυβερνώντας
κάτω από τους διάφωτους των άστρων
δρόμους· σεις που ζείτε στα ουράνια,
κατεβείτε, το γαλάζιο ακολουθώντας
αφρισμένο κύμα του πελάγου
1500 και, σωτήρες της Ελένης, στείλτε
πρίμο αγέρα από τον Δία, για να σπρώξει
το καράβι της και σβήστε αυτή τη φήμη
πως ανέβηκε η αδερφή σας
στο κρεβάτι ενός βαρβάρου·
όνομα κακό εφορτώθη η δόλια
για την ομορφιά που εκεί στην Ίδη
1510 κρίθηκε· ποτέ στην Τροία δεν πήγε
και στα κάστρα που έχτισεν ο Φοίβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου