Εκ-Μηδενισμός του δικτατορικού «δημοκρατισμού»
§1
Μας προειδοποιεί έγκαιρα και πολύ ευφυώς ο Νίτσε:
«Ο μηδενισμός στέκεται προ των θυρών: από πού μας έρχεται αυτός ο πιο φρικτός από όλους τους φιλοξενούμενους;»[1].
Η έλευση του μηδενισμού είναι ένα μη-αμφισβητήσιμο πλέον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και της διαμονής της μέσα σε μια α-νοηματική ζωή. Ο Νίτσε διακρίνει, εν-τοπίζει κυριολεκτικά αυτή την έλευση υπό ένα προοπτικιστικό βλέμμα: ο μηδενισμός, ως η ριζική απόρριψη της αξίας, του νοήματος, του επιθυμητού-Είναι του ανθρώπου[2], δεν είναι τωρινό γεγονός ή φαινόμενο, αλλά έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, βιώνεται στο παρόν ως αναπόφευκτη επικράτηση του Μηδενός πάνω στη ζωή και προχωρεί ακάθεκτος προς το μέλλον. Επειδή για τον Νίτσε δεν υπάρχουν απλώς γεγονότα, αλλά ερμηνείες γεγονότων, ο υπό συζήτηση μηδενισμός, υποστηρίζει ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, δεν γεννιέται και δεν ξαναγεννιέται από τη διαφθορά της κοινωνίας ή από την ένδεια που τη χαρακτηρίζει, ή ακόμη από μια ψυχική, σωματική και διανοητική κούραση, αλλά πρωτογενώς έχει να κάνει με μια εντελώς συγκεκριμένη ερμηνεία: την «χριστιανική-ηθική ερμηνεία»[3]. Εάν παρακολουθήσει κανείς, δίκην παραδείγματος, αυτά που διαμείβονται σήμερα μεταξύ του θεσμισμένου χριστιανισμού της Ελλάδας και των αγράμματων αφισοκολλητών της πολιτικής, δίνει απόλυτο δίκαιο στο Νίτσε. Από την πλευρά της θρησκείας προτάσσεται το υλικό και όχι το ηθικό ζήτημα, δηλ. τα οικονομικά και εξουσιαστικά-ιδεολογικά-ιδεοληπτικά τους προνόμια και όχι η έννοια και η πράξη του θείου που ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο, επειδή είναι σκεπτόμενο ον, και όχι μέσα στο ζώο, όπως με περισσή αλήθεια αποφαίνεται ο Χέγκελ. Από την πλευρά των αφισοκολλητών προτάσσεται η διαιώνισή τους στην εξουσία και ο αχαλίνωτος καιροσκοπισμός τους.
§2
Ι. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Βρίσκεται στη συζήτηση γύρω από τον μηδενισμό. Μια τέτοια συζήτηση είναι τόσο παλαιά όσο και η φιλοσοφία. Τούτο σημαίνει ότι ο φιλοσοφικός μηδενισμός, αυτός καθεαυτόν, δεν είναι μια φευγαλέα στιγμή της ιστορίας ούτε μια περιορισμένη αντίληψη περί απώλειας της αισιόδοξης νότας των ιδεών ή των αξιών. Απεναντίας συνυφαίνεται ιστορικά με τη στοχαστική προσέγγιση των πραγμάτων, και δη τη φιλοσοφικώς στοχαστική· συνάμα αποκορυφώνεται εκάστοτε ανάλογα με την πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας και την οξυδερκή ανταπόκριση της σκέψης σε τούτη την πολυπλοκότητα. Όπως διευκρινίζει ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε δεν μιλάει γενικά για μηδενισμό αλλά για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό. Και επεξηγεί περαιτέρω πως με τούτη την ονομασία ο Νίτσε δεν εννοεί φιλοσοφικώς τον θετικισμό του 19ου αι. και τη γεωγραφική του διάδοση σε όλη την Ευρώπη, αλλά στη λέξη «ευρωπαϊκός» προσδίδει ιστορική σημασία και έτσι κάνει λόγο για ένα ιστορικό κίνημα στο πλαίσιο της δυτικής ιστορίας, του οποίου η πεμπτουσία συνοψίζεται στη φράση: «ο θεός είναι νεκρός», υπό την έννοια ότι ο «χριστιανικός θεός» έχει χάσει την ισχύ του, την εξουσία του πάνω στα όντα και στον προορισμό του ανθρώπου[4].
ΙΙ. Ιδωμένος έτσι, αυτός ο μηδενισμός, στη μοντέρνα ηθικο-πολιτική του ευρύτητα απηχεί εκείνη την ιστορική κατάσταση, όπου η σκεπτόμενη δράση του φιλοσοφείν, των φιλοσοφημένων ανθρώπων, επι-τίθεται με δριμύτητα ενάντια στον κοινό-αρνητικό μηδενισμό: δηλ. σε φαντασιακές οντογενέσεις, σε ανυπόστατες και αφηρημένες γενικότητες, που καθιδρύονται φαινομενικά στο όνομα της ελευθερίας του ανθρώπου, υπό μορφή «αξιακών» συστημάτων, αλλά στο βάθος ξεθεμελιώνουν ασύστολα την ανθρώπινη ατομικότητα εν γένει. Τέτοιες οντογενέσεις έχουν να κάνουν, μεταξύ των άλλων, με τη λειτουργία και τη θρησκευτικο-πολιτική ευλογία της μαζικής «δημοκρατίας», με τον ιδεολογικό βαρβαρισμό υπό ηθικοπλαστικό μανδύα, με την εξ-ουσία της «δημοκρατικής» γνώμης, δομημένη σε πολιτική-κρατική εξουσία του σύγχρονου απόλυτου μονάρχη, με την ολική χειραγώγηση που υπηρετεί τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού μας Είναι με όρους έξω από την ουσία μας, δηλαδή με όρους εξ-ουσίας. Όλες αυτές οι φαντασιακές οντογενέσεις-κενές περιεχομένου γενικότητες εισάγονται στη ζωή μας από τα επιτήδεια Υπερεγώ των διαφόρων μεταφυσικών και πολιτικών μοναρχιών, τα Υπερεγώ που μόνο αυτά «ξέρουν» να καθορίζουν τη μοίρα της κοινωνίας, ενώ όλοι οι άλλοι οφείλουν να υπακούν και όχι να ακούν. Διότι όποιος βλέπει και ακούει, αρχίζει να σκέπτεται και δεν χρειάζεται να υπακούει ως υπήκοος.
§3
Ι. Τέτοιο/τέτοια Υπερεγώ πάσης εξ-ουσίας, ενταγμένα μέσα σε μια απατηλή κοινότητα –πολιτική, θρησκευτική, επιστημονική, ιδεολογική, γενικώς μαζική– κηρύσσουν δήθεν τον πόλεμο στον μηδενισμό, ενώ στην πράξη αποδεικνύονται οι πιο αδίστακτοι θεμελιωτές του. Έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο της Ελλάδας ακραιφνείς «δημοκράτες», και μάλιστα τοιούτοι της ολοκληρωτικής-φεουδαρχικής «αριστεράς», στη μια αίθουσα του βουλευτηρίου υποκριτικά να ρητορεύουν υπέρ ενός εξαθλιωμένου λαού και υπέρ της ηθικής ανάπλασης και ανάταξης ολόκληρης της ουσίας του, δηλαδή να καταπολεμούν τον μηδενισμό και την απελπισία του, και στην άλλη αίθουσα, «ξεχνώντας» αυτό τον λαό, να παραδίδονται στη χλιδή και στη φαυλοκρατία, να δημιουργούν «άλλοθι» με την επινόηση ηθικοπλαστικών φαντασιακών οντογενέσεων περί «δημοκρατίας» κ.λπ. και εν τέλει να γίνονται οι πιο αποτελεσματικοί υπέρμαχοι του σκοταδιστικού μηδενισμού, που υποτίθεται ότι καταπολεμούν.
ΙΙ. Οι ορδές αυτών των Υπερεγώ –συλλογικών ή ατομικών αδιάφορο– ποτέ δεν γίνονται αυθεντικά δημο-κρατικές, ποτέ δεν εκμηδενίζουν τον μηδενισμό: της εξαθλίωσης των μαζών, της ανθρώπινης πραγματικότητας, αλλά πάντοτε τον αναπαράγουν κυνικά με τον τρόπο του κράτους χωρίς δήμο, της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, που προαναφέραμε, και όχι σπάνια με την αψυχολόγητη συγκατάθεση της άβουλης μάζας. Ενάντια σ’ αυτόν τον αρνητικό μηδενισμό των εξ-ουσιαστικών ορδών παντός είδους στρέφεται ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός, έτσι όπως τον έχει εκφράσει κατά κύριο λόγο ο Νίτσε και στη συνέχεια, μεθερμηνευτικά, ο Χάιντεγκερ, αλλά και σε ένα ευρύτερο επίπεδο ο Μαξ Βέμπερ, ο Μαρξ, ο Καντ και άλλοι. Στην περίπτωση του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Βέμπερ, του Μαρξ, του Καντ και παρόμοιων ολύμπιων θεών της σύγχρονης σκέψης ο μηδενισμός δεν είναι το κύριο στοιχείο της σκέψης τους, παρά ο πόθος, η δυναμική στιγμή αυτής της σκέψης που πρωταγωνιστεί και δεν αφήνει σκιές.
§4
Αυτός ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός δεν εκδηλώνεται με τη μορφή ενός φιλοσοφικού προγράμματος ή συνόλου θέσεων, αλλά ως μια πνευματική βασικά αντί-σταση στην παραίτηση που προκαλεί ο ως άνω αρνητικός μηδενισμός. Εάν αυτός εδώ ο μηδενισμός είναι η προδοσία του Λόγου, ο εν λόγω φιλοσοφικός μηδενισμός είναι η πανουργία του Λόγου (Χέγκελ). Ετούτη η πανουργία δεν κινείται στα περίχωρα της ζωής, αλλά σχετίζεται με την μετριοπαθή κατηγορία των ανθρώπων που ακολουθεί το μέτρο και είναι η πιο δυνατή στη νέα τάξη πραγμάτων[5]. Αυτή την κατηγορία ανθρώπων προσδιορίζει ως εξής ο Νίτσε:
«Εκείνη που δεν έχει ανάγκη από ακραία δόγματα· εκείνη που όχι μόνο αναγνωρίζει, αλλά αγαπά κιόλας ένα μεγάλο μερίδιο του τυχαίου και του παράλογου· εκείνη που δύναται να ξεδιπλώνει τη σκέψη της για τον άνθρωπο με σημαντικό μετριασμό της αξίας του, χωρίς ωστόσο να γίνεται μικρή και αδύναμη»[6].
Ένα τέτοιο είδος μηδενισμού στηρίζεται σε εκείνη τη δύναμη, που δεν έχει καμιά σχέση με την εξωτερική, τεχνική δύναμη της πολιτικής ή άλλης εξ-ουσίας, αλλά ταυτίζεται με την ακατάπαυστη ενεργητικότητα του ανθρώπινου Είναι· μια ενεργητικότητα που προσιδιάζει στον άνθρωπο ως η δυναμική άρνηση όλου εκείνου του δομικού συστήματος «αξιών», το οποίο τον καθηλώνει σε παθητικό θεατή και δουλοπρεπή ανθρωπάκο κάθε είδους εξ-ουσιαστικής σχέσης. Ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ως εκ τούτου, είναι η αντίθετη δύναμη, η αντι-δρώσα στον ισοπεδωτικό εξισωτισμό δύναμη του ανθρώπου: είναι η εξ-έγερση του ίδιου του ανθρώπου ενάντια στη μεταχείρισή του από τον εκάστοτε «θεό» [=πολιτικό-θρησκευτικό-κοινοτικό-ιδεολογικό-«δημοκρατικό»-«σοσιαλιστικό» κ.λπ.] ως αδύναμο, ασθμαίνον ον, που χρήζει ευσπλαχνίας και γι’ αυτό πρέπει να καθοδηγείται από μια δόλια εξισωτική λογική των αφεντικών του. Αυτός ο εξ-εγερμένος άνθρωπος του φιλοσοφικού μηδενισμού είναι ο υπερ-άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος πέραν του καχεκτικού ανθρώπου των φιλεύσπλαχνων πολιτικών συστημάτων, ο πέρα-άνθρωπος (Übermensch), όχι ο πάνω από τον άνθρωπο εξ-ουσιαστής που εμφανίζεται ως ο έξωθεν «λυτρωτής» του.
§5
Υπό μια εξίσου συγχρονική προοπτική, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να δηλώσει τον αρνητικό μηδενισμό με τον όρο Ge-stell [=πλαισιο-θέτηση][7]: τούτο παραπέμπει σε απρόσωπη εισβολή και επιβολή μιας άκαρδης λογικής, που αφαιρεί από τον άνθρωπο κάθε ικμάδα ζωντανού-αυθύπαρκτου βίου και έτσι τον μετατρέπει σε πειθήνιο όργανο του «λυτρωτή» του· ειδικά δε σε απελπιστικά πειθήνιο, εάν αυτός ο «λυτρωτής» μας πλησιάζει με τη μάσκα του «δημο-κράτη». Εάν ο Νίτσε εφαρμόζει τον φιλοσοφικό μηδενισμό ως κριτική στον αρνητικό μηδενισμό, ο Χάιντεγκερ τον εφαρμόζει ως αέναο αγώνα (Kampf) ενάντια στην απολυταρχία μιας στενόκαρδης νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, ανέκκλητα μυστικοποιημένης. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ο αγώνας είναι κεραυνοβόλος πόλεμος, με το νόημα της φιλοσοφικής ανάλυσης του μηδενισμού με ανάλογη αντιπαράθεση, ενάντια σε μια άκρως πραγμοποιημένη αστική αλλά και σοσιαλιστική δημοκρατία, όπου όλα έχουν μετατραπεί σε θέαμα και πληροφορία: Ένας γιγαντιαίος πληροφοριακός μηχανισμός χειραγωγεί την ανθρώπινη επικοινωνία, κατευθύνει μονοσήμαντα την κοινή γνώμη και την οντο-ποιεί ως δικτατορία των πολλών, η οποία παραπέμπει σχετικά στη δικτατορία των πολλών από τους λίγους και ολίγους[8]. Ετούτη η δικτατορία φροντίζει για την ομαλή λειτουργία του σύγχρονου –μετα-νεωτερικής κοπής– καπιταλισμού και σοσιαλκομμουνσμού: με «δημοκρατικό-αριστερό» μανδύα συνήθως καλλιεργεί εποικοδομητικές-μεταρρυθμιστικές αυταπάτες, που ρίχνουν τις ατομικές υποστάσεις των ανθρώπων μέσα σε ένα μηδενιστικό σκοτάδι. Απέναντι σε τούτο το σκοτάδι, ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ενσκήπτει ως ανα-τρεπτική πράξη της σκέψης: εκ-μηδενίζει
«τα τρέχοντα και τα τακτοποιημένα της καθημερινής ρουτίνας»[9],
δια-κηρύσσει το μηδέν των όντων, ήτοι αποδομεί την ως άνω δικτατορία ενάντια στο ρεύμα των πιθήκων, και χαράσσει μια αντιμεταφυσική κατεύθυνση που δεν διαχωρίζει εχθρικά το υλιστικό από το ιδεαλιστικό στοιχείο, το υλικό από το πνευματικό.
----------------------------
[1] Νίτσε: Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός‒ Δύναμη Καταστροφής και Δημιουργίας.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4] Heidegger: Nietzsche II, Neske, σσ. 32-33.
[5] Νίτσε, ό.π., σ. 129.
[6] Ό.π.
[7] Χάιντεγκερ: Περί Πολιτικής, Περί Αλήθειας, Περί Τεχνικής.
Βλ. επίσης: Στ. Ροζάνης-Δημ. Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger, Μεταστοχασμός και Ερμηνεία. Εκδ. Ρώμη 2016, σσ. 137 κ.εξ.
[8] Βλ. Δημ. Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger- ερμηνευτική του Πολιτικού: «Δημοκρατία»-«Σοσιαλισμός»-«Κομμουνισμός». Εκδ. Ρώμη 2017, σσ. 133 κ.εξ., 203.
[9] Χάιντεγκερ GA 40, 15.
§1
Μας προειδοποιεί έγκαιρα και πολύ ευφυώς ο Νίτσε:
«Ο μηδενισμός στέκεται προ των θυρών: από πού μας έρχεται αυτός ο πιο φρικτός από όλους τους φιλοξενούμενους;»[1].
Η έλευση του μηδενισμού είναι ένα μη-αμφισβητήσιμο πλέον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και της διαμονής της μέσα σε μια α-νοηματική ζωή. Ο Νίτσε διακρίνει, εν-τοπίζει κυριολεκτικά αυτή την έλευση υπό ένα προοπτικιστικό βλέμμα: ο μηδενισμός, ως η ριζική απόρριψη της αξίας, του νοήματος, του επιθυμητού-Είναι του ανθρώπου[2], δεν είναι τωρινό γεγονός ή φαινόμενο, αλλά έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, βιώνεται στο παρόν ως αναπόφευκτη επικράτηση του Μηδενός πάνω στη ζωή και προχωρεί ακάθεκτος προς το μέλλον. Επειδή για τον Νίτσε δεν υπάρχουν απλώς γεγονότα, αλλά ερμηνείες γεγονότων, ο υπό συζήτηση μηδενισμός, υποστηρίζει ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, δεν γεννιέται και δεν ξαναγεννιέται από τη διαφθορά της κοινωνίας ή από την ένδεια που τη χαρακτηρίζει, ή ακόμη από μια ψυχική, σωματική και διανοητική κούραση, αλλά πρωτογενώς έχει να κάνει με μια εντελώς συγκεκριμένη ερμηνεία: την «χριστιανική-ηθική ερμηνεία»[3]. Εάν παρακολουθήσει κανείς, δίκην παραδείγματος, αυτά που διαμείβονται σήμερα μεταξύ του θεσμισμένου χριστιανισμού της Ελλάδας και των αγράμματων αφισοκολλητών της πολιτικής, δίνει απόλυτο δίκαιο στο Νίτσε. Από την πλευρά της θρησκείας προτάσσεται το υλικό και όχι το ηθικό ζήτημα, δηλ. τα οικονομικά και εξουσιαστικά-ιδεολογικά-ιδεοληπτικά τους προνόμια και όχι η έννοια και η πράξη του θείου που ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο, επειδή είναι σκεπτόμενο ον, και όχι μέσα στο ζώο, όπως με περισσή αλήθεια αποφαίνεται ο Χέγκελ. Από την πλευρά των αφισοκολλητών προτάσσεται η διαιώνισή τους στην εξουσία και ο αχαλίνωτος καιροσκοπισμός τους.
§2
Ι. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Βρίσκεται στη συζήτηση γύρω από τον μηδενισμό. Μια τέτοια συζήτηση είναι τόσο παλαιά όσο και η φιλοσοφία. Τούτο σημαίνει ότι ο φιλοσοφικός μηδενισμός, αυτός καθεαυτόν, δεν είναι μια φευγαλέα στιγμή της ιστορίας ούτε μια περιορισμένη αντίληψη περί απώλειας της αισιόδοξης νότας των ιδεών ή των αξιών. Απεναντίας συνυφαίνεται ιστορικά με τη στοχαστική προσέγγιση των πραγμάτων, και δη τη φιλοσοφικώς στοχαστική· συνάμα αποκορυφώνεται εκάστοτε ανάλογα με την πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας και την οξυδερκή ανταπόκριση της σκέψης σε τούτη την πολυπλοκότητα. Όπως διευκρινίζει ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε δεν μιλάει γενικά για μηδενισμό αλλά για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό. Και επεξηγεί περαιτέρω πως με τούτη την ονομασία ο Νίτσε δεν εννοεί φιλοσοφικώς τον θετικισμό του 19ου αι. και τη γεωγραφική του διάδοση σε όλη την Ευρώπη, αλλά στη λέξη «ευρωπαϊκός» προσδίδει ιστορική σημασία και έτσι κάνει λόγο για ένα ιστορικό κίνημα στο πλαίσιο της δυτικής ιστορίας, του οποίου η πεμπτουσία συνοψίζεται στη φράση: «ο θεός είναι νεκρός», υπό την έννοια ότι ο «χριστιανικός θεός» έχει χάσει την ισχύ του, την εξουσία του πάνω στα όντα και στον προορισμό του ανθρώπου[4].
ΙΙ. Ιδωμένος έτσι, αυτός ο μηδενισμός, στη μοντέρνα ηθικο-πολιτική του ευρύτητα απηχεί εκείνη την ιστορική κατάσταση, όπου η σκεπτόμενη δράση του φιλοσοφείν, των φιλοσοφημένων ανθρώπων, επι-τίθεται με δριμύτητα ενάντια στον κοινό-αρνητικό μηδενισμό: δηλ. σε φαντασιακές οντογενέσεις, σε ανυπόστατες και αφηρημένες γενικότητες, που καθιδρύονται φαινομενικά στο όνομα της ελευθερίας του ανθρώπου, υπό μορφή «αξιακών» συστημάτων, αλλά στο βάθος ξεθεμελιώνουν ασύστολα την ανθρώπινη ατομικότητα εν γένει. Τέτοιες οντογενέσεις έχουν να κάνουν, μεταξύ των άλλων, με τη λειτουργία και τη θρησκευτικο-πολιτική ευλογία της μαζικής «δημοκρατίας», με τον ιδεολογικό βαρβαρισμό υπό ηθικοπλαστικό μανδύα, με την εξ-ουσία της «δημοκρατικής» γνώμης, δομημένη σε πολιτική-κρατική εξουσία του σύγχρονου απόλυτου μονάρχη, με την ολική χειραγώγηση που υπηρετεί τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού μας Είναι με όρους έξω από την ουσία μας, δηλαδή με όρους εξ-ουσίας. Όλες αυτές οι φαντασιακές οντογενέσεις-κενές περιεχομένου γενικότητες εισάγονται στη ζωή μας από τα επιτήδεια Υπερεγώ των διαφόρων μεταφυσικών και πολιτικών μοναρχιών, τα Υπερεγώ που μόνο αυτά «ξέρουν» να καθορίζουν τη μοίρα της κοινωνίας, ενώ όλοι οι άλλοι οφείλουν να υπακούν και όχι να ακούν. Διότι όποιος βλέπει και ακούει, αρχίζει να σκέπτεται και δεν χρειάζεται να υπακούει ως υπήκοος.
§3
Ι. Τέτοιο/τέτοια Υπερεγώ πάσης εξ-ουσίας, ενταγμένα μέσα σε μια απατηλή κοινότητα –πολιτική, θρησκευτική, επιστημονική, ιδεολογική, γενικώς μαζική– κηρύσσουν δήθεν τον πόλεμο στον μηδενισμό, ενώ στην πράξη αποδεικνύονται οι πιο αδίστακτοι θεμελιωτές του. Έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο της Ελλάδας ακραιφνείς «δημοκράτες», και μάλιστα τοιούτοι της ολοκληρωτικής-φεουδαρχικής «αριστεράς», στη μια αίθουσα του βουλευτηρίου υποκριτικά να ρητορεύουν υπέρ ενός εξαθλιωμένου λαού και υπέρ της ηθικής ανάπλασης και ανάταξης ολόκληρης της ουσίας του, δηλαδή να καταπολεμούν τον μηδενισμό και την απελπισία του, και στην άλλη αίθουσα, «ξεχνώντας» αυτό τον λαό, να παραδίδονται στη χλιδή και στη φαυλοκρατία, να δημιουργούν «άλλοθι» με την επινόηση ηθικοπλαστικών φαντασιακών οντογενέσεων περί «δημοκρατίας» κ.λπ. και εν τέλει να γίνονται οι πιο αποτελεσματικοί υπέρμαχοι του σκοταδιστικού μηδενισμού, που υποτίθεται ότι καταπολεμούν.
ΙΙ. Οι ορδές αυτών των Υπερεγώ –συλλογικών ή ατομικών αδιάφορο– ποτέ δεν γίνονται αυθεντικά δημο-κρατικές, ποτέ δεν εκμηδενίζουν τον μηδενισμό: της εξαθλίωσης των μαζών, της ανθρώπινης πραγματικότητας, αλλά πάντοτε τον αναπαράγουν κυνικά με τον τρόπο του κράτους χωρίς δήμο, της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, που προαναφέραμε, και όχι σπάνια με την αψυχολόγητη συγκατάθεση της άβουλης μάζας. Ενάντια σ’ αυτόν τον αρνητικό μηδενισμό των εξ-ουσιαστικών ορδών παντός είδους στρέφεται ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός, έτσι όπως τον έχει εκφράσει κατά κύριο λόγο ο Νίτσε και στη συνέχεια, μεθερμηνευτικά, ο Χάιντεγκερ, αλλά και σε ένα ευρύτερο επίπεδο ο Μαξ Βέμπερ, ο Μαρξ, ο Καντ και άλλοι. Στην περίπτωση του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Βέμπερ, του Μαρξ, του Καντ και παρόμοιων ολύμπιων θεών της σύγχρονης σκέψης ο μηδενισμός δεν είναι το κύριο στοιχείο της σκέψης τους, παρά ο πόθος, η δυναμική στιγμή αυτής της σκέψης που πρωταγωνιστεί και δεν αφήνει σκιές.
§4
Αυτός ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός δεν εκδηλώνεται με τη μορφή ενός φιλοσοφικού προγράμματος ή συνόλου θέσεων, αλλά ως μια πνευματική βασικά αντί-σταση στην παραίτηση που προκαλεί ο ως άνω αρνητικός μηδενισμός. Εάν αυτός εδώ ο μηδενισμός είναι η προδοσία του Λόγου, ο εν λόγω φιλοσοφικός μηδενισμός είναι η πανουργία του Λόγου (Χέγκελ). Ετούτη η πανουργία δεν κινείται στα περίχωρα της ζωής, αλλά σχετίζεται με την μετριοπαθή κατηγορία των ανθρώπων που ακολουθεί το μέτρο και είναι η πιο δυνατή στη νέα τάξη πραγμάτων[5]. Αυτή την κατηγορία ανθρώπων προσδιορίζει ως εξής ο Νίτσε:
«Εκείνη που δεν έχει ανάγκη από ακραία δόγματα· εκείνη που όχι μόνο αναγνωρίζει, αλλά αγαπά κιόλας ένα μεγάλο μερίδιο του τυχαίου και του παράλογου· εκείνη που δύναται να ξεδιπλώνει τη σκέψη της για τον άνθρωπο με σημαντικό μετριασμό της αξίας του, χωρίς ωστόσο να γίνεται μικρή και αδύναμη»[6].
Ένα τέτοιο είδος μηδενισμού στηρίζεται σε εκείνη τη δύναμη, που δεν έχει καμιά σχέση με την εξωτερική, τεχνική δύναμη της πολιτικής ή άλλης εξ-ουσίας, αλλά ταυτίζεται με την ακατάπαυστη ενεργητικότητα του ανθρώπινου Είναι· μια ενεργητικότητα που προσιδιάζει στον άνθρωπο ως η δυναμική άρνηση όλου εκείνου του δομικού συστήματος «αξιών», το οποίο τον καθηλώνει σε παθητικό θεατή και δουλοπρεπή ανθρωπάκο κάθε είδους εξ-ουσιαστικής σχέσης. Ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ως εκ τούτου, είναι η αντίθετη δύναμη, η αντι-δρώσα στον ισοπεδωτικό εξισωτισμό δύναμη του ανθρώπου: είναι η εξ-έγερση του ίδιου του ανθρώπου ενάντια στη μεταχείρισή του από τον εκάστοτε «θεό» [=πολιτικό-θρησκευτικό-κοινοτικό-ιδεολογικό-«δημοκρατικό»-«σοσιαλιστικό» κ.λπ.] ως αδύναμο, ασθμαίνον ον, που χρήζει ευσπλαχνίας και γι’ αυτό πρέπει να καθοδηγείται από μια δόλια εξισωτική λογική των αφεντικών του. Αυτός ο εξ-εγερμένος άνθρωπος του φιλοσοφικού μηδενισμού είναι ο υπερ-άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος πέραν του καχεκτικού ανθρώπου των φιλεύσπλαχνων πολιτικών συστημάτων, ο πέρα-άνθρωπος (Übermensch), όχι ο πάνω από τον άνθρωπο εξ-ουσιαστής που εμφανίζεται ως ο έξωθεν «λυτρωτής» του.
§5
Υπό μια εξίσου συγχρονική προοπτική, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να δηλώσει τον αρνητικό μηδενισμό με τον όρο Ge-stell [=πλαισιο-θέτηση][7]: τούτο παραπέμπει σε απρόσωπη εισβολή και επιβολή μιας άκαρδης λογικής, που αφαιρεί από τον άνθρωπο κάθε ικμάδα ζωντανού-αυθύπαρκτου βίου και έτσι τον μετατρέπει σε πειθήνιο όργανο του «λυτρωτή» του· ειδικά δε σε απελπιστικά πειθήνιο, εάν αυτός ο «λυτρωτής» μας πλησιάζει με τη μάσκα του «δημο-κράτη». Εάν ο Νίτσε εφαρμόζει τον φιλοσοφικό μηδενισμό ως κριτική στον αρνητικό μηδενισμό, ο Χάιντεγκερ τον εφαρμόζει ως αέναο αγώνα (Kampf) ενάντια στην απολυταρχία μιας στενόκαρδης νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, ανέκκλητα μυστικοποιημένης. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ο αγώνας είναι κεραυνοβόλος πόλεμος, με το νόημα της φιλοσοφικής ανάλυσης του μηδενισμού με ανάλογη αντιπαράθεση, ενάντια σε μια άκρως πραγμοποιημένη αστική αλλά και σοσιαλιστική δημοκρατία, όπου όλα έχουν μετατραπεί σε θέαμα και πληροφορία: Ένας γιγαντιαίος πληροφοριακός μηχανισμός χειραγωγεί την ανθρώπινη επικοινωνία, κατευθύνει μονοσήμαντα την κοινή γνώμη και την οντο-ποιεί ως δικτατορία των πολλών, η οποία παραπέμπει σχετικά στη δικτατορία των πολλών από τους λίγους και ολίγους[8]. Ετούτη η δικτατορία φροντίζει για την ομαλή λειτουργία του σύγχρονου –μετα-νεωτερικής κοπής– καπιταλισμού και σοσιαλκομμουνσμού: με «δημοκρατικό-αριστερό» μανδύα συνήθως καλλιεργεί εποικοδομητικές-μεταρρυθμιστικές αυταπάτες, που ρίχνουν τις ατομικές υποστάσεις των ανθρώπων μέσα σε ένα μηδενιστικό σκοτάδι. Απέναντι σε τούτο το σκοτάδι, ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ενσκήπτει ως ανα-τρεπτική πράξη της σκέψης: εκ-μηδενίζει
«τα τρέχοντα και τα τακτοποιημένα της καθημερινής ρουτίνας»[9],
δια-κηρύσσει το μηδέν των όντων, ήτοι αποδομεί την ως άνω δικτατορία ενάντια στο ρεύμα των πιθήκων, και χαράσσει μια αντιμεταφυσική κατεύθυνση που δεν διαχωρίζει εχθρικά το υλιστικό από το ιδεαλιστικό στοιχείο, το υλικό από το πνευματικό.
----------------------------
[1] Νίτσε: Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός‒ Δύναμη Καταστροφής και Δημιουργίας.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4] Heidegger: Nietzsche II, Neske, σσ. 32-33.
[5] Νίτσε, ό.π., σ. 129.
[6] Ό.π.
[7] Χάιντεγκερ: Περί Πολιτικής, Περί Αλήθειας, Περί Τεχνικής.
Βλ. επίσης: Στ. Ροζάνης-Δημ. Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger, Μεταστοχασμός και Ερμηνεία. Εκδ. Ρώμη 2016, σσ. 137 κ.εξ.
[8] Βλ. Δημ. Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger- ερμηνευτική του Πολιτικού: «Δημοκρατία»-«Σοσιαλισμός»-«Κομμουνισμός». Εκδ. Ρώμη 2017, σσ. 133 κ.εξ., 203.
[9] Χάιντεγκερ GA 40, 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου