Ι'. ΜΙΚΡΟΛΟΓΙΑΣ
[10.1] [Ἔστι δὲ ἡ μικρολογία φειδωλία τοῦ διαφόρου ὑπὲρ τὸν καιρόν,]
[10.2] ὁ δὲ μικρολόγος τοιοῦτός τις, οἷος ἐν τῷ μηνὶ ἡμιωβέλιον ἀπαιτεῖν ‹ἐλθὼν› ἐπὶ τὴν οἰκίαν. [10.3] καὶ συσσιτῶν ἀριθμεῖν τὰς κύλικας, πόσας ἕκαστος πέπωκε, καὶ ἀπάρχεσθαι ἐλάχιστον τῇ Ἀρτέμιδι τῶν συνδειπνούντων.
[10.4] καὶ ὅσα μικροῦ τις πριάμενος λογίζεται, πάντα ‹τίμια› φάσκειν εἶναι.
[10.5] καὶ οἰκέτου χύτραν ἢ λοπάδα κατάξαντος εἰσπρᾶξαι ἀπὸ τῶν ἐπιτηδείων.
[10.6] καὶ τῆς γυναικὸς ἐκβαλούσης τρίχαλκον δεινὸς μεταφέρειν τὰ σκεύη καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰς κιβωτοὺς καὶ διφᾶν τὰ καλλύσματα.
[10.7] καὶ ἐάν τι πωλῇ, τοσούτου ἀποδόσθαι, ὥστε μὴ λυσιτελεῖν τῷ πριαμένῳ.
[10.8] καὶ οὐκ ἂν ἐᾶσαι οὔτε συκοτραγῆσαι ἐκ τοῦ αὑτοῦ κήπου οὔτε διὰ τοῦ αὑτοῦ ἀγροῦ πορευθῆναι οὔτε ἐλαίαν ἢ φοίνικα τῶν χαμαὶ πεπτωκότων ἀνελέσθαι.
[10.9] καὶ τοὺς ὅρους δ᾽ ἐπισκοπεῖσθαι ὁσημέραι εἰ διαμένουσιν οἱ αὐτοί.
[10.10] δεινὸς δὲ καὶ ὑπερημερίαν πρᾶξαι καὶ τόκον τόκου.
[10.11] καὶ ἑστιῶν δημότας μικρὰ τὰ κρέα κόψας παραθεῖναι.
[10.12] καὶ ὀψωνῶν μηθὲν πριάμενος εἰσελθεῖν.
[10.13] καὶ ἀπαγορεῦσαι τῇ γυναικὶ μήτε ἅλας χρηννύειν μήτε ἐλλύχνιον μήτε κύμινον μήτε ὀρίγανον μήτε ὀλὰς μήτε στέμματα μήτε θυλήματα, ἀλλὰ λέγειν ὅτι τὰ μικρὰ ταῦτα πολλά ἐστι τοῦ ἐνιαυτοῦ.
[10.14] [καὶ τὸ ὅλον δὲ τῶν μικρολόγων καὶ τὰς ἀργυροθήκας ἔστιν ἰδεῖν εὐρωτιώσας καὶ τὰς κλεῖς ἰωμένας καὶ αὐτοὺς δὲ φοροῦντας ἐλάττω τῶν μηρῶν τὰ ἱμάτια καὶ ἐκ ληκυθίων μικρῶν πάνυ ἀλειφομένους καὶ ἐν χρῷ κειρομένους καὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας ὑποδουμένους καὶ πρὸς τοὺς γναφεῖς διατεινομένους, ὅπως τὸ ἱμάτιον αὐτοῖς ἕξει πολλὴν γῆν, ἵνα μὴ ῥυπαίνηται ταχύ.]
***
10. Ο ΠΑΡΑΔΟΠΙΣΤΟΣ
[10.1] [Η παραδοπιστία είναι η υπέρμετρη φειδώ στις δαπάνες,]
[10.2] ενώ ο παραδόπιστος το είδος του ανθρώπου που απαιτεί να του δοθεί μέσα στο μήνα ως τόκος μισός οβολός πηγαίνοντας στο σπίτι (του οφειλέτη).
[10.3] Όταν συντρώγει με άλλους, μετρά πόσα ποτήρια ήπιε ο καθένας, ενώ η εναρκτήρια σπονδή του στην Άρτεμη είναι η μικρότερη από όλων των ομοτράπεζών του.
[10.4] Όταν κάποιος του έχει αγοράσει πράγματα σε χαμηλή τιμή και του δίνει το λογαριασμό, αυτός ισχυρίζεται ότι όλα είναι ακριβά.
[10.5] Αν κάποιος οικιακός δούλος σπάσει μια χύτρα ή μια γαβάθα, κατακρατεί το αντίτιμο από τα έξοδα για τη διατροφή του.
[10.6] Αν η γυναίκα του χάσει ένα τρίχαλκο νόμισμα, είναι ικανός να μετακινήσει τα σκεύη, τα κρεβάτια και τα κιβώτια και να σκαλίσει τα σκουπίδια.
[10.7] Όταν πουλά κάτι, το πουλά τόσο ακριβά, ώστε να ζημιώνεται ο αγοραστής.
[10.8] Δεν επιτρέπει σε κανέναν να μαζέψει σύκα από τον κήπο του, ούτε να περάσει από το χωράφι του, ούτε να πάρει καμιά ελιά ή χουρμά που έπεσε στο έδαφος.
[10.9] Τα σύνορά των αγρών του τα επιθεωρεί καθημερινά, αν παραμένουν τα ίδια.
[10.10] Είναι ικανός να χρεώσει και πρόστιμο υπερημερίας και τόκο στον τόκο.
[10.11] Όταν παραθέτει γεύμα στους συνδημότες του, τους προσφέρει κρέας που το έκοψε σε μικρές μερίδες.
[10.12] Πάει για να ψωνίσει τρόφιμα και επιστρέφει στο σπίτι χωρίς να έχει αγοράσει τίποτε.
[10.13] Απαγορεύει στη γυναίκα του να δανείσει αλάτι ή φιτίλι ή κύμινο ή ρίγανη ή χοντραλεσμένο κριθάρι ή μάλλινες κορδέλες ή γλυκίσματα για θυσία και λέει ότι όλα μαζί αυτά τα μικροπράγματα αθροίζονται σε ένα μεγάλο ποσό στο τέλος του χρόνου.
[10.14] [Γενικά, μπορεί κανείς να δει τα χρηματοκιβώτια των παραδόπιστων να μουχλιάζουν και τα κλειδιά τους σκουριασμένα. Οι ίδιοι φορούν ενδύματα που δεν τους φτάνουν ούτε ώς τους μηρούς και αλείφονται λάδι από πολύ μικρά ελαιοδοχεία και κουρεύονται σύρριζα και φοράν τα υποδήματά τους στη μέση της μέρας και απαιτούν από εκείνους που λευκαίνουν το μαλλί να ρίξουν στο ρούχο τους πολλή κιμωλία, για να μη ρυπαίνεται γρήγορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου