ΒΑ. σιγῶ πάλαι δύστηνος ἐκπεπληγμένη
κακοῖς· ὑπερβάλλει γὰρ ἥδε συμφορά,
τὸ μήτε λέξαι μήτ᾽ ἐρωτῆσαι πόση.
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν
θεῶν διδόντων· πᾶν δ᾽ ἀναπτύξας πάθος
295 λέξον καταστάς, κεἰ στένεις κακοῖς ὅμως·
τίς οὐ τέθνηκε, τίνα δὲ καὶ πενθήσομεν
τῶν ἀρχελείων, ὅστ᾽ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ
ταχθεὶς ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών;
ΑΓ. Ξέρξης μὲν αὐτὸς ζῇ τε καὶ βλέπει φάος.
300 ΒΑ. ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα
καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου.
ΑΓ. Ἀρτεμβάρης δὲ μυρίας ἵππου βραβεὺς
στύφλους παρ᾽ ἀκτὰς θείνεται Σιληνιῶν.
χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς
305 πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο·
Τενάγων τ᾽ ἄριστος Βακτρίων ἰθαιγενὴς
θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος πολεῖ.
Λίλαιος Ἀρσάμης τε κἀργήστης τρίτος,
οἵδ᾽ ἀμφὶ νῆσον τὴν πελειοθρέμμονα
310 νικώμενοι κύρισσον ἰσχυρὰν χθόνα·
πηγαῖς τε Νείλου γειτονῶν Αἰγυπτίου
Ἀρκτεύς, Ἀδεύης, καὶ † φρεσεύης τρίτος
Φαρνοῦχος, οἵδε ναὸς ἐκ μιᾶς πέσον.
Χρυσεὺς Μάταλλος μυριόνταρχος θανών,
315 ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τρισμυρίας,
πυρσὴν ζαπληθῆ δάσκιον γενειάδα
ἔτεγγ᾽, ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ.
καὶ Μᾶγος Ἄραβος, Ἀρτάβης τε Βάκτριος,
σκληρᾶς μέτοικος γῆς, ἐκεῖ κατέφθιτο.
320 Ἄμιστρις Ἀμφιστρεύς τε πολύπονον δόρυ
νωμῶν, ὅ τ᾽ ἐσθλὸς Ἀριόμαρδος Σάρδεσι
πένθος παρασχών, Σεισάμης θ᾽ ὁ Μύσιος,
Θάρυβίς τε πεντήκοντα πεντάκις νεῶν
ταγός, γένος Λυρναῖος, εὐειδὴς ἀνήρ,
325 κεῖται θανὼν δείλαιος οὐ μάλ᾽ εὐτυχῶς·
Συέννεσίς τε πρῶτος εἰς εὐψυχίαν,
Κιλίκων ἄπαρχος, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον
ἐχθροῖς παρασχών, εὐκλεῶς ἀπώλετο.
τοιῶνδ᾽ ἄρ᾽ ὄντων ‹ὧν› ὑπεμνήσθην πέρι,
330 πολλῶν παρόντων ὀλίγ᾽ ἀπαγγέλλω κακά.
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
290 Στέκω βουβή ως την ώρα, σα να τα ᾽χω χάσει
στην τόση συμφορά· γιατ᾽ έτσι κάθε μέτρο
περνάει αυτή, π᾽ ούτε το στόμα μου ν᾽ ανοίξω
μπορώ και για τα πάθη μας να τον ρωτήσω·
όμως ανάγκ᾽ οι άνθρωποι τις δυστυχίες
που στέλνει η μοίρα να υπομένουν· λοιπόν όλη
ξεδίπλωνε την συμφορά κι όσο αν στενάζεις
να τα θυμάσαι, σφίξε την καρδιά και πε μας
ποιός δεν έχει χαθεί και ποιόν απ᾽ τους στρατάρχους
έχουμε να ποθούμε, που αρχηγός σκηπτούχος
την τάξη του έρημη άφησε με τη θανή του.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο ίδιος ο Ξέρξης ζει και του ήλιου το φως βλέπει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
300 Για τα δικά μου σπίτια φως είπες μεγάλο
κι από νυχτιά θεοσκότεινη ξέλαμπρη μέρα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα ο Αρτεμβάρης που όριζε δέκα χιλιάδες
καβαλαραίους, στους Σιληνιούς τον κάβο γύρω
δερνοχτυπιέται στα τραχιά τα βράχια επάνω.
Και με μια κονταριά ο χιλίαρχος ο Δαδάκης
απ᾽ το καράβι του αλαφρό πήδημα πήρε.
Κι απ᾽ τους Βακτρίους ο πρώτος στη γενιά, ο Τενάγος,
του Αίαντα το θαλασσόδαρτο νησί γυρίζει.
Κι ο Λίαιος κι ο Αρσάμης και τρίτος ο Αργήστης
γύρω αυτοί στο νησί που θρέφει περιστέρια
310 νικημένοι κουτρίζανε τη σκληρή ξέρα.
Κι ο Αρκτέας που στις πηγές γειτόνευε του Νείλου,
κι ο Αδεύης και μαζί κι ο ασπιδοφόρος τρίτος
Φαρνούχος, βούλιαξαν αυτοί στο ίδιο καράβι.
Κι ο Μάταλος από τη Χρύσα που οδηγούσε
δέκα χιλιάδες, πέφτοντας άλλαξε χρώμα
της μακριάς του πυκνής πυρρόξανθης γενειάδας,
πλέοντας μέσα σ᾽ άλικο λουτρό πορφύρας.
Κι ο μάγος ο Άραβος κι ο Βάκτριος ο Αρτάμης,
που όριζε μαύρ᾽ αλόγατα τριάντα χιλιάδες,
στη σκληρή γη που πέσανε κατοικιά πήραν·
320 κι ο Άμηστρης κι ο Αμφιστρίας που κυβερνούσε δόρυ
στη μάχη ακαταπόνητο κι ο αντρείος, που πένθος
στις Σάρδεις άφησε Αριόμαρδος κι ο Μύσιος
ο Σησάμης κι ο Θάρυβης ο κυβερνήτης
πέντε φορές πενήντα καραβιών, της Λύρνας
θρέμμα κι όμορφος άντρας, μα που βρήκε
κακόν ο μαύρος θάνατο· και των Κιλίκων
ο έπαρχος ο Συέννεσης, στην τόλμη πρώτος,
που ένας αυτός τον πιο πολύ στους εχθρούς κόπο
αφού έδωσε, με θάνατο πήε δοξασμένο.
Τόσα είχα για τους αρχηγούς να μνημονεύσω
330 λίγ᾽ από τα πολλά κακά που μας ευρήκαν.
κακοῖς· ὑπερβάλλει γὰρ ἥδε συμφορά,
τὸ μήτε λέξαι μήτ᾽ ἐρωτῆσαι πόση.
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν
θεῶν διδόντων· πᾶν δ᾽ ἀναπτύξας πάθος
295 λέξον καταστάς, κεἰ στένεις κακοῖς ὅμως·
τίς οὐ τέθνηκε, τίνα δὲ καὶ πενθήσομεν
τῶν ἀρχελείων, ὅστ᾽ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ
ταχθεὶς ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών;
ΑΓ. Ξέρξης μὲν αὐτὸς ζῇ τε καὶ βλέπει φάος.
300 ΒΑ. ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα
καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου.
ΑΓ. Ἀρτεμβάρης δὲ μυρίας ἵππου βραβεὺς
στύφλους παρ᾽ ἀκτὰς θείνεται Σιληνιῶν.
χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς
305 πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο·
Τενάγων τ᾽ ἄριστος Βακτρίων ἰθαιγενὴς
θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος πολεῖ.
Λίλαιος Ἀρσάμης τε κἀργήστης τρίτος,
οἵδ᾽ ἀμφὶ νῆσον τὴν πελειοθρέμμονα
310 νικώμενοι κύρισσον ἰσχυρὰν χθόνα·
πηγαῖς τε Νείλου γειτονῶν Αἰγυπτίου
Ἀρκτεύς, Ἀδεύης, καὶ † φρεσεύης τρίτος
Φαρνοῦχος, οἵδε ναὸς ἐκ μιᾶς πέσον.
Χρυσεὺς Μάταλλος μυριόνταρχος θανών,
315 ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τρισμυρίας,
πυρσὴν ζαπληθῆ δάσκιον γενειάδα
ἔτεγγ᾽, ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ.
καὶ Μᾶγος Ἄραβος, Ἀρτάβης τε Βάκτριος,
σκληρᾶς μέτοικος γῆς, ἐκεῖ κατέφθιτο.
320 Ἄμιστρις Ἀμφιστρεύς τε πολύπονον δόρυ
νωμῶν, ὅ τ᾽ ἐσθλὸς Ἀριόμαρδος Σάρδεσι
πένθος παρασχών, Σεισάμης θ᾽ ὁ Μύσιος,
Θάρυβίς τε πεντήκοντα πεντάκις νεῶν
ταγός, γένος Λυρναῖος, εὐειδὴς ἀνήρ,
325 κεῖται θανὼν δείλαιος οὐ μάλ᾽ εὐτυχῶς·
Συέννεσίς τε πρῶτος εἰς εὐψυχίαν,
Κιλίκων ἄπαρχος, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον
ἐχθροῖς παρασχών, εὐκλεῶς ἀπώλετο.
τοιῶνδ᾽ ἄρ᾽ ὄντων ‹ὧν› ὑπεμνήσθην πέρι,
330 πολλῶν παρόντων ὀλίγ᾽ ἀπαγγέλλω κακά.
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
290 Στέκω βουβή ως την ώρα, σα να τα ᾽χω χάσει
στην τόση συμφορά· γιατ᾽ έτσι κάθε μέτρο
περνάει αυτή, π᾽ ούτε το στόμα μου ν᾽ ανοίξω
μπορώ και για τα πάθη μας να τον ρωτήσω·
όμως ανάγκ᾽ οι άνθρωποι τις δυστυχίες
που στέλνει η μοίρα να υπομένουν· λοιπόν όλη
ξεδίπλωνε την συμφορά κι όσο αν στενάζεις
να τα θυμάσαι, σφίξε την καρδιά και πε μας
ποιός δεν έχει χαθεί και ποιόν απ᾽ τους στρατάρχους
έχουμε να ποθούμε, που αρχηγός σκηπτούχος
την τάξη του έρημη άφησε με τη θανή του.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο ίδιος ο Ξέρξης ζει και του ήλιου το φως βλέπει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
300 Για τα δικά μου σπίτια φως είπες μεγάλο
κι από νυχτιά θεοσκότεινη ξέλαμπρη μέρα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα ο Αρτεμβάρης που όριζε δέκα χιλιάδες
καβαλαραίους, στους Σιληνιούς τον κάβο γύρω
δερνοχτυπιέται στα τραχιά τα βράχια επάνω.
Και με μια κονταριά ο χιλίαρχος ο Δαδάκης
απ᾽ το καράβι του αλαφρό πήδημα πήρε.
Κι απ᾽ τους Βακτρίους ο πρώτος στη γενιά, ο Τενάγος,
του Αίαντα το θαλασσόδαρτο νησί γυρίζει.
Κι ο Λίαιος κι ο Αρσάμης και τρίτος ο Αργήστης
γύρω αυτοί στο νησί που θρέφει περιστέρια
310 νικημένοι κουτρίζανε τη σκληρή ξέρα.
Κι ο Αρκτέας που στις πηγές γειτόνευε του Νείλου,
κι ο Αδεύης και μαζί κι ο ασπιδοφόρος τρίτος
Φαρνούχος, βούλιαξαν αυτοί στο ίδιο καράβι.
Κι ο Μάταλος από τη Χρύσα που οδηγούσε
δέκα χιλιάδες, πέφτοντας άλλαξε χρώμα
της μακριάς του πυκνής πυρρόξανθης γενειάδας,
πλέοντας μέσα σ᾽ άλικο λουτρό πορφύρας.
Κι ο μάγος ο Άραβος κι ο Βάκτριος ο Αρτάμης,
που όριζε μαύρ᾽ αλόγατα τριάντα χιλιάδες,
στη σκληρή γη που πέσανε κατοικιά πήραν·
320 κι ο Άμηστρης κι ο Αμφιστρίας που κυβερνούσε δόρυ
στη μάχη ακαταπόνητο κι ο αντρείος, που πένθος
στις Σάρδεις άφησε Αριόμαρδος κι ο Μύσιος
ο Σησάμης κι ο Θάρυβης ο κυβερνήτης
πέντε φορές πενήντα καραβιών, της Λύρνας
θρέμμα κι όμορφος άντρας, μα που βρήκε
κακόν ο μαύρος θάνατο· και των Κιλίκων
ο έπαρχος ο Συέννεσης, στην τόλμη πρώτος,
που ένας αυτός τον πιο πολύ στους εχθρούς κόπο
αφού έδωσε, με θάνατο πήε δοξασμένο.
Τόσα είχα για τους αρχηγούς να μνημονεύσω
330 λίγ᾽ από τα πολλά κακά που μας ευρήκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου