Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (86.1-90.1)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΙΣΩΠΟΣ86. ΚΑΝΘΑΡΟΙ ΔΥΟ [86.1] ἔν τινι νησιδίῳ ταῦρος ἐνέμετο· τῇ δὲ τούτου κόπρῳ κάνθαροι ἐτρέφοντο δύο. καὶ δὴ τοῦ χειμῶνος ἐνισταμένου ὁ ἕτερος ἔλεγε πρὸς τὸν ἕτερον, ὡς ἄρα βούλοιτο εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι, ἵνα ἐκείνῳ μόνῳ ὄντι ἡ τροφὴ ἱκανὴ ὑπάρχῃ καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἐλθὼν τὸν χειμῶνα διαγένηται. ἔλεγε δέ, ὅτι, ἐὰν πολλὴν εὕρῃ τὴν νομήν, καὶ αὐτῷ οἴσει. παραγενόμενος δὲ εἰς τὴν χέρσον καὶ καταλαβὼν πολλὴν μὲν κόπρον, ὑγρὰν δέ, μένων ἐνταῦθα ἐτρέφετο. τοῦ δὲ χειμῶνος διελθόντος πάλιν εἰς τὴν νῆσον διέπτη. ὁ δὲ ἕτερος θεασάμενος αὐτὸν λιπαρὸν καὶ εὐεκτοῦντα ᾐτιᾶτο αὐτόν, διότι προϋποσχόμενος οὐδὲν ἐκόμισεν. ὁ δὲ εἶπε· «μὴ ἐμὲ μέμφου, τὴν δὲ φύσιν τοῦ τόπου· ἐκεῖθεν γὰρ τρέφεσθαι μὲν οἷόν τε, φέρεσθαι δὲ οὐδέν».
ὁ λόγος οὗτος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἐκείνους, οἳ τὰς φιλίας μέχρις ἑστιάσεως μόνον παρέχονται, περαιτέρω δὲ οὐδὲν τοὺς φίλους ὠφελοῦσιν.

87. ΔΕΛΦΑΞ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ
[87.1] ἔν τινι ποίμνῃ προβάτων δέλφαξ εἰσελθὼν ἐνέμετο. καὶ δή ποτε τοῦ ποιμένος συλλαμβάνοντος αὐτὸν ἐκεκράγει τε καὶ ἀντέτεινε. τῶν δὲ προβάτων αἰτιωμένων αὐτὸν ἐπὶ τῷ βοᾶν καὶ λεγόντων· «ἆρα ἡμᾶς οὐ συνεχῶς συλλαμβάνει καὶ οὐ κράζομεν;» ἔφη πρὸς αὐτά· «ἀλλ᾽ οὐχ ὁμοία γε τῇ ὑμετέρᾳ ἡ ἐμὴ σύλληψις. ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ γάλα, ἐμὲ δὲ διὰ τὸ κρέας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι εἰκότως ἐκεῖνοι ἀνοιμώζουσιν, οἷς ὁ κίνδυνος οὐ περὶ χρημάτων ἐστίν, ἀλλὰ περὶ σωτηρίας.

88. ΚΙΧΛΑ
[88.1] ἔν τινι μυρσινῶνι κίχλα ἐνέμετο, διὰ δὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ καρποῦ οὐκ ἀφίστατο. ἰξευτὴς δὲ παρατηρησάμενος ἐμφιλοχωροῦσαν ἰξεύσας συνέλαβε. καὶ δὴ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἔφη· «δειλαία ἐγώ, ἥτις διὰ τροφῆς γλυκύτητα σωτηρίας στερίσκομαι».
πρὸς ἄνδρα ἄσωτον καὶ ἡδυπαθῆ.

89. ΧΗΝ ΧΡΥΣΟΤΟΚΟΣ
[89.1] Ἑρμῆς θρησκευόμενος ὑπό τινος περιττῶς χῆνα αὐτῷ ἐχαρίσατο ὠὰ χρύσεα τίκτουσαν. ὁ δὲ οὐκ ἀναμείνας τὴν κατὰ μικρὸν ὠφέλειαν, ὑπολαβὼν δέ, ὅτι πάντα τὰ ἐντὸς χρύσεα ἔχει ὁ χήν, οὐδὲν μελλήσας ἔθυσεν αὐτόν. συνέβη δὲ αὐτῷ μὴ μόνον, ὧν προσεδόκησε σφαλῆναι, ἀλλὰ καὶ τὰ ὠὰ ἀποβαλεῖν· τὰ γὰρ ἐντὸς πάντα σαρκώδη εὗρεν.
οὕτω πολλάκις οἱ πλεονέκται δι᾽ ἐπιθυμίαν πλειόνων καὶ τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.

90. ΕΡΜΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
[90.1] Ἑρμῆς βουλόμενος γνῶναι, ἐν τίνι τιμῇ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἧκεν ἀφομοιωθεὶς ἀνθρώπῳ εἰς ἀγαλματοποιοῦ ἐργαστήριον. καὶ θεασάμενος Διὸς ἄγαλμα ἐπυνθάνετο· «πόσου;» τοῦ δὲ εἰπόντος «δραχμῆς» γελάσας ἠρώτα· «τὸ τῆς Ἥρας πόσου ἐστίν;» εἰπόντος δέ· «ἔτι μείζονος» θεασάμενος καὶ ἑαυτοῦ ἄγαλμα ὑπέλαβεν, ὅτι αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ἐπικερδής, περὶ πολλοῦ οἱ ἄνθρωποι ποιοῦνται. διὸ προσεπυνθάνετο ὁ Ἑρμῆς «πόσου;» καὶ ὁ ἀγαλματογλύφος ἔφη· «ἀλλ᾽ ἐὰν τούτους ἀγοράσῃς, τοῦτόν σοι προσθήκην δώσω».
πρὸς ἄνδρα κενόδοξον ἐν οὐδεμιᾷ μοίρᾳ παρὰ τοῖς ἄλλοις ὄντα ὁ λόγος ἁρμόζει.

***
86. Τα δυο σκαθάρια.
[86.1] Ήταν ένας ταύρος που βοσκούσε σε κάποιο νησάκι, και από την κοπριά του τρέφονταν δύο σκαθάρια. Όταν με το καλό μπήκε ο χειμώνας, το ένα από τα μαμούνια είπε στο άλλο πως λογάριαζε να πετάξει μέχρι την αντίπερα στεριά: «Έτσι η τροφή στο νησί θα είναι αρκετή για σένα, που θα μείνεις μόνος σου, ενώ εγώ θα πάω εκεί πέρα να ξεχειμωνιάσω». Και πρόσθετε κιόλας ότι, αν βρει κάμποσα φαγώσιμα, θα φέρει και στον σύντροφό του. Έτσι, που λέτε, το πρώτο σκαθάρι κίνησε και έφτασε στην ξηρά, όπου βρήκε όντως πολλή κοπριά, αν και κομμάτι υγρή. Έμεινε λοιπόν επιτόπου και έτρωγε καλά. Όταν πια πέρασε ο χειμώνας, το ζουζούνι πέταξε πάλι και γύρισε στο νησί. Μόλις το είδε ο παλιός του σύντροφος, έτσι χοντρό και καλοζωισμένο που είχε γίνει, ξέσπασε αμέσως σε παράπονα: «Καλά, δεν μου έφερες το παραμικρό; Πήγαν περίπατο δηλαδή οι υποσχέσεις που μου έδινες παλιότερα». Το χοντρό σκαθάρι όμως αποκρίθηκε: «Κοίτα, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Φταίει η περιοχή και ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της. Βλέπεις, εκεί μπορούσε κανείς να βρει φαΐ πλουσιοπάροχο, όχι όμως να πάρει καθόλου για να το μεταφέρει αλλού».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε όσους θαρρούν πως η φιλία συνίσταται μόνο και μόνο στο να τρώμε παρέα με κάποιον, και πέρα από αυτό δεν έχουν διάθεση να προσφέρουν καμία άλλη βοήθεια στους φίλους τους.

87. Το γουρουνάκι και τα πρόβατα.
[87.1] Ήταν ένα γουρουνάκι που τρύπωσε ανάμεσα σε ένα κοπάδι πρόβατα και βοσκούσε μαζί τους. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, ο βοσκός το άδραξε στα χέρια του, οπότε το γουρούνι άρχισε να βγάζει δυνατές κραυγές και να προβάλλει αντίσταση. Ακούγοντας αυτόν τον σαματά, τα πρόβατα το μάλωσαν και του είπαν: «Σιγά, βρε χαζό! Και εμάς κάθε τόσο μας πιάνει με τα χέρια του ο βοσκός, αλλά δεν ξεσηκώνουμε τέτοια φασαρία!». Όμως το γουρουνάκι τούς αποκρίθηκε: «Αμ, δεν είναι καθόλου το ίδιο — άλλο όταν τσακώνει εσάς, άλλο εμένα. Βλέπετε, εσάς σας κυνηγάει να σας πιάσει είτε για το μαλλί είτε για το γάλα σας. Από εμένα, όμως, γυρεύει το κρέας μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι εύλογο να οδύρονται οι άνθρωποι, άμα κινδυνεύουν όχι απλώς τα υπάρχοντά τους αλλά η ίδια η ζωή τους.

88. Η τσίχλα.
[88.1] Ήταν μια τσίχλα που βοσκούσε σε κάποια συστάδα από μυρτιές. Τόσο νόστιμοι ήσαν οι καρποί που δεν της έκανε καρδιά να τους αφήσει και να φύγει. Τότε λοιπόν, καθώς αυτή τριγυρνούσε συνεχώς εκεί πέρα, σαν ερωτευμένη με το μέρος, την παρακολούθησε ένας πουλολόγος και την τσάκωσε με ξόβεργες. Βλέποντας τον χάρο μπροστά της, η τσίχλα συλλογίστηκε: «Αχ εγώ η καημενούλα, για λίγο νόστιμο φαγάκι χάνω την ίδια τη ζωή μου!».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο άσωτο και παραδομένο στις ηδονές.

89. Η χήνα με τα χρυσά αυγά.
[89.1] Ήταν μια φορά κάποιος που λάτρευε με πάθος τον Ερμή, και ο θεός σε αντάλλαγμα του χάρισε μια χήνα η οποία γεννούσε χρυσά αυγά. Ο άνθρωπός μας, όμως, δεν εννοούσε να κάνει υπομονή, κερδίζοντας από λίγο κάθε μέρα. Κάθε άλλο: νόμιζε ότι η χήνα θα είχε μέσα της χρυσά όλα τα σωθικά της, γι᾽ αυτό την έσφαξε χωρίς χρονοτριβή. Και τί βγήκε τελικά από αυτό; Ο πλεονέκτης όχι μόνο έκανε λάθος σε όλα όσα προσδοκούσε, αλλά έχασε και τα αυγά. Βλέπετε, όλα τα εντόσθια της χήνας ήσαν απλώς από σάρκα.
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές με τους άπληστους: Από την αχορταγιά τους για περισσότερα, απεμπολούν όσα έχουν σίγουρα στο χέρι.

90. Ο Ερμής και ο μάστορας με τα αγάλματα.
[90.1] Μια φορά ο Ερμής έβαλε με τον νου του να μάθει πόσο ακριβώς τον εκτιμούν οι άνθρωποι. Πήρε λοιπόν ανθρώπινη μορφή και μπήκε στο εργαστήριο κάποιου γλύπτη που έφτιαχνε αγάλματα. Εκεί μέσα, που λέτε, περιεργάστηκε πρώτα ένα άγαλμα του Δία και ρώτησε τον μάστορα: «Πόσο το πουλάς αυτό;». «Μία δραχμή», ήταν η απάντηση. Έβαλε τα γέλια ο Ερμής, και κατόπιν γύρεψε πληροφορίες για άλλο έργο: «Τούτο εδώ το ομοίωμα της Ήρας πόσο κοστίζει;». Ο τεχνίτης αποκρίθηκε: «Αυτό είναι πιο ακριβό». Με τα πολλά, ο Ερμής βρήκε και ένα δικό του άγαλμα· είχε την εντύπωση, βλέπετε, ότι τον ίδιον οι άνθρωποι πρέπει να τον έχουν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση, αφού είναι και αγγελιαφόρος και θεός του κέρδους. Ρώτησε λοιπόν και για το συγκεκριμένο έργο: «Και αυτό εδώ πόσο κάνει;». Ο γλύπτης τότε απάντησε: «Κοίταξε, κύριε, αν αγοράσεις τα άλλα δύο, τούτο εδώ θα σου το δώσω χάρισμα».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο ματαιόδοξο, που οι άλλοι δεν τον λογαριάζουν καθόλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου