«Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, με δεδομένη την ανθρώπινη κατάσταση, θα είναι όμοια ή παραπλήσια. Έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο». (Α 22)
Σε αυτό το άρθρο, θα πρέπει να επιστρέφουμε στα περίφημα λόγια σχετικά με το έργο του, τα οποία ο Θουκυδίδης τοποθέτησε στην αρχή της Ιστορίας του. Αντί να αποτελούν μάταιη καυχησιολογία, αποδείχτηκαν ότι ήταν μια καθαρή περιγραφή τον γεγονότων. Πώς θα εξηγήσουμε το ότι η εξιστόρηση του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη διατήρησε και διατηρεί το μεγαλείο της; Ποιες είναι οι πνευματικές αρετές τις οποίες ο ιστορικός εισήγαγε στο έργο του και οι οποίες το έκαναν να διακριθεί ως μια κλασική ιστορία υψίστου επιπέδου και ως ένα από τα κορυφαία πολιτιστικά μνημεία του ελληνικού και αθηναϊκού πολιτισμού του 5ου αιώνα από τον οποίο προέκυψε; Πιστεύω ότι η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έγκειται κυρίως στην εξηγητική δύναμη που θεμελιώνεται στον τεράστιο κόσμο των ιδεών που το έργο αποκαλύπτει στον αναγνώστη, και στην πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι γεγονότα παρόμοια με αυτά που εκείνος εξιστόρησε «θα συμβούν στο μέλλον» σύμφωνα με αυτό που αποκάλεσε το ανθρώπινον, δηλαδή την ανθρώπινη κατάσταση (Α 22).
Το Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη, μια πραγματεία φιλολογικής και αισθητικής θεωρίας που γράφτηκε τον αιώνα μετά τον Θουκυδίδη, διακήρυξε ότι η ποίηση είναι πιο φιλοσοφική από την ιστορία επειδή οι δηλώσεις της αφορούν σε οικουμενικές αλήθειες και σε αυτό που μπορεί να γίνει, ενώ οι δηλώσεις της ιστορίας ασχολούνται με μεμονωμένα περιστατικά και με αυτό που στην πραγματικότητα έχει συμβεί. Ανεξάρτητα με το τι σκεφτόμαστε γι’ αυτή τη διάκριση, θα πρέπει να μετριαστεί στην περίπτωση του Θουκυδίδη, του οποίου η πνευματική διάθεση ήταν προφανώς αρκετά φιλοσοφική. Ήταν σε εξαιρετικό βαθμό γενικευτικός ιστορικός. Παρ’ ότι επέβαλε στον εαυτό του υψηλές προδιαγραφές ακρίβειας, αμεροληψίας και φιλαλήθειας σε ζητήματα γεγονότων, δεν έμεινε ικανοποιημένος απλώς με το να γράψει μια χρονολογική αφήγηση που θα κάλυπτε τη μια χρονιά μετά την άλλη και θα κατέγραφε λεπτομερώς τα συγκεκριμένα γεγονότα, τα περιστατικά και τους συσχετισμούς του πολέμου καθώς αυτά εξελίσσονταν. Ενδιαφερόταν εξίσου να τα εξηγήσει, να διεισδύσει στους λόγους και στις αιτίες τους και να κατανοήσει το υπόβαθρο και τη σημασία του πολέμου στην ιστορία της Ελλάδας. Σε ολόκληρο το έργο του, μαζί με τις σκηνές του πολέμου, τις οποίες έχει περιγράφει με τόση ζωντάνια ώστε συχνά εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μας, συναντάμε γενικούς συλλογισμούς που ρίχνουν φως στις πράξεις τις οποίες αφηγείται και συνεισφέρουν σε μια πληρέστερη κατανόηση της φύσης και της σημασίας τους. Επιδίωκε συνεχώς να βλέπει τα γεγονότα σε σχέση με ένα ευρύτερο σύνολο ή μια γενική αλήθεια. Αυτό αποτελούσε εγγενές τμήμα της ιστορικής του μεθόδου, η οποία συνεπαγόταν μια βαθιά πνευματική ενασχόληση με ιδέες που άπτονταν ζητημάτων όπως η φύση του ανθρώπου, η λογική και το πάθος, η δικαιοσύνη και η ισχύς, η τύχη και η ανάγκη κατά τη διαμόρφωση των γεγονότων, και η σχέση μεταξύ σκέψης και πράξης. Τα χαρακτηριστικά αυτά δικαιολογούν την άποψη που έχουμε γι’ αυτόν ως έναν μεγάλο φιλοσοφικό ιστορικό.
Η υψηλή πνευματικότητα και η φιλοσοφική προοπτική που ο Θουκυδίδης έφερε στη συγγραφή της ιστορίας δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές έξω από το πλαίσιο της εμπλοκής του στον αρχαίο ελληνικό διαφωτισμό, που ήταν επικεντρωμένος στην Αθήνα και ο οποίος συνέπεσε με την εποχή που έζησε ο Θουκυδίδης και συνεχίστηκε και κατά τον 4ο αιώνα. Η εκπληκτική άνθιση των γραμμάτων, της τέχνης, της φιλοσοφίας και της φιλοσοφικής συζήτησης, που έλαβε χώρα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, συνόδευσε την ανάπτυξη της αθηναϊκής δημοκρατίας και την ανάδυση της πόλης μετά τους Περσικούς πολέμους ως ένα ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος. Η άνευ προηγουμένου ζύμωση ιδεών που χαρακτήρισε αυτή την περίοδο, η πρόοδος του ρασιοναλισμού και η ριζοσπαστική αμφισβήτηση της θρησκείας και των παραδοσιακών πεποιθήσεων και αξιών που αποτελούσαν μέρος της πνευματικής σκηνής, θα πρέπει να είχαν επηρεάσει τον νου του Θουκυδίδη με πολλούς τρόπους. Όπως έχει γράψει ένας μελετητής, η λογική, γεμάτη χαρά για τη νέα της ελευθερία και αυτοπεποίθηση, έριξε το ερευνητικό της φως και στον ίδιο της τον εαυτό, όχι μόνο προκειμένου να ανακαλύψει το δυναμικό της, αλλά και για να κατανοήσει τις ανορθολογικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Τους γενικευτικούς και φιλοσοφικούς συλλογισμούς που περιέχονται στην Ιστορία του Θουκυδίδη τούς βρίσκει κανείς στην εξιστόρηση των γεγονότων, στις δημηγορίες των ιστορικών δρώντων και στα σπάνια άμεσα σχόλια του ίδιου του συγγραφέα. Δεν πρόκειται για αποστασιοποιημένες αφαιρέσεις που επιβάλλονται τεχνητά πάνω στην ιστορία, αλλά για ενσωματωμένες παρατηρήσεις που προκύπτουν από το έργο και αποτελούν οργανικό τμήμα του καθώς προχωρά, αυξάνοντας έτσι ανυπολόγιστα το εύρος και το βάθος του. Μεταξύ άλλων, μας παρέχουν και μια εικόνα για την κοσμοαντίληψη και την προσωπική οπτική του Θουκυδίδη. Στην περίπτωση των δημηγοριών, παρ' ότι συγγραφέας τους ήταν ο Θουκυδίδης, θα πρέπει να αποφύγουμε να ταυτίσουμε απλώς τις δικές του απόψεις και κρίσεις με τις αντίστοιχες που αποδίδει στους ομιλητές, πράγμα που διάφοροι έχουν κάνει πολλές φορές. Μπορούμε να συναγάγουμε τη στάση και τις πεποιθήσεις του μόνο από τις δηλώσεις που κάνει σε πρώτο πρόσωπο, από ενδείξεις που υπάρχουν στην αφήγηση και μερικές φορές και από τις σιωπές του. Όμως, αν και δεν συμφωνούσε απαραιτήτως με τις σκέψεις που εκφράζονται σε πολλές από τις δημηγορίες που επινόησε, προσπάθησε, όπως εξηγεί στο A 22, να αναφέρει πιστά την ουσία ή τη γενική έννοια των όσων πράγματι είχαν πει οι ομιλητές και να τους αποδώσει απόψεις που στην εκάστοτε περίσταση θα ταίριαζαν με την κατάστασή τους. Ως εκ τούτου, οι δημηγορίες εκθέτουν ένα μεγάλο εύρος αντιτιθέμενων επιχειρημάτων, υποθέσεων, κινήτρων, αξιών, εκλογικεύσεων και επιλογών πολιτικής που είναι αρκετά συνηθισμένο να έχουν έναν γενικό και αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα.
Έχουμε επισημάνει μια σειρά γενικεύσεων του Θουκυδίδη σε προηγούμενα κεφάλαια, αλλά δύο περαιτέρω παραδείγματα μπορούν σε αυτό το σημείο να καταδείξουν τη ζωτική εξηγητική λειτουργία που επιτελούν αυτές οι γενικεύσεις στο έργο του. Το πρώτο είναι η λεπτομερής σύγκριση στην οποία προέβη ανάμεσα στον αθηναϊκό και στον σπαρτιατικό εθνικό χαρακτήρα, η οποία κάνει την πρώτη εμφάνισή της στο βιβλίο Α. Στο συνέδριο που συγκλήθηκε μεταξύ των πελοποννησίων συμμάχων το 432 προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα του πολέμου με την Αθήνα, οι Κορίνθιοι, που επιθυμούσαν σφοδρότατα τον πόλεμο, επιτίμησαν τους Σπαρτιάτες για το ότι δεν αντιδρούσαν στην επιθετικότητα που επιδείκνυαν και τις βλάβες που προκαλούσαν οι Αθηναίοι. «Ούτε έχετε ποτέ αναλογιστεί» είπαν σε εκείνη την περίσταση οι Κορίνθιοι «τι είδους άνθρωποι είναι οι Αθηναίοι με τους οποίους θα πρέπει ν’ αναμετρηθείτε και σε ποιο βαθμό είναι διαφορετικοί από σας. Εκείνοι είναι καινοτόμοι και επινοητικοί και ταχείς στο να εκτελούν τα σχέδιά τους, ενώ εσείς περιορίζεστε στο να διατηρείτε τα όσα έχετε χωρίς ποτέ να επινοείτε τίποτα και όταν ενεργείτε δεν καλύπτετε ούτε το απαραίτητο. Εκείνοι αποτολμούν πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, ριψοκινδυνεύουν χωρίς να λογαριάζουν τη φρόνηση και είναι πάντοτε αισιόδοξοι στις αναποδιές. Ενώ εσείς επιχειρείτε πάντα πράγματα κατώτερα απ’ τις δυνάμεις σας, είστε διατακτικοί ακόμα κι όταν οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί δείχνουν ότι η επιτυχία είναι βεβαία, και στις υπόλοιπες περιστάσεις νομίζετε ότι δεν θα μπορέσετε να τις αντιμετωπίσετε. Εκείνοι είναι δραστήριοι, ενώ σεις είστε αναβλητικοί, εκείνοι συνεχώς ξενιτεύονται εύκολα, ενώ εσείς δεν ξεκολλάτε από τον τόπο σας. Εκείνοι πιστεύουν ότι αποδημώντας πλουτίζουν, ενώ εσείς νομίζετε ότι, αν μετακινηθείτε, θα ζημιώσετε κι αυτά που έχετε. Όταν νικήσουν τους εχθρούς τους, εκμεταλλεύονται στο έπακρο την επιτυχία τους, ενώ αν νικηθούν, υποχωρούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Με όλα αυτά, ενώ δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλον αυταπάρνηση όταν υπηρετούν την πολιτεία τους, διατηρούν όμως όλη την ελευθερία της σκέψης τους για να βρουν τρόπους να την ωφελήσουν. Αν δεν επιτύχουν τα όσα σχεδιάζουν, θεωρούν ότι στερήθηκαν κάτι που τους ανήκει, και όσα κερδίζουν με μια τους επιτυχία είναι, γι’ αυτούς, ισχνό αποτέλεσμα συγκρινόμενο με ό,τι προσδοκούν να επιτύχουν μελλοντικά. Αν αποτύχουν σε κάποια προσπάθεια, κάνουν νέα σχέδια για να ξανακερδίσουν ό,τι έχασαν, γιατί μόνο αυτοί ενεργούν τόσο γρήγορα, όταν έχουν αποφασίσει κάτι, ώστε ελπίδα και πραγματοποίηση να συμπίπτουν. Για όλα αυτά μοχθούν και κινδυνεύουν όλη τους τη ζωή, απολαμβάνοντας ελάχιστα τα όσα έχουν, γιατί πάντοτε σκέπτονται πώς ν’ αποκτήσουν κι άλλα. Εορτή θεορούν το να κάνουν το καθήκον τους, και συμφορά είναι γι' αυτούς περισσότερο η ησυχία της αδράνειας παρά η επίπονη δράση. Θα είχε δίκιο κανείς αν, με μία λέξη, έλεγε ότι η ιδιοσυγκρασία τους είναι τέτοια, ώστε ούτε οι ίδιοι ησυχάζουν ποτέ ούτε αφήνουν τους άλλους να ησυχάσουν». (Α 70)
Η αντιδιαστολή μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών που σκιαγράφησαν έντονα οι Κορίνθιοι επιβεβαιώνεται και σε άλλες δημηγορίες, όπως σε εκείνη που εκφώνησε στο ίδιο συνέδριο ο σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος ο οποίος επιχειρηματολόγησε ενάντια στην άμεση έναρξη πολέμου (Α 80-85), καθώς και σε ορισμένα από τα λεγόμενα του Περικλή στον Επιτάφιό του το 431 (Β 35-46). Η αντιδιαστολή αυτή ρίχνει άπλετο φως στις ενέργειες και των δύο πλευρών στον πόλεμο που σύντομα θα ξεκινούσε, και υιοθετήθηκε από τον Θουκυδίδη στο όγδοο βιβλίο όταν, σχολιάζοντας το ότι οι Σπαρτιάτες δεν εκμεταλλεύτηκαν μια ευκαιρία που μπορεί να είχε τερματίσει τον πόλεμο μετά την απώλεια της Εύβοιας για τους Αθηναίους το 411, δηλώνει:
«Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες, οι Λακεδαιμόνιοι φάνηκαν βολικοί εχθροί για τους Αθηναίους. Ιδίως για μια ναυτική δύναμη, η μεγάλη διαφορά ιδιοσυγκρασίας ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα. Οι Αθηναίοι ήταν γρήγοροι, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι άτολμοι». (Θ 96)
Διαλέγω το δεύτερο παράδειγμα από την περιγραφή, στο τρίτο βιβλίο, της επανάστασης στην Κέρκυρα το 427, όπου ο ιστορικός παρέχει μια σειρά σκέψεων για τις αιτίες και τις συνέπειες των άγριων επαναστατικών συγκρούσεων μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας που σάρωσαν τις ελληνικές πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί επισημαίνει ότι:
«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί». (Γ 82)
Η δήλωση αυτή, που λειτουργεί ως γενικό μοντέλο για παρόμοιες καταστάσεις, θέτει ενώπιον μας με οικουμενικούς όρους μια οξυδερκή επίγνωση για την κατάπτωση των ηθικών προτύπων που προκαλείται από τον πόλεμο και από την εμφύλια διαμάχη. Η σοφία αυτής της επίγνωσης καθίσταται σαφής, καθώς διευκρινίζει πολλά από τα γεγονότα που αφηγείται η Ιστορία.
Ρεαλισμός
Ένας από τους όρους που έχουν ευρέως και με ακρίβεια χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσουν τη φιλοσοφία του Θουκυδίδη είναι ο ρεαλισμός. Η ιστορία του έχει χαρακτηριστεί ως «ένα κλασικό έργο ρεαλιστικής ανάλυσης». Αυτό το χαρακτηριστικό της ιστορικής του σκέψης έχουν επισημάνει επαινετικά δύο εξέχοντες ευρωπαίοι φιλόσοφοι, ο Τόμας Χομπς και ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Χομπς, ο οποίος δημοσίευσε την πρώτη ολοκληρωμένη αγγλική μετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη κατευθείαν από το αρχαίο ελληνικό πρωτότυπο το 1628, είπε για εκείνον: «Ο Θουκυδίδης είναι κάποιος ο οποίος, παρ’ ότι ποτέ δεν κάνει παρέκβαση για να δώσει μια διάλεξη, ηθική ή πολιτική, μέσα από το κείμενό του, ούτε εισέρχεται στις καρδιές των ανθρώπων πιο πέρα απ’ ό,τι οι ίδιες οι πράξεις προφανώς τον οδηγούν, θεωρείται παρ’ όλα αυτά ως ο πλέον πολιτικός ιστοριογράφος που συνέγραψε ποτέ». Η λέξη «πολιτικός» σε αυτή τη δήλωση αναφέρεται στην ώριμη κρίση και διεισδυτικότητα που του πρόσφερε ο Θουκυδίδης στην κατανόηση της πολιτικής και της ανθρώπινης δράσης. Ο Νίτσε, ο οποίος ήταν καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, έβλεπε τον Θουκυδίδη ως έναν διανοητή που διακρινόταν για «το θάρρος του ενόψει της πραγματικότητας» και που είχε «ασυμβίβαστη θέληση να μην κοροϊδέψει τον εαυτό του» και γι’ αυτό αποτελούσε ένα αντίδοτο απέναντι στον Πλάτωνα, «έναν δειλό μπροστά στην πραγματικότητα», ο οποίος αναζητούσε καταφύγιο στο βασίλειο του ιδεώδους. Ενώ η κατηγορία του εναντίον του Πλάτωνα για πνευματική δειλία ήταν πολύ προκατειλημμένη και λανθασμένη, ο Νίτσε είχε απόλυτα δίκιο όταν περιέγραφε τον Θουκυδίδη ως τον υπέρμαχο μιας «δυνατής, αυστηρής, σκληρής πραγματικότητας» ταυτόσημης με τον ρεαλισμό.
Αυτό που σημαίνει ρεαλισμός στην περίπτωση του Θουκυδίδη είναι η προδιάθεσή του να βλέπει τους ανθρώπους, τις ανθρώπινες υποθέσεις και τον κόσμο όπως είναι, χωρίς ψευδαισθήσεις ή αυταπάτες, και χωρίς καμία προσπάθεια να συγκαλύψει τη σκληρή αλήθεια των πραγμάτων με «μεγάλα λόγια», ονομάτων κολών, όπως οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τους Μηλίους ότι έκαναν κατά τον περίφημο μεταξύ τους διάλογο (Ε 89). Ο ρεαλισμός που αποδίδεται στον Θουκυδίδη συμπεριλαμβάνει την αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση, για την πολιτική και την αυτοκρατορία, και για την τεράστια σημασία της υπέρτερης ισχύος για τη διαμόρφωση της πορείας της ιστορίας. Ο ρεαλισμός είναι καταφανής σε πολλές δημηγορίες της Ιστορίας. Παρ’ ότι δεν οδηγεί απαραιτήτως όλους τους ομιλητές στα ίδια συμπεράσματα, διαποτίζει μεγάλο μέρος των συλλογισμών τους και συνίσταται εν πολλοίς στην εκτίμηση ισχύος και συμφερόντων.
Σε ένα είδος παραλλαγής στο θέμα του ρεαλισμού του Θουκυδίδη, ο Paul Shorey, κορυφαίος ειδικός των κλασικών σπουδών στα τέλη του 19ου αιώνα, υποστήριξε ότι η φιλοσοφία του Θουκυδίδη εδραζόταν στον ηθικό θετικισμό και στην πνευματικότητα. Με το πρώτο, εννοούσε ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε ότι η φύση και οι πράξεις του ανθρώπου καθορίζονταν αυστηρά από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και από έναν μικρό αριθμό βασικών επιθυμιών· με το δεύτερο, ότι ο Θουκυδίδης απασχολούσε συνεχώς το μυαλό του με τον ρόλο που παίζει στη ζωή η συνειδητή υπολογιστική λογική. Θεωρώντας ότι αυτοί οι τρόποι σκέψης κυριαρχούσαν στο μυαλό του Θουκυδίδη, ο Shorey κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Θουκυδίδης ήταν ένας κυνικός που δεν διέθετε καμία ηθική συναίσθηση. Παρ’ ότι αυτή η ανάλυση μπορεί να περιέχει ένα ψήγμα αλήθειας, παραβλέπει άλλες πτυχές της οπτικής γωνίας του Θουκυδίδη και συνεπώς είναι πολύ μεροληπτική. Ο ιστορικός που θρήνησε για τις κακουχίες και την ηθική αποσύνθεση που επέφερε ο λοιμός στην Αθήνα, καθώς και για τις επιπτώσεις της επανάστασης στην Ελλάδα, η οποία έγινε «αιτία ν’ απλωθεί σ' όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας» και εξαφάνισε «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής» (Γ 83), δεν ήταν δυνατόν να ήταν αδιάφορος απέναντι στην ηθική ή να μη διέθετε συμπόνια.
Έχει επίσης ειπωθεί ότι ο Θουκυδίδης σκεφτόταν μόνο την ισχύ, και είναι αναμφισβήτητο ότι η Ιστορία του καταδεικνύει την κυριαρχία των ισχυρών επί των αδυνάτων και την υπεροχή της ισχύος έναντι της ηθικής και της δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ κρατών. Αυτός είναι ο λόγος που γνωστοί σύγχρονοι ιστορικοί και θεωρητικοί της πολιτικής, όπως ο Ε. Η. Carr, ο Hans Morgenthau και πολλοί άλλοι που ανήκουν στη λεγάμενη «ρεαλιστική» σχολή της μελέτης της διεθνούς πολιτικής, έχουν τον Θουκυδίδη σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Τον θεωρούν ως τον θεμελιωτή του πολιτικού ρεαλισμού και ως τον πρώτο αναλυτή που είχε σαφή αντίληψη του αμοραλισμού ενός άναρχου διεθνούς συστήματος κυρίαρχων κρατών όπως αυτό της κλασικής Ελλάδας, και που κατάλαβε ότι οι ενέργειες των κρατών έχουν ως κύριο κίνητρο την ισχύ και το ιδιοτελές συμφέρον. Ένα κομμάτι του ρεαλισμού του Θουκυδίδη αποτελεί και το γεγονός ότι σε διάφορες περιπτώσεις παρουσιάζει τους εκπροσώπους της Αθήνας να μη διστάζουν να παραδεχτούν ότι η αυτοκρατορία τους είναι τυραννίδα. Ο Περικλής, παροτρύνοντας τον αθηναϊκό λαό να συνεχίσει τον πόλεμο ενεργητικά και με αυτοθυσία, δηλώνει ότι «την ηγεμονία που έχετε, την ασκείτε πια σαν τυραννίδα, που η απόκτησή της θεωρείται άδικη, αλλά η παραίτηση απ’ αυτή θα ήταν επικίνδυνη» (Β 63). Μια παρόμοια σκέψη εκφράζεται πριν από τον πόλεμο στη δημηγορία των Αθηναίων απεσταλμένων στο συνέδριο των Πελοποννησίων (Α 75). Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην αθηναϊκή συνέλευση το 427 σχετικά με την τιμωρία της Μυτιλήνης για την επανάστασή της, ο Κλέων, ο οποίος υποστήριζε την πλέον ακραία τιμωρία, υπενθυμίζει στους πολίτες ότι «η εξουσία που ασκείτε είναι τυραννίδα που την επιβάλλετε σε ανθρώπους οι οποίοι σας επιβουλεύονται και δεν τη θέλουν» (Γ 37). Οι Αθηναίοι είναι εξίσου ειλικρινείς στο να δηλώσουν ότι η πολιτική τους καθορίζεται από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Ο Αλκιβιάδης επικαλείται αυτά τα συμφέροντα το 415 όταν επιχειρηματολογεί υπέρ της Σικελικής εκστρατείας και υποστηρίζει ότι με τη κατάκτηση της Σικελίας είναι πολύ πιθανόν να γίνουν οι Αθηναίοι «κύριοι όλης της Ελλάδας» (Ζ 18). Αργότερα στη Σικελία, ο Αθηναίος εκπρόσωπος Εύφημος, προσπαθώντας να αποκτήσει την υποστήριξη των Καμαριναίων, δηλώνει ότι «για έναν τύραννο ή για μια αυτοκρατορική πόλη τίποτα δεν είναι παράλογο αν είναι συμφέρον» και ότι η Αθήνα δρα με βάση την αρχή «τού να μεταχειριζόμαστε τους συμμάχους μας όπως απαιτούν τα συμφέροντά μας στην εκάστοτε περίπτωση» (Ζ 85, μτφ. του συγγραφέα).
Παρ’ ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει μόνιμη ισχύ, ο πολιτικός ρεαλισμός του Θουκυδίδη ήταν ριζωμένος στις συνθήκες της εποχής του. Η κλασική Ελλάδα αγνοούσε την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν γνώριζε καμία θεμελιώδη αρχή που να καταδίκαζε τον πόλεμο και τις φρικαλεότητές του ή να έθετε όρια στην επιθετικότητα και στη λειτουργία της ισχύος στη διεθνή αρένα. Επίσης, στις εσωτερικές υποθέσεις των ελληνικών πόλεων-κρατών, μολονότι η αθηναϊκή δημοκρατία ενίοτε πλησίαζε στο κράτος δικαίου, η διαφωνία μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών φατριών μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε βία και εμφύλιο πόλεμο. Έτσι ο ρεαλισμός που διαποτίζει την Ιστορία του Θουκυδίδη ήταν αντανάκλαση της πρακτικής της εποχής του, μια θεωρητικοποίηση που προέκυψε από την εκ μέρους του παρατήρηση του πολέμου και της πολιτικής στον ελληνικό κόσμο της εποχής του.
Είναι όμως εντυπωσιακό και σημαντικό το ότι ο ρεαλισμός του Θουκυδίδη, παρ’ ότι ήταν βαθύς, δεν τον οδήγησε να διαμορφώσει μια αντίληψη περί της παρουσίας του κακού ως ενεργού δύναμης στην ιστορία. Ο Θουκυδίδης γνωρίζει την ηθική υπέρβαση και κατάπτωση, τη μοχθηρία, το μίσος και την καταπίεση, τη βία, τις κακουχίες και τη σφαγή, αλλά δεν γνωρίζει τη δύναμη του κακού στις ανθρώπινες υποθέσεις. Όταν αναφέρει την τρομερή σφαγή των ανδρών, γυναικών και παιδιών της Μυκαλησσού από Θράκες μισθοφόρους, θρηνεί για τη φρικαλεότητα (Η 29-30). Όμως δεν θεωρεί αυτό το γεγονός ως εκδήλωση του κακού. Για μια σύγκριση, μπορούμε να παραθέσουμε την περιγραφή μιας Αμερικανίδας ιστορικού για την αντίδρασή της αφότου επισκέφτηκε για πρώτη φορά το μνημείο των γερμανικών στρατοπέδων θανάτου στο Άουσβιτς- Μπιρκενάου, όπου οι Ναζί δηλητηρίασαν με αέρια και δολοφόνησαν πάνω από ένα εκατομμύριο Εβραίους και εβδομήντα χιλιάδες Πολωνούς, ως επί το πλείστον καθολικούς, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Φεύγοντας από την τοποθεσία τη νύχτα, ενώ το φεγγάρι φώτιζε καθαρά τον ουρανό, κοίταζε ερευνητικά μέσα από τον φράχτη και έπειτα ανέφερε τα εξής:
«Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που κοιτούσα, αλλά με τρόμαξε ως τα κατά- βαθα της ψυχής μου· ήμουν μια νεαρή Αμερικανίδα που στεκόταν με έναν φίλο στην Πολωνία μέσα στην έρημη ύπαιθρο, στο Μπιρκενάου, και ένιωσα μια συντριπτική αίσθηση κακού - όχι τρόμου, όπως στις αποθήκες του Άουσβιτς, αλλά κακού. Θεέ μου, ήταν απαίσιο. Στεκόμουν με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα μου ανοιχτό, άφωνη. Δεν είχα ιδέα τι ήταν, αλλά αισθάνθηκα το κακό, και η στιγμή εκείνη, η εποχή εκείνη, δεν έχει φύγει ποτέ από το μυαλό μου».
Υπάρχει φυσικά μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στο Ολοκαύτωμα -την προσπάθεια να καταστραφεί ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της Ευρώπης- και στην κλίμακα των κακουχιών και των φόνιον που ανέφερε ο Θουκυδίδης κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Είναι πιθανόν ότι ο Θουκυδίδης μπορεί να ήταν ανίκανος ακόμη και να συλλάβει την πράξη της γενοκτονίας, ακριβώς όπως στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι που ενώ ξέρουν ότι συνέβη εξακολουθούν να μην μπορούν να την κατανοήσουν. Η αρχαία ελληνική ηθική φιλοσοφία δεν τον προετοίμασε για την ιδέα του κακού, η οποία βρισκόταν πέραν του πεδίου της, και τίποτα στην εμπειρία του Θουκυδίδη δεν φαίνεται να τον είχε παρακινήσει να στοχαστεί σχετικά με την πραγματικότητα του κακού ως έμφυτου τμήματος της ανθρώπινης ζωής.
Νατουραλισμός
Εκτός από ρεαλιστής, ο Θουκυδίδης στην οπτική του γωνία ήταν επίσης και νατουραλιστής. Αυτό σημαίνει ότι έτεινε να θεωρεί τα γεγονότα, τις πράξεις των ανθρώπων και τον ίδιο τον φυσικό κόσμο ως τμήματα της φυσικής τάξης και ως υποκείμενα, μέχρι ενός σημείου, σε όλες τις κανονικότητες και τους φυσικούς νόμους της εν λόγω τάξης. Ο νατουραλισμός του είναι ιδιαίτερα αντιληπτός στη στάση του απέναντι στη θρησκεία και στη θεότητα. Σε αντίθεση με ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, οι θεοί είναι απόντες και δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην Ιστορία του. Ουδέποτε εκφράζει κάποια πίστη στη θεϊκή ενέργεια ή στους χρησμούς. Όταν αναφέρεται στον τρομερό λοιμό που έπληξε την Αθήνα το 430, σημειώνει ότι «οι παρακλήσεις στους θεούς και στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτα» για την αντιμετώπιση της ασθένειας (Β 47). Επιμένοντας ότι ο πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης ήταν μια ενιαία σύγκρουση που κράτησε είκοσι επτά χρόνια παρά την ειρήνη που συνήφθη στο δέκατο έτος του, μνημονεύει ένα δημοφιλές ρητό σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος θα διαρκούσε τρεις φορές εννέα χρόνια και στη συνέχεια προσθέτει ότι «για μία φορά, βγήκαν αληθινοί όσοι βάσιζαν τις προβλέψεις τους σε χρησμούς» (Ε 26). Φαίνεται να περιφρονούσε τις προλήψεις και την ευπιστία. Σχετικά με τον φόβο του Νικία για μια έκλειψη της σελήνης, η οποία τον έκανε να καθυστερήσει, με τρομερές συνέπειες, την αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία, ο Θουκυδίδης λέει ότι «είχε μεγάλη κλίση στις μαντείες και στα παρόμοια» (Η 50). Η προσέγγισή του στα φαινόμενα της φύσης ήταν σε γενικές γραμμές επικεντρωμένη στα γεγονότα, εμπειρική και μη ανθρωπομορφική, πιθανώς λόγω της επιρροής φιλοσόφων, όπως ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, και λόγω της γνώσης που είχε για ορισμένα από τα ιπποκρατικά ιατρικά συγγράμματα. Η αντικειμενική του περιγραφή για τα συμπτώματα του λοιμού στο δεύτερο βιβλίο (Β 49) μοιάζει με κλινική αναφορά γιατρού. Στον νατουραλισμό της δεν διαφέρει από την πασίγνωστη ιπποκρατική πραγματεία Περί ιερής νόσου, η οποία ασχολείται με την επιληψία, για την οποία ο ανώνυμος συγγραφέας δηλώνει ότι:
«η νόσος αυτή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο θεϊκή ή πιο ιερή απ’ ό, τι άλλες νόσοι, αλλά έχει μια φυσική αιτία και η υποτιθέμενη θεϊκή της προέλευση οφείλεται στην απειρία των ανθρώπων και στον θαυμασμό τους για τον ιόιάζοντα χαρακτήρα της. Αν όμως πρέπει να θεωρείται θεϊκή απλώς επειδή είναι θαυμαστή, τότε δεν θα υπάρχει μόνο μία ιερή νόσος αλλά πολλές, καθώς θα δείξω ότι άλλες νόσοι δεν είναι λιγότερο θαυμαστές και παρά ταύτα κανείς δεν τις θεωρεί ιερές».
Αντίστοιχα, η ευρέως νατουραλιστική στάση του Θουκυδίδη είναι εμφανής στην αναφορά του για αρκετούς σεισμούς και παλιρροϊκά κύματα που σημειώθηκαν το καλοκαίρι του 426, αναφορά που ακολουθείται από την παρατήρηση ότι «αιτία του φαινομένου αυτού [του παλιρροϊκού κύματος] είναι, καθώς εγώ νομίζω, ο σεισμός. Εκεί όπου είναι πιο δυνατός διώχνει τα νερά απ’ τη στεριά και τα ξαναφέρνει πίσω σαν μεγάλο ορμητικό κύμα. Δεν νομίζω ότι χωρίς σεισμό μπορεί να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα» (Γ 89). Το ίδιο πνεύμα εμφανίζεται και στην εκ μέρους του επισήμανση μιας έκρηξης του ηφαιστείου της Αίτνας το 426, όπου αναφέρει ότι είχαν περάσει πενήντα χρόνια από την τελευταία έκρηξη και ότι τρεις εκρήξεις είχαν καταγραφεί αφότου οι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί για πρώτη φορά στη Σικελία (Γ 116). Κατά τον ισχυρισμό του ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος από όλους τους πολέμους, παραθέτει το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από άνευ προηγουμένου φυσικά φαινόμενα: «πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημονευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες σημειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λοιμούς, και τέλος η φοβερή επιδημία που προξένησε μεγάλες βλάβες και καταστροφή» (Α 23). Η πρόθεσή του σε αυτή τη δήλωση μπορεί να ήταν να επισημάνει αυτές τις εκδηλώσεις της φύσης ως συμβολικούς συσχετισμούς με το μέγεθος του ίδιου του πολέμου· ή ίσως, όπως έχει εισηγηθεί ο επιμελητής του Gomme, μπορεί να εννοούσε ότι η κοινή γνώμη θεωρούσε όλα αυτά τα συμβάντα ως αναπόφευκτα επακόλουθα της ανθρώπινης καταστροφής.
Στον νατουραλισμό του Θουκυδίδη περιλαμβανόταν και η αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρούσε υποκείμενη σε φυσικές επιθυμίες και ορέξεις που εν μέρει πηγάζουν από τον εγωκεντρισμό του ανθρώπου. Πίστευε επίσης ότι η ομοιομορφία της ανθρώπινης φύσης εξηγούσε το γιατί γεγονότα παρόμοια με αυτά που είχαν συμβεί στο παρελθόν ήταν αναμενόμενο να συμβούν και στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούσε πως οι ανθρώπινες πράξεις μπορούσαν να προβλεφθούν. Προφανώς είχε μεγάλη επίγνωση της ποικιλίας των περιστάσεων που επενεργούσαν στους ανθρώπους και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους τη συμπεριφορά τους. Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός ότι έβλεπε την ανθρώπινη φύση ως εγγενώς μοχθηρή ή κακή. Φαίνεται ότι έβλεπε τον ανθρώπινο χαρακτήρα αντικειμενικά, ως προικοδοτημένο με συγκεκριμένες ροπές. Ενώ τα άτομα μπορεί να είχαν προδιάθεση να είναι είτε καλά είτε κακά, αυτό που τονίζει κυρίως ο Θουκυδίδης είναι ότι οι ηθικές τους ιδιότητες και οι ενέργειές τους θα επηρεαστούν έντονα από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται.
Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης παρατίθενται στο πρώτο βιβλίο από τους Αθηναίους ομιλητές στο συνέδριο των πελοποννησίων συμμάχων το 432. Δικαιολογώντας τη θέση της Αθήνας, διατείνονται ότι η εκ μέρους της κατοχή της αυτοκρατορίας οφειλόταν τόσο στις ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την περσική εισβολή, όσο και σε τρία διαδοχικά κίνητρα: πρώτα απ’ όλα, στον φόβο (δέος)· έπειτα, στην τιμή ή αλλιώς φιλοδοξία· και τέλος, στο ιδιοτελές συμφέρον (ωφέλεια). Επισημαίνουν ότι η Σπάρτη ασκεί την ηγεμονία της επί των συμμάχων της για το δικό της συμφέρον, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο αν οι Αθηναίοι, ενεργώντας σύμφωνα «προς τη φύση των ανθρωπίνων πραγμάτων», απέκτησαν και αρνούνται να εγκαταλείψουν την αυτοκρατορία τους, «κινούμενοι από ισχυρά ελατήρια, τη δόξα, τον φόβο και το όφελος». Δηλώνουν επίσης ότι δεν είναι οι πρώτοι «που εφαρμόσαμε τέτοια πολιτική. Από πάντα υπάρχει η αρχή ότι ο αδύνατος υπακούει στη θέληση του δυνατού» (Α 75-76).
Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς για το ότι αυτές ήταν οι απόψεις και του ίδιου του Θουκυδίδη. Υπαινίσσεται και νωρίτερα τα ιδιοτελή κίνητρα του συμφέροντος και της φιλοδοξίας όταν περιγράφει την ανάπτυξη του πλούτου και της θαλάσσιας ισχύος στην Ελλάδα πριν από τον Τρωικό πόλεμο, οπότε παρατηρεί πως «παρασυρόμενοι από τον πειρασμό του κέρδους, οι φτωχότεροι δέχονταν να υποδουλωθούν στους πιο δυνατούς και αυτοί, που είχαν περισσότερα χρήματα, ανάγκαζαν τις μικρότερες πολιτείες να γίνουν υποτελείς» (Α 8). Στις δημηγορίες του ο Περικλής, που αποτελούσε για τον Θουκυδίδη πρότυπο μεγάλου πολιτικού ηγέτη, πάντοτε επικαλείται τη δόξα της Αθήνας ως έναν από τους λόγους για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας της. Η έννοια του φόβου εισέρχεται στην τρίτη δημηγορία του, με την οποία προειδοποιεί τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που ενέχει το να εγκαταλείψουν την αυτοκρατορία τους, κι αυτό λόγω του μίσους που έχουν προκαλέσει με την αυτοκρατορική τους εξουσία (Β 63). Ο Θουκυδίδης τονίζει επίσης τη σημασία της πλεονεξίας - δηλαδή, του να θέλει κανείς περισσότερα - σε σχέση με τα άλλα αυτά ιδιοτελή κίνητρα.
Η ερμηνεία του Θουκυδίδη γι’ αυτές τις τάσεις της ανθρώπινης φύσης δεν είναι μηχανιστική ούτε απλουστευτική. Η εκ μέρους του παρουσίαση χαρακτήρων στις δημηγορίες και στην αφήγηση διακρίνει προσωπικά χαρακτηριστικά και λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις διαφορές μεταξύ ατόμων που μπορεί παρ’ όλα αυτά να επηρεάζονται από παρόμοια κίνητρα. Ο Κλέων και ο Διόδοτος αντιτάσσονται ο ένας στον άλλον κατά την αθηναϊκή συζήτηση αναφορικά με την τιμωρία της επανάστασης της Μυτιλήνης· ο Κλέων, «ο πλέον βίαιος από τους πολίτες» (Γ 36), προσπαθεί να πείσει τη συνέλευση ότι οι άνδρες θα πρέπει να θανατοιθούν και τα γυναικόπαιδα να εξανδραποδιστούν, ενώ ο Διόδοτος καταδικάζει αυτά τα μέτρα ως λανθασμένα και προτείνει μια πιο επιεική μεταχείριση. Παρά τη διαφωνία τους όμως, και οι δύο άνδρες βασίζουν τα επιχειρήματά τους στο συμφέρον και στη σκοπιμότητα, αν και ο Κλέων διατείνεται επίσης ότι η δικαιοσύνη απαιτεί αυστηρότητα λόγω της ζημιάς που η Μυτιλήνη προξένησε στην Αθήνα (Γ 37-48). Επιπρόσθετα, ο Θουκυδίδης γνωρίζει πολύ καλά ότι ορισμένοι άνθρωποι και κοινότητες είναι πιο μετριοπαθείς απ’ ό,τι άλλοι. Σε μια εικόνα υπερβολής ανάμεικτης με αυταπάτη, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι την επαύριον της νίκης τους επί των Σπαρτιατών στην Πύλο το 425 «είχαν την αξίωση να έχουν παντού επιτυχίες και στα όσα ήταν δυνατά και στα εξαιρετικά δύσκολα εγχειρήματα, ανεξάρτητα από το αν είχαν κάνει τις ετοιμασίες τους όπως έπρεπε ή όχι. Η αιτία ήταν οι πολλές κι απροσδόκητες επιτυχίες τους» (Δ 65). Λίγα χρόνια αργότερα, λόγω της πλεονεξίας τους που τους έκανε να θέλουν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους ακόμη περισσότερο, αποπειράθη- καν να κατακτήσουν τη Σικελία με καταστροφικές συνέπειες. Σε αντιδιαστολή, επισημαίνει τη συμπεριφορά των Χίων, οι οποίοι επαναστάτησαν ενάντια στην αθηναϊκή εξουσία το 412, καθώς και την αντίστοιχη συμπεριφορά των Λακεδαιμονίων: «Οι Χίοι είναι οι μόνοι τους οποίους ξέρω, μετά τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι έμειναν συνετοί ενώ ευημερούσαν και οι οποίοι, όσο η πολιτεία τους αναπτυσσόταν περισσότερο, τόσο φρόντιζαν για την ασφάλειά της» (Θ 24).
Η ανάλυση του Θουκυδίδη για τη φύση της επανάστασης, η οποία ακολουθεί την εξιστόρηση της εμφύλιας διαμάχης στην Κέρκυρα, είναι το πλέον εκτεταμένο χωρίο προσωπικού σχολιασμού στην Ιστορία. Παρέχει μια οξυδερκή ανάλυση για τα φονικά πάθη, την απώλεια της μετριοπάθειας, τα κομματικά μίση, τις υπερβολές της εκδίκησης και την κατάρρευση των συνηθισμένων νοημάτων στον ηθικό και πολιτικό λόγο, που επέφερε η επανάσταση. Ο Θουκυδίδης βλέπει αυτά τα κακά ως προϊόντα έμφυτων τάσεων της ανθρώπινης φύσης, οι οποίες μετατρέπονται σε δράση λόγω των συνθηκών του πολέμου. Σύμφωνα με τη διάγνωσή του, «αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και τη φιλοδοξία, που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα». Η αντίληψή του για τις συνέπειες της επανάστασης είναι ψύχραιμη, αλλά συνάμα εμφορείται και από ηθική κρίση, καθώς η κατάσταση την οποία περιγράφει αντιπροσωπεύει μια βαθιά παραβίαση των ανθρωπιστικών του συναισθημάτων: «Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθεί σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας, και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Γ 82-83).
Ο Θουκυδίδης αποδίδει την ίδια νατουραλιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση στους Αθηναίους ομιλητές στον διάλογο των Μηλίων. Τα όσα λένε γι' αυτό το ζήτημα ανταποκρίνονται στη θέση του Θουκυδίδη όπως έχει διατυπωθεί σε άλλα σημεία της Ιστορίας. Αντικρούουν τις επικλήσεις της δικαιοσύνης και της θρησκείας από τους Μηλίους με την περίφημη απάντηση πως «από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε ούτε τον εφαρμόσαμε εμείς πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν, και ξέρουμε καλά ότι κι εσείς και οποιοιδήποτε άλλοι θα κάνατε τα ίδια αν είχατε τη δύναμή μας» (Ε 105).
Σε ολόκληρη την Ιστορία, η τριάδα του φόβου, της τιμής (φιλοδοξία) και του συμφέροντος βρίσκεται επί το έργον. Ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο εναντίον της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και της υποταγής τους σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας, είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών τους πόλεων. Παρ’ ότι η τριάδα είναι κυρίαρχη, δεν είναι απαραίτητο να αποκλείσει εξολοκλήρου τη δικαιοσύνη. Στη δημηγορία τους στο Πελοποννησιακό συνέδριο το 432, οι Αθηναίοι υποστηρίζουν ότι η Αθήνα, κατά την ικανοποίηση της φιλοδοξίας της για ηγεμονία, ήταν άξια επαίνου για το ότι φρόντιζε περισσότερο για τη δικαιοσύνη και επειδή ήταν περισσότερο μετριοπαθής στη μεταχείριση των υπηκόων της από ό, τι θα μπορούσε να είναι (Α 76).
Γενικά ο Θουκυδίδης αποδέχεται τις χρήσεις και τις συνέπειες της ισχύος ως ένα αναπόφευκτο τμήμα της φυσικής τάξης των πραγμάτων. Όμως αποδοκίμαζε τις παράλογες υπερβολές της ισχύος, όπως στις περιπτώσεις της Κέρκυρας και της βαναυσότητας των βαρβαρικών Θρακών όταν έσφαξαν με αγριότητα τον πληθυσμό της Μυκαλησσού· για το επεισόδιο αυτό λέει ότι «η συμφορά που έπεσε σ’ ολόκληρη την πολιτεία ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες, η πιο απροσδόκητη και η πιο τρομερή» (Η 29). Οίκτος είναι επίσης εμφανής στην εκ μέρους του περιγραφή των κακουχιών και της κατάληξης του αθηναϊκού στρατού στη Σικελία. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως ο Θουκυδίδης παραμένει ουδέτερος και ατάραχος όταν καταγράφει την άσκηση δύναμης από τους νικητές με τον εσκεμμένο και προσχεδιασμένο σφαγιασμό και εξανδραποδισμό των ηττημένων, ανεξάρτητα με το αν οι εν λόγω νικητές είναι οι Αθηναίοι ή οι Λακεδαιμόνιοι. Παρά τον αρπακτικό χαρακτήρα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας και τη μετατροπή της σε τυραννίδα, ο Θουκυδίδης ήταν περήφανος για τα επιτεύγματα και το μεγαλείο της. Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς διαφορετικό συμπέρασμα, με δεδομένο τόσο τον θαυμασμό που εκφράζει για την ηγεσία του Περικλή, όσο και την εξύμνηση του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού από τον ίδιο τον Περικλή στις δημηγορίες του. Ο Επιτάφιός του περιέχει μια ευφραδή εξιδανίκευση της αυτοκρατορίας και της θαλάσσιας ισχύος της, της αυτοκρατορίας της οποίας οι υπήκοοι, σύμφωνα με τον Περικλή, θεωρούσαν την Αθήνα άξια να τους εξουσιάζει, και της οποίας «η τόλμη μας ανάγκασε την πάσα γη και θάλασσα να μας ανοίξουν το διάβα και παντού στήσαμε μνημεία αθάνατα για τα καλά ή τα κακά που μας έτυχαν» (Β 41). Στην τελευταία του δημηγορία ο Περικλής καυχιέται λέγοντας ότι η δόξα της Αθήνας θα είναι αιώνια διότι «απέκτησε τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε ποτέ πολιτεία» (Β 64). Πιθανώς ο Θουκυδίδης να ενστερνιζόταν αυτά τα αισθήματα. Στην κριτική του εναντίον των δημοκρατικών πολιτικών που κυβέρνησαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του Περικλή και φρόντιζαν να κολακεύουν τον λαό κατά τον ανταγωνισμό τους για την εξουσία, επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο λάθος τους ήταν η Σικελική εκστρατεία. Η λύπη που εκφράζει για τη μετέπειτα ήττα της Αθήνας στη Σικελία (Β 65) αποτελεί περαιτέρω ένδειξη του ότι ενέκρινε τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό.
Σκέψεις για την ιστορία
Ο χαρακτήρας του Θουκυδίδη ως φιλοσοφικού ιστορικού φαίνεται επίσης τόσο στην ιστορική του πρακτική και στις δηλώσεις του γι’ αυτήν, όσο και στις ιδέες του για την ίδια την ανθρώπινη ιστορία. Είναι εμφανές ότι κατά τη συλλογή πληροφοριών για τη συγγραφή της ιστορίας του, αφιέρωσε πολλή σκέψη στο ποια ήταν η κατάλληλη μέθοδος για να ερευνηθεί το παρελθόν. Ο πρωταρχικός του στόχος ως ιστορικού ήταν να παράσχει «ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν», ώστε να χρησιμεύσει σε εκείνους που ήθελαν να καταλάβουν τα όσα μπορεί να συμβούν στο μέλλον. Δήλωσε ότι αν κατόρθωνε να πετύχει αυτόν τον στόχο, «θα είμαι ικανοποιημένος» (A 22). Στα πλαίσια αυτού του στόχου, προσπάθησε να διατηρήσει μια σταθερά κριτική προσέγγιση αναφορικά με τα γεγονότα που εισέρχονταν στην αφήγησή του. Η Αρχαιολογία, η εκ μέρους του ανασύνθεση, στο πρώτο βιβλίο, των εξελίξεων της πρώιμης ιστορίας της Ελλάδας, ασχολήθηκε με μια απόμακρη εποχή καλυμμένη από θρύλους. Σε σχέση με αυτό το θέμα σχολίασε ότι «οι άνθρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για τη δική τους πατρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελθόν» (Α 20). Απέρριψε τις φαντασιοπληξίες και τις υπερβολικές ιστορίες των ποιητών και των χρονογράφων που επιδίωκαν να τέρψουν μάλλον παρά να εξακριβώσουν την αλήθεια, και των οποίων οι δηλώσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν. Ανέφερε ότι τα περισσότερα γεγονότα δεν είναι πλέον ελέγξιμα καθώς έχει περάσει πολύς χρόνος, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι «τα γεγονότα αυτά έχουν εξακριβωθεί με βάση τις πιο σοβαρές ενδείξεις» (Α 21). Βασισμένη σε μια ποικιλία πηγών και συμπερασμάτων λογικής ανάλυσης, η περιγραφή του για εκείνη την περίοδο ήταν ένα επίτευγμα ιστορικής σκέψης. Προσπάθησε να εφαρμόσει το ίδιο κριτικό πνεύμα στην έρευνα του Πελοποννησιακού πολέμου, που ήταν «ο μεγαλύτερος» της ελληνικής ιστορίας (A 1) και τον οποίο ο Θουκυδίδης έζησε. Σχετικά με τα γεγονότα του πολέμου, ο Θουκυδίδης δηλώνει ρητά ότι αναφέρει μόνο τα όσα είδε ο ίδιος ή έμαθε από άλλους έπειτα από «προσεκτική έρευνα» και από επισταμένη εξέταση των μαρτυριών διάφορων ανθρώπων για το κάθε συμβάν (Α 22). Για τις δημηγορίες, εφόσον τις έγραψε ο ίδιος, φυσικά δεν ισχυρίζεται ότι έχουν το ίδιο επίπεδο ακρίβειας. Όμως, εκτός και αν το κριτικό του πνεύμα τον εγκατέλειψε τελείως, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι προσπάθησε, όπως είπε, να συμπεριλάβει σε αυτές το αληθινό νόημα ή τη σημασία των όσων είπε ο κάθε ομιλητής, ακόμη κι αν αυτό το νόημα έχει διατυπωθεί και διαμορφωθεί με τη σκέψη και τα λόγια του ίδιου του Θουκυδίδη.
Ενώ ο Θουκυδίδης μπορεί ενδεχομένως να είχε επηρεαστεί από ορισμένες σκεπτικιστικές ιδέες σχετικά με τη δικαιοσύνη και την ηθική που είχαν διατυπωθεί από σοφιστές δασκάλους ρητορικής, ουδέποτε αμφισβήτησε ότι η αλήθεια είναι εφικτή στην ιστορία. Όπως έχει σωστά πει ο Η.-Ρ. Stahl, «μετέτρεψε τον αγώνα για την ανόθευτη αλήθεια σε έργο ζωής του, ένα έργο του οποίου τη δυσκολία γνώριζε καλά». Όχι μόνο προσπάθησε επίπονα να εξακριβώσει την αλήθεια, όπως πληροφορεί τον αναγνώστη, αλλά είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η ιστορική αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα του πολέμου και με την κατανόηση της σημασίας και του νοήματος τους ήταν ο κορυφαίος σκοπός του έργου του. Τα συμπεράσματά του δεν ήταν σχεδόν ποτέ προσωρινά, και ο ίδιος πολύ σπάνια ήταν αβέβαιος. Διόρθωσε κενά και λάθη προγενέστερων συγγραφέων (π.χ. A 97), καθώς και ορισμένες δημοφιλείς αλλά λανθασμένες απόψεις για την περίοδο του ύστερου 6ου αιώνα οπότε η Αθήνα βρισκόταν υπό την εξουσία του τυράννου Πεισίστρατου και των γιων του (Α 20- Ζ 54-59). Διέθετε την αυτοπεποίθηση του ρασιοναλιστή ότι η ορθή μέθοδος για τη μελέτη της ιστορίας, η οποία βασιζόταν στην κριτική χρήση των στοιχείων, θα έδινε τη γνήσια γνώση τού τι είχε συμβεί. Φαντάζομαι πως ήταν επίσης πεπεισμένος ότι η γνώση και η κατανόηση που ο ίδιος απέκτησε μέσω των ερευνών του ως ιστορικός ήταν πολύ ευρύτερες και βαθύτερες από εκείνες των άλλων ανθρώπινων δρώντων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου. Κι αυτό, διότι σε αντίθεση με τους εν λόγω δρώντες, η οπτική γωνία των οποίων ήταν περιορισμένη, εκείνος, όντας ο ιστορικός του πολέμου, είχε ερευνήσει τις πραγματικές αιτίες και τους λόγους των γεγονότων γνώριζε όχι μόνο το γιατί συνέβησαν, αλλά και το πώς κατέληξαν ήταν σε θέση να συσχετίσει συγκεκριμένα γεγονότα με αλήθειες και γενικεύσεις που τους έδιναν ένα ευρύτερο νόημα· και στη συνέχεια των γεγονότων μπορούσε να διακρίνει συσχετίσεις, πρότυπα και νοήματα που βρίσκονταν πέρα από το οπτικό πεδίο των ιστορικών δρώντων.
Παρά τα όσα έχουν αναφερθεί παραπάνω, πιστεύω ότι μια συνηθισμένη άποψη που θεωρεί τον Θουκυδίδη ως επιστημονικό ιστορικό και ως τον θεμελιωτή της επιστημονικής ιστορίας θα πρέπει να απορριφθεί, καθώς αποτελεί αναχρονισμό και προκαλεί παρεξηγήσεις. Παρά τον νατουραλισμό του, ο Θουκυδίδης δεν είχε στο μυαλό του καμία ιδέα για καμιά επιστήμη, και παρ’ ότι η ιστορία είναι ένας αυστηρός ακαδημαϊκός κλάδος με απαιτητικές προδιαγραφές για τα στοιχεία της, ουδέποτε υπήρξε επιστήμη υπό την έννοια που η λέξη αναφέρεται στις σύγχρονες φυσικές επιστήμες.
Κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, η εικόνα του Θουκυδίδη ως ενός αποστασιοποιημένου επιστημονικού ερευνητή που αναζητά την ιστορική αλήθεια έχει αμφισβητηθεί από μια σειρά μελετητών, που αντ' αυτού τον απεικονίζουν ως έναν φιλολογικό καλλιτέχνη με βαθιά προσωπική και συναισθηματική εμπλοκή στο έργο του. Η εν λόγω αντίληψη έχει εκφραστεί με τον πλέον έντονο τρόπο στη σημαντική μελέτη του W. Robert Connor για τον ιστορικό, ένα έργο που προσφέρει πολύτιμες γνώσεις, αλλά επίσης περιλαμβάνει και μερικούς αμφίβολους ισχυρισμούς. Ο Connor συνδέει τη θέση του με την εμφάνιση αυτού που αποκαλεί «ένας μεταμοντέρνος Θουκυδίδης». Διατείνεται -πράγμα όχι αμφισβητήσιμο- ότι ο Θουκυδίδης νοιαζόταν πολύ για τα γεγονότα που περιέγραφε, και τονίζει τη συναισθηματική δύναμη της Ιστορίας, τη σφοδρότητα και τις εσωτερικές εντάσεις της, και την ικανότητά της να αναδημιουργεί το πάθος ή την εμπειρία των γεγονότων ούτως ώστε να κάνει τους αναγνώστες της να συμμετέχουν «δι’ αντιπροσώπου» στις κακουχίες του πολέμου. Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών, ο Connor αρνείται να αναγνωρίσει στον Θουκυδίδη την αντικειμενικότητα που συνήθως του έχει αποδοθεί κατά την πρακτική του ως ιστορικού. Πεπεισμένος ούτως ή άλλως ότι η αντικειμενικότητα είναι αδύνατη και ακατόρθωτη επειδή κάθε ιστορικός έχει τις δικές του προσωπικές αξίες που αναπόφευκτα χρωματίζουν το έργο του, ο Connor υποστηρίζει ότι για τον Θουκυδίδη η αντικειμενικότητα ήταν «όχι μια αρχή ή ένας σκοπός, αλλά μια συγγραφική στάση, ένας μηχανισμός μέσω του οποίου ο συγγραφέας παρουσίασε τον εαυτό του στον αναγνώστη του» και «μια σχέση μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα, όχι μια σχέση μεταξύ συγγραφέα και του αντικειμένου του».
Αυτή η ριζοσπαστική κρίση, η οποία αντιμετωπίζει την αρχή της αντικειμενικότητας ως απλώς ένα ρητορικό τέχνασμα του ιστορικού για να απευθυνθεί στον αναγνώστη, δεν είναι δίκαιη απέναντι στον Θουκυδίδη και αντανακλά μια πολύ λανθασμένη αντίληψη για το νόημα της αντικειμενικότητας κατά τη διαδικασία της έρευνας. Επίσης, η θέση αυτή καταρρίπτει τον εαυτό της: αν ο Connor πράγματι πίστευε ότι η αντικειμενικότητα είναι αδύνατη και ο ίδιος δεν σκόπευε να γράψει μια αντικειμενική μελέτη για τον Θουκυδίδη, γιατί θα πρέπει εμείς να εμπιστευτούμε τη μελέτη του; Μου έρχεται στον νου το πολύ ενδιαφέρον και πολύ γνωστό έργο του Peter Novick για την αμερικανική ιστοριογραφία, το οποίο τιτλοφορείται That Noble Dream (1988)· είναι μια επισκόπηση, κριτική και απόρριψη της ιδέας της αντικειμενικότητας στην ιστορία, που παρ’ όλα αυτά επαινέθηκε από ορισμένους βιβλιοκριτικούς για την αντικειμενικότητά της. Η αντικειμενικότητα δεν επιβάλλει μια στάση ψυχρής απροσωπίας και συναισθηματικής μη ανάμειξης ή απεμπλοκής, ούτε συνεπάγεται μια στάση ουδετερότητας, μη δέσμευσης και απουσίας ή κατάπνιξης αξιών (η ίδια η αλήθεια μπορεί να αποτελεί δέσμευση και αξία). Είναι μάλλον ένα απαραίτητο προαπαιτούμενο και μια αναγκαία ρυθμιστική αρχή κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, της οποίας ο εννοιολογικά υπαινισσόμενος στόχος, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το υπό εξέταση ζήτημα ή πρόβλημα, είναι πάντοτε η ανεύρεση και ο καθορισμός τού τι είναι αληθινό ή του τι μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα ως έγκυρη γνώση. Δεν απαιτεί έναν απαθή παρατηρητή, αλλά έναν ερευνητή του οποίου πρωταρχική πίστη και ενδιαφέρον είναι να γνωρίσει το τι είναι αληθινό, και ο οποίος επομένως προσπαθεί με ζήλο να αποφύγει το ψεύδος, το λάθος, την ευπιστία, τις ανεξέταστες υποθέσεις και τα διαμορφωμένα εκ των προτέρων συμπεράσματα. Το αντίθετο της αντικειμενικότητας δεν είναι το πάθος ή η συναισθηματική εμπλοκή, αλλά η προκατάληψη, η μεροληψία και η άκριτη προβολή των πόθων, των επιθυμιών και των πεποιθήσεων του ερευνητή, αγνοώντας ή παραβιάζοντας τα υπάρχοντα στοιχεία. Όπως έχει καταδείξει πολύ καθαρά ο αμερικανός φιλόσοφος Donald Davidson, η αντικειμενικότητα είναι λογικά και εγγενώς συνδεδεμένη με την έννοια της ίδιας της αλήθειας· κι αυτό γιατί «για να έχει κανείς την έννοια της αλήθειας θα πρέπει να έχει την έννοια της αντικειμενικότητας, την αντίληψη του ότι μια πρόταση είναι αληθής ή ψευδής ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις ή τα συμφέροντα κάποιου».
Ο Θουκυδίδης φυσικά δεν διέθετε κάποια λέξη για την αντικειμενικότητα· η λέξη αυτή δεν υπήρχε στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Όμως θα πρέπει να είχε στο μυαλό του κάποια έννοιά της την οποία προσπάθησε να πραγματώσει, όπως μπορούμε να συναγάγουμε από την επιμονή του στην κεντρική θέση της ακρίβειας και της αλήθειας, από το ότι επικρίνει τις προλήψεις, την ευπιστία του κοινού και τους μύθους των ποιητών και των συγγραφέων ρομάντζων, και από το ότι διορθώνει ιστορικά λάθη. Δεν κρύβει τις δικές του αξίες σε ζητήματα όπως ο έπαινος και ο θαυμασμός του προς τον Περικλή, η αντιπάθειά του προς τον δημαγωγό Κλέωνα και οι επικρίσεις του για την αθηναϊκή δημοκρατία όταν από αυτήν απουσίαζε ένας σοφός και αδιάφθορος ηγέτης. Όμως διατηρεί υψηλό επίπεδο στην προσπάθειά του να αποφύγει την προκατάληψη, και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη σχετική του αμεροληψία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, ένα σημείο που σχολίασε ο Stahl, ο οποίος επισήμανε ότι «το θάρρος του να καταγράψει τα ελαττώματα της χώρας του εξισώνεται από τη γενναιοδωρία του να αναγνωρίσει τις αρετές των εχθρών της χώρας του».
Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την επίδραση της ανθρώπινης κατάστασης στο πεδίο της ιστορίας, όπως εκφράστηκε στα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου, συνιστά ίσως την πλέον προσωπική πτυχή του οράματος του ως διανοητή. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι μια αίσθηση του τραγικού κυριαρχεί στην αντίληψή του για την ιστορία, ότι το έργο του είναι δομημένο πάνω σε ένα τραγικό πρότυπο και ότι, όπως συμβαίνει και στην τραγωδία, το θέμα του είναι η δυστυχία και η απώλεια σε μεγάλη κλίμακα. Όμως, παρ’ ότι είναι αλήθεια ότι η Ιστορία του Θουκυδίδη περιλαμβάνει πολύ τραγικά επεισόδια, όπως ο λοιμός στην Αθήνα, η καταστροφή των Πλαταιών και η Σικελική εκστρατεία, είναι αμφισβητήσιμο το εάν θα πρέπει να θεωρείται έργο τραγωδίας. Φυσικά, ο σύγχρονος αναγνώστης, γνωρίζοντας τα ύψη στα οποία είχε φτάσει η Αθήνα του 5ου αιώνα στα πολιτιστικά της επιτεύγματα και στο πολιτικό της μεγαλείο, είναι πολύ πιθανόν να θεωρήσει την ήττα της από τη Σπάρτη ως μια τραγική αντιστροφή της μοίρας. Η τραγωδία όμως αποτελείται από μια σειρά γεγονότων που φαίνονται να ξεδιπλώνονται με τρόπο αναπόφευκτο και μοιραίο· δεν μπορεί να οφείλεται σε λάθος που μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αλλά πρέπει να προκύπτει από ένα θεμελιώδες ελάττωμα που οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα τραγικό αποτέλεσμα. Όμως δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ο Θουκυδίδης απεικόνισε την ιστορία ή την πτώση της Αθήνας. Καθώς άφησε το έργο του ημιτελές, δεν κατέγραψε τις τελικές του σκέψεις για το τέλος του πολέμου και για τη νίκη της Σπάρτης. Όμως στο χωρίο του βιβλίου Β, που προφανώς γράφτηκε μετά τον πόλεμο, στο οποίο, κοιτάζοντας στο μέλλον, μιλά για την τελική ήττα της Αθήνας και ρίχνει την ευθύνη στους πολιτικούς που ηγήθηκαν της πόλης μετά τον θάνατο του Περικλή, δεν γράφει με τραγικό ύφος. Αντίθετα τονίζει την ανθεκτικότητα της Αθήνας και τη συνεχιζόμενη αντίστασή της στα τελευταία χρόνια του πολέμου. Όχι μόνο ενστερνίζεται την άποψη του Περικλή ότι η Αθήνα θα μπορούσε να είχε πετύχει εύκολη νίκη, αλλά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι «δεν νικήθηκαν παρά μόνο όταν εξαντλήθηκαν από τον εσωτερικό σπαραγμό» (Β 65). Αυτό δεν είναι τόσο ένα τραγικό όραμα, όσο μια καταδίκη των λαθών που μπορεί να είχαν αποφευχθεί.
Καθώς μελετούσε τις πράξεις των ανθρώπων στην ιστορική διαδικασία, τον Θουκυδίδη φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα η σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ευφυΐα και στην κρίση, και στην πραγματικότητα την οποία αυτές οι δύο προσπαθούν να διαμορφώσουν και να ελέγξουν. Αυτό είναι ένα από τα κύρια θέματα της Ιστορίας του. Οι άνθρωποι σκέφτονται, σχεδιάζουν και χαράζουν πολιτικές· κάποιες φορές πετυχαίνουν, κάποιες άλλες καταβάλλονται από τα δικά τους λάθη ή από δυνάμεις πέραν του ελέγχου τους, και αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί συχνά στον πόλεμο όπου το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον νου, στις συνθήκες και στην αντίσταση του κόσμου, και η αποτυχία του νου, για οποιονδήποτε λόγο, να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, είναι ένα βασικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης που είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Θουκυδίδη. Μια λέξη που εμφανίζεται συχνά στην Ιστορία είναι η γνώμη, οι σημασίες της οποίας περιλαμβάνουν τον νου, την ευφυΐα, τη λογική, την κρίση, τη σύνεση, τη σκέψη, την προνοητικότητα, τη θέληση, την αποφασιστικότητα και τη σταθερότητα του σκοπού. Η λέξη αυτή συνδέεται με τη λέξη ξύνεσις, άλλον έναν αλλά πιο στενό όρο για τη νόηση και την πρόνοια, τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης. Είχε τη μέγιστη εκτίμηση για το χάρισμα της ευφυΐας, της κρίσης και της προνοητικότητας, και θεωρούσε αυτές τις ιδιότητες απαραίτητες για τον ηγέτη και τον πολιτικό άνδρα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εξέφρασε τόσο μεγάλη εκτίμηση για τον Θεμιστοκλή, τον κυριότερο ηγέτη της Αθήνας κατά την περσική εισβολή, ο οποίος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν καλύτερος απ’ όλους στο «να κρίνει ταχύτατα ποια ήταν η καλύτερη λύση για τα προκείμενα ζητήματα» και του οποίου η «έμφυτη οξυδέρκεια» του επέτρεπε «να προβλέπει τα ευνοϊκά ή αντίξοα στοιχεία που κρύβει το άδηλο μέλλον» (Α 138). Ο Περικλής, τον οποίο ο Θουκυδίδης κατέτασσε ως μακράν τον μεγαλύτερο πολιτικό ηγέτη του πολέμου, ήταν ένα κορυφαίο παράδειγμα γνώμης. Αυτή ακριβώς η αρετή, μαζί με την ακεραιότητα και τον αδιάφθορο χαρακτήρα του, του έδωσε το κύρος που είχε μεταξύ των πολιτών της Αθήνας και την ικανότητα να τους ελέγχει «χωρίς να περιορίζει την ελευθερία» τους, καθώς και να τους αντιτάσσεται όταν αυτό ήταν απαραίτητο (Β 65). Η σκέψη είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό που αποδίδουν στους Αθηναίους οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είπαν για εκείνους ότι «διατηρούν όμως όλη την ελευθερία της σκέψης τους» (Α 70). Αντίστοιχα ο Περικλής επισημαίνει αυτό το απαραίτητο χαρακτηριστικό όταν εξυμνεί τους Αθηναίους στον Επιτάφιό του. Λέει ότι «εμείς οι ίδιοι κρίνουμε κι αποφασίζουμε για τα ζητήματά μας και θεωρούμε πως ο λόγος δεν βλάπτει το έργο. Αντίθετα, πιστεύουμε πως βλαβερό είναι το να αποφασίζει κανείς χωρίς να έχει φωτιστεί» (Β 40).
Όμως ο νους, ή η ευφυΐα υπό αυτή την ευρεία έννοια, δεν είναι η μοναδική δύναμη στον κόσμο. Θα πρέπει να ανταγωνιστεί με δύο άλλες δυνάμεις που καταλαμβάνουν μεγάλη θέση στην ανθρώπινη ιστορία. Οι δύο αυτές δυνάμεις είναι η τύχη και η ανάγκη, για τον ρόλο τ<»ν οποίων ο Θουκυδίδης είχε μεγάλη συναίσθηση. Η τύχη μπορούσε να εμποδίσει την εξέλιξη ενός εγχειρήματος σύμφωνα με το σχέδιο και μερικές φορές μπορούσε να φέρει απροσδόκητη νίκη. Ο Περικλής αντιπαραθέτει την τύχη με την ευφυΐα και την κρίση κατά την έναρξη της πρώτης δημηγορίας του στην Ιστορία, όπου παροτρύνει τους Αθηναίους να μην υποκύψουν στις σπαρτιατικές απαιτήσεις. Όταν συμβουλεύει αυτό τον τρόπο δράσης, αναφέρει την πιθανότητα να υπάρξει αποτυχία και όχι επιτυχία, γιατί «είναι ενδεχόμενο τα γεγονότα να πάρουν μια τροπή απρόβλεπτη. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο, όταν μας συμβεί κάτι το απρόβλεπτο, συνηθίζουμε να κατηγορούμε την τύχη» (Α 140). Έτσι η τύχη είναι το απροσδόκητο, το απρόβλεπτο, το ανυπολόγιστο. Όπως έχει επισημάνει ένας σύγχρονος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Θουκυδίδης «τονίζει πάνω απ' όλα, και βάζει τους χαρακτήρες του να τονίζουν, ότι το να εισέλθει κανείς σ' έναν πόλεμο, όπως κάνουν οι άνθρωποι, από υπολογισμό ότι θα παράσχει κάποιο πλεονέκτημα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο ακριβώς επειδή στον πόλεμο υπάρχει η μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί το απρόβλεπτο, το ανυπολόγιστο, το απροσδόκητο».
Τόσο ο Θουκυδίδης όσο και οι ομιλητές στην Ιστορία κάνουν αμέτρητες αναφορές στην τύχη. Στην τελευταία του δημηγορία ο Περικλής την υποβαθμίζει όταν επικαλείται την υπεροχή της ευφυΐας επειδή βασίζεται «στη γνώση της δύναμής του, που κάνει ασφαλέστερες τις προβλέψεις του» (Β 62). Οι Πλαταιείς, ζητώντας από τους Σπαρτιάτες να λυπηθούν τις ζωές τους, τους ικετεύουν να σκεφτούν «πόσο απρόβλεπτη είναι η μοίρα και ότι κανείς, ακόμα κι ο αθώος, δεν μπορεί να την αποφύγει» (Γ 59). Ο Διόδοτος βεβαιώνει κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την τιμωρία της Μυτιλήνης ότι «η τύχη μπορεί κι αυτή να παρασύρει σε αλόγιστες πράξεις, γιατί καμιά φορά ευνοεί απροσδόκητα και κάνει τους ανθρώπους να επιχειρούν κάτι ανώτερο από τα μέσα που διαθέτουν. Τούτο συμβαίνει ακόμα πιο πολύ με τις πολιτείες» (Γ 45). Το 432 οι Αθηναίοι αναφέρουν τη δύναμη της τύχης όταν συμβουλεύουν τους Σπαρτιάτες να μην ξεκινήσουν πόλεμο με την Αθήνα, ζητώντας τους να σκεφτούν «πόσο απρόβλεπτες είναι οι εξελίξεις του πολέμου. Όσο γίνεται μακρύτερος, τόσο η έκβασή του καταντάει να εξαρτάται από τυχαία περιστατικά, μπροστά στα οποία και σεις κι εμείς βρισκόμαστε σε ίση μοίρα» (Α 78). Οι Σπαρτιάτες εξυψώνουν την τύχη σε σχέση με την προνοητικότητα όταν προτείνουν ειρήνη στους Αθηναίους μετά την ήττα τους στην Πύλο. Λένε στους Αθηναίους ότι «τώρα που η δύναμη της πολιτείας σας είναι στην ακμή της κι ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο αυτή τη στιγμή, δεν πρέπει γι’ αυτό να νομίζετε πως θα έχετε πάντα την τύχη μαζί σας. Φρόνιμοι είναι εκείνοι που ξέρουν ότι ο πόλεμος δεν περιορίζεται στα όρια που εκείνοι θέλουν να του επιβάλουν, αλλά ότι η τύχη οδηγεί την πορεία του» (Δ 18). Ο ίδιος ο Θουκυδίδης αποδίδει στην τύχη αποφασιστικό ρόλο όταν εξιστορεί την απροσδόκητη αθηναϊκή επιτυχία στην Πύλο (Δ 14) και αναφέρει ότι η τύχη ήταν εναντίον των Σπαρτιατών στις συμφορές που υπέστησαν. Σε ένα άλλο χωρίο, όπου αναφέρεται στον λανθασμένο υπολογισμό των Χίων που τους έκανε να επαναστατήσουν εναντίον της Αθήνας, μιλά γενικά για «τους ανυπολόγιστους αυτούς παράγοντες που περιστοιχίζουν τη ζωή του ανθρώπου» (Θ 24).
Η ανάγκη είναι μια άλλη δύναμη που λειτουργεί στην ανθρώπινη ζωή και ιστορία. Όπως την αντιλαμβανόταν ο Θουκυδίδης, η ανάγκη φαίνεται να είναι ένας καταναγκασμός που πηγάζει από τη φύση και τα πάθη των ανθρώπων όπως αυτά επενεργούσαν κατά την εκτίμηση των καταστάσεων, ένας καταναγκασμός που τους υποχρεώνει να δρουν με συγκεκριμένο τρόπο και οδηγεί σε αναγκαίο αποτέλεσμα. Δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη, αλλά είναι ριζωμένη στην αντίληψη των ίδιων των ανθρώπινων δρώντων για το τι είναι απαραίτητο. Παρά ταύτα φαίνεται να δρα με μια αντικειμενική δύναμη, σαν να μην αφήνει καμιά επιλογή. Η μεγαλύτερη σημασία της έννοιας της ανάγκης στην Ιστορία είναι η πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι ήταν η αιτία του ίδιου του πολέμου. Κι αυτό γιατί ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι η αληθινή αιτία του πολέμου είναι ο φόβος των Σπαρτιατών για την αυξανόμενη αθηναϊκή ισχύ που «τους ανάγκασε να πολεμήσουν» (Α 23). Εδώ είναι ο φόβος, ένας ψυχολογικός παράγοντας, που λειτουργεί ως μια μορφή ανάγκης με καταναγκαστική επίδραση η οποία οδηγεί σε πόλεμο. Αργότερα ο Θουκυδίδης σχολιάζει ότι οι Σπαρτιάτες «δύσκολα αποφάσιζαν να πολεμήσουν, εκτός εάν ήταν απόλυτη ανάγκη» (Α 118). Αντίστοιχα και ο Περικλής θεωρούσε ότι ο πόλεμος οφειλόταν στην ανάγκη. Προτού ξεκινήσει ο πόλεμος είπε στους Αθηναίους ότι «ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι, όσο περισσότερο πρόθυμα τον δεχτούμε εμείς, τόσο λιγότερο τολμηροί θα είναι οι εχθροί μας» (Α 144). Ο Θουκυδίδης φαίνεται επίσης να παρουσιάζει και την αθηναϊκή αυτοκρατορία ως προϊόν ανάγκης. Οι ομιλητές που υπεραμύνονται της αυτοκρατορίας στο Πελοποννησιακό συνέδριο το 432 μνημονεύουν έναν νόμο της ανθρώπινης φύσης προκειμένου να εξηγήσουν την επιθυμία των Αθηναίων για ηγεμονία, και ισχυρίζονται ότι τα πανίσχυρα κίνητρα του φόβου, της φιλοδοξίας και του συμφέροντος τους ανάγκασαν να γίνουν αυτοκρατορική δύναμη (Α 76). Αντίστοιχα, στον διάλογό τους με τους Μηλίους, οι Αθηναίοι επικαλούνται την ανάγκη όταν ισχυρίζονται ότι ένας νόμος της ανθρώπινης φύσης αναγκάζει τους ανθρώπους να ασκούν εξουσία οπουδήποτε μπορούν (Ε 105). Στην περίπτωση των επαναστάσεων στην Κέρκυρα και σε άλλες ελληνικές πόλεις οι «κυρίαρχες ανάγκες» του πολέμου ήταν αυτές που, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, προκάλεσαν τον εκφυλισμό του χαρακτήρα και την απεριόριστη έκλυση των ανθρώπινων παθών που οδήγησαν σε τέτοια τερατώδη εγκλήματα (Γ 82).
Η μάχη ανάμεσα στην αθηναϊκή ευφυΐα και στις δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν εναντίον της, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Αθήνας, μπορεί να θεωρηθεί ως ίσως το βαθύτερο νόημα της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Ένα πρόσφατο έργο για τον Θουκυδίδη αναφέρει ότι αν και το επιχείρημα του ιστορικού ότι η Αθήνα θα μπορούσε να κερδίσει «ήταν θεμελιωμένο στην ορθολογική εκτίμηση των πόρων της Αθήνας», η εκ μέρους του αφήγηση της εξέλιξης του πολέμου «φέρνει μπροστά στα μάτια μας τους περιορισμούς της ανθρώπινης προνοητικότητας που εμποδίζουν την ενάσκηση της λογικής». Αυτό όντως ισχύει και υποδεικνύει ένα θέμα που κυριαρχεί στο έργο του Θουκυδίδη και στην αντίληψή του για την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς την εικόνα που ο Θουκυδίδης παρουσιάζει για την Αθήνα υπό την ηγεσία του Περικλή ως τη συλλογική ενσάρκωση της γνώμης. Ο Επιτάφιος του Περικλή περιέχει την πληρέστερη περιγραφή των υπέρτερων αρετών της ευφυΐας που αντιπροσωπεύει η πόλη. Η δημηγορία του εξυμνεί όχι μόνο την ισχύ και το πολιτικό σύστημα της Αθήνας, αλλά και τη θέση της ως υψηλού πολιτισμού, η οποία είναι εμφανής στην αξία που δίνει στη σκέψη και στη συζήτηση πριν από την πράξη, στον εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής των πολιτών της και στην ικανότητα που έχουν να προσαρμόζονται στις πλέον ποικίλες μορφές δράσης με ευστροφία και χάρη. Αυτές, καθώς και άλλες εξαιρετικές αρετές τις οποίες μνημονεύει δίνοντας την εντύπωση μιας κοινωνίας γεμάτης ευφυΐα, του επιτρέπουν να προβεί στον αξέχαστο ισχυρισμό ότι η Αθήνα είναι το σχολείο και ο δάσκαλος της Ελλάδας (Β 41). Το πορτρέτο του είναι αναμφίβολα εξιδανικευμένο, αλλά φανερώνει τον ξεχωριστό και απαράμιλλο χαρακτήρα του αθηναϊκού επιτεύγματος. Όσο ζούσε ο Περικλής, η αθηναϊκή δημοκρατία λειτουργούσε καλά -κι αυτό, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, επειδή εκείνος ήταν ηγέτης της-, και η πόλη ήταν πλήρως εφοδιασμένη με χρήματα, πλοία και άνδρες για την περίπτωση πολέμου. Ο ιστορικός συμφωνούσε με τη συμβουλή που ο Περικλής έδωσε στους Αθηναίους πριν από τον πόλεμο, ότι δηλαδή θα νικούσαν τους εχθρούς τους αν διατηρούσαν τη θαλάσσια κυριαρχία τους, αν απέφευγαν μεγάλες χερσαίες μάχες με τους Σπαρτιάτες και αν δεν προσπαθούσαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος. Ο Περικλής λέει επίσης προφητικά στους Αθηναίους ότι «περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού» (Α 141-44). Οι διάδοχοί του παρεξέκλιναν από την πολιτική του και, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, ήταν υπεύθυνοι για πολλά λάθη. Η υπέρτερη αθηναϊκή ευφυΐα ηττήθηκε από την τύχη και την ανάγκη: από λανθασμένο υπολογισμό και απρόβλεπτα συμβάντα του πολέμου, όπως η έκλειψη της σελήνης που εμπόδισε την αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία, και από τις εσωτερικές έριδες και την έλλειψη λογικής στην Αθήνα, που προέκυψαν από τα πάθη και τις φιλοδοξίες των αντίπαλων πολιτικών. Υπαινιγμός στην ανάγκη έγινε και από τον Περικλή στην τελευταία δημηγορία πριν από τον θάνατό του, στην οποία δηλώνει προφητικά ότι η μνήμη της δόξας της Αθήνας θα ζήσει «έστω ακόμη κι αν μας συνέβαινε τώρα κάποια μείωση - αφού φυσική εξέλιξη για το καθετί είναι η ακμή και η παρακμή» (Β 64). Αυτά τα λόγια εκφράζουν ένα τραγικό προαίσθημα και μια ενόραση η οποία θεωρεί την ανάγκη ως μια ενυπάρχουσα δύναμη, η οποία καθιστά όλα τα εξέχοντα ανθρώπινα επιτεύγματα στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Αθήνας, προσωρινά και καταδικασμένα να παρακμάσουν.
Ο Θουκυδίδης ήθελε το έργο του να είναι χρήσιμο, πιστεύοντας ότι μπορούσε να βοηθήσει τους αναγνώστες του, με δεδομένη την ανθρώπινη κατάσταση, να κατανοήσουν παρόμοια γεγονότα που μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα συμβούν στο μέλλον. Θα πρέπει φυσικά να θεωρήσουμε ότι το είδος των γεγονότων που είχε κατά νου ήταν εκείνα στα οποία επικεντρώθηκε η Ιστορία του, δηλαδή γεγονότα συνδεδεμένα με την πολιτική και τον πόλεμο εντός και μεταξύ των κρατών. Σκεπτόμενος σχετικά με τη χρησιμότητα ενός έργου ιστορίας, δεν υπονοούσε ότι το παρελθόν απλώς επαναλαμβάνεται. Καταλάβαινε ότι οι συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι ζουν και ενεργούν είναι τόσο ποικιλόμορφες και τόσο πολύ επηρεαζόμενες από την τύχη, από το παράλογο και το ανυπολόγιστο, ώστε η κίνηση της ιστορίας να μην αποτελεί επανάληψη και να μην υπόκειται σε πρόβλεψη. Παρά ταύτα πίστευε ότι η φιλοδοξία, η επιθυμία για ισχύ, κυριαρχία και τιμή, η πολιτική αντιπαλότητα, η σύγκρουση και ο πόλεμος ήταν πράγματα κοινά στους ανθρώπους και αποτελούσαν μόνιμους παράγοντες της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα του μέλλοντος θα έμοιαζαν με αυτά του παρελθόντος, καθώς θα εμφάνιζαν αναγνωρίσιμα, παρόμοια πρότυπα.
Για ορισμένους μελετητές όμως το έργο του Θουκυδίδη καταδεικνύει ότι οι ανορθολογικές δυνάμεις, η αποσταθεροποιητική επίδραση που έχουν τα συναισθήματα στην ανθρώπινη κρίση, οι αυταπάτες των αβάσιμων ελπίδων και το ανθρώπινο λάθος πάντοτε έχουν το πάνω χέρι και είναι τόσο κυρίαρχες και ισχυρές στην ανθρώπινη ιστορία, ώστε επανειλημμένως κατανικούν κάθε ορθολογικό σχεδιασμό και κάθε ορθολογική προσδοκία. Το δίδαγμα για τον αναγνώστη, όπως το ερμηνεύει ο Η.-Ρ. Stahl, είναι ότι «το παρόν και το μέλλον θα είναι εξίσου ακαθοδήγητα και απρόβλεπτα όσο ήταν και το ιστορικό παρελθόν». Αντίστοιχα ο Connor διατείνεται ότι η αφήγηση του Θουκυδίδη προοδευτικά υπονομεύει την πίστη στην πιθανότητα ορθολογικής πρόβλεψης και ελέγχου των γεγονότων, και κατά συνέπεια στη χρησιμότητα της ιστορικής γνώσης. Αυτά τα συμπεράσματα μου φαίνεται ότι είναι υπερβολικά μονόπλευρα και ότι παρουσιάζουν τον Θουκυδίδη ως πολύ πιο απαισιόδοξο απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Αν τα εν λόγω συμπεράσματα ήταν σωστά, δεν θα είχε νόημα η βαθιά πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι το κορυφαίο επίπεδο πολιτικής ηγεσίας περιλαμβάνει την ικανότητα να προβλέπει κανείς πιθανά μελλοντικά ενδεχόμενα.
Δεν πιστεύω ότι ο Θουκυδίδης έχασε ποτέ τις ελπίδες του για την πολιτική ευφυΐα και για τα όσα η τελευταία μπορεί να επιτύχει σε διάφορες εποχές, ή ότι αμφέβαλε πως ένας προικισμένος πολιτικός ηγέτης, όπως ο Θεμιστοκλής ή ο Περικλής, μπορεί ενίοτε να καθοδηγήσει και να διευθύνει τα γεγονότα. Όμως όταν αναφερόταν στη χρησιμότητα της ιστορίας δεν θεωρούσε ότι το μέλλον μπορεί να προβλεφθεί. Η γνώση την οποία προσπαθούσε να ενσταλάξει σε εκείνους τους αναγνώστες που ενδιαφέρονταν να ανακαλύψουν τι πραγματικά συνέβη, δεν ήταν η γνώση ενός προφήτη που παριστάνει ότι προλέγει τις μεταλλαγές του μέλλοντος. Αντ’ αυτού συνίστατο στην ενόραση και στη σοφία ενός φιλοσοφικού ιστορικού που έχει στοχαστεί σε βάθος για την πορεία των γεγονότων τα οποία έχει ανασυνθέσει και μελετήσει, και που έχει διακρίνει σε αυτά ένα συγκεκριμένο νόημα βασισμένο στη λειτουργία ορισμένων σταθερών παραγόντων στις ανθρώπινες υποθέσεις. Με το να παράσχει στον αναγνώστη μια κατανόηση αυτών των παραγόντων και του ρόλου που έπαιξαν, το έργο του καθιστά εφικτό να κατανοηθούν ιδιαίτερα είδη καταστάσεων που είναι πιθανόν να επανεμφανιστούν μελλοντικά στην πολιτική, στον πόλεμο και στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που ο Jacob Burckhardt, διακεκριμένος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον 19ο αιώνα, ανέφερε σχετικά με τον σκοπό της ιστορίας εν γένει, μπορεί να ειπωθεί για την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη: «Η ιστορική γνώση δεν μας κάνει εξυπνότερους για την επόμενη φορά αλλά σοφότερους για πάντα». Η συγκινητική παρατήρηση του Connor είναι επίσης ταιριαστή: «Η αληθινή χρησιμότητα του έργου [του Θουκυδίδη] προκύπτει από την αυξημένη κατανόηση που αποκτούμε. Από το έργο αυτό δεν μαθαίνουμε πώς να προβλέπουμε το μέλλον ή πώς να ελέγχουμε τα γεγονότα, αλλά μαθαίνουμε την πολυπλοκότητά τους και τη συνακόλουθη τρωτότητα του πολιτισμού και της τάξης».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου