[XII] Μέρη δὲ τραγῳδίας οἷς μὲν ὡς εἴδεσι δεῖ χρῆσθαι πρότερον εἴπομεν, κατὰ δὲ τὸ ποσὸν καὶ εἰς ἃ διαιρεῖται κεχωρισμένα τάδε ἐστίν, πρόλογος ἐπεισόδιον ἔξοδος χορικόν, καὶ τούτου τὸ μὲν πάροδος τὸ δὲ στάσιμον, κοινὰ μὲν ἁπάντων ταῦτα, ἴδια δὲ τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ κομμοί. ἔστιν δὲ πρόλογος μὲν μέρος ὅλον τραγῳδίας τὸ πρὸ χοροῦ παρόδου, ἐπεισόδιον δὲ μέρος ὅλον τραγῳδίας τὸ μεταξὺ ὅλων χορικῶν μελῶν, ἔξοδος δὲ μέρος ὅλον τραγῳδίας μεθ᾽ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος· χορικοῦ δὲ πάροδος μὲν ἡ πρώτη λέξις ὅλη χοροῦ, στάσιμον δὲ μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου, κομμὸς δὲ θρῆνος κοινὸς χοροῦ καὶ ἀπὸ σκηνῆς. μέρη δὲ τραγῳδίας οἷς μὲν ‹ὡς εἴδεσι› δεῖ χρῆσθαι πρότερον εἴπαμεν, κατὰ δὲ τὸ ποσὸν καὶ εἰς ἃ διαιρεῖται κεχωρισμένα ταῦτ᾽ ἐστίν.
[XIII] Ὧν δὲ δεῖ στοχάζεσθαι καὶ ἃ δεῖ εὐλαβεῖσθαι συνιστάντας τοὺς μύθους καὶ πόθεν ἔσται τὸ τῆς τραγῳδίας ἔργον, ἐφεξῆς ἂν εἴη λεκτέον τοῖς νῦν εἰρημένοις. ἐπειδὴ οὖν δεῖ τὴν σύνθεσιν εἶναι τῆς καλλίστης τραγῳδίας μὴ ἁπλῆν ἀλλὰ πεπλεγμένην καὶ ταύτην φοβερῶν καὶ ἐλεεινῶν εἶναι μιμητικήν (τοῦτο γὰρ ἴδιον τῆς τοιαύτης μιμήσεώς ἐστιν), πρῶτον μὲν δῆλον ὅτι οὔτε τοὺς ἐπιεικεῖς ἄνδρας δεῖ μεταβάλλοντας φαίνεσθαι ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν, οὐ γὰρ φοβερὸν οὐδὲ ἐλεεινὸν τοῦτο ἀλλὰ μιαρόν ἐστιν· οὔτε τοὺς μοχθηροὺς ἐξ ἀτυχίας εἰς εὐτυχίαν, ἀτραγῳδότατον γὰρ τοῦτ᾽ ἐστὶ πάντων, οὐδὲν γὰρ ἔχει ὧν δεῖ, οὔτε γὰρ φιλάνθρωπον
[1453a] οὔτε ἐλεεινὸν οὔτε φοβερόν ἐστιν· οὐδ᾽ αὖ τὸν σφόδρα πονηρὸν ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταπίπτειν· τὸ μὲν γὰρ φιλάνθρωπον ἔχοι ἂν ἡ τοιαύτη σύστασις ἀλλ᾽ οὔτε ἔλεον οὔτε φόβον, ὁ μὲν γὰρ περὶ τὸν ἀνάξιόν ἐστιν δυστυχοῦντα, ὁ δὲ περὶ τὸν ὅμοιον, ἔλεος μὲν περὶ τὸν ἀνάξιον, φόβος δὲ περὶ τὸν ὅμοιον, ὥστε οὔτε ἐλεεινὸν οὔτε φοβερὸν ἔσται τὸ συμβαῖνον. ὁ μεταξὺ ἄρα τούτων λοιπός. ἔστι δὲ τοιοῦτος ὁ μήτε ἀρετῇ διαφέρων καὶ δικαιοσύνῃ μήτε διὰ κακίαν καὶ μοχθηρίαν μεταβάλλων εἰς τὴν δυστυχίαν ἀλλὰ δι᾽ ἁμαρτίαν τινά, τῶν ἐν μεγάλῃ δόξῃ ὄντων καὶ εὐτυχίᾳ, οἷον Οἰδίπους καὶ Θυέστης καὶ οἱ ἐκ τῶν τοιούτων γενῶν ἐπιφανεῖς ἄνδρες. ἀνάγκη ἄρα τὸν καλῶς ἔχοντα μῦθον ἁπλοῦν εἶναι μᾶλλον ἢ διπλοῦν, ὥσπερ τινές φασι, καὶ μεταβάλλειν οὐκ εἰς εὐτυχίαν ἐκ δυστυχίας ἀλλὰ τοὐναντίον ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μὴ διὰ μοχθηρίαν ἀλλὰ δι᾽ ἁμαρτίαν μεγάλην ἢ οἵου εἴρηται ἢ βελτίονος μᾶλλον ἢ χείρονος. σημεῖον δὲ καὶ τὸ γιγνόμενον· πρῶτον μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται, οἷον περὶ Ἀλκμέωνα καὶ Οἰδίπουν καὶ Ὀρέστην καὶ Μελέαγρον καὶ Θυέστην καὶ Τήλεφον καὶ ὅσοις ἄλλοις συμβέβηκεν ἢ παθεῖν δεινὰ ἢ ποιῆσαι. ἡ μὲν οὖν κατὰ τὴν τέχνην καλλίστη τραγῳδία ἐκ ταύτης τῆς συστάσεώς ἐστι. διὸ καὶ οἱ Εὐριπίδῃ ἐγκαλοῦντες τὸ αὐτὸ ἁμαρτάνουσιν ὅτι τοῦτο δρᾷ ἐν ταῖς τραγῳδίαις καὶ αἱ πολλαὶ αὐτοῦ εἰς δυστυχίαν τελευτῶσιν. τοῦτο γάρ ἐστιν ὥσπερ εἴρηται ὀρθόν· σημεῖον δὲ μέγιστον· ἐπὶ γὰρ τῶν σκηνῶν καὶ τῶν ἀγώνων τραγικώταται αἱ τοιαῦται φαίνονται, ἂν κατορθωθῶσιν, καὶ ὁ Εὐριπίδης, εἰ καὶ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκονομεῖ, ἀλλὰ τραγικώτατός γε τῶν ποιητῶν φαίνεται. δευτέρα δ᾽ ἡ πρώτη λεγομένη ὑπὸ τινῶν ἐστιν σύστασις, ἡ διπλῆν τε τὴν σύστασιν ἔχουσα καθάπερ ἡ Ὀδύσσεια καὶ τελευτῶσα ἐξ ἐναντίας τοῖς βελτίοσι καὶ χείροσιν. δοκεῖ δὲ εἶναι πρώτη διὰ τὴν τῶν θεάτρων ἀσθένειαν· ἀκολουθοῦσι γὰρ οἱ ποιηταὶ κατ᾽ εὐχὴν ποιοῦντες τοῖς θεαταῖς. ἔστιν δὲ οὐχ αὕτη ἀπὸ τραγῳδίας ἡδονὴ ἀλλὰ μᾶλλον τῆς κωμῳδίας οἰκεία· ἐκεῖ γὰρ οἳ ἂν ἔχθιστοι ὦσιν ἐν τῷ μύθῳ, οἷον Ὀρέστης καὶ Αἴγισθος, φίλοι γενόμενοι ἐπὶ τελευτῆς ἐξέρχονται, καὶ ἀποθνῄσκει οὐδεὶς ὑπ᾽ ουδενός.
***
[12] Ποια μέρη πρέπει να θεωρούνται σε κάθε τραγωδία μορφολογικά συστατικά της στοιχεία το είπαμε πρωτύτερα· από την άποψη όμως του αριθμού των χωριστών μερών από τα οποία αποτελείται μια τραγωδία, τα μέρη αυτά είναι τα ακόλουθα: πρόλογος, επεισόδιο, έξοδος, χορικό (που διακρίνεται σε πάροδο και στάσιμο). Τα μέρη αυτά είναι κοινά σε όλες τις τραγωδίες, σε μερικές όμως βρίσκουμε, ως ιδιαίτερα μέρη, τα τραγούδια που τραγουδιούνται πάνω στη σκηνή και τους κομμούς.
Πρόλογος είναι ολόκληρο το κομμάτι της τραγωδίας πριν από την είσοδο του Χορού.
Επεισόδιο είναι ένα ολοκληρωμένο κομμάτι της τραγωδίας που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ολοκληρωμένα χορικά τραγούδια.
Έξοδος είναι το ολοκληρωμένο κομμάτι της τραγωδίας ύστερα από το οποίο δεν υπάρχει πια άλλο χορικό τραγούδι.
Πάροδος είναι το πρώτο χορικό που λέει ολόκληρος ο Χορός.
Το στάσιμο είναι τραγούδι του Χορού δίχως ανάπαιστους και τροχαίους.
Ο κομμός είναι κοινό θρηνητικό τραγούδι Χορού και ηθοποιού/ηθοποιών.
Για τα μέρη που σε κάθε τραγωδία πρέπει να θεωρούνται μορφολογικά συστατικά της στοιχεία μιλήσαμε στα προηγούμενα. Από την άποψη όμως του αριθμού των χωριστών μερών από τα οποία αποτελείται μια τραγωδία, τα μέρη αυτά είναι αυτά που μόλις τώρα είπαμε.
[13] Στη συνέχεια αυτών που έχουμε πει ως τώρα είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι᾽ αυτά που πρέπει να επιδιώκουν και γι᾽ αυτά που πρέπει να αποφεύγουν οι ποιητές κατά τη σύνθεση των μύθων τους, καθώς και για το από πού εξαρτάται η επίτευξη του σκοπού της τραγωδίας.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η πλοκή, αν πρόκειται η τραγωδία να είναι η ωραιότερη, δεν πρέπει να είναι απλή, αλλά περίπλοκη· με δεδομένο, επίσης, ότι πρέπει να μιμείται πράγματα που προκαλούν φόβο και συμπόνια (γιατί αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα αυτού του είδους μίμησης), είναι πριν από όλα φανερό ότι ούτε οι καλοί άνθρωποι πρέπει να παρουσιάζονται να περνούν από την ευτυχία στη δυστυχία (γιατί αυτό δεν προκαλεί φόβο ούτε συμπόνια, αλλά αποτροπιασμό), ούτε οι κακοί από τη δυστυχία στην ευτυχία (γιατί αυτό είναι από όλα το πιο αταίριαστο με την τραγωδία, αφού δεν έχει τίποτε από αυτά που χρειάζεται η τραγωδία: ούτε φιλάνθρωπα αισθήματα κινεί
[1453a] ούτε συμπόνια και φόβο προκαλεί), ούτε ο υπερβολικά κακός να περνάει από την ευτυχία στη δυστυχία: μια τέτοια πλοκή μπορεί να κινεί τα φιλάνθρωπα αισθήματά μας, ούτε όμως συμπόνια ούτε φόβο προκαλεί, αφού η συμπόνια είναι κάτι που γεννιέται γι᾽ αυτόν που δυστυχεί δίχως να το αξίζει, και ο φόβος για τον όμοιό μας που δυστυχεί — στην περίπτωση, άρα, αυτή δεν θα υπάρξει τίποτε που να προκαλέσει συμπόνια και φόβο. Μένει λοιπόν το ενδιάμεσο άτομο, που δεν είναι ούτε αυτός που ξεχωρίζει από την άποψη της αρετής και της δικαιοσύνης ούτε αυτός που περνάει στη δυστυχία εξαιτίας της κακίας ή της αχρειότητάς του, αλλά αυτός που παθαίνει το πράγμα αυτό εξαιτίας κάποιου σφάλματός του — ένας, ας πούμε, από αυτούς που είχαν μεγάλη φήμη και ευτυχία, ο Οιδίποδας ή ο Θυέστης, ή άλλοι περίφημοι άντρες γόνοι τέτοιων οικογενειών.
Ο τέλεια λοιπόν δομημένος μύθος πρέπει να είναι μάλλον απλός και όχι (όπως λένε μερικοί) διπλός· πρέπει, επίσης, να οδηγεί σε μεταβολή όχι από τη δυστυχία στην ευτυχία αλλά, αντίθετα, από την ευτυχία στη δυστυχία, και μάλιστα όχι λόγω κακίας, αλλά λόγω κάποιου μεγάλου σφάλματος ενός ανθρώπου σαν αυτόν που περιγράψαμε ή, έστω, καλύτερου, όχι πάντως χειρότερου. Απόδειξη είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην πράξη. Ενώ, δηλαδή, στην αρχή οι ποιητές έπαιρναν και δούλευαν αδιακρίτως οποιονδήποτε μύθο, σήμερα οι ωραιότερες τραγωδίες πλέκονται γύρω από λίγες οικογένειες, όπως π.χ. γύρω από τον Αλκμέωνα, τον Οιδίποδα, τον Ορέστη, τον Μελέαγρο, τον Θυέστη, τον Τήλεφο και όλους τους άλλους στους οποίους συνέβη να πάθουν ή να πράξουν φοβερά πράγματα.
Η ωραιότερη λοιπόν από αισθητική/καλλιτεχνική άποψη τραγωδία έχει αυτού του είδους πλοκή. Γι᾽ αυτό και κάνουν το ίδιο σφάλμα όλοι αυτοί που κατηγορούν τον Ευριπίδη ότι συνθέτει με αυτόν τον τρόπο τις τραγωδίες του και ότι πολλές τραγωδίες του καταλήγουν σε δυστυχία. Γιατί αυτό, όπως το έχουμε ήδη πει, είναι σωστό. Ιδού και η πιο μεγάλη απόδειξη: στους δραματικούς αγώνες αυτές οι τραγωδίες αποδεικνύονται οι πιο τραγικές, φτάνει, φυσικά, να εκτελούνται σωστά — και ο Ευριπίδης, παρόλο που οι χειρισμοί του δεν είναι γενικά σωστοί, όμως αποδεικνύεται στα μάτια των θεατών ως ο τραγικότερος των ποιητών.
Δεύτερη στη σειρά έρχεται αυτή που μερικοί τη λένε πρώτη, αυτή δηλαδή που έχει, όπως η Οδύσσεια, διπλή την πλοκή και καταλήγει στην αντίθετη τύχη και για τους καλούς και για τους κακούς. Θεωρείται πρώτη εξαιτίας της αδυναμίας του θεατρικού κοινού· οι ποιητές γράφουν, πράγματι, τα ποιήματά τους παρακολουθώντας τις επιθυμίες των θεατών. Όμως η τραγωδία δεν προσφέρει τέτοιου είδους ευχαρίστηση· αυτού του είδους η ευχαρίστηση προσιδιάζει πιο πολύ στην κωμωδία. Εκεί, πράγματι, άτομα που στον μύθο είναι οι πιο με γάλοι εχθροί (ο Ορέστης, ας πούμε, και ο Αίγισθος) φεύγουν στο τέλος έχοντας γίνει φίλοι, και κανείς δεν σκοτώνει κανέναν.
[XIII] Ὧν δὲ δεῖ στοχάζεσθαι καὶ ἃ δεῖ εὐλαβεῖσθαι συνιστάντας τοὺς μύθους καὶ πόθεν ἔσται τὸ τῆς τραγῳδίας ἔργον, ἐφεξῆς ἂν εἴη λεκτέον τοῖς νῦν εἰρημένοις. ἐπειδὴ οὖν δεῖ τὴν σύνθεσιν εἶναι τῆς καλλίστης τραγῳδίας μὴ ἁπλῆν ἀλλὰ πεπλεγμένην καὶ ταύτην φοβερῶν καὶ ἐλεεινῶν εἶναι μιμητικήν (τοῦτο γὰρ ἴδιον τῆς τοιαύτης μιμήσεώς ἐστιν), πρῶτον μὲν δῆλον ὅτι οὔτε τοὺς ἐπιεικεῖς ἄνδρας δεῖ μεταβάλλοντας φαίνεσθαι ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν, οὐ γὰρ φοβερὸν οὐδὲ ἐλεεινὸν τοῦτο ἀλλὰ μιαρόν ἐστιν· οὔτε τοὺς μοχθηροὺς ἐξ ἀτυχίας εἰς εὐτυχίαν, ἀτραγῳδότατον γὰρ τοῦτ᾽ ἐστὶ πάντων, οὐδὲν γὰρ ἔχει ὧν δεῖ, οὔτε γὰρ φιλάνθρωπον
[1453a] οὔτε ἐλεεινὸν οὔτε φοβερόν ἐστιν· οὐδ᾽ αὖ τὸν σφόδρα πονηρὸν ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταπίπτειν· τὸ μὲν γὰρ φιλάνθρωπον ἔχοι ἂν ἡ τοιαύτη σύστασις ἀλλ᾽ οὔτε ἔλεον οὔτε φόβον, ὁ μὲν γὰρ περὶ τὸν ἀνάξιόν ἐστιν δυστυχοῦντα, ὁ δὲ περὶ τὸν ὅμοιον, ἔλεος μὲν περὶ τὸν ἀνάξιον, φόβος δὲ περὶ τὸν ὅμοιον, ὥστε οὔτε ἐλεεινὸν οὔτε φοβερὸν ἔσται τὸ συμβαῖνον. ὁ μεταξὺ ἄρα τούτων λοιπός. ἔστι δὲ τοιοῦτος ὁ μήτε ἀρετῇ διαφέρων καὶ δικαιοσύνῃ μήτε διὰ κακίαν καὶ μοχθηρίαν μεταβάλλων εἰς τὴν δυστυχίαν ἀλλὰ δι᾽ ἁμαρτίαν τινά, τῶν ἐν μεγάλῃ δόξῃ ὄντων καὶ εὐτυχίᾳ, οἷον Οἰδίπους καὶ Θυέστης καὶ οἱ ἐκ τῶν τοιούτων γενῶν ἐπιφανεῖς ἄνδρες. ἀνάγκη ἄρα τὸν καλῶς ἔχοντα μῦθον ἁπλοῦν εἶναι μᾶλλον ἢ διπλοῦν, ὥσπερ τινές φασι, καὶ μεταβάλλειν οὐκ εἰς εὐτυχίαν ἐκ δυστυχίας ἀλλὰ τοὐναντίον ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μὴ διὰ μοχθηρίαν ἀλλὰ δι᾽ ἁμαρτίαν μεγάλην ἢ οἵου εἴρηται ἢ βελτίονος μᾶλλον ἢ χείρονος. σημεῖον δὲ καὶ τὸ γιγνόμενον· πρῶτον μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται, οἷον περὶ Ἀλκμέωνα καὶ Οἰδίπουν καὶ Ὀρέστην καὶ Μελέαγρον καὶ Θυέστην καὶ Τήλεφον καὶ ὅσοις ἄλλοις συμβέβηκεν ἢ παθεῖν δεινὰ ἢ ποιῆσαι. ἡ μὲν οὖν κατὰ τὴν τέχνην καλλίστη τραγῳδία ἐκ ταύτης τῆς συστάσεώς ἐστι. διὸ καὶ οἱ Εὐριπίδῃ ἐγκαλοῦντες τὸ αὐτὸ ἁμαρτάνουσιν ὅτι τοῦτο δρᾷ ἐν ταῖς τραγῳδίαις καὶ αἱ πολλαὶ αὐτοῦ εἰς δυστυχίαν τελευτῶσιν. τοῦτο γάρ ἐστιν ὥσπερ εἴρηται ὀρθόν· σημεῖον δὲ μέγιστον· ἐπὶ γὰρ τῶν σκηνῶν καὶ τῶν ἀγώνων τραγικώταται αἱ τοιαῦται φαίνονται, ἂν κατορθωθῶσιν, καὶ ὁ Εὐριπίδης, εἰ καὶ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκονομεῖ, ἀλλὰ τραγικώτατός γε τῶν ποιητῶν φαίνεται. δευτέρα δ᾽ ἡ πρώτη λεγομένη ὑπὸ τινῶν ἐστιν σύστασις, ἡ διπλῆν τε τὴν σύστασιν ἔχουσα καθάπερ ἡ Ὀδύσσεια καὶ τελευτῶσα ἐξ ἐναντίας τοῖς βελτίοσι καὶ χείροσιν. δοκεῖ δὲ εἶναι πρώτη διὰ τὴν τῶν θεάτρων ἀσθένειαν· ἀκολουθοῦσι γὰρ οἱ ποιηταὶ κατ᾽ εὐχὴν ποιοῦντες τοῖς θεαταῖς. ἔστιν δὲ οὐχ αὕτη ἀπὸ τραγῳδίας ἡδονὴ ἀλλὰ μᾶλλον τῆς κωμῳδίας οἰκεία· ἐκεῖ γὰρ οἳ ἂν ἔχθιστοι ὦσιν ἐν τῷ μύθῳ, οἷον Ὀρέστης καὶ Αἴγισθος, φίλοι γενόμενοι ἐπὶ τελευτῆς ἐξέρχονται, καὶ ἀποθνῄσκει οὐδεὶς ὑπ᾽ ουδενός.
***
[12] Ποια μέρη πρέπει να θεωρούνται σε κάθε τραγωδία μορφολογικά συστατικά της στοιχεία το είπαμε πρωτύτερα· από την άποψη όμως του αριθμού των χωριστών μερών από τα οποία αποτελείται μια τραγωδία, τα μέρη αυτά είναι τα ακόλουθα: πρόλογος, επεισόδιο, έξοδος, χορικό (που διακρίνεται σε πάροδο και στάσιμο). Τα μέρη αυτά είναι κοινά σε όλες τις τραγωδίες, σε μερικές όμως βρίσκουμε, ως ιδιαίτερα μέρη, τα τραγούδια που τραγουδιούνται πάνω στη σκηνή και τους κομμούς.
Πρόλογος είναι ολόκληρο το κομμάτι της τραγωδίας πριν από την είσοδο του Χορού.
Επεισόδιο είναι ένα ολοκληρωμένο κομμάτι της τραγωδίας που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ολοκληρωμένα χορικά τραγούδια.
Έξοδος είναι το ολοκληρωμένο κομμάτι της τραγωδίας ύστερα από το οποίο δεν υπάρχει πια άλλο χορικό τραγούδι.
Πάροδος είναι το πρώτο χορικό που λέει ολόκληρος ο Χορός.
Το στάσιμο είναι τραγούδι του Χορού δίχως ανάπαιστους και τροχαίους.
Ο κομμός είναι κοινό θρηνητικό τραγούδι Χορού και ηθοποιού/ηθοποιών.
Για τα μέρη που σε κάθε τραγωδία πρέπει να θεωρούνται μορφολογικά συστατικά της στοιχεία μιλήσαμε στα προηγούμενα. Από την άποψη όμως του αριθμού των χωριστών μερών από τα οποία αποτελείται μια τραγωδία, τα μέρη αυτά είναι αυτά που μόλις τώρα είπαμε.
[13] Στη συνέχεια αυτών που έχουμε πει ως τώρα είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι᾽ αυτά που πρέπει να επιδιώκουν και γι᾽ αυτά που πρέπει να αποφεύγουν οι ποιητές κατά τη σύνθεση των μύθων τους, καθώς και για το από πού εξαρτάται η επίτευξη του σκοπού της τραγωδίας.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η πλοκή, αν πρόκειται η τραγωδία να είναι η ωραιότερη, δεν πρέπει να είναι απλή, αλλά περίπλοκη· με δεδομένο, επίσης, ότι πρέπει να μιμείται πράγματα που προκαλούν φόβο και συμπόνια (γιατί αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα αυτού του είδους μίμησης), είναι πριν από όλα φανερό ότι ούτε οι καλοί άνθρωποι πρέπει να παρουσιάζονται να περνούν από την ευτυχία στη δυστυχία (γιατί αυτό δεν προκαλεί φόβο ούτε συμπόνια, αλλά αποτροπιασμό), ούτε οι κακοί από τη δυστυχία στην ευτυχία (γιατί αυτό είναι από όλα το πιο αταίριαστο με την τραγωδία, αφού δεν έχει τίποτε από αυτά που χρειάζεται η τραγωδία: ούτε φιλάνθρωπα αισθήματα κινεί
[1453a] ούτε συμπόνια και φόβο προκαλεί), ούτε ο υπερβολικά κακός να περνάει από την ευτυχία στη δυστυχία: μια τέτοια πλοκή μπορεί να κινεί τα φιλάνθρωπα αισθήματά μας, ούτε όμως συμπόνια ούτε φόβο προκαλεί, αφού η συμπόνια είναι κάτι που γεννιέται γι᾽ αυτόν που δυστυχεί δίχως να το αξίζει, και ο φόβος για τον όμοιό μας που δυστυχεί — στην περίπτωση, άρα, αυτή δεν θα υπάρξει τίποτε που να προκαλέσει συμπόνια και φόβο. Μένει λοιπόν το ενδιάμεσο άτομο, που δεν είναι ούτε αυτός που ξεχωρίζει από την άποψη της αρετής και της δικαιοσύνης ούτε αυτός που περνάει στη δυστυχία εξαιτίας της κακίας ή της αχρειότητάς του, αλλά αυτός που παθαίνει το πράγμα αυτό εξαιτίας κάποιου σφάλματός του — ένας, ας πούμε, από αυτούς που είχαν μεγάλη φήμη και ευτυχία, ο Οιδίποδας ή ο Θυέστης, ή άλλοι περίφημοι άντρες γόνοι τέτοιων οικογενειών.
Ο τέλεια λοιπόν δομημένος μύθος πρέπει να είναι μάλλον απλός και όχι (όπως λένε μερικοί) διπλός· πρέπει, επίσης, να οδηγεί σε μεταβολή όχι από τη δυστυχία στην ευτυχία αλλά, αντίθετα, από την ευτυχία στη δυστυχία, και μάλιστα όχι λόγω κακίας, αλλά λόγω κάποιου μεγάλου σφάλματος ενός ανθρώπου σαν αυτόν που περιγράψαμε ή, έστω, καλύτερου, όχι πάντως χειρότερου. Απόδειξη είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην πράξη. Ενώ, δηλαδή, στην αρχή οι ποιητές έπαιρναν και δούλευαν αδιακρίτως οποιονδήποτε μύθο, σήμερα οι ωραιότερες τραγωδίες πλέκονται γύρω από λίγες οικογένειες, όπως π.χ. γύρω από τον Αλκμέωνα, τον Οιδίποδα, τον Ορέστη, τον Μελέαγρο, τον Θυέστη, τον Τήλεφο και όλους τους άλλους στους οποίους συνέβη να πάθουν ή να πράξουν φοβερά πράγματα.
Η ωραιότερη λοιπόν από αισθητική/καλλιτεχνική άποψη τραγωδία έχει αυτού του είδους πλοκή. Γι᾽ αυτό και κάνουν το ίδιο σφάλμα όλοι αυτοί που κατηγορούν τον Ευριπίδη ότι συνθέτει με αυτόν τον τρόπο τις τραγωδίες του και ότι πολλές τραγωδίες του καταλήγουν σε δυστυχία. Γιατί αυτό, όπως το έχουμε ήδη πει, είναι σωστό. Ιδού και η πιο μεγάλη απόδειξη: στους δραματικούς αγώνες αυτές οι τραγωδίες αποδεικνύονται οι πιο τραγικές, φτάνει, φυσικά, να εκτελούνται σωστά — και ο Ευριπίδης, παρόλο που οι χειρισμοί του δεν είναι γενικά σωστοί, όμως αποδεικνύεται στα μάτια των θεατών ως ο τραγικότερος των ποιητών.
Δεύτερη στη σειρά έρχεται αυτή που μερικοί τη λένε πρώτη, αυτή δηλαδή που έχει, όπως η Οδύσσεια, διπλή την πλοκή και καταλήγει στην αντίθετη τύχη και για τους καλούς και για τους κακούς. Θεωρείται πρώτη εξαιτίας της αδυναμίας του θεατρικού κοινού· οι ποιητές γράφουν, πράγματι, τα ποιήματά τους παρακολουθώντας τις επιθυμίες των θεατών. Όμως η τραγωδία δεν προσφέρει τέτοιου είδους ευχαρίστηση· αυτού του είδους η ευχαρίστηση προσιδιάζει πιο πολύ στην κωμωδία. Εκεί, πράγματι, άτομα που στον μύθο είναι οι πιο με γάλοι εχθροί (ο Ορέστης, ας πούμε, και ο Αίγισθος) φεύγουν στο τέλος έχοντας γίνει φίλοι, και κανείς δεν σκοτώνει κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου