Ίσως φανεί παράξενο ότι, αν και ασχοληθήκαμε με το Θουκυδίδη μια ολόκληρη ζωή, θέλουμε τώρα, μέσα σε ένα βιβλίο, να τον παρουσιάσουμε σε λίγες σελίδες. Το αντικείμενο όμως αυτών των λίγων σελίδων είναι συγκεκριμένο: πρόκειται να εκτιμήσουμε, με την προοπτική που ορίσαμε εδώ, σε τι ο Θουκυδίδης υπερέχει ως προς αυτά που ανακάλυψε ο Ηρόδοτος και, από την άλλη πλευρά, πώς το πνευματικό κλίμα της Αθήνας και η επίδραση της ρητορικής τον οδήγησαν ν' ακολουθήσει έναν καινούργιο προσανατολισμό, που επιβλήθηκε, συγκεκριμένα, από μια ακατάβλητη τάση προς το καθολικό.
Ο Ηρόδοτος υπήρξε νεωτεριστής αφιερώνοντας ένα έργο λογοτεχνικό στο πρόσφατο παρελθόν. Ο Θουκυδίδης υπερέχει αφιερώνοντας ένα έργο πληρέστερο σε έναν πόλεμο -τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- που άρχισε όταν αυτός είχε ενηλικιωθεί και του οποίου γνώρισε το τέλος. Έκρινε και είπε ότι ο πόλεμος αυτός ήταν πιο σημαντικός από όλα τα προηγούμενα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων του Τρωικού και των Μηδικών πολέμων (οπωσδήποτε, η διάρκειά του ήταν μεγαλύτερη και από τους δύο). Και αν ανατρέχει, με μερικά σύντομα κεφάλαια, στο παρελθόν και στις απαρχές, είναι ακριβώς για να δικαιώσει τη σημασία του παρόντος ή, τότε, η αναδρομή γίνεται με μια παρένθεση με σκοπό να εξηγήσει τη διαμόρφωση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Σε αυτόν δεν βρίσκουμε τίποτα από εκείνες τις παρεκκλίσεις, από εκείνους τους μαιάνδρους και από αυτή την μακρά προετοιμασία για τα πρόσφατα γεγονότα, που δίνονται με άνεση χρόνου και βήμα προς βήμα. Θα λέγαμε ότι έγινε μια σύμπτυξη από την ιστορία όπως τη χειρίστηκε ο Ηρόδοτος: επιβιώνει μόνο το παρόν. Επιβιώνει μόνο η πολιτική.
Ο Θουκυδίδης υπερέχει επίσης από τον Ηρόδοτο στην εμμονή του σε ό, τι συνιστά αποκλειστικά τον άνθρωπο. Διότι ο Ηρόδοτος υπήρξε, ασφαλώς, ένας νεωτεριστής που προτίμησε τους πραγματικούς ανθρώπους από τους ήρωες του μύθου. Κράτησε όμως το ρόλο των χρησμών, κάποια θαυμαστά πράγματα ανάλογα με την περίπτωση και μια συχνή παρουσία της θέλησης των θεών ή της μοίρας: τίποτα πια από αυτά δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη. Αν αναφέρει ένα χρησμό, είναι για να επισημάνει τη σχετικότητα και το απροσδιόριστο της μετάδοσης ή της ερμηνείας του. Και όταν μια επιχείρηση δεν πάει καλά, σημαίνει γενικά ότι η σύλληψή της δεν ήταν ορθή ή ότι διεξήχθη άσχημα: το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι ακριβώς να δείξει την αιτία.
Ο Ηρόδοτος υπήρξε νεωτεριστής γιατί κοπίασε να παρουσιάσει την αλήθεια. Ταξίδεψε, ερεύνησε, επωφελήθηκε από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία και έδωσε με εντιμότητα δίπλα δίπλα αντιφατικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος ενώ αυτός, το πολύ πολύ, αρκείται να προτείνει την επιλογή του. Ο Θουκυδίδης έχει γιατί είναι απαιτητικός. Ξέρει τι σημαίνει κριτικό πνεύμα. Ξέρει πώς εδραιώθηκε μια αληθοφάνεια. Ξέρει ότι αυτό δεν είναι εύκολο, και έχει τόσο πλήρη συνείδηση αυτού που κάνει ο λέει:
«Για τα γεγονότα του πολέμου δεν θέλησα ν’ αρκεσθώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη και μόνο, αλλά έκανα προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανέφερα Η εξακρίβωση ήταν δύσκολη, γιατί όσοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων μου έδιναν ο καθένας την δική του εκδοχή, ανάλογα με την συμπάθειά του προς τον ένα ή τον άλλον αντίπαλο.» (Α, 22, 1-2).
Επιπλέον, ο Θουκυδίδης, με το πάθος για την πολιτική διεξαγωγή των επιχειρήσεων, βρίσκει μια αναπλήρωση στην εξορία που τον απομακρύνει από τα καθήκοντα και τα δικαιώματά του. Αυτή η εξορία του επέτρεψε να συγκεντρώσει πληροφορίες και από τις δύο πλευρές: «κι έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω με ηρεμία τα γεγονότα» (Ε, 26,5). Ικανός να αντλήσει πληροφορίες, αν δεν έχει άλλες, από ένα όνομα μίας επιγραφής ή από ένα τρόπο ταφής, είναι επίσης ικανός να διυλίσει και να ξεχωρίσει μαρτυρίες, όπως ένας πολύπειρος Αθηναίος δικαστής διακρίνει την αλήθεια ανάμεσα σε δύο ψεύδη.
Πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι η γέννηση αυτή τη κριτικής σκέψης και της συστηματικής αντικειμενικότητας, όπως και η σύμπτυξη του θέματος σε ένα σύνολο καλά οριοθετημένο, υποκείμενο σε εξαντλητικές πληροφορίες, ανταποκρίνονται, και το ένα και το άλλο, σε μια διαφορά ως προς τον επιδιωκόμενο.
Ο Ηρόδοτος ήθελε πριν απ’ όλα να διασώσει από τη λήθη τα περασμένα γεγονότα, επιμένοντας - και αυτό είναι μια καινούργια φιλοδοξία - στην αλληλουχία που έφερνε το ένα κοντά στο άλλο. Η εισαγωγή του, από αυτή την άποψη, είναι σαφέστατη:
«Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσόν παρουσιάζει αυτήν εδώ την διήγησιν, αποτέλεσμα των ερευνών του, με σκοπόν πρώτον να μη σβήσουν με τον καιρόν και λησμονηθούν πράξεις, που έγιναν από ανθρώπους, έπειτα διά να γίνουν ξακουσμένα έργα μεγάλα και θαυμαστά, τα οποία τέλεσαν άλλα οι Έλληνες και άλλα οι βάρβαροι, και τέλος, το σπουδαιότερον, δια να δείξη, δια ποίαν αιτίαν επολέμησαν» (Α, αρχή).
Ο αρχικός σκοπός είναι η μνήμη, ακολουθεί- θεμιτή υπερηφάνεια - η αλληλουχία των γεγονότων ξεκινώντας από το παρελθόν.
Εάν τώρα περάσουμε στο Θουκυδίδη, ανακαλύπτουμε ένα άλμα ιλιγγιώδες. Η μνήμη δεν αναφέρεται πια. Σκοπός είναι να καταλάβουμε. Και - τι έκπληξη! - να καταλάβουμε όχι μόνο το παρελθόν αλλά τις παγκόσμιες αλληλουχίες που αναπαράγονται:
«Η έλλειψη του μυθώδους από την διήγησή μου, ίσως την κάνη λιγότερο ευχάριστη. Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθή ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια. Έγραψα την Ιστορία μου για να μήνη αιώνιο κτήμα ι ον ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Α, 22,4).
Το τελευταίο αυτό εδάφιο αναφέρεται συχνά με κάποια αόριστη υπόνοια ότι ο Θουκυδίδης αποβλέπει σε ένα είδος μεταθανάτιας φήμης. Πρόκειται όμως για κάτι τελείως διαφορετικό: Πρόκειται να απομακρυνθεί από την αφήγηση του ιδιαίτερου για να καταλήξει σε μια επιστήμη, ικανή να εφαρμοσθεί σε άλλους καιρούς - και αυτό επειδή τονίζει το στοιχείο που θεμελιώνει την επανάληψη και που ο ίδιος ονομάζει «το ανθρώπινο».
Αυτή η τόσο τολμηρή φιλοδοξία είναι προφανώς αυτό που συνιστά τις διαφορές του με τον Ηρόδοτο. Αν του χρειαζόταν περισσότερη σαφήνεια στην πληροφόρηση, αυστηρότερη οριοθέτηση στο ανθρώπινο και ένα θέμα πιο συναφές και με στενό περίγραμμα, είναι γιατί αυτές ήταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπορέσει να αποδεσμεύσει αυτές τις καθολικής κατηγορίας αλληλουχίες και επειδή αυτά ήταν τα μέσα για να δημιουργήσει από την ιστορία μια επιστήμη του ανθρώπου. «Επιστήμη» εννοείται τόσο η ακρίβεια όσο και η επιθυμία να αποκαλυφθούν σχέσεις γενικού τύπου στον πυρήνα της αφήγησης: έχουμε εδώ δύο όψεις μιας και μόνης θεώρησης, η οποία αποτελεί ένα ριζικό νεωτερισμό. Σε αυτή τη φράση του «προγράμματος» του, η υπερηφάνεια του Θουκυδίδη είναι ότι αφιερώνεται, μέσα στον ενθουσιασμό, σ’ ένα μεγάλο σχέδιο εντελώς προσωπικό.
Ο μεγάλος αυτός σχεδιασμός δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί παρά μόνο συνδεδεμένος με μια καινούργια αντίληψη της ιστορικής αιτιότητας. Η αιτιότητα αυτή, σε αντίθεση με ό, τι προσέφερε το έργο του Ηρόδοτου, όχι μόνο θα είναι πάντοτε ανθρώπινης κατηγορίας και όχι θείας (δεν μπορούμε «να δούμε καθαρά» στην επιλογή της μοίρας), αλλά και δεν θα είναι πια ευθύγραμμη.
Στον Ηρόδοτο, η κύρια αλληλουχία μεταξύ του ενός γεγονότος και του άλλου ήταν η εκδίκηση. Αναζητούσε την πρώτη προσβολή και μετά ακολουθούσε έμμεσα τις αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ο Θουκυδίδης παραμερίζει τις αιτίες αυτές που βασίζονται σε αντεγκλήσεις -«τα κίνητρα και την πηγή των διαφωνιών»- και εδώ επίσης πηγαίνει κατευθείαν προς το γενικότερο, προς την αιτία που φορτίζει τα άτομα και τις διεκδικήσεις τους: θεωρεί, σε ένα άλλο επίπεδο, τις απαιτήσεις μιας κατάστασης, απαιτήσεις που ερμηνεύουν ολόκληρη σειρά γεγονότων. Είναι αυτό που αποκαλεί, με μια εξαίρετη διατύπωση «η βαθύτερη αιτία» και σε ό,τι αφορά τον πόλεμο, η αιτία αυτή πρέπει ν’ αναζητηθεί όχι σε κάποια απόφαση του Περικλή, ή σε μια διεκδίκηση ενός συμμάχου η ενός άλλου, αλλά στην αύξηση της αθηναϊκής δύναμης, που κατέληξε να φοβίσει τη Σπάρτη, κάνοντας έτσι τον πόλεμο αναπόφευκτο. Η αιτιότητα δεν είναι πια προσωπική και ακριβής: είναι και αυτή γενική και ανθρώπινη και μπορεί να βρεθεί πάλι και σε άλλα εδάφια του έργου.
Κυρίως όμως, η αιτιότητα, επειδή δεν έχει πια την εντελώς εξατομικευμένη απλούστευση, στο πέρασμα από τον Ηρόδοτο στο Θουκυδίδη, γίνεται σύνθετη. Ο Θουκυδίδης, αντί να συνδέσει το ένα γεγονός με το άλλο με ένα μοναδικό κατευθυντήριο μίτο που ορίζεται από κάποια ψυχική αντίδραση, αναζητεί σε βάθος τις πολλαπλές αιτίες που συνδυάζονται μεταξύ τους. Συναντήσαμε ήδη το κείμενο στο οποίο διακρίνει τα προβαλλόμενα κίνητρα και μια αιτία λιγότερο ομολογημένη. Συμβαίνει επίσης να διακρίνει τις βαθύτερες ή τις περιστασιακές αιτίες. Τότε έχουμε ένα και κατά τον ίδιο χρόνο πολύ αποκαλυπτικό. Τέλος, η επιθυμία του να προχωρήσει όλο και περισσότερο στην εξήγηση, καταλήγει ώστε κάθε γεγονός να γίνεται σαν ένα πεδίο δυνάμεων όπου οι επιθυμίες και οι περιστάσεις συναντώνται και συντονίζονται η μια με την άλλη. Γι’ αυτό ακριβώς δεν αναφερόμαστε στο έργο του για ν’ αναγνωρίσουμε μόνο την άνοδο και την κρίση ενός ιμπεριαλισμού αλλά καταστάσεις και προβλήματα κάθε είδους που το κάθε ένα μπορεί να συναντηθεί πάλι κάπου αλλού: η δυσκολία μιας απόβασης, η ηθική επίδραση ενός πολέμου, η διαφορά μεταξύ του θαλάσσιου και του χερσαίου πολέμου, ο ρόλος της σύνθεσης, ενοποιημένης ή όχι, των εμπόλεμων ομάδων, οι κίνδυνοι της καταστολής, η φιλοσοφία που επιβάλλει η δύναμη ή η κατάκτηση, όλα αυτά τα προβλήματα προβάλλονται, συζητούνται και σταθμίζονται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Θουκυδίδης αποφεύγει σχεδόν παντού (η εισαγωγική δήλωση η σχετική με τις αιτίες του πολέμου αποτελεί εξαίρεση) να προβάλλει ο ίδιος μια μοναδική αιτία: υποδεικνύει τις δύναμης που μετέχουν στον πόλεμο και μεταθέτει σε κατανοητό σύστημα την πολυπλοκότητα του γίγνεσθαι.
Ανακαλύπτουμε τότε μια καινούργια μορφή της ελληνικής και αθηναϊκής έφεσης προς το καθολικό. Ο Όμηρος η ο Ηρόδοτος μας είχαν δώσει ανθρώπους τύπους, συναισθήματα και εμπειρίες που μπορούσαν να αγγίξουν οποιοδήποτε κοινό με την ανθρώπινη πλευρά τους. Με το Θουκυδίδη, οι πολιτικές καταστάσεις και οι πολιτικοί χειρισμοί παίρνουν αυτή την ανθρώπινη αξία, μπορούν να χρησιμεύσουν ως σύμβολα και να συναρπάσουν ξαφνικά ένα κοινό που γνωρίζει ή νομίζει ότι γνωρίζει ανάλογες καταστάσεις. Μετά την καθολικότητα των συναισθημάτων και των συγκινήσεων ανακαλύπτουμε την καθολικότητα της πρακτικής εμπειρίας. Και οι περιπτώσεις, που περιγράφονται με αυτό τον τρόπο, σημειώνουν μια καινούργια κατάκτηση του πνεύματος της αφαίρεσης, αν και είναι κατανοητές μέσα από τη συγκεκριμένη αφήγηση ειδικών γεγονότων.
Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι η επίδραση της αθηναϊκής πολιτικής ζωής και των συζητήσεων στην Εκκλησία του Δήμου βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε αυτή την τάση. Είναι όμως εξίσου φανερό ότι τα μαθήματα της ρητορικής χάρισαν στο Θουκυδίδη το μοναδικό μέσον να την πραγματοποιήσει.
Θα μπορούσαμε ν’ αναρωτηθούμε πώς ένα τόσο κριτικό και απαιτητικό πνεύμα σαν το δικό του προσαρμόσθηκε στη χρήση των δημηγοριών που αποδίδονται στους πολιτικούς και τους στρατιωτικού! ηγέτες, ενώ στις δημηγορίες αυτές δεν απαιτείται να αναπαράγονται ακριβούς τα λόγια τους: μήπως πρόκειται για μια λογοτεχνική ευκολία που προβάλλει σαν συνέχεια του Όμηρου και του Ηρόδοτου και που ίσως ενθαρρύνεται από το ρόλο του λόγου στην Αθήνα. Αλλά πού βρίσκεται, στην προκειμένη περίπτωση, η μεγάλη μέριμνα για την αλήθεια; Η πρακτική εντυπωσιάζει ιδιαίτερα όταν βλέπουμε αυτές τις δημηγορίες να παρουσιάζονται κατά ζεύγη και οργανωμένες η μια σε αντιστοιχία με την άλλη, με λεπτό τρόπο, τα επιχειρήματα και πιες διατυπώσεις να αναστρέφονται με τη μέθοδο της σοφιστικής. Ήταν και εδώ η συνήθεια της εποχής; Μία ακόμα ελευθερία που κατακτήθηκε με την αντικειμενικότητα; Και τούτο χωρίς να υπολογίσουμε ότι αυτοί οι λόγοι ήταν παράδοξα αφηρημένοι και θεωρητικοί, με γενικές σκέψεις, κάθε στιγμή, για τη φυσιολογική συμπεριφορά των ανθρώπων στη μια ή στην άλλη δεδομένη κατάσταση. Ήταν άραγε ένα παιχνίδι διανοουμένων; Γιατί κανένας αρχηγός δεν θα μπορούσε ν’ απευθυνθεί στους άνδρες του με λόγια τόσο λίγο συγκεκριμένα και τόσο λίγο θερμά.
Αν εκπλαγούμε, σημαίνει πως παραγνωρίζουμε ότι αυτή η συνήθεια αποτελούσε μέρος μιας μεθόδου έκθεσης ή μάλλον απόδειξης εντελώς πρωτότυπης.
Δεν αρκούσε, πράγματι, για να φτάσουμε σε μια ερμηνεία καθολικής διάστασης, να απλοποιήσουμε τη γραφή, να παραμερίσουμε όλα τα αφηγηματικά στοιχεία και ακόμα όλες τις συγκεκριμένες πληροφορίες που θα ήθελαν να έχουν οι σύγχρονοι ιστορικοί. Εννοείται ότι ο Θουκυδίδης το έκανε. Και είναι ήδη αρκετά αξιοσημείωτο να δούμε στο έργο του, σε μια ακριβή αφήγηση γεγονότων που έζησε ο ίδιος, να απορρίπτει όλες τις περιπτώσεις που δεν βοηθούν να φωτισθεί το νόημα της δράσης. Εγνώρισε τον Περικλή, αλλά από τον Πλούταρχο, αιώνες αργότερα, μαθαίνουμε ό, τι ξέρουμε για την οικογένειά του, τους δασκάλους του και τα προβλήματά του στην πολιτική σταδιοδρομία του πριν τον πόλεμο. Ακόμα και όταν πρόκειται για επιθέσεις που αφορούν στο ρόλο του Περικλή στην κήρυξη του πολέμου, ούτε λέξη: ο Θουκυδίδης προτιμά να τις αγνοεί. Κατονομάζει λίγους άρχοντες, προσφεύγοντας μάλλον, για να χρονολογήσει τα γεγονότα, σε κριτήρια προσιτά σε όλους. Τηρεί τις αποστάσεις, δεν δίνει καμία ένδειξη για τις πολιτικές ομάδες στην Αθήνα ή αλλού. Μάλιστα, απλοποιεί και συγκρατεί μόνο το ουσιώδες. Αλλά αυτό δεν θα αρκούσε να δώσει μια ερμηνεία των γεγονότων που να είναι καθολική. Και εδώ ακριβώς οι δημηγορίες παίζουν έναν κεφαλαιώδη ρόλο.
Μία δημηγορία πριν από το γεγονός μπορεί να δείξει εξαρχής τις αφορμές, να υπολογίσει τις πιθανότητες επιτυχίας και να τις αιτιολογήσει. Στην περίπτωση αυτή προηγείται η επεξήγηση. Και η σχέση δημιουργίας-αφήγησης προσδίδει στην αφήγηση μια διάσταση κατανοητή. Αλλά, καλύτερα ακόμα, η δημηγορία αντιτίθεται συνηθέστερα σε μια άλλη, σύμφωνα με την επικρατούσα τεχνική των διπλών λόγων, για τη σημασία των οποίων έχουμε μιλήσει. Και τότε ο Θουκυδίδης παραθέτει δύο αντιτιθέμενες αναλύσεις που αναμετρώνται μεταξύ τους και η ετυμηγορία των γεγονότων, στην αφήγηση που ακολουθεί, θα καταλήξει σε κάτι ανάμεσα στις δύο. Όσο οι δύο αναλύσεις θα είναι πιο κοντά η μια στην άλλη τόσο θα μπορούμε να υπολογίσουμε πού παίζεται η διαφορά. Και όσο θα γίνονται περισσότερο γενικές, τόσο η έννοια της εξιστόρησης θ’ αποκτά ανθρώπινη διάσταση. Κάθε λέξη της αφήγησης θα είναι γεμάτη σημασία. Θα δούμε σε τι δικαιώθηκαν οι δύο θέσεις και εκείνο που επιβλήθηκε σαν λύση μεταξύ τους, στη συγκεκριμένη στιγμή, και για ποιό λόγο υπαγορεύθηκε εκ των προτέρων. Και από το γεγονός μάλιστα ότι αυτή η αφήγηση μας επαναφέρει σε βαθύτερες προηγούμενες αναλύσεις, θα γίνει όχι μόνο κατανοητό σε κάθε Λεπτομέρεια του αλλά πλούσιο σε διδάγματα για τα γεγονότα που «θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια». Τόσο λαμπερή είναι αυτή η επινόηση ώστε έχουμε τη διάθεση να προσθέσουμε: «Όπερ έδει δείξαι».
Δεν είναι δυνατόν να δώσουμε εδώ παραδείγματα, διότι συγκεκριμένα πρόκειται για ολότητες, όπου η κάθε λέξη αποκτά τη σημασία της σε συσχετισμό με μια αντίθετη ομιλία και με τη δοκιμασία των γεγονότων: δεν δείχνουμε έναν άξονα ή μια απομονωμένη ρόδα για να θαυμάσει κανείς το μηχανισμό του ρολογιού.
Επιπλέον, οι σχέσεις, μεταξύ ανάλυσης και επιβεβαίωσης των γεγονότων, αποκαθίστανται πολύ αργότερα, όταν μια πρόβλεψη καταλήγει να πραγματοποιηθεί μακροπρόθεσμα: πρέπει να τα δούμε όλα ή τίποτα.
Αντίθετα, είναι εύκολο να συλλάβουμε, ακόμα και σε μεμονωμένα παραδείγματα, την καθολική σημασία που φέρνουν στο έργο αυτές οι αναλύσεις.
Ο Περικλής, στην αρχή του πολέμου, είχε εξηγήσει ότι η Αθήνα δεν θα μπορούσε να παραιτηθεί από την αυτοκρατορία της:
«Ούτε πρέπει να νομίζετε ότι αγωνίζεσθε για ένα μόνο πράγμα, την ελευθερία ή την υποδούλωση, αλλά ότι αγωνίζεσθε και για να μη στερηθήτε από την εξουσία που έχετε, η οποία προκάλεσε τόση εναντίον σας έχθρα. Δεν είναι πια καιρός να παραιτηθείτε από την ηγεμονία σας αυτή, ακόμα κι αν μερικοί από σας, από φόβο των κινδύνων, θα το πρότειναν δείχνοντας το θάρρος τους αδρανώντας. Την ηγεμονία που έχετε, την ασκείτε πια σαν τυραννίδα, που η απόκτησή της θεωρείται άδικη, αλλά η παραίτηση απ' αυτήν θα ήταν επικίνδυνη» (Β, 63, 1-2).
Αναλύει ένα μηχανισμό που ισχύει για κάθε εξουσία εκτεθειμένη στο μίσος των υπηκόων της. Πρόκειται για μια γενικευμένη κατάσταση που οι απαιτήσεις της επιβάλλουν να συνεχίσουμε.
Η συνέχεια όμως του έργου δείχνει, ανάμεσα στους διαδόχους του Περικλή, τον Κλέωνα να μιλάει για την ιδέα της ανελέητης καταστολής σε περίπτωση εξέγερσης και μετά τον Αλκιβιάδη να αντλεί, από την ίδια κατάσταση, την ιδέα ότι επιβάλλονται καινούργιες κατακτήσεις:
«Δεν μπορούμε να καθορίζουμε αυστηρά, σαν να ήταν διαχείριση, τα όρια της ηγεμονίας μας, αλλά είμαστε αναγκασμένοι, αφού βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση, ν’ απειλούμε μερικούς ή να μην υποχωρούμε απέναντι άλλων, αφού ο κίνδυνος για μας είναι να υποταχθούμε υπό την ηγεμονία άλλων, αν δεν την ασκούμε εμείς στους άλλους» (Ζ, 18,3).
Η ανάλυση της κατάστασης, που είναι έγκυρη και σαφής, εξηγεί, χωρίς να χρειάζονται σχόλια, την εξέλιξη που παρεμβαίνει: αυτή η κατάσταση επέβαλε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, τις οποίες μπορούσαμε να υπολογίσουμε με κάποια φρόνηση. Η εξέλιξη, λόγω αυτών των υποχρεώσεων, υπαγόταν στο πλήθος των ενδεχομένων. Συνδεόταν με τη φύση της αυτοκρατορίας και μπορούσε να απειλήσει κάθε αυτοκρατορία που βασιζόταν στη δύναμη.
Ο Ηρόδοτος, για μια τέτοια εξέλιξη, θα είχε επικαλεσθεί έναν ηθικό κανόνα: θα είχε μιλήσει για ύβρι. Ο Θουκυδίδης εξηγεί με συλλογισμούς την πιθανότητα μιας εξέλιξης, που θα παραμόνευε, σε παρόμοια περίπτωση, και άλλους λαούς όσο και τους Αθηναίους.
Και μάλιστα δεν αρκείται σε αυτόν το βαθμό αφαίρεσης. Σε δύο κείμενα του έργου εμβαθύνει περισσότερο υποδεικνύοντας ποιά φιλοσοφία εφαρμόζει η αυτοκρατορία - τυραννία. Ένα από τα κείμενα αυτά είναι μοναδικό και συναρπαστικό. Γιατί εγκαταλείπει για μια φορά την αρχή της αντιπαράθεσης δύο δημηγοριών και επιλέγει τη μορφή του διαλόγου. Ο διάλογος (χυτός αντιτάσσει τους Αθηναίους, που χωρίς λόγο είχαν κατακτήσει το μικρό ουδέτερο νησί της Μήλου, και τους Μηλίους που, αν και ανίσχυροι, δεν θέλουν να υποχωρήσουν. Και ο παράξενος διάλογος! Αναλύει τις πολιτικές πιθανότητες και τις αιτίες της κατάκτησης, αναλύει όμως και τις σκέψεις για τον κόσμο που προϋποθέτει κάθε μια από τις δύο αυτές θέσεις. Και αποκαλύπτουμε τότε ξεκάθαρα ότι αυτή η αυτοκρατορία-τυραννία εφαρμόζει πλήρως μια θεωρία ρεαλιστική και χωρίς αυταπάτες: το δίκαιο του ισχυρότερου:
«Πιστεύουμε ό, τι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντοτε έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε εμείς πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχθούν και ξέρομε καλά ότι και σεις και οποιοιδήποτε άλλοι θα εκάνατε τα ίδια αν είχατε την δύναμή μας» (Ε, 105,2).
Δεν μπορούμε να φανταστούμε μια πιο γενική διατύπωση ούτε - πέρα από το περιστατικό των Αθηναίων- μια πιο αδυσώπητη απεικόνιση της φιλοσοφίας που εμπνέει η δύναμη. Εδώ επίσης οι αναλύσεις των σοφιστών έπαιξαν ασφαλώς ένα ρόλο αναπτύσσοντας ιδέες στις οποίες εδραζόταν ο ίδιος ρεαλισμός. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι είχε δοθεί από τότε στο κείμενο του Θουκυδίδη μια διάσταση που ξεπερνάει κατά πολύ το γεγονός. Στο επίπεδο αυτό, (ίλες οι βάναυσες κατακτήσεις είναι παρόμοιες. Και παραμένει σταθερό ότι, σε κάθε εισβολή που συνταράζει και προκαλεί αγανάκτηση, οι αναγνώστες του Θουκυδίδη, σε όλες τις εποχές, αναγνωρίζουν το πρότυπο που μας έδωσε η ιστορία του. Το κείμενο τους βοηθά και τους αγγίζει συναισθηματικά. Έτσι το θέλησε ο Θουκυδίδης. Βλέπουμε επίσης, για κάθε άδικη επίθεση, να προβάλλουν άρθρα που σχολιάζουν εκ νέου την επικαιρότητα του διαλόγου των Αθηναίων με τους Μηλίους. Πίσω από το γεγονός, χάραξε με τέλεια ευκρίνεια το νόημά του, σαφές και διαχρονικό.
Μία τέτοια μέθοδος περιλαμβάνει επιπλέον δύο πολύτιμα πλεονεκτήματα, για τα οποία πρέπει ν’ αποφύγουμε κάθε παρανόηση.
Κατ’ αρχήν, αυτές οι γενικότητες, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, δεν διατυπώνονται επώνυμα από το Θουκυδίδη. Είναι μέρος από τις αντίθετες θέσεις των ομιλητών. Άλλοτε επιβεβαιώνονται ή επιβεβαιώνονται εν μέρει, συχνά αποκαλύπτονται σε σχέση με τις αντίθετες θέσεις, ως περιληπτικές και πρόσκαιρες. Στην περίπτωση που μόλις αναφέραμε, οι Αθηναίοι έχουν σίγουρα δίκιο να αισθάνονται πιο ισχυροί. Και θα καταστρέφουν τη Μήλο. Αλλά η συμφωνία των πόλεων που ανησυχούν και είναι ήδη εχθρικές, θα καταλήξει στην καταστροφή της Αθήνας. Ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του όλα τα στοιχεία για να αντιληφθεί αλλά εναπόκειται σε αυτόν να βγάλει τα συμπεράσματα ή, τουλάχιστον, να υπολογίσει τη δυσκολία του προβλήματος. Η οξυδερκής μέθοδος του Θουκυδίδη είναι η πιο αντικειμενική που υπάρχει.
Εξάλλου, η πολύ πνευματική πλευρά αυτής της μεθόδου και ο τρόπος της απόδειξης δεν πρέπει να μας ξεγελάει: δεν δίνει στο έργο τίποτα το στεγνό ή το θεωρητικό, εντελώς το αντίθετο. Να κατανοήσουμε, να κατανοήσουμε αληθινά, κάθε φορά, περί τίνος πρόκειται, αυτό που υπάρχει κίνδυνος να συμβεί, αυτό στο οποίο ο καθένας υπολογίζει, σημαίνει επίσης ότι γινόμαστε ευαίσθητοι στην αξία κάθε λεπτομέρειας, που από δω και πέρα αποκτά εξαιρετική σημασία. Έτσι, όταν έχουμε καταλάβει εξαρχής τη σπουδαιότητα για την Αθήνα, την τόσο επιδέξια στη θάλασσα, να έχει σε μια ναυμαχία άνεση χώρου, ώστε να χρησιμοποιήσει την τέχνη της, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ναυμαχίας με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνοι που τη διεξάγουν. Την παρακολουθούμε όπως ένα παιχνίδι που γνωρίζουμε καλά και όπου ξέρουμε κάθε στιγμή τι θα στοιχίσει και τι θα επιφέρει η κάθε κίνηση. Καταλαβαίνουμε τη δυσκολία που είχαν παραπλέοντας την ακτή, την ήττα που προέκυψε, αλλά επίσης το τίμημα της δοθείσης ευκαιρίας, την ποιότητα του ελιγμού που άλλαξε τα πάντα, και δοκιμάζουμε σχεδόν μια διανοητική απόλαυση βλέποντας τον αντίπαλο να χάνει το λογικό του, να διασπά τις γραμμές του, όπως είχε προβλεφθεί. Αυτό συνέβη στη Ναύπακτο (Β, 87-92). Παρακολουθούμε επίσης με την ίδια αυξημένη ένταση τις προσπάθειες του αθηναϊκού στόλου, που βρίσκεται περιορισμένος στο λιμάνι των Συρακουσών, χωρίς να διαθέτει κανένα χώρο για ελιγμούς και που υφίσταται αδιάκοπες εφόδους. Αυτή τη φορά πρόκειται για την τύχη ολόκληρης της εκστρατείας στη Σικελία. Οι εξηγήσεις για τις δυσκολίες της μάχης, σε τέτοιες συνθήκες, έχουν περιγραφεί εκτεταμένα. Τώρα είναι η αποφασιστική στιγμή. Και για να εντείνει τη συγκίνηση, ο συγκροτημένος Θουκυδίδης περιγράφει την αγωνία των Αθηναίων που παραμονεύουν από τη στεριά, πιστεύουν ότι σώζονται, πιστεύουν ότι χάνονται - ως τον πανικό που σημαδεύει την τελική καταστροφή και τον οποίον ο Θουκυδίδης περιγράφει με έμφαση. Εάν κατανοήσουμε -όπως οι Αθηναίοι επί τόπου κατανοούσαν τι παιζόταν εκεί - τα γεγονότα γίνονται πιο κοντινά και μας συγκινούν. Αυτό ονομάζεται μέθεξη: ο Θουκυδίδης ήταν σύγχρονος της τραγωδίας όσο και της σοφιστικής.
Το αποτέλεσμα αυτής της εξαιρετικής μεθόδου είναι διπλό.
Υπάρχει εδώ, κατά κάποια έννοια, το ίδιο το πρότυπο του ελληνικού και αθηναϊκού φαινομένου που έχουμε την πρόθεση να προβάλουμε σε αυτό το βιβλίο. Ο Θουκυδίδης, πράγματι, δήλωσε με παρρησία και σαφήνεια τη φιλοδοξία του να κατακτήσει μια αλήθεια που να διατηρεί την αξία της και για άλλες εποχές και για άλλες περιστάσεις. Είχε συνείδηση αυτού που έκανε και δεν έκρυβε την υπερηφάνειά του ως προς αυτό. Και το αποτέλεσμα ήταν σύμφωνο με την επιθυμία του. Το έργο, γραμμένο με προοπτική το μέλλον και με προβάδισμα στο καθολικό, διαβάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από όλες τις δυτικές χώρες, όχι μόνο από τους ιστορικούς και τους λάτρεις των ωραίων κείμενων αλλά και ανθρώπους που τους απασχόλησε είτε η πολιτική της εποχής είτε η πολιτική φιλοσοφία γενικότερα. Από τους διάσημους μεταφραστές του Θουκυδίδη, ο Έλληνας πολιτικός Βενιζέλος από παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση και ο Άγγλος φιλόσοφος Hobbes για τη δεύτερη. Τα βιβλία και τα άρθρα για το Θουκυδίδη δεν μετρούνται! είναι γεμάτα έκπληξη για τη συμφωνία των λύσεων του Θουκυδίδη με την εποχή τους, για λόγους και χαρακτήρες που είναι κάθε φορά διαφορετικοί, βάρη στην πολυπλοκότητα της εικόνας που μας δίνει ο ιστορικός.
Αυτό είναι γνωστό. Καμιά μελέτη για το Θουκυδίδη δεν π λείπει να το υπογραμμίζει. Το σημαντικό όμως για το θέμα μας ναι να δούμε ως ποιό σημείο αυτό το αποτέλεσμα αναζητήθηκε με διαύγεια και τόλμη, κατά πόσον προσέγγισε τον προσανατολισμό του ελληνισμού γενικά και τι όφειλε στις ανακαλύψεις σύγχρονης Αθήνας. Η τέχνη του λόγου έγινε στο Θουκυδίδη το μέσον για την ανάλυση σε βάθος των γεγονότων και η αγάπη για διαμάχη των ιδεών έγινε το μέσον για να δοθεί σε μια συγκεκριμένη αφήγηση ένα αφηρημένο αντίγραφο, κατανοητό και αφομοιώσιμο από όλους. Όταν στην περίπτωσή του, επαναλαμβάνουμε την ερώτησή μας: «Γιατί η Ελλάδα; Σε τι οφείλεται αυτή η επιβίωση και η ακτινοβολία μέσα στο χρόνο;», η απάντηση είναι σα διότι αυτή η επιβίωση και η ακτινοβολία, χάρη σε μια ελεύθερη τολμηρή επιλογή, επιδιώχθηκαν και αναζητήθηκαν σκόπιμα.
Οπωσδήποτε, ακριβώς επειδή ο Θουκυδίδης είναι μια οριακή περίπτωση, μας ανοίγει προοπτικές λίγο διαφορετικές από άλλες. Ο ελληνικός 5ος αιώνας είδε τη γέννηση της ιστορίας. Η Αθήνα του Περικλή είδε και ανέδειξε τη γέννηση μιας ιστορίας εντελώς πολιτικής, συγχρόνως κριτικής και ρεαλιστικής - γενικά την ιστορία που θα υιοθετούσαν οι επόμενοι αιώνες. Αντίθετα, κανένας πια δεν επιχείρησε να γράψει την ιστορία με τον τρόπο του Θουκυδίδη, παρεμβάλλοντας μια ερμηνεία σε βάθος, στην καρδιά αντικειμενικής έκθεσης, δημιουργώντας από την αφήγηση ένα είδος απόδειξης. Κανείς ποτέ δεν έχει εισαγάγει στην ιστορία αυτά τα γενικά αξιώματα, παραθέτοντας αντικρουόμενα επιχειρήματα, ούτε όλες αυτές τις σκέψεις που μιλούν για τον άνθρωπο, για την «ανθρώπινη φύση», για όσα «συμβαίνουν γενικά» μια ή στην άλλη δεδομένη κατάσταση και για ποιό λόγο. Ο Θουκυδίδης κατεχόταν από τον ενθουσιασμό που παρακινούσε τη επιθυμία του να κατανοήσει σε βάθος τα γεγονότα που έζησε, να αναγνωρίσει σε αυτά οικουμενικά χαρακτηριστικά και να θέλει να τα φέρει στην επιφάνεια με την τέλεια γνώση του για την τέχνη της διαπάλης των ιδεών. Θέλησε να περιλάβει τα πάντα στο έργο του. Και κανείς μετά από αυτόν δεν είχε την τόλμη να διακινδυνεύσει παρόμοιο εγχείρημα. Η πολιτική ιστορία επέζησε ως την εποχή μας -χωρίς δημηγορίες και χωρίς αναφορές στην ανθρώπινη φύση. Και δίπλα στην ιστορία γεννήθηκαν όλες οι επιστήμες που εγκαινίασε και συνέδεσε με την ιστορία: η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η πολεμική, η στρατηγική, η πολιτική φιλοσοφία... Η πνευματική του φιλοδοξία ήταν τέτοια ώστε το έργο του μας προσφέρει το θέλγητρο για όλες αυτές τις επιστήμες που χειρίστηκαν οι ρήτορες, που επιβεβαιώθηκαν από τα γεγονότα, που συνοψίσθηκαν σε διατυπώσεις εντυπωσιακές και συχνά με πολλές αποχρώσεις. Τις ήθελε στην υπηρεσία της ιστορίας, αλλά οπωσδήποτε αυτός τις ανακάλυψε και τις προώθησε. Προσάρτησε σε αυτές το «ανθρώπινο»: από αυτόν ξεκίνησαν πολλές από τις δικές μας «επιστήμες του ανθρώπου».
Έτσι πρόσφερε στον πολιτισμό μας όχι μόνο την απροσδόκητη επικαιρότητα, που διατηρεί παντοτινά το έργο του, αλλά την ερευνητικότητα και τις φιλοδοξίες, που η ιστορία μετά από αυτόν εγκατέλειψε για να τις δει να ξαναγεννιούνται αργότερα ως ανεξάρτητες οντότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου