Το τι είναι ο χρόνος είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων και οι μυθολογίες, καθώς και οι δοξασίες των διαφόρων λαών ανά την υφήλιο το δείχνουν καθαρά. Εμείς οι άνθρωποι για μερικά πράγματα, όσον αφορά τον χρόνο, είμαστε απόλυτα βέβαιοι, όπως για τη μη αντιστρεψιμότητα των γεγονότων, που αποτελεί αυτό που λέμε το βέλος του χρόνου και σημαίνει ότι ο χρόνος για εμάς έχει μόνο μία κατεύθυνση από το παρελθόν προς το παρόν και εν συνεχεία προς το μέλλον. Και αυτό, όμως, όπως και όλες οι άλλες εκδηλώσεις αυτού του κόσμου, αποτελεί μία φαινομενική αντίληψη δική μας και όχι μία ιδιότητα του χρόνου του ίδιου. Στην εποχή μας έγιναν τεράστιες πρόοδοι στις επιστήμες, που επέτρεψαν να αναθεωρήσουμε πολλές από τις βασικές έννοιες που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα.
Σήμερα, οι βασικές επιστήμες που περιγράφουν τη σύγχρονη αντίληψή μας για τον κόσμο είναι η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, που εξηγεί τον μακρόκοσμο, και η Kβαντική Φυσική, που εξηγεί τον μικρόκοσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, τα οποία, όπως είναι γνωστό, συμπεριφέρονται και σαν κύματα, εξαρτώμενα για το αν λαμβάνουν τη μορφή σωματιδίου, από το αν τα παρατηρούμε ή όχι. Ήδη από εποχής Αϊνστάιν, οι δύο αυτές θεωρίες βρίσκονταν σε αντίθεση, δεδομένου ότι επί μέρους θεωρίες που εισήγαγε η Κβαντική Φυσική, όπως η λεγόμενη «μη-τοπικότητα» και το θεωρητικό πείραμα «της γάτας του Schrödinger» εμφανίζονταν ως τέτοια παράδοξα που έκαναν τη Θεωρία της Σχετικότητας να κλονίζεται εκ βάθρων και τον Αϊνστάιν να αντιδρά πολύ έντονα.
Ειδικότερα, όταν διατυπώθηκε η θεωρία της «μη-τοπικότητας», που προέβλεπε πως γεγονότα που συμβαίνουν σ’ ένα σημείο, μπορούν να επηρεάσουν γεγονότα σ’ ένα άλλο πολύ απομακρυσμένο σημείο και ότι πληροφορίες μπορούν να μεταδοθούν αστραπιαία από το ένα σημείο στο άλλο, ακόμη και αν απέχουν τεράστιες αποστάσεις μεταξύ τους, καταλύοντας κάθε έννοια χώρου και χρόνου, έκαναν τον Einstein να δηλώσει το περίφημο: «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με το Σύμπαν».
Έτσι, το 1935 ο Αϊνστάιν εξαπολύει την τελική του επίθεση εναντίον της Κβαντικής Φυσικής, διατυπώνοντας το θεωρητικό πείραμα, που οδηγούσε σ’ ένα ακόμη παράδοξο, γνωστό ως «EPR» (από τα αρχικά των συνερευνητών Einstein, Podolsky, Rosen). Αμφισβητούσε, έτσι, με αυτόν τον τρόπο ότι η Κβαντομηχανική μπορεί να περιγράψει την πραγματικότητα και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά είναι μία ατελής θεωρία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, ήταν αναγκαία η εισαγωγή κάποιων επιπλέον μεταβλητών (των περίφημων «κρυμμένων μεταβλητών») που θα εξαφάνιζαν την απροσδιοριστία και τη μη-τοπικότητα της Κβαντικής Φυσικής. Ατυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για την αλήθεια και τη γνώση, ο φυσικός John Stewart Bell, με τη διατύπωση του «θεωρήματος Bell», έβαλε ταφόπλακα σε κάθε θεωρία κρυμμένων μεταβλητών και τελικώς ο φυσικός Alain Aspect το 1982 επιβεβαίωσε πειραματικά τη θεωρία του.
Έτσι, οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις έχουν επιβεβαιωθεί και πειραματικά και υπάρχουν πολλές εφαρμογές τους στη σημερινή επιστήμη και τεχνολογία. Παρ’ όλα αυτά από εποχής Αϊνστάιν, οι επιστήμονες προσπαθούν να ενοποιήσουν τις θεωρίες αυτές και να βρουν πιο βασικές και πιο απλές αρχές που να διέπουν τα πάντα στον κόσμο μας, από την κίνηση των γαλαξιών, μέχρι τα στοιχειώδη σωματίδια στα άδυτα της ύλης. Κάθε μία απ’ αυτές τις θεωρίες λύνει μερικά από τα παράδοξα των άλλων θεωριών, αλλά δυστυχώς εισάγει καινούριες υποθέσεις και επομένως εισάγει καινούρια παράδοξα, που πρέπει με τη σειρά τους να επιλυθούν.
Για παράδειγμα, ότι ο χρόνος είναι συνεχής και γραμμικός και ότι η ταχύτητα του φωτός είναι μοναδική και αξεπέραστη στο Σύμπαν. Παρ’ όλα αυτά παρατηρούμε γαλαξίες που φαίνονται να απομακρύνονται με αδιανόητα μεγαλύτερες ταχύτητες από αυτήν του φωτός, ενώ στοιχειώδη σωματίδια ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους, ευρισκόμενα σε τεράστιες αποστάσεις το ένα από το άλλο («φαινόμενο της εμπλοκής, ή σύζευξης σωματιδίων»). Ο κύριος λόγος για όλα αυτά τα κενά και τις ανακολουθίες που έχουν προκύψει στις σύγχρονες επιστήμες είναι προφανώς το γεγονός ότι δεν έχει επαρκώς διερευνηθεί και κατανοηθεί η έννοια χρόνος και ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της φυσικής.
Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται σήμερα να καλύψει μία νέα θεωρία, η οποία αναθεωρεί δραστικά την έννοια του χρόνου, αναδιατάσσει όλες τις κατεστημένες αντιλήψεις μας για τις δύο βασικές συντεταγμένες του αισθητού κόσμου, δηλαδή του χρόνου και του χώρου και απαντάει ταυτόχρονα σε διάφορα άλλα ουσιώδη ερωτήματα, όπως το τι είναι το ένστικτο και η διαίσθηση. Έτσι, η θεωρία αυτή δίνει με ακριβή και μαθηματικά τεκμηριωμένο τρόπο την πολυπόθητη εξήγηση για το τι υπάρχει πίσω από τις σύγχρονες θεωρίες, αντί-ύλη, αντί-βαρύτητα, μαύρη ενέργεια, μαύρες τρύπες και άλλα, και πως είναι δυνατόν να λειτουργούν στην πραγματικότητα, χωρίς παράδοξα. Αυτή η πρόσφατα, λοιπόν, δημοσιευμένη θεωρία έρχεται ν’ ανοίξει ένα νέο μεγάλο παράθυρο στη συνειδητότητά μας, ως παράθυρο αυτογνωσίας, προκειμένου να προσεγγίσουμε καλύτερα την έννοια και την ουσία του χρόνου.
Η θεωρία αυτή λέγεται Θεωρία της Διττότητας (Doubling Theory) και έχει διατυπωθεί από τον φυσικό Jean-Pierre Garnier Malet, του οποίου αποτελεί προϊόν 17χρονης εργασίας. Η επιστήμη που έχει αναπτυχθεί, μέσω αυτής της επιστημονικής ανακάλυψης για την υφή του χρόνου και όχι μόνο, αποκαλύπτει τα μυστικά του χρόνου και αλλάζει άρδην τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και τις ζωές μας.
Επίσης, η νέα αυτή επιστήμη, όπως συμβαίνει, άλλωστε, με όλες τις νεότερες φυσικές επιστήμες, ανακαλύπτει και πάλι και συγκλίνει απόλυτα με τις γνώσεις των αρχαίων Eλλήνων για το Σύμπαν, τον άνθρωπο και τη ζωή. Παράλληλα, έρχεται να απαντήσει σε πολλά ερωτηματικά μας και να εξηγήσει διάφορα ανεξήγητα φαινόμενα, όπως οι διαισθήσεις, τα ένστικτα και τα προαισθήματα, που μέχρι σήμερα κινούνταν στα όρια του μεταφυσικού και να δώσει ερμηνείες για τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ή λειτουργούμε στη ζωή μας, καθώς και τόσα άλλα.
Η Θεωρία της Διττότητας βασίζεται σε φαινόμενα που προβλέπονται από την Κβαντική Φυσική, όπως το φαινόμενο της «κβαντικής εμπλοκής ή διεμπλοκής», ή και «κβαντικής σύζευξης», όπου δύο σωματίδια που δημιουργούνται μαζί, μένουν σε κατάσταση εμπλοκής, ασχέτως του χώρου που θα βρεθούν και που μεσολαβεί πλέον μεταξύ τους και ακόμη κι’ αν βρεθεί το ένα από τα δύο σε οποιαδήποτε απόσταση μακριά, η όποια επίδραση στο ένα από τα δύο, έχει σαν συνέπεια την ακαριαία αντίδραση του άλλου.
Αναλογικά, η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι υπάρχουμε σε δύο κόσμους και σε δύο χρόνους ταυτόχρονα, έναν στο παρόν και έναν στο μέλλον και ότι εμείς μπορούμε και επικοινωνούμε υποσυνείδητα με τον «δεύτερο» εαυτό μας σε εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες, κατά πολύ μεγαλύτερες της ταχύτητας του φωτός, που θεωρείται όριο για τη Θεωρία της Σχετικότητας, αλλά καταρρίπτεται με τη θεωρία της Διττότητας και την ανακάλυψη του Alain Aspect, που επιβεβαίωσε πειραματικά το φαινόμενο της «κβαντικής εμπλοκής» και πήρε βραβείο Νόμπελ γι’ αυτό. Συγκεκριμένα ο φυσικός Alain Aspect απέδειξε πειραματικά ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, τα υποατομικά σωματίδια μπορούν να επικοινωνούν ακαριαία μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την απόσταση που τα χωρίζει, ακόμη και αν αυτή η διαφορά στην απόσταση είναι τεράστια, όπως για παράδειγμα ανεξάρτητα αν είναι ένα μέτρο, ή ένα δισεκατομμύριο χιλιόμετρα!
Η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι ο χρόνος δεν είναι συνεχής και γραμμικός, όπως εμείς έχουμε την αίσθηση στην καθημερινότητα, αλλά ρέει κατά διακεκομμένες απειροελάχιστες σε διάρκεια στιγμές που δεν γίνονται αντιληπτές από τα αισθητήρια όργανά μας, ώστε τελικώς να μας δίνεται η εντύπωση μιάς συνεχούς ροής του χρόνου.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Διττότητας, η ροή του χρόνου έχει άλλη ταχύτητα σε κάθε πραγματικότητα, δηλαδή η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται οι μικρές ανεξάρτητες στιγμές του χρόνου είναι διαφορετική στο παρελθόν, που είναι στην ουσία μία πραγματικότητα όπου οι στιγμές κυλούν πολύ πιο αργά απ’ ότι στο παρόν, ενώ αντίθετα στο μέλλον οι στιγμές ρέουν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι στο παρόν. Έτσι, υπάρχουν τρία όρια ταχυτήτων, αυτή του παρόντος, που είναι η ταχύτητα του φωτός, δηλαδή 300.000 km/sec και δύο άλλες πολύ μεγαλύτερες που αφορούν το μέλλον, από τις οποίες η ταχύτερη είναι κάτι λιγότερο από τρία εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός και συγκεκριμένα 857 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο!
Βασικά, η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι υπάρχουν ταυτόχρονα τρεις πραγματικότητες που μας αφορούν, αυτές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, οι οποίες κυριαρχούνται από τρεις διαφορετικές ταχύτητες μη αντιληπτές στον άνθρωπο, αλλά αντιληπτές από κάποιον παρατηρητή που βρίσκεται έξω από τον ορίζοντα της δικής μας πραγματικότητας, δηλαδή έξω από τις χωροχρονικές διαστάσεις αυτού του κόσμου που ζούμε αυτή τη στιγμή. Έτσι λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα αυτής της Θεωρίας είναι ότι υπάρχει επικοινωνία μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος και συνεπώς μεταξύ της υλικής μας υπόστασης στο παρόν και του άλλου εαυτού μας, που υπάρχει σε μία μελλοντική διάσταση του χρόνου και για να το γενικεύσουμε, όλα στο σύμπαν είναι διττά, δηλαδή ζούμε σε δύο πραγματικότητες και άρα σε δύο διαφορετικές ροές χρόνου.
Ο διττός μας εαυτός ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα μεταξύ των τριών χρόνων, αντλώντας γνώση πληροφοριών που ανάγονται σε άλλους χρόνους από τον δικό μας και η τεράστια επιτάχυνση των χρονικών στιγμών σε αυτό που αποκαλούμε μέλλον επιτρέπει στον διττό εαυτό μας να ελέγξει τις επιπτώσεις των πράξεων μας, πριν εμείς τις ζήσουμε στο παρόν μας, όπως και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές προβλέπουν την εξέλιξη του καιρού πριν τη ζήσουμε εμείς.
Στην αργή ροή, δηλαδή στο παρελθόν, μπορεί και αντλεί πληροφορίες για όλα αυτά που εναρμονίζονται μ’ εμάς, ενώ στην εξαιρετικά γρήγορη ροή που είναι το μέλλον, μπορεί και βλέπει τις επιπτώσεις των σκέψεων, των πράξεων και γενικά της δράσης μας στην τωρινή πραγματικότητα.
Αυτό που συμβαίνει, δηλαδή, είναι ότι βρισκόμαστε στην προνομιούχο θέση να παίρνουμε πληροφορίες από έναν διττό εαυτό, πριν ακόμη λάβουμε γνώση αυτού που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε στο μέλλον, μέσω των δικών μας σκέψεων και ενεργειών.
Ας σημειωθεί, ότι αυτή η επικοινωνία μεταξύ των δύο εαυτών μας γίνεται κυρίως κατά τη φάση REM του ύπνου (ονειρική φάση), που είναι το στάδιο εκείνο του ύπνου με την πιο μεγάλη διανοητική δραστηριότητα και κατά συνέπεια κατά τη διάρκεια αυτού του πολύ ιδιαίτερου και σημαντικού σταδίου του ύπνου, ο διττός εαυτός μας τακτοποιεί τα δυναμικά, που έχουμε διαταράξει από τις συνειδητές και υποσυνείδητες σκέψεις της ημέρας.
Αυτή η λειτουργία κρίνεται ως πολύ σημαντική για τη ζωή μας, δεδομένου ότι έτσι ψάχνουμε στο παρελθόν και στο μέλλον τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να εμπλουτίσουμε τη συνολική μας μνήμη, η οποία είναι αυτή που μας κάνει να ζούμε στο παρόν με ευταξία και ισορροπία σε όλα τα επίπεδα και αποδεικνύεται η σημαντικότητά της με το γεγονός ότι αν στερηθούμε τον ύπνο REM για 2-3 εβδομάδες πεθαίνουμε.
Έτσι, έχοντας τη δυνατότητα να ζούμε σε δύο διαφορετικές χρονικές διαστάσεις, μπορούμε να παίρνουμε πληροφορίες από το μέλλον και να τις αξιοποιούμε στο τώρα. Προφανώς με αυτόν τον τρόπο, ο τωρινός μας εαυτός μπορεί να κάνει την καλύτερη δυνατή σύνθεση πληροφοριών, αφού έχει προς αξιοποίηση πληροφορίες που έχει αναλύσει ο διττός μας εαυτός στο μέλλον και ως εκ τούτου, ζώντας στο παρών, αξιοποιούμε όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον… Έτσι, βρίσκουμε και πάλι τη ζωτική συνθήκη εκείνη, την απαραίτητη για την ευζωία και την αρμονία σώματος και ψυχής, δηλαδή την ιδανική «τριάδα», όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, την οποία ο Πλάτων περιγράφει με αυτόν τον τρόπο: «Για να ζούμε, αρκεί να είμαστε εκείνος ο οποίος ήταν, εκείνος ο οποίος είναι και εκείνος ο οποίος θα είναι».
Εύκολα αντιλαμβανόμαστε τις πρακτικές εφαρμογές που προκύπτουν από αυτήν την ανακάλυψη, με πρώτη την εξισορρόπηση της ανθρώπινης υγείας, μέσω των ανοιγμάτων του χρόνου, με θεαματικά αποτελέσματα σε όλα τα προβλήματα ψυχικής και οργανικής ανισορροπίας και κατά δεύτερο λόγο την ερμηνεία και ανάλογη αξιοποίηση φαινομένων, όπως των φαινομένων πλασίμπο, των déjà vu, των διαισθητικών, της ενόρασης, των παιδιών indigo, της θεραπευτικής επίδρασης μέσω της ομοιοπαθητικής και άλλων. Σαν συμπέρασμα θα θέλαμε να επισημάνουμε το γεγονός, το οποίο από μόνο του είναι εξαιρετικά σημαντικό με πολυδιάστατη απήχηση σε όλες τις παραμέτρους της ζωής μας, ότι όλες αυτές οι κυρίαρχες λειτουργίες στη ζωή μας συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον ενεργειακής φύσης, ανταλλαγής κυματικής φύσης πληροφοριών, αποθήκευσης και ανάκλησης μνήμης και μίας σύνθετης διαδικασίας ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και σύγκρισης και επιλογής στοιχείων, που θυμίζει πολύ τους σύγχρονους υπολογιστές, τα σύγχρονα δίκτυα υπολογιστικών συστημάτων και το διαδίκτυο (internet)!
Σήμερα, οι βασικές επιστήμες που περιγράφουν τη σύγχρονη αντίληψή μας για τον κόσμο είναι η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, που εξηγεί τον μακρόκοσμο, και η Kβαντική Φυσική, που εξηγεί τον μικρόκοσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, τα οποία, όπως είναι γνωστό, συμπεριφέρονται και σαν κύματα, εξαρτώμενα για το αν λαμβάνουν τη μορφή σωματιδίου, από το αν τα παρατηρούμε ή όχι. Ήδη από εποχής Αϊνστάιν, οι δύο αυτές θεωρίες βρίσκονταν σε αντίθεση, δεδομένου ότι επί μέρους θεωρίες που εισήγαγε η Κβαντική Φυσική, όπως η λεγόμενη «μη-τοπικότητα» και το θεωρητικό πείραμα «της γάτας του Schrödinger» εμφανίζονταν ως τέτοια παράδοξα που έκαναν τη Θεωρία της Σχετικότητας να κλονίζεται εκ βάθρων και τον Αϊνστάιν να αντιδρά πολύ έντονα.
Ειδικότερα, όταν διατυπώθηκε η θεωρία της «μη-τοπικότητας», που προέβλεπε πως γεγονότα που συμβαίνουν σ’ ένα σημείο, μπορούν να επηρεάσουν γεγονότα σ’ ένα άλλο πολύ απομακρυσμένο σημείο και ότι πληροφορίες μπορούν να μεταδοθούν αστραπιαία από το ένα σημείο στο άλλο, ακόμη και αν απέχουν τεράστιες αποστάσεις μεταξύ τους, καταλύοντας κάθε έννοια χώρου και χρόνου, έκαναν τον Einstein να δηλώσει το περίφημο: «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με το Σύμπαν».
Έτσι, το 1935 ο Αϊνστάιν εξαπολύει την τελική του επίθεση εναντίον της Κβαντικής Φυσικής, διατυπώνοντας το θεωρητικό πείραμα, που οδηγούσε σ’ ένα ακόμη παράδοξο, γνωστό ως «EPR» (από τα αρχικά των συνερευνητών Einstein, Podolsky, Rosen). Αμφισβητούσε, έτσι, με αυτόν τον τρόπο ότι η Κβαντομηχανική μπορεί να περιγράψει την πραγματικότητα και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά είναι μία ατελής θεωρία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, ήταν αναγκαία η εισαγωγή κάποιων επιπλέον μεταβλητών (των περίφημων «κρυμμένων μεταβλητών») που θα εξαφάνιζαν την απροσδιοριστία και τη μη-τοπικότητα της Κβαντικής Φυσικής. Ατυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για την αλήθεια και τη γνώση, ο φυσικός John Stewart Bell, με τη διατύπωση του «θεωρήματος Bell», έβαλε ταφόπλακα σε κάθε θεωρία κρυμμένων μεταβλητών και τελικώς ο φυσικός Alain Aspect το 1982 επιβεβαίωσε πειραματικά τη θεωρία του.
Έτσι, οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις έχουν επιβεβαιωθεί και πειραματικά και υπάρχουν πολλές εφαρμογές τους στη σημερινή επιστήμη και τεχνολογία. Παρ’ όλα αυτά από εποχής Αϊνστάιν, οι επιστήμονες προσπαθούν να ενοποιήσουν τις θεωρίες αυτές και να βρουν πιο βασικές και πιο απλές αρχές που να διέπουν τα πάντα στον κόσμο μας, από την κίνηση των γαλαξιών, μέχρι τα στοιχειώδη σωματίδια στα άδυτα της ύλης. Κάθε μία απ’ αυτές τις θεωρίες λύνει μερικά από τα παράδοξα των άλλων θεωριών, αλλά δυστυχώς εισάγει καινούριες υποθέσεις και επομένως εισάγει καινούρια παράδοξα, που πρέπει με τη σειρά τους να επιλυθούν.
Για παράδειγμα, ότι ο χρόνος είναι συνεχής και γραμμικός και ότι η ταχύτητα του φωτός είναι μοναδική και αξεπέραστη στο Σύμπαν. Παρ’ όλα αυτά παρατηρούμε γαλαξίες που φαίνονται να απομακρύνονται με αδιανόητα μεγαλύτερες ταχύτητες από αυτήν του φωτός, ενώ στοιχειώδη σωματίδια ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους, ευρισκόμενα σε τεράστιες αποστάσεις το ένα από το άλλο («φαινόμενο της εμπλοκής, ή σύζευξης σωματιδίων»). Ο κύριος λόγος για όλα αυτά τα κενά και τις ανακολουθίες που έχουν προκύψει στις σύγχρονες επιστήμες είναι προφανώς το γεγονός ότι δεν έχει επαρκώς διερευνηθεί και κατανοηθεί η έννοια χρόνος και ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της φυσικής.
Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται σήμερα να καλύψει μία νέα θεωρία, η οποία αναθεωρεί δραστικά την έννοια του χρόνου, αναδιατάσσει όλες τις κατεστημένες αντιλήψεις μας για τις δύο βασικές συντεταγμένες του αισθητού κόσμου, δηλαδή του χρόνου και του χώρου και απαντάει ταυτόχρονα σε διάφορα άλλα ουσιώδη ερωτήματα, όπως το τι είναι το ένστικτο και η διαίσθηση. Έτσι, η θεωρία αυτή δίνει με ακριβή και μαθηματικά τεκμηριωμένο τρόπο την πολυπόθητη εξήγηση για το τι υπάρχει πίσω από τις σύγχρονες θεωρίες, αντί-ύλη, αντί-βαρύτητα, μαύρη ενέργεια, μαύρες τρύπες και άλλα, και πως είναι δυνατόν να λειτουργούν στην πραγματικότητα, χωρίς παράδοξα. Αυτή η πρόσφατα, λοιπόν, δημοσιευμένη θεωρία έρχεται ν’ ανοίξει ένα νέο μεγάλο παράθυρο στη συνειδητότητά μας, ως παράθυρο αυτογνωσίας, προκειμένου να προσεγγίσουμε καλύτερα την έννοια και την ουσία του χρόνου.
Η θεωρία αυτή λέγεται Θεωρία της Διττότητας (Doubling Theory) και έχει διατυπωθεί από τον φυσικό Jean-Pierre Garnier Malet, του οποίου αποτελεί προϊόν 17χρονης εργασίας. Η επιστήμη που έχει αναπτυχθεί, μέσω αυτής της επιστημονικής ανακάλυψης για την υφή του χρόνου και όχι μόνο, αποκαλύπτει τα μυστικά του χρόνου και αλλάζει άρδην τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και τις ζωές μας.
Επίσης, η νέα αυτή επιστήμη, όπως συμβαίνει, άλλωστε, με όλες τις νεότερες φυσικές επιστήμες, ανακαλύπτει και πάλι και συγκλίνει απόλυτα με τις γνώσεις των αρχαίων Eλλήνων για το Σύμπαν, τον άνθρωπο και τη ζωή. Παράλληλα, έρχεται να απαντήσει σε πολλά ερωτηματικά μας και να εξηγήσει διάφορα ανεξήγητα φαινόμενα, όπως οι διαισθήσεις, τα ένστικτα και τα προαισθήματα, που μέχρι σήμερα κινούνταν στα όρια του μεταφυσικού και να δώσει ερμηνείες για τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ή λειτουργούμε στη ζωή μας, καθώς και τόσα άλλα.
Η Θεωρία της Διττότητας βασίζεται σε φαινόμενα που προβλέπονται από την Κβαντική Φυσική, όπως το φαινόμενο της «κβαντικής εμπλοκής ή διεμπλοκής», ή και «κβαντικής σύζευξης», όπου δύο σωματίδια που δημιουργούνται μαζί, μένουν σε κατάσταση εμπλοκής, ασχέτως του χώρου που θα βρεθούν και που μεσολαβεί πλέον μεταξύ τους και ακόμη κι’ αν βρεθεί το ένα από τα δύο σε οποιαδήποτε απόσταση μακριά, η όποια επίδραση στο ένα από τα δύο, έχει σαν συνέπεια την ακαριαία αντίδραση του άλλου.
Αναλογικά, η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι υπάρχουμε σε δύο κόσμους και σε δύο χρόνους ταυτόχρονα, έναν στο παρόν και έναν στο μέλλον και ότι εμείς μπορούμε και επικοινωνούμε υποσυνείδητα με τον «δεύτερο» εαυτό μας σε εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες, κατά πολύ μεγαλύτερες της ταχύτητας του φωτός, που θεωρείται όριο για τη Θεωρία της Σχετικότητας, αλλά καταρρίπτεται με τη θεωρία της Διττότητας και την ανακάλυψη του Alain Aspect, που επιβεβαίωσε πειραματικά το φαινόμενο της «κβαντικής εμπλοκής» και πήρε βραβείο Νόμπελ γι’ αυτό. Συγκεκριμένα ο φυσικός Alain Aspect απέδειξε πειραματικά ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, τα υποατομικά σωματίδια μπορούν να επικοινωνούν ακαριαία μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την απόσταση που τα χωρίζει, ακόμη και αν αυτή η διαφορά στην απόσταση είναι τεράστια, όπως για παράδειγμα ανεξάρτητα αν είναι ένα μέτρο, ή ένα δισεκατομμύριο χιλιόμετρα!
Η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι ο χρόνος δεν είναι συνεχής και γραμμικός, όπως εμείς έχουμε την αίσθηση στην καθημερινότητα, αλλά ρέει κατά διακεκομμένες απειροελάχιστες σε διάρκεια στιγμές που δεν γίνονται αντιληπτές από τα αισθητήρια όργανά μας, ώστε τελικώς να μας δίνεται η εντύπωση μιάς συνεχούς ροής του χρόνου.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Διττότητας, η ροή του χρόνου έχει άλλη ταχύτητα σε κάθε πραγματικότητα, δηλαδή η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται οι μικρές ανεξάρτητες στιγμές του χρόνου είναι διαφορετική στο παρελθόν, που είναι στην ουσία μία πραγματικότητα όπου οι στιγμές κυλούν πολύ πιο αργά απ’ ότι στο παρόν, ενώ αντίθετα στο μέλλον οι στιγμές ρέουν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι στο παρόν. Έτσι, υπάρχουν τρία όρια ταχυτήτων, αυτή του παρόντος, που είναι η ταχύτητα του φωτός, δηλαδή 300.000 km/sec και δύο άλλες πολύ μεγαλύτερες που αφορούν το μέλλον, από τις οποίες η ταχύτερη είναι κάτι λιγότερο από τρία εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός και συγκεκριμένα 857 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο!
Βασικά, η Θεωρία της Διττότητας προβλέπει ότι υπάρχουν ταυτόχρονα τρεις πραγματικότητες που μας αφορούν, αυτές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, οι οποίες κυριαρχούνται από τρεις διαφορετικές ταχύτητες μη αντιληπτές στον άνθρωπο, αλλά αντιληπτές από κάποιον παρατηρητή που βρίσκεται έξω από τον ορίζοντα της δικής μας πραγματικότητας, δηλαδή έξω από τις χωροχρονικές διαστάσεις αυτού του κόσμου που ζούμε αυτή τη στιγμή. Έτσι λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα αυτής της Θεωρίας είναι ότι υπάρχει επικοινωνία μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος και συνεπώς μεταξύ της υλικής μας υπόστασης στο παρόν και του άλλου εαυτού μας, που υπάρχει σε μία μελλοντική διάσταση του χρόνου και για να το γενικεύσουμε, όλα στο σύμπαν είναι διττά, δηλαδή ζούμε σε δύο πραγματικότητες και άρα σε δύο διαφορετικές ροές χρόνου.
Ο διττός μας εαυτός ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα μεταξύ των τριών χρόνων, αντλώντας γνώση πληροφοριών που ανάγονται σε άλλους χρόνους από τον δικό μας και η τεράστια επιτάχυνση των χρονικών στιγμών σε αυτό που αποκαλούμε μέλλον επιτρέπει στον διττό εαυτό μας να ελέγξει τις επιπτώσεις των πράξεων μας, πριν εμείς τις ζήσουμε στο παρόν μας, όπως και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές προβλέπουν την εξέλιξη του καιρού πριν τη ζήσουμε εμείς.
Στην αργή ροή, δηλαδή στο παρελθόν, μπορεί και αντλεί πληροφορίες για όλα αυτά που εναρμονίζονται μ’ εμάς, ενώ στην εξαιρετικά γρήγορη ροή που είναι το μέλλον, μπορεί και βλέπει τις επιπτώσεις των σκέψεων, των πράξεων και γενικά της δράσης μας στην τωρινή πραγματικότητα.
Αυτό που συμβαίνει, δηλαδή, είναι ότι βρισκόμαστε στην προνομιούχο θέση να παίρνουμε πληροφορίες από έναν διττό εαυτό, πριν ακόμη λάβουμε γνώση αυτού που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε στο μέλλον, μέσω των δικών μας σκέψεων και ενεργειών.
Ας σημειωθεί, ότι αυτή η επικοινωνία μεταξύ των δύο εαυτών μας γίνεται κυρίως κατά τη φάση REM του ύπνου (ονειρική φάση), που είναι το στάδιο εκείνο του ύπνου με την πιο μεγάλη διανοητική δραστηριότητα και κατά συνέπεια κατά τη διάρκεια αυτού του πολύ ιδιαίτερου και σημαντικού σταδίου του ύπνου, ο διττός εαυτός μας τακτοποιεί τα δυναμικά, που έχουμε διαταράξει από τις συνειδητές και υποσυνείδητες σκέψεις της ημέρας.
Αυτή η λειτουργία κρίνεται ως πολύ σημαντική για τη ζωή μας, δεδομένου ότι έτσι ψάχνουμε στο παρελθόν και στο μέλλον τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να εμπλουτίσουμε τη συνολική μας μνήμη, η οποία είναι αυτή που μας κάνει να ζούμε στο παρόν με ευταξία και ισορροπία σε όλα τα επίπεδα και αποδεικνύεται η σημαντικότητά της με το γεγονός ότι αν στερηθούμε τον ύπνο REM για 2-3 εβδομάδες πεθαίνουμε.
Έτσι, έχοντας τη δυνατότητα να ζούμε σε δύο διαφορετικές χρονικές διαστάσεις, μπορούμε να παίρνουμε πληροφορίες από το μέλλον και να τις αξιοποιούμε στο τώρα. Προφανώς με αυτόν τον τρόπο, ο τωρινός μας εαυτός μπορεί να κάνει την καλύτερη δυνατή σύνθεση πληροφοριών, αφού έχει προς αξιοποίηση πληροφορίες που έχει αναλύσει ο διττός μας εαυτός στο μέλλον και ως εκ τούτου, ζώντας στο παρών, αξιοποιούμε όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον… Έτσι, βρίσκουμε και πάλι τη ζωτική συνθήκη εκείνη, την απαραίτητη για την ευζωία και την αρμονία σώματος και ψυχής, δηλαδή την ιδανική «τριάδα», όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, την οποία ο Πλάτων περιγράφει με αυτόν τον τρόπο: «Για να ζούμε, αρκεί να είμαστε εκείνος ο οποίος ήταν, εκείνος ο οποίος είναι και εκείνος ο οποίος θα είναι».
Εύκολα αντιλαμβανόμαστε τις πρακτικές εφαρμογές που προκύπτουν από αυτήν την ανακάλυψη, με πρώτη την εξισορρόπηση της ανθρώπινης υγείας, μέσω των ανοιγμάτων του χρόνου, με θεαματικά αποτελέσματα σε όλα τα προβλήματα ψυχικής και οργανικής ανισορροπίας και κατά δεύτερο λόγο την ερμηνεία και ανάλογη αξιοποίηση φαινομένων, όπως των φαινομένων πλασίμπο, των déjà vu, των διαισθητικών, της ενόρασης, των παιδιών indigo, της θεραπευτικής επίδρασης μέσω της ομοιοπαθητικής και άλλων. Σαν συμπέρασμα θα θέλαμε να επισημάνουμε το γεγονός, το οποίο από μόνο του είναι εξαιρετικά σημαντικό με πολυδιάστατη απήχηση σε όλες τις παραμέτρους της ζωής μας, ότι όλες αυτές οι κυρίαρχες λειτουργίες στη ζωή μας συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον ενεργειακής φύσης, ανταλλαγής κυματικής φύσης πληροφοριών, αποθήκευσης και ανάκλησης μνήμης και μίας σύνθετης διαδικασίας ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και σύγκρισης και επιλογής στοιχείων, που θυμίζει πολύ τους σύγχρονους υπολογιστές, τα σύγχρονα δίκτυα υπολογιστικών συστημάτων και το διαδίκτυο (internet)!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου