Η στωική φιλοσοφία ξεκίνησε στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Οι ιδρυτές της ήταν μετανάστες από την ανατολική Μεσόγειο στην Αθήνα, η οποία δεν ήταν πλέον μία ακμαία δημοκρατία, αλλά ένα κράτος υποτελές στο βασίλειο της Μακεδονίας. Η απώλεια της πολιτικής αυτονομίας εκφραζόταν στη φιλοσοφία στην Αθήνα μέσω μίας εσωστρέφειας στην εστίαση επί των ηθικών ζητημάτων. Ούτε ο στωικισμός ούτε ο επικουρισμός, η άλλη εξέχουσα ελληνιστική σχολή, συνδεόταν στενά με την πολιτική θεωρία όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους Πλάτων και Αριστοτέλης. Επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος των νεαρότερων φιλοσόφων δεν ήταν η πολιτική και η νομοθεσία, αλλά η προσωπική ευημερία και αυτοβελτίωση. Αυτή η στροφή προς την ενδοσκόπηση καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής από τον τρόπο που η στωική σκέψη αντιμετώπισε εξαρχής την ελευθερία και τη δουλεία ως κυρίαρχους ηθικούς και ψυχολογικούς παρονομαστές παρά ως δείκτες κοινωνικής θέσης.
Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τον πρωταρχικό επικεφαλής της στωικής σχολής, η ελευθερία είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων είναι σοφοί, ενώ οι κατώτεροι άνθρωποι, που αποτελούν και την πλειονότητα, δεν είναι μόνο ανόητοι αλλά και δούλοι.
Μία πρώτη αντίδραση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την έκπληξη απέναντι στον πνευματικό ελιτισμό του και στην αναισθησία του όσον αφορά τη δεινή κατάσταση ανθρώπων που υπήρξαν αρκετά άτυχοι ώστε να υποδουλωθούν με την κυριολεκτική έννοια. Αλλά τώρα σκεφθείτε με πόσο ριζοσπαστικό τρόπο ο ισχυρισμός του Ζήνωνα, σε μια οικονομία που βασιζόταν στη δουλεία, θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση των ανθρώπων με κριτήριο τον συμβατικό διαχωρισμό δουλεία/ ελευθερία.
Αν η σοφία είναι το αληθινό κριτήριο της ελευθερίας, τότε το κύριο βάρος της δουλείας μετατοπίζεται από έξω προς τα μέσα, από το σωματικό στο πνευματικό επίπεδο, και πηγή ελευθερίας είναι η φιλοσοφία και όχι η χειραφέτηση. Σύμφωνα με αυτή την αδιάλλακτη διδασκαλία, είμαστε υποδουλωμένοι αν αφεθούμε σε οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο, είτε επειδή το σώμα μας μας απογοητεύει , είτε επειδή τα πάθη και τα συναισθήματά μας μάς έχουν κυριεύσει είτε επειδή συνδέουμε την ευημερία μας με πράγματα που εξαρτώνται από άλλους – ανθρώπους , περιουσία, δημοτικότητα ή απλώς τύχη.
Στο περίφημο δοκίμιό του “Δύο έννοιες της ελευθερίας”, ο Αϊζάια Μπερλίν διέκρινε μεταξύ της “αρνητικής” έννοιας της ελευθερίας από τον εξαναγκασμό (όπου δεν εμπλέκονται άλλοι) και της “θετικής” έννοιας της ελευθερίας να είμαστε ή να ζούμε όπως επιλέγουμε (αυτοέλεγχος ή αυτοδιάθεση).
Για τον Επίκτητο αυτές οι δύο έννοιες προσεγγίζουν τόσο πολύ η μία την άλλη, ώστε η μία συνεπάγεται την άλλη, όπως μπορούμε να δούμε στο ακόλουθο απόσπασμα:
Κύριος κάποιου είναι όποιος έχει την εξουσία να παρέχει ή να στερεί όσα θέλει ή δεν θέλει ο άλλος. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι ελεύθερος, να μην επιθυμεί ή να μην αποφεύγει, ό,τι εξαρτάται από τους άλλους.
Διαφορετικά, θα είναι εξ ανάγκης δούλος. (Εγχειρίδιον 14)
Θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε τη δεύτερη πρόταση κάπως έτσι: “Όποιος επιθυμεί να είναι ελεύθερος από εξαναγκασμό, θα πρέπει να περιορίσει τις επιθυμίες και τις απέχθειές του σε πράγματα στα οποία έχει τον απόλυτο έλεγχο”.
Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η επιλογή είναι καλή για εμάς και για εκείνους τους οποίους συναναστρεφόμαστε; Γιατί να είμαστε αυτόνομοι αντί να ακολουθούμε κάποιο σύστημα πανάρχαιων αρχών; Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι θα επιλέξουμε;
Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μας επαναφέρει στη “σοφία” του Ζήνωνα ως την ουσία της ελευθερίας.
Η λέξη σοφία, στη συνήθη χρήση της, μπορεί να καλύπτει οποιοδήποτε είδος γνώσης, που κυμαίνεται από την πρακτική δεξιοτεχνία όπως η ξυλουργική ως την αφηρημένη γνώση όπως η γεωμετρία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η σοφία σημαίνει την επιτυχή άσκηση μιας δεξιότητας, και η δεξιότητα που απασχολούσε τον Ζήνωνα και τους στωικούς φιλοσόφους είναι η τέχνη της ζωής.
Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την τέχνη ως τη γνώση να ζούμε με αρμονία – αρμονία με την ανθρώπινη φύση μας και αρμονία με το κοινωνικό και υλικό περιβάλλον μας.
Το να επιτύχουμε ή να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε την κατανόηση είναι έργο της λογικής, και η λογική, σύμφωνα με τον στωικισμό, είναι εκείνο που διακρίνει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα (Διατριβαί 7,8).
Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τον πρωταρχικό επικεφαλής της στωικής σχολής, η ελευθερία είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων είναι σοφοί, ενώ οι κατώτεροι άνθρωποι, που αποτελούν και την πλειονότητα, δεν είναι μόνο ανόητοι αλλά και δούλοι.
Μία πρώτη αντίδραση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την έκπληξη απέναντι στον πνευματικό ελιτισμό του και στην αναισθησία του όσον αφορά τη δεινή κατάσταση ανθρώπων που υπήρξαν αρκετά άτυχοι ώστε να υποδουλωθούν με την κυριολεκτική έννοια. Αλλά τώρα σκεφθείτε με πόσο ριζοσπαστικό τρόπο ο ισχυρισμός του Ζήνωνα, σε μια οικονομία που βασιζόταν στη δουλεία, θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση των ανθρώπων με κριτήριο τον συμβατικό διαχωρισμό δουλεία/ ελευθερία.
Αν η σοφία είναι το αληθινό κριτήριο της ελευθερίας, τότε το κύριο βάρος της δουλείας μετατοπίζεται από έξω προς τα μέσα, από το σωματικό στο πνευματικό επίπεδο, και πηγή ελευθερίας είναι η φιλοσοφία και όχι η χειραφέτηση. Σύμφωνα με αυτή την αδιάλλακτη διδασκαλία, είμαστε υποδουλωμένοι αν αφεθούμε σε οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο, είτε επειδή το σώμα μας μας απογοητεύει , είτε επειδή τα πάθη και τα συναισθήματά μας μάς έχουν κυριεύσει είτε επειδή συνδέουμε την ευημερία μας με πράγματα που εξαρτώνται από άλλους – ανθρώπους , περιουσία, δημοτικότητα ή απλώς τύχη.
Στο περίφημο δοκίμιό του “Δύο έννοιες της ελευθερίας”, ο Αϊζάια Μπερλίν διέκρινε μεταξύ της “αρνητικής” έννοιας της ελευθερίας από τον εξαναγκασμό (όπου δεν εμπλέκονται άλλοι) και της “θετικής” έννοιας της ελευθερίας να είμαστε ή να ζούμε όπως επιλέγουμε (αυτοέλεγχος ή αυτοδιάθεση).
Για τον Επίκτητο αυτές οι δύο έννοιες προσεγγίζουν τόσο πολύ η μία την άλλη, ώστε η μία συνεπάγεται την άλλη, όπως μπορούμε να δούμε στο ακόλουθο απόσπασμα:
Κύριος κάποιου είναι όποιος έχει την εξουσία να παρέχει ή να στερεί όσα θέλει ή δεν θέλει ο άλλος. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι ελεύθερος, να μην επιθυμεί ή να μην αποφεύγει, ό,τι εξαρτάται από τους άλλους.
Διαφορετικά, θα είναι εξ ανάγκης δούλος. (Εγχειρίδιον 14)
Θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε τη δεύτερη πρόταση κάπως έτσι: “Όποιος επιθυμεί να είναι ελεύθερος από εξαναγκασμό, θα πρέπει να περιορίσει τις επιθυμίες και τις απέχθειές του σε πράγματα στα οποία έχει τον απόλυτο έλεγχο”.
Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η επιλογή είναι καλή για εμάς και για εκείνους τους οποίους συναναστρεφόμαστε; Γιατί να είμαστε αυτόνομοι αντί να ακολουθούμε κάποιο σύστημα πανάρχαιων αρχών; Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι θα επιλέξουμε;
Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μας επαναφέρει στη “σοφία” του Ζήνωνα ως την ουσία της ελευθερίας.
Η λέξη σοφία, στη συνήθη χρήση της, μπορεί να καλύπτει οποιοδήποτε είδος γνώσης, που κυμαίνεται από την πρακτική δεξιοτεχνία όπως η ξυλουργική ως την αφηρημένη γνώση όπως η γεωμετρία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η σοφία σημαίνει την επιτυχή άσκηση μιας δεξιότητας, και η δεξιότητα που απασχολούσε τον Ζήνωνα και τους στωικούς φιλοσόφους είναι η τέχνη της ζωής.
Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την τέχνη ως τη γνώση να ζούμε με αρμονία – αρμονία με την ανθρώπινη φύση μας και αρμονία με το κοινωνικό και υλικό περιβάλλον μας.
Το να επιτύχουμε ή να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε την κατανόηση είναι έργο της λογικής, και η λογική, σύμφωνα με τον στωικισμό, είναι εκείνο που διακρίνει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα (Διατριβαί 7,8).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου