Η ελληνική λέξη θεός συνδέεται στενά με την τέχνη της μαντικής: ένα ερμηνευμένο σημείο είναι θέσφατον, η τέχνη του μάντη ονομάζεται θειάζειν ή ἐνθεάζειν, ο προλέγων τα μέλλοντα, ο οιωνιστής, θεοπρόπος, θεοπροπία είναι η προφητεία, η μαντεία, θεοπροπέω σημαίνει προφητεύω, θεωρός λέγεται αυτός που πάει να ζητήσει χρησμό από μαντείο, ο Κάλχας είναι γιος του Θέστορος, ο μάντης που έβλεπε οπτασίες στην Οδύσσεια ονομάζεται Θεοκλύμενος και οι Θεσπρωτοί φύλασσαν το νεκρομαντείο στην Ήπειρο.
Το κυριότερο προσόν ενός μάντη ήταν η καταγωγή του από γένος μάντεων με απώτατο γενάρχη τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα. Επρόκειτο μάλλον για έναν κλειστό κύκλο ομοτέχνων, όπου κυριαρχούσαν ορισμένες οικογένειες. Με αυτόν τον τρόπο μεταδιδόταν η γνώση από γενιά σε γενιά και παρέμενε μυστική, όπως συνέβαινε και σε άλλες συντεχνίες. Ενίοτε, οι μάντεις ήταν πολεμιστές και οικιστές. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας κατονομάζει μυθολογικούς μάντεις:
«Ερμῆς τε ὁ Θηβαῖος καὶ Ἀσκληπιὸς ὁ Μεμφίτης, Τειρεσίας τε αὖ καὶ Μαντὼ ἐν Θήβαις, ὥς φησιν Εὐριπίδης, Ἕλενος ἤδη καὶ Λαοκόων καὶ Οἰνώνη Κεβρῆνος ἐν Ἰλίῳ· † Κρῆνος γὰρ εἷς τῶν Ἡρακλειδῶν ἐπιφανὴς φέρεται μάντις καὶ Ἴαμος ἄλλος ἐν ῎Ηλιδι, ἀφ᾽ οὗ οἱ Ἰαμίδαι, Πολύιδός τε ἐν Ἄργει καὶ ἐν Μεγάροις, οὗ μέμνηται ἡ τραγῳδία. τί μοι Τήλεμον καταλέγειν, ὃς Κυκλώπων μάντις ὢν Πολυφήμῳ θεσπίζει τὰ κατὰ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην, ἢ τὸν Ἀθήνησιν Ὀνομάκριτον ἢ τὸν Ἀμφιάρεων τὸν σὺν τοῖς ἑπτὰ τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατεύσασι μιᾷ γενεᾷ τῆς Ἰλίου ἁλώσεως πρεσβύτερον φερόμενον ἢ Θεοκλύμενον ἐν Κεφαλληνίᾳ ἢ Τελμησσὸν ἐν Καρίᾳ ἢ Γαλεὸν ἐν Σικελίᾳ; εἶεν δ᾽ ἂν καὶ ἕτεροι πρὸς τούτοις, Ἴδμων ὁ σὺν τοῖς Ἀργοναύταις, Φημονόη Δελφίς, Μόψος ὁ Ἀπόλλωνος καὶ Μαντοῦς ἐν Παμφυλίᾳ καὶ Κιλικίᾳ, Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου ἐν Κιλικίᾳ, Ἀλκμέων ἐν Ἀκαρνᾶσιν, Ἄνιος ἐν Δήλῳ Ἀρίστανδρός τε ὁ Τελμησσεὺς ὁ σὺν Ἀλεξάνδρῳ γενόμενος. ἤδη δὲ καὶ Ὀρφέα Φιλόχορος μάντιν ἱστορεῖ γενέσθαι ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ μαντικῆς. Θεόπομπος δὲ καὶ Ἔφορος καὶ Τίμαιος Ὀρθαγόραν τινὰ μάντιν ἀναγράφουσι, καθάπερ ὁ Σάμιος Πυθοκλῆς ἐν τετάρτῳ Ἰταλικῶν Γάιον Ἰούλιον Νέπωτα. ἀλλ᾽ οἳ μὲν "κλέπται πάντες καὶ λῃσταί," ὥς φησιν ἡ γραφή, τὰ πλεῖστα ἐκ παρατηρήσεως καὶ ἐξ εἰκότων προειρηκότες, καθάπερ οἱ φυσιογνωμονοῦντες ἰατροί τε καὶ μάντεις, οἳ δὲ καὶ ὑπὸ δαιμόνων κινηθέντες ἢ ὑδάτων καὶ θυμιαμάτων καὶ ἀέρος ποιοῦ ἐκταραχθέντες·» (Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 1.21.134.1.2-135.3.1)
Οι μάντεις λειτουργούσαν διαμεσολαβητικά ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των θεών, ερμηνεύοντας διάφορα σημεία (έντεχνη μαντεία) ή διατυπώνοντας διάφορους χρησμούς, έμμετρα, (εμπνευσμένη μαντική) ύστερα από ερώτημα που έθετε με διαζευκτικό τρόπο («να κάνω αυτό ή εκείνο;» «θα γίνει αυτό ή εκείνο;») αυτός που επιθυμούσε τη μαντεία. Ήταν πλανόδιοι ή συνδεδεμένοι με κάποιο μαντείο, επηρέαζαν την προσωπική ζωή των ανθρώπων -κατευνάζοντας πάθη, εξανθρωπίζοντας ήθη, ελέγχοντας και περιορίζοντας τις βίαιες αντιδράσεις, καθώς τις εκτόνωναν μέσα από τις τελετουργίες-, αλλά και την πολιτική πόλεων και ηγετών -το μαντείο των Δελφών έπαιξε σημαντικό ρόλο στον πρώτο και τον δεύτερο αποικισμό· άλλα μαντεία διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της νομοθεσίας και των πολιτευμάτων ή και στην οικονομική ζωή. Διαμεσολαβητικό ερμηνευτικό ρόλο έπαιζαν οι χρησμολόγοι, οι οποίοι ερμήνευαν τους ακατάληπτους χρησμούς.
Τα κυριότερα μαντεία ήταν αφιερωμένα στον Δία (Δωδώνη, Αίγυπτος*) ή στον Απόλλωνα (Δελφοί**, Δίδυμα της Μιλήτου, Κλάρος*** κ.ά.), κάποια είχαν διεθνή ακτινοβολία, και αυτό προδηλωνόταν από τους θησαυρούς που αφιέρωναν σε αυτά ηγέτες ισχυρών δυνάμεων. Γνωστά ήταν και το Αμφιάραο στον Ωρωπό, όπου εφαρμοζόταν η ονειρομαντεία, το Τροφώνιο στη Λειβαδιά, τα Ασκληπιεία στο μεταίχμιο θεραπευτηρίων και μαντείων με κοινό στοιχείο των δυο το νερό.
Κάμψη εμφάνισαν τα μαντεία μετά τους περσικούς πολέμους, κυρίως σε επίπεδο πολιτικό, καθώς το μαντείο των Δελφών δεν είχε προβλέψει τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών και είχε συμβουλεύσει υποταγή, αλλά και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Πλήγμα δέχτηκαν και από τα διδάγματα των σοφιστών και την ορθολογιστική κριτική, για παράδειγμα από τον Θουκυδίδη****.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα μαντεία ήταν ότι επέβαλλαν και προϋπέθεταν καθαρμούς τόσο αυτού που ζητούσε τον χρησμό όσο και αυτού που τον έδινε. Στην Κλάρο υπήρχε θόλος που οδηγούσε κάτω από τον ναό στην ιερή πηγή, που κατά τη μυθολογία, ανέβλυσε από τα δάκρυα της κόρης του Τειρεσία Μαντώς. Από αυτήν έπινε ο θεσπιωδός και γινόταν ένθεος. Ιερή πηγή υπήρχε και στο μαντείο του Απόλλωνα στη Μ. Ασία, στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο. Ο ιερός χώρος του Τροφωνείου χωριζόταν από την πόλη της Λιβαδειάς από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό. Διηγούνται ότι, καθώς η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας, έπαιζε με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που από το κορίτσι ονομάστηκε Έρκυνας. Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ἑρμαῖ, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε (Παυσ. 9.39.2-14).
Στους Δελφούς υπήρχε η Κασταλία***** πηγή. Σε αυτήν καθαίρονταν οι ιερείς του μαντείου και η Πυθία, πριν μπουν στον ιερό χώρο ή στον ναό για θυσίες και για άλλες τελετές (Παυσ. 10.8.9. Πίνδ., Απ. 52f). Σε σχόλιο στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (στ. 222-225) αναφέρεται: Κασταλία ἐστί πηγή ἐν Πυθίᾳ, εἰς ἥν λέγουσι τὰς ἱεροδούλους παρθένους λούεσθαι, μελλούσας θεοπρόπιον φθέγγεσθαι παρά τῷ τρίποδι. Από το νερό αυτής της πηγής έπινε η Πυθία και προφήτευε: «Η προφήτισσα στους Δελφούς, μόλις πιει από τ' αγίασμα, γίνεται στη στιγμή θεόπνευστη και χρησμοδοτεί σ' εκείνους που πάνε στο μαντείο» (Λουκ., Ερμότ. 60). Ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας δίδαξε την προφητική τέχνη στον Μελάμποδα στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Κοντά στην πηγή κοιμήθηκε ο Πελίας και είδε σε όνειρο την ψυχή του Φρίξου που τον παρακινούσε να φέρει πίσω το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ., Πυθιον. ΙV, 163). Όταν πλέον επικράτησε η νέα θρησκεία, το τέλος της παλαιάς δηλώθηκε με τον εξής χρησμό (362 μ.Χ.): σεσίγηται γοῦν ἡ Κασταλίας πηγὴ καὶ Κολοφῶνος ἄλλη πηγὴ καὶ τὰ ἄλλα ὁμοίως τέθνηκε νάματα μαντικά (Κλ. Αλεξ., Προτρ., ΙΙ, 11, 10).
Άλλο χαρακτηριστικό κοινό των μαντείων, γενικά των ιερών τόπων και των θεοτήτων (Η Αθηνά ήταν συνδεδεμένη με την ελιά, η Ήρα στη Σάμο με τη λυγαριά, η Λητώ με τον φοίνικα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε στη Δήλο για να γεννήσει. Το ξόανο της Αθηνάς στην Αθήνα ήταν από ξύλο ελιάς, της Ήρας στην Τίρυνθα από αγριαχλαδιά, το ειδώλιο του Διόνυσου από ξύλο ελάτου (σε έλατο βρήκε τον θάνατο ο Πενθέας). Στην Ολυμπία κυριαρχούσε η αγριελιά (κότινος), με την οποία στέφονταν οι νικητές των αγώνων. Πανάρχαιο έθιμο ήταν να κρεμούν οι άνθρωποι προσφορές στα δέντρα, όπως τα δέρματα των θηραμάτων, δίσκους, αιώρες που τις κουνούσε ο αέρας. Για τη μυθική φαντασία αυτά ήταν απαγχονισμοί-θυσίες), ήταν η παρουσία και η σημασία δέντρων στη μαντική και παρέπεμπαν σε ένα παλαιότερο λατρευτικό σύστημα δενδρολατρείας. Στη Δωδώνη από το θρόισμα των φύλλων της ιερής φηγού, της δρυός, οι ιερείς μάντευαν και ερμήνευαν τις βουλές του Δία, ενώ στα μαντεία του Απόλλωνα το φυτό δάφνη έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μαντείας.
Ξεχωριστό είδος μαντείων ήταν τα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια), και συνδέονταν με εισόδους στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή με σπήλαια ή λίμνες. Με αυτή τη λογική, κάθε πόλη είχε τη δική της είσοδο στον Κάτω Κόσμο και το δικό της νεκυιμαντείο. Ωστόσο, γνωστά και καθιερωμένα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια) ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν στον Αχέροντα****** της Θεσπρωτίας, κοντά στην Εφύρα (Οδ. κ 530 κ.ε.*******, λ 11-50********· Ηρ. 5, 92· Λουκ., Μένιππος 9.10.15· Παυσ. 1.17.5, 9.30· Πλούτ., Θησεύς 31.4). Δεν αποκλείεται τα νεκυιομαντεία γενικά, και ειδικότερα του Αχέροντα, να συνέβαλαν στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα (Πολιτεία 514a-520e)*********.
Τα νεκυιομαντεία δεν ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις και δεν υποστηρίζονταν από προσοδοφόρα ιερά. Οι πληροφορίες γι' αυτά δεν προέρχονται από επιγραφές, όπως για το μαντείο των Δελφών, αλλά από την επική και τραγική ποίηση και την πεζογραφία, κάτι που καθιστά δύσκολο τον ακριβή εντοπισμό τους αλλά και προκαλούνται αμφιβολίες για την ακρίβεια των πληροφοριών.
----------------------------
*Τα μαντεία του Δία στη Δωδώνη και του Άμμωνα Δία στην Αίγυπτο
«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά,
την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί οι δικοί σου
προφήτες».
(Ιλ., Π 233-235)
Στην Ήπειρο αναγνωρίζονται δύο λατρευτικά στρώματα: α) ένα τοπικό με τη λατρεία της Γης, του Δία, της Διώνης, της Περσεφόνης (Πρώιμη Εποχή Χαλκού), της δρυός, και β) ένα νοτιοελληνικό (αποικιακό) με τη λατρεία του Άδη, της Θέμιδος, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, της Εκάτης, της Εστίας. Αντίστοιχα, και στη Δωδώνη το πρώτο και παλαιότερο λατρευτικό στρώμα είναι της Γης, όπως ακριβώς στους Δελφούς και την Ολυμπία, ενώ το δεύτερο και νεότερο είναι του Δία, ο οποίος λατρεύτηκε στη Δωδώνη από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. Οι ιέρειες του χώρου, οι Πελειάδες, έψαλλαν: «Ζεὺς ἦν, Ζεὺς ἐστίν, Ζεὺς ἔσσεται· ὦ μεγάλε Ζεῦ. Γᾶ καρποὺς ἀνίει, διὸ κλῄζετε Ματέρα γαῖαν» (Παυσ. 10.12.10.10-11). Αυτός ο Δίας δεν είναι ουράνιος αλλά χθόνιος -νάιος (των νερών) ή φηγωνάιος.
Η λατρεία στη Δωδώνη ήταν καταρχάς υπαίθρια (δεντρολατρεία), μάλιστα ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ο Δίας δεν είχε ναό στη Δωδώνη. Ακόμη και το γεγονός ότι ο πρώτος ναός του θεού ήταν περίκλειστος και όχι ναός με εξωτερική κιονοστοιχία (ιερά οικία) καταδηλεί τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας, όπως και το γεγονός ότι η δρυς συνδέεται με χθόνιες θεότητες: τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα, τις Ερινύες.
Ο ιδρυτικός μύθος του μαντείου προδηλώνει την ανατολική καταγωγή του μοτίβου του ιερού δέντρου. Φοίνικες απήγαγαν από το ιερό των Θηβών δύο ιέρειες, τις οποίες μετέφεραν στη Λιβύη. Η μία ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνα Δία και η άλλη στη Δωδώνη το μαντείο του Δωδωναίου Δία. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι δυο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τις Θήβες για τη Λιβύη και τη Δωδώνη. Αν σκεφτεί κανείς ότι πελία είναι το περιστέρι, που όμως σημαίνει και γραία, και ότι Πελιάδες ονομάζονταν οι ιέρειες του μαντείου, που ήταν τρεις (πρβ. το χρυσό δαχτυλίδι των Μυκηνών με τα τρία περιστέρια αλλά και τα τρία περιστέρια στον ναό της Κνωσού), εύκολα μπορεί κανείς να προχωρήσει σε συσχετισμούς. Σημειωτέον ότι το περιστέρι ήταν σύμβολο της θεάς Γης και της Αφροδίτης αργότερα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους διαπλάστηκαν και άλλοι ιδρυτικοί μύθου για το μαντείο, η αφετηρία των οποίων ήταν πολιτική. Σε μια περίπτωση ο μύθος θέλει να αποδείξει ότι ο ιδρυτής του μαντείου ήταν Θεσσαλός: ο δρυτόμος Ελλός, γιος του Θεσσαλού, εμποδίστηκε από ένα περιστέρι να κόψει την ιερή δρυ, με αποτέλεσμα από δρυτόμος να γίνει ιερέας του Δία· σύμφωνα με άλλη εκδοχή, που παραδίδει ο Πρόξενος, ήταν ο Μολοσσός Μαρδύλας που προσπάθησε να κόψει τη δρυ κι έγινε τελικά ο πρώτος ιερέας του Δία. Και στις δύο εκδοχές, το δέντρο είναι παλαιότερο του μαντείου και ο επίδοξος υλοτόμος μετασχηματίζεται σε φύλακα του δέντρου και ιδρυτή του μαντείου, σε αντίθεση με τον Λυκούργο που προχώρησε στο κόψιμο του δέντρου και την τελική τιμωρία.
Γιατί όμως δρυς και όχι κάποιο άλλο δέντρο;
Είναι γνωστό ότι οι δρυς, δέντρα ψηλά, τραβούν τον κεραυνό που εκλαμβάνεται ως επιφάνεια του θεού, οπότε ο τόπος εκλαμβάνεται ως ενηλύσιος. Αυτό μπορούμε να το εκλάβουμε ως την απαρχή της λατρείας στην περιοχή, που στη συνέχεια ενισχύθηκε από ένα ισχυρότατο μυθολογικό πλέγμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους μύθους, δρυς είναι το δέντρο, επάνω στο οποίο ο Ζας (ή Ζαν = ο Δίας) άπλωσε το πέπλο που θα χάριζε στη γυναίκα του Χθονίη για τους γάμους τους:
Και την τρίτη ημέρα του γάμου ο Ζας φτιάχνει ένα μεγάλο και ωραίο φόρεμα και το στολίζει με τη Γη και τον Ωγηνό και τα δώματα του Ωγηνού «με τούτο εδώ σε τιμώ, θέλοντας τούτοι οι γάμοι να είναι δικοί σου. Χαίρε και γίνε ταίρι μου». Και λένε ότι αυτά ήταν τα πρώτα ανακαλυπτήρια: έτσι γεννήθηκε αυτό το έθιμο και για τους θεούς και για τους ανθρώπους. (Greek Papyri)
Για να μάθουν τι είναι η φτερωτή βαλανιδιά και το στολισμένο φόρεμα που έχει πάνω της… (Ισίδωρος ο Γνωστικός)
Για την ερμηνεία του αποσπάσματος οι επιμελητές της έκδοσης των Προσωκρατικών Φιλοσόφων σημειώνουν:
Ο κορμός και τα κλαδιά της [δρυός] είναι το στήριγμα και οι ρίζες της γης. Σύμφωνα με το λαϊκό κοσμοείδωλο η γη έχει ρίζες, και τον χειμώνα τα κλαδιά ενός δέντρου μοιάζουν με μεγάλες αναποδογυρισμένες ρίζες. Η βαλανιδιά είναι φτερωτή εξαιτίας της εμφάνισης των κλαδιών της, που απλώνονται σαν φτερούγες. Πάνω σε αυτά τα κλαδιά ο Ζας απόθεσε το φόρεμα, στολισμένο με τη Γη και τον Ωγηνό, που αντιπροσωπεύουν την επιφάνεια της γης. Η βαλανιδιά διαλέχτηκε, επειδή συνδεόταν, περισσότερο από κάθε άλλο δέντρο, με τον Δία. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία που προτείνω, ο Ζας διάλεξε ή έκανε να φυτρώσει μαγικά μια μεγάλη βαλανιδιά, για να γίνει θεμέλιο της γης ή κάλεσε από μακριά μια βαλανιδιά, που πέταξε με μαγικό τρόπο ως αυτόν, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της για φτερούγες. Κατόπιν ο Ζας υφαίνει ένα ρούχο, το στολίζει με τη γη και τον ωκεανό και το αποθέτει πάνω στα απλωμένα κλαδιά της βαλανιδιάς, για να σχηματίσει έτσι την επιφάνεια της γης.
Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εδώ περιγράφεται το σύνολο της φύσης και ότι η πτώση του κεραυνού πάνω στη βαλανιδιά αντανακλά την ένωση του ουράνιου θεού με τη γη, όπως αυτή διασώζεται και στον μύθο της ένωσης του Δία με τη Σεμέλη.
Σε αυτόν τον Δία τον Δωδωναίο τον Πελασγικό προσεύχεται ο Αχιλλέας κάνοντας αναφορά στο ιερατείο του, γνωστό μόνο από την Ιλιάδα. Οι ιερείς ονομάζονταν Σελλοί, έμεναν «ἂλουτοι» και κοιμόντουσαν στη γη, για να βρίσκονται σε διαρκή επαφή μαζί της και να αντλούν από αυτή τη δύναμή τους (Ιλ., Π, 233-235). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη τακτική των μαντείων, να προηγείται καθαρμός στις πηγές που βρίσκονταν κοντά τόσο στους χρησμωδούς όσο και σε αυτούς που δέχονταν τον χρησμό.
Όσοι ενδιαφέρονταν να πάρουν χρησμό έγραφαν το ερώτημά τους σε χάλκινο έλασμα. Οι υποφήτες Σελλοί και οι σκοτεινές προφήτισσες του μαντείου, οι Πέλειες, χρησμοδοτούσαν από το θρόισμα των φύλλων της φηγού, το πέταγμα και τους κρωγμούς των περιστεριών, τον ήχο των λεβήτων που περιέβαλλαν την ιερή φηγό, την κερκυραϊκή μάστιγα κτλ. Ήχοι, φτερωτές οντότητες και το σταθερό δέντρο συνέβαλαν στη διαδικασία της μαντικής.
**Η ίδρυση του μαντείου των Δελφών
Εξίσου παλιά με του μαντείου της Δωδώνης είναι η καταβολή του μαντείου των Δελφών, για το οποίο ο ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα (στ. 393) παραδίδει ότι οι πρώτοι πιστοί που φέρνει ο Απόλλωνας στο ιερό του έρχονται από την Κρήτη, όπου η δεντρολατρεία είχε γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση. Ο μύθος του θεού που κυνηγάει τη νύμφη Δάφνη που μετατρέπεται στο ομώνυμο δέντρο έρχεται να στηρίξει την υπόθεση της παλαιότερης στον τόπο δενδρολατρείας1 που υποτάσσεται στον νέο θεό αλλά παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο στη λατρεία του: με δάφνη καθάρθηκε ο ίδιος ο θεός, όταν σκότωσε το φίδι των Δελφών· με δάφνη εξάγνισε τον Ορέστη από τον φόνο της μητέρας του· με φύλλα δάφνης επιτυγχανόταν η ένωση της Πυθίας με τον θεό και η χρησμοδότηση· φύλλα δάφνης από τα θεσσαλικά Τέμπη χρησιμοποιούνταν για να κατασκευάζονται τα στεφάνια των νικητών στους Πυθικούς αγώνες…
1. Εξάλλου, στον τόπο που ο Απόλλωνας ίδρυσε το δικό του μαντείο, είχε το μαντείο της η Θέμιδα.
***Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στην Κλάρο
Κολοφώνιοι δὲ τὸ μὲν ἱερὸν τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ μαντεῖον ἐκ παλαιοτάτου γενέσθαι νομίζουσιν· ἐχόντων δὲ ἔτι τὴν γῆν Καρῶν ἀφικέσθαι φασὶν ἐς αὐτὴν πρώτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κρῆτας, Ῥάκιον καὶ ὅσον εἵπετο ἄλλο τῷ Ῥακίῳ [καὶ ὅσον τι] πλῆθος, ἔχον τὰ ἐπὶ θαλάσσῃ καὶ ναυσὶν ἰσχῦον· τῆς δὲ χώρας τὴν πολλὴν ἐνέμοντο ἔτι οἱ Κᾶρες. Θερσάνδρου δὲ τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἀργείων ἑλόντων Θήβας [καὶ] ἄλλοι τε αἰχμάλωτοι καὶ ἡ Μαντὼ τῷ Ἀπόλλωνι ἐκομίσθησαν ἐς Δελφούς· Τειρεσίαν δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ χρεὼν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Ἁλιαρτίᾳ. ἐκπέμψαντος δὲ σφᾶς ἐς ἀποικίαν τοῦ θεοῦ, περαιοῦνται ναυσὶν ἐς τὴν Ἀσίαν, καὶ ὡς κατὰ τὴν Κλάρον ἐγένοντο, ἐπεξίασιν αὐτοῖς οἱ Κρῆτες μετὰ ὅπλων καὶ ἀνάγουσιν ὡς τὸν Ῥάκιον· ὁ δὲ-μανθάνει γὰρ παρὰ τῆς Μαντοῦς οἵτινές τε ἀνθρώπων ὄντες καὶ κατὰ αἰτίαν ἥντινα ἥκουσι- λαμβάνει μὲν γυναῖκα τὴν Μαντώ, ποιεῖται δὲ καὶ τοὺς σὺν αὐτῇ συνοίκους. (Παυσ. 7.3.1.1 -7.3.2.8)
[Οι Κολοφώνιοι πιστεύουν ότι το ιερό και το μαντείο στην Κλάρο ιδρύθηκαν στα πολύ παλιά χρόνια. Ισχυρίζονται ότι, όταν ακόμη είχαν έρθει στη χώρα οι Κάρες, οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εκεί ήταν Κρήτες με αρχηγό τον Ράκιο που τον ακολουθούσε και άλλο μεγάλο πλήθος. Αυτοί κατέλαβαν τα παραθαλάσσια και είχαν ισχυρό στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εξακολουθούσαν να το κατέχουν οι Κάρες. Όταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, και οι Αργείοι κατέλαβαν τη Θήβα, μεταξύ των άλλων αιχμαλώτων που έφεραν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν και η Μαντώ. Τον Τειρεσία τον βρήκε ο θάνατος κατά την πορεία στην Αλιαρτία. Και όταν ο θεός τους έστειλε μακριά να ιδρύσουν αποικία, διαπεραιώθηκαν με τα πλοία στην Ασία, αλλά όταν ήρθαν στην Κλάρο, οι Κρήτες τους επιτέθηκαν με όπλα και τους οδήγησαν στον Ράκιο. Αυτός, μαθαίνοντας από τη Μαντώ ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει, πήρε για γυναίκα του τη Μαντώ και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη χώρα του και να συγκατοικήσουν.]
****Ο Θουκυδίδης για τα μαντεία, τους μάντεις και τους χρησμολόγους
«Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις μετέωρον κατάστασιν, εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις χείρας. Και πολλά μεν μαντικά λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς έψαλλαν οι χρησμολόγοι, όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και καθ' όλην την Ελλάδα. Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων, έπαθε σεισμόν, ενώ δεν είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει η μνήμη των Ελλήνων. Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός ήτο ο προάγγελος των επικειμένων γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον, το οποίον ελάμβανε χώραν, εξητάζετο με πολλήν προσοχήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους, αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών.» (Β, 8 και 21)
«Όταν αι εκ Σικελίας ειδήσεις έφθασαν εις τας Αθήνας, επί πολύν χρόνον εδυσπίστουν εις το μέγεθος της πανωλεθρίας, παρ' όλας τας θετικάς πληροφορίας των πλέον αξιοπίστων στρατιωτών που είχαν διαφύγει από το θέατρον της καταστροφής. Αλλ' όταν εβεβαιώθησαν περί τούτου εμαίνοντο κατά των ρητόρων, οι οποίοι τους είχαν εξωθήσει εις την εκστρατείαν, ως να μη την είχαν ψηφίσει οι ίδιοι, και συγχρόνως ηγανάκτουν εναντίον των χρησμολόγων και των μάντεων και όλων εκείνων, οι οποίοι διά των προφητειών των είχαν διεγείρει τότε την ελπίδα κατακτήσεως της Σικελίας.» (Η, 1)
*****Η νύμφη Κασταλία
Η Κασταλία ήταν μια νέα από τους Δελφούς που την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας. Ο θεός την κυνήγησε και αυτή έπεσε στην πηγή που από τότε πήρε το όνομά της και αφιερώθηκε στον θεό. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Κασταλία ήταν κόρη του Αχελώου και γυναίκα του βασιλιά Δέλφου. Απέκτησε μαζί του ένα γιο, τον Καστάλιο, που έγινε βασιλιάς στη χώρα των Δελφών μετά τον θάνατο του πατέρα του.
******Το νεκρομαντείο στον Αχέροντα
Ο ανασκαφέας του νεκρομαντείου αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης περιέγραψε τον χώρο:
«εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»:
«Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων.
Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»
Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο.
*******Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1
Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι
μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση,
όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες.
Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι,
και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο,
που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος
κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος
κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν.
Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,
άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.
Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες,
σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι.
Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,
σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,
γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,
και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.
Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν,
και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν
τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι,
κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις
τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν
καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία.
Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης
κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,
και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας
(Οδ. κ 530-540)
********Ο Οδυσσέας στον Άδη
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,
μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
Εκεί ήρθαμε κι αράξαμε, και παίρνοντας μαζί μας
τ' αρνιά, τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμα,
ωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος που 'πε η Κίρκη.
Ο Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσαν,
Τράβηξα τότε απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου
κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.
Κι έταζα στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες
στέρφα δαμάλα, όταν βρεθώ στο Θιάκι, να τους σφάξω,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσω,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξω, το καλύτερο που θα ᾽χω στο κοπάδι.
Κι αφού στα πλήθη των νεκρών με τάματα κι ευχές μου
δεήθηκα, πήρα τ' αρνιά και τα ᾽σφαξα στο λάκκο
και πότισε το αίμα τους τη γη· κι απ' το σκοτάδι
των πεθαμένων οι ψυχές συνάχτηκαν σε λίγο,
κορίτσια, αγόρια λεύτερα, βασανισμένοι γέροι,
παρθένες απαλόκορμες με νιόθωρη τη λύπη,
κι άλλοι που με τα χάλκινά τους χτύπησαν κοντάρια,
με τ' άρματα αιματόβρεχτα και πολεμοσφαγμένοι.
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε, άλλοι απ' αλλού χιλιάδες,
μ' αλαλαγμούς ανείπωτους που κέρωσα απ' το φόβο.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
τ' αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Έπειτα βγάζω απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου,
και κάθισα, μήδ' άφηνα καθόλου να ζυγώσουν
κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες,
προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία.
(Οδ. λ 11-50)
*********Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα και τα νεκυιομαντεία
Γνωστά και παραδεδομένα στους ακροατές σχήματα και θέματα από τη θρησκεία και την τελετουργία φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ο Πλάτων και στην αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία 514a-520e). Επισημαίνουμε ορισμένα στοιχεία στην αφήγηση:
1. Η όλη ιστορία εκτυλίσσεται σε σπήλαιο («εν καταγείωι οικήσει σπηλαιώδει», 514a), σε ένα άνοιγμα της γης, όπως και με την περίπτωση του Γύγη, έναν τόπο επικοινωνίας των δύο κόσμων, του πάνω και του κάτω, έναν οριακό τόπο.
2. Η ανάβαση από το σπήλαιο στον έξω κόσμο γίνεται από έναν κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο. Τον ίδιο δρόμο, προς τα κάτω αυτή τη φορά, θα ακολουθήσει αυτός που θα θελήσει να επιστρέψει στο σπήλαιο, για να κάνει κοινωνούς της αλήθειας τους άλλους δεσμώτες (516a).
3. Η ανάβαση γίνεται με τη βοήθεια κάποιου (516a).
4. Ό,τι έβλεπαν οι δεσμώτες ήταν οι σκιές των αληθινών όντων (515c-d).
5. Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν «κατασκευές» σαν των θαυματοποιών απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» (514b-515a).
6. Η ανάβαση στον επάνω κόσμο είναι ένα πνευματικό ταξίδι από τον κόσμο των φαινομένων στον πραγματικό κόσμο των ιδεών (515d).
Πόσο οικεία ήταν αυτά στον Αθηναίο πολίτη; Η γνώμη μας είναι ότι η τοπογραφία και τα διαδραματιζόμενα μέσα στο σπήλαιο ανακαλούσαν στη μνήμη την τοπογραφία του Άδη, τελετουργικά που διαδραματίζονταν σε σπήλαια, πολύ γνωστούς μύθους σχετικούς με καταβάσεις στον κάτω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα:
1. Έξι, τουλάχιστον, καταβάσεις ζωντανών στον κάτω κόσμο ήταν γνωστές στους Αθηναίους από τη μυθολογία: του Θησέα και του Πειρίθου, του Ηρακλή, του Ορφέα, της Άλκηστης (η ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη παραστάθηκε μάλλον το 438), του Διόνυσου που κατεβαίνει στον Άδη και αναγάγει τη μητέρα του Σεμέλη, του Διόνυσου με τον Ξανθία στους Βατράχους του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 405 π.Χ. (θυμίζουμε ότι η συγγραφή της Πολιτείας θα πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ.). Η κάθοδος περιγράφεται ως δύσκολο εγχείρημα και ο τόπος ως σκοτεινός και πολλές φορές βρομερός (Βάτραχοι, 273). Οι νεκροί περιγράφονται ως σκιές· όταν, για παράδειγμα, ο Ηρακλής ετοιμάζεται να επιτεθεί στη Γόργη, την αδελφή του Μελέαγρου, σαν να ήταν ζωντανή, ο Ερμής τον συγκρατεί λέγοντάς του ότι οι μορφές ήταν μόνο σκιές· η Ευρυδίκη πάλι θα διατηρούσε «τα απόκοσμα και φοβερά γνωρίσματα των υπάρξεων του κάτω κόσμου, ώσπου να την περιβάλει το φως του ήλιου». Και ακόμη: οι ζωντανοί συνοδεύουν τους νεκρούς στην πορεία τους προς τον επάνω κόσμο -ο Ηρακλής τον Θησέα και την Άλκηστη, ο Ορφέας την Ευρυδίκη, ο Διόνυσος τη Σεμέλη, ο Διόνυσος τον Αισχύλο· αντίστοιχα, όσοι απέκτησαν συνείδηση της αλήθειας θα οδηγήσουν τους δεσμώτες του σπηλαίου στο φως του ήλιου. Τέλος, ο Κέρβερος, ασυνήθιστος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε από τη λάμψη του και έβγαλε από το στόμα του χολή· το ίδιο θαμπώνονται και οι δεσμώτες, τόσο που επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω, θεωρώντας όσα βλέπουν ως μη αληθινά.
2. Η ομηρική παράδοση, άλλα κείμενα της αρχαίας γραμματείας και τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στην υπόθεση πως ό,τι περιγράφεται στην αλληγορία του σπηλαίου είναι ένα νεκυιομαντείο· ότι η πορεία προς τα πάνω, προς τον κόσμο της αλήθειας, είναι η αντιστροφή της πορείας του πιστού, ύστερα από ειδική προετοιμασία με τη βοήθεια των ιερέων, από τον κόσμο των ζωντανών προς τον κόσμο των νεκρών και από τον κόσμο του φωτός στον κόσμο του σκότους, όπου κανείς εναγκαλίζεται από τις δυνάμεις του σκότους.
Γνωστά νεκυιομαντεία στην αρχαιότητα ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, η σπηλιά του οποίου θεωρούνταν «κατάβαση» στον Άδη, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα (Οδ. κ 500 κ.ε.)· Ηρ. 5, 92· Παυσ. 1, 17, 5· 9, 30, 6· Λουκ., Μένιππος 7 κ.ε.).
Ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης, λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει την περιοχή με τους Ἁΐδάου δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεγονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, 14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
Η κατατοπιστικότατη περιγραφή του χώρου από τον ανασκαφέα μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Πλάτωνας θα πρέπει να είχε ως σημείο αναφοράς τα δρώμενα στο συγκεκριμένο νεκυιομαντείο, στο σημείο όπου ο Πυριφλεγέθων (Βουβός) και ο Κωκυτός (Μαύρος), που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, «εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»: «Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες. Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»
Ποια είναι τα κοινά σημεία με την πλατωνική αφήγηση;
1. Οι δεσμώτες θυμίζουν τις ψυχές των νεκρών που ήταν όμοιες με σκιές, «είδωλα καμόντων», από τις οποίες έλειπε η συνείδηση.
2. Κατοικούν σ' ένα σπήλαιο, όπως οι θεοί του κάτω κόσμου κατοικούσαν σε υπόγεια αίθουσα.
3. Η ανάβαση θα γίνει με τη βοήθεια κάποιου, προφανώς του επαΐοντα-φιλοσόφου, όπως επαΐων στον τομέα του ήταν και ο ιερέας που οδηγούσε τον πιστό στον λαβύρινθο.
4. Δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου και πιστοί του νεκυιομαντείου βλέπουν σκιές, είδωλα, και ακούν ήχους που προέρχονται από αυτά. Πιο συγκεκριμένα:
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων. Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»
Χωρίς να ξεχνούμε ότι η περιγραφή αυτή αφορά στον 3ο αι. π.Χ., εντυπωσιάζουν οι ομοιότητες με τη λιτότατη αναφορά του Πλάτωνα σε «κατασκευές» μέσα στο σπήλαιο σαν των θαυματοποιών, απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» και από τη λίγο εκτενέστερη περιγραφή τους; «Όρα τοίνυν παρά τούτο το τειχίον φέροντας ανθρώπους σκεύη τε παντοδαπά υπερέχοντα του τειχίου και ανδριάντας και άλλα ζώια λίθινά τε και ξύλινα και παντοία ειργασμένα, οίον εικός τους μεν φθεγγομένους, τους δε σιγώντας των παραφερόντων.» (515a). Και λίγο παρακάτω: «Τι δ' ει και ηχώ το δεσμωτήριον εκ του καταντικρύ έχοι; Οπότε τις των παριόντων φθέγξαιτο, οίει αν άλλο τι αυτούς ηγείσθαι το φθεγγόμενον ή την παριούσαν σκιάν.» (515b).
5. Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο. Ο Πλάτων έχει εμπειρία της δυσκολίας από τον δάσκαλό του Σωκράτη.
Για τον Πλάτωνα το σπήλαιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των αισθήσεων που εξαπατούν. Οι ενοικούντες σε αυτό μοιάζουν με τις ψυχές των νεκρών που είναι όμοιες με σκιές, είδωλα καμόντων, με υπεράνθρωπες ιδιότητες χωρίς όμως συνείδηση. Αντίθετα, ο κόσμος ο φωτισμένος από τον ήλιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ιδεών, την αλήθεια που προσεγγίζεται με τη λογική και όχι με τα τεχνάσματα. Είναι δηλαδή η ακριβώς αντίθετη κατάσταση από αυτή που περιγράφει ο Στράβων για το νεκυιομαντείο της Κύμης (5,4,5): «Είναι δε τοις περί το χρηστήριον έθος πάτριον, μηδένα τον ήλιον οράν, αλλά της νυκτός έξω πορεύεσθαι των χασμάτων· και διά τούτο τον ποιητήν περί αυτών ειπείν, ως άρα ουδέ ποτ' αυτούς / Ηέλιος φαέθων επιδέρκεται· ύστερον δε διαφθαρήναι τους ανθρώπους υπό βασιλέως τινός, ουκ αποβάντος αυτώ του χρησμού, το δε μαντείον έτι συμμένειν, μεθεστηκός εις έτερον τόπον». Αν εμείς αλλάζαμε λίγο της φράση του Σράβωνα λέγοντας ύστερον δε «διαφθαρήναι» τους ανθρώπους υπό βασιλέως φιλοσόφου, χρησιμοποιώντας το «διαφθαρήναι» κατ' ευφημισμόν και εννοώντας τον φωτισμό των ανθρώπων, την απομάκρυνσή τους από τον κόσμο των σκιών και των αισθήσεων και την είσοδό τους στον κόσμο του φωτός και των ιδεών, δεν θα βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλατωνική φιλοσοφία;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου