Ηράκλειτος ο Εφέσιος: ⁓540 ‒ ⁓480 π.Χ.
Η οντολογική διαδρομή του ανθρώπου: Γέννηση ‒ Ζωή ‒ Θάνατος
§1
Εμείς οι άνθρωποι κινούμαστε ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, που αλληλοσυμπληρώνονται και συγκροτούν ένα Όλο. Πρόκειται για καταστάσεις εσωτερικά συνδεόμενες και όχι εξωτερικά παρατιθέμενες. Τέτοιες είναι εδώ: η κατάσταση της έγερσης, δηλ. όταν είμαστε ξυπνητοί, και η κατάσταση του ύπνου. Κοινή ενέργεια, που συσχετίζει τις δυο καταστάσεις, είναι αυτή του βλέπειν (:ὁρέομεν). Τούτη η ενέργεια λαμβάνει χώρα υπό δυο αντιθετικές καταστάσεις. Όταν είμαστε ξυπνητοί, το Είναι μας τελεί σε κατ’ αίσθηση διασκορπισμό, με αποτέλεσμα να επέρχεται θάνατος του Ενός.
Κείμενο-μετάφραση
B 21
Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ... ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Μήπως και ο Ηράκλειτος δεν αποκαλεί τη γέννηση θάνατο … με τούτα που λέει: θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι, ενώ ύπνος είναι όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε.
§2
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
α) θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν:
Ο θάνατος είναι κάτι το ακίνητο, το αμετάβλητο, το αδρανές, το παγιωμένο, αυτό που δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή ή αντικατάσταση. Γιατί; Επειδή αυτά που βλέπουμε συνιστούν την αμετάβλητη, τη νεκρή όψη των αισθητών πραγμάτων και όχι την ενδότερη ουσία τους, την αεικίνητη ψυχή τους: το αείζωον πυρ. Στη θέασή μας εμπίπτει το προσλαμβανόμενο ως μια άμεση κατάσταση στο χώρο και τον χρόνο. Χέγκελ: ένα τώρα και ένα εδώ που είναι και συγχρόνως δεν είναι. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για εκείνο που απλώς είναι, που δεν έχει συλληφθεί στην έννοιά του, δηλ. στην ολοκλήρωση της εννοιολογικής του κίνησης:
«Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα φαίνεται η πιο αληθινή· γιατί δεν έχει τίποτα αποκλείσει από το αντι-κείμενο, αλλά το έχει εμπρός της σε όλη του την πληρότητα. Στην πράξη όμως αποκαλύπτεται ως η πιο αφηρημένη και φτωχή αλήθεια. Για ό,τι γνωρίζει αποφαίνεται μόνο τούτο: αυτό είναι· και η αλήθεια της εμπεριέχει μόνο το Είναι του Πράγματος».
Η εγελιανή κίνηση ή η μεταβολή, με βάση την έννοια, ήτοι τη σκέψη και το πνεύμα, που δεν υφίσταται διάψευση ή φθορά όπως το κατ’ αίσθηση υπαρκτό, στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το ίδιο:
«ο Ηράκλειτος λέει ότι ο κόσμος γίνεται όχι με βάση το χρόνο, αλλά με βάση τη σκέψη» (10.5. Αέτιος ΙΙ 4,3).
Η αλλαγή, η μεταβολή ιδιάζει στη βαθύτερη ουσία του πράγματος, στην άφθαρτη ψυχή, που δεν είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, γιατί είναι απαλλαγμένη από την επενέργεια των αισθήσεων (διδασκαλία, 20). Ορατή είναι μόνο η εξωτερική εκδήλωση της υγρής ή της ξηρής ψυχής, όχι η ίδια η ψυχή. Η ψυχή παραπέμπει στην αυτοκινησία (απ. 115) και ως τέτοια είναι η ζωή, η κίνηση ή η αλλαγή των ζωντανών σωμάτων. Τα αισθητά πράγματα γεννιούνται και πεθαίνουν. Είναι εξαφανιζόμενα μεγέθη. Τείνουν ολοταχώς προς τον θάνατο.
β) ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος:
Στον ύπνο δεν βλέπουμε τίποτα το πραγματικό. Το μόνο πραγματικό είναι ότι κοιμόμαστε. Αλλ’ αυτό δεν το βλέπουμε. Αυτό που βλέπουμε είναι μόνο όνειρα. Αυτά όμως είναι φαντασιακές εικόνες, κάτι δηλαδή μη-πραγματικό. Σημειωτέο πως ο Ηράκλειτος δεν υιοθετεί την ομηρική αντίληψη ότι τα όνειρα έχουν πραγματική υπόσταση, είναι πραγματική ενέργεια. Ιδιάζουν απλώς, ως κάτι το απατηλό, στο φαινόμενο του ύπνου και από μόνα τους δεν είναι πραγματικά ούτε απηχούν την εξωτερική πραγματικότητα. Όσα συμβαίνουν πραγματικά, όσα συνάπτονται με την αντικειμενική πραγματικότητα, ο ύπνος δεν μπορεί να μας κάνει να τα δούμε, όπως ακριβώς δεν μπορεί ούτε η αισθητηριακή βλέψη, που είναι θάνατος, όταν είμαστε ξύπνιοι, παρά μόνο ο καθολικός Λόγος, η νοούσα ψυχή που συλ-λαμβάνει δια του βλέμματός της τη ζωή. Επομένως, ο ύπνος είναι μια μη-πραγματικότητα για την ψυχή που νοεί και κινεί τη ζωή.
§3
Οι καθεύδοντες είναι ζωντανοί-νεκροί
Στο παρακάτω απόσπασμα (Β20) ο Ηράκλειτος διερευνά το γίγνεσθαι ζωής και θανάτου, ένα γίγνεσθαι που το γνωρίζουμε ως κύκλο της ζωής και ως όδευση προς τον θάνατο. Ενώ κανένας δεν μπορεί να αποφύγει αυτό το γίγνεσθαι, οι καθεύδοντες [=οι κοιμισμένοι] παραμένουν αδρανείς, κατακερματισμένοι, αυτο-αποσυντιθειμένοι κατά τον κύκλο της ζωής τους και περιμένουν άδοξα το θάνατό τους, τη φθορά τους. Το μόνο που «κατορθώνουν» μέσα στην αδράνεια της ζωής τους είναι να την διαιωνίζουν με την αναπαραγωγή των παιδιών:
Ι. κείμενο
Ἡράκλειτος γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
ΙΙ. μετάφραση
Ο Ηράκλειτος λοιπόν φαίνεται να κακίζει τη γέννηση, όταν λέει: αφού γεννηθούν, θέλουν να ζήσουν και να υποστούν τη μοίρα του θανάτου ή μάλλον ν' αναπαύονται· κι αφήνουν πίσω τους παιδιά για να γίνουν κι αυτά θύματα του θανάτου.
§4
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
α) γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν:
Ο Ηράκλειτος φαίνεται να έχει κατά νου εδώ τους πολλούς, που καθεύδουν και οι οποίοι, αφού μπουν στον κύκλο της ζωής, προτιμούν να ζουν την καθημερινή τους ζωή και μόνο αυτή, με νωθρότητα και μέσα στη φιληδονία, δηλαδή κτηνωδώς (απ. 29), περιμένοντας παθητικά την αναπόφευκτη μοίρα και μέρα του θανάτου.
β) μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι:
Ι. Η ανάπαυση για τον Ηράκλειτο αποτελεί στοιχείο όχι ξένο προς την αλλαγή, προς την κίνηση και τον περιδινούμενο κύκλο της ζωής. Είναι η ανάπαυση μετά την αλλαγή ή η ανάπαυση εκ της μεταβολής (απ. 84α). Στο πλαίσιο της εγελιανής διαλεκτικής είναι η κατάφαση, μετά τη θέση και την αντίθεση. Είναι η κατάφαση και όχι η σύνθεση, όπως γελοιωδώς παρερμηνεύουν τον Χέγκελ ορισμένοι προφεσόροι ασύλληπτης αμορφωσιάς, που του αποδίδουν το γνωστό αντιεγελιανό σχήμα: θέση ‒ αντίθεση ‒ σύνθεση.
ΙΙ. Οι πολλοί, απεναντίας, εννοούν την ανάπαυση ως ακινησία, ως αδρανοποίηση: επαναλαμβάνουν τα ίδια καθημερινά και δεν σπάνε τον κύκλο της απλής διαβίωσης, για να δώσουν ένα ανώτερο νόημα στη ζωή τους: να αγωνιστούν για την αιώνια δόξα, για «ανώτερους σκοπούς» (απ. 25), όπως κάνουν οι άριστοι, ή για την αλήθεια, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, ξεπερνώντας έτσι το θάνατο. Αρκούνται σε μια παθητική ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ζωής τους, με αποτέλεσμα να αφήνονται στην τυχαία εξωτερικότητα και να εξουσιάζονται από τα ίδια τα πράγματα (απ. 84β): είναι ζωντανοί νεκροί.
γ) καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι:
Διαχωρίζοντας τους πολλούς από τους φιλοσόφους ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως κατά την κυκλική κίνηση της ζωής από τη γέννηση προς το θάνατο δεν κάνουν άλλο από το να γεννούν απλώς παιδιά, τα οποία κι αυτά, με τη σειρά τους, προορίζονται να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο της αναπαραγωγής και της αδρανούς ζωής. Αυτοί που γεννιούνται είναι ήδη νεκροί: όχι με το νόημα της γένεσης και της φθοράς, του αναπόφευκτου βιολογικού θανάτου δηλαδή, αλλά ως όντα, που ενώ εκ φύσεως είναι προορισμένα να σκέπτονται, παρ’ όλα αυτά έχουν παραιτηθεί στη ζωή τους από κάθε αγώνα στοχαστικής ανάβλεψης, δηλ. από τον αγώνα για δημιουργία, για ανύψωση πάνω από το φθαρτό τμήμα της ζωής και διάγουν το βίο τους σαν κοιμισμένοι, σαν νεκροί (απ. 73). Έτσι δεν μπορούν να απαλλάξουν τις ψυχές τους από τις συμφορές της γέννησης (απ. 68) και μαθαίνουν να ζουν δια βίου εξαπατώντας και εξαπατώμενοι. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως σε αντίθεση με τους άριστους, δηλ. με τους ανθρώπους που φέρνουν μέσα τους την ικανότητα και την ορμή της δημιουργίας, που αγωνίζονται για να δώσουν βαθύτερα νοήματα στη θνητή τους συνθήκη, οι καθεύδοντες ‒που είναι συνεργοί στο κακο‒ μένουν βουτηγμένοι στο βόρβορο (απ. 13) και αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα απ. 29), διαιωνίζοντας έτσι τον κύκλο μιας εντελώς γυμνής ζωής, όπου όλοι και όλα γίνονται βορά του θανάτου.
Η οντολογική διαδρομή του ανθρώπου: Γέννηση ‒ Ζωή ‒ Θάνατος
§1
Εμείς οι άνθρωποι κινούμαστε ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, που αλληλοσυμπληρώνονται και συγκροτούν ένα Όλο. Πρόκειται για καταστάσεις εσωτερικά συνδεόμενες και όχι εξωτερικά παρατιθέμενες. Τέτοιες είναι εδώ: η κατάσταση της έγερσης, δηλ. όταν είμαστε ξυπνητοί, και η κατάσταση του ύπνου. Κοινή ενέργεια, που συσχετίζει τις δυο καταστάσεις, είναι αυτή του βλέπειν (:ὁρέομεν). Τούτη η ενέργεια λαμβάνει χώρα υπό δυο αντιθετικές καταστάσεις. Όταν είμαστε ξυπνητοί, το Είναι μας τελεί σε κατ’ αίσθηση διασκορπισμό, με αποτέλεσμα να επέρχεται θάνατος του Ενός.
Κείμενο-μετάφραση
B 21
Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ... ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Μήπως και ο Ηράκλειτος δεν αποκαλεί τη γέννηση θάνατο … με τούτα που λέει: θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι, ενώ ύπνος είναι όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε.
§2
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
α) θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν:
Ο θάνατος είναι κάτι το ακίνητο, το αμετάβλητο, το αδρανές, το παγιωμένο, αυτό που δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή ή αντικατάσταση. Γιατί; Επειδή αυτά που βλέπουμε συνιστούν την αμετάβλητη, τη νεκρή όψη των αισθητών πραγμάτων και όχι την ενδότερη ουσία τους, την αεικίνητη ψυχή τους: το αείζωον πυρ. Στη θέασή μας εμπίπτει το προσλαμβανόμενο ως μια άμεση κατάσταση στο χώρο και τον χρόνο. Χέγκελ: ένα τώρα και ένα εδώ που είναι και συγχρόνως δεν είναι. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για εκείνο που απλώς είναι, που δεν έχει συλληφθεί στην έννοιά του, δηλ. στην ολοκλήρωση της εννοιολογικής του κίνησης:
«Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα φαίνεται η πιο αληθινή· γιατί δεν έχει τίποτα αποκλείσει από το αντι-κείμενο, αλλά το έχει εμπρός της σε όλη του την πληρότητα. Στην πράξη όμως αποκαλύπτεται ως η πιο αφηρημένη και φτωχή αλήθεια. Για ό,τι γνωρίζει αποφαίνεται μόνο τούτο: αυτό είναι· και η αλήθεια της εμπεριέχει μόνο το Είναι του Πράγματος».
Η εγελιανή κίνηση ή η μεταβολή, με βάση την έννοια, ήτοι τη σκέψη και το πνεύμα, που δεν υφίσταται διάψευση ή φθορά όπως το κατ’ αίσθηση υπαρκτό, στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το ίδιο:
«ο Ηράκλειτος λέει ότι ο κόσμος γίνεται όχι με βάση το χρόνο, αλλά με βάση τη σκέψη» (10.5. Αέτιος ΙΙ 4,3).
Η αλλαγή, η μεταβολή ιδιάζει στη βαθύτερη ουσία του πράγματος, στην άφθαρτη ψυχή, που δεν είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, γιατί είναι απαλλαγμένη από την επενέργεια των αισθήσεων (διδασκαλία, 20). Ορατή είναι μόνο η εξωτερική εκδήλωση της υγρής ή της ξηρής ψυχής, όχι η ίδια η ψυχή. Η ψυχή παραπέμπει στην αυτοκινησία (απ. 115) και ως τέτοια είναι η ζωή, η κίνηση ή η αλλαγή των ζωντανών σωμάτων. Τα αισθητά πράγματα γεννιούνται και πεθαίνουν. Είναι εξαφανιζόμενα μεγέθη. Τείνουν ολοταχώς προς τον θάνατο.
β) ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος:
Στον ύπνο δεν βλέπουμε τίποτα το πραγματικό. Το μόνο πραγματικό είναι ότι κοιμόμαστε. Αλλ’ αυτό δεν το βλέπουμε. Αυτό που βλέπουμε είναι μόνο όνειρα. Αυτά όμως είναι φαντασιακές εικόνες, κάτι δηλαδή μη-πραγματικό. Σημειωτέο πως ο Ηράκλειτος δεν υιοθετεί την ομηρική αντίληψη ότι τα όνειρα έχουν πραγματική υπόσταση, είναι πραγματική ενέργεια. Ιδιάζουν απλώς, ως κάτι το απατηλό, στο φαινόμενο του ύπνου και από μόνα τους δεν είναι πραγματικά ούτε απηχούν την εξωτερική πραγματικότητα. Όσα συμβαίνουν πραγματικά, όσα συνάπτονται με την αντικειμενική πραγματικότητα, ο ύπνος δεν μπορεί να μας κάνει να τα δούμε, όπως ακριβώς δεν μπορεί ούτε η αισθητηριακή βλέψη, που είναι θάνατος, όταν είμαστε ξύπνιοι, παρά μόνο ο καθολικός Λόγος, η νοούσα ψυχή που συλ-λαμβάνει δια του βλέμματός της τη ζωή. Επομένως, ο ύπνος είναι μια μη-πραγματικότητα για την ψυχή που νοεί και κινεί τη ζωή.
§3
Οι καθεύδοντες είναι ζωντανοί-νεκροί
Στο παρακάτω απόσπασμα (Β20) ο Ηράκλειτος διερευνά το γίγνεσθαι ζωής και θανάτου, ένα γίγνεσθαι που το γνωρίζουμε ως κύκλο της ζωής και ως όδευση προς τον θάνατο. Ενώ κανένας δεν μπορεί να αποφύγει αυτό το γίγνεσθαι, οι καθεύδοντες [=οι κοιμισμένοι] παραμένουν αδρανείς, κατακερματισμένοι, αυτο-αποσυντιθειμένοι κατά τον κύκλο της ζωής τους και περιμένουν άδοξα το θάνατό τους, τη φθορά τους. Το μόνο που «κατορθώνουν» μέσα στην αδράνεια της ζωής τους είναι να την διαιωνίζουν με την αναπαραγωγή των παιδιών:
Ι. κείμενο
Ἡράκλειτος γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
ΙΙ. μετάφραση
Ο Ηράκλειτος λοιπόν φαίνεται να κακίζει τη γέννηση, όταν λέει: αφού γεννηθούν, θέλουν να ζήσουν και να υποστούν τη μοίρα του θανάτου ή μάλλον ν' αναπαύονται· κι αφήνουν πίσω τους παιδιά για να γίνουν κι αυτά θύματα του θανάτου.
§4
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
α) γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν:
Ο Ηράκλειτος φαίνεται να έχει κατά νου εδώ τους πολλούς, που καθεύδουν και οι οποίοι, αφού μπουν στον κύκλο της ζωής, προτιμούν να ζουν την καθημερινή τους ζωή και μόνο αυτή, με νωθρότητα και μέσα στη φιληδονία, δηλαδή κτηνωδώς (απ. 29), περιμένοντας παθητικά την αναπόφευκτη μοίρα και μέρα του θανάτου.
β) μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι:
Ι. Η ανάπαυση για τον Ηράκλειτο αποτελεί στοιχείο όχι ξένο προς την αλλαγή, προς την κίνηση και τον περιδινούμενο κύκλο της ζωής. Είναι η ανάπαυση μετά την αλλαγή ή η ανάπαυση εκ της μεταβολής (απ. 84α). Στο πλαίσιο της εγελιανής διαλεκτικής είναι η κατάφαση, μετά τη θέση και την αντίθεση. Είναι η κατάφαση και όχι η σύνθεση, όπως γελοιωδώς παρερμηνεύουν τον Χέγκελ ορισμένοι προφεσόροι ασύλληπτης αμορφωσιάς, που του αποδίδουν το γνωστό αντιεγελιανό σχήμα: θέση ‒ αντίθεση ‒ σύνθεση.
ΙΙ. Οι πολλοί, απεναντίας, εννοούν την ανάπαυση ως ακινησία, ως αδρανοποίηση: επαναλαμβάνουν τα ίδια καθημερινά και δεν σπάνε τον κύκλο της απλής διαβίωσης, για να δώσουν ένα ανώτερο νόημα στη ζωή τους: να αγωνιστούν για την αιώνια δόξα, για «ανώτερους σκοπούς» (απ. 25), όπως κάνουν οι άριστοι, ή για την αλήθεια, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, ξεπερνώντας έτσι το θάνατο. Αρκούνται σε μια παθητική ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ζωής τους, με αποτέλεσμα να αφήνονται στην τυχαία εξωτερικότητα και να εξουσιάζονται από τα ίδια τα πράγματα (απ. 84β): είναι ζωντανοί νεκροί.
γ) καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι:
Διαχωρίζοντας τους πολλούς από τους φιλοσόφους ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως κατά την κυκλική κίνηση της ζωής από τη γέννηση προς το θάνατο δεν κάνουν άλλο από το να γεννούν απλώς παιδιά, τα οποία κι αυτά, με τη σειρά τους, προορίζονται να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο της αναπαραγωγής και της αδρανούς ζωής. Αυτοί που γεννιούνται είναι ήδη νεκροί: όχι με το νόημα της γένεσης και της φθοράς, του αναπόφευκτου βιολογικού θανάτου δηλαδή, αλλά ως όντα, που ενώ εκ φύσεως είναι προορισμένα να σκέπτονται, παρ’ όλα αυτά έχουν παραιτηθεί στη ζωή τους από κάθε αγώνα στοχαστικής ανάβλεψης, δηλ. από τον αγώνα για δημιουργία, για ανύψωση πάνω από το φθαρτό τμήμα της ζωής και διάγουν το βίο τους σαν κοιμισμένοι, σαν νεκροί (απ. 73). Έτσι δεν μπορούν να απαλλάξουν τις ψυχές τους από τις συμφορές της γέννησης (απ. 68) και μαθαίνουν να ζουν δια βίου εξαπατώντας και εξαπατώμενοι. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως σε αντίθεση με τους άριστους, δηλ. με τους ανθρώπους που φέρνουν μέσα τους την ικανότητα και την ορμή της δημιουργίας, που αγωνίζονται για να δώσουν βαθύτερα νοήματα στη θνητή τους συνθήκη, οι καθεύδοντες ‒που είναι συνεργοί στο κακο‒ μένουν βουτηγμένοι στο βόρβορο (απ. 13) και αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα απ. 29), διαιωνίζοντας έτσι τον κύκλο μιας εντελώς γυμνής ζωής, όπου όλοι και όλα γίνονται βορά του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου