[VIII] Οὔσης δὲ καὶ ἀναπαύσεως ἐν τῷ βίῳ, καὶ ἐν ταύτῃ διαγωγῆς μετὰ παιδιᾶς, δοκεῖ καὶ ἐνταῦθα εἶναι ὁμιλία
[1128a] τις ἐμμελής, καὶ οἷα δεῖ λέγειν καὶ ὥς, ὁμοίως δὲ καὶ ἀκούειν. διοίσει δὲ καὶ τὸ ἐν τοιούτοις λέγειν ἢ τοιούτων ἀκούειν. δῆλον δ᾽ ὡς καὶ περὶ ταῦτ᾽ ἔστιν ὑπερβολή τε καὶ ἔλλειψις τοῦ μέσου. οἱ μὲν οὖν τῷ γελοίῳ ὑπερβάλλοντες βωμολόχοι δοκοῦσιν εἶναι καὶ φορτικοί, γλιχόμενοι πάντως τοῦ γελοίου, καὶ μᾶλλον στοχαζόμενοι τοῦ γέλωτα ποιῆσαι ἢ τοῦ λέγειν εὐσχήμονα καὶ μὴ λυπεῖν τὸν σκωπτόμενον· οἱ δὲ μήτ᾽ αὐτοὶ ἂν εἰπόντες μηδὲν γελοῖον τοῖς τε λέγουσι δυσχεραίνοντες ἄγροικοι καὶ σκληροὶ δοκοῦσιν εἶναι. οἱ δ᾽ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι, ὥσπερ δὲ τὰ σώματα ἐκ τῶν κινήσεων κρίνεται, οὕτω καὶ τὰ ἤθη. ἐπιπολάζοντος δὲ τοῦ γελοίου, καὶ τῶν πλείστων χαιρόντων τῇ παιδιᾷ καὶ τῷ σκώπτειν μᾶλλον ἢ δεῖ, καὶ οἱ βωμολόχοι εὐτράπελοι προσαγορεύονται ὡς χαρίεντες· ὅτι δὲ διαφέρουσι, καὶ οὐ μικρόν, ἐκ τῶν εἰρημένων δῆλον. τῇ μέσῃ δ᾽ ἕξει οἰκεῖον καὶ ἡ ἐπιδεξιότης ἐστίν· τοῦ δ᾽ ἐπιδεξίου ἐστὶ τοιαῦτα λέγειν καὶ ἀκούειν οἷα τῷ ἐπιεικεῖ καὶ ἐλευθερίῳ ἁρμόττει· ἔστι γάρ τινα πρέποντα τῷ τοιούτῳ λέγειν ἐν παιδιᾶς μέρει καὶ ἀκούειν, καὶ ἡ τοῦ ἐλευθερίου παιδιὰ διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους, καὶ πεπαιδευμένου καὶ ἀπαιδεύτου. ἴδοι δ᾽ ἄν τις καὶ ἐκ τῶν κωμῳδιῶν τῶν παλαιῶν καὶ τῶν καινῶν· τοῖς μὲν γὰρ ἦν γελοῖον ἡ αἰσχρολογία, τοῖς δὲ μᾶλλον ἡ ὑπόνοια· διαφέρει δ᾽ οὐ μικρὸν ταῦτα πρὸς εὐσχημοσύνην. πότερον οὖν τὸν εὖ σκώπτοντα ὁριστέον τῷ λέγειν μὴ ἀπρεπῆ ἐλευθερίῳ, ἢ τῷ μὴ λυπεῖν τὸν ἀκούοντα ἢ καὶ τέρπειν; ἢ καὶ τό γε τοιοῦτον ἀόριστον; ἄλλο γὰρ ἄλλῳ μισητόν τε καὶ ἡδύ. τοιαῦτα δὲ καὶ ἀκούσεται· ἃ γὰρ ὑπομένει ἀκούων, ταῦτα καὶ ποιεῖν δοκεῖ. οὐ δὴ πᾶν ποιήσει· τὸ γὰρ σκῶμμα λοιδόρημά τι ἐστίν, οἱ δὲ νομοθέται ἔνια λοιδορεῖν κωλύουσιν· ἔδει δ᾽ ἴσως καὶ σκώπτειν. ὁ δὴ χαρίεις καὶ ἐλευθέριος οὕτως ἕξει, οἷον νόμος ὢν ἑαυτῷ. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ μέσος ἐστίν, εἴτ᾽ ἐπιδέξιος εἴτ᾽ εὐτράπελος λέγεται. ὁ δὲ βωμολόχος ἥττων ἐστὶ τοῦ γελοίου, καὶ οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε τῶν ἄλλων ἀπεχόμενος εἰ γέλωτα ποιήσει, καὶ τοιαῦτα λέγων
[1128b] ὧν οὐδὲν ἂν εἴποι ὁ χαρίεις, ἔνια δ᾽ οὐδ᾽ ἂν ἀκούσαι. ὁ δ᾽ ἄγροικος εἰς τὰς τοιαύτας ὁμιλίας ἀχρεῖος· οὐθὲν γὰρ συμβαλλόμενος πᾶσι δυσχεραίνει. δοκεῖ δὲ ἡ ἀνάπαυσις καὶ ἡ παιδιὰ ἐν τῷ βίῳ εἶναι ἀναγκαῖον. τρεῖς οὖν αἱ εἰρημέναι ἐν τῷ βίῳ μεσότητες, εἰσὶ δὲ πᾶσαι περὶ λόγων τινῶν καὶ πράξεων κοινωνίαν. διαφέρουσι δ᾽ ὅτι ἣ μὲν περὶ ἀλήθειάν ἐστιν, αἳ δὲ περὶ τὸ ἡδύ. τῶν δὲ περὶ τὴν ἡδονὴν ἣ μὲν ἐν ταῖς παιδιαῖς, ἣ δ᾽ ἐν ταῖς κατὰ τὸν ἄλλον βίον ὁμιλίαις.
[IX] Περὶ δὲ αἰδοῦς ὥς τινος ἀρετῆς οὐ προσήκει λέγειν· πάθει γὰρ μᾶλλον ἔοικεν ἢ ἕξει. ὁρίζεται γοῦν φόβος τις ἀδοξίας, καὶ ἀποτελεῖται τῷ περὶ τὰ δεινὰ φόβῳ παραπλήσιον· ἐρυθραίνονται γὰρ οἱ αἰσχυνόμενοι, οἱ δὲ τὸν θάνατον φοβούμενοι ὠχριῶσιν. σωματικὰ δὴ φαίνεταί πως εἶναι ἀμφότερα, ὅπερ δοκεῖ πάθους μᾶλλον ἢ ἕξεως εἶναι. οὐ πάσῃ δ᾽ ἡλικίᾳ τὸ πάθος ἁρμόζει, ἀλλὰ τῇ νέᾳ. οἰόμεθα γὰρ δεῖν τοὺς τηλικούτους αἰδήμονας εἶναι διὰ τὸ πάθει ζῶντας πολλὰ ἁμαρτάνειν, ὑπὸ τῆς αἰδοῦς δὲ κωλύεσθαι· καὶ ἐπαινοῦμεν τῶν μὲν νέων τοὺς αἰδήμονας, πρεσβύτερον δ᾽ οὐδεὶς ἂν ἐπαινέσειεν ὅτι αἰσχυντηλός· οὐδὲν γὰρ οἰόμεθα δεῖν αὐτὸν πράττειν ἐφ᾽ οἷς ἐστὶν αἰσχύνη. οὐδὲ γὰρ ἐπιεικοῦς ἐστὶν ἡ αἰσχύνη, εἴπερ γίνεται ἐπὶ τοῖς φαύλοις (οὐ γὰρ πρακτέον τὰ τοιαῦτα· εἰ δ᾽ ἐστὶ τὰ μὲν κατ᾽ ἀλήθειαν αἰσχρὰ τὰ δὲ κατὰ δόξαν, οὐδὲν διαφέρει· οὐδέτερα γὰρ πρακτέα, ὥστ᾽ οὐκ αἰσχυντέον)· φαύλου δὲ καὶ τὸ εἶναι τοιοῦτον οἷον πράττειν τι τῶν αἰσχρῶν. τὸ δ᾽ οὕτως ἔχειν ὥστ᾽ εἰ πράξαι τι τῶν τοιούτων αἰσχύνεσθαι, καὶ διὰ τοῦτ᾽ οἴεσθαι ἐπιεικῆ εἶναι, ἄτοπον· ἐπὶ τοῖς ἑκουσίοις γὰρ ἡ αἰδώς, ἑκὼν δ᾽ ὁ ἐπιεικὴς οὐδέποτε πράξει τὰ φαῦλα. εἴη δ᾽ ἂν ἡ αἰδὼς ἐξ ὑποθέσεως ἐπιεικές· εἰ γὰρ πράξαι, αἰσχύνοιτ᾽ ἄν· οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο περὶ τὰς ἀρετάς. εἰ δ᾽ ἡ ἀναισχυντία φαῦλον καὶ τὸ μὴ αἰδεῖσθαι τὰ αἰσχρὰ πράττειν, οὐδὲν μᾶλλον τὸν τὰ τοιαῦτα πράττοντα αἰσχύνεσθαι ἐπιεικές. οὐκ ἔστι δ᾽ οὐδ᾽ ἡ ἐγκράτεια ἀρετή, ἀλλά τις μικτή· δειχθήσεται δὲ περὶ αὐτῆς ἐν τοῖς ὕστερον. νῦν δὲ περὶ δικαιοσύνης εἴπωμεν.
***
[8] Δεδομένου ότι στη ζωή υπάρχει επίσης αναψυχή και ανάπαυση (στην οποία περιλαμβάνονται η σχόλη και η διασκέδαση), λέμε ότι και εδώ υπάρχουν κάποιοι κομψοί και καλαίσθητοι τρόποι επικοινωνίας
[1128a] με τους άλλους: να λέμε —αλλά και να ακούμε— αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το είδος των ανθρώπων στους οποίους λέμε αυτά που λέμε ή των ανθρώπων από τους οποίους ακούμε αυτά που ακούμε.
Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι υπάρχει και εδώ υπερβολή και έλλειψη ενσχέσει με το μέσον.
Αυτούς λοιπόν που ξεπερνούν το μέτρο στην προσπάθειά τους να κάνουν τους άλλους να γελάσουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί «
καραγκιόζηδες»: ανθρώπους απαίδευτους και κακόγουστους, ανθρώπους που θέλουν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν το γέλιο, ανθρώπους, τέλος, που έχουν πιο πολύ για στόχο τους να προκαλέσουν το γέλιο παρά να πουν αυτά που θέλουν να πουν με τρόπο αρμόζοντα και ευπρεπή, χωρίς να στενοχωρήσουν τον άνθρωπο που είναι το αντικείμενο του σκώμματός τους. Αντίθετα, αυτούς που ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να πουν κάτι το αστείο ούτε ανέχονται αυτούς που το κάνουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί «
χωριάτες» και τραχείς ανθρώπους.
Αυτούς, τέλος, που αστειεύονται με τρόπο κομψό και καλαίσθητο η γλώσσα μας τους λέει με τη λέξη
ευτράπελοι, κάτι σαν «άνθρωποι που “τρέπονται” εύκολα τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί»· γιατί αυτού του είδους τα πράγματα λογαριάζονται κινήσεις του χαρακτήρα, και όπως κρίνουμε τα σώματα με βάση τις κινήσεις τους, έτσι και τους χαρακτήρες.
Εν πάση περιπτώσει, επειδή το αστείο και το κωμικό έχει πολύ μεγάλη πέραση και οι πιο πολλοί άνθρωποι βρίσκουν στις διασκεδάσεις και στα σκώμματα περισσότερη από ό,τι πρέπει ευχαρίστηση, ονομάζουν
ευτράπελους και τους
καραγκιόζηδες, θεωρώντας τους ευχάριστους και χαριτωμένους ανθρώπους· ότι όμως διαφέρουν οι μεν από τους δε, και μάλιστα όχι λίγο, έχει γίνει φανερό από αυτά που είπαμε.
Στη μεσότητα προσιδιάζει και η λεπτότητα και διακριτικότητα. Του λεπτού και διακριτικού ανθρώπου γνώρισμα είναι να λέει και να ακούει πράγματα που ταιριάζουν στον καλό άνθρωπο και σ᾽ αυτόν που έχει πάρει την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου· γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα που ταιριάζει να τα λέει και να τα ακούει ένας τέτοιος άνθρωπος για διασκέδαση, και φυσικά η διασκέδαση ενός ελεύθερου ανθρώπου διαφέρει από τη διασκέδαση του κοινού και τυχαίου ανθρώπου, όπως διαφέρει και η διασκέδαση του καλλιεργημένου από τη διασκέδαση του ακαλλιέργητου ανθρώπου. Μπορεί κανείς να το προσέξει αυτό συγκρίνοντας τις παλαιές κωμωδίες με τις καινούργιες: στους παλαιούς ποιητές το αστείο βασιζόταν στην αισχρολογία, ενώ στους καινούργιους στον υπαινιγμό και στο υπονοούμενο· αυτά όμως τα δύο παρουσιάζουν όχι μικρή μεταξύ τους διαφορά από την άποψη της ευπρέπειας.
Ποιόν λοιπόν από τους ακόλουθους δύο ορισμούς θα πρέπει να δεχτούμε για τον άνθρωπο που σκώπτει και αστειεύεται σωστά: Είναι αυτός που λέει πράγματα που ταιριάζουν στο άτομο που έχει πάρει την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου, ή είναι αυτός που δεν στενοχωρεί, κάτι παραπάνω: που ευχαριστεί τον ακροατή του; Μήπως όμως τελικά αυτό το δεύτερο είναι από τα πράγματα όπου ο ορισμός είναι στην πραγματικότητα αδύνατος, αφού άλλα είναι τα πράγματα που δυσαρεστούν ή ευχαριστούν τον έναν και άλλα τον άλλον; Ίδιο θα είναι και το είδος των αστείων και των σκωμμάτων των οποίων θα είναι αυτός το αντικείμενο· γιατί το είδος των αστείων και των σκωμμάτων των οποίων ανέχεται να είναι αυτός το αντικείμενο είναι μάλλον το είδος των αστείων και των σκωμμάτων που ο ίδιος κάνει. Αυτό θα πει ότι υπάρχουν αστεία και σκώμματα που δεν θα τα κάνει· γιατί το σκώμμα είναι ένα είδος κακολογίας, και το να κακολογούμε κάποια πράγματα οι νομοθέτες μάς το απαγορεύουν —ίσως θα έπρεπε να μας απαγορεύουν και το να κάνουμε ορισμένου είδους σκώμματα. Ο κομψός λοιπόν και εκλεπτυσμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που πήρε την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου, θα συμπεριφερθεί με τον τρόπο που περιγράψαμε, ωσάν ο ίδιος να είναι νόμος για τον εαυτό του.
Τέτοιος είναι λοιπόν ο άνθρωπος που βρίσκεται στο μέσον, είτε τον λέμε
ευτράπελο είτε τον λέμε λεπτό και διακριτικό άνθρωπο. Ο «
καραγκιόζης», από την άλλη, κυριευμένος από την επιθυμία να λέει αστεία και να προκαλεί γέλιο, δεν λογαριάζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους, αν είναι να προκαλέσει γέλιο, και λέει πράγματα
[1128b] που ο κομψός και εκλεπτυσμένος άνθρωπος δεν θα τα έλεγε ποτέ — μερικά ο κομψός και εκλεπτυσμένος άνθρωπος δεν θα δεχόταν ούτε να τα ακούσει. Όσο για τον «
χωριάτη», αυτός είναι άχρηστος και ακατάλληλος γι᾽ αυτού του είδους τις κοινωνικές διασκεδάσεις: μη μπορώντας να συνεισφέρει τίποτε αγανακτεί και γκρινιάζει για όλα. Η ανάπαυση, πάντως, και η διασκέδαση θεωρείται κάτι το απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων.
Τρεις είναι λοιπόν οι μεσότητες στις σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους στην καθημερινή τους ζωή: αυτές ακριβώς που περιγράψαμε. Όλες τους αναφέρονται στη σχέση που αναπτύσσουμε με τους άλλους με τα λόγια και τις πράξεις μας. Διαφέρουν, πάντως, μεταξύ τους κατά τούτο, ότι η μία από αυτές έχει να κάνει με την αλήθεια, ενώ οι άλλες δύο με την ευχαρίστηση. Από τις δύο, πάλι, που αναφέρονται στην ευχαρίστηση η μία έχει να κάνει με τις κοινωνικές μας διασκεδάσεις, ενώ η άλλη με όλες γενικά τις περιστάσεις της κοινωνικής μας ζωής.
[9] Για τη ντροπή δεν μπορούμε να μιλούμε σαν να είναι αρετή, γιατί αυτή μοιάζει πιο πολύ με
πάθος παρά με
έξη. Εν πάση περιπτώσει, η ντροπή ορίζεται ως ένα είδος φόβου του ατόμου μήπως χάσει το καλό του όνομα, και έχει συνέπειες και αποτελέσματα παραπλήσια με αυτά που προκαλεί ο φόβος του κινδύνου: αυτοί που ντρέπονται κοκκινίζουν, ενώ αυτοί που φοβούνται τον θάνατο χλωμιάζουν. Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις γίνεται φανερό ότι πρόκειται για φαινόμενα που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με το σώμα μας, κάτι που θεωρείται ότι είναι γνώρισμα μάλλον του
πάθους παρά της
έξης. Το
πάθος, πάντως, αυτό δεν ταιριάζει σε κάθε ηλικία, αλλά μόνο στη νεανική.
Ο λόγος είναι ότι θεωρούμε ότι οι νέοι άνθρωποι πρέπει να είναι ντροπαλοί: ζώντας κάτω από την επήρεια του
πάθους οι νέοι κάνουν πολλά σφάλματα, και η ντροπή τούς προφυλάγει από αυτά. Τους ντροπαλούς νέους τους επαινούμε, τον μεγάλο όμως άνθρωπο κανείς δεν θα τον επαινούσε ότι είναι ντροπαλός· γιατί λογαριάζουμε ότι ο μεγάλος άνθρωπος δεν θα έκανε τίποτε από αυτά που φέρνουν ντροπή. Η ντροπή, επίσης, δεν είναι γνώρισμα του καλού ανθρώπου, αφού είναι κάτι που πηγαίνει μαζί μαζί με τις κακές πράξεις (τέτοιες πράξεις, ούτως ή άλλως, δεν πρέπει να τις κάνουμε, και δεν έχει καμιά σημασία αν πρόκειται για πραγματικά επαίσχυντες ή για επαίσχυντες κατά την κοινωνική σύμβαση πράξεις: ούτε τις μεν ούτε τις δε πρέπει να τις κάνουμε, και επομένως κανένα δεν μένει περιθώριο για ντροπή). Γνώρισμα, άλλωστε, του ευτελούς ανθρώπου είναι και το να έχει την τάση να κάνει επαίσχυντες πράξεις. Το να είναι όμως κανείς τέτοιου είδους άνθρωπος ώστε να νιώθει ντροπή κάθε φορά που κάνει μια τέτοιου είδους πράξη, και για τον λόγο αυτό να φαντάζεται πως είναι καλός άνθρωπος, αυτό είναι εντελώς παράλογο· γιατί το αίσθημα της ντροπής σχετίζεται με πράξεις που γίνονται με τη θέλησή μας, και ο καλός άνθρωπος ποτέ δεν θα κάνει κακές πράξεις με τη θέλησή του. Μόνο υπό όρους, λοιπόν, θα έλεγα ότι το αίσθημα της ντροπής είναι κάτι το καλό: στην περίπτωση που ο καλός άνθρωπος θα έκανε κάποια επαίσχυντη πράξη, θα ένιωθε γι᾽ αυτήν ντροπή· τέτοιου είδους όμως όροι δεν υπάρχουν στην περίπτωση των αρετών. Και αν η αναισχυντία, το να μην αισθάνεται δηλαδή κανείς ντροπή να κάνει επαίσχυντες πράξεις, είναι κακό, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι καλό το να νιώθει ντροπή αυτός που κάνει τέτοιου είδους πράξεις. Ούτε και η εγκράτεια είναι αρετή, αλλά κάτι το μεικτό· αυτό όμως θα γίνει φανερό παρακάτω. Τώρα ας μιλήσουμε για τη δικαιοσύνη.