[1448a] [II] Ἐπεὶ δὲ μιμοῦνται οἱ μιμούμενοι πράττοντας, ἀνάγκη δὲ τούτους ἢ σπουδαίους ἢ φαύλους εἶναι (τὰ γὰρ ἤθη σχεδὸν ἀεὶ τούτοις ἀκολουθεῖ μόνοις, κακίᾳ γὰρ καὶ ἀρετῇ τὰ ἤθη διαφέρουσι πάντες), ἤτοι βελτίονας ἢ καθ᾽ ἡμᾶς ἢ χείρονας ἢ καὶ τοιούτους, ὥσπερ οἱ γραφεῖς· Πολύγνωτος μὲν γὰρ κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν. δῆλον δὲ ὅτι καὶ τῶν λεχθεισῶν ἑκάστη μιμήσεων ἕξει ταύτας τὰς διαφορὰς καὶ ἔσται ἑτέρα τῷ ἕτερα μιμεῖσθαι τοῦτον τὸν τρόπον. καὶ γὰρ ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει ἔστι γενέσθαι ταύτας τὰς ἀνομοιότητας, καὶ [τὸ] περὶ τοὺς λόγους δὲ καὶ τὴν ψιλομετρίαν, οἷον Ὅμηρος μὲν βελτίους, Κλεοφῶν δὲ ὁμοίους, Ἡγήμων δὲ ὁ Θάσιος ‹ὁ› τὰς παρῳδίας ποιήσας πρῶτος καὶ Νικοχάρης ὁ τὴν Δειλιάδα χείρους· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τοὺς διθυράμβους καὶ περὶ τοὺς νόμους, ὥσπερ †γᾶς† Κύκλωπας Τιμόθεος καὶ Φιλόξενος μιμήσαιτο ἄν τις. ἐν αὐτῇ δὲ τῇ διαφορᾷ καὶ ἡ τραγῳδία πρὸς τὴν κωμῳδίαν διέστηκεν· ἡ μὲν γὰρ χείρους ἡ δὲ βελτίους μιμεῖσθαι βούλεται τῶν νῦν.
[III] Ἔτι δὲ τούτων τρίτη διαφορὰ τὸ ὡς ἕκαστα τούτων μιμήσαιτο ἄν τις. καὶ γὰρ ἐν τοῖς αὐτοῖς καὶ τὰ αὐτὰ μιμεῖσθαι ἔστιν ὁτὲ μὲν ἀπαγγέλλοντα, ἢ ἕτερόν τι γιγνόμενον ὥσπερ Ὅμηρος ποιεῖ ἢ ὡς τὸν αὐτὸν καὶ μὴ μεταβάλλοντα, ἢ πάντα ὡς πράττοντας καὶ ἐνεργοῦντας †τοὺς μιμουμένους†. ἐν τρισὶ δὴ ταύταις διαφοραῖς ἡ μίμησίς ἐστιν, ὡς εἴπομεν κατ᾽ ἀρχάς, ἐν οἷς τε ‹καὶ ἃ› καὶ ὥς. ὥστε τῇ μὲν ὁ αὐτὸς ἂν εἴη μιμητὴς Ὁμήρῳ Σοφοκλῆς, μιμοῦνται γὰρ ἄμφω σπουδαίους, τῇ δὲ Ἀριστοφάνει, πράττοντας γὰρ μιμοῦνται καὶ δρῶντας ἄμφω. ὅθεν καὶ δράματα καλεῖσθαί τινες αὐτά φασιν, ὅτι μιμοῦνται δρῶντας. διὸ καὶ ἀντιποιοῦνται τῆς τε τραγῳδίας καὶ τῆς κωμῳδίας οἱ Δωριεῖς (τῆς μὲν γὰρ κωμῳδίας οἱ Μεγαρεῖς οἵ τε ἐνταῦθα ὡς ἐπὶ τῆς παρ᾽ αὐτοῖς δημοκρατίας γενομένης καὶ οἱ ἐκ Σικελίας, ἐκεῖθεν γὰρ ἦν Ἐπίχαρμος ὁ ποιητὴς πολλῷ πρότερος ὢν Χιωνίδου καὶ Μάγνητος· καὶ τῆς τραγῳδίας ἔνιοι τῶν ἐν Πελοποννήσῳ) ποιούμενοι τὰ ὀνόματα σημεῖον· αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῦ κωμάζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας πλάνῃ ἀτιμαζομένους ἐκ τοῦ ἄστεως·
[1448b] καὶ τὸ ποιεῖν αὐτοὶ μὲν δρᾶν, Ἀθηναίους δὲ πράττειν προσαγορεύειν. περὶ μὲν οὖν τῶν διαφορῶν καὶ πόσαι καὶ τίνες τῆς μιμήσεως εἰρήσθω ταῦτα.
***
[1448a] [2] Με δεδομένο ότι αυτοί που κάνουν μίμηση μιμούνται πράξεις ανθρώπων, και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι ή καλοί ή κακοί (οι χαρακτήρες, πράγματι, των ανθρώπων είναι, σχεδόν πάντοτε, επακόλουθο αυτής αποκλειστικά της βασικής διάκρισης, κάτι που θέλει να πει ότι οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα από την άποψη της κακίας και της αρετής), και άρα ή καλύτεροι ή χειρότεροι ή ίδιοι με μας τους σημερινούς ανθρώπους (έτσι δεν δουλεύουν οι ζωγράφοι; ο Πολύγνωτος, επιπαραδείγματι, ζωγράφιζε τους ανθρώπους καλύτερους, ο Παύσων χειρότερους και ο Διονύσιος ίδιους με μας), είναι φανερό ότι καθεμιά από τις τέχνες μίμησης που μνημονεύσαμε παραπάνω θα έχει αυτές τις διαφορές, και έτσι θα είναι διαφορετική τέχνη, καθώς μιμείται διαφορετικά με αυτόν τον τρόπο πράγματα.
Αυτές οι διαφορές μπορούν να υπάρξουν και στην όρχηση, την αύληση και την κιθάριση, αλλά και στον πεζό λόγο και στη δίχως μουσική ποίηση. Ο Όμηρος π.χ. παρουσιάζει ανθρώπους καλύτερους από μας, ο Κλεοφών ίδιους με μας, ενώ ο Ηγήμων από τη Θάσο, ο πρώτος που έγραψε παρωδίες, και ο Νικοχάρης, ο ποιητής της Δειλιάδας, χειρότερους. Παρόμοιες μιμήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και στους διθυράμβους και στους νόμους, όπως έκαναν ο **–γας, ο Τιμόθεος και ο Φιλόξενος στους Κύκλωπες. Αυτή η διαφορά διαφοροποιεί και την τραγωδία από την κωμωδία: η μια τους θέλει να παρουσιάζει πρόσωπα χειρότερα, η άλλη καλύτερα από τους σημερινούς ανθρώπους.
[3] Έχουν όμως και μια τρίτη διαφορά μεταξύ τους αυτές οι τέχνες. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να κάνει τη μίμηση σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που είπαμε. Μπορεί, πράγματι, κανείς να μιμείται τα ίδια πράγματα και με τα ίδια μέσα άλλοτε διηγούμενος (είτε παίρνοντας τη μορφή ενός τρίτου προσώπου, όπως κάνει ο Όμηρος, είτε μένοντας πάντοτε ο ίδιος, δίχως καθόλου να αλλάζει) και άλλοτε παρουσιάζοντας αυτούς που γίνονται αντικείμενο μίμησης σαν να ενεργούν και να πράττουν τα πάντα οι ίδιοι.
Όπως λοιπόν το είπαμε και στην αρχή, η μίμηση σ᾽ αυτές τις τέχνες διαφέρει από τρεις απόψεις: από την άποψη των μέσων που χρησιμοποιούνται γι᾽ αυτήν, από την άποψη των πραγμάτων που γίνονται αντικείμενό της και από την άποψη του τρόπου με τον οποίο αυτή γίνεται. Όλα αυτά θα πουν ότι ο Σοφοκλής ως μιμητής μπορούμε να πούμε ότι είναι όμοιος με τον Όμηρο, αφού και οι δυο τους μιμούνται ανθρώπους αξίας· από μιαν άλλη όμως άποψη μπορούμε να πούμε ότι είναι όμοιος με τον Αριστοφάνη, αφού και οι δυο τους μιμούνται ανθρώπους που πράττουν και δρουν. Αυτός είναι, άλλωστε, σύμφωνα με κάποιους, ο λόγος που τα έργα αυτά λέγονται δράματα: επειδή μιμούνται ανθρώπους που δρουν.
Γι᾽ αυτό ακριβώς και διεκδικούν για τον εαυτό τους την εύρεση και της τραγωδίας και της κωμωδίας οι Δωριείς — της κωμωδίας οι Μεγαρείς, τόσο οι Μεγαρείς εδώ στην Ελλάδα, που λένε ότι η κωμωδία γεννήθηκε όταν στον τόπο τους είχαν δημοκρατία, όσο και οι Μεγαρείς της Σικελίας, επειδή από εκεί ήταν ο ποιητής Επίχαρμος, που ήταν πολύ παλαιότερος από τον Χιωνίδη και τον Μάγνητα. Αλλά και την τραγωδία τη διεκδικούν κάποιοι από τους Δωριείς της Πελοποννήσου. Ως απόδειξη έφεραν τις λέξεις. Οι Δωριείς δηλαδή τα προάστια τα λένε κώμες, ενώ οι Αθηναίοι δήμους, και θέλουν με αυτό να πουν ότι οι κωμωδοί ονομάστηκαν έτσι όχι από το κωμάζω, αλλά γιατί γύριζαν από κώμη σε κώμη περιφρονημένοι και διωγμένοι από την πόλη.
[1448b] Άλλωστε, το «κάνω» οι Δωριείς το λένε δρῶ, ενώ οι Αθηναίοι το λένε πράττω.
Ας θεωρηθούν αρκετά όσα είπαμε για τον αριθμό και το είδος των διαφορών στη μίμηση που κάνουν αυτές οι τέχνες.
[III] Ἔτι δὲ τούτων τρίτη διαφορὰ τὸ ὡς ἕκαστα τούτων μιμήσαιτο ἄν τις. καὶ γὰρ ἐν τοῖς αὐτοῖς καὶ τὰ αὐτὰ μιμεῖσθαι ἔστιν ὁτὲ μὲν ἀπαγγέλλοντα, ἢ ἕτερόν τι γιγνόμενον ὥσπερ Ὅμηρος ποιεῖ ἢ ὡς τὸν αὐτὸν καὶ μὴ μεταβάλλοντα, ἢ πάντα ὡς πράττοντας καὶ ἐνεργοῦντας †τοὺς μιμουμένους†. ἐν τρισὶ δὴ ταύταις διαφοραῖς ἡ μίμησίς ἐστιν, ὡς εἴπομεν κατ᾽ ἀρχάς, ἐν οἷς τε ‹καὶ ἃ› καὶ ὥς. ὥστε τῇ μὲν ὁ αὐτὸς ἂν εἴη μιμητὴς Ὁμήρῳ Σοφοκλῆς, μιμοῦνται γὰρ ἄμφω σπουδαίους, τῇ δὲ Ἀριστοφάνει, πράττοντας γὰρ μιμοῦνται καὶ δρῶντας ἄμφω. ὅθεν καὶ δράματα καλεῖσθαί τινες αὐτά φασιν, ὅτι μιμοῦνται δρῶντας. διὸ καὶ ἀντιποιοῦνται τῆς τε τραγῳδίας καὶ τῆς κωμῳδίας οἱ Δωριεῖς (τῆς μὲν γὰρ κωμῳδίας οἱ Μεγαρεῖς οἵ τε ἐνταῦθα ὡς ἐπὶ τῆς παρ᾽ αὐτοῖς δημοκρατίας γενομένης καὶ οἱ ἐκ Σικελίας, ἐκεῖθεν γὰρ ἦν Ἐπίχαρμος ὁ ποιητὴς πολλῷ πρότερος ὢν Χιωνίδου καὶ Μάγνητος· καὶ τῆς τραγῳδίας ἔνιοι τῶν ἐν Πελοποννήσῳ) ποιούμενοι τὰ ὀνόματα σημεῖον· αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῦ κωμάζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας πλάνῃ ἀτιμαζομένους ἐκ τοῦ ἄστεως·
[1448b] καὶ τὸ ποιεῖν αὐτοὶ μὲν δρᾶν, Ἀθηναίους δὲ πράττειν προσαγορεύειν. περὶ μὲν οὖν τῶν διαφορῶν καὶ πόσαι καὶ τίνες τῆς μιμήσεως εἰρήσθω ταῦτα.
***
[1448a] [2] Με δεδομένο ότι αυτοί που κάνουν μίμηση μιμούνται πράξεις ανθρώπων, και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι ή καλοί ή κακοί (οι χαρακτήρες, πράγματι, των ανθρώπων είναι, σχεδόν πάντοτε, επακόλουθο αυτής αποκλειστικά της βασικής διάκρισης, κάτι που θέλει να πει ότι οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα από την άποψη της κακίας και της αρετής), και άρα ή καλύτεροι ή χειρότεροι ή ίδιοι με μας τους σημερινούς ανθρώπους (έτσι δεν δουλεύουν οι ζωγράφοι; ο Πολύγνωτος, επιπαραδείγματι, ζωγράφιζε τους ανθρώπους καλύτερους, ο Παύσων χειρότερους και ο Διονύσιος ίδιους με μας), είναι φανερό ότι καθεμιά από τις τέχνες μίμησης που μνημονεύσαμε παραπάνω θα έχει αυτές τις διαφορές, και έτσι θα είναι διαφορετική τέχνη, καθώς μιμείται διαφορετικά με αυτόν τον τρόπο πράγματα.
Αυτές οι διαφορές μπορούν να υπάρξουν και στην όρχηση, την αύληση και την κιθάριση, αλλά και στον πεζό λόγο και στη δίχως μουσική ποίηση. Ο Όμηρος π.χ. παρουσιάζει ανθρώπους καλύτερους από μας, ο Κλεοφών ίδιους με μας, ενώ ο Ηγήμων από τη Θάσο, ο πρώτος που έγραψε παρωδίες, και ο Νικοχάρης, ο ποιητής της Δειλιάδας, χειρότερους. Παρόμοιες μιμήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και στους διθυράμβους και στους νόμους, όπως έκαναν ο **–γας, ο Τιμόθεος και ο Φιλόξενος στους Κύκλωπες. Αυτή η διαφορά διαφοροποιεί και την τραγωδία από την κωμωδία: η μια τους θέλει να παρουσιάζει πρόσωπα χειρότερα, η άλλη καλύτερα από τους σημερινούς ανθρώπους.
[3] Έχουν όμως και μια τρίτη διαφορά μεταξύ τους αυτές οι τέχνες. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να κάνει τη μίμηση σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που είπαμε. Μπορεί, πράγματι, κανείς να μιμείται τα ίδια πράγματα και με τα ίδια μέσα άλλοτε διηγούμενος (είτε παίρνοντας τη μορφή ενός τρίτου προσώπου, όπως κάνει ο Όμηρος, είτε μένοντας πάντοτε ο ίδιος, δίχως καθόλου να αλλάζει) και άλλοτε παρουσιάζοντας αυτούς που γίνονται αντικείμενο μίμησης σαν να ενεργούν και να πράττουν τα πάντα οι ίδιοι.
Όπως λοιπόν το είπαμε και στην αρχή, η μίμηση σ᾽ αυτές τις τέχνες διαφέρει από τρεις απόψεις: από την άποψη των μέσων που χρησιμοποιούνται γι᾽ αυτήν, από την άποψη των πραγμάτων που γίνονται αντικείμενό της και από την άποψη του τρόπου με τον οποίο αυτή γίνεται. Όλα αυτά θα πουν ότι ο Σοφοκλής ως μιμητής μπορούμε να πούμε ότι είναι όμοιος με τον Όμηρο, αφού και οι δυο τους μιμούνται ανθρώπους αξίας· από μιαν άλλη όμως άποψη μπορούμε να πούμε ότι είναι όμοιος με τον Αριστοφάνη, αφού και οι δυο τους μιμούνται ανθρώπους που πράττουν και δρουν. Αυτός είναι, άλλωστε, σύμφωνα με κάποιους, ο λόγος που τα έργα αυτά λέγονται δράματα: επειδή μιμούνται ανθρώπους που δρουν.
Γι᾽ αυτό ακριβώς και διεκδικούν για τον εαυτό τους την εύρεση και της τραγωδίας και της κωμωδίας οι Δωριείς — της κωμωδίας οι Μεγαρείς, τόσο οι Μεγαρείς εδώ στην Ελλάδα, που λένε ότι η κωμωδία γεννήθηκε όταν στον τόπο τους είχαν δημοκρατία, όσο και οι Μεγαρείς της Σικελίας, επειδή από εκεί ήταν ο ποιητής Επίχαρμος, που ήταν πολύ παλαιότερος από τον Χιωνίδη και τον Μάγνητα. Αλλά και την τραγωδία τη διεκδικούν κάποιοι από τους Δωριείς της Πελοποννήσου. Ως απόδειξη έφεραν τις λέξεις. Οι Δωριείς δηλαδή τα προάστια τα λένε κώμες, ενώ οι Αθηναίοι δήμους, και θέλουν με αυτό να πουν ότι οι κωμωδοί ονομάστηκαν έτσι όχι από το κωμάζω, αλλά γιατί γύριζαν από κώμη σε κώμη περιφρονημένοι και διωγμένοι από την πόλη.
[1448b] Άλλωστε, το «κάνω» οι Δωριείς το λένε δρῶ, ενώ οι Αθηναίοι το λένε πράττω.
Ας θεωρηθούν αρκετά όσα είπαμε για τον αριθμό και το είδος των διαφορών στη μίμηση που κάνουν αυτές οι τέχνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου