Μέσα στις ερωτήσεις ενός μυαλού, που τώρα αρχίζει να σκέφτεται και στις απαντήσεις μιας καρδιάς που τώρα αρχίζει να νιώθει, βρίσκει κάνεις το δίλημμα ενός αναβάτη για το επόμενο βήμα. Το πρώτο βήμα.
Τι μπορεί να φέρει στην επιφάνεια μια νέα αρχή; Τι μπορεί να πάρει μορφή μέσα σε ένα καινούριο βήμα; Είναι ένα παλάτι από όνειρα ή άλλο ένα ταξίδι ξυπόλητος επάνω στην καυτή άμμο; Ένα ταξίδι σαν κι αυτά που θα σε κάνουν να ματώσεις, αλλά και θα σε ψήσουν στη φωτιά του λάθους;
Ο Σόλων είπε, ψημένος απ’ τα δικά του βήματα, «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Και πρέπει να τον ακούσω! Θα συγκρατηθώ, λοιπόν. Δεν πρέπει να ενθουσιαστώ! Μα χοροπηδάω σαν μικρό παιδί μέσα μου. Το μυαλό παλεύει να κρατήσει τα χαλινάρια σφιχτά, μιας καρδιάς που καλπάζει σε τρελούς ρυθμούς απ’ τη χαρά της. Ένα νεαρό ακόμα άτι που δε θέλει ποτέ να ωριμάσει. Ένα αίσθημα που καρδιοχτύπα για ένα αναπάντεχο «κάτι», για το καινούριο, το απρόσμενο κι όσα μπορεί αυτό να φέρει στη ζωή της. Και μόλις το βρει; Θέλει να δώσει, να πει, να νιώσει. Θέλει να αγαπήσει. Θέλει να ενθουσιαστεί.
Θα συγκρατηθώ, λοιπόν. Δεν πρέπει να απογοητευτώ! Μα το μυαλό σκέφτεται πόσα μπορούν να με ρίξουν στην καυτή άμμο. Πόσες αμμοθύελλες μπορούν να γκρεμίσουν τα παλάτια και να κατασπαράξουν σαν αγρίμια κάθε όμορφο κήπο που τα στολίζει. Και φοβάμαι.
Μήπως και το βήμα αυτό πατήσει σε καρφιά. Μήπως κι ο δρόμος αυτός δεν είναι ο σωστός. Μήπως το ηλιοβασίλεμα είναι μια οφθαλμαπάτη σαν κι αυτές που η έρημος γεννά. Τόσα «μήπως» κι άλλα τόσα μοιάζουν λιθάρια πεταμένα πάνω στον αχανή κι ατέλειωτο δρόμο, αλλά μπορούν να κάνουν ζημιά στον ξύλινο τροχό του μυαλού.
Μα πριν το μυαλό πάει στον όλεθρο, να σου εκεί το άτι! «Δε θα σε αφήσω πίσω», του λέει. Και τον σέρνει. Σε έναν προορισμό που το μαγικό ηλιοβασίλεμα μοιάζει στα μάτια της. Σε μια ουτοπία.
Μια καρδιά που με το θάρρος της σέρνει την άμαξα του μυαλού. Αυτή είναι που φέρει την ευθύνη να κρατήσει το φως αναμμένο και το τζάκι ζεστό. Τον αέρα δροσερό και την άμαξα μέσα στο μονοπάτι. Μέσα από λίγα λόγια, λίγα συναισθήματα, ένα χαμόγελο γεμίζει ζωή. Να διώξει αυτήν την απογοήτευση που οι σκέψεις κι οι εικασίες γεννούν.
Κι εγώ, μένω αυτός ο αναβάτης σε αυτήν την άμαξα, με αυτό το άτι, να βασανίζομαι για το ποιον να ακούσω. Να προσπαθώ να επιλέξω ήρεμα, με το μυαλό να με ταράζει στα «μη» και την καρδιά να με κουφαίνει στα «πάμε»! Αν ακούσω το μυαλό, βλέπω μπροστά μου ένα μονοπάτι δύσβατο. Ένα ταξίδι μετ’ εμποδίων, που θα δυσκολευτώ πολύ να φτάσω στον προορισμό μου. Αν ακούσω την καρδιά, βλέπω μπροστά μου ένα στόχο, ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά εθελοτυφλώ στο τι δρόμο θα διαβώ. Τι να κάνω;
Γιατί αναρωτιέμαι; Αφού πάντα εσένα άκουγα, πιστό μου αλογάκι. Πάντα εσύ ορίζεις τη ρότα της ζωής μου. Δεν ξέρω καν με τι είναι στρωμένο το μονοπάτι, αλλά θα προχωρήσω! Ακολουθώ ένα όνειρο που δεν ξέρω πότε θα ξυπνήσω, μα θα το ζήσω.
Θα δοκιμάσω, μα θα είμαι συγκρατημένος, θα προχωρήσω; Μυαλό μου, κοίτα, το ηλιοβασίλεμα του ορίζοντα μεθυσμένο. Λοιπόν, θα το ζήσω!
Τι μπορεί να φέρει στην επιφάνεια μια νέα αρχή; Τι μπορεί να πάρει μορφή μέσα σε ένα καινούριο βήμα; Είναι ένα παλάτι από όνειρα ή άλλο ένα ταξίδι ξυπόλητος επάνω στην καυτή άμμο; Ένα ταξίδι σαν κι αυτά που θα σε κάνουν να ματώσεις, αλλά και θα σε ψήσουν στη φωτιά του λάθους;
Ο Σόλων είπε, ψημένος απ’ τα δικά του βήματα, «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Και πρέπει να τον ακούσω! Θα συγκρατηθώ, λοιπόν. Δεν πρέπει να ενθουσιαστώ! Μα χοροπηδάω σαν μικρό παιδί μέσα μου. Το μυαλό παλεύει να κρατήσει τα χαλινάρια σφιχτά, μιας καρδιάς που καλπάζει σε τρελούς ρυθμούς απ’ τη χαρά της. Ένα νεαρό ακόμα άτι που δε θέλει ποτέ να ωριμάσει. Ένα αίσθημα που καρδιοχτύπα για ένα αναπάντεχο «κάτι», για το καινούριο, το απρόσμενο κι όσα μπορεί αυτό να φέρει στη ζωή της. Και μόλις το βρει; Θέλει να δώσει, να πει, να νιώσει. Θέλει να αγαπήσει. Θέλει να ενθουσιαστεί.
Θα συγκρατηθώ, λοιπόν. Δεν πρέπει να απογοητευτώ! Μα το μυαλό σκέφτεται πόσα μπορούν να με ρίξουν στην καυτή άμμο. Πόσες αμμοθύελλες μπορούν να γκρεμίσουν τα παλάτια και να κατασπαράξουν σαν αγρίμια κάθε όμορφο κήπο που τα στολίζει. Και φοβάμαι.
Μήπως και το βήμα αυτό πατήσει σε καρφιά. Μήπως κι ο δρόμος αυτός δεν είναι ο σωστός. Μήπως το ηλιοβασίλεμα είναι μια οφθαλμαπάτη σαν κι αυτές που η έρημος γεννά. Τόσα «μήπως» κι άλλα τόσα μοιάζουν λιθάρια πεταμένα πάνω στον αχανή κι ατέλειωτο δρόμο, αλλά μπορούν να κάνουν ζημιά στον ξύλινο τροχό του μυαλού.
Μα πριν το μυαλό πάει στον όλεθρο, να σου εκεί το άτι! «Δε θα σε αφήσω πίσω», του λέει. Και τον σέρνει. Σε έναν προορισμό που το μαγικό ηλιοβασίλεμα μοιάζει στα μάτια της. Σε μια ουτοπία.
Μια καρδιά που με το θάρρος της σέρνει την άμαξα του μυαλού. Αυτή είναι που φέρει την ευθύνη να κρατήσει το φως αναμμένο και το τζάκι ζεστό. Τον αέρα δροσερό και την άμαξα μέσα στο μονοπάτι. Μέσα από λίγα λόγια, λίγα συναισθήματα, ένα χαμόγελο γεμίζει ζωή. Να διώξει αυτήν την απογοήτευση που οι σκέψεις κι οι εικασίες γεννούν.
Κι εγώ, μένω αυτός ο αναβάτης σε αυτήν την άμαξα, με αυτό το άτι, να βασανίζομαι για το ποιον να ακούσω. Να προσπαθώ να επιλέξω ήρεμα, με το μυαλό να με ταράζει στα «μη» και την καρδιά να με κουφαίνει στα «πάμε»! Αν ακούσω το μυαλό, βλέπω μπροστά μου ένα μονοπάτι δύσβατο. Ένα ταξίδι μετ’ εμποδίων, που θα δυσκολευτώ πολύ να φτάσω στον προορισμό μου. Αν ακούσω την καρδιά, βλέπω μπροστά μου ένα στόχο, ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά εθελοτυφλώ στο τι δρόμο θα διαβώ. Τι να κάνω;
Γιατί αναρωτιέμαι; Αφού πάντα εσένα άκουγα, πιστό μου αλογάκι. Πάντα εσύ ορίζεις τη ρότα της ζωής μου. Δεν ξέρω καν με τι είναι στρωμένο το μονοπάτι, αλλά θα προχωρήσω! Ακολουθώ ένα όνειρο που δεν ξέρω πότε θα ξυπνήσω, μα θα το ζήσω.
Θα δοκιμάσω, μα θα είμαι συγκρατημένος, θα προχωρήσω; Μυαλό μου, κοίτα, το ηλιοβασίλεμα του ορίζοντα μεθυσμένο. Λοιπόν, θα το ζήσω!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου