Το τελευταίο έτος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ντ. Ρούσβελτ παρατήρησε ότι στον μελλοντικό κόσμο η κατάχρηση εξουσίας, όπως υπονοείται από τον όρο ‘πολιτική της ισχύος’, δεν πρέπει να είναι ο βασικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις’.[1] Σε έναν προεκλογικό λόγο το 1992 ο υποψήφιος Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον εξέφρασε παρόμοιες απόψεις όταν δήλωσε ότι ‘σε έναν κόσμο στον οποίο προάγεται η ελευθερία, όχι η τυραννία, η κυνική προσφυγή στην πολιτική της ισχύος δεν έχει νόημα’.[2] Αν και δύο πολιτικοί φαίνονται να κατανοούν τι σημαίνει ο όρος ‘πολιτική της ισχύος’ να τον χρησιμοποιούν με τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν πολλοί μελετητές της ιστορίας και των πολιτικών επιστημών, οι εννοιολογικές αποχρώσεις του είναι τέτοιες που θα ωφελούσε να μελετήσουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος, πριν εξετάσουμε τη χρήση του από τον Θουκυδίδη τον ρόλο που διαδραματίζει στην Ιστορία και τη σκέψη του.[3] Ο πολιτικός επιστήμονας John Mearsheimer στη σημαντική μελέτη του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων υποστηρίζει ότι η δύναμη δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα υλικά μέσα που έχει στη διάθεσή του ένα κράτος. Σε αυτά θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ασφαλώς τα στρατιωτικά μέσα, αλλά και άλλες μορφές ισχύος όπως ο πλούτος θα συνιστούσαν επίσης έναν σημαντικό παράγοντα δύναμης. Άλλοι πολιτικοί επιστήμονες - για παράδειγμα ο Robert Dahl - που μελετούν τη φύση της δύναμης παίρνουν διαφορετική θέση υποστηρίζοντας ότι η δύναμη μπορεί να εντοπισθεί μόνο μέσα από τα αποτελέσματα των διενέξεων, όταν ένα κράτος έχει ασκήσει, έλεγχο ή επιρροή σε άλλους.[4] Η επιτυχία, λοιπόν, αποδεικνύει τη δύναμη. Αυτοί οι ορισμοί υποδηλώνουν μια μάλλον ουδέτερη σημασία της έννοιας της δύναμης, μια άποψη με την οποία συμφωνεί και ο A. G. Woodhead (βλ. τη συζήτηση παρακάτω).[5] Ο πολιτικός επιστήμονας R. Ν. Lebow, ωστόσο, προσθέτει έναν δυσοίωνο τόνο, όταν σημειώνει ότι ‘όταν διαμορφώνονται συμφέροντα έξω από τη γλώσσα της δικαιοσύνης, Θα εξισωθούν με τη δύναμη και θα ενθαρρύνουν πολιτικές αύξησης της ισχύος’.[6] Αυτό το ηθικό κριτήριο, ο βαθμός στον οποίο το σωστό και το λάθος υπεισέρχονται στην πολιτική και τη δύναμη, προσθέτει έναν λεπτό παράγοντα, που προσφέρει μια γέφυρα ανάμεσα στις συζητήσεις για τη δύναμη και στη χρήση της στον Θουκυδίδη και στον 21ο αιώνα.
Αυτός ο ορισμός της πολιτικής ισχύος - η κατάχρηση εξουσίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ και η δύναμη που εφαρμόζεται άδικα κατά τον Lebow - θα μας βοηθήσει, μαζί με την έμφαση του Mearsheimer στα υλικά μέσα, να αναπτύξουμε τον ρόλο της δύναμης και της πολιτικής ισχύος όπως εμφανίζονται στις σελίδες του Θουκυδίδη. Δεν χωρεί αμφιβολία, μάλιστα, ότι η δύναμη - η μορφή την οποία είχε, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε και οι συνέπειες που είχε - ασκούσε έλξη στον Θουκυδίδη. Αυτό γίνεται εμφανές αν ρίξουμε μια ματιά στο λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε ο Θουκυδίδης, για να συνθέσει την Ιστορία του. Εκτός από τις αναρίθμητες χρήσεις του ρήματος κρατεῑν, ‘εξουσιάζω, κατακτώ, επικρατώ έναντι κάποιου’, απαντούν επίσης πολλά παραδείγματα του ουσιαστικού κράτος, ‘δύναμη, εξουσία ή υπεροχή’, όπως επίσης και του επιθέτου κράτιστος, ‘ο δυνατότερος, ο ισχυρότερος ή ο καλύτερος’.[7] Η συχνότητα με την οποία αυτές οι ποικίλες μορφές της ‘δύναμης’ εμφανίζονται στον Θουκυδίδη αποκαλύπτει, όπως έχουν σημειώσει μελετητές όπως οι Ε. Bickermann και Kurt Raaflaub, το ενδιαφέρον του για τις σχέσεις εξουσίας σε αντίθεση με τις έννομες σχέσεις.[8] Αυτή η τελευταία παρατήρηση λειτουργεί επίσης ως υπενθύμιση της παρατήρησης την οποία έκανε ο Lebow και που παρατέθηκε παραπάνω, ότι η δικαιοσύνη και η δύναμη δεν ταιριάζουν και ότι όταν η πρώτη απουσιάζει, θα ενθαρρυνθούν ‘οι πολιτικές αύξησης της ισχύος’.
Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος
Στην άσκηση της διεθνούς πολιτικής τόσο στον αρχαίο όσο και στον σύγχρονο κόσμο η κυριότερη επίδειξη δύναμης συνίσταται σε αυτό που είναι σε θέση να επιτύχουν ο πλούτος και οι στρατιωτικές δυνάμεις. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στην Ιστορία αυτού του πολέμου που γράφει ο Θουκυδίδης η καθαρότερη έκφραση στρατιωτικής ισχύος μπορεί να θεωρηθεί η μεγάλη εκστρατεία που αναλήφτηκε από τους Αθηναίους κατά της Σικελίας, και συγκεκριμένα κατά των Συρακουσών. Σε διάστημα περίπου δεκαοκτώ μηνών οι Αθηναίοι έστειλαν δύο διαφορετικά εκστρατευτικά σώματα, το δεύτερο σε ενίσχυση και βοήθεια του πρώτου, που συγκροτούνταν από περίπου διακόσια πλοία και περίπου δέκα χιλιάδες άνδρες, εκ των οποίων σχεδόν οι τέσσερις χιλιάδες ήταν Αθηναίοι. Το 413 π.Χ. αυτή η μεγάλη ‘αρμάδα’, όπως την αποκάλεσε κάποτε ο Peter Green (1970), είχε αποτύχει παταγωδώς. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης, ποτέ δεν είχε σημειωθεί ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην ελληνική ιστορία, που ‘για τους νικητές ήταν περίλαμπρη νίκη, για τους νικημένους τρομερή καταστροφή’ (7.87.5).
Ωστόσο, αν και η στρατιωτική δύναμη που συγκεντρώθηκε από τους Αθηναίους ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, για τους αναγνώστες και για εκείνους που την είδαν να αποπλέει, τα στρατιωτικά μέσα και ο πλούτος που λάνθανε σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν αναποτελεσματικά. Μάλιστα, η Σικελική εκστρατεία αποτελεί παράδειγμα ενός από τα επιχειρήματα που προέβαλε ο John Mearsheimer όσον αφορά τη φύση της στρατιωτικής δύναμης: δηλαδή ότι τα χερσαία κράτη, όσα είναι σε θέση να παρατάξουν τον μεγαλύτερο στρατό, θα κυριαρχήσουν στο πεδίο της μάχης και έτσι θα κερδίσουν τους πολέμους.[9] Στην περίπτωση της αθηναϊκής εισβολής στη Σικελία δύο παράγοντες συνέβαλαν ώστε να καταστήσουν την ήττα σχεδόν βέβαιη: 1) η σχετικά μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σικελία ή αυτό που ο Mearsheimer αποκαλεί ‘η ανασχετική δύναμη’ του νερού[10] και 2) η ικανότητα των ηγετών και του λαού των Συρακουσών να παρατάξουν μια μεγαλύτερη χερσαία δύναμη από αυτήν που ήταν σε θέση να στείλουν οι Αθηναίοι.
Όπως ακριβώς η χερσαία δύναμη των Συρακουσών νίκησε τους Αθηναίους στη Σικελία, έτσι και η σπαρτιατική νίκησε τους Αθηναίους στην Ελλάδα. Αυτό επιτεύχθηκε με ποικίλους τρόπους και σε ποικίλους τόπους. Στη Μαντίνεια το 418 π.Χ. ένας συνασπισμένος στρατός από Αθηναίους και Αργείους πολέμησε εναντίον των Σπαρτιατών και των συμμάχου τους στη μάχη που ο Θουκυδίδης χαρακτήρισε ως ‘τη μεγαλύτερη μεταξύ Ελλήνων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και στην οποία έλαβαν μέρος οι σπουδαιότερες πόλεις’ (5.74.1). Χάρη σε αυτή τη νίκη τερματίστηκε η διπλωματική ‘επανάσταση’ των προηγούμενων τριών ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων η Αθήνα συμμάχησε με το Άργος, που με τη σειρά του συμμάχησε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Κόρινθο, ενώ αρκετές μικρότερες πόλεις διέκοψαν τις σχέσεις τους με τη Σπάρτη και συμμάχησαν επίσης με την Κόρινθο. Επομένως, η στρατιωτική δύναμη που είχε τη βάση της στην ξηρά, η Σπάρτη, καθόρισε με αποτελεσματικό τρόπο τη νέα ισορροπία δυνάμεων που δημιουργήθηκε μετά την Ειρήνη του Νικία το 421.
Η χερσαία στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης αποδείχτηκε επίσης ζωτικής σημασίας όσον αφορά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτό επετεύχθη με ποικίλους τρόπους· ο πιο σημαντικός ίσως ήταν η οικοδόμηση μιας μόνιμης βάσης στη Δεκέλεια της Αττικής. Εδώ το 413 ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις Β' εγκατέστησε στρατό που παρέμενε στη θέση του κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών και έτσι ήταν σε θέση να ελέγχει την ύπαιθρο γύρω από την Αθήνα. Αυτό οδήγησε σε έλλειψη τροφίμων στην Αθήνα και τελικά στην κατάρρευση της πόλης, όταν ένας σπαρτιατικός στόλος απέκλεισε το λιμάνι του Πειραιά αποκόπτοντας έτσι την Αθήνα από τις υπερπόντιες πηγές ανεφοδιασμού.
Πριν αφήσουμε αυτή τη συζήτηση σχετικά με τη φύση της στρατιωτικής δύναμης, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε την ιδέα που υποστηρίζεται από τον A. G. Woodhead ότι η ‘δύναμη’ έχει ουδέτερη αξία και δεν διαφθείρει.[11] Ενώ είναι ίσως αλήθεια ότι η δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για καλό όσο και για κακό, το επιχείρημα ότι η δύναμη είναι ουδέτερη στο πεδίο δράσης της φαίνεται να αγνοεί τα πραγματικά γεγονότα που είναι εγγενή στην ίδια της την εφαρμογή. Επιπροσθέτως, υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να πιστέψουμε ότι η αλαζονεία συμβαδίζει με τη δύναμη και τη χρησιμοποίησή της. Παραδείγματα αυτής της άποψης μπορούν να βρεθούν στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία και πολιτική. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ ο γερουσιαστής J. William Fulbright δημοσίευσε ένα βιβλίο το 1964 με τον τίτλο Η αλαζονεία της δύναμης, που εξέταζε τις αποφάσεις και τις στάσεις των υπεύθυνων της αμερικανικής πολιτικής, καθώς σχεδίαζαν τα μέτρα που καθήλωσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Βιετνάμ.
Ένα θουκυδίδειο παράδειγμα αυτής της αλαζονείας απαντά στον λόγο του Περικλή προς τους Αθηναίους (1.140 κ.ε.), στον οποίο ο Αθηναίος πολιτικός ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτες είναι ανίκανοι να ασχοληθούν με τη θάλασσα και να προκαλέσουν τους Αθηναίους στο υγρό στοιχείο. Μάλιστα, ο Θουκυδίδης, που έζησε μέχρι το τέλος του πολέμου, γνώριζε ότι ακριβώς αυτό είχε συμβεί και ότι αυτό το πλήρωσε ακριβά η Αθήνα. Αν και το παράδειγμα αποκαλύπτει τη χρήση της ειρωνείας στην Ιστορία του, η δήλωση εκφράζει επίσης το ίδιο είδος αλαζονείας που συνέβαλε στην ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ - την ιδέα ότι οι φτωχοί και αμβλύνοες Πελοποννήσιοι Οα ήταν ανίκανοι να αντιγράψουν πιστά τις ικανότητες και το ταλέντο των Αθηναίων στις καινοτομίες. Μολονότι πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Mearsheimer φαίνεται να συμμερίζονται την πεποίθηση του Woodhead ότι η δύναμη είναι ουδέτερη, θα υποστήριζα ότι και οι δύο κάνουν λάθος. Παρά τις αντιρρήσεις του Woodhead, το απόφθεγμα του Λόρδου Acton ότι ‘η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα’ είναι έγκυρο.[12] Η εξουσία δεν πρέπει να θεωρείται ουδέτερη ούτε και η εφαρμογή της, είτε αφορά αυτούς που την ασκούν είτε αυτούς που την υφίστανται.
Άσκηση εξουσίας, είτε στις στρατιωτικές περιστάσεις που μόλις εξιστορήθηκαν είτε στα πολιτικά γεγονότα που θα συζητηθούν παρακάτω, σημαίνει συνήθως το να αναγκάζεις άλλους να κάνουν κάτι που διαφορετικά δεν θα έκαναν. Σε αυτή τη χρήση της δύναμης υπάρχει μια πανίσχυρη αυτοκαταστροφική και διαβρωτική φύση που τραυματίζει όλους όσοι τη βιώνουν. Αυτό εκφράζεται με πολιτική σχεδόν γλώσσα από τη Simone Weil στο δοκίμιό της ‘Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης’.[13] Σημειώνει ότι η δύναμη μεταμορφώνει τα ανθρώπινα όντα με δύο τρόπους ταυτόχρονα, ότι ‘παγώνει τις ψυχές εκείνων που την υφίστανται και εκείνων που τη χρησιμοποιούν’. Προσθέτει ότι ‘οι μάχες δεν κερδίζονται μεταξύ ανθρώπων που υπολογίζουν, σχεδιάζουν, λαμβάνουν αποφάσεις και ενεργούν βάσει αυτών, αλλά μεταξύ ανθρώπων που έχουν απογυμνωθεί από αυτές τις ικανότητες, έχουν μεταμορφωθεί, έχουν πέσει στο επίπεδο ή της αδρανούς ύλης ή των τυφλών δυνάμεων της άκρατης ορμής’.[14] Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Weil έχει επίσης δίκιο όταν θεωρεί ότι αυτοί που ασκούν εξουσία ενεργούν τόσο ασυλλόγιστα, με έναν απεγνωσμένο τρόπο, ‘που παρακινεί τον στρατιώτη να καταστρέψει ολοκληρωτικά τον εχθρό· η εξόντωση των υπόδουλων και των ηττημένων, οι σφαγές, όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα ανείπωτης φρίκης. Η δύναμη είναι ο μοναδικός της [δηλ. της μάχης, της βίας] ήρωας’ (αυτ., 62).
Η ‘φρίκη’ για την οποία κάνει, λόγο η Weil και που απηχείται από τον Συνταγματάρχη Kurtz στην κινηματογραφική ταινία Αποκάλυψη Τώρα του Φράνσις Φορντ Κόπολα βρίσκει τον απόηχό της στις σελίδες του Θουκυδίδη. Δύο περιστατικά φανερώνουν αυτό το γεγονός με ενάργεια. Το 414 π.Χ. μια ομάδα Θρακών μισθοφόρων έφτασε στην Αθήνα πολύ αργά για να ενταχθεί στις ενισχύσεις που θα μετέβαιναν στη Σικελία. Αποφασισμένοι να φροντίσουν τα χρήματά τους από τη μίσθωση αυτών τοον στρατιωτών να πιάσουν τόπο, οι Αθηναίοι τούς στέλνουν πίσω υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Διειτρέφη, δίνοντας τους οδηγίες να βλάψουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον εχθρό (7.29.1). Ο Διειτρέφης οδήγησε αυτούς τους στρατιώτες σε μια πρωινή επίθεση κατά της σχεδόν ανυπεράσπιστης πόλης της Μυκαλησσού και προκάλεσε μια από τις πιο κτηνώδεις σφαγές ολόκληρου του πολέμου. Ο Θουκυδίδης δηλώνει όχι μία αλλά δύο φορές ότι οι Θράκες σκότωσαν κάθε ζωντανό πλάσμα στην πόλη, συμπεριλαμβανομένων των γυναικόπαιδων, και ότι επίσης λεηλάτησαν τους ναούς και τους βωμούς. Αυτό το φρικτό περιστατικό βρίσκει αντιστοιχίες αλλού, π.χ. στην πολιορκία της Μήλου, που τελικά κατέλαβαν οι Αθηναίοι, την ίδια εποχή που το εκστρατευτικό σώμα απέπλεε για τη Σικελία το 415 π.Χ.[15] Κλείνοντας την αφήγησή του σχετικά με την πολιορκία ο ιστορικός σημειώνει το όνομα του Αθηναίου στρατηγού που ήταν επικεφαλής: Φιλοκράτης, γιος του Δημέα, ή ‘εραστής της δύναμης, γιος του λαού’ (5.116.3)· Λυτό είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία στην Ιστορία όπου ο Θουκυδίδης παραθέτει το πατρώνυμο και η μνεία του εδώ δεν είναι τυχαία.
Η αφήγηση του Θουκυδίδη σχετικά με την υποκινούμενη από την Αθήνα σφαγή στη Μυκαλησσό και η μνεία του ονόματος του Αθηναίου διοικητή στη Μήλο υποδηλώνουν ότι αναγνώριζε αυτό που η Weil διέκρινε στη διαβρωτική φύση της εξουσίας και της δύναμης: ότι μεταμορφώνει τόσο εκείνους που τις ασκούν όσο και εκείνους που τις υφίστανται· ότι σε τέτοιου είδους ενέργειες δεν φθάνει κάποιος με λογικό τρόπο, αλλά ότι αποτελούν το προϊόν της αποχαυνωτικής δύναμης που αφήνει φρίκη και θλίψη στο πέρασμά της.
Η έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου
Ο Δεύτερος ή ‘Μεγάλος’ Πελοποννησιακός Πόλεμος του 431-404 ξέσπασε ύστερα από μια σειρά διενέξεων ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Κόρινθο, οι οποίες στη συνέχεια παρέσυραν την Αθήνα και τη Σπάρτη αλλά και τους αντίστοιχους συμμάχους τους.[16] Εδώ δεν πρόκειται να συζητήσω αυτά τα γεγονότα καθαυτά αλλά μόνον ως αντανάκλαση συγκεκριμένων ζητημάτων που αφορούν τη χρήση της δύναμης: με άλλα λόγια, του προβλήματος της διεθνούς αναρχίας και του επακόλουθου διλήμματος ασφάλειας ως εκφράσεων της κατάχρησης εξουσίας και της φύσης της χερσαίας δύναμης σε σύγκριση με τη ναυτική.
Το γεγονός ότι ο πόλεμος ήταν πολύ συχνός στον αρχαιοελληνικό κόσμο είναι ασφαλώς ένας ευφημισμός. Γύρω στο 500 π.Χ. ο Ηράκλειτος δήλωσε ότι ‘ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων των πραγμάτων’ (22 Β 53 DK), κάτι που διατυπώνει με σαφήνεια την παρουσία και τον αντίκτυπο του στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Η σχεδόν μόνιμη κατάσταση πολέμου ανάμεσα στις πόλεις- κράτη αποκαλύπτει τις άναρχες πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν και το γεγονός ότι η μόνη λύση που υπήρχε ήταν ο πόλεμος. Αν και πολλοί θεωρούσαν αυτή την κατάσταση ως αρνητικό στοιχείο, τουλάχιστον ένας, ο ιστορικός Ηρόδοτος, το θεωρούσε πολύ μεγάλη ανοησία. Στις Ιστορίες του, που γράφηκαν το τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., ισχυρίζεται ότι ‘κανένας δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη· στην ειρήνη οι γιοι θάβουν τους πατέρες τους και στον πόλεμο οι πατέρες θάβουν τους γιους τους’ (1.87). Συνεχίζει αυτή την άποψη με μια ανάλυση της αρχαιοελληνικής ‘τέχνης’ του πολέμου, ανάλυση που αποδίδεται στον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο, έναν εξάδελφο του βασιλιά Ξέρξη. Προσπαθώντας να πείσει τον Ξέρξη ότι η κατάκτηση της Ελλάδας θα δημιουργούσε ελάχιστα προβλήματα ο Μαρδόνιος ισχυρίζεται:
Καθώς έχω πληροφορίες, οι Έλληνες συνηθίζουν να ξεκινούν για πόλεμο απερίσκεπτα, ασυλλόγιστα και απρόσεκτα. Όταν κηρύξουν μεταξύ τους πόλεμο, βρίσκουν την καλύτερη και ομαλότερη τοποθεσία όπου παρατάσσονται και δίνουν μάχη (Ηρόδ. 7.9).
Μολονότι ο Ηρόδοτος μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση όσον αφορά την οπτική που υιοθέτησε απέναντι στον πόλεμο, τα σχόλιά του αποκαλύπτουν τον βαθμό στον οποίο στον αρχαιοελληνικό κόσμο επικρατούσε αναρχία, μια κατάσταση που αντιμετωπιζόταν σχεδόν πάντοτε με πόλεμο. Το πρόβλημα της ασφάλειας και της διατήρησής της, λοιπόν, θα πρέπει να δέσποζε στο μυαλό των περισσότερων Ελλήνων, όπως και ο φόβος και η έλλειψη εμπιστοσύνης που θα τις συνόδευαν.
Ίσως χωρίς να το γνωρίζει, ο Θουκυδίδης μας μεταδίδει στην αφήγηση της αρχής του πολέμου αυτό το κλίμα φόβου και καχυποψίας. Στις άκαρπες διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν του πολέμου αρκετές πολύπλοκες απαιτήσεις διατυπώνονται τόσο από τους Αθηναίους όσο και από τους Σπαρτιάτες. Σε μία περίπτωση οι Αθηναίοι απαντούν στην απαίτηση για άρση του Μεγαρικού Ψηφίσματος ζητώντας με τη σειρά τους από τους Σπαρτιάτες να σταματήσουν τις παραδοσιακές απελάσεις ξένων από τη γη τους (1.144.2). Σε αρκετά χωρία τόσο οι Κορίνθιοι όσο και οι Σπαρτιάτες αναφέρονται στην ‘ευφυΐα’ των Αθηναίων και στο γεγονός ότι σχεδίαζαν και μηχανορραφούσαν πάντοτε, για να κατατροπώσουν τους άλλους (βλ., π.χ., 1.84.3' 2.40.2).[17] Σε ένα άλλο σημείο οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες εμπλέκονται σε μια αρκετά περίεργη ανταλλαγή απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων αναφορικά με τις κατάρες που είχαν πριν από χρόνια εξαπολυθεί σε βάρος του Αθηναίου Κύλωνα και του Σπαρτιάτη Παυσανία (1.126-138). Και τελικά, στον λόγο ανώνυμων Αθηναίων στην Κόρινθο (1.75.4), γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πλέον φίλοι, αλλά αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο με ‘καχυποψία και ανταγωνιστικότητα’.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ακριβώς πώς θα μπορούσαν να έχουν συνδεθεί αυτά τα περιστατικά με τα γεγονότα του 433/31, όταν η Αθήνα, η Κόρινθος και η Κέρκυρα ενεπλάκησαν στη διαμάχη που είχε ως αποτέλεσμα η απρόθυμη Σπάρτη να αναγκαστεί να επέμβει. Ο Θουκυδίδης δεν εξηγεί ποια ήταν η σχέση με τα πολιτικά γεγονότα. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι και οι τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε αντανακλούν το κλίμα φόβου και την έλλειψη εμπιστοσύνης που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, καθώς οι πόλεις-κράτη δεν ήταν ικανές να βρουν μια εναλλακτική λύση στον πόλεμο ή μια απάντηση που να επιλύει το δίλημμα της ασφάλειας στο πλαίσιο της διεθνούς αναρχίας.[18]
Η αφήγηση του Θουκυδίδη για την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου αποκαλύπτει όλα αυτά τα ζητήματα και διλήμματα. Ακόμα και μια πρόχειρη ανάγνωση δεν μπορεί να μην καταγράψει τις προσπάθειες των Σπαρτιατών να αποφύγουν τον πόλεμο. Τουλάχιστον τέσσερις φορές οι Σπαρτιάτες πρεσβευτές προσέγγισαν τους Αθηναίους αναζητώντας μια λύση αντί του πολέμου.[19] Οι Αθηναίοι απέρριψαν αυτά τα διαβήματα με την ενθάρρυνση του Περικλή. Ίσως το πιο αποφασιστικό από αυτά ήταν το δεύτερο, στο οποίο οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι επιχείρησαν να θέσουν προς συζήτηση τα πιο κρίσιμα επίμαχα ζητήματα, δηλαδή αυτά που αφορούσαν το Μεγαρικό Ψήφισμα και την Ποτίδαια. Ενώ ο Θουκυδίδης δεν σχολιάζει, ο Πλούταρχος το κάνει. Όταν ο Περικλής είπε στον Σπαρτιάτη απεσταλμένο Πολυάλκη ότι το Μεγαρικό Ψήφισμα δεν μπορούσε να ακυρωθεί, διότι υπήρχε νόμος που απαγόρευε κάτι τέτοιο, ο Πολυάλκης απάντησε: ‘Τότε, λοιπόν, γυρίστε το προς την πλευρά του τοίχου. Δεν υπάρχει νόμος που να το απαγορεύει και αυτό, έτσι δεν είναι;’[20]
Ακριβώς όπως ο Περικλής απαλλάχτηκε από τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους με διπλωματικά τεχνάσματα, έτσι κατέφυγε και σε τεχνάσματα με σκοπό να εμποδίσει οποιαδήποτε ειρηνική λύση της κρίσης ανάμεσα στις δύο πόλεις. Αυτό διακρίνεται με τον πιο σαφή τρόπο στον ισχυρισμό του Περικλή ότι οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν να υποβληθεί σε διαιτησία η διαφορά τους, όπως όριζε η τριακονταετής συνθήκη ειρήνης του 446/5 (Θουκ. 1.140.2).[21] Το πρόβλημα εδώ, όπως σίγουρα συνειδητοποίησε ο Περικλής τότε και όπως συνειδητοποιούν οι δημόσιοι άνδρες και οι πολιτικοί σήμερα, είναι αυτό που ο Mearsheimer αποκαλεί το πρόβλημα του ‘91Γ[22] - ότι δηλαδή δεν υπάρχει μία κεντρική εξουσία στην οποία να μπορούν να στραφούν τα απειλούμενα κράτη για βοήθεια. Αυτό απλώς επιτείνει ανάμεσα στις πόλεις τον φόβο που τις παρασύρει να μην εμπιστεύονται τους άλλους και να είναι πρόθυμες να πολεμήσουν, όταν ξεσπάσει η κρίση.[23] Ποιος στην Ελλάδα θα μπορούσε να διαιτητεύσει τη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη το 432/1; Το ουδέτερο Άργος; Οι Σπαρτιάτες είχαν συντρίψει το Άργος το 494 και το μίσος ανάμεσα στις δύο πόλεις ήταν αβυσσαλέο. Στη δυτική Ελλάδα η Κέρκυρα ήταν η μεγαλύτερη αδέσμευτη πόλη-κράτος, αλλά τώρα η Κέρκυρα αποτελούσε μέρος της διαμάχης. Υπήρχαν επίσης οι μικρότερες αδέσμευτες κοινότητες της Αχαΐας και της Αιτωλίας, αλλά αυτές δεν διέθεταν πολιτικές ικανότητες ούτε το κύρος (ή τη δύναμη!) να επιβάλουν οποιαδήποτε λύση.[24] Το ζήτημα της διαιτησίας, επομένως, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια τεχνική λεπτομέρεια διπλωματικής φύσης που άδραξαν οι Αθηναίοι, για να καθυστερήσουν και να αναβάλουν τα διαβήματα ειρήνης των Σπαρτιατών, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν ως η πλευρά που δέχεται επίθεση από τους ‘κακούς’ Σπαρτιάτες.
Το 431 η Σπάρτη ήταν χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη στην Ελλάδα. Η εκπαίδευση του Σπαρτιάτη στρατιώτη ήταν απαράμιλλη στον αρχαιοελληνικό κόσμο, αν και η ικανότητα των Σπαρτιατικών όπλων πιθανόν έχει υπερτονιστεί: η επιδεξιότητα με την οποία οι Αθηναίοι πολίτες-στρατιώτες διέλυσαν τον περσικό στρατό στον Μαραθώνα το 490, η επινοητικότητα που επέδειξαν ορισμένοι Αθηναίοι στρατηγοί, π.χ. ο Δημοσθένης, στο πεδίο της μάχης, π.χ. στη Σφακτηρία (425), αποδεικνύουν ότι τα στρατιωτικά χαρίσματα του αρχαίου Έλληνα στρατιώτη ήταν πολλά. Αυτό που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το 431 ή σήμερα είναι ότι ο Σπαρτιάτης στρατιώτης ήταν γενναίος - και όχι μόνον αυτό, αλλά και πρόθυμος να πουλήσει ακριβά το τομάρι του. Σφάλματα τακτικής που διέπρατταν οι Σπαρτιάτες στρατηγοί —όπως στο νησί της Σφακτηρίας και αργότερα στη Μαντίνεια το 418 - συχνά επανορθώνονταν με το θάρρος και την αφοσίωση των στρατιωτών τους. Χάρη στους συμμάχους τους, καθώς επίσης και χάρη στις δικές τους δυνάμεις, οι Σπαρτιάτες ήταν σε θέση να παρατάξουν στην αρχή του πολέμου τον μεγαλύτερο στρατό ξηράς.
Τίποτα από αυτά δεν αγνοούσαν οι Αθηναίοι, ιδιαίτερα ο φιλόδοξος και αποφασιστικός ηγέτης τους, ο Περικλής. Ο Περικλής γνώριζε, ασφαλώς, το θάρρος και την ικανότητα του Σπαρτιάτη στρατιώτη και την απειλή που ακόμα και ένας πλημμελώς διοικούμενος Σπαρτιατικός στρατός θα μπορούσε να αποτελέσει για την Αθήνα. Για τους λόγους αυτούς ο Περικλής συνέλαβε μια στρατηγική για την αντιμετώπιση των Σπαρτιατών την οποία μπόρεσε να πείσει τους Αθηναίους συμπολίτες του να υιοθετήσουν: να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες στη θάλασσα, να τους χτυπήσουν εκεί όπου δεν βρίσκονταν εκείνοι, ενώ παράλληλα να υπερασπίζονται την Αθήνα μετατρέποντας την πόλη και το λιμάνι της σε οχυρό. Αυτή η στρατηγική έχει συζητηθεί ευρέως και οι μελετητές έχουν υπερασπιστεί την επιλογή που έκαναν ο Περικλής και οι Αθηναίοι να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο στους Σπαρτιάτες και να αποφύγουν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τον πανίσχυρο στρατό της. Ωστόσο, ας ασχοληθούμε και εμείς με αυτό το ζήτημα, ιδιαίτερα από την άποψη της δύναμης και της πολιτικής της.
Η στρατηγική που επιδίωκε να εφαρμόσει ο Περικλής κατά της Σπάρτης το 431 και που οι Αθηναίοι ακολούθησαν μετά τον θάνατό του στα 429, μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα αυτού στο οποίο ο John Mearsheimer αναφέρεται με τον όρο ‘επιθετικός ρεαλισμός’.[25] Ο ‘επιθετικός ρεαλιστής’, σαν τον Περικλή θα υποστήριζα, αντιλαμβάνεται τον γύρω κόσμο ως έναν κόσμο σε καθεστώς αναρχίας, στον οποίο ο στόχος είναι η επιβίωση και η χρησιμοποίηση της δύναμης είναι το μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο επιθετικός ρεαλιστής διαφέρει από τον ‘αμυντικό ρεαλιστή’, που θεωρεί ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν ευκαιρίες για την απόκτηση ισχύος και ο οποίος επιχειρεί να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων, να διατηρήσει το status quo. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι συλλογικά η σπαρτιατική ηγεσία το 431 τήρησε τη στάση ‘αμυντικού ρεαλισμού’, αφού μόνον οι απειλές μιας οργισμένης και θιγμένης Κορίνθου κατάφεραν να τους ωθήσουν να αναλάβουν δράση κατά της Αθήνας. Όπως παρατηρεί ο Mearsheimer:[26]
Οι επιθετικοί ρεαλιστές πιστεύουν ότι οι δυνάμεις του status quo απαντούν σπάνια στην παγκόσμια πολιτική, επειδή το διεθνές σύστημα προσφέρει πανίσχυρα κίνητρα στα κράτη να αναζητήσουν ευκαιρίες για να αποκτήσουν δύναμη σε βάρος των αντιπάλων τους και για να εκμεταλλευτούν αυτές τις καταστάσεις, όταν τα πλεονεκτήματα βαρύνουν περισσότερο από το τίμημα. Ο τελικός στόχος ενός κράτους είναι να γίνει ο ηγεμόνας στο σύστημα.
Επομένως, η ναυτική στρατηγική που συνέλαβε ο Περικλής και εκτέλεσαν οι Αθηναίοι απεικονίζει τη θεώρηση του ‘επιθετικού ρεαλιστή’, που πιστεύει ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων προωθείται από την αναζήτηση ευκαιριών και γι’ αυτό επιδιώκει να τις εκμεταλλευθεί όταν και όπου εκείνες παρουσιαστούν. Αν και οι Αθηναίοι ίσως δεν πρέπει να κατηγορηθούν ότι άρχισαν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μπορούν ασφαλώς να κατηγορηθούν ότι δεν έχαναν αρκετά για να τον σταματήσουν.[27] Αυτό που τους ώθησε να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν η επιθυμία τους για περισσότερη δύναμη - δύναμη που θα απέβαινε σε βάρος των αντιπάλων τους, ιδιαίτερα της Κορίνθου, η οποία διέτρεχε τον κίνδυνο να έχει σημαντικές απώλειες στην περιοχή της Αδριατικής ως αποτέλεσμα της συνεργασίας της Αθήνας και της Κέρκυρας. Η Σπάρτη, ωστόσο, θα έχανε επίσης δύναμη, καθώς ο ισχυρότερος σύμμαχός της, η Κόρινθος, θα είχε απώλειες σε υλικούς πόρους και πλούτο, κάτι που θα επηρέαζε την ικανότητά της να ενισχύει την υπό σπαρτιατική αιγίδα Πελοποννησιακή Συμμαχία. Θα μπορούσαν να το έχουν αντιληφθεί αυτό ο Περικλής και άλλοι Αθηναίοι; Ασφαλώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική, καθώς διαφορετικά γίνεται δύσκολο να κατανοηθεί η αδιαλλαξία της Αθηναϊκής πολιτικής.
Τελικά, είναι πιθανό να συναγάγουμε κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά την περίκλεια στρατηγική; Ο Περικλής και όσοι τον ακολούθησαν έκαναν αρκετούς λανθασμένους υπολογισμούς. Πρώτον, υποτίμησαν την ‘ανασχετική δύναμη’ του νερού. Όπως σημειώνει ο Mearsheimer, οι ναυτικές δυνάμεις που εκτελούν αμφίβιες επιχειρήσεις δεν είναι ικανές να προκαλέσουν αρκετές ζημιές σε έναν αντίπαλο, ώστε να τον πλήξουν αποφασιστικά. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσουμε στις Αθηναϊκές επιχειρήσεις εναντίον των Σπαρτιατών στην Πελοπόννησο. Αν και οι Αθηναίοι πέτυχαν μια εντυπωσιακή νίκη εναντίον μιας απομονωμένης διμοιρίας Σπαρτιατών στη Σφακτηρία, η πραγματική βλάβη που σημειώθηκε στη σπαρτιατική γεωργία ή κοινωνία, κυρίως με τη μορφή χιλιάδων Ειλώτων που εγκατέλειπαν τους κυρίους τους προτιμώντας την προστασία των Αθηναϊκών όπλων, ήταν μικρή. Ο Mearsheimer παραπέμπει στον Βρετανό ειδικό της ναυτικής στρατηγικής Julian Corbett, που επισήμανε ότι αφού οι άνθρωποι ζουν στη στεριά και όχι στο νερό, ‘τα φλέγοντα ζητήματα μεταξύ εθνών σε εμπόλεμη κατάσταση κρίνονταν πάντοτε - εκτός σπανιότατων περιπτώσεων - είτε από αυτό που ένας στρατός μπορεί να κάνει σε βάρος της επικράτειας του εχθρού του ... ή διαφορετικά από τον φόβο αυτού που ο στόλος καθιστά δυνατό να κάνει ο στρατός του’.[28] Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η Αθηναϊκή αποτυχία στη Σικελία και η ικανότητα του Σπαρτιατικού στρατού να καταλάβει και να κρατήσει υπό κατοχή τη Δεκέλεια, κατοχή που, επιπλέον, επέτρεψε στον Σπαρτιατικό στόλο να αποκλείσει την Αθήνα, αποδεικνύουν την ορθότητα αυτής της άποψης.
Εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα
Μια έντονη και τελικά αδύνατον να επιλυθεί διαμάχη ανάμεσα στην Κόρινθο και την Κέρκυρα συνέβαλε στο να κινηθεί ο αρχαιοελληνικός κόσμος προς την κατεύθυνση του πολέμου το 431 π.Χ. Στην αρχή του πολέμου μια σειρά από ναυμαχίες οδήγησε στην αιχμαλωσία έναν αριθμό Κερκυραίων που φυλακίστηκαν στην Κόρινθο, όπου οι Κορίνθιοι κατάφεραν να κερδίσουν τη φιλία και τη συμπάθειά τους. Αυτοί οι άνδρες, συντηρητικοί ή ολιγαρχικοί στις πολιτικές πεποιθήσεις τους, που οι Κορίνθιοι τους επανέφεραν στην πατρίδα τους (μετά την καταβολή λύτρων), μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έκαναν ένα πραξικόπημα που κατέληξε στην πρώτη από μια σειρά στάσεων που θα συγκλόνιζαν τον ελληνικό κόσμο κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής του ‘ολοκληρωτικού’ πολέμου.[29] Ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει όχι μόνο την ύπουλη φύση αυτών των πολιτικών εξεγέρσεων αλλά και την κτηνώδη μορφή που προσέλαβαν.
Στην ανάλυση του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα ο Θουκυδίδης αναδεικνύει δύο κυρίαρχες ιδέες: η μία είναι πως η βία του πολέμου οδηγεί τους εμπλεκόμενους σ’ αυτόν στο να διαπράξουν ωμότητες·[30] δεύτερον, δείχνει τα όρια μέχρι τα οποία θα φτάσουν εκείνοι που επιδιώκουν την εξουσία. Αυτό διαφαίνεται αρχικά στη δήλωσή του ότι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου παρατηρήθηκε κάθε μορφή φόνου. Πατέρες σκότωναν γιους και μολονότι δεν το γράφει ρητά, υπονοεί επίσης ότι και οι γιοι σκότωναν τους πατέρες τους· άνδρες σύρονταν έξω από ναούς και βωμούς όπου είχαν αναζητήσει καταφύγιο και θανατώνονταν, ενώ άλλους απλώς τους έχτιζαν μέσα σε αυτά τα μέρη και τους άφηναν να πεθάνουν (3.81.5).
Πίσω από αυτή τη μεγάλη αιματοχυσία κρυβόταν, όπως σημειώνει ο Wood- head, η επιδίωξη της εξουσίας.[31] Σε αυτή την περίπτωση διακυβευόταν η πολιτική δύναμη, καθώς οι Κερκυραίοι που απελευθερώθηκαν από τους Κορίνθιους είχαν ως στόχο να εξολοθρεύσουν τη δημοκρατική και φιλοαθηναϊκή εξουσία του Πειθία και να την αντικαταστήσουν με το δικό τους ολιγαρχικό και φιλοκορινθιακό πολίτευμα. Στην αναταραχή και την αιματοχυσία που ακλούθησαν σημειώθηκε πλήρης κατάρρευση της πολιτικής κοινότητας. Αγνοήθηκαν όχι μόνο τα παραδοσιακά ήθη αλλά επίσης και κάθε έννοια νομιμότητας και δικαιοσύνης, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ‘νόμιμη διαδικασία’, καθώς εκείνοι που ήταν αποφασισμένοι να καταλάβουν την εξουσία δεν επέτρεπαν να σταθεί τίποτα εμπόδιο στον δρόμο τους. Αυτό και πάλι φέρνει στον νου το επιχείρημα του Lebow πως ό, τι συμβαίνει έξω από τη γλώσσα της δικαιοσύνης εξομοιώνεται με τη χρήση της δύναμης, που οδηγεί σε μείζονες και πιο ακραίες εκφράσεις δύναμης και υπερβολής.[32] Ο Θουκυδίδης αφηγείται πώς όλα αυτά γίνονταν ορατά στην αντιστροφή της σημασίας των λέξεων που ήρθε στην επιφάνεια από την πολιτική διαμάχη και στο πλαίσιο της οποίας οι παλιοί κανόνες συμπεριφοράς χαρακτηρίζονταν πράξεις δειλίας ή ανοησίας, ενώ οι νέοι κανόνες πολιτικής βίας θεωρούνταν αρετές του τολμηρού, έξυπνου και διορατικού ανθρώπου.[33]
Ο Woodhead υποστηρίζει ότι αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούσαν προϊόν ζήλειας και αντιπαλότητας (φθόνος) ή εχθρότητας (ἔχθος).[34] Αλλά τι κάνει αυτά τα πάθη να έρθουν στην επιφάνεια; Ο Woodhead δεν απαντά στο ερώτημα αυτό. Ό, τι αφηγείται ο Θουκυδίδης έχει προκύψει από τη φρίκη του πολέμου. Ο ιστορικός καθιστά σαφές ότι οι ‘υπερβολές’ που συνδέουμε με τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα αποτελούν προϊόν της βίας του πολέμου - ότι αυτός γίνεται ‘δάσκαλος’ των ανδρών και τους οδηγεί σε περαιτέρω ωμότητες (3-82.2).
Αυτό μπορεί να ηχεί ως λήψη του ζητουμένου, αλλά όσοι δεν έχουν βιώσει τη βία του πολέμου - και δεν γνωρίζουν πώς ο πόλεμος και μπορεί και πρόκειται να αλλάξει τον ίδιο τον χαρακτήρα των ανθρώπων - δεν θα μπορέσουν να κατανοήσουν τι συνέβη στην Κέρκυρα.[35] Είναι όμως σαφές ότι οι Έλληνες εκείνης της εποχής το κατανοούσαν, αν και ελάχιστη ήταν η κατανόηση που είχαν σχετικά με τα βαθύτερα αίτια. Στο Ελένης εγκώμιον ο Γοργίας αναφέρεται στις τραυματικές εμπειρίες των ανδρών που ήρθαν αντιμέτωποι με τη βία της μάχης και στο γεγονός ότι, ακόμα και αν επιζήσουν, ‘έχουν πέσει θύματα μάταιων κόπων και φρικτών ασθενειών και δυσθεράπευτης μανίας’.[36] Αυτές οι απαντήσεις αποτελούν την άλλη όψη της θουκυδίδειας εικόνας του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκείνες που υπαινίσσεται ο Γοργίας, η βία του πολέμου έχει καταστρέψει την ικανότητα των ανδρών να λειτουργούν εντός της κοινωνίας. Σε άλλους, ωστόσο, όπως εκείνοι οι Κερκυραίοι που ανέτρεψαν την ίδια την κοινότητά τους και προκάλεσαν τη στάση, ο πόλεμος έχει ενσταλάξει μια έννοια ἔχθους: αυτό που εμείς γνωρίζουμε στον κόσμο της μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ εποχής ως ‘ανταπόδοση’, όπου η εκδίκηση με κάθε κόστος γίνεται ο κανόνας. Η κατά Woodhead αντίληψη του φθόνου αναδύεται, από το ίδιο περιβάλλον βίας και αναφέρεται σε μια ακραία έννοια ανταγωνισμού, στην οποία τα διακυβεύματα είναι μεγάλα - πρόκειται κυριολεκτικά για ζητήματα ζωής και θανάτου. Αλλά πίσω από όλα αυτά λανθάνει η εμπειρία της βίας του πολέμου, που έχει δημιουργήσει αυτές τις δυνάμεις στο μυαλό των ανδρών και τους οδηγεί στα άκρα στην πορεία αναζήτησης δύναμης και εκδίκησης.
Η αποστασία της Μυτιλήνης
Ύστερα από μια σύγκρουση που κράτησε σχεδόν έναν χρόνο οι Αθηναίοι τελικά κατέστειλαν την αποστασία της Μυτιλήνης και αρκετών ευνοϊκά διακείμενων γειτονικών πόλεων την άνοιξη του 427 π.Χ. Πικραμένοι και διψασμένοι για εκδίκηση οι Αθηναίοι επέβαλαν σκληρή τιμωρία στους πολίτες της Μυτιλήνης, μιας κάποτε πιστής συμμάχου - οι άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία θα εκτελούνταν και όλοι οι υπόλοιποι θα εξανδραποδίζονταν. Σε ένα περίφημο τμήμα της Ιστορίας ο Θουκυδίδης παραθέτει τους λόγους του Κλέωνα και του Διοδότου, στους οποίους συζητείται το θέμα της ικανότητας - ή ανικανότητας - της δημοκρατίας να κυβερνήσει μια αυτοκρατορία, μαζί με αντιπροσωπευτικές σοφιστικές ιδέες, από τις οποίες οι πιο αξιοσημείωτες ίσως είναι οι ιδέες του προσωπικού συμφέροντος και της σκοπιμότητας.[37] Αν και δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις, είναι απίθανο να μίλησαν μόνον εκείνοι οι δύο- ωστόσο, ο Θουκυδίδης τούς χρησιμοποιεί ως οχήματα, για να εξερευνήσει ορισμένες ιδέες που αφορούν τη φύση της πολιτικής ισχύος. Σε αυτές περιλαμβάνονται η έννοια της θεσμικής εξουσίας ως έννοια αυτονόητη στη δημοκρατική συζήτηση που έλαβε χώρα στην εκκλησία του δήμου σε αυτή την περίσταση, η ιδέα ότι ενίοτε υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στην άσκηση της εξουσίας και στη δικαιοσύνη της εξουσίας και η ιδέα ότι η δύναμη δεν είναι στατική αλλά δυναμική.[38]
Ο Κλέωνας και ο Διόδοτος συζήτησαν τη μοίρα των Μυτιληναίων ενώπιον της εκκλησίας των συμπολιτών τους. Στην προσπάθεια να πείσουν τους Αθηναίους να υιοθετήσουν έναν τρόπο δράσης που ο καθένας θεωρούσε κατάλληλο, ανταγωνίζονταν για το ποιος θα καθορίσει την απόφαση της εκκλησίας του δήμου. Αυτό αποτελεί, όπως σημειώνει ο Woodhead, ένα παράδειγμα θεσμικής εξουσίας που πρέπει να κατανοηθεί σε συνδυασμό με τους ρόλους διαπρεπών ατόμων όπως είναι ο Κλέωνας, ο Περικλής ή αργότερα ο Αλκιβιάδης.[39] Όπως ακριβώς στην περίπτωση παγκόσμιων γεγονότων στη σύγχρονη εποχή, οι δημοφιλείς πολιτικοί θεσμοί επηρεάζουν τα γεγονότα εξίσου με όσο τα επηρεάζουν τα άτομα. Ίσως σε αυτό το πλαίσιο γίνονται οι παρατηρήσεις που καταθέτει ο Θουκυδίδης στο σημείο αυτό σχετικά με τη φύση της αθηναϊκής δημοκρατίας μέσω των δύο ρητόρων. Μόλις ο Κλέωνας άρχισε τον λόγο του με τον οποίο καταδίκαζε τους Μυτιληναίους - και τους Αθηναίους που ζήτησαν να διεξαχθεί νέα συζήτηση στην εκκλησία, ενώ το ζήτημα είχε λυθεί με ψηφοφορία την προηγούμενη ημέρα -, επιτέθηκε στη δημοκρατία υποστηρίζοντας ότι ήταν ανίκανη να εξουσιάσει άλλους (3.37.1). Σε αυτή την επίθεση απάντησε ο Διόδοτος υποστηρίζοντας ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη λήψη ορθής απόφασης είναι η βιασύνη και η οργή, καθώς επίσης και οι ομιλητές που εκφοβίζουν όσους τους αντιπολιτεύονται (3.42.1-2). Ο λόγος του Κλέωνα, ωστόσο, επεκτείνει την επίθεση στη δημοκρατία συγκρίνοντας τις διαδικασίες διαβούλευσης με το θέατρο, όπου τα ωραία λόγια και οι φανταχτεροί λόγοι είναι τα μόνα πράγματα που θαυμάζουν οι θεατές, ενώ τα πραγματικά γεγονότα που επηρεάζουν τις ζωές και το μέλλον των Αθηναίων αγνοούνται, καθώς επίσης και οι φρόνιμες συμβουλές (3.38.2-4).
Σε αυτούς τους λόγους ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει μια διάσταση της δύναμης που είναι εντελώς καινούρια: τον ρόλο της κοινωνίας στον καθορισμό των ζητημάτων πολιτικής που επηρεάζουν όχι μόνο την ίδια αλλά και άλλους. Καθώς ο Κλέωνας και ο Διόδοτος συζητούν, το διακύβευμα είναι εξίσου η γνώμη των Αθηναίων όσο και οι ζωές των Μυτιληναίων· αφορά εξίσου την πορεία της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας όσο και τη ζωή ή τον θάνατο της Μυτιλήνης. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στο τέλος οι Αθηναίοι απορρίπτουν τη σκληρή, κτηνώδη πολιτική που συνέστησε ο Κλέωνας και επιλέγουν την κατά τι ηπιότερη εισήγηση του Διοδότου. Η απόφαση υποδηλώνει ότι, τουλάχιστον σε αυτή την περίσταση, η πλειοψηφία των Αθηναίων συνειδητοποίησε ότι οι μνησίκακες ενέργειες καταστολής δεν ήταν απλώς κοντόφθαλμες αλλά και αντιπαραγωγικές.
Ενώ μέριμνα του Κλέωνα είναι η άσκηση εξουσίας, ο Αθηναίος πολιτικός έχει παρ’ όλα αυτά επίγνωση του γεγονότος ότι υπό συζήτηση έχουν επίσης τεθεί η δικαιοσύνη και η ορθή συμπεριφορά. Οι Μυτιληναίοι, δηλώνει στους Αθηναίους, θα πρέπει να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει για το έγκλημά τους· είναι όλοι εξίσου ένοχοι, τόσο εκείνοι που υποκίνησαν την εξέγερση όσο και εκείνοι που άλλαξαν γνώμη αργότερα και άνοιξαν τις πύλες της πόλης στις Αθηναϊκές δυνάμεις.[40] Στο τέλος του λόγου του ο Κλέωνας επιστρέφει στην εξής άποψη: ‘Τιμωρήστε τους τώρα όπως τους αξίζει και δείξτε στους υπόλοιπους συμμάχους με ένα εύγλωττο παράδειγμα ότι ο θάνατος θα είναι η ποινή για οποιονδήποτε εξεγείρεται’ (3.40.7).
Αυτός ο σκληρός ορισμός της δικαιοσύνης βρίσκει την απάντησή του στα λόγια του Διοδότου, που ασκεί την αρχαιότερη ίσως κριτική σε βάρος της θανατικής ποινής, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι θα παρακινούνται πάντοτε από τέτοιους παράγοντες όπως η φτώχεια, η πλεονεξία και τα ανθρώπινα πάθη να αναλάβουν κινδύνους ή να παραβιάσουν τον νόμο (3-45).[41] Εξαιτίας αυτού ο Διόδοτος υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να κρίνουν τι είναι καλύτερο ή χρήσιμο για τους ίδιους και να δράσουν αναλόγως. Με αυτή την άποψη ο Αδιάδοτος αντικρούει τον ισχυρισμό του Κλέωνα ότι το να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους είναι εξίσου δίκαιο όσο και πρόσφορο, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοιου είδους πολιτική είναι ατελέσφορη. Οι Αθηναίοι δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που ανακάλυψαν τα προβλήματα και τους κινδύνους τού να εξουσιάζεις άλλους. Άλλες αυτοκρατορίες και δυνάμεις κατοχής έχουν έρθει αντιμέτωπες με εξεγέρσεις και πράξεις ανυπακοής και έχουν λάβει αποφάσεις που ελάχιστα διαφέρουν από εκείνες που έλαβαν οι Αθηναίοι το 427 π.Χ.
Στα καταληκτικά λόγια του προς τους Αθηναίους ο Κλέωνας δηλώνει, παραδόξως, ότι είναι εξίσου δίκαιο όσο και πρόσφορο να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους και ότι αν δεν το κάνουν, θα καταδικάσουν τους εαυτούς τους.[42] Γιατί; Επειδή αν οι Μυτιληναίοι είχαν δίκιο που αποστάτησαν, τότε οι Αθηναίοι είχαν άδικο που τους εξουσιάζουν. Κατόπιν, ο Κλέωνας ισχυρίζεται ότι, αν οι Αθηναίοι ψήφιζαν να μην τιμωρήσουν τους πρώην συμμάχους τους, θα έπρεπε να παραδώσουν την αυτοκρατορία τους, έτσι ώστε να ζουν ειρηνικά. Ο Θουκυδίδης ανέπτυξε αυτή την ιδέα σε πολλά σημεία, προτού διερευνήσει λεπτομερώς το ζήτημα στην αφήγηση της εξέγερσης της Μυτιλήνης. Σε μια δημηγορία στη Σπάρτη πριν αρχίσει ο πόλεμος ένας ανώνυμος Αθηναίος ομιλητής δήλωνε με παρρησία ότι οι Αθηναίοι είχαν αποκτήσει την αυτοκρατορία τους όχι διά της βίας, αλλά επειδή τους την είχαν παραδώσει οι Σπαρτιάτες. Ισχυρίστηκε ακόμα και ότι ‘και από τότε, επειδή δεν αισθανόμαστε ασφαλείς, εξαιτίας της έχθρας πολλών - μερικοί μάλιστα απ’ τους συμμάχους μας είχαν αποστατήσει και τους είχαμε υποτάξει - κ’ επειδή δεν μας θεωρούσατε φίλους όπως πριν, αλλά σας είχαμε γίνει ύποπτοι και μας είχατε γίνει αντίθετοι, δεν μπορούσαμε πια να χαλαρώσουμε την επιβολή μας χωρίς να εκτεθούμε σε κίνδυνο, γιατί όσοι θ’ αποστατούσαν από μας θα γίνονταν σύμμαχοί σας’.[43] Δύο χρόνια αργότερα και ενώ το ηθικό των Αθηναίων ήταν χαμηλό, κάτι που οφειλόταν στις ήττες που είχαν υποστεί και στον λοιμό, ο Περικλής έφερε τους Αθηναίους αντιμέτωπους με τη ζοφερή πραγματικότητα: ‘Δεν είναι πια καιρός να παραιτηθείται από την ηγεμονία σας αυτή, ακόμα κι αν μερικοί από σας, από φόβο των κινδύνων, θα το πρότειναν δείχνοντας το θάρρος τους αδρανώντας. Την ηγεμονία που έχετε, την ασκείτε πια σαν τυραννίδα, που η απόκτησή της θεωρείται άδικη, αλλά η παραίτηση απ’ αυτήν θα ήταν επικίνδυνη’ (2.63.2).
Όπως σημειώνει ο Woodhead, αυτό το γεγονός υποδηλώνει το πρόβλημα της εξουσίας, όπως επίσης και την εγγενή φύση της και τους έμφυτους κινδύνους από την άσκησή της.[44] Η εξουσία δεν είναι στατική, αλλά έχει τη δική της δυναμική, που ουσιαστικά προκαλεί σε μια ισχυρή ή ηγεμονική πόλη-κράτος μια τάση να ενεργεί με βία και αλαζονεία (αυτ., 47). Αν και θα μπορούσε να παρατεθεί μια πληθώρα παραδειγμάτων αυτού του φαινομένου, η υποταγή της Μήλου από τους Αθηναίους και η αποτυχημένη απόπειρα κατάχτησης της Σικελίας από τους ίδιους αποκαλύπτουν αυτούς τους παράγοντες με κάθε επιθυμητή σαφήνεια.
Ο διάλογος των Μηλίων
Το 415 π.Χ. η Αθήνα επεχείρησε να εντείνει τον έλεγχο που είχε επί της αυτοκρατορίας της και να δείξει ότι δεν θα ανεχόταν καμία αντίσταση στη δύναμη και την αξιοπρέπειά της, είτε αληθινή είτε φανταστική.[45] Ο στόχος της σε αυτή την περίπτωση ήταν η μικρή νήσος-πόλις της Μήλου, που, μολονότι αποτελούσε παλιά αποικία της Σπάρτης, είχε παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο. Στο πιο περίφημο ίσως τμήμα της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης παραθέτει τον Διάλογο των Μηλίων, μια συζήτηση που φέρεται να έγινε ανάμεσα στους Αθηναίους στρατηγούς και τους ηγέτες της Μήλου σχετικά με τη μοίρα αυτής της μικρής κοινότητας. Αν και ο διάλογος αποτελεί, ασφαλώς, κατασκεύασμα του Θουκυδίδη, είναι πολύ πιθανό να περιλαμβάνει πληροφορίες που μεταφέρθηκαν στον Θουκυδίδη τόσο από Αθηναϊκές όσο και (πιθανότατα) από Μηλιακές πηγές σχετικά με όσα είπαν οι δύο πλευρές μεταξύ τους.[46] Σε αυτό το από- σπασμα η ανάλυση του Lebow σχετικά με τη δύναμη ως αυτό που εφαρμόζεται άδικα αντηχεί μέσω των δηλώσεων που κάνουν οι Αθηναίοι.
Από την αρχή του διαλόγου οι Αθηναίοι καθιστούν σαφές ότι διακυβεύεται η ίδια η επιβίωση των Μηλίων και συνδέουν αυτό το γεγονός με τη σοφιστική ιδέα του ατομικού συμφέροντος, ότι δηλαδή συμφέρει τους Αθηναίους να πείσουν τους Μηλίους να ενδώσουν ειρηνικά και αμαχητί, όπως ακριβώς συμφέρει τους Μηλίους, πολύ απλά, να επιβιώσουν (5-87-88, 92-95)· Ωστόσο, ο Θουκυδίδης αναπτύσσει επίσης στην αρχή της συζήτησης την ιδέα ότι αυτά που συζητούν οι δύο πλευρές είναι ζητήματα δύναμης. Οι Αθηναίοι δηλώνουν ευθέως ότι δεν θα καταφύγουν στα ‘ωραία λόγια’ και στον ‘λόγο που δεν πείθει’ (5-89.1). Αυτές, όπως υποδεικνύει ο Woodhead, είναι αντιπροσωπευτικές αντιδράσεις εκείνων που έρχονται αντιμέτωποι με τον ισχυρό άνδρα ή το ισχυρό κράτος και που ‘θα προσπαθήσουν να συγκαλύψουν την εχθρότητα και τον φθόνο τους λέγοντας ότι υποστηρίζουν τη δικαιοσύνη, την ισότητα ενώπιον του νόμου, την ειρήνη, την ανθρωπιά [και| την ίδια την ηθική’.[47]
Οι Αθηναίοι δηλώνουν ότι θέλουν να γίνει μια απλή συζήτηση και να δοθεί ένας ορισμός της δύναμης και της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη, ισχυρίζονται, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να κριθεί μεταξύ δυνάμεων που είναι ισοδύναμες - όταν αυτό δεν ισχύει, όπως είναι σαφές ότι συμβαίνει ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μήλο, το δίκαιο είναι απλώς ένα ζήτημα ωμής δύναμης που επιβάλλουν οι ισχυροί και αποδέχονται οι αδύναμοι.[48] Αυτό το χωρίο, που έχει έναν απόηχο στο 5-101, όπου ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε έναν ισόρροπο αγώνα, εκφράζει με τέλειο ίσως τρόπο το επιχείρημα του Lebow ότι δύναμη είναι αυτό που εφαρμόζεται άδικα. Αυτό που αποκαλύπτεται επίσης σε αυτά τα χωρία είναι το επιχείρημα που προαναφέρθηκε ότι ουσία, της δύναμης είναι η έκταση της στρατιωτικής ισχύος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ο πλούτος που την υποστηρίζει. Όπως καθιστούν σαφές οι Αθηναίοι με αφθονία παραδειγμάτων, διαθέτουν ανώτερη δύναμη, που οι Μήλιοι δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα συναγωνιστούν· οι Σπαρτιάτες, αφού και οι ίδιοι έχουν την τάση να κάνουν ό, τι είναι χρήσιμο για τους εαυτούς τους, δεν πρόκειται να τους υποστηρίξουν (5.89· 5.101- 5.106-110).
Η ισχύς κρίνεται (αυτό είναι άποψη και των Αθηναίων) μεταξύ ισάξιων δυνάμεων (5.89). Ωστόσο, δεν συμβαίνει επίσης, υπονοούν οι Μήλιοι, να κερδίζει μερικές φορές το ‘αουτσάιντερ’; Οι Μήλιοι σημειώνουν ότι μερικές φορές η τύχη του πολέμου κλίνει απότομα προς την πλευρά εκείνων που υπολείπονται αριθμητικά και είναι υποδεέστεροι σε δύναμη και σε αυτό βασίζουν τις ελπίδες του (5-102). Οι Αθηναίοι αντικρούουν αυτό το επιχείρημα σημειώνοντας ότι η ‘ελπίδα’ είναι η παρηγοριά εκείνων που κινδυνεύουν, που βρίσκουν παρηγοριά στις προφητείες και στους χρησμούς και που έτσι απλώς επιταχύνουν την καταστροφή (5.103).
Η ανάλυση της δύναμης στην οποία προβαίνει ο Θουκυδίδης βασίζεται σε παρατηρήσεις όχι μόνον αυτού που συνέβη στη Μήλο αλλά παρόμοιων γεγονότων που σημειώθηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου.[49] Η αποτυχία της διπλωματίας, όπως αυτή σημειώθηκε στα γεγονότα του 433-31 ή στην κατάρρευση της Ειρήνης του Νικία, ανάγκασε τις ελληνικές πόλεις-κράτη να λύσουν τις διαφορές τους καταφεύγοντας στην ωμή στρατιωτική δύναμη. Μερικές φορές η στρατηγική ικανότητα, π.χ. του Βρασίδα στη Μακεδονία, ή η στρατιωτική ικανότητα των Σπαρτιατών στη Μαντίνεια (που αντιστάθμισαν τις άστοχες εντολές του Άγη με το θάρρος τους), έκριναν τις μάχες. Σε άλλες περιπτώσεις ο φαινομενικά ισχυρός έχασε: οι ‘ανίκητοι’ Σπαρτιάτες που παραδόθηκαν στη Σφακτηρία ή η παντοδύναμη αθηναϊκή στρατιά που υπέστη πανωλεθρία στη Σικελία είναι τα διδακτικότερα παραδείγματα. Αλλά πώς πρέπει να εξηγηθεί η αδυναμία του Θουκυδίδη για το θέμα της δύναμης; Γιατί συνθέτει μια λογοτεχνική μυθοπλασία όπως είναι ο διάλογος των Μηλίων που διερευνά με τέτοιον ωμό τρόπο τη φύση της δύναμης και της ηγεμονίας; Δεν μας δίνει δυστυχώς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και έτσι μένουμε απλώς να εικάζουμε τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποίησε τόσο κυνική γλώσσα. Ωστόσο, δεν θα ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά που μια τέτοια κυνική ρεαλιστική πολιτική θα διατυπωνόταν από έναν απογοητευμένο στρατιώτη και πολιτικό, ο οποίος στο τέλος της ζωής και της σταδιοδρομίας του συνειδητοποιεί ότι η στρατιωτική δύναμη είναι η λύση που προτιμά ο άνθρωπος για την επίλυση των διαφορών.[50]
Η Σικελική εκστρατεία
Το καλοκαίρι του 415 π.Χ. μια τεράστια στρατιωτική δύναμη - περισσότερα από εκατό πολεμικά πλοία και όχι λιγότεροι από πέντε χιλιάδες Αθηναίοι και σύμμαχοι στρατιώτες μαζί με έναν μεγάλο αριθμό μισθοφόρων - έπλευσε στη Σικελία υπό την κοινή διοίκηση του Αλκιβιάδη, του Λάμαχου και του Νικία. Ο στόχος τους ήταν απλός, φαινομενικά τουλάχιστον: να κατακτήσουν το νησί και να το θέσουν υπό Αθηναϊκή κυριαρχία. Αν υπάρχει ένα επεισόδιο στη θουκυδίδεια αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου που εκφράζει τις πολυποίκιλες διαστάσεις της δύναμης και της πολιτικής της ισχύος, είναι αυτό και γι’ αυτό πρέπει να εξετασθεί εδώ.[51]
Οι Έλληνες της Σικελίας είχαν επιχειρήσει να λύσουν τις διαφωνίες τους σε ένα συνέδριο που έγινε στη Γέλα το 424, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια η συμφωνία κατέρρευσε. Καθώς οι Συρακούσες, η ισχυρότερη πόλη στο νησί, επιχείρησαν να παγιώσουν την ηγεμονική θέση τους, οι γειτονικές πόλεις της Εγέστας και των Λεοντίνων απηύθυναν νέες εκκλήσεις στους Αθηναίους για βοήθεια.[52] Αυτό οδήγησε σε μια εκτενή συζήτηση στην Αθήνα, στην οποία ο Θουκυδίδης εξερευνά ιδέες της δύναμης και της πολιτικής της ισχύος, καθώς και το μέλλον της αυτοκρατορίας.
Η συζήτηση που αφηγείται ο Θουκυδίδης ήταν έντονη και δείχνει ακριβώς πόσο εξημμένες μπορούσαν να είναι οι ανταλλαγές ιδεών στην Αθηναϊκή εκκλησία. Η συζήτηση επίσης απεικονίζει την παρατήρηση του Woodhead για τη φύση της ‘θεσμικής εξουσίας’ και το γεγονός ότι η Αθηναϊκή εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί όργανο εξουσίας.[53] Μολονότι η αφήγηση του Θουκυδίδη υπαινίσσεται τη συμμετοχή ποικίλων ομιλητών (συμπεριλαμβανομένου ενός ανώνυμου Αθηναίου που προκαλεί τον Νικία να αναλάβει δράση), η συζήτηση που παραθέτει ο Θουκυδίδης περιστρέφεται γύρο:> από τον Αλκιβιάδη και τον Νικία, τις δύο ηγετικές πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής. Ο Νικίας, γνωστός για την τύχη και τη σύνεσή του, είχε διαπραγματευθεί την Ειρήνη που φέρει το όνομά του και ήταν αντίθετος στην εισβολή στη Σικελία. Στη συζήτηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την εμποδίσει, καθώς επίσης και για να υποχρεώσει τους Αθηναίους να τον αντικαταστήσουν από τη θέση του ενός εκ των διοικητών της εκστρατείας. Στην αντίθετη πλευρά βρισκόταν ο Αλκιβιάδης, κληρονόμος της οικογένειας του Περικλή και γνωστός στην πόλη για τις πολυδάπανες συνήθειές του αλλά επίσης και για τη συμμαχία της Αθήνας με το Άργος που πρόσφατα μεσολάβησε ώστε να συνομολογηθεί, μια συμφωνία που, αν ο Θουκυδίδη ερμηνευθεί προσεκτικά, απέτυχε να εκπληρώσει όσα ο Αλκιβιάδης είτε ήλπιζε είτε καυχιόταν ότι 0α πετύχει. Ο Θουκυδίδης επιτείνει την αντίθεση ανάμεσα στους δύο, επισημαίνοντας όχι μόνο τη διαφορά ηλικίας (που εκφράζει επίσης την ιδέα του παλιού σε σύγκριση με το νέο) αλλά επίσης και μια αίσθηση επιφυλακτικότητας απέναντι σε ένα πνεύμα περιπέτειας που πλησιάζει την απερισκεψία.
Στην πρώτη δημηγορία του με θέμα την προτεινόμενη εκστρατεία (6.8.4- 6.14) ο Νικίας υποστήριξε ότι οι Αθηναίοι θα εμπλέκονταν σε μια επιχείρηση που δεν τους αφορούσε, ότι επηρεάζονταν από ξένους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια και που θα έλεγαν τα πάντα, προκειμένου να κάνουν τους Αθηναίους να πολεμήσουν για εκείνους. Η αποστολή ακόμα και της μετρίου μεγέθους δύναμης που συζητιόταν τότε του φαινόταν επίσης κοντόφθαλμη, αν λαμβανόταν υπόψη η επισφαλής κατάσταση που επικρατούσε στην ίδια την Ελλάδα. Η πρόσφατη ειρήνη κάθε άλλο παρά σταθερή ήταν. Η Σπάρτη την είχε αποδεχθεί, απλώς για να πετύχει την απελευθέρωση των ανδρών που είχαν αιχμαλωτισθεί στη Σφακτηρία και τώρα σχεδίαζε ασφαλώς τρόπους για να υπονομεύει τους Αθηναίους. Ο Νικίας παρατήρησε ότι ίσως οι Αθηναίοι να ήταν σε θέση να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, αν επικρατούσαν των εχθρών τους. Ωστόσο, η Σικελία, τόσο απομακρυσμένη, αποτελούσε μια διαφορετική περίπτωση και η διατήρηση της κυριαρχίας σε έναν τόσο απομακρυσμένο τόπο θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.
Ο Νικίας διατυπώνει το ενδιαφέρον επιχείρημα ότι μερικές φορές μια δύναμη εντυπωσιάζει περισσότερο, όταν παραμένει σε απόσταση επιτρέποντας στη φήμη της να τρομοκρατεί πιθανούς εχθρούς. Μια αποτυχημένη, ή ακόμα και μια εν μέρει επιτυχημένη, επίθεση, μια επίθεση που πρέπει να υποστηριχθεί από ενισχύσεις θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις, καθώς οι εχθροί ίσως φαντασθούν ότι η δύναμη που φοβούνταν έως τότε είναι μια χάρτινη τίγρη και γι’ αυτό θελήσουν να συμμαχήσουν με άλλους για να της επιτεθούν (6.11.4). Είναι καλύτερο, προτείνει ο Νικίας, να αφήνεις τον κόσμο να νομίζει ότι είσαι ισχυρός και έτσι να παραμένεις επίφοβος παρά να τους δίνεις διαφορετική εντύπωση. Επομένως, αυτό που ο Νικίας προτείνει στους Αθηναίους είναι μια πολιτική αυτοσυγκράτησης, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα και να μην υπερβούν τις δυνατότητές τους. Το επιχείρημά του έχει ενδιαφέρον, καθώς απηχεί θέματα που διατυπώνονται από τους Αθηναίους στον διάλογο των Μηλίων, ιδιαίτερα την εξήγηση για τις απαιτήσεις που προβάλλουν στους Μηλίους: είναι υποχρεωμένοι να ενεργούν, έτσι ώστε να κάνουν τους άλλους να έχουν επίγνωση της δύναμής τους. (5-92-95)
Η αυτοσυγκράτηση και η επιφύλαξη που προτείνει ο Νικίας βρίσκουν το αντίθετο άκρο τους στον Αλκιβιάδη. Στον αντίλογό του ο Αλκιβιάδης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν στη Σικελία: οι περισσότερες πόλεις εκεί ήταν ανοργάνωτες λόγω εσωτερικών αναταραχών και υστερούσαν σε στρατιωτική ισχύ (6.17.2-3). Οι Συρακούσες, η μεγάλη δύναμη του νησιού, ήταν τόσο μισητές, που μόλις οι Αθηναίοι έκαναν την εμφάνισή τους, η πόλη θα αντιμετώπιζε τον γενικό ξεσηκωμό του ντόπιου πληθυσμού του νησιού, που θα συσπειρωνόταν με τους Αθηναίους. Με ακόμα λιγότερα μέσα από αυτά που είχαν τώρα στην κατοχή τους οι πρόγονοί τους, ισχυρίζεται ο Αλκιβιάδης, είχαν σημειώσει ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία εναντίον των Περσών και έτσι τώρα δεν θα έπρεπε να διστάσουν να δράσουν. Η προοπτική είναι η ηγεμονία επί όλων των Ελλήνων - από εκείνους στη Σικελία μέχρι εκείνους στην πατρίδα - και το ελάχιστο δυνατό που θα επιτύχουν είναι η εξολόθρευση της δύναμης και της αλαζονείας των Συρακουσών.
Ο τολμηρός και υπερβολικός αυτός ισχυρισμός του Αλκιβιάδη αφορά επίσης την Αθηναϊκή αυτοκρατορία. Ο Αθηναίος πολιτικός υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι είχαν την υποχρέωση να βοηθήσουν τους Εγεσταίους, που οι οι ίδιοι είχαν κάνει συμμάχους τους, προκειμένου να αποτρέψουν επιθέσεις εναντίον τους στην ίδια την Ελλάδα. Συμμαχίες όπως αυτές συνέβαλαν στην ηγεμονία που ασκούσαν οι Αθηναίοι, αλλά η πρόθυμη ανταπόκριση στην έκκληση ενός συμμάχου που αντιμετώπιζε δυσκολίες ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διατήρηση αυτής της ηγεμονίας. Οι ηγεμονίες επιβιώνουν, ισχυρίζεται, επειδή, όταν βλέπουν τον κίνδυνο να πλησιάζει, τον προλαβαίνουν και δεν περιμένουν να εκδηλωθεί. Μια ‘μέτριου’ μεγέθους ηγεμονία ή μια ηγεμονία που είναι ‘ακριβώς τόση όση αρκεί’ δεν είναι ρεαλιστική. Αντίθετα, οι ηγεμονίες πρέπει να αυξάνονται και να επεκτείνονται, αν θέλουν να επιβιώσουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, συνεχίζει, η επιθετική πολιτική είναι απαραίτητη όχι μόνον απέναντι στη Σικελία αλλά επίσης και όσον αφορά την πάταξη αποστασιών ή προκλήσεων σε βάρος της αθηναϊκής ηγεμονικής δύναμης. Αν δεν αλλάξετε τις συνήθειές σας, δηλώνει ο Αλκιβιάδης, άλλοι θα σας εξουσιάζουν, αν δεν τους εξουσιάζετε εσείς (6.18.3). Είνεται σαφές ότι σε αυτόν τον λόγο ο Θουκυδίδης διατυπώνει παρατηρήσεις για τη φύση της δύναμης και της ηγεμονίας που έχει θίξει προηγουμένως: πρόκειται για την ιδέα ότι η δύναμη δεν είναι στατική και ότι το να την εγκαταλείψεις είναι επικίνδυνο. Αυτή την άποψη την είχαν διατυπώσει τόσο ο Περικλής όσο και ο Κλέωνας σε ποικίλες περιστάσεις και τώρα ο Αλκιβιάδης τη διατυπώνει εκ νέου.
Ο λόγος του Αλκιβιάδη ήταν φορτισμένος. Οι εκκλήσεις των Εγεσταίων και των Λεοντίνων απλώς ενίσχυσαν όσα είπε και παγίωσαν την απόφαση των Αθηναίων να επιχειρήσουν την εκστρατεία. Ο Νικίας προσπάθησε μια τελευταία φορά να σταματήσει αυτό που θεωρούσε παραλογισμό (6.20-23). Επιχείρησε να τρομάξει τους Αθηναίους λέγοντάς τους ότι είχαν να αντιμετωπίσουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Σικελία και ότι γι’ αυτό έπρεπε να αυξήσουν τη δική τους αναλόγως. Ένας ανώνυμος Αθηναίος τον προκάλεσε να δηλώσει ποιες ήταν οι ανάγκες αυτές και όταν αυτές εγκρίθηκαν, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ενδώσει στην κοινή γνώμη. Ο Θουκυδίδης επίσης περιγράφει μια σκηνή γενικής ικανοποίησης στην Αθήνα με ό, τι είχε αποφασιστεί. Οι πρεσβύτεροι Αθηναίοι σκέφτονταν με ικανοποίηση τα μέρη που θα προσέθεταν τώρα στην ηγεμονία. Οι νεότεροι άνδρες ανυπομονούσαν για το ταξίδι σε έναν μακρινό τόπο και για τις συναρπαστικές εμπειρίες που θα βίωναν - ένας ενθουσιασμός που βρίσκει αντιστοιχίες σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, ουσιαστικά σε κάθε στρατό. Οι φτωχότεροι Αθηναίοι, οι άνδρες που θα κωπηλατούσαν στα πλοία του στόλου, έβλεπαν την εκστρατεία ως ένα μέσο για να κερδίσουν τα προς το ζην, τόσο τώρα όσο και αργότερα, ως αποτέλεσμα της ηγεμονίας που θα μεγάλωνε.
Η εικόνα που σκιαγραφεί εδώ ο Θουκυδίδης για τη δημοκρατική και ηγεμονική Αθήνα είναι εκείνη, όπως σημειώνει ο Woodhead, της ‘επίδειξης δύναμης εν δράσει’.[54] Παρουσιάζει την έννοια της δύναμης, όπως παρατήρησε ο Mearsheimer στην αρχή αυτής της συζήτησης, να συνίσταται στον πλούτο και στις στρατιωτικές δυνάμεις μιας πόλης-κράτους. Ο ιστορικός αποκαλύπτει επίσης τη φύση της ‘θεσμικής εξουσίας’ και πώς ένας λαός, σε αυτή την περίσταση οι Αθηναίοι, έχει αποφασίσει στο πλαίσιο ενός επίσημου, οργανωμένου πολιτικού οργάνου της πόλης να χρησιμοποιήσει τον πλούτο και τη στρατιωτική δύναμή του, για να αποκτήσει ακόμα περισσότερο πλούτο και, μέσω αυτού, περισσότερη δύναμη. Η δύναμη δεν είναι στατική: όπως καθιστά σαφές ο Θουκυδίδης, ή τη χρησιμοποιείς ή τη χάνεις.
Η επικαιρότητα του Θουκυδίδη σήμερα
Έχει ακόμα αξία ο Θουκυδίδης στις αρχές του 21ου αιώνα; Σε ένα συνέδριο το 2003 που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Brown με θέμα ‘Πόλεμος, Ειρήνη και Συμφιλίωση στον Αρχαίο Κόσμο’ οι συμμετέχοντες που αντιπροσώπευαν τις κλασικές σπουδές, την ιστορία και τις πολιτικές επιστήμες εξέτασαν τα ζητήματα που θίξαμε παραπάνω.[55] Στην καταληκτική συνεδρία ο πολιτικός επιστήμονας P. Terrance Hopmann παρατήρησε ότι ο κόσμος ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζει τα προβλήματα που προκαλούσαν την έκρηξη πολέμων μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων. Παρά τις προσπάθειες οργανισμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη η διεθνής κοινότητα παραμένει κατεξοχήν άναρχη: αντιμετωπίζει ζητήματα ισορροπίας δυνάμεων και φόβους σχετικά με το δίλημμα ασφαλείας, προσπαθεί να υπερνικήσει την ανθρώπινη τάση να θεωρεί τους ‘Άλλους’ ακριβώς αυτό. Όπως ακριβώς στον αρχαιοελληνικό κόσμο, οι δυσκολίες στην εξεύρεση τρόπων για τη διευθέτηση των διαφορών αντί για την επίλυσή τους στο πεδίο της μάχης παραμένουν οι ίδιες. Οι περιστάσεις που οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να εισβάλουν στο Ιράκ την άνοιξη του 2003 λειτουργούν ως διδακτικό παράδειγμα αυτών των ζητημάτων.[56] Αυτά είναι ζητήματα, επομένως, που ο ρεαλιστής Θουκυδίδης διέκρινε στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα π.Χ. και που εμείς μπορούμε επίσης να τα διακρίνουμε ολοκάθαρα στις αρχές του 21ου αιώνα.
---------------------------
---------------------------
[1] Παρατίθεται στον Mearsheimer (2001) 23.
[2] Παρατίθεται στον Mearsheimer (2001) 23·
[3] Οι αναγνώστες ας σημειώσουν τη μελέτη του A. G. Woodhead (1970). Αν και το έργο του Woodhead παραμένει χρήσιμο σήμερα, προσπάθησα να εισφέρω στη συζήτηση ιδέες και απόψεις πολιτικών επιστημόνων για τη φύση της πολιτικής ισχύος και κάποια εξήγηση του επίμονου ενδιαφέροντος του Θουκυδίδη γι’ αυτήν.
[4] Dahl (1957) 202 κ.ε.
[5] Woodhead (1970) 10-12, στο 12: ‘Ασφαλώς οι άνθρωποι επιζητούσαν τη δύναμη· ασφαλώς διατήρησαν τον έλεγχο πάνω της ή έβαλαν τα δυνατά τους για να το πετύχουν, όταν την κατείχαν. Αυτό ήταν ένα φυσικό φαινόμενο, ένα ουδέτερο φαινόμενο, ούτε καλό ούτε κακό. Και ακόμα είναι' (η έμφαση δική μου).
[6] Lebow (2003) 122.
[7] Betant (1847) 2.77-79.
[8] Raaflaub (2004) 151.
[9] Mearsheimer (2001) 84.
[10] (2001) 83.
[11] Βλ. παραπάνω σημ. 1· προτάθηκε από τον Woodhead (1970) 14.
[12] Ο Woodhead (1970) 14 και 183, σημ. 24, παραθέτει μελέτες για τη δήλωση του Acton ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι ‘η δύναμη δεν οδηγεί απαραιτήτους στη διαφθορά ή στον εξευγενισμό’ και ότι πολλοί παράγοντες καθορίζουν την έκβαση της εφαρμογής της. Αλλά αυτές οι μελέτες αγνοούν τις εγγενείς και αληθινές συνιστώσες της δύναμης που οδηγούν στο είδος της διαφθοράς που υπαινίχθηκε ο Acton. Βλ. τη συζήτηση που ακολουθεί.
[13] Πολλές εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί από την εποχή που πρωτογράφηκε το δοκίμιο το 1940/41 στο Cahiers du Sud. Η έκδοση που χρησιμοποιείται εδώ είναι αυτή του Holoka (2003).
[14] Holoka (2003) 61.
[15] Ο Θουκυδίδης σημειώνει (7.30.3) ότι η μοίρα της Μυκαλησσού υπήρξε εξίσου θλιβερή με οτιδήποτε άλλο συνέβη στον πόλεμο, κάτι που υποδηλώνει ότι την παραθέτει, ώστε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για όλες τις φρικαλεότητες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
[16] Για μια συζήτηση της ορολογίας ‘Πρώτος’ (και ‘Δεύτερος’) Πελοποννησιακός Πόλεμος βλ. D. Μ. Lewis (1997) 9, που προσθέτει ότι δεν μπόρεσε να εξακριβώσει την προέλευσή τους. Ο ‘Πρώτος’ Πόλεμος, όπως σημειώνει, ήταν σε μεγάλο βαθμό μια υπόθεση μεταξύ της Αθήνας και της Κορίνθου.
[17] Βλ. ακόμα Raaflaub (1994) 105 κ.ε.
[18] Βλ. ακόμα Θουκ. 1.75.4 και την αναφορά από τους ανώνυμους Αθηναίους ομιλητές σε σπαρτιατικές υποψίες για αθηναϊκές ενέργειες κατά τα έτη που προηγήθηκαν της έκρηξης του πολέμου το 431 π.Χ.
[19] Ο Badian (1993) 154, ακολουθώντας τον Θουκ. 1.139.1, σημειώνει ότι υπήρχαν ‘πολλές’ τέτοιες πρεσβείες, αν και ο Θουκυδίδης σχολιάζει μόνον εκείνες που συζητούνται εδώ.
[20] Εξιστορείται στον Πλοΰτ. Περ. 30.1, αν και αμφισβητείται από τον Stacker (1989) 274. Ωστόσο, βλ. Lewis (1977) 49, σημ. 157, ο οποίος αναφέρεται στους μελετητές του 19ου αιώνα, π.χ. τους Rennie, Starkie και van Leeuwen, που πρώτοι έκαναν την παρατήρηση και αποδέχθηκαν την αυθεντικότητα του σχολίου του Πολυάλκη.
[21] Ο Θουκυδίδης (1.23.4) γράφει ότι και η Αθήνα και η Σπάρτη παραβίασαν την ανακωχή (ο Hornblower, Comm. 1.64, δεν το σχολιάζει). Άλλες αναφορές στην ειρήνη: Θουκ. 1.115.1' 2.2.1- 7.18.2. Σχολιάζοντας την τελευταία αναφορά ο Dover, HCT 4.394, υποστηρίζει ότι οι πρεσβείες των Σπαρτιατών είχαν ως πρόθεση να προκαλέσουν αρνητική απάντηση εκ μέρους των Αθηναίων. Αυτό φαντάζει υπερβολικά κυνικό και υποβαθμίζει τα λίγα που μπορούμε να μάθουμε για τις σπαρτιατικές ειρηνευτικές προσπάθειες. Πρβλ. επίσης Badian (1993) 125-62 (ιδ. 143-44), που υποστηρίζει ότι ο Θουκυδίδης διαστρεβλώνει τη ‘συνωμοτικότητα και δολιότητα’ της Σπάρτης.
[22] Αποκαλούμενο έτσι από τον κοινό τηλεφωνικό αριθμό εκτάκτου ανάγκης στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ειδοποίηση της Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής ή των Πρώτων Βοηθειών.
[23] Mearsheimer (2001) 32 κ.ε.
[24] Οι Συρακούσες, η σημαντικότερη πόλη-κράτος στη Σικελία, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια εναλλακτική λύση. Ωστόσο, οι Συρακούσες είχαν ιδρυθεί από την Κόρινθο και οι δύο πόλεις-κράτη διατηρούσαν τους δεσμούς που άρμοζαν σε μητρόπολη και αποικία και που θα καθιστούσαν τη μεσολάβηση των Συρακουσών μη αποδεκτή από την Αθήνα.
[25] Mearsheimer (2001) 21· 86· 114-25.
[26] Mearsheimer (2001) 21.
[27] Βλ. Badian (1993) 125, που σημειώνει τη συζήτηση σχετικά με την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου, που είναι παρόμοια με εκείνη που ακολούθησε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
[28] Παρατίθεται στον Mearsheimer (2001) 86.
[29] Για το ιστορικό πλαίσιο βλ. Θουκ. 3.70-81. Ο S. Lattimorc (1998) 168 σημ. υποστηρίζει ότι ήταν μάλλον η πρώτη παρά ‘ανάμεσα στις πρώτες’.
[30] Θουκ. 3-82.2. Το θέμα υπερβαίνει τα όρια αυτής της συζήτησης, αλλά βλ. Tritle (2000) 128-31.
[31] Woodhead (1970) 21.
[32] Βλ. και πάλι Lebow (2003) 122 και τη συζήτηση παραπάνω.
[33] Βλ. συγκεκριμένα Θουκ. 3-82. Τόσο η μετάφραση όσο και η σημασία του χωρίου είναι πολυσυζητημένες. Βλ., π.χ., J. Wilson (1982a) 18-20· Loraux (1986a) 103-24· Tritle (2000) 128-31.
[34] Woodhead (1970) 21.
[35] Αυτό το θέμα υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του παρόντος δοκιμίου, αλλά βλ., π.χ., Shay (1995) και Tritle (2000) για συζήτηση.
[36] Γοργ. 82 Β 11, 16-17 ΟΚ.
[37] Θουκ. 3.37-49. Για μια ανάλυση αυτών των δημηγοριών βλ., π.χ., Hornblower, Comm. 2.420-39. Το ζήτημα της αυθεντικότητας αυτών των λόγων δεν ενδιαφέρει την παρούσα ανάλυση. Άλλοι στον παρόντα τόμο συζητούν τους λόγους στον Θουκυδίδη (βλ. Morrison), αλλά εδώ θεωρώ ότι οι λόγοι αντανακλούν ιδέες επίκαιρες στα τέλη του 5ου αιώνα και ιδέες που ασφαλώς απασχολούν τον Θουκυδίδη.
[38] Βλ., π.χ., Woodhead (1970) 7, 13-16, ο οποίος επισημαίνει αυτά τα ζητήματα.
[39] Woodhead (1970) 7 κ.ε.
[40] Θουκ. 3.39.6. Εδώ ο Κλέωνας απορρίπτει κάθε ειδική μεταχείριση των Μυτιληναίων που βοήθησαν τους Αθηναίους με το να στραφούν εναντίον των αρχόντων τους και να ανοίξουν τις πύλες δίνοντας έτσι στους Αθηναίους την ευκαιρία να καταλάβουν την πόλη- βλ. Θουκ. 3.27-28.
[41] Επισημαίνεται επίσης από τον Hornblower, Co mm. 1.435.
[42] Ο όρος προέρχεται (από όσο γνωρίζω) από τον Solmsen (1975) 38 κ.ε.
[43] Θουκ. 1.75.4. Ο ομιλητής είναι ανώνυμος, αλλά η ομιλία αποτελεί, όπως σημειώνει ο Hornblower, Comm. 1.117, μια εναργή, αν και σκληρή, διερεύνηση της φιλοσοφίας του ιμπεριαλισμού.
[44] (1970) 13.
[45] To HCT 4.189 αναφέρεται στο χιούμορ του Αριστοφάνη σχετικά με τα βάσανα τόσο των Μηλίων όσο και των Μεγαραίων ως αποτέλεσμα της Αθηναϊκής δύναμης και στο γεγονός ότι ‘από αυτό [δεν] φαίνεται οι Αθηναίοι να ένιωθαν τύψεις’ [δηλαδή για τις πράξεις τους|. Αυτή η παρατήρηση αδιαφορεί για τη φύση της κωμωδίας και της διακωμώδησης της εποχής τού πολέμου, που, όπως σημειώνει ο βετεράνος του πολέμου και συγγραφέας Paul Fussell, είναι οι πιο κατάλληλες μορφές για να εκφράσουν την τραγωδία του πολέμου- βλ. Fussell (1975) 203 κ.ε.
[46] Η ανάλυση του ίδιου του διαλόγου υπερβαίνει τους στόχους μου εδώ. Για συζήτηση βλ. Andrewes, HCT 4.182-88.
[47] Woodhead (1970) 21.
[48] Θουκ. 5.89. Οι αναγνώστες του Πλάτωνα ()α αναγνωρίσουν την παρόμοια άποψη που εκφράζεται από τον Καλλικλή και που υποδηλώνει ότι υπάρχει σοφιστική επίδραση εδώ. Βλ. Solmsen (1975) 48· 118.
[49] Βλ. Θουκ. 5.91.1, και την αναφορά του στο ενδεχόμενο τέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, και πρβλ. HCT 4.166 κ.ε. για συζήτηση.
[50] Έχει παρατηρηθεί από παλιά ότι ο κυνισμός είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του βετεράνου στρατιώτη, όπως ήταν ασφαλώς ο Θουκυδίδης. Βλ. Tritle (2000) 128-36 και, για άλλο ένα παράδειγμα, Duncan και Klooster (2002) και τα γραπτά της εποχής του (αμερικανικού) εμφύλιου πολέμου του Ambrose Bierce.
[51] Ο χώρος καθιστά αδύνατη την πλήρη πραγμάτευση των Αθηναϊκών προσπαθειών να παρέμβουν στο νησί, αλλά βλ. Θουκ. 3.90· 3.103' 4.2.2- 4.24-25· 4.58-4.65.2, όπου εξιστορούνται δραστηριότητες εκεί έως το συνέδριο της Γέλας (424 π.Χ.), που οδήγησε στην προσωρινή απόσυρση της Αθήνας από τις σικελικές υποθέσεις έως το 416/15 π.Χ.
[52] Ο Θουκ. 6.1.1- 6.1-26 εξιστορεί την έκκληση των Εγεσταίων για βοήθεια· τα χωρία Θουκ. 6.46.3-5 και Διόδ. Σικ. 12.83.3 αφηγούνται τη διασκεδαστική ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο οι συνήθως ευφυείς Αθηναίοι εξαπατήθηκαν από τους Εγεσταίους, που συγκέντρωσαν όλα τα ασημένια σκεύη τους και κατόπιν τα παραχώρησαν σε εκείνους που φιλοξενούσαν τους Αθηναίους επισκέπτες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η πόλη διέθετε μεγάλο πλούτο!
[53] Woodhead (1970) 7.
[54] Woodhead (1970) 7.
[55] Οργανώθηκε από τον Kurt Raaflaub και από το Πρόγραμμα Σπουδών της Αρχαιότητας και χρηματοδοτήθηκε από ποικίλα ιδρύματα.
[56] Βλ. ακόμη Doyle (1997) 27.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου