Δεν υπάρχουν «απαγορευμένα βιβλία», αλλά «απαγορευμένοι άνθρωποι».
«Ο κόσμος, κατά τον Mallarme, υπάρχει μόνο και μόνο για ένα βιβλίο. Κατά τον Bloy, είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Φανταστείτε, λέει ο Leibniz, δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας του Βιργίλιου, την οποία ο Leibniz θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο ¬–και ίσως να είναι. Η άλλη βιβλιοθήκη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς η δεύτερη. Έτσι ο Leibniz φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Για να ακούσεις τα βιβλία να μιλούν, πρέπει να συνομιλήσεις μαζί τους στο αρχικό τους περιβάλλον», σημειώνει ο Αντονι Γκράφτον στην μελέτη του «Το έντυπο σε κρίση / Το βιβλίο εξαϋλώνεται».
Στον κόσμο του μυθιστορήματος του Μπράντμπερι δεν υπάρχει index απαγορευμένων βιβλίων σαν αυτούς που είχαν επιβάλει η Ιερά Εξέταση, οι σταλινιστές, οι ναζί και σήμερα όλα τα αυταρχικά καθεστώτα (Κίνα, Σαουδική Αραβία κλπ.). Εδώ καίγονται όλα τα βιβλία ανεξαιρέτως, ως κατάληξη μιας σύνθετης κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας έκπτωσης και παρακμής.
Η πανταχού παρούσα και κυρίαρχη Τεχνητή Νοημοσύνη, η εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου, η θεοποίηση της ταχύτητας, τα νέα μέσα επικοινωνίας και διασκέδασης, η μαζική πολυπολιτισμική κουλτούρα (όπου κυριαρχεί το γρήγορο κι εύκολο, ό,τι δεν απαιτεί σκέψη και προβληματισμό) συνέβαλαν στο να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από τα βιβλία. Εχασαν την ικανότητα της συγκέντρωσης που απαιτεί το διάβασμα και στην συνέχεια την διανοητική εγρήγορση και την διάθεση να μάθουν και να εμβαθύνουν. Η αδυναμία να εκτιμήσεις κάτι που αξίζει δεν απέχει πολύ από το να το απορρίψεις, να το αποκλείσεις κι, αν έχεις δύναμη, να το απαγορεύσεις.
Και εδώ ο Μπράντμπερι εισάγει κάτι πράγματι αιρετικό για την εποχή που έγραψε το βιβλίο: τις αρνητικές συνέπειες της αξιακής ουδετερότητας –αλλιώς, της πολιτικής ορθότητας– σε μία δημοκρατική κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες συνταγματικά είναι ίσοι. Οι κάθε λογής μειονότητες, γράφει, δεν πρέπει να ενοχλούνται από αναφορές που μπορεί να τις θίγουν. Η κρίση και η σύγκριση, η αμφιβολία και ο προβληματισμός είναι ανεπιθύμητες – ό,τι ακριβώς υπηρετούν και αναπτύσσουν τα βιβλία. Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και οι μειονότητες αποφάσισαν ότι τα βιβλία είναι προτιμότερο να καούν. Όλοι αυτοί που με ευκολία (κι ευχαρίστηση) καίνε ανθρώπους είναι οι ίδοι που ακόμη πιο εύκολα καίνε όλα τα βιβλία.
Ο Μπράντμπερι (1920-2012) προφανώς γνώριζε τι συνέβη με τους ναζί στην Ευρώπη λίγα χρόνια πριν και τι συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ψυχροπολεμική υστερία και τον μακαρθισμό. Ηταν η εποχή που έκαψαν τα βιβλία του Wilhelm Reich, φυλάκισαν και δολοφόνησαν τον ίδιο. Αλλά πιο πιθανό είναι να επηρεάστηκε από το «The Mechanical Bride: Folklore of Indusrial Man» (1951) του Μάρσαλ Μακ Λούαν. Και καθώς τον απασχολούσε έντονα η μετάλλαξη του ανθρώπινου πολιτισμού την εποχή της μαζικής κουλτούρας και της τεχνολογικής επανάστασης, δοκίμασε μία τολμηρή προβολή στο μέλλον.
Το 1953 λίγοι είχαν τηλεοράσεις, μόλις 7 ιντσών και ασπρόμαυρες, αλλά στο «Φαρενάιτ 451» σε κάθε σπίτι υπάρχουν μεγάλες, έγχρωμες οθόνες από τις οποίες μεταδίδονται διαρκώς μουσικές, ειδήσεις και διαδραστικά τηλεοπτικά σόου. Οι πολίτες ξεχνιούνται, παραιτούνται, αποβλακώνονται. Σε κάθε δυστοπικό έργο, ειδικά σε σχέση με Τ.Ν. υπάρχουν παντού τεράστιες οθόνες που αποβλακώνουν τους ήδη υπνωτισμένους ανθρώπους, συστηματικά και με πρόγραμμα. Αυτή η συνήθεια, της “ανοιχτής οθόνης” δεν υπάρχει στα σπίτια και στις πόλεις των πλουσίων.
Ναι, τα βιβλία ακόμη δεν είναι απαγορευμένα όλα, αλλά έκαναν τους ανθρώπους ανίκανους να τα διαβάζουν. Πολύ πιό εύκολο, πιο έξυπνο και πιο απλό. Στο κείμενο που ακολουθεί ο συγγραφέας Παντελής Γιαννουλάκης στο περιοδικό Strange ξεδιπλώνει ένα σχετικό με το θέμα άρθρο. @Ηω Αναγνώστου
Απαγορευμένα Βιβλία
Το 1953, ο πιο ευγενής ίσως συγγραφέας της λεγόμενης «επιστημονικής φαντασίας» ο Ρέη Μπράντμπερυ, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Fahrenheit 451 (Φαρενάιτ 451). Ο παράξενος τίτλος του έργου υποδεικνύει με ακρίβεια τους βαθμούς της θερμοκρασίας κατά την οποία ένα βιβλίο αρπάζει φωτιά και καίγεται. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου (το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τρυφώ), περιγράφεται μία απολυταρχική μελλοντική κοινωνία όπου τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε είδους– είναι απαγορευμένα.
Και επειδή κάθε απαγόρευση, για να μπορεί να επιβληθεί παντού, χρειάζεται πάντα κάποιες δυνάμεις εποπτείας και καταστολής, τον εντοπισμό και την καύση όλων των βιβλίων –κυρίως εκείνων που οι ιδιοκτήτες τους ή οι συγγραφείς τους αρνήθηκαν να τα κάψουν– έχει αναλάβει η πυροσβεστική υπηρεσία.
Ο ήρωας του έργου, ο Μοντάγκιου, ένας πυροσβέστης εκπαιδευμένος από το κράτος να είναι καταστροφέας, ξεκινά τυχαία την ανάγνωση ενός διασωθέντος βιβλίου και αρχίζει η μεταστροφή της συνείδησής του. Επικηρυγμένος και κυνηγημένος, αναζητά καταφύγιο στην ύπαιθρο, όπου συναντά μία παράξενη κοινότητα ανθρώπων όπου το κάθε μέλος της έχει μεταμορφωθεί σε ένα βιβλίο, γεγονός που μετατρέπει την περιπλανώμενη αυτή κοινότητα σε μία πολύτιμη ζωντανή βιβλιοθήκη.
Κάθε ένας από εκείνους τους ανθρώπους έχει αποστηθίσει με ακρίβεια και πιστότητα από ένα βιβλίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυψαν τα βιβλία από τους διώκτες τους και τα διέσωσαν, κρυφά και σιωπηλά, ο καθένας τους κατακλυσμένος από την αγωνία να βρει έναν διάδοχο για να του μεταδώσει το βιβλίο που ενσαρκώνει, πριν πεθάνει… Έκρινα ότι η καλύτερη εισαγωγή γι’ αυτό το άρθρο θα ήταν να παραθέσω ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο των βιβλίων του Μπράντμπερυ:
«…”Είμαστε συνηθισμένοι σε όλα αυτά. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάνει τη σωστή σειρά λαθών, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Όταν ζούσαμε ως ξεχωριστά άτομα, δεν νιώθαμε παρά μονάχα οργή. Εγώ χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν, πριν από χρόνια, ήρθε να κάψει την βιβλιοθήκη μου. Από τότε δεν σταμάτησαν να με κυνηγούν παντού. Θέλεις να έρθεις στη συντροφιά μας, Μοντάγκιου;” “Ναι!” “Λοιπόν, τί μπορείς να μας προσφέρεις;…” “Μάλλον τίποτε. Πίστευα ότι είχα ένα μέρος από τον Εκκλησιαστή και ίσως λίγη Αποκάλυψη, αλλά τώρα ούτε αυτά δεν τα έχω…” “Τον Εκκλησιαστή είπες; Υπέροχα! Πού είναι;…” “Εδώ μέσα…” είπε ο Μοντάγκιου και έδειξε το κεφάλι του. “Α, μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ χαμογέλασε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. “Μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ στράφηκε προς τον Αιδεσιμότατο: “Έχουμε κανένα βιβλίο του Εκκλησιαστή;…” “Ένα. Είναι ένας άνδρας ονόματι Χάρις, από το Γιάνγκστάουν…”
»Ο Γκρέιντζερ έπιασε τον Μοντάγκιου από τον ώμο: “Βάδιζε προσεκτικά. Πρόσεχε πολύ την υγεία σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε φωτογραφική μνήμη, αλλά ξοδέψαμε μία ολόκληρη ζωή μαθαίνοντας πως να συγκρατούμε τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι φυλαγμένα εκεί μέσα. Ο κ. Σίμονς από δω, έχει εργαστεί επίπονα στο θέμα αυτό επί είκοσι χρόνια, και ήδη κατέχουμε τη μέθοδο να ανακαλούμε ανά πάσα στιγμή οτιδήποτε διαβάσαμε ποτέ. Θα σου άρεσε, άραγε, κάποια μέρα να διαβάσεις την Πολιτεία του Πλάτωνα;” “Βεβαίως…” “Εγώ είμαι η Πολιτεία του Πλάτωνα… Μήπως θέλεις να διαβάσεις Μάρκο Αυρήλιο; Ο κ. Σίμονς είναι ο Μάρκος Αυρήλιος…” “Χαίρω πολύ”, είπε ο κ. Σίμονς. “Παρομοίως” χαμογέλασε ο Μοντάγκιου.
»”Λοιπόν, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον συγγραφέα του αμαρτωλού πολιτικού βιβλίου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ο κύριος που στέκεται δίπλα του είναι ο Δαρβίνος. Ο κύριος από δω είναι ο Σοπενχάουερ, κι εκείνος εκεί είναι ο Αϊνστάιν. Ο κύριος δίπλα μου είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας αληθινά ευγενής φιλόσοφος. Όλοι είμαστε εδώ, καλέ μου Μοντάγκιου: ο Αριστοφάνης και ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Γκοντάμα Βούδας και ο Κομφούκιος και ο Τόμας Λαβ Πήκοκ και ο Τόμας Τζέφερσον και ο κύριος Λίνκολν. Και ταυτόχρονα είμαστε και ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης…” Όλοι γέλασαν σιγανά.
»”Δεν είναι δυνατόν!” αναφώνησε ο Μοντάγκιου. “Κι όμως, είναι…” αποκρίθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Γκρέιντζερ. “Και επίσης είμαστε και εμπρηστές βιβλίων. Διαβάσαμε τα βιβλία και ύστερα τα κάψαμε από φόβο μήπως και τα ανακαλύψουν. Τα μικροφίλμ δεν θα μας βοηθούσαν, διότι και αυτά μπορεί να ανακαλυφθούν και να καταστραφούν, ξέρεις καλά πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ύποπτος, και επιπλέον, ταξιδεύουμε συνεχώς, δεν θα μπορούσαμε να θάβουμε τα μικροφίλμ και να επιστρέφουμε αργότερα στο ίδιο σημείο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάθε σχετικό αντικείμενο.
Είναι προτιμότερο να φυλάμε τα βιβλία μέσα στα κεφάλια μας, όπου κανείς απολύτως δεν μπορεί να τα δει, ούτε και να υποψιαστεί την ύπαρξή τους. Είμαστε όλοι μας αποσπάσματα ή και μεγάλα κομμάτια Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Ποίησης και Διεθνούς Δικαίου. Ο Μπάιρον, ο Τόμας Παίην, ο Μακιαβέλι, οι πάντες είναι εδώ, μαζί μας… Και η ώρα είναι ήδη περασμένη. Ο πόλεμος αρχίζει από στιγμή σε στιγμή. Και είμαστε όλοι εδώ, και η πόλη είναι εκεί, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο μανδύα της με τα χίλια χρώματα.
»…”Το μόνο που θέλουμε είναι να διατηρήσουμε άθικτη την πολύτιμη γνώση. Προς το παρόν, δεν θέλουμε να ερεθίσουμε ούτε να εξοργίσουμε κανέναν. Διότι, αν χαθούμε εμείς, η γνώση θα πεθάνει ίσως για πάντα… Βαδίζουμε ακολουθώντας τις παλιές γραμμές των τραίνων, την νύχτα κοιμόμαστε στους λόφους και οι άνθρωποι της πόλης μας αφήνουν στην ησυχία μας. Μερικές φορές μας σταματούν και μας ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν πάνω μας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η οργάνωσή μας είναι ελαστική και ευλύγιστη, απίστευτα χαλαρή και αποσπασματική. Μερικοί από εμάς έχουμε αλλάξει τα πρόσωπά μας με πλαστική εγχείριση, το ίδιο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για την ώρα το έργο μας είναι βασανιστικό, περιμένουμε την αρχή και, ελπίζω σύντομα, το τέλος του πολέμου. Τότε δεν θα είμαστε πλέον κάτω από τον έλεγχο των δυναστών μας, δεν θα είμαστε πια μια παράξενη μειονότητα που κλαίει στις ερημιές.
»”Θα μεταδώσουμε προφορικά τα βιβλία στα παιδιά μας, κι αυτά με τη σειρά τους θα τα μεταδώσουν στους άλλους. Βέβαια, πολλά βιβλία θα χαθούν έτσι. Αλλά δεν μπορείς να αναγκάσεις τον κόσμο να σε ακούσει. Πρέπει να έρθουν σ’ εμάς από μόνοι τους, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα που θα αναρωτηθούν τι συνέβη και ο κόσμος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτό δεν θα αργήσει να γίνει…” “Πόσοι είστε συνολικά;” “Είμαστε χιλιάδες στους δρόμους, στις ξεχασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, στους λόφους, αλήτες εξωτερικά, ενώ μέσα μας είμαστε βιβλιοθήκες… Ο καθένας απομνημόνευε το βιβλίο που ήθελε να θυμάται, έτσι ξεκίνησαν όλα. Έπειτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, συναντούσαμε ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της περιπλάνησής μας, πλέκαμε το δίκτυο αργά και σταθερά, καταστρώναμε το μυστικό μας σχέδιο… Όμως, ως άνθρωποι, δεν είμαστε παρά φθαρμένες και σκονισμένες θήκες βιβλίων, τελείως ασήμαντοι κατά τα άλλα.»
Ανθρωποι και Βιβλία
Παρ’ όλο που το έργο αυτό του Μπράντμπερυ έχει βεβιασμένα καταχωρηθεί στο αμφιλεγόμενο αρχείο της ετικέτας της «επιστημονικής φαντασίας», μόνο και μόνο επειδή επιχειρεί μία δυσοίωνη κριτική μελλοντολογία, στην πραγματικότητα είναι ένα έργο βαθιά αλληγορικό, ισάξιο με τα καλύτερα από τα αινιγματικά πονήματα του Τσέστερτον, του Μπόρχες ή του Χένρυ Τζέημς. Ο Μπράντμπερυ κάνει μία πνευματική περιπλάνηση κατευθείαν στην καρδιά του θέματος. Ας ρίξουμε μια ματιά στις συντεταγμένες αυτής της πνευματικής περιπλάνησης.
Α) Πρέπει να θυμόμαστε ότι πίσω από κάθε βιβλίο (ή μήπως …μέσα σε κάθε βιβλίο) κρύβεται ένας άνθρωπος. Ο συγγραφέας του. Ίσως μάλιστα μέσα σε κάθε άνθρωπο να κρύβεται ένα βιβλίο (και επειδή ο κάθε άνθρωπος δεν το γράφει, ίσως γι’ αυτό οι συγγραφείς να γράφουν περισσότερα από ένα, για να ισοφαρίσουν αυτήν την αδράνεια). Επομένως θα ήταν πολύ σωστό να πούμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν «απαγορευμένα βιβλία», αλλά «απαγορευμένοι άνθρωποι».
Β) Αν διαλογιστούμε πάνω στους πιθανούς λόγους για τους οποίους ένα βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί «απαγορευμένο», ή έστω ένας άνθρωπος να χαρακτηριστεί «απαγορευμένος», θα δούμε ότι δεν σχετίζονται με το χαρτί ή την εκτύπωση και το δέσιμο του βιβλίου, ή με την εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου, αλλά με το περιεχόμενό τους, την προσωπικότητά τους. Και ένα βιβλίο –αλλά και ένας άνθρωπος– περιέχει γνώσεις, ιδέες, πληροφορίες, διηγήσεις. Επομένως όταν μιλάμε για «απαγορευμένα βιβλία», μιλάμε για απαγορευμένες γνώσεις, απαγορευμένες ιδέες, απαγορευμένες πληροφορίες, απαγορευμένες διηγήσεις.
Γ) Αυτή η «απαγόρευση» για την οποία μιλάμε, είτε την εννοούμε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, πρέπει να αποδεχθούμε ότι πηγάζει από την εναντίωση αυτών των απαγορευμένων γνώσεων στο εκάστοτε κατεστημένο της γνώσης και της κοινωνίας, ή το αντίστροφο. Αυτή η εναντίωση, αυτός ο γνωσιολογικός μυστικός πόλεμος, είναι ο βασικός παράγοντας που καθιστά μία γνώση –μία προσέγγιση, ένα σύνολο ιδεών και πληροφοριών, μία διήγηση, μία έμπνευση– «απαγορευμένη».
Αν το εκάστοτε κατεστημένο της γνώσης και της κοινωνίας επιβάλλει την συμβατότητά μας με συγκεκριμένες περιοχές των ιδεών, τότε εδώ μιλάμε για ιδέες ασύμβατες, ασυμβίβαστες, συχνά «παράλογες» (πέρα από την «κοινή» λογική, είτε των απλών καθημερινών ανθρώπων είτε των επιστημόνων και των ανθρώπων που κατευθύνουν τη λογική της κοινωνίας, όπως οι πολιτικοί, οι ιερείς, οι καθηγητές, οι δημοσιογράφοι, κλπ). Και επειδή το κατεστημένο, με την πάροδο του χρόνου αλλάζει κι αυτό όπως και όλα τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλάζει και ο χαρακτήρας της «απαγόρευσης». Άνθρωποι ή βιβλία που κάποτε ήταν απαγορευμένα, σήμερα δεν είναι, και άνθρωποι και βιβλία που σήμερα είναι απαγορευμένα, κάποτε δεν ήταν, ενώ υπάρχει και η ενδιαφέρουσα κατηγορία των ανθρώπων και των βιβλίων που ήταν πάντοτε απαγορευμένα.
Δ) Οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια –πάνω, κάτω– κατεστημένα, ήταν αυτοί που έκαιγαν ανθρώπους και έκαιγαν βιβλία. Αλλά όπως όλα τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο εξελίσσονται, έτσι και αυτοί εξελίχθηκαν, κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι η πυρά δεν ήταν το πιο αποτελεσματικό από τα μέσα καταστολής των «απαγορευμένων» ανθρώπων και των «απαγορευμένων» γνώσεων. Ανακάλυψαν πιο αποτελεσματικές μεθόδους: αφού για να κάψουν ένα βιβλίο που έχεις πρέπει να σου το πάρουν και να το κάψουν ή να σε αναγκάσουν να το κάνεις μόνος σου, είναι πιο δραστικό μέτρο να μην το έχεις καθόλου, να μην μπορείς να το αποκτήσεις, να το διαβάσεις.
Κι επειδή, συνήθως, για να το αποκτήσεις πρέπει να υφίσταται η διανομή του, εδώ μιλάμε για γνώσεις που συνήθως δεν διανέμονται ευρύτερα, δεν μεταδίδονται σε ευρεία κλίμακα, είναι εξαιρετικά σπάνιες και δυσεύρετες, ή και τελείως χαμένες. Και όπως κάποτε υπήρχαν οι άνθρωποι (οι «πυροσβέστες») που έκαιγαν τα βιβλία και τους ανθρώπους (διότι κουβαλούσαν μία «σπίθα» που το κατεστημένο δεν ήθελε να εξελιχθεί σε ευρύτερη «πυρκαγιά»), εξελίχθηκαν πλέον και αυτοί σε ανθρώπους –ή κοινωνικές ομάδες– που απλά είναι σε άγρυπνη επιφυλακή.
Ετοιμοι να κριτικάρουν, να χλευάσουν, να υποβιβάσουν, να ακυρώσουν, να διαψεύσουν, να διαδώσουν τύψεις, φήμες, να σαμποτάρουν ή να μποϋκοτάρουν, να αποκλείσουν και να περιορίσουν τις εκάστοτε «απαγορευμένες» γνώσεις, ακόμη και στο περιορισμένο «εναλλακτικό» επίπεδο που αυτές μεταδίδονται, (ουσιαστικά ένα προκατασκευασμένο κανάλι εντοπισμού της κίνησής τους, εξορισμένο, ελέγξιμο, περιθωριακό και ευάλωτο), εκείνες τις μη αποδεκτές γνώσεις από το κατεστημένο των γνώσεων και της κοινωνίας, γνώσεις «απαράδεκτες». Περιπλανώμενες, εξορισμένες, επικηρυγμένες γνώσεις και εμπνεύσεις, και οι άνθρωποι που τις κουβαλούν μέσα στα κεφάλια τους ή στις βιβλιοθήκες τους.
Ε) Οι «απαγορευμένοι» άνθρωποι, συναναστρέφονται –αργά ή γρήγορα– ο ένας τον άλλον, στον χώρο και στον χρόνο, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το προϊόν της απαγόρευσης, από την αλχημεία που προκαλεί η συναναστροφή τους. Τα απαγορευμένα βιβλία κυκλοφορούν –είτε ως πληροφορίες είτε ως αντικείμενα– «από χέρι σε χέρι», από στόμα σε αυτί, από κεφάλι σε κεφάλι, με μία διαδικασία μυστική, κρυφή, σχεδόν αντιστασιακή. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε διαβάσει κανένα «απαγορευμένο» βιβλίο, δεν θα ξέραμε καν ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα… Αυτή η συναναστροφή και η κρυφή διάδοση, μεταξύ άλλων συνιστούν –με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο– αυτό που ονομάζουμε «μυστικισμό».
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους υπάρχουν «μυστικά», «μυστικές αδελφότητες», «μυστικές εταιρίες», «παρασκήνια», «μυστήρια», «αποκαλύψεις», «αιρέσεις», όλων των ειδών οι εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, ο αποκρυφισμός, η εναλλακτική φιλοσοφία και τέχνη, καθώς και ένα σωρό παράξενα λογοτεχνικά είδη που δεν τα συζητούν ποτέ οι ακαδημαϊκοί της συμβατικής γνώσης…
ΣΤ) Τέλος, εξαιτίας όλων των παραπάνω, υπάρχουν και μεταμφιεσμένα απαγορευμένα βιβλία και άνθρωποι. Ένα ικανό παράδειγμα: ένα μεγάλο μέρος της Φανταστικής Λογοτεχνίας αποτελείται από μεταμφιεσμένα απαγορευμένα βιβλία. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ: Κατά καιρούς, οι πιο αξιόλογοι από τους «απαγορευμένους ανθρώπους», ήθελαν να μεταδώσουν ελεύθερα και χωρίς «απαγορεύσεις» τις γνώσεις, τις ιδέες και τις εμπνεύσεις τους, προς κάθε πιθανό παραλήπτη. Έτσι, αντί να γράψουν ένα δοκίμιο ή μία μελέτη ή την κατάθεση μίας παράξενης έρευνας ή την εξιστόρηση κάποιων «απαγορευμένων» εμπειριών τους, το έκαναν με την μορφή διηγήματος ή μυθιστορήματος (συχνά ακόμη και ποιήματος).
Μεταμφίεσαν την αλήθεια τους σε «φαντασία»
Eνας όρος με τον οποίο δεν έχει κανένα πρόβλημα το εκάστοτε κατεστημένο, αφού για το κατεστημένο ο όρος «φαντασία» είναι ταυτισμένος στην καλύτερη περίπτωση με την ακίνδυνη τέχνη ή με το παιχνίδι, και στη χειρότερη περίπτωση με το ψεύτικο, το μη αληθινό, άρα ακίνδυνο. Δεν μεταμφίεσαν την ίδια τη γνώση ή την έμπνευσή τους, αλλά κυριολεκτικά την συσκευασία της! Για παράδειγμα, αν μπορούσαμε να μετατρέψουμε σε δοκιμιακές μελέτες τα «φανταστικά» έργα του Σαίξπηρ, του Χ. Φ. Λάβκραφτ, του Άρθουρ Μάχεν, του Άλτζερνον Μπλάκγουντ, του Χέρμαν Έσσε, του Ιουλίου Βερν, του Φρανκ Χέρμπερτ, του Φίλιπ Κ. Ντικ, του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, του Ντάντε, του Ουισμάν, του Γουίλιαμ Μπάρροουζ, του Θερβάντες, του Καρυωτάκη, κ.ά., θα είχαμε μπροστά μας τα πιο «απαγορευμένα βιβλία» όλων των εποχών.
Ζ) Λοιπόν, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα: όλα τα βιβλία στην πραγματικότητα είναι «απαγορευμένα», τουλάχιστον σε επίπεδο βιβλιοθήκης (δηλαδή στο επίπεδο του συνδυασμού των περιεχομένων τους). Εφόσον οποιαδήποτε βιβλία που θα μπορούσε να διαβάσει ένας συνεπής αναγνώστης, θα μπορούσαν να τον «ξυπνήσουν» από τον λήθαργο της καθημερινότητας και του δεδομένου εαυτού του ως επιβαλλόμενου ρόλου στην κοινωνία, θα μπορούσαν να του μεταδώσουν κάτι από το μυστήριο του κόσμου και του εαυτού, κάτι καινούργιο και ξένο προς αυτόν, κάτι «παράξενο», κάτι «απαράδεκτο» κατά τους φίλους και την οικογένειά του και τους γείτονές του και τους εργοδότες του.
Θα μπορούσαν να γεννήσουν μέσα του μία αίσθηση λογιότητας, ελευθερίας, ονειροπόλησης, αντίδρασης, πρωτοπορίας και πνευματικής αντίστασης, τρέλας ή «παράλογων» στοχασμών, θα μπορούσαν να του εξιστορήσουν πράγματα που δεν είχε ξανακούσει ούτε θα τα μάθαινε αλλιώς, τότε οποιοδήποτε βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «απαγορευμένο». Ναι, όλα τα βιβλία είναι απαγορευμένα! Αλλιώς, άραγε, πώς θα εξηγούσατε το γεγονός του ότι ένας συνεπής και μορφωμένος και κάπως φιλοσοφημένος αναγνώστης, που έχει μία αίσθηση στοχαστικής αναζήτησης και πνευματικής ελευθερίας (ένα όν στο οποίο στοχεύουν λίγο-πολύ όλα τα βιβλία), έπειτα από ένα δεδομένο χρονικό διάστημα αναγνώσεων καταλήγει να αναζητά και να διαβάζει τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά «απαγορευμένα» βιβλία;
Όλα τα βιβλία είναι απαγορευμένα, διότι όλα τα βιβλία τελικά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στα απαγορευμένα βιβλία πάσης φύσεως.
(Μέσα από το πρίσμα όλων των παραπάνω στοχασμών, συνειδητοποιώ ότι γι’ αυτήν την τελική ολίσθηση των «ψαγμένων» αναγνωστών, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τα «μεταμφιεσμένα» απαγορευμένα βιβλία. Εκείνη η αγωνία κάθε καλού αναγνώστη να διαβάσει αυτό που είναι γραμμένο ανάμεσα στις λέξεις, πίσω από τις σελίδες, πέρα από το βιβλίο. Από την άλλη, όπως και να το κάνουμε, απαιτείται κάποια πολύ ιδιαίτερη παιδεία για να κατανοήσει κανείς γιατί είναι «απαγορευμένα» κάποια βιβλία ή κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και τα πολύ καλά μεταμφιεσμένα, ακόμη και τα κωδικοποιημένα, ακόμη και εκείνα της «επιστημονικής» φαντασίας, όπως π.χ. το Φαρενάιτ 451 του Μπράντμπερυ ή το Κυνηγώντας τους Σλαν του Βαν Βογκτ. Κι όμως, αυτοί που αποκτούν τελικά αυτή την πολύ ιδιαίτερη παιδεία, δεν είναι καθόλου λίγοι!…)
Στο σημείο αυτό, καταλαβαίνω ότι απαιτείται μία ύστατη διευκρίνηση: τί ακριβώς εννοούμε τελικά με τον όρο «απαγορευμένο» βιβλίο; Λοιπόν, νομίζω πως η ερώτηση αυτή στην πραγματικότητα ρωτάει: πόσων ειδών «απαγορευμένα» βιβλία υπάρχουν; Εντάξει τότε, ας καταθέσω την λίστα, που ακόμη και από μόνη της αποτελεί μία ικανή απαγορευμένη λογοτεχνία:
Βιβλία που, όταν γράφτηκαν, απαγορεύτηκαν αληθινά και κάηκαν στην πυρά.
Βιβλία προσβλητικά για τα ήθη και τις πεποιθήσεις του κατεστημένου της εκάστοτε εποχής, που θεωρήθηκε απαγορευμένη η ανάγνωσή και η διάδοσή τους ή και απλά η κατοχή τους.
Βιβλία που θεωρήθηκαν «αιρετικά», για την θρησκεία ή για την επιστήμη.
Βιβλία αποκρυφισμού και μαγείας (Occult).
Βιβλία μυστικιστικά, πάσης φύσεως, που μεταφέρουν μυστικές γνώσεις ή μυστικά συστήματα γνώσης, και είναι γραμμένα από μυστικιστές για μυστικιστές.
Βιβλία που διηγούνται με σοβαρότητα και ευθύτητα και γνωσιολογική ακρίβεια, καταστάσεις και εμπειρίες, ιστορίες και γεωγραφίες, επιστήμες και τέχνες, θεωρίες και ιδέες, σημειολογίες και επισημάνσεις, που ξεπερνούν τα όρια του συμβατού και του συμβατικού, του κοινώς λογικού και του ευρέως αποδεκτού.
Βιβλία που ισχυρίζονται ότι φιλοξενούν στις σελίδες τους γνώσεις αρχαίες και χαμένες, για τις οποίες δεν γνωρίζει τίποτε σχεδόν κανένας και δεν τις συζητά σχεδόν κανείς.
Βιβλία ερευνητικά, που καταθέτουν έρευνες για ζητήματα που οι περισσότεροι ερευνητές αρνούνται να ερευνήσουν ή να αποδεχθούν ότι υφίσταται το ανάλογο πεδίο έρευνας.
Βιβλία θρησκευτικής ή θεολογικής φύσης, που η εκάστοτε θρησκεία τα έχει απορρίψει ως τέτοια.
Βιβλία επαναστατικά, που η ανάγνωσή τους είναι επικίνδυνη για το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο, διότι διδάσκουν την ανατροπή του.
Βιβλία γραμμένα τόσο καλά από τρελούς, που τρελαίνουν όποιον τα διαβάσει.
Βιβλία που περιέχουν γνώσεις που υποτίθεται ότι έχουν αποκτηθεί εξ αποκαλύψεως στους παράξενους οραματιστές συγγραφείς τους.
Βιβλία που υποτίθεται ότι είναι γραμμένα από εξωγήινους, αγγέλους, δαίμονες, εξωδιαστασιακές οντότητες, πνεύματα, αόρατους δασκάλους.
Βιβλία που προδίδουν μεγάλα επαγγελματικά μυστικά ενός επαγγελματικού κλάδου.
Βιβλία που είναι προϊόντα της δράσης κάποιας μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Βιβλία που αποκαλύπτουν μεγάλες και διαχρονικές συνωμοσίες.
Βιβλία που περιγράφουν ή προωθούν κάποιες σαρκικές ή πνευματικές διαστροφές, ή έχουν γραφτεί στα πλαίσια αυτών των διαστροφών.
Βιβλία τεράστιας λογοτεχνικής, ποιητικής ή φιλοσοφικής αξίας, που η αξία τους υποτιμήθηκε ή υποβαθμίστηκε για την εξυπηρέτηση κάποιων συμφερόντων, ή για να αποσιωπηθεί η αξία του έργου του συγγραφέα τους στα πλαίσια ενός γνωσιολογικού πολέμου.
Βιβλία ιδιαίτερα διαφωτιστικά πάνω σε κάποια θέματα, με τα οποία είναι απαγορευμένο να ασχολείται ο καθένας, εκτός από κάποιους ειδικούς εγκεκριμένους από το εκάστοτε σύστημα.
Βιβλία κάποιων μεγάλων ονειροπόλων και οραματιστών συγγραφέων, που μπορούν να αλλάξουν ολόκληρο το νόημα και την στάση της ζωής ενός ανθρώπου που θα τα διαβάσει, σε βαθμό ανεπιθύμητο από το εκάστοτε κατεστημένο που θέλει να προσδίδει το νόημα και την στάση ζωής των ανθρώπων όπως αυτό επιθυμεί.
Βιβλία επικίνδυνα.
Βιβλία κωδικοποιημένα.
Βιβλία που αποδεικνύουν με όλες τις λεπτομέρειες κάτι που ο πολύς κόσμος αρνείται ότι αυτό υφίσταται.
Βιβλία εξωφρενικά.
Βιβλία ενοχλητικά εξομολογητικά.
Βιβλία μίας λεπτομερούς εναλλακτικής κοσμοθέασης.
Βιβλία μανιφέστα.
Βιβλία πολύ παράξενα, που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το θέμα τους.
Βιβλία που αποκαλύπτουν πως ό,τι ξέρουμε είναι λάθος.
Βιβλία που θα έπρεπε να είναι τελείως απαγορευμένα, αλλά παρ’ όλα αυτά κυκλοφορούν τελείως ελεύθερα, διότι, αν απαγορεύονταν κανονικά από το κατεστημένο, τότε το γεγονός αυτό θα αποδείκνυε περίτρανα τα πράγματα που περιέχονται στις σελίδες τους.
Όλα αυτά είναι τα είδη των «απαγορευμένων» βιβλίων, ή έστω αυτά τα είδη μπορώ εγώ να φανταστώ. Πρέπει να προσθέσω ότι όλα αυτά τα βιβλία κάθε είδους, συχνά μπορεί να είναι βιβλία εξαιρετικής σπανιότητας, που τα εντοπίζουν και τα αποκτούν παθιασμένοι συλλέκτες. Τελικά, μάλλον λίγοι από αυτούς είναι εκείνοι που επιδιώκουν μία νέα έκδοσή τους, αφού οι περισσότεροι συλλέκτες δεν θα το έκαναν για να μην μειωθεί η αξία του αποκτήματός τους.
Επίσης, μπορεί να πρόκειται για βιβλία εσωτερικής ή περιορισμένης κυκλοφορίας ή διαθεσιμότητας, αν κυκλοφορούν μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων, δηλαδή έχουν γραφτεί για συγκεκριμένους αναγνώστες ή αναγνώστες συγκεκριμένου τύπου. Μπορεί να είναι βιβλία που κυκλοφορούν ευρύτατα, αλλά το ιδιαίτερο θέμα τους να είναι αυτό που τα χαρακτηρίζει «απαγορευμένα». Συχνά, το αν ένα βιβλίο είναι «απαγορευμένο» ή όχι, αποτελεί αντικείμενο μίας εξίσου απαγορευμένης συζήτησης.
Νομίζω πως μερικά παραδείγματα θα ήταν χρήσιμα για να καταδείξουν τι εννοώ: Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, ήταν κάποτε ένα απαγορευμένο βιβλίο αλλά δεν είναι πια. Αντίθετα, το Ο Αγών Μου του Αδόλφου Χίτλερ δεν ήταν ένα απαγορευμένο βιβλίο, αλλά σήμερα πλέον είναι. Τα έργα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ ήταν ανέκαθεν απαγορευμένα, μάλιστα, στο ίδρυμα που ήταν κλεισμένος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, του απαγορεύτηκε μέχρι και η χρήση χαρτιού και μελάνης.
Η Σολομωνική ή τα Μεγάλα Γριμόρια (όπως π.χ. το Goetia) της τελετουργικής μαγείας, είναι παραδοσιακά απαγορευμένα έργα, απαγορευμένα όχι μόνο από το εκάστοτε χριστιανικό θρησκευτικό ιερατείο λόγω «δαιμονόπνευστων» γνώσεων, αλλά και από το επιστημονικό ιερατείο λόγω αντιεπιστημονικής γραφικότητας. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς εξαιτίας του προηγούμενου συλλογισμού, ουσιαστικά το εκάστοτε χριστιανικό ιερατείο αρνείται επισήμως ότι υπάρχει «χριστιανικός μυστικισμός», κάτι που καθιστά τα έργα χριστιανικού μυστικισμού απαγορευμένα (άλλωστε, επισήμως, π.χ. κοινότητες όπως αυτές του Αγίου Όρους ή του Βατικανού, είναι απλά μέρη προσευχής και τίποτε μυστικιστικό δεν υπάρχει εκεί), ενώ το επιστημονικό ιερατείο με τις επίσημες απόψεις του καθιστά π.χ. τα έργα του Βελικόφσκι ή του Τέσλα ή του Νεύτωνα (εκείνα που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος) απαγορευμένα, παρ’ όλο που είναι τελείως επιστημονικά.
Αρκετά έργα του Νίκου Καζαντζάκη είναι χαρακτηριστικά «απαγορευμένα» βιβλία, όπως άλλωστε και ο ίδιος ήταν ένας «απαγορευμένος» άνθρωπος (κάτι που συνέβαλε καθοριστικά στην υστεροφημία του), και οι συνειρμοί που φέρνει στο νου Ο Τελευταίος Πειρασμός του Χριστού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ή Ο Φτωχούλης του Θεού, αποτελούν ένα ικανό παράδειγμα μίας μυστικιστικής, φιλοσοφικής και θεολογικής πραγματείας που μεταμφιέστηκε σε μυθιστόρημα.
Και τί θα έλεγε κανείς για τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια, που οι σύνοδοι της Εκκλησίας τα όρισαν ως απαγορευμένα αναγνώσματα και τα εξόρισαν από τις επίσημες γραπτές παραδόσεις του Χριστιανισμού, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια κάποια ζητήματα που απ’ ό,τι φαίνεται είναι απαγορευμένο να συζητιούνται ευρύτερα;
Τα βιβλία που διαπραγματεύονται την ύπαρξη, τον πολιτισμό και την τοποθεσία της Χαμένης Ατλαντίδας (ή τουλάχιστον τα πιο σοβαρά από αυτά τα βιβλία), θεωρούνται επίσης «απαγορευμένα» βιβλία για το αρχαιολογικό, ιστορικό και πολιτιστικό κατεστημένο, (παρ’ όλο που οι εξαιρετικά μορφωμένοι Τέκτονες ιδρυτές των Η.Π.Α. ονόμαζαν την Αμερική «Nova Atlantis»). Τα βιβλία που μιλούσαν για την αληθινή γεωγραφική και πολιτισμική υπόσταση της «μυθικής» Τροίας του Ομήρου και του Βιργίλιου, ήταν επίσης «απαγορευμένα» αναγνώσματα, ώσπου ο Σλήμαν ανακάλυψε όχι μόνο την αυθεντική Τροία, αλλά καμιά δεκαριά από αυτές, την μία πάνω στην άλλη, και σήμερα πλέον τα σχετικά «απαγορευμένα» αναγνώσματα είναι εκείνα που υποστηρίζουν ότι ο Σλήμαν δεν ανακάλυψε την Τροία.
Σύμφωνα με την μικρή εποπτεία μου πάνω στο ζήτημα, το πιο διαρκές απαγορευμένο βιβλίο που ξέρω, μέσα στους αιώνες που πέρασαν από τη συγγραφή του, είναι τα Στοιχεία του Ευκλείδη, και μάλιστα ήταν ένα έργο τελείως απαγορευμένο μέχρι πριν από δύο αιώνες, αφού η Γεωμετρία αποτελούσε «απαγορευμένο» ζήτημα μέχρι περίπου και τον 18ο αιώνα! Σήμερα τα βιβλία που προτείνουν «απαγορευμένες γεωμετρίες», είναι χαρακτηριστικότατα «απαγορευμένα», αφού και μόνο η νύξη του θέματος συναντά έναν παγερό σκεπτικισμό αν όχι μία παγερή απορία.
Εννοείται ότι το ζήτημα οδηγεί στο περίφημο θέμα των «άλλων διαστάσεων», ένα άλλο ζήτημα που είναι απαγορευμένο εκτός αν το συζητά ο Στήβεν Χόκινγκ.
Βιβλία που πολλοί άνθρωποι τα αναζητούν παντού, αλλά αυτά δεν υπάρχουν πουθενά, ίσως μάλιστα να μην υπήρξαν ποτέ έξω από την απαγορευμένη φαντασία κάποιων συγγραφέων που μίλησαν γι’ αυτά. Ένα ικανό παράδειγμα είναι το Αλ Αζίφ, το Νεκρονομικόν του παράφρονα Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ, ένα απαγορευμένο βιβλίο που έγινε γνωστό μέσα από τα διηγήματα φαντασίας του Χ. Φ. Λάβκραφτ, αλλά ίσως ο Λάβκραφτ να το είχε μελετήσει στ’ αλήθεια. Είναι ένα θρυλικό, απαγορευμένο βιβλίο, που δεν μπορεί κανένας να το ανακαλύψει είτε επειδή είναι τελείως φανταστικό, είτε επειδή είναι αληθινά ένα απαγορευμένο βιβλίο, απρόσιτο για τους περισσότερους από τους επίδοξους αναγνώστες του.
Έτσι, συχνά τα αληθινά απαγορευμένα βιβλία ακροβατούν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είτε είναι φανταστικά και δεν υπάρχουν σε καμία βιβλιοθήκη, είτε είναι τόσο απαγορευμένα που δεν υπάρχουν σχεδόν σε καμία βιβλιοθήκη! Η διαφορά είναι πάντοτε η πιθανότητα αυτού του «σχεδόν». (Από την άλλη, μπορεί κάποιος να ανακαλύψει το Νεκρονομικόν, που ίσως έχει έναν άλλο τίτλο από αυτόν που του αποδίδεται. Θα είναι το αυθεντικό; Κι αν κάποιος παρουσιάσει μία έκδοση του Νεκρονομικόν με αυτόν τον τίτλο, θα είναι το αυθεντικό;… Και, στην περίπτωση αυτού του θρυλικού τόμου ή όποιου άλλου παρόμοιου, τί εννοούμε ακριβώς με τον χαρακτηρισμό «αυθεντικό»;…)
Βιβλία που οι γνώσεις που περιέχουν αποκτήθηκαν μέσω της αμφιλεγόμενης διαδικασίας του «Channeling» (βιβλία καθ’ υπαγόρευσιν από ανώτερες πνευματικές ή εξωγήινες οντότητες), είναι από τα πλέον δικαιολογημένα ως «απαγορευμένα», παρ’ όλο που τα δύο πιο διαδεδομένα και αποδεκτά βιβλία στη Δύση και στην Ανατολή, η Αγία Γραφή και το Κοράνι, είναι βιβλία που γράφτηκαν κάτω από τέτοιες περιστάσεις.
Τα παραπάνω είναι μόνο ενδεικτικά και ελάχιστα από τα -κυριολεκτικά- δισεκατομμύρια ζητήματα που σχετίζονται με «απαγορευμένα βιβλία», τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενα τελείως «απαγορευμένων» συζητήσεων. Είναι πράγματα για τα οποία δεν είναι εύκολο να συζητά κανείς ευρύτερα, πόσο μάλλον να τα γνωρίζει, πόσο μάλλον να τα διαβάζει ή να έχει βιβλιοθήκες από αυτά, πόσο μάλλον να τα συγγράφει.
Τα λόγια αυτά θέματα, συχνά υπάρχουν και είναι γνωστά σήμερα μόνο και μόνο χάρις στην σύγχρονη –τυπική και όχι ουσιαστική– ελευθερία του λόγου και του τύπου, που είναι κάπως δεδομένη στο δυτικό δημοκρατικό κόσμο. Αν δεν υπήρχε και αυτή, σχεδόν κανένας αναγνώστης δεν θα αναγνώριζε καν τα απλά και κάπως εκλαϊκευμένα παραδείγματα που ανέφερα.
Όπως το βλέπω εγώ, τα πάσης φύσεως «απαγορευμένα βιβλία» και γενικώς οι «απαγορευμένες γνώσεις», συνιστούν μία εισβολή «από αλλού» στον κόσμο που ζούμε, έναν κόσμο ασφαλή, γνωστό, χαρτογραφημένο, δεδομένο, πεζό, καθημερινό. Μια εισβολή του απαράδεκτου, του εξόριστου και του παράλογου, στον κόσμο της καθημερινότητας και του δεδομένου τυραννικού θρησκευτικού και επιστημονικού ντετερμινισμού, μία κρυφή προέλαση μιας «πέμπτης φάλαγγας» ιδεών, πληροφοριών και γνώσεων, μια Αποκάλυψη του Υπόγειου (underground) στις περιοχές και τις ροές του Κεντρικού Ρεύματος πεποιθήσεων (main stream), ένα αντιληπτικό σοκ για το κοιμισμένο και δήθεν ελεύθερο πνεύμα του μέσου ανθρώπου, (ακόμη και στις παράδοξες εκείνες περιπτώσεις όπου έχουμε να κάνουμε με έναν παλιό σκοταδισμό, που έρχεται τώρα να φωτίσει το βασίλειο του νέου σκοταδισμού).
Ο Τσαρλς Φορτ, ένας από τους πατέρες της «απαγορευμένης» σκέψης του 20ου αιώνα, (τα Άπαντα του έργου του είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά «απαγορευμένα βιβλία» του καιρού μας, ένας λόγιος παράξενος κόσμος που επιτίθεται στον κόσμο μας), τα εξέφρασε όλα αυτά πολύ καλύτερα από εμένα, στον αντίστοιχο πρόλογο ενός από τα «καταραμένα» έργα του:
«…Μια επεξεργασία των καταραμένων. Με τον όρο καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα, αυτά που έχουν απορριφθεί και αποσιωπηθεί. Θα κάνουμε μια επεξεργασία της πληροφορίας που η επιστήμη έχει αποκλείσει και εξορίσει.
»Τάγματα των αναθεματισμένων, οδηγημένα στη μάχη από θολές πληροφορίες που έχω ξεθάψει, θα παρελάσουν σαν στρατιές νεκροζώντανων… Θα τα διαβάσετε ή θα προελάσουν οργισμένα. Μερικά απ’ αυτά φτωχά, μερικά οξύθυμα και φλογισμένα, και μερικά απ’ αυτά με τη σαπίλα του τάφου πάνω τους. Κάποια απ’ αυτά είναι πτώματα, σκελετοί, μούμιες, σπασμένα, ταλαντευόμενα, παρακινημένα από συντρόφους που ήταν καταραμένοι όταν ήταν ζωντανοί. Είναι γίγαντες που θα βαδίσουν δίπλα σας, αν και θα ακούγονται κοιμισμένοι.
»Υπάρχουν πράγματα που είναι θεωρήματα και πράγματα που είναι σκουπίδια, κουρέλια: θα ξεκινήσουν την πορεία τους, σαν τον Ευκλείδη χέρι με χέρι με το πνεύμα της αναρχίας. Εδώ κι εκεί θα φτερουγίζουν μικρές πόρνες. Πολλά δεν είναι παρά κλόουνς. Αλλά πολλά αξίζουν το μεγαλύτερο σεβασμό. Πολλά είναι πληρωμένοι δολοφόνοι. Είναι αμυδρές δυσωδίες και κοκκαλιάρικες δεισιδαιμονίες και απλές σκιές και ζωντανές συμφορές: παραξενιές και αξιαγάπητες οπτασίες. Το πρόχειρο και το σχολαστικό, το εκκεντρικό και το γκροτέσκο και το ειλικρινές και το ανειλικρινές και το βαθύ και το παιδιάστικο. Ένα μαχαίρωμα κι ένα γέλιο και τα ασθενικά πλεγμένα χέρια της απελπισμένης ιδιοκτησίας. Το υπεραξιοσέβαστο, μα και το καταδικασμένο, έτσι κι αλλιώς…
»Η δύναμη που αναφώνησε σε όλα αυτά τα πράγματα ότι είναι καταραμένα, είναι η δογματική επιστήμη, ο στείρος σκεπτικισμός, ο σκοταδισμός, η άγνοια και η ημιμάθεια, οι ανέμπνευστες περιστάσεις της κοινωνίας μας. Όμως θα προελάσουν. Οι μικρές πόρνες θα χοροπηδήσουν, και τα τέρατα θα τραβήξουν πάνω τους την προσοχή, και οι κλόουνς θα σπάσουν το ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους.
»Αλλά …η μοναξιά της επεξεργασίας σε μια ενότητα: το εντυπωσιακό και θαυμαστό των πραγμάτων που περνούν και περνούν και περνούν και περνούν, κι όλο έρχονται κι έρχονται κι έρχονται. Έτσι, με τα καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα. Αλλά και με τα αποκλεισμένα εννοώ αυτά που μια μέρα θα γίνουν εκείνα που θα αποκλείσουν. Κι οτιδήποτε είναι, δεν θα είναι. Κι οτιδήποτε δεν είναι, θα είναι…»
Λοιπόν, να δύο συμβολικές διαχρονικές φιγούρες της ιστορίας των απαγορευμένων γνώσεων, φανταστείτε τις σε έναν αιώνιο πόλεμο: Από τη μια ο Τσαρλς Φορτ, τρελός από τον πόθο του για κάθε απαγορευμένη ή «καταραμένη και εξορισμένη» πληροφορία του κόσμου, συνθέτει το ύστατο έργο, την λεπτομερή συγκέντρωση όλων των «κλόουνς που θα σπάσουν το ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους», προτείνοντας μία ανασκευή της πραγματικότητας, των επιστημών και του συμβατικού χωροχρόνου.
Από την άλλη, ο πρώτος μεγάλος αυτοκράτορας της Κίνας, ο Σι Χουάνγκ Τι, ο άνθρωπος που διέταξε την κατασκευή του αχανούς και τιτάνιου Σινικού Τείχους που περικύκλωσε μία ολόκληρη αυτοκρατορία, και διέταξε να καούν όλα –μα όλα– τα βιβλία που γράφτηκαν πριν απ’ αυτόν, όπως επίσης και να ξεκινήσει η μέτρηση του χρόνου από την ημέρα της γέννησής του!
Ανάμεσα από τις δύο αυτές αλληγορικές φιγούρες, απλώνεται η ατέλειωτη ιστορία των απαγορευμένων βιβλίων του κόσμου…
Τα βιβλία κατοικούν μέσα μας. Είναι νοητικές οντότητες.
Η εξωτερική μας βιβλιοθήκη δεν είναι παρά μία αντανάκλαση της εσωτερικής μας βιβλιοθήκης. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε τα βιβλία δεν θα ήταν παρά ένας όγκος από μουτζουρωμένο χαρτί. (Θα μπορούσε κάποιος να διασκευάσει την γνωστή ρήση που λέει «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι» μετατρέποντάς την σε «δείξε μου την βιβλιοθήκη σου να σου πω ποιος είσαι»).
Τα απαγορευμένα βιβλία είναι ένα κομμάτι του απαγορευμένου εαυτού μας. Γιατί κάπου μέσα μας είμαστε χρονοταξιδιώτες, κάπου μέσα μας μιλήσαμε με τους αγγέλους και με τους δαίμονες, κάπου μέσα μας επισκεφθήκαμε έναν άλλο πλανήτη ή κατοικήσαμε την Λεμουρία, συμμετείχαμε σε μυστικές αδελφότητες, ταξιδέψαμε στον Άδη, φτιάξαμε δικά μας λεξικά, ανακαλύψαμε την Κούφια Γη, κατασκευάσαμε δικές μας θρησκείες, κάναμε απαγορευμένες ανασκαφές στα μυστηριώδη μέρη του κόσμου, ξεκλειδώσαμε τα μυστικά του σύμπαντος και το άλλο πρωί το ξεχάσαμε. Ίσως τελικά τα απαγορευμένα βιβλία να μας υπενθυμίζουν τις περιπέτειες εκείνου του απαγορευμένου μας εαυτού, εκείνου του εαυτού μας που είναι τόσο απαγορευμένος που η συνείδησή μας αρνείται ακόμη και την ίδια την ύπαρξή του.
Και τί θα γινόταν αν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι απαγορευμένοι μας εαυτοί; Ποια ανομολόγητη μετάλλαξη θα κυρίευε τον κόσμο μας; Σε τι θα μετατρέπονταν οι κοινωνίες μας; Στο κάτω-κάτω, ο εαυτός μας, η λογική, ο λόγος, η γραφή, τα βιβλία, η τέχνη, η φιλοσοφία, στοχεύουν ή θα έπρεπε να στοχεύουν στην απώτατη επικοινωνία. Τα βιβλία, ειδικά, είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της επικοινωνίας, ή μάλλον, αποτελούν την καταγραμμένη ιστορία αυτής της επικοινωνίας.
Ένα σιωπηλό βιβλίο δεν είναι παρά μια σπατάλη χαρτιού και μελάνης, μια βλασφημία ή κάτι πολύ ύποπτο. Μία σιωπηλή βιβλιοθήκη είναι ένας εφιάλτης. Τα βιβλία μιλάνε. Πρόκειται για τους εσωτερικούς μας κόσμους που επικοινωνούν, με αργό και σταθερό ρυθμό, διαχρονικά μέσα στους αιώνες…
Δεν το γνωρίζουν πολλοί, ότι η συνήθεια να «διαβάζουμε από μέσα μας» –κι όχι φωναχτά– ένα κείμενο ή ένα βιβλίο, είναι μία συνήθεια σχετικά πρόσφατη. Υποδηλώνει ξεκάθαρα μία γνωσιολογική υποχώρηση στα ενδότερα, μία αποδοχή της καταλυτικής εσωτερικής επικοινωνίας μέσω των βιβλίων.
Μέχρι το Μεσαίωνα και τουλάχιστον μέχρι την ανακάλυψη της τυπογραφίας, και κατά τόπους μέχρι και τον 18ο αιώνα, οι περισσότεροι μορφωμένοι άνθρωποι διάβαζαν ένα κείμενο φωναχτά, ακολουθώντας με το δάχτυλό τους ή με ένα δείκτη τις γραμμές, διάβαζαν προφορικά το κείμενο και όχι με τη σκέψη, αλλιώς δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν. Αυτό είναι πολύ λογικό, αφού τα γράμματα που χρησιμοποιούμε για να γράφουμε είναι ένας ηχητικός κώδικας, είναι σύμβολα που αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένους ήχους.
Είναι φτιαγμένα για να προφέρονται, για να διαβάζονται φωναχτά. Ένας άλλος λόγος ήταν και το ότι, πριν από την τυπογραφία, ένα βιβλίο δεν κυκλοφορούσε σε πολλά αντίτυπα. Δεν μπορούσε ο καθένας να έχει το δικό του αντίτυπο στο σπίτι του. Συνήθως τα βιβλία υπήρχαν στις σχολές, στις μονές, στις αδελφότητες, στα πανεπιστήμια, στα διάφορα ιδρύματα, στις βιβλιοθήκες. Κάποιος διάβαζε φωναχτά, π.χ. ο δάσκαλος, και οι υπόλοιποι άκουγαν. Αυτός που είχε γράψει το βιβλίο ήταν ο γνώστης, αυτός που το διάβαζε φωναχτά για να το ακούσουν όλοι ήταν ο «ανα-γνώστης», εκείνος που επαναλάμβανε τη γνώση του βιβλίου φωναχτά για να επικοινωνηθεί στους ακροατές, μία γνώση που δεν ήταν δική του αλλά κάποιου άλλου, κι εκείνος απλώς την επαναλάμβανε.
Η ίδια διαφορά υπήρχε και ανάμεσα στον γραφέα ή στον συγγραφέα και στον αντιγραφέα, εκείνον που αντέγραφε περισσότερα αντίγραφα του βιβλίου. Η ευρύτερη διανομή ενός βιβλίου ήταν κάτι μάλλον απαγορευμένο, αφού τα βιβλία είτε είχαν έναν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη που πρόσφερε στην κοινότητα κάποια αντίγραφα, είτε αποτελούσαν κτήμα κάποιου ιδρύματος –και, κατ’ επέκταση, κάποιου συστήματος– γνώσης. (Και είναι γνωστό ότι οι διάφοροι αντιγραφείς, για διάφορους λόγους, συχνά περικόπτανε ή λογοκρίνανε ένα βιβλίο κατά την αντιγραφή του).
Στον κανόνα της προφορικής ανάγνωσης υπήρχαν κάποιες ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις: Οι περισσότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας λόγιος δεν διάβαζε φωναχτά ένα βιβλίο, ήταν όταν διάβαζε ένα απαγορευμένο βιβλίο και δεν ήθελε να τον ακούσουν. Ένα καλό παράδειγμα είναι κάτι που διηγείται ο Άγιος Αυγουστίνος στο έκτο βιβλίο των Εξομολογήσεών του, ένα περιστατικό το οποίο ο ίδιος θεωρεί αξιοσημείωτο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο δάσκαλός του, ο Άγιος Αμβρόσιος:
«Όταν διάβαζε ο Αμβρόσιος, το βλέμμα του έτρεχε πάνω στις γραμμές, εμποτίζοντας το πνεύμα του στο νόημα, χωρίς να προφέρει λέξη, ούτε καν να κουνά τα χείλη του. Αφού δεν εμπόδιζε κανέναν να μπει στο αναγνωστήριο και κανείς δεν τον προειδοποιούσε ότι έρχεται, συχνά τον βλέπαμε να διαβάζει από μέσα του και ποτέ φωναχτά. Φεύγαμε και τον αφήναμε ήσυχο, σκεπτόμενοι ότι στο χρόνο που του δινόταν για να αναζωογονήσει το πνεύμα του, χωρίς να τον σκοτίζουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν ήθελε να τον απασχολούν, ίσως από το φόβο πως κάποιος τυχαίος ακροατής, που θα προβληματιζόταν από το κείμενο που διάβαζε, θα του ζητούσε επεξηγήσεις για κάποιο δυσνόητο εδάφιο, ή θα ήθελε να συζητήσει μαζί του για το εκάστοτε θέμα, ίσως εμποδίζοντας τον να διαβάσει αυτό που ήθελε…»
Κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουκιανού με τον παράξενο τίτλο “Προς τον Απαίδευτον και Πολλά Βιβλία Ωνούμενον” μεταξύ πολλών άλλων βιβλίων, μαρτυρούν για την ύπαρξη αυτής της γενικευμένης αναγνωστικής συνήθειας ήδη από τον πρώτο αιώνα μ.κ.ε. Και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτό συνέβαινε από πάντοτε. Για παράδειγμα, ο Πυθαγόρας δεν έγραψε ποτέ του κανένα σύγγραμμα, διότι μάλλον δεν ήθελε να διαστρεβλωθούν οι διδασκαλίες του από τους αντιγραφείς, αλλά και να πέσουν στα χέρια των αμύητων, ή και να υπάρχουν στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί για τις μυστικιστικές του δραστηριότητες, (τελικά η σχολή του παραδόθηκε στις φλόγες, και ο ίδιος και πολλοί μαθητές του δολοφονήθηκαν).
Με την τυπογραφία μπορούσε πλέον ο καθένας να έχει το δικό του αντίτυπο ενός διαδεδομένου βιβλίου, αν ένα ικανό δίκτυο διανομής του το επέτρεπε. Η ανάγνωση έγινε μοναχική. Έγιναν όλοι «ανα-γνώστες». Ο καθένας μπορούσε πλέον να βρίσκεται σε προσωπική διαχρονική επικοινωνία με τον «γνώστη», τον συγγραφέα, κατευθείαν μέσα στον εσωτερικό κόσμο τους, ο ένας μέσα στο βιβλίο και ο άλλος μέσα στο κεφάλι του.
Αρχίσαμε να διαβάζουμε «από μέσα μας». Τα βιβλία έγιναν μέρος της σκέψης μας. Αυτή την στιγμή που ο αναγνώστης μου διαβάζει αυτό το κείμενο, άραγε το γράφω εγώ ή το σκέφτεται; Και τα δύο. Από ένα σημείο κι έπειτα δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει την δική μου σκέψη από την δική του. Γι’ αυτό και μπορούν να γίνουν τόσο επικίνδυνα τα βιβλία, δεν διαμορφώνουν απλά την «κοινή γνώμη» όπως η τηλεόραση, διαμορφώνουν την ίδια την σκέψη. Είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν ολόκληρα πεδία απαγορευμένης σκέψης και κατ’ επέκταση ολόκληρες βιβλιοθήκες απαγορευμένων βιβλίων…
Με την ανακάλυψη και σταδιακή διάδοση της τυπογραφίας, πάρα πολλά βιβλία έπαψαν να είναι σπάνια (διότι μέχρι τότε, όλα τα βιβλία ήταν σπάνια). Η έννοια του απαγορευμένου βιβλίου άλλαξε. Μέχρι τότε, τα βιβλία που ήταν απαγορευμένα δεν φιλοξενούνταν στις σχολές, στις μονές και στις βιβλιοθήκες και τα αναγνωστήρια, και είτε ήταν κλειδωμένα στις μυστικές κρύπτες κάποιων βιβλιοθηκών ή ιδρυμάτων, είτε βρίσκονταν σε κάποιες κρυφές προσωπικές συλλογές.
Τα ίδια τα μέρη που φιλοξενούσαν ή διέδιδαν τα βιβλία, είχαν χαρακτηρίσει κάποια βιβλία ως απαγορευμένα. Αργότερα, πολύ απλά, τα απαγορευμένα βιβλία δεν τυπώνονταν. Αρκετά αργότερα, τα περισσότερα βιβλία που μετέπειτα χαρακτηρίστηκαν «απαγορευμένα», ήταν προσωπικές εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων, και πάντοτε με την κρυφή συνδρομή ενός μεμονωμένου τυπογράφου που έπαιζε το ρόλο του εκδότη.
Άρα: 1) Έτσι, στην αρχή τα απαγορευμένα βιβλία ήταν εκείνα που είχαν απαγορευτεί ως «ανα-γνώσματα» από τους κλειδοκράτορες της γνώσης. 2) Έπειτα, ήταν τα βιβλία εκείνα που δεν τυπώνονταν. 3) Αργότερα, ήταν εκείνα τα ιδιόμορφα βιβλία που ήταν σπάνια και απαιτούσαν ιδιαίτερη αναζήτηση από τον αναγνώστη για να τα αποκτήσει, (κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο λόγος που σήμερα μιλάμε για τον γνωσιολογικό ή έντυπο «χώρο της αναζήτησης»). 4) Και στην εποχή μας της ευρείας διάδοσης των ιδεών και της πληροφορίας, είναι τα βιβλία εκείνα που είναι ασυνήθιστα προϊόντα μίας εναλλακτικής διανόησης, βιβλία που είναι μάλλον underground, ή θρυλικά αναγνώσματα που έχουν χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως απαγορευμένα.
Όμως, πρέπει να επισημάνω κάτι πολύ χρήσιμο στην κατανόηση του όλου θέματος: η κάθε μία από τις παραπάνω εποχές των απαγορευμένων βιβλίων δεν τελείωσε για να τη διαδεχθεί απλά η επόμενη, διότι εδώ δεν μιλάμε για εποχές αλλά για βιβλία. Για παράδειγμα, τα βιβλία της πρώτης εποχής συνέχισαν να υπάρχουν στη δεύτερη εποχή, ακόμη και στη σύγχρονη. Αυτό το γεγονός δίνει μία βαθύτερη διάσταση στο θέμα των απαγορευμένων βιβλίων: Ας πούμε, αν ένα βιβλίο ήταν τόσο απαγορευμένο στο παρελθόν, ώστε να φυλάσσεται στο πιο σκοτεινό υπόγειο μιας βιβλιοθήκης κατά την πρώτη εποχή, και δεν τυπώθηκε κατά τη δεύτερη εποχή, το πιο πιθανό είναι ότι σήμερα δεν γνωρίζει σχεδόν κανένας για την ύπαρξή του! Και το πιθανότερο είναι ότι συνεχίζει να υπάρχει κάπου…
Αυτό οδηγεί σε ένα προκλητικό και ανησυχητικό συμπέρασμα: Τα πιο απαγορευμένα βιβλία είναι εκείνα για τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα!
Ίσως μάλιστα τα «απαγορευμένα» βιβλία που γνωρίζουμε σήμερα, να μην είναι παρά ένας αντιπερισπασμός, ένα προπέτασμα καπνού που στόχο του έχει να καλύψει τα αληθινά και άγνωστα απαγορευμένα βιβλία…
Στο κάτω-κάτω, αν παραμερίσουμε το ζήτημα των περιεχομένων που χαρακτηρίζουν ένα βιβλίο ως απαγορευμένο, και εστιαστούμε στην «απαγόρευσή» του ως προς τη διάθεσή του, είναι εύκολο να διακρίνουμε μια διαβάθμιση: Υπάρχουν τα «απαγορευμένα» βιβλία που κατέληξαν να κυκλοφορούν ευρύτερα. Υπάρχουν εκείνα που είναι αρκετά δυσεύρετα και πρέπει να τα αναζητήσεις πολύ για να τα διαβάσεις. Υπάρχουν εκείνα που είναι εξαιρετικά σπάνια και τα αποκτούν μόνο οι αφοσιωμένοι συλλέκτες.
Υπάρχουν εκείνα που είναι απίστευτα σπάνια και τα έχουν μόνο λιγοστοί μανιώδεις πάμπλουτοι συλλέκτες. Υπάρχουν εκείνα που π.χ. είναι χειρόγραφα και φυλάσσονται αποκλειστικά σε ένα μοναστήρι, μία βιβλιοθήκη, ένα ίδρυμα, ένα μουσείο, και μπορείς να τα δεις –αν ξέρεις που να πας– μόνο πίσω από ένα τζάμι. Αντίστοιχα, υπάρχουν εκείνα που βρίσκονται σε ανάλογα μέρη –που δεν τα ξέρεις– και μπορούν να τα δουν μονάχα κάποιοι εγκεκριμένοι (από ποιον;) ειδικοί. Λοιπόν, είναι και λογικό και εύκολο να συμπεράνει κανείς ότι υπάρχει τουλάχιστον ακόμη ένα σκαλοπάτι στις παραπάνω διαβαθμίσεις.
Βιβλία που δεν γνωρίζει σχεδόν κανείς, και που επίσημα δεν υπάρχουν.
Τί θα μπορούσαν να γράφουν αυτά τα βιβλία;
Υπενθυμίζω στον αναγνώστη μου ότι εδώ δεν μιλάμε απλά για βιβλία, αλλά ουσιαστικά για την καταγραμμένη ιστορία της ανθρώπινης γνώσης. Και αυτή, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πάρα πολλά απαγορευμένα κομμάτια, για τα οποία ο μέσος άνθρωπος –ή και ο μέσος λόγιος– δεν θα ενημερωθεί ποτέ. Και εδώ, νομίζω πως είναι το κατάλληλο σημείο για να καταθέσω μία πολύ παλιά μου απορία. Ας την εκφράσω με μία τυχαία ερώτηση: Πού βρίσκεται η Οδύσσεια του Ομήρου;
Θα μου πείτε, βρίσκεται στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Ναι, δεν διαφωνώ, εκεί βρίσκεται ένα αντίγραφό της, αλλά εγώ εννοώ την αυθεντική Οδύσσεια, το «πρωτότυπο». Γνωρίζω πως ένα αρχαιότατο κείμενο όπως π.χ. η Οδύσσεια, δεν διασώζεται στο πρώτο της χειρόγραφο (αν και δεν είμαι έτοιμος να πάρω όρκο γι’ αυτό), κι έτσι αναρωτιέμαι για το παλαιότερο αντίγραφό της, εκείνο στο οποίο ανακαλύψαμε το έργο, κάτι που για εμάς είναι «πρωτότυπο». Λοιπόν, πού βρίσκεται αυτό το χειρόγραφο; Πού φυλάσσεται; Ποιος το έχει; Υπάρχει; Μπορούμε να το δούμε;
Αυτή είναι η παλιά καλή –και ίσως παιδική– αναπάντητη απορία μου. Πού βρίσκονται τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ή, τέλος πάντων, τα παλαιότερα αντίγραφά τους; Πού φυλάσσονται τα έργα του Αριστοτέλη; Πως ξέρουμε ότι είναι π.χ. 100 και όχι 200; Πώς ξέρουμε ότι ένα αρχαίο κείμενο δεν έχει πενήντα σελίδες παραπάνω απ’ όσες εμείς ξέρουμε; Πού είναι τα έργα του Πλάτωνα; Του Αναξίμανδρου; Του Πλούταρχου; Πού είναι η Αινειάδα του Βιργίλιου, η Θεία Κωμωδία του Δάντη, η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου;
Δεν υπονοώ αναγκαστικά κάτι με αυτές μου τις απορίες, απλά, δεν ξέρω πού είναι. Στο πέρασμα του χρόνου θυμάμαι πάντα να το ρωτώ σε ανθρώπους που ίσως γνωρίζουν, αλλά διαπιστώνω ότι ούτε αυτοί ξέρουν. (Όμως, κάποτε θα μάθω). Θα μπορούσαμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα αν μπορούσαμε να μάθουμε έστω και μόνο πού βρίσκονται όλα αυτά τα σπουδαιότατα αρχαία κείμενα, και ιδίως τα ελληνικά. Τους λόγους ίσως μπορεί να τους φανταστεί ο αναγνώστης μου. Εγώ καταθέτω απλώς αυτήν την απορία μου για να του εμπνεύσει περισσότερες απορίες. Μερικές φορές οι περισσότερες απορίες είναι πιο χρήσιμες από τις λίγες απαντήσεις.
Λοιπόν, αν –για παράδειγμα– υπάρχουν «απαγορευμένα» αρχαία κείμενα, και είναι μάλλον βέβαιο ότι υπάρχουν, κάπου βρίσκονται και κάποιοι γνωρίζουν και –γιατί όχι– εφαρμόζουν και εκμεταλλεύονται τις γνώσεις που αυτά περιέχουν. Και θα μπορούσαν να είναι πάρα πολύ σημαντικές γνώσεις. Διότι, σχεδόν πάντα, τα απαγορευμένα βιβλία δεν είναι απαγορευμένα για κάποια ελίτ που με κάποιο τρόπο διαμόρφωσε την απαγόρευσή τους.
Να ένα παράδειγμα: το εξαιρετικό έργο 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, ήταν ένα βιβλίο που απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό το θεωρώ πολύ φυσικό, αφού αυτό το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός απαγορευμένου βιβλίου. Όμως, η ηγετική ελίτ του κομμουνιστικού κόμματος ζήτησε να μεταφραστεί κρυφά στα ρωσικά από ένα επιτελείο μεταφραστών και να τυπωθεί εμπιστευτικά σε ένα μικρό αριθμό αντιτύπων, για να μπορούν αυτοί να το διαβάζουν και να το αναλύουν ή να το συμβουλεύονται, παρ’ όλο που όλοι οι πολίτες απαγορευόταν να το διαβάσουν!
Μάλιστα, το θέμα είχε χαρακτηριστεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας! (Όλα αυτά αποτελούν ιστορικό γεγονός, πολύ γνωστό στους μελετητές, και όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες μπορεί να ερευνήσει εύκολα το ζήτημα και να μάθει όλες τις ανά τον κόσμο παράξενες περιπέτειες του βιβλίου 1984). Έχοντας γνώση όλων αυτών των αλυσιδωτών αντιδράσεων, ο Όργουελ έμαθε να μεταμφιέζει καλύτερα τα «απαγορευμένα» πονήματά του, π.χ. γράφοντας την Φάρμα των Ζώων.
Οι περιβόητες μυστικές βιβλιοθήκες του Βατικανού είναι μία πραγματικότητα και, απ’ όσο ξέρω, μπροστά τους ωχριούν οι αντίστοιχες μυστικές βιβλιοθήκες της Οξφόρδης και του Βρετανικού Μουσείου (που κάπου μέσα στις κρύπτες του στέκουν τα πιο μυστηριώδη από τα έργα του Δρ. Τζων Ντη, ανάμεσα σε έργα ακόμη πιο μυστηριώδη). Πρόσφατα έτυχε να παρακολουθήσω μία «απαγορευμένη» βιντεοταινία, στην οποία μεταξύ άλλων υπήρχε μία φευγαλέα περιήγηση στα αχανή δίκτυα υπόγειων στοών που είναι γεμάτα από ειδικά διαμορφωμένες βιβλιοθήκες, κάτω από το Βατικανό. Στις στοές αυτές, μάλιστα, υπάρχει και ένα άψογο βιβλιοθηκονομικό σύστημα, το οποίο αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.
Πρόκειται για έναν ολόκληρο υπόγειο μίνι-σιδηρόδρομο, τον οποίον διατρέχουν τραινάκια-ρομπότ που αναζητούν, εντοπίζουν και μεταφέρουν τα βιβλία που κάποιος άνθρωπος της επιλεγμένης ελίτ ζήτησε να μελετήσει. Στις στοές αυτές βρίσκονται αμέτρητα ανεκτίμητα βιβλία, ανυπολόγιστοι θησαυροί της ανθρώπινης γνώσης, απαγορευμένα για τα μάτια των θνητών, και ανάμεσά τους υπάρχουν άπειρα βιβλία τελείως άγνωστα σ’ εμάς. Δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε για τα περιεχόμενά τους. Και οι μυστικές βιβλιοθήκες του Βατικανού είναι μόνο ένα ικανό παράδειγμα, είναι απλά κάτι που συμβαίνει σε ένα μέρος του κόσμου που δεν ξεπερνά κάποια τετραγωνικά χιλιόμετρα…
«…O κόσμος σας λέγεται Urantia και είναι ένας ανάμεσα σε πολλούς παρόμοιους κατοικημένους πλανήτες, οι οποίοι αποτελούν το τοπικό σύμπαν Nebadon. Αυτό το σύμπαν, μαζί με άλλες παρόμοιες δημιουργίες, αποτελούν το υπερ-σύμπαν Orvonton, από την πρωτεύουσα Uversa του οποίου, σας χαιρετά η επιτροπή μας. Το Orvonton είναι ένα από τα επτά εξελικτικά υπερ-σύμπαντα του Χωρόχρονου, τα οποία περικυκλώνουν την χωρίς αρχή και τέλος δημιουργία της θεϊκής τελειότητας: το κεντρικό Σύμπαν Havona. Στην καρδιά αυτού του αιώνιου κεντρικού σύμπαντος, βρίσκεται το Νησί του Παραδείσου, που είναι το ακριβές γεωγραφικό κέντρο της αιωνιότητας και ο τόπος κατοικίας του αιώνιου Θεού…»
Το μήνυμα αυτό απευθύνεται στους κατοίκους της Urantia, δηλαδή σ’ εμάς, και προέρχεται από τις εξωγήινες-εξωδιαστατικές διάνοιες που είναι υπεύθυνες για τον κόσμο μας, που το αληθινό του όνομα είναι Γιουράντια. Προέρχεται από μια ομώνυμη σειρά αινιγματικών και πολύπλοκων συγγραμμάτων που έχουν γραφτεί από αυτούς προς εμάς (ανάμεσα τους ο αρχάγγελος Μιχαήλ και άλλοι), τα οποία αριθμούν χιλιάδες σελίδες και αποκωδικοποιούν όλα τα μυστήρια του σύμπαντος, της εξέλιξης, του χωρόχρονου και του Θεού!
Ποιος έχει γράψει αυτό το απίστευτο βιβλίο;
Ποιος έχει διαβάσει και αποκωδικοποιήσει το δωδεκάτομο Arcana Celestia του Εμμάνουελ Σβέντενμποργκ;
Χρησιμοποίησε ποτέ κανείς την μυστική αναλυτική γλώσσα του Τζων Γουίλκινς;
Τί εννοούσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας γράφοντας: «Το φρονιμότερο είναι να μην γράφεται το παραμικρό , αλλά να μαθαίνεις και να διδάσκεις προφορικά, γιατί τα γραπτά μένουν… (Στρωματείς). Κάπου αλλού ο ίδιος γράφει: «Γράφοντας τα πάντα σε ένα βιβλίο, είναι σαν να αφήνεις ένα ξίφος στα χέρια ενός παιδιού…»
Κι αν ο Ιούλιος Βερν είχε ένα μεγάλο σημειωματάριο (κάθε συγγραφέας έχει τουλάχιστον ένα συρτάρι γεμάτο από τέτοια), στο οποίο σημείωνε με όλες τις λεπτομέρειες όλες τις έρευνες που έκανε για να καταλήξει να γράψει κάποια από τα μνημειώδη έργα του, πού μπορεί να βρίσκεται αυτήν την στιγμή το σημειωματάριο αυτό;
Και ποιος άραγε να ξέρει τί απέγιναν τα σημειωματάρια του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που σίγουρα είναι πολύ περισσότερα από τα δύο-τρία που είναι γνωστά;
Κι εκείνη η μνημειώδης βιβλιοθήκη του Άλντους Χάξλεϋ που «πήρε φωτιά», άραγε τί να περιείχε;
Κι εκείνη η άλλη μνημειώδης βιβλιοθήκη που κάηκε, εκείνη της Αλεξάνδρειας, άραγε σε ποιους να κληρονόμησε –δια της αρπαγής– τα «καμένα» βιβλία της; (Αν ο αναγνώστης μου διακρίνει μία ειρωνεία στην προηγούμενη πρόταση, είναι γιατί δεν την είδαμε όλη να καίγεται. Την βιβλιοθήκη, όχι την ειρωνεία).
Και αν είναι αλήθεια πως ο συνταγματάρχης Τσέρτσγουωρντ μελέτησε τις «Πινακίδες Ναακάλ» σε ένα ναό στην Ινδία, απ’ όπου άντλησε τις πληροφορίες για την χαμένη Μου, την εξαφανισμένη Λεμουρία, άραγε πού να βρίσκονται αυτά τα κείμενα;
Κι άραγε υπάρχει κάποιος που έχει αποκρυπτογραφήσει τα αινιγματικά περιεχόμενα του θρυλικού Χειρόγραφου Βόυνιτς;
Τί είναι τελικά το Λεξικό των Χαζάρων;
Είχαν βιβλιοθήκη οι Ναΐτες;
Είναι το Ευαγγέλιο του Θωμά, το Ευαγγέλιο του Θωμά;
Υπάρχει κανείς που να διάβασε ολόκληρη την Ανατομία της Μελαγχολίας του Ρόμπερτ Μπέρτον;
Επισκέφθηκε κανείς την ονειρική γεωγραφία που περιγράφει με εξωφρενικές λεπτομέρειες ο Φρανσίσκο Κολόνα στο απαγορευμένο έργο Hypnerotomachia Poliphili;
Ποια βιβλία είχε μελετήσει ο Χριστόφορος Κολόμβος;
Τί περιείχαν οι παράξενες βιβλιοθήκες των Μάγιας που κατέστρεψε ο αρχιεπίσκοπος Ντιέγκο ντε Λάντα ως «δαιμονικά έργα»; Και, άραγε, τις κατέστρεψε;
Τί έγραφαν τα συγγράμματα τους που έδωσαν ο Ρόμπερτ Χάινλάιν και ο Λάρυ Νίβεν στον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ρόναλντ Ρέιγκαν, με την πρόταση δημιουργίας του διαστημικού οπλικού συστήματος του προγράμματος Πόλεμος των Άστρων;
Ποιος έχει στα χέρια του τις χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες του Exegesis του Φίλιπ Κ. Ντικ;
Τί ακριβώς είναι τα Incunabula Papers;
Πήρε ποτέ κανείς στα σοβαρά αυτά που έγραψε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε στο έργο του Εύρηκα!;
Τί λένε τα εκατό χιλιάδες ανέκδοτα βιβλία του Άλιστερ Κρόουλυ; (Εδώ υπάρχει, επίτηδες, μία μικρή υπερβολή).
Όταν πέθανε, το 1833, ο μεγαλύτερος «βιβλιομανής» συλλέκτης σπάνιων βιβλίων και λάτρης κάθε είδους «απαγορευμένου» έργου, ο Ρίτσαρντ Χέμπερ, η διαθήκη του δεν έκανε καμία απολύτως νύξη για βιβλία, (το ίδιο και η διαθήκη του Σαίξπηρ). Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι οι εκτελεστές της διαθήκης του να ανακαλύψουν σιγά-σιγά τα τιτάνια τμήματα της ανυπολόγιστης βιβλιοθήκης του. Η τεράστια εξοχική του έπαυλη ήταν ολόκληρη γεμάτη βιβλία από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, το ίδιο και τα τρία σπίτια που διατηρούσε κρυφά στο Λονδίνο. Αργότερα, άρχισαν να ανακαλύπτουν αντίστοιχα σπίτια του στο Παρίσι, στις Βρυξέλες, στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ, καθώς και δεκάδες σπίτια-βιβλιοθήκες σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Άραγε, τί απέγιναν όλα αυτά τα αμέτρητα σπάνια βιβλία; Γιατί ήθελε να κρατήσει την ύπαρξή τους μυστική;
Όλες τις παραπάνω ερωτήσεις, που άλλωστε παίζουν ρόλο ενδεικτικό, δεν φιλοδοξεί να τις απαντήσει ένα απλό άρθρο, αλλά ούτε και η συναρπαστική ανθολογία κειμένων που περιέχεται στο βιβλίο Απαγορευμένα Βιβλία (εκδ. Αρχέτυπο) που συνθέσαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ με την ελπίδα να εγκαινιάσουμε μία νέα θεματολογία στην ελληνική βιβλιογραφία. Δεν φιλοδοξεί να τις απαντήσει όλες, επειδή κανένα άρθρο ή βιβλίο δεν το φιλοδοξεί αυτό, διότι είναι μάλλον ανέφικτο να απαντηθούν.
Δυστυχώς, αυτή είναι η παγίδα στο μυστηριώδες ζήτημα των «απαγορευμένων βιβλίων». Δεν μπορείς να θίξεις σωστά και ικανοποιητικά την καρδιά του θέματος, επειδή τα αληθινά απαγορευμένα βιβλία πολύ απλά δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν εδώ γύρω. Τα επιμέρους ζητήματα που τα περικυκλώνουν είναι εξίσου απαγορευμένα, αλλά τουλάχιστον μπορούμε ίσως να τα συζητήσουμε (ψιθυριστά).
Αλλά ακόμη κι αυτές οι συζητήσεις, εκτός από το ότι θα απαιτούνταν εκατοντάδες χρόνια για να πραγματοποιηθούν, θα χρειαζόντουσαν και εκατοντάδες τόμους για να καταγραφούν, κι αυτοί με την σειρά τους θα απαιτούσαν δεκάδες χρόνια για να γραφτούν και ανυπολόγιστα χρόνια για να διαβαστούν από τους επίδοξους αναγνώστες τους. (Και, βέβαια, αυτοί οι τόμοι θα πλήθαιναν απλώς τις τάξεις των «απαγορευμένων βιβλίων»). Είναι όλα αυτά μία μάταιη διαδικασία, ή εμένα μου φαίνεται;…
Όσο για το ελπιδοφόρο μας βιβλίο Απαγορευμένα Βιβλία, απ’ όσο ξέρω, είναι η πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία που το παρών ζήτημα θίγεται με μία τέτοια ανθολογία κειμένων κάτω από αυτόν τον τίτλο. Και όλες οι πρωτιές είναι καταδικασμένες να αποτελούν απλώς εισαγωγές. Και η δική μου εισαγωγή γι’ αυτή την εισαγωγή, μόλις έφτασε ήδη στο τέλος της.
Πρέπει να σημειώσω πως οι σελίδες του βιβλίου έχουν γραφτεί από αφοσιωμένους μελετητές (που θα χαρούν πολύ αν διαβάσετε τα πονήματά τους), τους οποίους οφείλω να ευχαριστήσω για την πραγματοποίηση αυτού του παλιού ονείρου πολλών Ελλήνων αναγνωστών, διότι είμαι ένας από αυτούς (αναγνώστης, όχι μελετητής). Οι συγγραφείς αυτής της –κατά τα άλλα εισαγωγικής για το τεράστιο ζήτημα– ανθολογίας, θέλησαν να μοιραστούν με τους συνταξιδιώτες τους λίγες από τις γνώσεις τους για κάποια μυστηριώδη βιβλία για τα οποία δεν συζητά κανείς.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που θα ήθελαν να μπορούσαν να τους αρνηθούν αυτήν την ευχαρίστηση, λέγοντας πως αυτό είναι ένα βιβλίο γραμμένο από αιθεροβάμονες για αιθεροβάμονες, στους οποίους μιλούν για βιβλία που έγραψαν αιθεροβάμονες. Το ξέρω πως αυτό δικαιώνει την ύπαρξη «απαγορευμένων βιβλίων», αλλά δεν τολμώ να απαντήσω σε αυτήν τους την άρνηση.
Όχι επειδή δεν έχω την τόλμη, αλλά επειδή το έχει κάνει τόσο υπέροχα μία αυθεντία, ο Τζ. Κ. Τσέστερτον, πολύ πριν από εμένα: «Ο άνθρωπος γνωρίζει πως υπάρχουν στην ψυχή αποχρώσεις πιο συνταρακτικές, πιο αναρίθμητες και πιο ακατονόμαστες από τα χρώματα ενός φθινοπωρινού δάσους… Κι ωστόσο, να που πιστεύει πως αυτές οι αποχρώσεις, με όλες τις επιμειξίες τους και τις μεταλλαγές τους, μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια από έναν αυθαίρετο μηχανισμό κραυγών και βρυχηθμών. Πιστεύει πως, από τα βάθη ενός χρηματιστή, βγαίνουν πραγματικά οι ήχοι που εκφράζουν όλα τα μυστήρια της μνήμης κι όλες τις αγωνίες του πόθου…» Ο Τσέστερτον αυτό το έγραψε για την ανθρώπινη γλώσσα.
Και επειδή είναι βέβαιο ότι τα βιβλία είναι γλώσσα, τότε το βιβλίο αυτό μιλά μία γλώσσα απαγορευμένη, όπως άλλωστε είναι η δική μας γλώσσα για έναν αλλοδαπό.
«Ο κόσμος, κατά τον Mallarme, υπάρχει μόνο και μόνο για ένα βιβλίο. Κατά τον Bloy, είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Φανταστείτε, λέει ο Leibniz, δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας του Βιργίλιου, την οποία ο Leibniz θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο ¬–και ίσως να είναι. Η άλλη βιβλιοθήκη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς η δεύτερη. Έτσι ο Leibniz φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Για να ακούσεις τα βιβλία να μιλούν, πρέπει να συνομιλήσεις μαζί τους στο αρχικό τους περιβάλλον», σημειώνει ο Αντονι Γκράφτον στην μελέτη του «Το έντυπο σε κρίση / Το βιβλίο εξαϋλώνεται».
Στον κόσμο του μυθιστορήματος του Μπράντμπερι δεν υπάρχει index απαγορευμένων βιβλίων σαν αυτούς που είχαν επιβάλει η Ιερά Εξέταση, οι σταλινιστές, οι ναζί και σήμερα όλα τα αυταρχικά καθεστώτα (Κίνα, Σαουδική Αραβία κλπ.). Εδώ καίγονται όλα τα βιβλία ανεξαιρέτως, ως κατάληξη μιας σύνθετης κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας έκπτωσης και παρακμής.
Η πανταχού παρούσα και κυρίαρχη Τεχνητή Νοημοσύνη, η εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου, η θεοποίηση της ταχύτητας, τα νέα μέσα επικοινωνίας και διασκέδασης, η μαζική πολυπολιτισμική κουλτούρα (όπου κυριαρχεί το γρήγορο κι εύκολο, ό,τι δεν απαιτεί σκέψη και προβληματισμό) συνέβαλαν στο να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από τα βιβλία. Εχασαν την ικανότητα της συγκέντρωσης που απαιτεί το διάβασμα και στην συνέχεια την διανοητική εγρήγορση και την διάθεση να μάθουν και να εμβαθύνουν. Η αδυναμία να εκτιμήσεις κάτι που αξίζει δεν απέχει πολύ από το να το απορρίψεις, να το αποκλείσεις κι, αν έχεις δύναμη, να το απαγορεύσεις.
Και εδώ ο Μπράντμπερι εισάγει κάτι πράγματι αιρετικό για την εποχή που έγραψε το βιβλίο: τις αρνητικές συνέπειες της αξιακής ουδετερότητας –αλλιώς, της πολιτικής ορθότητας– σε μία δημοκρατική κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες συνταγματικά είναι ίσοι. Οι κάθε λογής μειονότητες, γράφει, δεν πρέπει να ενοχλούνται από αναφορές που μπορεί να τις θίγουν. Η κρίση και η σύγκριση, η αμφιβολία και ο προβληματισμός είναι ανεπιθύμητες – ό,τι ακριβώς υπηρετούν και αναπτύσσουν τα βιβλία. Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και οι μειονότητες αποφάσισαν ότι τα βιβλία είναι προτιμότερο να καούν. Όλοι αυτοί που με ευκολία (κι ευχαρίστηση) καίνε ανθρώπους είναι οι ίδοι που ακόμη πιο εύκολα καίνε όλα τα βιβλία.
Ο Μπράντμπερι (1920-2012) προφανώς γνώριζε τι συνέβη με τους ναζί στην Ευρώπη λίγα χρόνια πριν και τι συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ψυχροπολεμική υστερία και τον μακαρθισμό. Ηταν η εποχή που έκαψαν τα βιβλία του Wilhelm Reich, φυλάκισαν και δολοφόνησαν τον ίδιο. Αλλά πιο πιθανό είναι να επηρεάστηκε από το «The Mechanical Bride: Folklore of Indusrial Man» (1951) του Μάρσαλ Μακ Λούαν. Και καθώς τον απασχολούσε έντονα η μετάλλαξη του ανθρώπινου πολιτισμού την εποχή της μαζικής κουλτούρας και της τεχνολογικής επανάστασης, δοκίμασε μία τολμηρή προβολή στο μέλλον.
Το 1953 λίγοι είχαν τηλεοράσεις, μόλις 7 ιντσών και ασπρόμαυρες, αλλά στο «Φαρενάιτ 451» σε κάθε σπίτι υπάρχουν μεγάλες, έγχρωμες οθόνες από τις οποίες μεταδίδονται διαρκώς μουσικές, ειδήσεις και διαδραστικά τηλεοπτικά σόου. Οι πολίτες ξεχνιούνται, παραιτούνται, αποβλακώνονται. Σε κάθε δυστοπικό έργο, ειδικά σε σχέση με Τ.Ν. υπάρχουν παντού τεράστιες οθόνες που αποβλακώνουν τους ήδη υπνωτισμένους ανθρώπους, συστηματικά και με πρόγραμμα. Αυτή η συνήθεια, της “ανοιχτής οθόνης” δεν υπάρχει στα σπίτια και στις πόλεις των πλουσίων.
Ναι, τα βιβλία ακόμη δεν είναι απαγορευμένα όλα, αλλά έκαναν τους ανθρώπους ανίκανους να τα διαβάζουν. Πολύ πιό εύκολο, πιο έξυπνο και πιο απλό. Στο κείμενο που ακολουθεί ο συγγραφέας Παντελής Γιαννουλάκης στο περιοδικό Strange ξεδιπλώνει ένα σχετικό με το θέμα άρθρο. @Ηω Αναγνώστου
Απαγορευμένα Βιβλία
Το 1953, ο πιο ευγενής ίσως συγγραφέας της λεγόμενης «επιστημονικής φαντασίας» ο Ρέη Μπράντμπερυ, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Fahrenheit 451 (Φαρενάιτ 451). Ο παράξενος τίτλος του έργου υποδεικνύει με ακρίβεια τους βαθμούς της θερμοκρασίας κατά την οποία ένα βιβλίο αρπάζει φωτιά και καίγεται. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου (το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τρυφώ), περιγράφεται μία απολυταρχική μελλοντική κοινωνία όπου τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε είδους– είναι απαγορευμένα.
Και επειδή κάθε απαγόρευση, για να μπορεί να επιβληθεί παντού, χρειάζεται πάντα κάποιες δυνάμεις εποπτείας και καταστολής, τον εντοπισμό και την καύση όλων των βιβλίων –κυρίως εκείνων που οι ιδιοκτήτες τους ή οι συγγραφείς τους αρνήθηκαν να τα κάψουν– έχει αναλάβει η πυροσβεστική υπηρεσία.
Ο ήρωας του έργου, ο Μοντάγκιου, ένας πυροσβέστης εκπαιδευμένος από το κράτος να είναι καταστροφέας, ξεκινά τυχαία την ανάγνωση ενός διασωθέντος βιβλίου και αρχίζει η μεταστροφή της συνείδησής του. Επικηρυγμένος και κυνηγημένος, αναζητά καταφύγιο στην ύπαιθρο, όπου συναντά μία παράξενη κοινότητα ανθρώπων όπου το κάθε μέλος της έχει μεταμορφωθεί σε ένα βιβλίο, γεγονός που μετατρέπει την περιπλανώμενη αυτή κοινότητα σε μία πολύτιμη ζωντανή βιβλιοθήκη.
Κάθε ένας από εκείνους τους ανθρώπους έχει αποστηθίσει με ακρίβεια και πιστότητα από ένα βιβλίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυψαν τα βιβλία από τους διώκτες τους και τα διέσωσαν, κρυφά και σιωπηλά, ο καθένας τους κατακλυσμένος από την αγωνία να βρει έναν διάδοχο για να του μεταδώσει το βιβλίο που ενσαρκώνει, πριν πεθάνει… Έκρινα ότι η καλύτερη εισαγωγή γι’ αυτό το άρθρο θα ήταν να παραθέσω ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο των βιβλίων του Μπράντμπερυ:
«…”Είμαστε συνηθισμένοι σε όλα αυτά. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάνει τη σωστή σειρά λαθών, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Όταν ζούσαμε ως ξεχωριστά άτομα, δεν νιώθαμε παρά μονάχα οργή. Εγώ χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν, πριν από χρόνια, ήρθε να κάψει την βιβλιοθήκη μου. Από τότε δεν σταμάτησαν να με κυνηγούν παντού. Θέλεις να έρθεις στη συντροφιά μας, Μοντάγκιου;” “Ναι!” “Λοιπόν, τί μπορείς να μας προσφέρεις;…” “Μάλλον τίποτε. Πίστευα ότι είχα ένα μέρος από τον Εκκλησιαστή και ίσως λίγη Αποκάλυψη, αλλά τώρα ούτε αυτά δεν τα έχω…” “Τον Εκκλησιαστή είπες; Υπέροχα! Πού είναι;…” “Εδώ μέσα…” είπε ο Μοντάγκιου και έδειξε το κεφάλι του. “Α, μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ χαμογέλασε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. “Μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ στράφηκε προς τον Αιδεσιμότατο: “Έχουμε κανένα βιβλίο του Εκκλησιαστή;…” “Ένα. Είναι ένας άνδρας ονόματι Χάρις, από το Γιάνγκστάουν…”
»Ο Γκρέιντζερ έπιασε τον Μοντάγκιου από τον ώμο: “Βάδιζε προσεκτικά. Πρόσεχε πολύ την υγεία σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε φωτογραφική μνήμη, αλλά ξοδέψαμε μία ολόκληρη ζωή μαθαίνοντας πως να συγκρατούμε τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι φυλαγμένα εκεί μέσα. Ο κ. Σίμονς από δω, έχει εργαστεί επίπονα στο θέμα αυτό επί είκοσι χρόνια, και ήδη κατέχουμε τη μέθοδο να ανακαλούμε ανά πάσα στιγμή οτιδήποτε διαβάσαμε ποτέ. Θα σου άρεσε, άραγε, κάποια μέρα να διαβάσεις την Πολιτεία του Πλάτωνα;” “Βεβαίως…” “Εγώ είμαι η Πολιτεία του Πλάτωνα… Μήπως θέλεις να διαβάσεις Μάρκο Αυρήλιο; Ο κ. Σίμονς είναι ο Μάρκος Αυρήλιος…” “Χαίρω πολύ”, είπε ο κ. Σίμονς. “Παρομοίως” χαμογέλασε ο Μοντάγκιου.
»”Λοιπόν, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον συγγραφέα του αμαρτωλού πολιτικού βιβλίου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ο κύριος που στέκεται δίπλα του είναι ο Δαρβίνος. Ο κύριος από δω είναι ο Σοπενχάουερ, κι εκείνος εκεί είναι ο Αϊνστάιν. Ο κύριος δίπλα μου είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας αληθινά ευγενής φιλόσοφος. Όλοι είμαστε εδώ, καλέ μου Μοντάγκιου: ο Αριστοφάνης και ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Γκοντάμα Βούδας και ο Κομφούκιος και ο Τόμας Λαβ Πήκοκ και ο Τόμας Τζέφερσον και ο κύριος Λίνκολν. Και ταυτόχρονα είμαστε και ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης…” Όλοι γέλασαν σιγανά.
»”Δεν είναι δυνατόν!” αναφώνησε ο Μοντάγκιου. “Κι όμως, είναι…” αποκρίθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Γκρέιντζερ. “Και επίσης είμαστε και εμπρηστές βιβλίων. Διαβάσαμε τα βιβλία και ύστερα τα κάψαμε από φόβο μήπως και τα ανακαλύψουν. Τα μικροφίλμ δεν θα μας βοηθούσαν, διότι και αυτά μπορεί να ανακαλυφθούν και να καταστραφούν, ξέρεις καλά πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ύποπτος, και επιπλέον, ταξιδεύουμε συνεχώς, δεν θα μπορούσαμε να θάβουμε τα μικροφίλμ και να επιστρέφουμε αργότερα στο ίδιο σημείο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάθε σχετικό αντικείμενο.
Είναι προτιμότερο να φυλάμε τα βιβλία μέσα στα κεφάλια μας, όπου κανείς απολύτως δεν μπορεί να τα δει, ούτε και να υποψιαστεί την ύπαρξή τους. Είμαστε όλοι μας αποσπάσματα ή και μεγάλα κομμάτια Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Ποίησης και Διεθνούς Δικαίου. Ο Μπάιρον, ο Τόμας Παίην, ο Μακιαβέλι, οι πάντες είναι εδώ, μαζί μας… Και η ώρα είναι ήδη περασμένη. Ο πόλεμος αρχίζει από στιγμή σε στιγμή. Και είμαστε όλοι εδώ, και η πόλη είναι εκεί, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο μανδύα της με τα χίλια χρώματα.
»…”Το μόνο που θέλουμε είναι να διατηρήσουμε άθικτη την πολύτιμη γνώση. Προς το παρόν, δεν θέλουμε να ερεθίσουμε ούτε να εξοργίσουμε κανέναν. Διότι, αν χαθούμε εμείς, η γνώση θα πεθάνει ίσως για πάντα… Βαδίζουμε ακολουθώντας τις παλιές γραμμές των τραίνων, την νύχτα κοιμόμαστε στους λόφους και οι άνθρωποι της πόλης μας αφήνουν στην ησυχία μας. Μερικές φορές μας σταματούν και μας ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν πάνω μας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η οργάνωσή μας είναι ελαστική και ευλύγιστη, απίστευτα χαλαρή και αποσπασματική. Μερικοί από εμάς έχουμε αλλάξει τα πρόσωπά μας με πλαστική εγχείριση, το ίδιο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για την ώρα το έργο μας είναι βασανιστικό, περιμένουμε την αρχή και, ελπίζω σύντομα, το τέλος του πολέμου. Τότε δεν θα είμαστε πλέον κάτω από τον έλεγχο των δυναστών μας, δεν θα είμαστε πια μια παράξενη μειονότητα που κλαίει στις ερημιές.
»”Θα μεταδώσουμε προφορικά τα βιβλία στα παιδιά μας, κι αυτά με τη σειρά τους θα τα μεταδώσουν στους άλλους. Βέβαια, πολλά βιβλία θα χαθούν έτσι. Αλλά δεν μπορείς να αναγκάσεις τον κόσμο να σε ακούσει. Πρέπει να έρθουν σ’ εμάς από μόνοι τους, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα που θα αναρωτηθούν τι συνέβη και ο κόσμος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτό δεν θα αργήσει να γίνει…” “Πόσοι είστε συνολικά;” “Είμαστε χιλιάδες στους δρόμους, στις ξεχασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, στους λόφους, αλήτες εξωτερικά, ενώ μέσα μας είμαστε βιβλιοθήκες… Ο καθένας απομνημόνευε το βιβλίο που ήθελε να θυμάται, έτσι ξεκίνησαν όλα. Έπειτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, συναντούσαμε ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της περιπλάνησής μας, πλέκαμε το δίκτυο αργά και σταθερά, καταστρώναμε το μυστικό μας σχέδιο… Όμως, ως άνθρωποι, δεν είμαστε παρά φθαρμένες και σκονισμένες θήκες βιβλίων, τελείως ασήμαντοι κατά τα άλλα.»
Ανθρωποι και Βιβλία
Παρ’ όλο που το έργο αυτό του Μπράντμπερυ έχει βεβιασμένα καταχωρηθεί στο αμφιλεγόμενο αρχείο της ετικέτας της «επιστημονικής φαντασίας», μόνο και μόνο επειδή επιχειρεί μία δυσοίωνη κριτική μελλοντολογία, στην πραγματικότητα είναι ένα έργο βαθιά αλληγορικό, ισάξιο με τα καλύτερα από τα αινιγματικά πονήματα του Τσέστερτον, του Μπόρχες ή του Χένρυ Τζέημς. Ο Μπράντμπερυ κάνει μία πνευματική περιπλάνηση κατευθείαν στην καρδιά του θέματος. Ας ρίξουμε μια ματιά στις συντεταγμένες αυτής της πνευματικής περιπλάνησης.
Α) Πρέπει να θυμόμαστε ότι πίσω από κάθε βιβλίο (ή μήπως …μέσα σε κάθε βιβλίο) κρύβεται ένας άνθρωπος. Ο συγγραφέας του. Ίσως μάλιστα μέσα σε κάθε άνθρωπο να κρύβεται ένα βιβλίο (και επειδή ο κάθε άνθρωπος δεν το γράφει, ίσως γι’ αυτό οι συγγραφείς να γράφουν περισσότερα από ένα, για να ισοφαρίσουν αυτήν την αδράνεια). Επομένως θα ήταν πολύ σωστό να πούμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν «απαγορευμένα βιβλία», αλλά «απαγορευμένοι άνθρωποι».
Β) Αν διαλογιστούμε πάνω στους πιθανούς λόγους για τους οποίους ένα βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί «απαγορευμένο», ή έστω ένας άνθρωπος να χαρακτηριστεί «απαγορευμένος», θα δούμε ότι δεν σχετίζονται με το χαρτί ή την εκτύπωση και το δέσιμο του βιβλίου, ή με την εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου, αλλά με το περιεχόμενό τους, την προσωπικότητά τους. Και ένα βιβλίο –αλλά και ένας άνθρωπος– περιέχει γνώσεις, ιδέες, πληροφορίες, διηγήσεις. Επομένως όταν μιλάμε για «απαγορευμένα βιβλία», μιλάμε για απαγορευμένες γνώσεις, απαγορευμένες ιδέες, απαγορευμένες πληροφορίες, απαγορευμένες διηγήσεις.
Γ) Αυτή η «απαγόρευση» για την οποία μιλάμε, είτε την εννοούμε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, πρέπει να αποδεχθούμε ότι πηγάζει από την εναντίωση αυτών των απαγορευμένων γνώσεων στο εκάστοτε κατεστημένο της γνώσης και της κοινωνίας, ή το αντίστροφο. Αυτή η εναντίωση, αυτός ο γνωσιολογικός μυστικός πόλεμος, είναι ο βασικός παράγοντας που καθιστά μία γνώση –μία προσέγγιση, ένα σύνολο ιδεών και πληροφοριών, μία διήγηση, μία έμπνευση– «απαγορευμένη».
Αν το εκάστοτε κατεστημένο της γνώσης και της κοινωνίας επιβάλλει την συμβατότητά μας με συγκεκριμένες περιοχές των ιδεών, τότε εδώ μιλάμε για ιδέες ασύμβατες, ασυμβίβαστες, συχνά «παράλογες» (πέρα από την «κοινή» λογική, είτε των απλών καθημερινών ανθρώπων είτε των επιστημόνων και των ανθρώπων που κατευθύνουν τη λογική της κοινωνίας, όπως οι πολιτικοί, οι ιερείς, οι καθηγητές, οι δημοσιογράφοι, κλπ). Και επειδή το κατεστημένο, με την πάροδο του χρόνου αλλάζει κι αυτό όπως και όλα τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλάζει και ο χαρακτήρας της «απαγόρευσης». Άνθρωποι ή βιβλία που κάποτε ήταν απαγορευμένα, σήμερα δεν είναι, και άνθρωποι και βιβλία που σήμερα είναι απαγορευμένα, κάποτε δεν ήταν, ενώ υπάρχει και η ενδιαφέρουσα κατηγορία των ανθρώπων και των βιβλίων που ήταν πάντοτε απαγορευμένα.
Δ) Οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια –πάνω, κάτω– κατεστημένα, ήταν αυτοί που έκαιγαν ανθρώπους και έκαιγαν βιβλία. Αλλά όπως όλα τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο εξελίσσονται, έτσι και αυτοί εξελίχθηκαν, κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι η πυρά δεν ήταν το πιο αποτελεσματικό από τα μέσα καταστολής των «απαγορευμένων» ανθρώπων και των «απαγορευμένων» γνώσεων. Ανακάλυψαν πιο αποτελεσματικές μεθόδους: αφού για να κάψουν ένα βιβλίο που έχεις πρέπει να σου το πάρουν και να το κάψουν ή να σε αναγκάσουν να το κάνεις μόνος σου, είναι πιο δραστικό μέτρο να μην το έχεις καθόλου, να μην μπορείς να το αποκτήσεις, να το διαβάσεις.
Κι επειδή, συνήθως, για να το αποκτήσεις πρέπει να υφίσταται η διανομή του, εδώ μιλάμε για γνώσεις που συνήθως δεν διανέμονται ευρύτερα, δεν μεταδίδονται σε ευρεία κλίμακα, είναι εξαιρετικά σπάνιες και δυσεύρετες, ή και τελείως χαμένες. Και όπως κάποτε υπήρχαν οι άνθρωποι (οι «πυροσβέστες») που έκαιγαν τα βιβλία και τους ανθρώπους (διότι κουβαλούσαν μία «σπίθα» που το κατεστημένο δεν ήθελε να εξελιχθεί σε ευρύτερη «πυρκαγιά»), εξελίχθηκαν πλέον και αυτοί σε ανθρώπους –ή κοινωνικές ομάδες– που απλά είναι σε άγρυπνη επιφυλακή.
Ετοιμοι να κριτικάρουν, να χλευάσουν, να υποβιβάσουν, να ακυρώσουν, να διαψεύσουν, να διαδώσουν τύψεις, φήμες, να σαμποτάρουν ή να μποϋκοτάρουν, να αποκλείσουν και να περιορίσουν τις εκάστοτε «απαγορευμένες» γνώσεις, ακόμη και στο περιορισμένο «εναλλακτικό» επίπεδο που αυτές μεταδίδονται, (ουσιαστικά ένα προκατασκευασμένο κανάλι εντοπισμού της κίνησής τους, εξορισμένο, ελέγξιμο, περιθωριακό και ευάλωτο), εκείνες τις μη αποδεκτές γνώσεις από το κατεστημένο των γνώσεων και της κοινωνίας, γνώσεις «απαράδεκτες». Περιπλανώμενες, εξορισμένες, επικηρυγμένες γνώσεις και εμπνεύσεις, και οι άνθρωποι που τις κουβαλούν μέσα στα κεφάλια τους ή στις βιβλιοθήκες τους.
Ε) Οι «απαγορευμένοι» άνθρωποι, συναναστρέφονται –αργά ή γρήγορα– ο ένας τον άλλον, στον χώρο και στον χρόνο, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το προϊόν της απαγόρευσης, από την αλχημεία που προκαλεί η συναναστροφή τους. Τα απαγορευμένα βιβλία κυκλοφορούν –είτε ως πληροφορίες είτε ως αντικείμενα– «από χέρι σε χέρι», από στόμα σε αυτί, από κεφάλι σε κεφάλι, με μία διαδικασία μυστική, κρυφή, σχεδόν αντιστασιακή. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε διαβάσει κανένα «απαγορευμένο» βιβλίο, δεν θα ξέραμε καν ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα… Αυτή η συναναστροφή και η κρυφή διάδοση, μεταξύ άλλων συνιστούν –με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο– αυτό που ονομάζουμε «μυστικισμό».
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους υπάρχουν «μυστικά», «μυστικές αδελφότητες», «μυστικές εταιρίες», «παρασκήνια», «μυστήρια», «αποκαλύψεις», «αιρέσεις», όλων των ειδών οι εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, ο αποκρυφισμός, η εναλλακτική φιλοσοφία και τέχνη, καθώς και ένα σωρό παράξενα λογοτεχνικά είδη που δεν τα συζητούν ποτέ οι ακαδημαϊκοί της συμβατικής γνώσης…
ΣΤ) Τέλος, εξαιτίας όλων των παραπάνω, υπάρχουν και μεταμφιεσμένα απαγορευμένα βιβλία και άνθρωποι. Ένα ικανό παράδειγμα: ένα μεγάλο μέρος της Φανταστικής Λογοτεχνίας αποτελείται από μεταμφιεσμένα απαγορευμένα βιβλία. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ: Κατά καιρούς, οι πιο αξιόλογοι από τους «απαγορευμένους ανθρώπους», ήθελαν να μεταδώσουν ελεύθερα και χωρίς «απαγορεύσεις» τις γνώσεις, τις ιδέες και τις εμπνεύσεις τους, προς κάθε πιθανό παραλήπτη. Έτσι, αντί να γράψουν ένα δοκίμιο ή μία μελέτη ή την κατάθεση μίας παράξενης έρευνας ή την εξιστόρηση κάποιων «απαγορευμένων» εμπειριών τους, το έκαναν με την μορφή διηγήματος ή μυθιστορήματος (συχνά ακόμη και ποιήματος).
Μεταμφίεσαν την αλήθεια τους σε «φαντασία»
Eνας όρος με τον οποίο δεν έχει κανένα πρόβλημα το εκάστοτε κατεστημένο, αφού για το κατεστημένο ο όρος «φαντασία» είναι ταυτισμένος στην καλύτερη περίπτωση με την ακίνδυνη τέχνη ή με το παιχνίδι, και στη χειρότερη περίπτωση με το ψεύτικο, το μη αληθινό, άρα ακίνδυνο. Δεν μεταμφίεσαν την ίδια τη γνώση ή την έμπνευσή τους, αλλά κυριολεκτικά την συσκευασία της! Για παράδειγμα, αν μπορούσαμε να μετατρέψουμε σε δοκιμιακές μελέτες τα «φανταστικά» έργα του Σαίξπηρ, του Χ. Φ. Λάβκραφτ, του Άρθουρ Μάχεν, του Άλτζερνον Μπλάκγουντ, του Χέρμαν Έσσε, του Ιουλίου Βερν, του Φρανκ Χέρμπερτ, του Φίλιπ Κ. Ντικ, του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, του Ντάντε, του Ουισμάν, του Γουίλιαμ Μπάρροουζ, του Θερβάντες, του Καρυωτάκη, κ.ά., θα είχαμε μπροστά μας τα πιο «απαγορευμένα βιβλία» όλων των εποχών.
Ζ) Λοιπόν, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα: όλα τα βιβλία στην πραγματικότητα είναι «απαγορευμένα», τουλάχιστον σε επίπεδο βιβλιοθήκης (δηλαδή στο επίπεδο του συνδυασμού των περιεχομένων τους). Εφόσον οποιαδήποτε βιβλία που θα μπορούσε να διαβάσει ένας συνεπής αναγνώστης, θα μπορούσαν να τον «ξυπνήσουν» από τον λήθαργο της καθημερινότητας και του δεδομένου εαυτού του ως επιβαλλόμενου ρόλου στην κοινωνία, θα μπορούσαν να του μεταδώσουν κάτι από το μυστήριο του κόσμου και του εαυτού, κάτι καινούργιο και ξένο προς αυτόν, κάτι «παράξενο», κάτι «απαράδεκτο» κατά τους φίλους και την οικογένειά του και τους γείτονές του και τους εργοδότες του.
Θα μπορούσαν να γεννήσουν μέσα του μία αίσθηση λογιότητας, ελευθερίας, ονειροπόλησης, αντίδρασης, πρωτοπορίας και πνευματικής αντίστασης, τρέλας ή «παράλογων» στοχασμών, θα μπορούσαν να του εξιστορήσουν πράγματα που δεν είχε ξανακούσει ούτε θα τα μάθαινε αλλιώς, τότε οποιοδήποτε βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «απαγορευμένο». Ναι, όλα τα βιβλία είναι απαγορευμένα! Αλλιώς, άραγε, πώς θα εξηγούσατε το γεγονός του ότι ένας συνεπής και μορφωμένος και κάπως φιλοσοφημένος αναγνώστης, που έχει μία αίσθηση στοχαστικής αναζήτησης και πνευματικής ελευθερίας (ένα όν στο οποίο στοχεύουν λίγο-πολύ όλα τα βιβλία), έπειτα από ένα δεδομένο χρονικό διάστημα αναγνώσεων καταλήγει να αναζητά και να διαβάζει τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά «απαγορευμένα» βιβλία;
Όλα τα βιβλία είναι απαγορευμένα, διότι όλα τα βιβλία τελικά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στα απαγορευμένα βιβλία πάσης φύσεως.
(Μέσα από το πρίσμα όλων των παραπάνω στοχασμών, συνειδητοποιώ ότι γι’ αυτήν την τελική ολίσθηση των «ψαγμένων» αναγνωστών, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τα «μεταμφιεσμένα» απαγορευμένα βιβλία. Εκείνη η αγωνία κάθε καλού αναγνώστη να διαβάσει αυτό που είναι γραμμένο ανάμεσα στις λέξεις, πίσω από τις σελίδες, πέρα από το βιβλίο. Από την άλλη, όπως και να το κάνουμε, απαιτείται κάποια πολύ ιδιαίτερη παιδεία για να κατανοήσει κανείς γιατί είναι «απαγορευμένα» κάποια βιβλία ή κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και τα πολύ καλά μεταμφιεσμένα, ακόμη και τα κωδικοποιημένα, ακόμη και εκείνα της «επιστημονικής» φαντασίας, όπως π.χ. το Φαρενάιτ 451 του Μπράντμπερυ ή το Κυνηγώντας τους Σλαν του Βαν Βογκτ. Κι όμως, αυτοί που αποκτούν τελικά αυτή την πολύ ιδιαίτερη παιδεία, δεν είναι καθόλου λίγοι!…)
Στο σημείο αυτό, καταλαβαίνω ότι απαιτείται μία ύστατη διευκρίνηση: τί ακριβώς εννοούμε τελικά με τον όρο «απαγορευμένο» βιβλίο; Λοιπόν, νομίζω πως η ερώτηση αυτή στην πραγματικότητα ρωτάει: πόσων ειδών «απαγορευμένα» βιβλία υπάρχουν; Εντάξει τότε, ας καταθέσω την λίστα, που ακόμη και από μόνη της αποτελεί μία ικανή απαγορευμένη λογοτεχνία:
Βιβλία που, όταν γράφτηκαν, απαγορεύτηκαν αληθινά και κάηκαν στην πυρά.
Βιβλία προσβλητικά για τα ήθη και τις πεποιθήσεις του κατεστημένου της εκάστοτε εποχής, που θεωρήθηκε απαγορευμένη η ανάγνωσή και η διάδοσή τους ή και απλά η κατοχή τους.
Βιβλία που θεωρήθηκαν «αιρετικά», για την θρησκεία ή για την επιστήμη.
Βιβλία αποκρυφισμού και μαγείας (Occult).
Βιβλία μυστικιστικά, πάσης φύσεως, που μεταφέρουν μυστικές γνώσεις ή μυστικά συστήματα γνώσης, και είναι γραμμένα από μυστικιστές για μυστικιστές.
Βιβλία που διηγούνται με σοβαρότητα και ευθύτητα και γνωσιολογική ακρίβεια, καταστάσεις και εμπειρίες, ιστορίες και γεωγραφίες, επιστήμες και τέχνες, θεωρίες και ιδέες, σημειολογίες και επισημάνσεις, που ξεπερνούν τα όρια του συμβατού και του συμβατικού, του κοινώς λογικού και του ευρέως αποδεκτού.
Βιβλία που ισχυρίζονται ότι φιλοξενούν στις σελίδες τους γνώσεις αρχαίες και χαμένες, για τις οποίες δεν γνωρίζει τίποτε σχεδόν κανένας και δεν τις συζητά σχεδόν κανείς.
Βιβλία ερευνητικά, που καταθέτουν έρευνες για ζητήματα που οι περισσότεροι ερευνητές αρνούνται να ερευνήσουν ή να αποδεχθούν ότι υφίσταται το ανάλογο πεδίο έρευνας.
Βιβλία θρησκευτικής ή θεολογικής φύσης, που η εκάστοτε θρησκεία τα έχει απορρίψει ως τέτοια.
Βιβλία επαναστατικά, που η ανάγνωσή τους είναι επικίνδυνη για το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο, διότι διδάσκουν την ανατροπή του.
Βιβλία γραμμένα τόσο καλά από τρελούς, που τρελαίνουν όποιον τα διαβάσει.
Βιβλία που περιέχουν γνώσεις που υποτίθεται ότι έχουν αποκτηθεί εξ αποκαλύψεως στους παράξενους οραματιστές συγγραφείς τους.
Βιβλία που υποτίθεται ότι είναι γραμμένα από εξωγήινους, αγγέλους, δαίμονες, εξωδιαστασιακές οντότητες, πνεύματα, αόρατους δασκάλους.
Βιβλία που προδίδουν μεγάλα επαγγελματικά μυστικά ενός επαγγελματικού κλάδου.
Βιβλία που είναι προϊόντα της δράσης κάποιας μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Βιβλία που αποκαλύπτουν μεγάλες και διαχρονικές συνωμοσίες.
Βιβλία που περιγράφουν ή προωθούν κάποιες σαρκικές ή πνευματικές διαστροφές, ή έχουν γραφτεί στα πλαίσια αυτών των διαστροφών.
Βιβλία τεράστιας λογοτεχνικής, ποιητικής ή φιλοσοφικής αξίας, που η αξία τους υποτιμήθηκε ή υποβαθμίστηκε για την εξυπηρέτηση κάποιων συμφερόντων, ή για να αποσιωπηθεί η αξία του έργου του συγγραφέα τους στα πλαίσια ενός γνωσιολογικού πολέμου.
Βιβλία ιδιαίτερα διαφωτιστικά πάνω σε κάποια θέματα, με τα οποία είναι απαγορευμένο να ασχολείται ο καθένας, εκτός από κάποιους ειδικούς εγκεκριμένους από το εκάστοτε σύστημα.
Βιβλία κάποιων μεγάλων ονειροπόλων και οραματιστών συγγραφέων, που μπορούν να αλλάξουν ολόκληρο το νόημα και την στάση της ζωής ενός ανθρώπου που θα τα διαβάσει, σε βαθμό ανεπιθύμητο από το εκάστοτε κατεστημένο που θέλει να προσδίδει το νόημα και την στάση ζωής των ανθρώπων όπως αυτό επιθυμεί.
Βιβλία επικίνδυνα.
Βιβλία κωδικοποιημένα.
Βιβλία που αποδεικνύουν με όλες τις λεπτομέρειες κάτι που ο πολύς κόσμος αρνείται ότι αυτό υφίσταται.
Βιβλία εξωφρενικά.
Βιβλία ενοχλητικά εξομολογητικά.
Βιβλία μίας λεπτομερούς εναλλακτικής κοσμοθέασης.
Βιβλία μανιφέστα.
Βιβλία πολύ παράξενα, που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το θέμα τους.
Βιβλία που αποκαλύπτουν πως ό,τι ξέρουμε είναι λάθος.
Βιβλία που θα έπρεπε να είναι τελείως απαγορευμένα, αλλά παρ’ όλα αυτά κυκλοφορούν τελείως ελεύθερα, διότι, αν απαγορεύονταν κανονικά από το κατεστημένο, τότε το γεγονός αυτό θα αποδείκνυε περίτρανα τα πράγματα που περιέχονται στις σελίδες τους.
Όλα αυτά είναι τα είδη των «απαγορευμένων» βιβλίων, ή έστω αυτά τα είδη μπορώ εγώ να φανταστώ. Πρέπει να προσθέσω ότι όλα αυτά τα βιβλία κάθε είδους, συχνά μπορεί να είναι βιβλία εξαιρετικής σπανιότητας, που τα εντοπίζουν και τα αποκτούν παθιασμένοι συλλέκτες. Τελικά, μάλλον λίγοι από αυτούς είναι εκείνοι που επιδιώκουν μία νέα έκδοσή τους, αφού οι περισσότεροι συλλέκτες δεν θα το έκαναν για να μην μειωθεί η αξία του αποκτήματός τους.
Επίσης, μπορεί να πρόκειται για βιβλία εσωτερικής ή περιορισμένης κυκλοφορίας ή διαθεσιμότητας, αν κυκλοφορούν μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων, δηλαδή έχουν γραφτεί για συγκεκριμένους αναγνώστες ή αναγνώστες συγκεκριμένου τύπου. Μπορεί να είναι βιβλία που κυκλοφορούν ευρύτατα, αλλά το ιδιαίτερο θέμα τους να είναι αυτό που τα χαρακτηρίζει «απαγορευμένα». Συχνά, το αν ένα βιβλίο είναι «απαγορευμένο» ή όχι, αποτελεί αντικείμενο μίας εξίσου απαγορευμένης συζήτησης.
Νομίζω πως μερικά παραδείγματα θα ήταν χρήσιμα για να καταδείξουν τι εννοώ: Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, ήταν κάποτε ένα απαγορευμένο βιβλίο αλλά δεν είναι πια. Αντίθετα, το Ο Αγών Μου του Αδόλφου Χίτλερ δεν ήταν ένα απαγορευμένο βιβλίο, αλλά σήμερα πλέον είναι. Τα έργα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ ήταν ανέκαθεν απαγορευμένα, μάλιστα, στο ίδρυμα που ήταν κλεισμένος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, του απαγορεύτηκε μέχρι και η χρήση χαρτιού και μελάνης.
Η Σολομωνική ή τα Μεγάλα Γριμόρια (όπως π.χ. το Goetia) της τελετουργικής μαγείας, είναι παραδοσιακά απαγορευμένα έργα, απαγορευμένα όχι μόνο από το εκάστοτε χριστιανικό θρησκευτικό ιερατείο λόγω «δαιμονόπνευστων» γνώσεων, αλλά και από το επιστημονικό ιερατείο λόγω αντιεπιστημονικής γραφικότητας. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς εξαιτίας του προηγούμενου συλλογισμού, ουσιαστικά το εκάστοτε χριστιανικό ιερατείο αρνείται επισήμως ότι υπάρχει «χριστιανικός μυστικισμός», κάτι που καθιστά τα έργα χριστιανικού μυστικισμού απαγορευμένα (άλλωστε, επισήμως, π.χ. κοινότητες όπως αυτές του Αγίου Όρους ή του Βατικανού, είναι απλά μέρη προσευχής και τίποτε μυστικιστικό δεν υπάρχει εκεί), ενώ το επιστημονικό ιερατείο με τις επίσημες απόψεις του καθιστά π.χ. τα έργα του Βελικόφσκι ή του Τέσλα ή του Νεύτωνα (εκείνα που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος) απαγορευμένα, παρ’ όλο που είναι τελείως επιστημονικά.
Αρκετά έργα του Νίκου Καζαντζάκη είναι χαρακτηριστικά «απαγορευμένα» βιβλία, όπως άλλωστε και ο ίδιος ήταν ένας «απαγορευμένος» άνθρωπος (κάτι που συνέβαλε καθοριστικά στην υστεροφημία του), και οι συνειρμοί που φέρνει στο νου Ο Τελευταίος Πειρασμός του Χριστού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ή Ο Φτωχούλης του Θεού, αποτελούν ένα ικανό παράδειγμα μίας μυστικιστικής, φιλοσοφικής και θεολογικής πραγματείας που μεταμφιέστηκε σε μυθιστόρημα.
Και τί θα έλεγε κανείς για τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια, που οι σύνοδοι της Εκκλησίας τα όρισαν ως απαγορευμένα αναγνώσματα και τα εξόρισαν από τις επίσημες γραπτές παραδόσεις του Χριστιανισμού, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια κάποια ζητήματα που απ’ ό,τι φαίνεται είναι απαγορευμένο να συζητιούνται ευρύτερα;
Τα βιβλία που διαπραγματεύονται την ύπαρξη, τον πολιτισμό και την τοποθεσία της Χαμένης Ατλαντίδας (ή τουλάχιστον τα πιο σοβαρά από αυτά τα βιβλία), θεωρούνται επίσης «απαγορευμένα» βιβλία για το αρχαιολογικό, ιστορικό και πολιτιστικό κατεστημένο, (παρ’ όλο που οι εξαιρετικά μορφωμένοι Τέκτονες ιδρυτές των Η.Π.Α. ονόμαζαν την Αμερική «Nova Atlantis»). Τα βιβλία που μιλούσαν για την αληθινή γεωγραφική και πολιτισμική υπόσταση της «μυθικής» Τροίας του Ομήρου και του Βιργίλιου, ήταν επίσης «απαγορευμένα» αναγνώσματα, ώσπου ο Σλήμαν ανακάλυψε όχι μόνο την αυθεντική Τροία, αλλά καμιά δεκαριά από αυτές, την μία πάνω στην άλλη, και σήμερα πλέον τα σχετικά «απαγορευμένα» αναγνώσματα είναι εκείνα που υποστηρίζουν ότι ο Σλήμαν δεν ανακάλυψε την Τροία.
Σύμφωνα με την μικρή εποπτεία μου πάνω στο ζήτημα, το πιο διαρκές απαγορευμένο βιβλίο που ξέρω, μέσα στους αιώνες που πέρασαν από τη συγγραφή του, είναι τα Στοιχεία του Ευκλείδη, και μάλιστα ήταν ένα έργο τελείως απαγορευμένο μέχρι πριν από δύο αιώνες, αφού η Γεωμετρία αποτελούσε «απαγορευμένο» ζήτημα μέχρι περίπου και τον 18ο αιώνα! Σήμερα τα βιβλία που προτείνουν «απαγορευμένες γεωμετρίες», είναι χαρακτηριστικότατα «απαγορευμένα», αφού και μόνο η νύξη του θέματος συναντά έναν παγερό σκεπτικισμό αν όχι μία παγερή απορία.
Εννοείται ότι το ζήτημα οδηγεί στο περίφημο θέμα των «άλλων διαστάσεων», ένα άλλο ζήτημα που είναι απαγορευμένο εκτός αν το συζητά ο Στήβεν Χόκινγκ.
Βιβλία που πολλοί άνθρωποι τα αναζητούν παντού, αλλά αυτά δεν υπάρχουν πουθενά, ίσως μάλιστα να μην υπήρξαν ποτέ έξω από την απαγορευμένη φαντασία κάποιων συγγραφέων που μίλησαν γι’ αυτά. Ένα ικανό παράδειγμα είναι το Αλ Αζίφ, το Νεκρονομικόν του παράφρονα Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ, ένα απαγορευμένο βιβλίο που έγινε γνωστό μέσα από τα διηγήματα φαντασίας του Χ. Φ. Λάβκραφτ, αλλά ίσως ο Λάβκραφτ να το είχε μελετήσει στ’ αλήθεια. Είναι ένα θρυλικό, απαγορευμένο βιβλίο, που δεν μπορεί κανένας να το ανακαλύψει είτε επειδή είναι τελείως φανταστικό, είτε επειδή είναι αληθινά ένα απαγορευμένο βιβλίο, απρόσιτο για τους περισσότερους από τους επίδοξους αναγνώστες του.
Έτσι, συχνά τα αληθινά απαγορευμένα βιβλία ακροβατούν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είτε είναι φανταστικά και δεν υπάρχουν σε καμία βιβλιοθήκη, είτε είναι τόσο απαγορευμένα που δεν υπάρχουν σχεδόν σε καμία βιβλιοθήκη! Η διαφορά είναι πάντοτε η πιθανότητα αυτού του «σχεδόν». (Από την άλλη, μπορεί κάποιος να ανακαλύψει το Νεκρονομικόν, που ίσως έχει έναν άλλο τίτλο από αυτόν που του αποδίδεται. Θα είναι το αυθεντικό; Κι αν κάποιος παρουσιάσει μία έκδοση του Νεκρονομικόν με αυτόν τον τίτλο, θα είναι το αυθεντικό;… Και, στην περίπτωση αυτού του θρυλικού τόμου ή όποιου άλλου παρόμοιου, τί εννοούμε ακριβώς με τον χαρακτηρισμό «αυθεντικό»;…)
Βιβλία που οι γνώσεις που περιέχουν αποκτήθηκαν μέσω της αμφιλεγόμενης διαδικασίας του «Channeling» (βιβλία καθ’ υπαγόρευσιν από ανώτερες πνευματικές ή εξωγήινες οντότητες), είναι από τα πλέον δικαιολογημένα ως «απαγορευμένα», παρ’ όλο που τα δύο πιο διαδεδομένα και αποδεκτά βιβλία στη Δύση και στην Ανατολή, η Αγία Γραφή και το Κοράνι, είναι βιβλία που γράφτηκαν κάτω από τέτοιες περιστάσεις.
Τα παραπάνω είναι μόνο ενδεικτικά και ελάχιστα από τα -κυριολεκτικά- δισεκατομμύρια ζητήματα που σχετίζονται με «απαγορευμένα βιβλία», τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενα τελείως «απαγορευμένων» συζητήσεων. Είναι πράγματα για τα οποία δεν είναι εύκολο να συζητά κανείς ευρύτερα, πόσο μάλλον να τα γνωρίζει, πόσο μάλλον να τα διαβάζει ή να έχει βιβλιοθήκες από αυτά, πόσο μάλλον να τα συγγράφει.
Τα λόγια αυτά θέματα, συχνά υπάρχουν και είναι γνωστά σήμερα μόνο και μόνο χάρις στην σύγχρονη –τυπική και όχι ουσιαστική– ελευθερία του λόγου και του τύπου, που είναι κάπως δεδομένη στο δυτικό δημοκρατικό κόσμο. Αν δεν υπήρχε και αυτή, σχεδόν κανένας αναγνώστης δεν θα αναγνώριζε καν τα απλά και κάπως εκλαϊκευμένα παραδείγματα που ανέφερα.
Όπως το βλέπω εγώ, τα πάσης φύσεως «απαγορευμένα βιβλία» και γενικώς οι «απαγορευμένες γνώσεις», συνιστούν μία εισβολή «από αλλού» στον κόσμο που ζούμε, έναν κόσμο ασφαλή, γνωστό, χαρτογραφημένο, δεδομένο, πεζό, καθημερινό. Μια εισβολή του απαράδεκτου, του εξόριστου και του παράλογου, στον κόσμο της καθημερινότητας και του δεδομένου τυραννικού θρησκευτικού και επιστημονικού ντετερμινισμού, μία κρυφή προέλαση μιας «πέμπτης φάλαγγας» ιδεών, πληροφοριών και γνώσεων, μια Αποκάλυψη του Υπόγειου (underground) στις περιοχές και τις ροές του Κεντρικού Ρεύματος πεποιθήσεων (main stream), ένα αντιληπτικό σοκ για το κοιμισμένο και δήθεν ελεύθερο πνεύμα του μέσου ανθρώπου, (ακόμη και στις παράδοξες εκείνες περιπτώσεις όπου έχουμε να κάνουμε με έναν παλιό σκοταδισμό, που έρχεται τώρα να φωτίσει το βασίλειο του νέου σκοταδισμού).
Ο Τσαρλς Φορτ, ένας από τους πατέρες της «απαγορευμένης» σκέψης του 20ου αιώνα, (τα Άπαντα του έργου του είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά «απαγορευμένα βιβλία» του καιρού μας, ένας λόγιος παράξενος κόσμος που επιτίθεται στον κόσμο μας), τα εξέφρασε όλα αυτά πολύ καλύτερα από εμένα, στον αντίστοιχο πρόλογο ενός από τα «καταραμένα» έργα του:
«…Μια επεξεργασία των καταραμένων. Με τον όρο καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα, αυτά που έχουν απορριφθεί και αποσιωπηθεί. Θα κάνουμε μια επεξεργασία της πληροφορίας που η επιστήμη έχει αποκλείσει και εξορίσει.
»Τάγματα των αναθεματισμένων, οδηγημένα στη μάχη από θολές πληροφορίες που έχω ξεθάψει, θα παρελάσουν σαν στρατιές νεκροζώντανων… Θα τα διαβάσετε ή θα προελάσουν οργισμένα. Μερικά απ’ αυτά φτωχά, μερικά οξύθυμα και φλογισμένα, και μερικά απ’ αυτά με τη σαπίλα του τάφου πάνω τους. Κάποια απ’ αυτά είναι πτώματα, σκελετοί, μούμιες, σπασμένα, ταλαντευόμενα, παρακινημένα από συντρόφους που ήταν καταραμένοι όταν ήταν ζωντανοί. Είναι γίγαντες που θα βαδίσουν δίπλα σας, αν και θα ακούγονται κοιμισμένοι.
»Υπάρχουν πράγματα που είναι θεωρήματα και πράγματα που είναι σκουπίδια, κουρέλια: θα ξεκινήσουν την πορεία τους, σαν τον Ευκλείδη χέρι με χέρι με το πνεύμα της αναρχίας. Εδώ κι εκεί θα φτερουγίζουν μικρές πόρνες. Πολλά δεν είναι παρά κλόουνς. Αλλά πολλά αξίζουν το μεγαλύτερο σεβασμό. Πολλά είναι πληρωμένοι δολοφόνοι. Είναι αμυδρές δυσωδίες και κοκκαλιάρικες δεισιδαιμονίες και απλές σκιές και ζωντανές συμφορές: παραξενιές και αξιαγάπητες οπτασίες. Το πρόχειρο και το σχολαστικό, το εκκεντρικό και το γκροτέσκο και το ειλικρινές και το ανειλικρινές και το βαθύ και το παιδιάστικο. Ένα μαχαίρωμα κι ένα γέλιο και τα ασθενικά πλεγμένα χέρια της απελπισμένης ιδιοκτησίας. Το υπεραξιοσέβαστο, μα και το καταδικασμένο, έτσι κι αλλιώς…
»Η δύναμη που αναφώνησε σε όλα αυτά τα πράγματα ότι είναι καταραμένα, είναι η δογματική επιστήμη, ο στείρος σκεπτικισμός, ο σκοταδισμός, η άγνοια και η ημιμάθεια, οι ανέμπνευστες περιστάσεις της κοινωνίας μας. Όμως θα προελάσουν. Οι μικρές πόρνες θα χοροπηδήσουν, και τα τέρατα θα τραβήξουν πάνω τους την προσοχή, και οι κλόουνς θα σπάσουν το ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους.
»Αλλά …η μοναξιά της επεξεργασίας σε μια ενότητα: το εντυπωσιακό και θαυμαστό των πραγμάτων που περνούν και περνούν και περνούν και περνούν, κι όλο έρχονται κι έρχονται κι έρχονται. Έτσι, με τα καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα. Αλλά και με τα αποκλεισμένα εννοώ αυτά που μια μέρα θα γίνουν εκείνα που θα αποκλείσουν. Κι οτιδήποτε είναι, δεν θα είναι. Κι οτιδήποτε δεν είναι, θα είναι…»
Λοιπόν, να δύο συμβολικές διαχρονικές φιγούρες της ιστορίας των απαγορευμένων γνώσεων, φανταστείτε τις σε έναν αιώνιο πόλεμο: Από τη μια ο Τσαρλς Φορτ, τρελός από τον πόθο του για κάθε απαγορευμένη ή «καταραμένη και εξορισμένη» πληροφορία του κόσμου, συνθέτει το ύστατο έργο, την λεπτομερή συγκέντρωση όλων των «κλόουνς που θα σπάσουν το ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους», προτείνοντας μία ανασκευή της πραγματικότητας, των επιστημών και του συμβατικού χωροχρόνου.
Από την άλλη, ο πρώτος μεγάλος αυτοκράτορας της Κίνας, ο Σι Χουάνγκ Τι, ο άνθρωπος που διέταξε την κατασκευή του αχανούς και τιτάνιου Σινικού Τείχους που περικύκλωσε μία ολόκληρη αυτοκρατορία, και διέταξε να καούν όλα –μα όλα– τα βιβλία που γράφτηκαν πριν απ’ αυτόν, όπως επίσης και να ξεκινήσει η μέτρηση του χρόνου από την ημέρα της γέννησής του!
Ανάμεσα από τις δύο αυτές αλληγορικές φιγούρες, απλώνεται η ατέλειωτη ιστορία των απαγορευμένων βιβλίων του κόσμου…
Τα βιβλία κατοικούν μέσα μας. Είναι νοητικές οντότητες.
Η εξωτερική μας βιβλιοθήκη δεν είναι παρά μία αντανάκλαση της εσωτερικής μας βιβλιοθήκης. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε τα βιβλία δεν θα ήταν παρά ένας όγκος από μουτζουρωμένο χαρτί. (Θα μπορούσε κάποιος να διασκευάσει την γνωστή ρήση που λέει «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι» μετατρέποντάς την σε «δείξε μου την βιβλιοθήκη σου να σου πω ποιος είσαι»).
Τα απαγορευμένα βιβλία είναι ένα κομμάτι του απαγορευμένου εαυτού μας. Γιατί κάπου μέσα μας είμαστε χρονοταξιδιώτες, κάπου μέσα μας μιλήσαμε με τους αγγέλους και με τους δαίμονες, κάπου μέσα μας επισκεφθήκαμε έναν άλλο πλανήτη ή κατοικήσαμε την Λεμουρία, συμμετείχαμε σε μυστικές αδελφότητες, ταξιδέψαμε στον Άδη, φτιάξαμε δικά μας λεξικά, ανακαλύψαμε την Κούφια Γη, κατασκευάσαμε δικές μας θρησκείες, κάναμε απαγορευμένες ανασκαφές στα μυστηριώδη μέρη του κόσμου, ξεκλειδώσαμε τα μυστικά του σύμπαντος και το άλλο πρωί το ξεχάσαμε. Ίσως τελικά τα απαγορευμένα βιβλία να μας υπενθυμίζουν τις περιπέτειες εκείνου του απαγορευμένου μας εαυτού, εκείνου του εαυτού μας που είναι τόσο απαγορευμένος που η συνείδησή μας αρνείται ακόμη και την ίδια την ύπαρξή του.
Και τί θα γινόταν αν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι απαγορευμένοι μας εαυτοί; Ποια ανομολόγητη μετάλλαξη θα κυρίευε τον κόσμο μας; Σε τι θα μετατρέπονταν οι κοινωνίες μας; Στο κάτω-κάτω, ο εαυτός μας, η λογική, ο λόγος, η γραφή, τα βιβλία, η τέχνη, η φιλοσοφία, στοχεύουν ή θα έπρεπε να στοχεύουν στην απώτατη επικοινωνία. Τα βιβλία, ειδικά, είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της επικοινωνίας, ή μάλλον, αποτελούν την καταγραμμένη ιστορία αυτής της επικοινωνίας.
Ένα σιωπηλό βιβλίο δεν είναι παρά μια σπατάλη χαρτιού και μελάνης, μια βλασφημία ή κάτι πολύ ύποπτο. Μία σιωπηλή βιβλιοθήκη είναι ένας εφιάλτης. Τα βιβλία μιλάνε. Πρόκειται για τους εσωτερικούς μας κόσμους που επικοινωνούν, με αργό και σταθερό ρυθμό, διαχρονικά μέσα στους αιώνες…
Δεν το γνωρίζουν πολλοί, ότι η συνήθεια να «διαβάζουμε από μέσα μας» –κι όχι φωναχτά– ένα κείμενο ή ένα βιβλίο, είναι μία συνήθεια σχετικά πρόσφατη. Υποδηλώνει ξεκάθαρα μία γνωσιολογική υποχώρηση στα ενδότερα, μία αποδοχή της καταλυτικής εσωτερικής επικοινωνίας μέσω των βιβλίων.
Μέχρι το Μεσαίωνα και τουλάχιστον μέχρι την ανακάλυψη της τυπογραφίας, και κατά τόπους μέχρι και τον 18ο αιώνα, οι περισσότεροι μορφωμένοι άνθρωποι διάβαζαν ένα κείμενο φωναχτά, ακολουθώντας με το δάχτυλό τους ή με ένα δείκτη τις γραμμές, διάβαζαν προφορικά το κείμενο και όχι με τη σκέψη, αλλιώς δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν. Αυτό είναι πολύ λογικό, αφού τα γράμματα που χρησιμοποιούμε για να γράφουμε είναι ένας ηχητικός κώδικας, είναι σύμβολα που αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένους ήχους.
Είναι φτιαγμένα για να προφέρονται, για να διαβάζονται φωναχτά. Ένας άλλος λόγος ήταν και το ότι, πριν από την τυπογραφία, ένα βιβλίο δεν κυκλοφορούσε σε πολλά αντίτυπα. Δεν μπορούσε ο καθένας να έχει το δικό του αντίτυπο στο σπίτι του. Συνήθως τα βιβλία υπήρχαν στις σχολές, στις μονές, στις αδελφότητες, στα πανεπιστήμια, στα διάφορα ιδρύματα, στις βιβλιοθήκες. Κάποιος διάβαζε φωναχτά, π.χ. ο δάσκαλος, και οι υπόλοιποι άκουγαν. Αυτός που είχε γράψει το βιβλίο ήταν ο γνώστης, αυτός που το διάβαζε φωναχτά για να το ακούσουν όλοι ήταν ο «ανα-γνώστης», εκείνος που επαναλάμβανε τη γνώση του βιβλίου φωναχτά για να επικοινωνηθεί στους ακροατές, μία γνώση που δεν ήταν δική του αλλά κάποιου άλλου, κι εκείνος απλώς την επαναλάμβανε.
Η ίδια διαφορά υπήρχε και ανάμεσα στον γραφέα ή στον συγγραφέα και στον αντιγραφέα, εκείνον που αντέγραφε περισσότερα αντίγραφα του βιβλίου. Η ευρύτερη διανομή ενός βιβλίου ήταν κάτι μάλλον απαγορευμένο, αφού τα βιβλία είτε είχαν έναν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη που πρόσφερε στην κοινότητα κάποια αντίγραφα, είτε αποτελούσαν κτήμα κάποιου ιδρύματος –και, κατ’ επέκταση, κάποιου συστήματος– γνώσης. (Και είναι γνωστό ότι οι διάφοροι αντιγραφείς, για διάφορους λόγους, συχνά περικόπτανε ή λογοκρίνανε ένα βιβλίο κατά την αντιγραφή του).
Στον κανόνα της προφορικής ανάγνωσης υπήρχαν κάποιες ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις: Οι περισσότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας λόγιος δεν διάβαζε φωναχτά ένα βιβλίο, ήταν όταν διάβαζε ένα απαγορευμένο βιβλίο και δεν ήθελε να τον ακούσουν. Ένα καλό παράδειγμα είναι κάτι που διηγείται ο Άγιος Αυγουστίνος στο έκτο βιβλίο των Εξομολογήσεών του, ένα περιστατικό το οποίο ο ίδιος θεωρεί αξιοσημείωτο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο δάσκαλός του, ο Άγιος Αμβρόσιος:
«Όταν διάβαζε ο Αμβρόσιος, το βλέμμα του έτρεχε πάνω στις γραμμές, εμποτίζοντας το πνεύμα του στο νόημα, χωρίς να προφέρει λέξη, ούτε καν να κουνά τα χείλη του. Αφού δεν εμπόδιζε κανέναν να μπει στο αναγνωστήριο και κανείς δεν τον προειδοποιούσε ότι έρχεται, συχνά τον βλέπαμε να διαβάζει από μέσα του και ποτέ φωναχτά. Φεύγαμε και τον αφήναμε ήσυχο, σκεπτόμενοι ότι στο χρόνο που του δινόταν για να αναζωογονήσει το πνεύμα του, χωρίς να τον σκοτίζουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν ήθελε να τον απασχολούν, ίσως από το φόβο πως κάποιος τυχαίος ακροατής, που θα προβληματιζόταν από το κείμενο που διάβαζε, θα του ζητούσε επεξηγήσεις για κάποιο δυσνόητο εδάφιο, ή θα ήθελε να συζητήσει μαζί του για το εκάστοτε θέμα, ίσως εμποδίζοντας τον να διαβάσει αυτό που ήθελε…»
Κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουκιανού με τον παράξενο τίτλο “Προς τον Απαίδευτον και Πολλά Βιβλία Ωνούμενον” μεταξύ πολλών άλλων βιβλίων, μαρτυρούν για την ύπαρξη αυτής της γενικευμένης αναγνωστικής συνήθειας ήδη από τον πρώτο αιώνα μ.κ.ε. Και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτό συνέβαινε από πάντοτε. Για παράδειγμα, ο Πυθαγόρας δεν έγραψε ποτέ του κανένα σύγγραμμα, διότι μάλλον δεν ήθελε να διαστρεβλωθούν οι διδασκαλίες του από τους αντιγραφείς, αλλά και να πέσουν στα χέρια των αμύητων, ή και να υπάρχουν στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί για τις μυστικιστικές του δραστηριότητες, (τελικά η σχολή του παραδόθηκε στις φλόγες, και ο ίδιος και πολλοί μαθητές του δολοφονήθηκαν).
Με την τυπογραφία μπορούσε πλέον ο καθένας να έχει το δικό του αντίτυπο ενός διαδεδομένου βιβλίου, αν ένα ικανό δίκτυο διανομής του το επέτρεπε. Η ανάγνωση έγινε μοναχική. Έγιναν όλοι «ανα-γνώστες». Ο καθένας μπορούσε πλέον να βρίσκεται σε προσωπική διαχρονική επικοινωνία με τον «γνώστη», τον συγγραφέα, κατευθείαν μέσα στον εσωτερικό κόσμο τους, ο ένας μέσα στο βιβλίο και ο άλλος μέσα στο κεφάλι του.
Αρχίσαμε να διαβάζουμε «από μέσα μας». Τα βιβλία έγιναν μέρος της σκέψης μας. Αυτή την στιγμή που ο αναγνώστης μου διαβάζει αυτό το κείμενο, άραγε το γράφω εγώ ή το σκέφτεται; Και τα δύο. Από ένα σημείο κι έπειτα δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει την δική μου σκέψη από την δική του. Γι’ αυτό και μπορούν να γίνουν τόσο επικίνδυνα τα βιβλία, δεν διαμορφώνουν απλά την «κοινή γνώμη» όπως η τηλεόραση, διαμορφώνουν την ίδια την σκέψη. Είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν ολόκληρα πεδία απαγορευμένης σκέψης και κατ’ επέκταση ολόκληρες βιβλιοθήκες απαγορευμένων βιβλίων…
Με την ανακάλυψη και σταδιακή διάδοση της τυπογραφίας, πάρα πολλά βιβλία έπαψαν να είναι σπάνια (διότι μέχρι τότε, όλα τα βιβλία ήταν σπάνια). Η έννοια του απαγορευμένου βιβλίου άλλαξε. Μέχρι τότε, τα βιβλία που ήταν απαγορευμένα δεν φιλοξενούνταν στις σχολές, στις μονές και στις βιβλιοθήκες και τα αναγνωστήρια, και είτε ήταν κλειδωμένα στις μυστικές κρύπτες κάποιων βιβλιοθηκών ή ιδρυμάτων, είτε βρίσκονταν σε κάποιες κρυφές προσωπικές συλλογές.
Τα ίδια τα μέρη που φιλοξενούσαν ή διέδιδαν τα βιβλία, είχαν χαρακτηρίσει κάποια βιβλία ως απαγορευμένα. Αργότερα, πολύ απλά, τα απαγορευμένα βιβλία δεν τυπώνονταν. Αρκετά αργότερα, τα περισσότερα βιβλία που μετέπειτα χαρακτηρίστηκαν «απαγορευμένα», ήταν προσωπικές εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων, και πάντοτε με την κρυφή συνδρομή ενός μεμονωμένου τυπογράφου που έπαιζε το ρόλο του εκδότη.
Άρα: 1) Έτσι, στην αρχή τα απαγορευμένα βιβλία ήταν εκείνα που είχαν απαγορευτεί ως «ανα-γνώσματα» από τους κλειδοκράτορες της γνώσης. 2) Έπειτα, ήταν τα βιβλία εκείνα που δεν τυπώνονταν. 3) Αργότερα, ήταν εκείνα τα ιδιόμορφα βιβλία που ήταν σπάνια και απαιτούσαν ιδιαίτερη αναζήτηση από τον αναγνώστη για να τα αποκτήσει, (κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο λόγος που σήμερα μιλάμε για τον γνωσιολογικό ή έντυπο «χώρο της αναζήτησης»). 4) Και στην εποχή μας της ευρείας διάδοσης των ιδεών και της πληροφορίας, είναι τα βιβλία εκείνα που είναι ασυνήθιστα προϊόντα μίας εναλλακτικής διανόησης, βιβλία που είναι μάλλον underground, ή θρυλικά αναγνώσματα που έχουν χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως απαγορευμένα.
Όμως, πρέπει να επισημάνω κάτι πολύ χρήσιμο στην κατανόηση του όλου θέματος: η κάθε μία από τις παραπάνω εποχές των απαγορευμένων βιβλίων δεν τελείωσε για να τη διαδεχθεί απλά η επόμενη, διότι εδώ δεν μιλάμε για εποχές αλλά για βιβλία. Για παράδειγμα, τα βιβλία της πρώτης εποχής συνέχισαν να υπάρχουν στη δεύτερη εποχή, ακόμη και στη σύγχρονη. Αυτό το γεγονός δίνει μία βαθύτερη διάσταση στο θέμα των απαγορευμένων βιβλίων: Ας πούμε, αν ένα βιβλίο ήταν τόσο απαγορευμένο στο παρελθόν, ώστε να φυλάσσεται στο πιο σκοτεινό υπόγειο μιας βιβλιοθήκης κατά την πρώτη εποχή, και δεν τυπώθηκε κατά τη δεύτερη εποχή, το πιο πιθανό είναι ότι σήμερα δεν γνωρίζει σχεδόν κανένας για την ύπαρξή του! Και το πιθανότερο είναι ότι συνεχίζει να υπάρχει κάπου…
Αυτό οδηγεί σε ένα προκλητικό και ανησυχητικό συμπέρασμα: Τα πιο απαγορευμένα βιβλία είναι εκείνα για τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα!
Ίσως μάλιστα τα «απαγορευμένα» βιβλία που γνωρίζουμε σήμερα, να μην είναι παρά ένας αντιπερισπασμός, ένα προπέτασμα καπνού που στόχο του έχει να καλύψει τα αληθινά και άγνωστα απαγορευμένα βιβλία…
Στο κάτω-κάτω, αν παραμερίσουμε το ζήτημα των περιεχομένων που χαρακτηρίζουν ένα βιβλίο ως απαγορευμένο, και εστιαστούμε στην «απαγόρευσή» του ως προς τη διάθεσή του, είναι εύκολο να διακρίνουμε μια διαβάθμιση: Υπάρχουν τα «απαγορευμένα» βιβλία που κατέληξαν να κυκλοφορούν ευρύτερα. Υπάρχουν εκείνα που είναι αρκετά δυσεύρετα και πρέπει να τα αναζητήσεις πολύ για να τα διαβάσεις. Υπάρχουν εκείνα που είναι εξαιρετικά σπάνια και τα αποκτούν μόνο οι αφοσιωμένοι συλλέκτες.
Υπάρχουν εκείνα που είναι απίστευτα σπάνια και τα έχουν μόνο λιγοστοί μανιώδεις πάμπλουτοι συλλέκτες. Υπάρχουν εκείνα που π.χ. είναι χειρόγραφα και φυλάσσονται αποκλειστικά σε ένα μοναστήρι, μία βιβλιοθήκη, ένα ίδρυμα, ένα μουσείο, και μπορείς να τα δεις –αν ξέρεις που να πας– μόνο πίσω από ένα τζάμι. Αντίστοιχα, υπάρχουν εκείνα που βρίσκονται σε ανάλογα μέρη –που δεν τα ξέρεις– και μπορούν να τα δουν μονάχα κάποιοι εγκεκριμένοι (από ποιον;) ειδικοί. Λοιπόν, είναι και λογικό και εύκολο να συμπεράνει κανείς ότι υπάρχει τουλάχιστον ακόμη ένα σκαλοπάτι στις παραπάνω διαβαθμίσεις.
Βιβλία που δεν γνωρίζει σχεδόν κανείς, και που επίσημα δεν υπάρχουν.
Τί θα μπορούσαν να γράφουν αυτά τα βιβλία;
Υπενθυμίζω στον αναγνώστη μου ότι εδώ δεν μιλάμε απλά για βιβλία, αλλά ουσιαστικά για την καταγραμμένη ιστορία της ανθρώπινης γνώσης. Και αυτή, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πάρα πολλά απαγορευμένα κομμάτια, για τα οποία ο μέσος άνθρωπος –ή και ο μέσος λόγιος– δεν θα ενημερωθεί ποτέ. Και εδώ, νομίζω πως είναι το κατάλληλο σημείο για να καταθέσω μία πολύ παλιά μου απορία. Ας την εκφράσω με μία τυχαία ερώτηση: Πού βρίσκεται η Οδύσσεια του Ομήρου;
Θα μου πείτε, βρίσκεται στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Ναι, δεν διαφωνώ, εκεί βρίσκεται ένα αντίγραφό της, αλλά εγώ εννοώ την αυθεντική Οδύσσεια, το «πρωτότυπο». Γνωρίζω πως ένα αρχαιότατο κείμενο όπως π.χ. η Οδύσσεια, δεν διασώζεται στο πρώτο της χειρόγραφο (αν και δεν είμαι έτοιμος να πάρω όρκο γι’ αυτό), κι έτσι αναρωτιέμαι για το παλαιότερο αντίγραφό της, εκείνο στο οποίο ανακαλύψαμε το έργο, κάτι που για εμάς είναι «πρωτότυπο». Λοιπόν, πού βρίσκεται αυτό το χειρόγραφο; Πού φυλάσσεται; Ποιος το έχει; Υπάρχει; Μπορούμε να το δούμε;
Αυτή είναι η παλιά καλή –και ίσως παιδική– αναπάντητη απορία μου. Πού βρίσκονται τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ή, τέλος πάντων, τα παλαιότερα αντίγραφά τους; Πού φυλάσσονται τα έργα του Αριστοτέλη; Πως ξέρουμε ότι είναι π.χ. 100 και όχι 200; Πώς ξέρουμε ότι ένα αρχαίο κείμενο δεν έχει πενήντα σελίδες παραπάνω απ’ όσες εμείς ξέρουμε; Πού είναι τα έργα του Πλάτωνα; Του Αναξίμανδρου; Του Πλούταρχου; Πού είναι η Αινειάδα του Βιργίλιου, η Θεία Κωμωδία του Δάντη, η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου;
Δεν υπονοώ αναγκαστικά κάτι με αυτές μου τις απορίες, απλά, δεν ξέρω πού είναι. Στο πέρασμα του χρόνου θυμάμαι πάντα να το ρωτώ σε ανθρώπους που ίσως γνωρίζουν, αλλά διαπιστώνω ότι ούτε αυτοί ξέρουν. (Όμως, κάποτε θα μάθω). Θα μπορούσαμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα αν μπορούσαμε να μάθουμε έστω και μόνο πού βρίσκονται όλα αυτά τα σπουδαιότατα αρχαία κείμενα, και ιδίως τα ελληνικά. Τους λόγους ίσως μπορεί να τους φανταστεί ο αναγνώστης μου. Εγώ καταθέτω απλώς αυτήν την απορία μου για να του εμπνεύσει περισσότερες απορίες. Μερικές φορές οι περισσότερες απορίες είναι πιο χρήσιμες από τις λίγες απαντήσεις.
Λοιπόν, αν –για παράδειγμα– υπάρχουν «απαγορευμένα» αρχαία κείμενα, και είναι μάλλον βέβαιο ότι υπάρχουν, κάπου βρίσκονται και κάποιοι γνωρίζουν και –γιατί όχι– εφαρμόζουν και εκμεταλλεύονται τις γνώσεις που αυτά περιέχουν. Και θα μπορούσαν να είναι πάρα πολύ σημαντικές γνώσεις. Διότι, σχεδόν πάντα, τα απαγορευμένα βιβλία δεν είναι απαγορευμένα για κάποια ελίτ που με κάποιο τρόπο διαμόρφωσε την απαγόρευσή τους.
Να ένα παράδειγμα: το εξαιρετικό έργο 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, ήταν ένα βιβλίο που απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό το θεωρώ πολύ φυσικό, αφού αυτό το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός απαγορευμένου βιβλίου. Όμως, η ηγετική ελίτ του κομμουνιστικού κόμματος ζήτησε να μεταφραστεί κρυφά στα ρωσικά από ένα επιτελείο μεταφραστών και να τυπωθεί εμπιστευτικά σε ένα μικρό αριθμό αντιτύπων, για να μπορούν αυτοί να το διαβάζουν και να το αναλύουν ή να το συμβουλεύονται, παρ’ όλο που όλοι οι πολίτες απαγορευόταν να το διαβάσουν!
Μάλιστα, το θέμα είχε χαρακτηριστεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας! (Όλα αυτά αποτελούν ιστορικό γεγονός, πολύ γνωστό στους μελετητές, και όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες μπορεί να ερευνήσει εύκολα το ζήτημα και να μάθει όλες τις ανά τον κόσμο παράξενες περιπέτειες του βιβλίου 1984). Έχοντας γνώση όλων αυτών των αλυσιδωτών αντιδράσεων, ο Όργουελ έμαθε να μεταμφιέζει καλύτερα τα «απαγορευμένα» πονήματά του, π.χ. γράφοντας την Φάρμα των Ζώων.
Οι περιβόητες μυστικές βιβλιοθήκες του Βατικανού είναι μία πραγματικότητα και, απ’ όσο ξέρω, μπροστά τους ωχριούν οι αντίστοιχες μυστικές βιβλιοθήκες της Οξφόρδης και του Βρετανικού Μουσείου (που κάπου μέσα στις κρύπτες του στέκουν τα πιο μυστηριώδη από τα έργα του Δρ. Τζων Ντη, ανάμεσα σε έργα ακόμη πιο μυστηριώδη). Πρόσφατα έτυχε να παρακολουθήσω μία «απαγορευμένη» βιντεοταινία, στην οποία μεταξύ άλλων υπήρχε μία φευγαλέα περιήγηση στα αχανή δίκτυα υπόγειων στοών που είναι γεμάτα από ειδικά διαμορφωμένες βιβλιοθήκες, κάτω από το Βατικανό. Στις στοές αυτές, μάλιστα, υπάρχει και ένα άψογο βιβλιοθηκονομικό σύστημα, το οποίο αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.
Πρόκειται για έναν ολόκληρο υπόγειο μίνι-σιδηρόδρομο, τον οποίον διατρέχουν τραινάκια-ρομπότ που αναζητούν, εντοπίζουν και μεταφέρουν τα βιβλία που κάποιος άνθρωπος της επιλεγμένης ελίτ ζήτησε να μελετήσει. Στις στοές αυτές βρίσκονται αμέτρητα ανεκτίμητα βιβλία, ανυπολόγιστοι θησαυροί της ανθρώπινης γνώσης, απαγορευμένα για τα μάτια των θνητών, και ανάμεσά τους υπάρχουν άπειρα βιβλία τελείως άγνωστα σ’ εμάς. Δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε για τα περιεχόμενά τους. Και οι μυστικές βιβλιοθήκες του Βατικανού είναι μόνο ένα ικανό παράδειγμα, είναι απλά κάτι που συμβαίνει σε ένα μέρος του κόσμου που δεν ξεπερνά κάποια τετραγωνικά χιλιόμετρα…
«…O κόσμος σας λέγεται Urantia και είναι ένας ανάμεσα σε πολλούς παρόμοιους κατοικημένους πλανήτες, οι οποίοι αποτελούν το τοπικό σύμπαν Nebadon. Αυτό το σύμπαν, μαζί με άλλες παρόμοιες δημιουργίες, αποτελούν το υπερ-σύμπαν Orvonton, από την πρωτεύουσα Uversa του οποίου, σας χαιρετά η επιτροπή μας. Το Orvonton είναι ένα από τα επτά εξελικτικά υπερ-σύμπαντα του Χωρόχρονου, τα οποία περικυκλώνουν την χωρίς αρχή και τέλος δημιουργία της θεϊκής τελειότητας: το κεντρικό Σύμπαν Havona. Στην καρδιά αυτού του αιώνιου κεντρικού σύμπαντος, βρίσκεται το Νησί του Παραδείσου, που είναι το ακριβές γεωγραφικό κέντρο της αιωνιότητας και ο τόπος κατοικίας του αιώνιου Θεού…»
Το μήνυμα αυτό απευθύνεται στους κατοίκους της Urantia, δηλαδή σ’ εμάς, και προέρχεται από τις εξωγήινες-εξωδιαστατικές διάνοιες που είναι υπεύθυνες για τον κόσμο μας, που το αληθινό του όνομα είναι Γιουράντια. Προέρχεται από μια ομώνυμη σειρά αινιγματικών και πολύπλοκων συγγραμμάτων που έχουν γραφτεί από αυτούς προς εμάς (ανάμεσα τους ο αρχάγγελος Μιχαήλ και άλλοι), τα οποία αριθμούν χιλιάδες σελίδες και αποκωδικοποιούν όλα τα μυστήρια του σύμπαντος, της εξέλιξης, του χωρόχρονου και του Θεού!
Ποιος έχει γράψει αυτό το απίστευτο βιβλίο;
Ποιος έχει διαβάσει και αποκωδικοποιήσει το δωδεκάτομο Arcana Celestia του Εμμάνουελ Σβέντενμποργκ;
Χρησιμοποίησε ποτέ κανείς την μυστική αναλυτική γλώσσα του Τζων Γουίλκινς;
Τί εννοούσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας γράφοντας: «Το φρονιμότερο είναι να μην γράφεται το παραμικρό , αλλά να μαθαίνεις και να διδάσκεις προφορικά, γιατί τα γραπτά μένουν… (Στρωματείς). Κάπου αλλού ο ίδιος γράφει: «Γράφοντας τα πάντα σε ένα βιβλίο, είναι σαν να αφήνεις ένα ξίφος στα χέρια ενός παιδιού…»
Κι αν ο Ιούλιος Βερν είχε ένα μεγάλο σημειωματάριο (κάθε συγγραφέας έχει τουλάχιστον ένα συρτάρι γεμάτο από τέτοια), στο οποίο σημείωνε με όλες τις λεπτομέρειες όλες τις έρευνες που έκανε για να καταλήξει να γράψει κάποια από τα μνημειώδη έργα του, πού μπορεί να βρίσκεται αυτήν την στιγμή το σημειωματάριο αυτό;
Και ποιος άραγε να ξέρει τί απέγιναν τα σημειωματάρια του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που σίγουρα είναι πολύ περισσότερα από τα δύο-τρία που είναι γνωστά;
Κι εκείνη η μνημειώδης βιβλιοθήκη του Άλντους Χάξλεϋ που «πήρε φωτιά», άραγε τί να περιείχε;
Κι εκείνη η άλλη μνημειώδης βιβλιοθήκη που κάηκε, εκείνη της Αλεξάνδρειας, άραγε σε ποιους να κληρονόμησε –δια της αρπαγής– τα «καμένα» βιβλία της; (Αν ο αναγνώστης μου διακρίνει μία ειρωνεία στην προηγούμενη πρόταση, είναι γιατί δεν την είδαμε όλη να καίγεται. Την βιβλιοθήκη, όχι την ειρωνεία).
Και αν είναι αλήθεια πως ο συνταγματάρχης Τσέρτσγουωρντ μελέτησε τις «Πινακίδες Ναακάλ» σε ένα ναό στην Ινδία, απ’ όπου άντλησε τις πληροφορίες για την χαμένη Μου, την εξαφανισμένη Λεμουρία, άραγε πού να βρίσκονται αυτά τα κείμενα;
Κι άραγε υπάρχει κάποιος που έχει αποκρυπτογραφήσει τα αινιγματικά περιεχόμενα του θρυλικού Χειρόγραφου Βόυνιτς;
Τί είναι τελικά το Λεξικό των Χαζάρων;
Είχαν βιβλιοθήκη οι Ναΐτες;
Είναι το Ευαγγέλιο του Θωμά, το Ευαγγέλιο του Θωμά;
Υπάρχει κανείς που να διάβασε ολόκληρη την Ανατομία της Μελαγχολίας του Ρόμπερτ Μπέρτον;
Επισκέφθηκε κανείς την ονειρική γεωγραφία που περιγράφει με εξωφρενικές λεπτομέρειες ο Φρανσίσκο Κολόνα στο απαγορευμένο έργο Hypnerotomachia Poliphili;
Ποια βιβλία είχε μελετήσει ο Χριστόφορος Κολόμβος;
Τί περιείχαν οι παράξενες βιβλιοθήκες των Μάγιας που κατέστρεψε ο αρχιεπίσκοπος Ντιέγκο ντε Λάντα ως «δαιμονικά έργα»; Και, άραγε, τις κατέστρεψε;
Τί έγραφαν τα συγγράμματα τους που έδωσαν ο Ρόμπερτ Χάινλάιν και ο Λάρυ Νίβεν στον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ρόναλντ Ρέιγκαν, με την πρόταση δημιουργίας του διαστημικού οπλικού συστήματος του προγράμματος Πόλεμος των Άστρων;
Ποιος έχει στα χέρια του τις χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες του Exegesis του Φίλιπ Κ. Ντικ;
Τί ακριβώς είναι τα Incunabula Papers;
Πήρε ποτέ κανείς στα σοβαρά αυτά που έγραψε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε στο έργο του Εύρηκα!;
Τί λένε τα εκατό χιλιάδες ανέκδοτα βιβλία του Άλιστερ Κρόουλυ; (Εδώ υπάρχει, επίτηδες, μία μικρή υπερβολή).
Όταν πέθανε, το 1833, ο μεγαλύτερος «βιβλιομανής» συλλέκτης σπάνιων βιβλίων και λάτρης κάθε είδους «απαγορευμένου» έργου, ο Ρίτσαρντ Χέμπερ, η διαθήκη του δεν έκανε καμία απολύτως νύξη για βιβλία, (το ίδιο και η διαθήκη του Σαίξπηρ). Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι οι εκτελεστές της διαθήκης του να ανακαλύψουν σιγά-σιγά τα τιτάνια τμήματα της ανυπολόγιστης βιβλιοθήκης του. Η τεράστια εξοχική του έπαυλη ήταν ολόκληρη γεμάτη βιβλία από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, το ίδιο και τα τρία σπίτια που διατηρούσε κρυφά στο Λονδίνο. Αργότερα, άρχισαν να ανακαλύπτουν αντίστοιχα σπίτια του στο Παρίσι, στις Βρυξέλες, στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ, καθώς και δεκάδες σπίτια-βιβλιοθήκες σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Άραγε, τί απέγιναν όλα αυτά τα αμέτρητα σπάνια βιβλία; Γιατί ήθελε να κρατήσει την ύπαρξή τους μυστική;
Όλες τις παραπάνω ερωτήσεις, που άλλωστε παίζουν ρόλο ενδεικτικό, δεν φιλοδοξεί να τις απαντήσει ένα απλό άρθρο, αλλά ούτε και η συναρπαστική ανθολογία κειμένων που περιέχεται στο βιβλίο Απαγορευμένα Βιβλία (εκδ. Αρχέτυπο) που συνθέσαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ με την ελπίδα να εγκαινιάσουμε μία νέα θεματολογία στην ελληνική βιβλιογραφία. Δεν φιλοδοξεί να τις απαντήσει όλες, επειδή κανένα άρθρο ή βιβλίο δεν το φιλοδοξεί αυτό, διότι είναι μάλλον ανέφικτο να απαντηθούν.
Δυστυχώς, αυτή είναι η παγίδα στο μυστηριώδες ζήτημα των «απαγορευμένων βιβλίων». Δεν μπορείς να θίξεις σωστά και ικανοποιητικά την καρδιά του θέματος, επειδή τα αληθινά απαγορευμένα βιβλία πολύ απλά δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν εδώ γύρω. Τα επιμέρους ζητήματα που τα περικυκλώνουν είναι εξίσου απαγορευμένα, αλλά τουλάχιστον μπορούμε ίσως να τα συζητήσουμε (ψιθυριστά).
Αλλά ακόμη κι αυτές οι συζητήσεις, εκτός από το ότι θα απαιτούνταν εκατοντάδες χρόνια για να πραγματοποιηθούν, θα χρειαζόντουσαν και εκατοντάδες τόμους για να καταγραφούν, κι αυτοί με την σειρά τους θα απαιτούσαν δεκάδες χρόνια για να γραφτούν και ανυπολόγιστα χρόνια για να διαβαστούν από τους επίδοξους αναγνώστες τους. (Και, βέβαια, αυτοί οι τόμοι θα πλήθαιναν απλώς τις τάξεις των «απαγορευμένων βιβλίων»). Είναι όλα αυτά μία μάταιη διαδικασία, ή εμένα μου φαίνεται;…
Όσο για το ελπιδοφόρο μας βιβλίο Απαγορευμένα Βιβλία, απ’ όσο ξέρω, είναι η πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία που το παρών ζήτημα θίγεται με μία τέτοια ανθολογία κειμένων κάτω από αυτόν τον τίτλο. Και όλες οι πρωτιές είναι καταδικασμένες να αποτελούν απλώς εισαγωγές. Και η δική μου εισαγωγή γι’ αυτή την εισαγωγή, μόλις έφτασε ήδη στο τέλος της.
Πρέπει να σημειώσω πως οι σελίδες του βιβλίου έχουν γραφτεί από αφοσιωμένους μελετητές (που θα χαρούν πολύ αν διαβάσετε τα πονήματά τους), τους οποίους οφείλω να ευχαριστήσω για την πραγματοποίηση αυτού του παλιού ονείρου πολλών Ελλήνων αναγνωστών, διότι είμαι ένας από αυτούς (αναγνώστης, όχι μελετητής). Οι συγγραφείς αυτής της –κατά τα άλλα εισαγωγικής για το τεράστιο ζήτημα– ανθολογίας, θέλησαν να μοιραστούν με τους συνταξιδιώτες τους λίγες από τις γνώσεις τους για κάποια μυστηριώδη βιβλία για τα οποία δεν συζητά κανείς.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που θα ήθελαν να μπορούσαν να τους αρνηθούν αυτήν την ευχαρίστηση, λέγοντας πως αυτό είναι ένα βιβλίο γραμμένο από αιθεροβάμονες για αιθεροβάμονες, στους οποίους μιλούν για βιβλία που έγραψαν αιθεροβάμονες. Το ξέρω πως αυτό δικαιώνει την ύπαρξη «απαγορευμένων βιβλίων», αλλά δεν τολμώ να απαντήσω σε αυτήν τους την άρνηση.
Όχι επειδή δεν έχω την τόλμη, αλλά επειδή το έχει κάνει τόσο υπέροχα μία αυθεντία, ο Τζ. Κ. Τσέστερτον, πολύ πριν από εμένα: «Ο άνθρωπος γνωρίζει πως υπάρχουν στην ψυχή αποχρώσεις πιο συνταρακτικές, πιο αναρίθμητες και πιο ακατονόμαστες από τα χρώματα ενός φθινοπωρινού δάσους… Κι ωστόσο, να που πιστεύει πως αυτές οι αποχρώσεις, με όλες τις επιμειξίες τους και τις μεταλλαγές τους, μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια από έναν αυθαίρετο μηχανισμό κραυγών και βρυχηθμών. Πιστεύει πως, από τα βάθη ενός χρηματιστή, βγαίνουν πραγματικά οι ήχοι που εκφράζουν όλα τα μυστήρια της μνήμης κι όλες τις αγωνίες του πόθου…» Ο Τσέστερτον αυτό το έγραψε για την ανθρώπινη γλώσσα.
Και επειδή είναι βέβαιο ότι τα βιβλία είναι γλώσσα, τότε το βιβλίο αυτό μιλά μία γλώσσα απαγορευμένη, όπως άλλωστε είναι η δική μας γλώσσα για έναν αλλοδαπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου