Τη μέρα που πιστεύεις ότι τελειώνει ο κόσμος σου, εκείνη τη μέρα αρχίζει κάτι καινούριο. Δεν το ξέρεις όμως. Φοβάσαι, απογοητεύτηκες για μια ακόμη φορά.
«Έχασα το τραίνο περιμένοντας σε λάθος σταθμό», μονολογείς και συνεχίζεις. «Δεν είναι η ζωή για εμένα, εγώ μόνο θα παρατηρώ τους ανθρώπους και θα είμαι εκεί γι’ αυτούς όταν με χρειαστούν. Ίσως και να μην είμαι, αφού κάποιες φορές σκέφτηκα να παραιτηθώ από τη ζωή, εγώ ο δειλός».
Το σύμπαν είναι εδώ για σένα και γνωρίζει. Σου στέλνει κύματα χαράς. Στο χέρι σου είναι να βρεις τη συχνότητά τους και να συντονιστείς με αυτήν. Να δεις το δικό σου ουράνιο τόξο, αφού θα έχεις βγει από την καταιγίδα ζωντανός. Δεν υπάρχουν κανόνες στην ευτυχία.
Αν έχασες χτες, αν έχασες πάλι σήμερα, κοίτα μέσα σου, αγάπησε τον εαυτό σου και θυμήσου το παιχνίδι της χαράς, εκείνο που μας δίδαξε η Πολυάννα όταν ήμασταν ακόμα μικροί. Η Πολυάννα στην προσπάθειά της να νικήσει το σκοτάδι, έψαχνε πάντα να βρίσκει ακτίδες φωτός μέσα στο σκοτάδι.
Με μια ακτίδα φωτός, μπορεί να ζήσει ακόμα και η πιο ματωμένη και ραγισμένη ψυχή. Στη συνέχεια, ο χρόνος επουλώνει τις πληγές και με τα μάτια ανοιχτά, μαθαίνεις να ζεις να αγαπάς και να επιβιώνεις στο σκοτάδι.
Κοίταξε γύρω σου τους ανθρώπους. Πόση δυστυχία; Πόσο ψέμα; Πόσες κατεστραμμένες σχέσεις από την πρώτη στιγμή στηριγμένες στα συμφέροντα και σε παιχνίδια εξουσίας και επιβεβαίωσης του εγώ;
Έχοντας περάσει στην απέναντι όχθη, κρατάω στο χέρι μου το νόμισμα του Χάρου και την τελευταία στιγμή, πάνω σε ένα κύμα, παλεύω να επιστρέψω στη ζωή. Όχι αυτή που θέλουν οι άλλοι να ζήσω, αλλά αυτή που ζωγραφίζω μέσα στην καρδιά μου, αυτή που εύχομαι τους φίλους μου να έχουν τη χαρά να νιώσουν.
Διαλέγω τη ζωή και τη μοναχικότητα, από το ψέμα και το «πρέπει της κοινωνίας». Διαλέγω να περάσω μια καταιγίδα στο βουνό, από την ψεύτικη ζεστασιά ενός σαλονιού συντροφιά με ψεύτικα χαμόγελα και υποσχέσεις.
Διαλέγω να φωτίσω με ένα κερί, το απέραντο σκοτάδι της παραλίας που με κρατάει για μια ακόμη καλοκαιρινή νύχτα ξάγρυπνη κάτω από τ’ αστέρια. Κι όταν το κερί σβήσει, το ταξίδι στο ορατό τελειώνει και αρχίζει το ταξίδι σε άλλα μήκη και πλάτη του σύμπαντος μέχρι το πρωί. Και… το πρωί….αχ το πρωί, ίσως βρεθώ σε άλλο μέρος της γης, κάπου να περιπλανιέμαι και να αναπνέω.
Τι κι αν με λένε τρελή, τι κι αν κανείς δεν καταλάβει. Αρκεί που καταλαβαίνω εγώ, αρκεί που βλέπω κάθε μέρα τη φωτεινή μου ηλιαχτίδα. Ίσως κάποτε, βρεθεί στο δρόμο μου εκείνος που θα καταλάβει, εκείνος που με ένα βλέμμα θα ξέρει, εκείνος που δεν θα ρωτάει «γιατί», αλλά μόνο «τι».
Εκείνος που είναι ευτυχισμένος επειδή υπάρχω, εκείνος που θα ξέρω, ότι είναι κομμάτι μου και μαζί είμαστε τα πάντα, εκείνος που θα νιώθει την αγάπη παντού και πάντα, όσο μακρυά και όσο κοντά.
Μεγάλη δύναμη το Μαζί, αρκεί να είναι αληθινό, χωρίς αλυσίδες, χωρίς πρέπει και χωρίς συμβιβασμό. Σαν το νερό που τρέχει στην πηγή καθαρό και δυνατό, γεμάτο εικόνες και ζωή.
Ποτέ δεν είναι αργά να φύγεις από τη βολή του μυαλού και συνάμα το φόβο της καρδιάς. Ο νους συχνά βολεύεται, γράφοντας ρητά ηρωικά στο μυαλό, ζωγραφίζοντας φτερούγες ελευθερίας πάνω στις αλυσίδες του.
Η καρδιά δεν βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι εκείνη, γεμάτη ελπίδες, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. Σε μια στιγμή φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι ματωμένη, χάνει την ελπίδα της και την ξαναπιάνει ο φόβος. Είναι η ανασφάλεια που έχουμε οι περισσότεροι που πηγάζει από την έλλειψη αγάπης από μέσα μας. Δεν μείναμε αρκετά μόνοι με τον εαυτό μας, αντιμετωπίζοντας την πρόκληση «να ζήσουμε, επειδή μπορούμε». Αποφύγαμε τη «συνάντηση» και αναζητήσαμε τα πάντα «έξω».
Ίσως τώρα όμως που βλέπεις καθαρά να είναι πια η στιγμή να παρατήσεις πίσω σου το νου και την καρδιά, να τραβήξεις μπροστά και να κάνεις το μεγάλο βήμα. Αυτό που χρωστάς σε εσένα.
Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που «βάζει τάξη καθώς πρέπει» κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία κάπου έξω. Νίκησε τον τελευταίο, τον μεγαλύτερο πειρασμό, την ελπίδα. Ζήσε τώρα, πολέμησε, τραγούδα, επειδή έτσι σου αρέσει κι ας μην υπάρχει κανείς εκεί να σε ακούσει (Όταν υπάρξει θα είναι μαγεία και δώρο το οποίο θα δεχτείς με ευγνωμονώντας το σύμπαν που βρέθηκε στο δρόμο σου).
Που πάμε; Μη ρωτάς. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. «Υπάρχει τούτη η τωρινή στιγμή, γεμάτη πίκρα, γεμάτη γλύκα και την χαίρομαι όλη. Δίνομαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ αγωνίζομαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο που το φωτίζουν κάθε μέρα οι ηλιαχτίδες μου από το παιχνίδι της χαράς. Αν μπορείς ψυχή, ανασηκώσου και πιάσε με μια ματιά σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου, βυθίσου στο πέλαγος και συνέχισε τον αγώνα».
Ένα καράβι είναι το σώμα μας που πλέει απάνω στα βαθυγάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε. Κι ίσως τότε, να συναντήσουμε «νέα Γη», μια στεριά, αυτή της ευτυχίας, όπως την ονειρευτήκαμε παιδιά. Ίσως όμως, να μην συναντήσουμε τίποτα, να μην υπάρχει τίποτα, ούτε ζωή ούτε θάνατος και τότε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι αλυσίδες μας δεν υπάρχουν πια και είμαστε ελεύθεροι.
«Έχασα το τραίνο περιμένοντας σε λάθος σταθμό», μονολογείς και συνεχίζεις. «Δεν είναι η ζωή για εμένα, εγώ μόνο θα παρατηρώ τους ανθρώπους και θα είμαι εκεί γι’ αυτούς όταν με χρειαστούν. Ίσως και να μην είμαι, αφού κάποιες φορές σκέφτηκα να παραιτηθώ από τη ζωή, εγώ ο δειλός».
Το σύμπαν είναι εδώ για σένα και γνωρίζει. Σου στέλνει κύματα χαράς. Στο χέρι σου είναι να βρεις τη συχνότητά τους και να συντονιστείς με αυτήν. Να δεις το δικό σου ουράνιο τόξο, αφού θα έχεις βγει από την καταιγίδα ζωντανός. Δεν υπάρχουν κανόνες στην ευτυχία.
Αν έχασες χτες, αν έχασες πάλι σήμερα, κοίτα μέσα σου, αγάπησε τον εαυτό σου και θυμήσου το παιχνίδι της χαράς, εκείνο που μας δίδαξε η Πολυάννα όταν ήμασταν ακόμα μικροί. Η Πολυάννα στην προσπάθειά της να νικήσει το σκοτάδι, έψαχνε πάντα να βρίσκει ακτίδες φωτός μέσα στο σκοτάδι.
Με μια ακτίδα φωτός, μπορεί να ζήσει ακόμα και η πιο ματωμένη και ραγισμένη ψυχή. Στη συνέχεια, ο χρόνος επουλώνει τις πληγές και με τα μάτια ανοιχτά, μαθαίνεις να ζεις να αγαπάς και να επιβιώνεις στο σκοτάδι.
Κοίταξε γύρω σου τους ανθρώπους. Πόση δυστυχία; Πόσο ψέμα; Πόσες κατεστραμμένες σχέσεις από την πρώτη στιγμή στηριγμένες στα συμφέροντα και σε παιχνίδια εξουσίας και επιβεβαίωσης του εγώ;
Έχοντας περάσει στην απέναντι όχθη, κρατάω στο χέρι μου το νόμισμα του Χάρου και την τελευταία στιγμή, πάνω σε ένα κύμα, παλεύω να επιστρέψω στη ζωή. Όχι αυτή που θέλουν οι άλλοι να ζήσω, αλλά αυτή που ζωγραφίζω μέσα στην καρδιά μου, αυτή που εύχομαι τους φίλους μου να έχουν τη χαρά να νιώσουν.
Διαλέγω τη ζωή και τη μοναχικότητα, από το ψέμα και το «πρέπει της κοινωνίας». Διαλέγω να περάσω μια καταιγίδα στο βουνό, από την ψεύτικη ζεστασιά ενός σαλονιού συντροφιά με ψεύτικα χαμόγελα και υποσχέσεις.
Διαλέγω να φωτίσω με ένα κερί, το απέραντο σκοτάδι της παραλίας που με κρατάει για μια ακόμη καλοκαιρινή νύχτα ξάγρυπνη κάτω από τ’ αστέρια. Κι όταν το κερί σβήσει, το ταξίδι στο ορατό τελειώνει και αρχίζει το ταξίδι σε άλλα μήκη και πλάτη του σύμπαντος μέχρι το πρωί. Και… το πρωί….αχ το πρωί, ίσως βρεθώ σε άλλο μέρος της γης, κάπου να περιπλανιέμαι και να αναπνέω.
Τι κι αν με λένε τρελή, τι κι αν κανείς δεν καταλάβει. Αρκεί που καταλαβαίνω εγώ, αρκεί που βλέπω κάθε μέρα τη φωτεινή μου ηλιαχτίδα. Ίσως κάποτε, βρεθεί στο δρόμο μου εκείνος που θα καταλάβει, εκείνος που με ένα βλέμμα θα ξέρει, εκείνος που δεν θα ρωτάει «γιατί», αλλά μόνο «τι».
Εκείνος που είναι ευτυχισμένος επειδή υπάρχω, εκείνος που θα ξέρω, ότι είναι κομμάτι μου και μαζί είμαστε τα πάντα, εκείνος που θα νιώθει την αγάπη παντού και πάντα, όσο μακρυά και όσο κοντά.
Μεγάλη δύναμη το Μαζί, αρκεί να είναι αληθινό, χωρίς αλυσίδες, χωρίς πρέπει και χωρίς συμβιβασμό. Σαν το νερό που τρέχει στην πηγή καθαρό και δυνατό, γεμάτο εικόνες και ζωή.
Ποτέ δεν είναι αργά να φύγεις από τη βολή του μυαλού και συνάμα το φόβο της καρδιάς. Ο νους συχνά βολεύεται, γράφοντας ρητά ηρωικά στο μυαλό, ζωγραφίζοντας φτερούγες ελευθερίας πάνω στις αλυσίδες του.
Η καρδιά δεν βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι εκείνη, γεμάτη ελπίδες, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. Σε μια στιγμή φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι ματωμένη, χάνει την ελπίδα της και την ξαναπιάνει ο φόβος. Είναι η ανασφάλεια που έχουμε οι περισσότεροι που πηγάζει από την έλλειψη αγάπης από μέσα μας. Δεν μείναμε αρκετά μόνοι με τον εαυτό μας, αντιμετωπίζοντας την πρόκληση «να ζήσουμε, επειδή μπορούμε». Αποφύγαμε τη «συνάντηση» και αναζητήσαμε τα πάντα «έξω».
Ίσως τώρα όμως που βλέπεις καθαρά να είναι πια η στιγμή να παρατήσεις πίσω σου το νου και την καρδιά, να τραβήξεις μπροστά και να κάνεις το μεγάλο βήμα. Αυτό που χρωστάς σε εσένα.
Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που «βάζει τάξη καθώς πρέπει» κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία κάπου έξω. Νίκησε τον τελευταίο, τον μεγαλύτερο πειρασμό, την ελπίδα. Ζήσε τώρα, πολέμησε, τραγούδα, επειδή έτσι σου αρέσει κι ας μην υπάρχει κανείς εκεί να σε ακούσει (Όταν υπάρξει θα είναι μαγεία και δώρο το οποίο θα δεχτείς με ευγνωμονώντας το σύμπαν που βρέθηκε στο δρόμο σου).
Που πάμε; Μη ρωτάς. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. «Υπάρχει τούτη η τωρινή στιγμή, γεμάτη πίκρα, γεμάτη γλύκα και την χαίρομαι όλη. Δίνομαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ αγωνίζομαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο που το φωτίζουν κάθε μέρα οι ηλιαχτίδες μου από το παιχνίδι της χαράς. Αν μπορείς ψυχή, ανασηκώσου και πιάσε με μια ματιά σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου, βυθίσου στο πέλαγος και συνέχισε τον αγώνα».
Ένα καράβι είναι το σώμα μας που πλέει απάνω στα βαθυγάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε. Κι ίσως τότε, να συναντήσουμε «νέα Γη», μια στεριά, αυτή της ευτυχίας, όπως την ονειρευτήκαμε παιδιά. Ίσως όμως, να μην συναντήσουμε τίποτα, να μην υπάρχει τίποτα, ούτε ζωή ούτε θάνατος και τότε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι αλυσίδες μας δεν υπάρχουν πια και είμαστε ελεύθεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου