ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
ΧΟ. ἄναξ ἀνάκτων, μακάρων [στρ. α]
525 μακάρτατε καὶ τελέων
τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ,
πιθοῦ τε καὶ γενέσθω.
ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν εὖ στυγήσας·
λίμνᾳ δ᾽ ἔμβαλε πορφυροειδεῖ
530 τὰν μελανόζυγ᾽ ἄταν.
τὸ πρὸς γυναικῶν ‹δ᾽› ἐπιδὼν [ἀντ. α]
παλαίφατον ἁμέτερον
γένος φιλίας προγόνου γυναικὸς
νέωσον εὔφρον᾽ αἶνον·
535 γενοῦ πολυμνήστωρ, ἔφαπτορ Ἰοῦς.
Δῖαί τοι γένος εὐχόμεθ᾽ εἶναι
γᾶς ἀπὸ τᾶσδ᾽ ἔνοικοι.
παλαιὸν δ᾽ εἰς ἴχνος μετέσταν, [στρ. β]
ματέρος ἀνθονόμους ἐπωπάς,
540 λειμῶνα βούχιλον, ἔνθεν Ἰὼ
οἴστρῳ ἐρεσσομένα
φεύγει ἁμαρτίνοος,
πολλὰ βροτῶν διαμειβομένα
φῦλα, διχῇ δ᾽ ἀντίπορον
545 γαῖαν ἐν αἴσᾳ διατέμνοντα πόρον
κυματίαν ὁρίζει·
ἰάπτει δ᾽ Ἀσίδος δι᾽ αἴας [ἀντ. β]
μηλοβότου Φρυγίας διαμπάξ·
περᾷ δὲ Τεύθραντος ἄστυ Μυσὸν
550 Λύδιά τ᾽ ἂγ γύαλα,
καὶ δι᾽ ὀρῶν Κιλίκων
Παμφύλων τε διορνυμένα
† τὰν ποταμοὺς [δ᾽] ἀενάους
καὶ βαθύπλουτον χθόνα καὶ τὰν Ἀφροδί-
τας πολύπυρον αἶαν·
555 † ἱκνεῖται δ᾽ εἰσικνουμένου βέλει [στρ. γ]
βουκόλου πτερόεντος
Δῖον πάμβοτον ἄλσος,
λειμῶνα χιονόβοσκον ὅντ᾽ ἐπέρχεται
560 Τυφῶ μένος
ὕδωρ τε Νείλου νόσοις ἄθικτον,
μαινομένα πόνοις ἀτί-
μοις ὀδύναις τε κεντροδα-
λήτισι θυιὰς Ἥρας.
565 βροτοὶ δ᾽, οἳ γᾶς τότ᾽ ἦσαν ἔννομοι, [ἀντ. γ.]
χλωρῷ δείματι θυμὸν
πάλλοντ᾽ ὄψιν ἀήθη,
βοτὸν ἐσορῶντες δυσχερὲς μειξόμβροτον,
τὰν μὲν βοός,
570 τὰν δ᾽ αὖ γυναικός· τέρας δ᾽ ἐθάμβουν.
καὶ τότε δὴ τίς ἦν ὁ θέλ-
ξας πολύπλαγκτον ἀθλίαν
οἰστροδόνητον Ἰώ;
***
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
ΧΟΡΟΣ
Βασιλέα των βασιλέων,
μακαρίων μακαριώτατε
και μες σ᾽ όλες πανυπέρτατη εξουσία,
κλίνε προς τη δέησή μας, όλβιε Δία·
μάκρυν᾽ από τη γενιά σου
των αντρών την άθεη βία
και σημάδι της ολόδικης οργής σου,
530 τη μαυρόπλωρη Κατάρα
καταπόντισε στα βάθη της αβύσσου.
Επίβλεψέ μας τις αδύνατες γυναίκες,
που η αρχαία κοσμολόγητη γενιά μας
έχει πρόγονο γυναίκ᾽ αγαπητή σου·
της Ιώς το χεροχάιδεμα θυμήσου
και κάμε ο λόγος ν᾽ αναζήσει
της άμετρής σου αγαθοσύνης και μαζί μας,
που καυχιόμαστε από σένα
κι απ᾽ αυτήν εδώ τη χώρα
πως κρατά η καταγωγή μας.
Και νά τώρα στα παλιά ξαναφερμένη
της μητέρας μου τα χνάρια,
βοσκοτόπια της τ᾽ ανθόσπαρτα
και βαθύχορτα λιβάδια,
που απ᾽ εδώθ᾽ έναν καιρό οιστροκεντημένη
540 φεύγ᾽ η Ιώ φρενοπαρμένη
χώρες πίσω της αφήνοντας κι ανθρώπους
κι αφού σκίζει το Στενό το φουσκοκύματο,
όπως το ᾽θελεν η μοίρα, βάζει σύνορο
στους αντίπορους τους τόπους.
Κι έτσι χύνεται στις χώρες της Ασίας,
στη Φρυγία την προβατόθροφη διαβαίνει
κι απ᾽ του Τεύθραντα την πόλη της Μυσίας
550 στις κοιλάδες της Λυδίας κατεβαίνει
και περνώντας των Κιλίκων
και Παμφύλων τα βουνά,
και ποτάμια με τ᾽ αστείρευτα νερά
και τη γη τη πλουτοφόρα
ξακουστή της Αφροδίτης
με άφθονα σιτάρια χώρα,
Φτάνει πάντ᾽ απ᾽ το σουβλί τριβελισμένη
του φτερωτού βοϊδολάτη
στην αγία την παντοθρόφα την κοιλάδα,
στο χιονοβόσκητο λιβάδι,
560 που το δέρνει του Τυφώνα η άγρια αψάδα,
και στου Νείλου τα νερά,
οπού αρρώστια δεν τα πιάνει,
τρελαμένη απ᾽ την άθλιά της συμφορά
σα Μαινάδα από της Ήρας
τα φαρμακόχριστα κεντριά.
Κι όσοι τότε αυτά τα μέρη κατοικούσαν,
χλωμός φόβος είχε κόψει
το αίμα τους μες την καρδιά τους, που θωρούσαν
την ασυνήθιστη την όψη
το ξορκισμένο το ζωντίμι τ᾽ ανθρωπόσμιχτο,
μισό γυναίκα, μισό βόδι,
570 και στο τέρας στέκαν μπρος αλαλιασμένοι.
— Μα ποιός τότε ήταν που γήτεψε
την τρισάθλια πολυπλάνητην Ιώ
την οιστροδαιμονισμένη;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου