ΠΙ. ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὃ δρᾶσον; τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν.
55 ΕΥ. σὺ δὲ τῇ κεφαλῇ γ᾽, ἵν᾽ ᾖ διπλάσιος ὁ ψόφος.
ΠΙ. σὺ δ᾽ οὖν λίθῳ κόψον λαβών. ΕΥ. πάνυ γ᾽, εἰ δοκεῖ.
παῖ παῖ. ΠΙ. τί λέγεις, οὗτος; τὸν ἔποπα παῖ καλεῖς;
οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδός σ᾽ ἐχρῆν ἐποποῖ καλεῖν;
ΕΥ. ἐποποῖ. ποήσεις τοί με κόπτειν αὖθις αὖ.
60 ἐποποῖ. ΘΕΡΑΠΩΝ ΕΠΟΠΟΣ. τίνες οὗτοι; τίς ὁ βοῶν τὸν δεσπότην;
ΠΙ. Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ χασμήματος.
ΘΕ. οἴμοι τάλας, ὀρνιθοθήρα τουτωί.
ΕΥ. οὕτω ᾽στὶ δεινόν; οὐδὲ κάλλιον λέγειν;
ΘΕ. ἀπολεῖσθον. ΕΥ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐσμὲν ἀνθρώπω. ΘΕ. τί δαί;
ΕΥ. ὑποδεδιὼς ἔγωγε, Λιβυκὸν ὄρνεον.
65 ΘΕ. οὐδὲν λέγεις. ΕΥ. καὶ μὴν ἐροῦ τὰ πρὸς ποδῶν.
ΘΕ. ὁδὶ δὲ δὴ τίς ἐστιν ὄρνις; οὐκ ἐρεῖς;
ΠΙ. ἐπικεχοδὼς ἔγωγε Φασιανικός.
ΕΥ. ἀτὰρ σὺ τί θηρίον ποτ᾽ εἶ, πρὸς τῶν θεῶν;
70 ΘΕ. ὄρνις ἔγωγε δοῦλος. ΕΥ. ἡττήθης τινὸς
ἀλεκτρυόνος; ΘΕ. οὔκ, ἀλλ᾽ ὅτε περ ὁ δεσπότης
ἔποψ ἐγένετο, τότε γενέσθαι μ᾽ ηὔξατο
ὄρνιν, ἵν᾽ ἀκόλουθον διάκονόν τ᾽ ἔχῃ.
ΕΥ. δεῖται γὰρ ὄρνις καὶ διακόνου τινός;
75 ΘΕ. οὗτός γ᾽, ἅτ᾽, οἶμαι, πρότερον ἄνθρωπός ποτ᾽ ὤν.
τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς,
τρέχω ᾽π᾽ ἀφύας ἐγὼ λαβὼν τὸ τρύβλιον·
ἔτνους δ᾽ ἐπιθυμεῖ, δεῖ τορύνης καὶ χύτρας,
τρέχω ᾽πὶ τορύνην. ΕΥ. τροχίλος ὄρνις οὑτοσί.
80 οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον, ὦ τροχίλε; τὸν δεσπότην
ἡμῖν κάλεσον. ΘΕ. ἀλλ᾽ ἀρτίως νὴ τὸν Δία
εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς.
ΕΥ. ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν. ΘΕ. οἶδα μὲν σαφῶς
ὅτι ἀχθέσεται, σφῷν δ᾽ αὐτὸν εἵνεκ᾽ ἐπεγερῶ.
85 ΠΙ. κακῶς σύ γ᾽ ἀπόλοι᾽. ὥς μ᾽ ἀπέκτεινας δέει.
ΕΥ. οἴμοι κακοδαίμων, χὠ κολοιός μοἴχεται
ὑπὸ τοῦ δέους. ΠΙ. ὦ δειλότατον σὺ θηρίον,
δείσας ἀφῆκας τὸν κολοιόν. ΕΥ. εἰπέ μοι,
σὺ δὲ τὴν κορώνην οὐκ ἀφῆκας καταπεσών;
90 ΠΙ. μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. ΕΥ. ποῦ γάρ ἐστιν; ΠΙ. ἀπέπτετο.
ΕΥ. οὐκ ἆρ᾽ ἀφῆκας; ὦγάθ᾽, ὡς ἀνδρεῖος εἶ.
***
ΠΙΣ. Ξέρεις; Βάρα το βράχο με το πόδι.
ΕΥΕ. Με το... κεφάλι εσύ, να γίνει ο κρότος
διπλός. ΠΙΣ. Μια πέτρα πιάσε καν και χτύπα.
ΕΥΕ. Όπως σ᾽ αρέσει.
Χτυπά με μια πέτρα και φωνάζει.
Που, που, που. ΠΙΣ. Έτσι, γεια σου·
τον τσαλαπετεινό τον λεν και πούπο·
καλό ειναι το πουπού. ΕΥΕ. Ξαναχτυπάω.
Πουπουπουπού· βρε, πού είστε, πού είστε, πού είστε;
Από το σύδεντρο βγαίνει ένα πουλί, ο υπηρέτης του τσαλαπετεινού, με το μεγάλο του ράμφος ορθάνοιχτο.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΥ
60 Ποιοί να ᾽ναι; Ποιός φωνάζει τον αφέντη;
ΠΙΣ. Θεούλη μου! Μωρέ για κοίτα στόμα!
Τρομαγμένος, κάνει να φύγει και πέφτει κάτω· ο Ευελπίδης τρέχει κοντά του· πάνω στην ταραχή η καλιακούδα και η κουρούνα τούς φεύγουν από τα χέρια.
ΥΠΗ., τρομαγμένος κι αυτός.
Συφορά! Πουλολόγοι!
ΕΥΕ., στον Πισθέταιρο)
Τί τρομάζεις;
Καλύτερα, ξηγήσου.
ΥΠΗ., αφού συνήρθε από την τρομάρα.
Είστε χαμένοι.
ΕΥΕ. Για ανθρώπους μάς περνάς; ΥΠΗ. Δεν είστε; Τί είστε;
ΕΥΕ. Εγώ όρνιο λιβυκό, με λεν τρεμούλη.
ΥΠΗ. Βλακείες. ΕΥΕ. Καλέ, τα πόδια μου δε βλέπεις;
Δείχνει τα πόδια του που τρέμουν από το φόβο.
ΥΠΗ., δείχνοντας τον Πισθέταιρο.
Και τούτος τί όρνιο; Μίλα. ΠΙΣ. Κουτσουλιέρης. . .
κατσουλιέρης. ΕΥΕ. Κι εσύ σαν τί θεριό είσαι;
70 ΥΠΗ. Σκλαβοπούλι. ΕΥΕ. Σε σκλάβωσε στη μάχη
κανένας πετεινός; ΥΠΗ. Καλέ όχι· μα όταν
μου τσαλαπετεινώθηκε ο αφέντης,
δεήθηκε πουλί κι εγώ να γίνω,
να ᾽χει έναν υπηρέτη στις δουλειές του.
ΕΥΕ. Και τα πουλιά χρειάζονται υπηρέτες;
ΥΠΗ. Τ᾽ άλλα όχι, μόνο αυτός· γιατί ήταν, βλέπεις,
άνθρωπος πρώτα. Η όρεξη σαν τού ᾽ρθει
να φάει σαρδέλες του Φαλήρου, αρπάζω
μια σκουτέλα και τρέχω για σαρδέλες·
αν θέλει φάβα, χρειάζεται κουτάλα
κι ένα τσουκάλι· τρέχω για κουτάλα.
ΕΥΕ. Πουλί είσ᾽ εσύ, βρε φίλε, ή τρεχαντήρι;
80 Μπρος, τρεχαντήρι· τρέξε φώναξέ μας
τ᾽ αφεντικό σου. ΥΠΗ. Δεν είναι πολλή ώρα
που δείπνησε με μύρτα και μυγάκια
και πλάγιασε. ΕΥΕ. Μα ας είναι, ξύπνησέ τον.
ΥΠΗ. Θα του κακοφανεί, καλά το ξέρω,
ωστόσο θα σας κάμω αυτή τη χάρη.
Ξαναχώνεται στο σύδεντρο.
ΠΙΣ. Τσακίσου! Πώς με τρόμαξες! ΕΥΕ. Αλί μου·
μου ᾽φυγε η καλιακούδα από το φόβο.
ΠΙΣ. Αμόλησες, μωρέ, την καλιακούδα;
Α, φοβητσιάρη. ΕΥΕ. Κι όταν εσύ πήρες
την τούμπα, δεν αφήκες την κουρούνα;
90 ΠΙΣ. Εγώ όχι. ΕΥΕ. Τότε πού είναι; ΠΙΣ. Έχει πετάξει.
ΕΥΕ. Ώστε δεν την αμόλησες; Τί αντρείος!
55 ΕΥ. σὺ δὲ τῇ κεφαλῇ γ᾽, ἵν᾽ ᾖ διπλάσιος ὁ ψόφος.
ΠΙ. σὺ δ᾽ οὖν λίθῳ κόψον λαβών. ΕΥ. πάνυ γ᾽, εἰ δοκεῖ.
παῖ παῖ. ΠΙ. τί λέγεις, οὗτος; τὸν ἔποπα παῖ καλεῖς;
οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδός σ᾽ ἐχρῆν ἐποποῖ καλεῖν;
ΕΥ. ἐποποῖ. ποήσεις τοί με κόπτειν αὖθις αὖ.
60 ἐποποῖ. ΘΕΡΑΠΩΝ ΕΠΟΠΟΣ. τίνες οὗτοι; τίς ὁ βοῶν τὸν δεσπότην;
ΠΙ. Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ χασμήματος.
ΘΕ. οἴμοι τάλας, ὀρνιθοθήρα τουτωί.
ΕΥ. οὕτω ᾽στὶ δεινόν; οὐδὲ κάλλιον λέγειν;
ΘΕ. ἀπολεῖσθον. ΕΥ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐσμὲν ἀνθρώπω. ΘΕ. τί δαί;
ΕΥ. ὑποδεδιὼς ἔγωγε, Λιβυκὸν ὄρνεον.
65 ΘΕ. οὐδὲν λέγεις. ΕΥ. καὶ μὴν ἐροῦ τὰ πρὸς ποδῶν.
ΘΕ. ὁδὶ δὲ δὴ τίς ἐστιν ὄρνις; οὐκ ἐρεῖς;
ΠΙ. ἐπικεχοδὼς ἔγωγε Φασιανικός.
ΕΥ. ἀτὰρ σὺ τί θηρίον ποτ᾽ εἶ, πρὸς τῶν θεῶν;
70 ΘΕ. ὄρνις ἔγωγε δοῦλος. ΕΥ. ἡττήθης τινὸς
ἀλεκτρυόνος; ΘΕ. οὔκ, ἀλλ᾽ ὅτε περ ὁ δεσπότης
ἔποψ ἐγένετο, τότε γενέσθαι μ᾽ ηὔξατο
ὄρνιν, ἵν᾽ ἀκόλουθον διάκονόν τ᾽ ἔχῃ.
ΕΥ. δεῖται γὰρ ὄρνις καὶ διακόνου τινός;
75 ΘΕ. οὗτός γ᾽, ἅτ᾽, οἶμαι, πρότερον ἄνθρωπός ποτ᾽ ὤν.
τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς,
τρέχω ᾽π᾽ ἀφύας ἐγὼ λαβὼν τὸ τρύβλιον·
ἔτνους δ᾽ ἐπιθυμεῖ, δεῖ τορύνης καὶ χύτρας,
τρέχω ᾽πὶ τορύνην. ΕΥ. τροχίλος ὄρνις οὑτοσί.
80 οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον, ὦ τροχίλε; τὸν δεσπότην
ἡμῖν κάλεσον. ΘΕ. ἀλλ᾽ ἀρτίως νὴ τὸν Δία
εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς.
ΕΥ. ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν. ΘΕ. οἶδα μὲν σαφῶς
ὅτι ἀχθέσεται, σφῷν δ᾽ αὐτὸν εἵνεκ᾽ ἐπεγερῶ.
85 ΠΙ. κακῶς σύ γ᾽ ἀπόλοι᾽. ὥς μ᾽ ἀπέκτεινας δέει.
ΕΥ. οἴμοι κακοδαίμων, χὠ κολοιός μοἴχεται
ὑπὸ τοῦ δέους. ΠΙ. ὦ δειλότατον σὺ θηρίον,
δείσας ἀφῆκας τὸν κολοιόν. ΕΥ. εἰπέ μοι,
σὺ δὲ τὴν κορώνην οὐκ ἀφῆκας καταπεσών;
90 ΠΙ. μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. ΕΥ. ποῦ γάρ ἐστιν; ΠΙ. ἀπέπτετο.
ΕΥ. οὐκ ἆρ᾽ ἀφῆκας; ὦγάθ᾽, ὡς ἀνδρεῖος εἶ.
***
ΠΙΣ. Ξέρεις; Βάρα το βράχο με το πόδι.
ΕΥΕ. Με το... κεφάλι εσύ, να γίνει ο κρότος
διπλός. ΠΙΣ. Μια πέτρα πιάσε καν και χτύπα.
ΕΥΕ. Όπως σ᾽ αρέσει.
Χτυπά με μια πέτρα και φωνάζει.
Που, που, που. ΠΙΣ. Έτσι, γεια σου·
τον τσαλαπετεινό τον λεν και πούπο·
καλό ειναι το πουπού. ΕΥΕ. Ξαναχτυπάω.
Πουπουπουπού· βρε, πού είστε, πού είστε, πού είστε;
Από το σύδεντρο βγαίνει ένα πουλί, ο υπηρέτης του τσαλαπετεινού, με το μεγάλο του ράμφος ορθάνοιχτο.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΥ
60 Ποιοί να ᾽ναι; Ποιός φωνάζει τον αφέντη;
ΠΙΣ. Θεούλη μου! Μωρέ για κοίτα στόμα!
Τρομαγμένος, κάνει να φύγει και πέφτει κάτω· ο Ευελπίδης τρέχει κοντά του· πάνω στην ταραχή η καλιακούδα και η κουρούνα τούς φεύγουν από τα χέρια.
ΥΠΗ., τρομαγμένος κι αυτός.
Συφορά! Πουλολόγοι!
ΕΥΕ., στον Πισθέταιρο)
Τί τρομάζεις;
Καλύτερα, ξηγήσου.
ΥΠΗ., αφού συνήρθε από την τρομάρα.
Είστε χαμένοι.
ΕΥΕ. Για ανθρώπους μάς περνάς; ΥΠΗ. Δεν είστε; Τί είστε;
ΕΥΕ. Εγώ όρνιο λιβυκό, με λεν τρεμούλη.
ΥΠΗ. Βλακείες. ΕΥΕ. Καλέ, τα πόδια μου δε βλέπεις;
Δείχνει τα πόδια του που τρέμουν από το φόβο.
ΥΠΗ., δείχνοντας τον Πισθέταιρο.
Και τούτος τί όρνιο; Μίλα. ΠΙΣ. Κουτσουλιέρης. . .
κατσουλιέρης. ΕΥΕ. Κι εσύ σαν τί θεριό είσαι;
70 ΥΠΗ. Σκλαβοπούλι. ΕΥΕ. Σε σκλάβωσε στη μάχη
κανένας πετεινός; ΥΠΗ. Καλέ όχι· μα όταν
μου τσαλαπετεινώθηκε ο αφέντης,
δεήθηκε πουλί κι εγώ να γίνω,
να ᾽χει έναν υπηρέτη στις δουλειές του.
ΕΥΕ. Και τα πουλιά χρειάζονται υπηρέτες;
ΥΠΗ. Τ᾽ άλλα όχι, μόνο αυτός· γιατί ήταν, βλέπεις,
άνθρωπος πρώτα. Η όρεξη σαν τού ᾽ρθει
να φάει σαρδέλες του Φαλήρου, αρπάζω
μια σκουτέλα και τρέχω για σαρδέλες·
αν θέλει φάβα, χρειάζεται κουτάλα
κι ένα τσουκάλι· τρέχω για κουτάλα.
ΕΥΕ. Πουλί είσ᾽ εσύ, βρε φίλε, ή τρεχαντήρι;
80 Μπρος, τρεχαντήρι· τρέξε φώναξέ μας
τ᾽ αφεντικό σου. ΥΠΗ. Δεν είναι πολλή ώρα
που δείπνησε με μύρτα και μυγάκια
και πλάγιασε. ΕΥΕ. Μα ας είναι, ξύπνησέ τον.
ΥΠΗ. Θα του κακοφανεί, καλά το ξέρω,
ωστόσο θα σας κάμω αυτή τη χάρη.
Ξαναχώνεται στο σύδεντρο.
ΠΙΣ. Τσακίσου! Πώς με τρόμαξες! ΕΥΕ. Αλί μου·
μου ᾽φυγε η καλιακούδα από το φόβο.
ΠΙΣ. Αμόλησες, μωρέ, την καλιακούδα;
Α, φοβητσιάρη. ΕΥΕ. Κι όταν εσύ πήρες
την τούμπα, δεν αφήκες την κουρούνα;
90 ΠΙΣ. Εγώ όχι. ΕΥΕ. Τότε πού είναι; ΠΙΣ. Έχει πετάξει.
ΕΥΕ. Ώστε δεν την αμόλησες; Τί αντρείος!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου