οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος, ἀλλά νυ τοῦ γε
εἶθαρ μὲν μένεος πλῆντο φρένες, ἐκ δέ τε πᾶσαν
φαῖνε βίην· ἄμυδις δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἠδ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου
690 ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν, οἱ δὲ κεραυνοὶ
ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
ταρφέες· ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμφὶ περὶ μεγάλ᾽ ἄσπετος ὕλη·
695 ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα
πόντός τ᾽ ἀτρύγετος· τοὺς δ᾽ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ
Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν
ἄσπετος, ὄσσε δ᾽ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων
αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.
700 καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν χάος· εἴσατο δ᾽ ἄντα
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ᾽ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι
αὔτως, ὡς ὅτε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πίλνατο· τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει,
τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ᾽ ὑψόθεν ἐξεριπόντος·
705 τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων.
σὺν δ᾽ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽ ἐσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κῆλα Διὸς μεγάλοιο, φέρον δ᾽ ἰαχήν τ᾽ ἐνοπήν τε
ἐς μέσον ἀμφοτέρων· ὄτοβος δ᾽ ἄπλητος ὀρώρει
710 σμερδαλέης ἔριδος, κάρτευς δ᾽ ἀνεφαίνετο ἔργον.
ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες
ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ᾽ ἄατος πολέμοιο·
715 οἵ ῥα τριηκοσίας πέτρας στιβαρέων ἀπὸ χειρῶν
πέμπον ἐπασσυτέρας, κατὰ δ᾽ ἐσκίασαν βελέεσσι
Τιτῆνας· καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
πέμψαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν,
νικήσαντες χερσὶν ὑπερθύμους περ ἐόντας,
720 τόσσον ἔνερθ᾽ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης·
τόσσον γάρ τ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα.
ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς γαῖαν ἵκοιτο·
723a [ἶσον δ᾽ αὖτ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα·]
ἐννέα δ᾽ αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
725 ἐκ γαίης κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς τάρταρον ἵκοι.
τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται· ἀμφὶ δέ μιν νὺξ
τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν· αὐτὰρ ὕπερθε
γῆς ῥίζαι πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
***
Ο Δίας πια το μένος του δε συγκρατούσε,
μα γέμισαν τα στήθη του ευθύς με ορμή και όλη του
τη δύναμη φανέρωσε. Κι εξίσου από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο
690 προχώραγε και άστραφτε συνέχεια, και οι κεραυνοί
ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν
από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
απανωτοί. Κι ολόγυρα η ζωοδότρα η γη αντιβούιζε,
καθώς καιγότανε, κι έτριζε δυνατά από γύρω δάσος αμέτρητο.
Έβραζε όλη η γη και του Ωκεανού τα ρείθρα
κι ο πόντος ο ατρύγητος. Θερμή πνοή τους χθόνιους Τιτάνες
κύκλωνε κι άφατη φλόγα στο θεϊκό αιθέρα έφτανε,
και η ακτινοβόλα λάμψη του κεραυνού και της αστραπής
τους τύφλωνε τα μάτια, κι ας ήταν δυνατοί.
700 Άφατη πύρα το χάος γέμιζε. Φαινότανε σαν να ᾽βλεπαν τα μάτια
και ν᾽ άκουγαν τ᾽ αυτιά ήχο παρόμοιο,
όπως εάν ζυγώνανε η γη κι ο ουρανός ο ευρύς από πάνω.
Γιατί τόσο μεγάλος θα σηκωνόταν γδούπος,
αν έπεφτε σ᾽ ερείπια η γη και γκρεμιζόταν από ψηλά ο ουρανός.
Τόσος γινόταν γδούπος καθώς συγκρούονταν οι θεοί στη μάχη.
Και οι άνεμοι σηκώνανε με θόρυβο μαζί σεισμό, σκόνη,
βροντή, αστραπή, το φλογερό τον κεραυνό,
του μέγα Δία τα βέλη, και φέρνανε κραυγές και ιαχές
καταμεσής στα δύο μέτωπα. Κι ο θόρυβος της φοβερής της μάχης
710 σηκωνότανε άπλετος και φανερώνονταν της δύναμης τα έργα.
Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν
και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
Κι ανάμεσα στους πρώτους δριμεία μάχη σήκωναν
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, ο ακόρεστος για πόλεμο.
Τριακόσια βράχια εκείνοι από τα στιβαρά τους χέρια
στέλνανε απανωτά και με τα βλήματά τους τους Τιτάνες
κατασκέπααν. Και τους Τιτάνες στείλανε κάτω από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και σε δεσμά σκληρά τους δέσανε,
αφού με τα χέρια τους τους νίκησαν κι ας ήσαν γενναιόψυχοι.
720 Και τόσο κάτω απ᾽ τη γη τούς ρίξανε, όσο απέχει από τη γη ο ουρανός.
Γιατί τόση είναι η απόσταση απ᾽ τη γη μέχρι το νεφελώδη Τάρταρο.
Μέρες εννιά και νύχτες αμόνι χάλκινο
από τον ουρανό αν έπεφτε, τη δέκατη στη γη θα έφτανε.
[Κι εξίσου πάλι από τη γη στο νεφελώδη Τάρταρο:]
Νύχτες και πάλι εννιά και μέρες χάλκινο αμόνι
από τη γη αν έπεφτε, τη δέκατη στον Τάρταρο θα έφτανε.
Χάλκινο φράγμα από γύρω τον κυκλώνει. Και γύρω του,
στο λαιμό του, τρίδιπλη νύχτα είναι χυμένη. Κι απάνω
της γης οι ρίζες και της ατρύγητης της θάλασσας φυτρώνουνε.
εἶθαρ μὲν μένεος πλῆντο φρένες, ἐκ δέ τε πᾶσαν
φαῖνε βίην· ἄμυδις δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἠδ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου
690 ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν, οἱ δὲ κεραυνοὶ
ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
ταρφέες· ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμφὶ περὶ μεγάλ᾽ ἄσπετος ὕλη·
695 ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα
πόντός τ᾽ ἀτρύγετος· τοὺς δ᾽ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ
Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν
ἄσπετος, ὄσσε δ᾽ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων
αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.
700 καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν χάος· εἴσατο δ᾽ ἄντα
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ᾽ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι
αὔτως, ὡς ὅτε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πίλνατο· τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει,
τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ᾽ ὑψόθεν ἐξεριπόντος·
705 τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων.
σὺν δ᾽ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽ ἐσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κῆλα Διὸς μεγάλοιο, φέρον δ᾽ ἰαχήν τ᾽ ἐνοπήν τε
ἐς μέσον ἀμφοτέρων· ὄτοβος δ᾽ ἄπλητος ὀρώρει
710 σμερδαλέης ἔριδος, κάρτευς δ᾽ ἀνεφαίνετο ἔργον.
ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες
ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ᾽ ἄατος πολέμοιο·
715 οἵ ῥα τριηκοσίας πέτρας στιβαρέων ἀπὸ χειρῶν
πέμπον ἐπασσυτέρας, κατὰ δ᾽ ἐσκίασαν βελέεσσι
Τιτῆνας· καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
πέμψαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν,
νικήσαντες χερσὶν ὑπερθύμους περ ἐόντας,
720 τόσσον ἔνερθ᾽ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης·
τόσσον γάρ τ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα.
ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς γαῖαν ἵκοιτο·
723a [ἶσον δ᾽ αὖτ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα·]
ἐννέα δ᾽ αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
725 ἐκ γαίης κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς τάρταρον ἵκοι.
τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται· ἀμφὶ δέ μιν νὺξ
τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν· αὐτὰρ ὕπερθε
γῆς ῥίζαι πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
***
Ο Δίας πια το μένος του δε συγκρατούσε,
μα γέμισαν τα στήθη του ευθύς με ορμή και όλη του
τη δύναμη φανέρωσε. Κι εξίσου από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο
690 προχώραγε και άστραφτε συνέχεια, και οι κεραυνοί
ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν
από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
απανωτοί. Κι ολόγυρα η ζωοδότρα η γη αντιβούιζε,
καθώς καιγότανε, κι έτριζε δυνατά από γύρω δάσος αμέτρητο.
Έβραζε όλη η γη και του Ωκεανού τα ρείθρα
κι ο πόντος ο ατρύγητος. Θερμή πνοή τους χθόνιους Τιτάνες
κύκλωνε κι άφατη φλόγα στο θεϊκό αιθέρα έφτανε,
και η ακτινοβόλα λάμψη του κεραυνού και της αστραπής
τους τύφλωνε τα μάτια, κι ας ήταν δυνατοί.
700 Άφατη πύρα το χάος γέμιζε. Φαινότανε σαν να ᾽βλεπαν τα μάτια
και ν᾽ άκουγαν τ᾽ αυτιά ήχο παρόμοιο,
όπως εάν ζυγώνανε η γη κι ο ουρανός ο ευρύς από πάνω.
Γιατί τόσο μεγάλος θα σηκωνόταν γδούπος,
αν έπεφτε σ᾽ ερείπια η γη και γκρεμιζόταν από ψηλά ο ουρανός.
Τόσος γινόταν γδούπος καθώς συγκρούονταν οι θεοί στη μάχη.
Και οι άνεμοι σηκώνανε με θόρυβο μαζί σεισμό, σκόνη,
βροντή, αστραπή, το φλογερό τον κεραυνό,
του μέγα Δία τα βέλη, και φέρνανε κραυγές και ιαχές
καταμεσής στα δύο μέτωπα. Κι ο θόρυβος της φοβερής της μάχης
710 σηκωνότανε άπλετος και φανερώνονταν της δύναμης τα έργα.
Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν
και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
Κι ανάμεσα στους πρώτους δριμεία μάχη σήκωναν
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, ο ακόρεστος για πόλεμο.
Τριακόσια βράχια εκείνοι από τα στιβαρά τους χέρια
στέλνανε απανωτά και με τα βλήματά τους τους Τιτάνες
κατασκέπααν. Και τους Τιτάνες στείλανε κάτω από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και σε δεσμά σκληρά τους δέσανε,
αφού με τα χέρια τους τους νίκησαν κι ας ήσαν γενναιόψυχοι.
720 Και τόσο κάτω απ᾽ τη γη τούς ρίξανε, όσο απέχει από τη γη ο ουρανός.
Γιατί τόση είναι η απόσταση απ᾽ τη γη μέχρι το νεφελώδη Τάρταρο.
Μέρες εννιά και νύχτες αμόνι χάλκινο
από τον ουρανό αν έπεφτε, τη δέκατη στη γη θα έφτανε.
[Κι εξίσου πάλι από τη γη στο νεφελώδη Τάρταρο:]
Νύχτες και πάλι εννιά και μέρες χάλκινο αμόνι
από τη γη αν έπεφτε, τη δέκατη στον Τάρταρο θα έφτανε.
Χάλκινο φράγμα από γύρω τον κυκλώνει. Και γύρω του,
στο λαιμό του, τρίδιπλη νύχτα είναι χυμένη. Κι απάνω
της γης οι ρίζες και της ατρύγητης της θάλασσας φυτρώνουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου