Αναφερόμενος στη σωφροσύνη ο Αριστοτέλης υπενθυμίζει αυτό που έχει ήδη ξεκαθαρίσει: «Ότι η σωφροσύνη είναι μεσότητα στις ηδονές, το έχουμε ήδη πει. Στην ίδια περιοχή κάνει την εμφάνισή της και η ακολασία». (1117b 10, 29-30 και 31-32).
Όσο για το διαχωρισμό των ηδονών, είναι κι αυτός ήδη γνωστός: «Ας δεχτούμε ότι οι ηδονές διακρίνονται σε σωματικές και ψυχικές, όπως είναι π.χ. η αγάπη της τιμής και η αγάπη της γνώστης». (1117b 10, 33-34).
Είναι φανερό ότι οι ψυχικές απολαύσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με το πνεύμα σε αντίθεση με τις σωματικές που σχετίζονται με τη σάρκα. Με δεδομένη την ανωτερότητα του πνεύματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ψυχικές απολαύσεις είναι ανώτερες, αφού υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος που επιδίδεται σ’ αυτές είναι κατ’ ανάγκη και σώφρων: «Και στη μία και στην άλλη από τις δύο αυτές περιπτώσεις» (της αγάπης και της τιμής εννοείται) «ο άνθρωπος χαίρεται με αυτό που αγαπάει, χωρίς να συμμετέχει στη χαρά αυτή το σώμα του, αλλά κατά κύριο λόγο το μυαλό του. Για τους ανθρώπους όμως που επιδιώκουν αυτού του είδους τις αρετές δεν προορίζεται ούτε η λέξη “σώφρονες” ούτε η λέξη “ακόλαστοι”· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που επιδίδονται στις υπόλοιπες αρετές που δεν είναι σωματικές». (1117b 10, 34-38).
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις, ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα: «τους φιλόμυθους ανθρώπους, τους διηγητικούς ανθρώπους, καθώς και όλους αυτούς που ξοδεύουν τις ώρες τους μιλώντας για τυχαία πράγματα, τους λέμε “φλύαρους”, όχι όμως “ακόλαστους”, όπως και όλους αυτούς που λυπούνται γιατί έχασαν χρήματα ή φίλους». (1117b 10, 38-40 και 1118a 10, 1-2).
Με δυο λόγια, δε φτάνει να προτιμά και να επιλέγει κανείς τις πνευματικές απολαύσεις για να χαρακτηριστεί σώφρων. Πρέπει οι απολαύσεις αυτές να έχουν ποιότητα συντελούμενες με τον τρόπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τα πράγματα που πρέπει, ώστε να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αρετής. Είναι καλό να αφηγείται κανείς όμορφες ιστορίες, αλλά είναι κακό να είναι φλύαρος. Από την άλλη, ακόμη και οι φλύαροι ή οι φιλοχρήματοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόλαστοι.
Όμως, ακόμη κι αν είχαν αδιαπραγμάτευτη ποιότητα οι πνευματικές-ψυχικές απολαύσεις κάποιου, και πάλι δε θα αποτελούσαν εχέγγυο σωφροσύνης. Το ότι μπορεί να ασχολείται κανείς με την ποιοτική μουσική έχοντας καλλιεργήσει υψηλά αισθητικά κριτήρια δε σημαίνει ότι είναι και σώφρων, αφού δεν αποτελεί τεκμήριο ότι διατηρεί σχέσεις ισορροπίας με τις σωματικές ηδονές.
Κι αντιστρόφως, όποιος δεν ασχολείται με τη μουσική ή έχει χαμηλής ποιότητας μουσικές προτιμήσεις δε σημαίνει ότι είναι και ακόλαστος. Οι ψυχικές απολαύσεις στο σύνολό τους αποτελούν σαφέστατη πιστοποίηση πνευματικότητας, αλλά όχι σωφροσύνης, αφού δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την εγκράτεια ούτε με τη μεσότητα σε σχέση με τις παρορμήσεις του σώματος.
Τελικά, το κριτήριο της σωφροσύνης για τον Αριστοτέλη αφορά πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικά) τις ισορροπίες που διατηρεί κάποιος στις σαρκικές απολαύσεις: «Με τις σωματικές ηδονές λοιπόν σχετίζεται, λέω, η σωφροσύνη, και ούτε όμως πάλι με όλες τους». (1118a 10, 3-4).
Κι επειδή το σώμα αντιλαμβάνεται την ευχαρίστηση με τις αισθήσεις, αυτό που μένει είναι να εξεταστούν όλες ξεχωριστά, ώστε να εντοπιστεί ποια είναι αυτή που έχει τη δύναμη να οδηγεί τον άνθρωπο προς το ακόλαστο. Και βέβαια δεν είναι η όραση: «Αυτούς, πράγματι, που χαίρονται με όσα προσφέρει στους ανθρώπους η όραση (χρώματα, σχήματα, ζωγραφιές) δεν τους λέμε ούτε “σώφρονες” ούτε “ακόλαστους” – παρόλο ότι μπορεί κανείς και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να ευχαριστιέται είτε με τον τρόπο που πρέπει είτε σε υπερβολικό ή ελλιπή βαθμό». (1118a 10, 4-8).
Με τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται και η ακοή, καθώς είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακόλαστος αυτός που απολαμβάνει την ευχαρίστηση του ήχου. Αλλά και η όσφρηση δε φαίνεται να συντελεί στην ακολασία: «Ούτε, επίσης, χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές» (σώφρων-ακόλαστος) «για τους ανθρώπους που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές, παρά μόνο συμπτωματικά: αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των μήλων, των τριαντάφυλλων ή των θυμιαμάτων δεν τους λέμε “ακόλαστους” λέμε όμως αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των αρωμάτων ή των διάφορων μεζέδων». (1118a 10, 11-14).
Η αναφορά στα αρώματα και τους μεζέδες δεν είναι παρά η κατάδειξη του αχαλίνωτου στον έρωτα και στο φαγητό. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές είναι οι κύριες πληγές για τον ακόλαστο. Γιατί ακόλαστος δεν έχει εγκράτεια. Κι ο άνθρωπος που αδυνατεί να συγκρατηθεί θα ριχτεί στους μεζέδες όσο χορτάτος κι αν είναι.
Γι’ αυτό και η μυρωδιά μπορεί να προδώσει τον ακόλαστο: «Ο λόγος είναι ότι οι ακόλαστοι με τις μυρωδιές αυτές, επειδή μέσω αυτών αναθυμούνται τα αντικείμενα των επιθυμιών τους. Μπορεί, φυσικά, να δει κανείς και άλλους ανθρώπους που, όταν πεινούν, ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των φαγητών· το να ευχαριστιέται όμως κανείς σε μόνιμη βάση με αυτού του είδους τα πράγματα δηλώνει ακόλαστο άνθρωπο· γιατί γι’ αυτόν όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο των επιθυμιών του». (1118a 10, 14-19).
Το ότι ο πεινασμένος που θα ξεσηκωθεί από τη μυρωδιά του φαγητού δεν είναι ακόλαστος είναι απολύτως προφανές, αφού το φαγητό είναι ανάγκη και οφείλει κανείς να εκπληρώνει τις ανάγκες του. Η ακολασία έγκειται στην υπερβολή κι όχι στην εκπλήρωση των σωματικών λειτουργιών. Εκτός αυτού, είναι μάλλον αβάσιμο να θεωρεί κανείς την όσφρηση πηγή της ακολασίας, αφού η όσφρηση δεν αποτελεί την πηγή της ηδονής, αλλά την ενθύμησή της.
Εξάλλου, ο ακόλαστος μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο με τη μυρωδιά, αλλά και με την όραση, καθώς και η θέα των εκλεκτών μεζέδων θα τον αναστατώσει. Ακόμη και το άκουσμα των πιατικών ή των ποτηριών που τσουγκρίζουν είναι σε θέση να τον κάνει άνω κάτω. Όπως λοιπόν η όραση και η ακοή δε θεωρούνται ότι επιφέρουν ακολασία, έτσι και η όσφρηση είναι αδύνατο να εκληφθεί ως γενεσιουργός αιτία της ακόλαστης συμπεριφοράς.
Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις που οδηγούν τον άνθρωπο στην ακολασία είναι η αφή και η γεύση: «η σωφροσύνη και η ακολασία σχετίζονται με εκείνες τις ηδονές που και τα άλλα ζώα τις έχουν κοινές με τον άνθρωπο (κάτι που τις κάνει να φαίνονται ότι προσιδιάζουν σε δούλους και σε κτήνη): πρόκειται για την αφή και τη γεύση». (1118a 10, 27-30).
Και η γεύση κρίνεται επουσιώδης: «Είναι όμως φανερό ότι και τη γεύση λίγο τη χρησιμοποιούν οι ακόλαστοι, ή και καθόλου. Δουλειά της αίσθησης της γεύσης είναι, πράγματι, η διάκριση των γεύσεων (αυτό δεν κάνουν οι δοκιμαστές των κρασιών και όλοι αυτοί που ξέρουν να νοστιμίζουν τα φαγητά με καρυκεύματα;), δε βρίσκεται όμως καθόλου – τουλάχιστο των ακόλαστων – σ’ αυτή τη διάκριση η ευχαρίστησή τους, αλλά στην απόλαυση, που σε όλες τις περιπτώσεις προέρχεται από την αφή: στα φαγητά, στα ποτά, σ’ αυτό που λέμε: “χαρές της Αφροδίτης”». (1118a 10, 30-37).
Η αφή παρουσιάζεται ως αναντίρρητη πηγή της ακολασίας: «Αυτός είναι και ο λόγος που ευχήθηκε κάποτε ένας καλοφαγάς να ήταν ο οισοφάγος του μακρύτερος και από του γέρανου, θέλοντας να πει ότι την ευχαρίστηση την αισθανόταν με την αφή. Η αίσθηση λοιπόν με την οποία σχετίζεται η ακολασία είναι από όλες τις αισθήσεις η πιο κοινή σε όλα τα ζώα, και άρα δικαιολογημένα, λέω, η ακολασία θεωρείται επονείδιστη, αφού υπάρχει μέσα μας όχι γιατί είμαστε άνθρωποι, αλλά γιατί είμαστε ζώα. Το να χαίρεται λοιπόν κανείς με τέτοιου είδους πράγματα και να τα αγαπάει περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι κάτι το ζωώδες». (1118a 10, 37-38 και 1118b 10, 1-5).
Κι αυτός είναι ο λόγος που η ακολασία είναι κατακριτέα, καθώς υποβαθμίζει τον άνθρωπο στα ζωώδη ένστικτά του. Ο σώφρων είναι αυτός που ξέρει να κρατά τις ορθές αποστάσεις δίνοντας βαρύτητα στα πράγματα που αρμόζουν περισσότερο στους ανθρώπους.
Φυσικά, θα ήταν παράλογο να απαιτήσει κανείς την πλήρη απάρνηση των ενστίκτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στην ανθρώπινη φύση: «Επιπαραδείγματι, η επιθυμία της τροφής είναι φυσική· ο καθένας, πράγματι, επιθυμεί ξερή ή υγρή τροφή, άμα του λείπει – καμιά φορά τις επιθυμεί και τις δύο· και αν είναι νέος και ακμαίος επιθυμεί επίσης, όπως λέει ο Όμηρος, και το “κρεβάτι”». (1118b 11, 11-14).
Και βέβαια, είναι επίσης φυσικό να υπάρχουν διαφορές στις προτιμήσεις του καθενός. Δε χρειάζεται να έχουν όλοι το ίδιο αγαπημένο φαγητό ούτε τα ίδια πρότυπα στην επιλογή ερωτικού συντρόφου. Αυτού του είδους οι αποφάσεις είναι αυστηρά προσωπικές και δεν αποτελούν κριτήριο σωφροσύνης ή ακολασίας.
Το ακόλαστο δεν έχει να κάνει με τις επιλογές, αλλά με την υπερβολή που ξεπερνά τις φυσικές ανάγκες: «Στις φυσικές λοιπόν επιθυμίες λίγοι συμπεριφέρονται λανθασμένα, και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση: προς την κατεύθυνση της υπερβολής· γιατί το να τρώει και να πίνει κανείς ό,τι βρεθεί μπροστά του ώσπου να κορεσθεί, σημαίνει ότι ξεπερνάει σε ποσότητα αυτό που έχει ορίσει η φύση: η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης». (1118b 11, 18-22).
Η ακολασία ταυτίζεται με την κατάχρηση παίρνοντας διαστάσεις παθολογίας. Γιατί ακόλαστος δεν είναι ο άνθρωπος που θα τσιμπήσει ένα μεζεδάκι παραπάνω, αλλά εκείνος που θα συμπεριφερθεί με βουλιμία. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος είναι έρμαιο των ηδονών σε βαθμό που να λειτουργεί βλαπτικά για την ίδια του την υγεία. Κατά κανόνα τέτοιες ακραίες συμπεριφορές έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο.
Η έννοια της μεσότητας, που διαμορφώνει την ψυχική ισορροπία βασιζόμενη στη λογική και την επιθυμία εκπλήρωσης του ωραίου (ως τελικό σκοπό), ματαιώνεται ολοκληρωτικά: «Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε “γαστρίμαργους”, θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει – έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι». (1118b 11, 22-24).
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται απολύτως περιφρονητικά στους ακόλαστους («ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι») αποδίδοντας τη συμπεριφορά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα (που είναι ευτελής) κι όχι σε ψυχολογικούς παράγοντες που θα μπορούσαν και να ξεπεραστούν. (Η ψυχανάλυση θα έρθει πολλούς αιώνες αργότερα). Ο Αριστοτέλης αγγίζει το θέμα διαισθητικά. Αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αρρώστια της ψυχής, αλλά δε συλλαμβάνει το μέγεθος του επιστημονικού πεδίου, που ο ίδιος ανοίγει.
Δεν είναι τυχαίο ότι για πολλούς θεωρείται ο πρώτος ψυχολόγος. Και μόνο ο διαχωρισμός της ψυχής (λόγον έχον μέρος, άλογον έχον μέρος κι επιθυμητικόν, λόγον-άλογον έχον μέρος) αποδεικνύει ότι εισάγεται μια νέα οπτική στην ερμηνεία του ανθρώπου, η οπτική της ψυχολογικής του υπόστασης.
Ο Αριστοτέλης έχει ξεπεράσει κατά πολύ το πλαίσιο της εποχής του προσεγγίζοντας ζητήματα που (ως ένα βαθμό) δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμη και σήμερα. Το να ασκηθεί οποιαδήποτε κριτική για ελλιπή ερμηνεία των ψυχοπαθολογικών αιτιών της βουλιμίας και την έλλειψη προτάσεων για την αντιμετώπισή της δεν είναι απλώς υπερβολικό, είναι παράλογο.
Για τον Αριστοτέλη ο ακόλαστος είναι άνθρωπος τιποτένιος που διαμορφώθηκε από αρνητική έξη στα ζητήματα των ηδονών. Και η υπερβολή στην αναζήτηση της σωματικής ευχαρίστησης έχει να κάνει τόσο με τον αχαλίνωτο τρόπο που πραγματώνεται, όσο και με την ευτέλεια των πραγμάτων που την προκαλεί, τα οποία πολλές φορές είναι κατακριτέα και μισητά: «Γιατί, ενώ όλοι αυτοί που λέγονται “παθιασμένοι φίλοι του τάδε ή του τάδε πράγματος” λέγονται έτσι ή γιατί ευχαριστιούνται με πράγματα που δεν πρέπει ή γιατί ευχαριστιούνται με αυτό ή με εκείνο το πράγμα περισσότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι ή γιατί ευχαριστιούνται με τρόπο που δεν είναι σωστός, οι ακόλαστοι φτάνουν σε υπερβολή και από τις τρεις αυτές απόψεις: ευχαριστιούνται με κάποια πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να ευχαριστιέται κανείς (γιατί είναι πράγματα μισητά), και στην περίπτωση που ευχαριστιούνται με πράγματα με τα οποία θα έπρεπε πράγματι κανείς να ευχαριστιέται, αυτοί το κάνουν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ή σε σύγκριση με τους περισσότερους ανθρώπους». (1118b 11, 26-31).
Ο ακόλαστος είναι απολύτως κατακριτέος άνθρωπος όχι μόνο γιατί δε γνωρίζει καμία αίσθηση του μέτρου, αλλά και γιατί μπορεί να εισπράττει χαρά από μισητά πράγματα, ανέντιμα ή ανήθικα. Κι αν ως εδώ το πορτρέτο του ακόλαστου πλάθεται από την πλευρά της εσφαλμένης χαράς, ο Αριστοτέλης θα το αποδώσει κι από την πλευρά της λύπης: «Όσο για τις λύπες, δε λέγεται κανείς – όπως στην περίπτωση της ανδρείας – σώφρων, αν τις αντιμετωπίζει, και ακόλαστος, αν δεν τις αντιμετωπίζει· ακόλαστος λέγεται αυτός που λυπάται περισσότερο από ό,τι πρέπει, επειδή δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα (και τη λύπη η ηδονή τού την προκαλεί), ενώ σώφρων λέγεται αυτός που δε λυπάται για την απουσία των ευχάριστων πραγμάτων [και για την αποχή του από αυτά]». (1118b 11, 33-38).
Από αυτή την άποψη, ο ακόλαστος είναι πρωτίστως άνθρωπος δυστυχής. Ο φόβος μήπως στερηθεί την υπερβολή των ηδονών παίρνει διαστάσεις εμμονής σκιαγραφώντας την εικόνα του εξαρτημένου-ανελεύθερου ανθρώπου. Η λύπη μήπως χάσει το αντικείμενο της ηδονής είναι η συναισθηματική έξαρση του άμετρου που γίνεται πλέον μοναδικό νόημα για τη ζωή. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος βρίσκεται σε διαρκή αγωνία. Γι’ αυτό είναι ευάλωτος.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία. Ο σώφρων, ως άνθρωπος του μέτρου, θα απολαύσει τις ηδονές στο βαθμό που πρέπει, χωρίς να εξαρτά την ευτυχία του στην εκπλήρωσή τους. Είναι σε θέση να παραμείνει ευτυχής, ακόμη κι αν χρειαστεί να στερηθεί κάτι. Τελικά, η ακολασία τείνει στο αξιολύπητο.
Και βέβαια, οι δυσάρεστες παρενέργειες στην αναζήτηση των ηδονών έχουν να κάνουν μόνο με την υπερβολή: «Ελλιπείς στις ηδονές, άνθρωποι που να τις ευχαριστιούνται λιγότερο από ό,τι πρέπει, δεν υπάρχουν· μια τέτοια αναισθησία δεν είναι, πράγματι, ανθρώπινη». (1119a 11, 6-8).
Και συμπληρώνει: «Το να μη νιώθει, πάντως, κανείς ευχαρίστηση με τίποτε και να μην κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένα και σε άλλο πράγμα, αυτός απέχει πάρα πολύ από το να είναι άνθρωπος». (1119a 11, 10-11). Η γενική έλλειψη ευχαρίστησης που ισοπεδώνει τα πάντα εκμηδενίζοντας κάθε έννοια προτίμησης ή επιθυμίας προσομοιάζει σ’ αυτό που σήμερα ονομάζεται κατάθλιψη.
Η έλλειψη στη χαρά των ηδονών αποτελεί επίσης ψυχική δυσαρμονία, και σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικότερη κι από την υπερβολή. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γνωρίζει ούτε τη νευρική ανορεξία ούτε την παθολογία της ολοκληρωτικής παραίτησης. Οι σύγχρονες διαπιστώσεις των αρνητικών επιπτώσεων από την πλευρά της έλλειψης θα έλεγε κανείς ότι ενισχύουν εκ νέου την αριστοτελική προτροπή της μεσότητας.
Αυτό που μένει είναι ο προσδιορισμός του σώφρονα ανθρώπου: «Ο σώφρων άνθρωπος κατέχει τη μέση θέση σ’ αυτά τα πράγματα, αφού ούτε ευχαριστιέται με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιέται πάρα πολύ ο ακόλαστος (ίσα ίσα τα πράγματα αυτά τον δυσαρεστούν), ούτε γενικά ευχαριστιέται με πράγματα με τα οποία δε θα έπρεπε να ευχαριστιέται· επίσης, δεν ευχαριστιέται σε βαθμό υπερβολής με οποιοδήποτε από τα πράγματα αυτά». (1119a 11, 13-15).
Κι όχι μόνο αυτό: «Από την άλλη ο σώφρων άνθρωπος δεν αισθάνεται λύπη, όταν τα πράγματα αυτά του λείπουν, ούτε και τα επιθυμεί, ή τα επιθυμεί σε μέτριο βαθμό· δεν τα επιθυμεί, επίσης, περισσότερο από ό,τι πρέπει, ούτε σε στιγμή που δεν πρέπει – θυμήσου και όλα τα παρόμοια πράγματα που έχουμε ήδη πει». (1119a 11, 16-18). Εν κατακλείδι ο σώφρων «ενεργεί όπως ο ορθός λόγος ορίζει». (1119a 11, 21-22).
Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την ακολασία. Ακόμη και η δειλία θεωρείται λιγότερο περιφρονητέα. Ο ακόλαστος είναι αδύνατο να φτάσει στην εσωτερική γαλήνη που προϋποθέτει η ευτυχία. Η σωφροσύνη παρουσιάζεται ως ύψιστη αρετή, που είναι σε θέση να καθοδηγήσει και στην απόκτηση όλων των άλλων.
Μόνο ο σώφρων μπορεί να είναι αληθινά ανδρείος, αφού μόνο εκείνος θα φερθεί σωστά εκπληρώνοντας τις επιταγές της μεσότητας. Ο ακόλαστος δεν μπορεί παρά να επιδείξει το παράτολμο θράσος, αν νιώσει ότι υπάρχει κίνδυνος να στερηθεί την ηδονή που στρεβλά έχει ταυτίσει με την ευτυχία. Γι’ αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανθρώπινης ανισορροπίας.
Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει τα παιδιά να διαπαιδαγωγούνται από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να μπορούν να χαλιναγωγούν τις επιθυμίες τους: «Γιατί και των παιδιών η ζωή κατευθύνεται από την επιθυμία, και κυρίως σ’ αυτά γίνεται εμφανής η επιδίωξη του ευχάριστου. Αν λοιπόν η επιθυμία δεν είναι υπάκουη και υποταγμένη σ’ αυτό που άρχει,» (δηλαδή στο λόγον έχον μέρος της ψυχής) «τότε η επιδίωξη του ευχάριστου θα προχωρήσει πολύ μακριά· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι αχόρταγη, και έρχεται στον δίχως νου άνθρωπο από παντού, και η άσκηση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη, την εσωτερική δύναμη, με αποτέλεσμα, αν οι επιθυμίες είναι μεγάλες και δυνατές, μπορούν ακόμη και να αχρηστεύσουν τη σκέψη». (1119b 12, 6-12).
Ο σώφρων είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τη σύμπλευση των επιθυμιών με τη λογική: «Όπως το παιδί πρέπει να ζει σύμφωνα με τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του λόγου. Γι’ αυτό το επιθυμητικό στοιχείο του σώφρονα ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το λογικό στοιχείο· γιατί ο στόχος και των δύο είναι το ηθικά ωραίο, και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και τη στιγμή που πρέπει: αυτό ακριβώς ορίζει και ο λόγος». (1119b 12, 15-20).
Αποδεχόμενοι ότι η εκπλήρωση των επιθυμιών αποτελεί τη συναισθηματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, είναι φανερό ότι οι επιθυμίες που είναι ενάντιες στη λογική είναι το αδιέξοδο της αντίθεσης ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Κι αυτή είναι η κύρια πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Όταν το συναίσθημα συγκρούεται με τη λογική, ο άνθρωπος είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Ή δε θα νιώθει χαρά καταπιέζοντας το συναίσθημα για χάρη της λογικής ή η χαρά του θα τον οδηγεί στην ενοχή, καθώς η λογική θα την υπονομεύει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ψυχική γαλήνη κι αγάπη για τον εαυτό, που είναι η βάση της ευτυχίας. Με άλλα λόγια, προκύπτει ένας ορισμός: Ευτυχία είναι η ισορροπία της ψυχής που απορρέει από τη σύμπλευση του συναισθήματος και της λογικής σύμφωνα με τον τρόπο του σώφρονα ανθρώπου.
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου