Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (171.1-175.1)

171. ΠΑΙΣ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ [171.1] μαντευομένης τινὸς περὶ τοῦ ἑαυτῆς παιδὸς νηπίου ὄντος οἱ μάντεις προέλεγον, ὅτι ὑπὸ κόρακος ἀναιρεθήσεται. διόπερ φοβουμένη λάρνακα μεγίστην κατασκευάσασα ἐν ταύτῃ αὐτὸν καθεῖρξε φυλαττομένη, μὴ ὑπὸ κόρακος ἀναιρεθῇ. καὶ διετέλει τεταγμέναις ὥραις ἀναπεταννῦσα καὶ τὴν ἐπιτηδείαν αὐτῷ τροφὴν παρεχομένη. καί ποτε ἀνοιξάσης αὐτῆς καὶ τὸ πῶμα ἐπιθείσης ὁ παῖς ἀπροφυλάκτως παρέκυψε. οὕτω τε συνέβη τῆς λάρνακος τὸν κόρακα κατὰ τοῦ βρέγματος κατενεχθέντα ἀποκτεῖναι αὐτόν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ πεπρωμένον ἀπαρεγχείρητόν ἐστι.

172. ΜΕΛΙΣΣΑΙ ΚΑΙ ΖΕΥΣ
[172.1] μέλισσαι φθονήσασαι ἀνθρώποις τοῦ ἰδίου μέλιτος ἧκον πρὸς τὸν Δία καὶ τούτου ἐδέοντο, ὅπως ἰσχὺν παράσχηται αὐταῖς παιούσαις τοῖς κέντροις τοὺς προσιόντας τοῖς κηρίοις ἀναιρεῖν. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν βασκανίαν παρεσκεύασεν αὐτάς, ἡνίκα ἂν τύπτωσί τινα, τὸ κέντρον ἀποβαλεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ τῆς σωτηρίας στερίσκεσθαι.
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἄνδρας βασκάνους, οἳ καὶ αὐτοὶ βλάπτεσθαι ὑπομένουσι.

173. ΜΗΝΑΓΥΡΤΑΙ
[173.1] μηναγύρται ὄνον ἔχοντες τούτῳ εἰώθεσαν τὰ σκεύη ἐπιτιθέντες ὁδοιπορεῖν. καὶ δήποτε ἀποθανόντος αὐτοῦ ἀπὸ κόπου ἐκδείραντες αὐτὸν ἐκ τοῦ δέρματος τύμπανα κατεσκεύασαν καὶ τούτοις ἐχρῶντο. ἑτέρων δὲ αὐτοῖς μηναγυρτῶν ἀπαντησάντων καὶ πυνθανομένων αὐτῶν, ποῦ ἂν εἴη ὁ ὄνος, ἔφασαν τεθνηκέναι μὲν αὐτόν, πληγὰς δὲ τοσαύτας λαμβάνειν, ὅσας οὐδὲ ζῶν ὑπέμεινεν.
οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν ἔνιοι καίπερ τῆς δουλείας ἀφειμένοι τῶν δουλικῶν ἀρχῶν οὐκ ἀπαλλάττονται.

174. ΜΥΕΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΙ
[174.1] μυσὶ καὶ γαλαῖς πόλεμος ἦν. ἀεὶ δὲ οἱ μύες ἡττώμενοι ἐπεὶ συνῆλθον εἰς ταὐτόν, ὑπέλαβον, ὅτι δι᾽ ἀναρχίαν τοῦτο πάσχουσιν· ὅθεν ἐκλεξάμενοί τινας ἑαυτῶν στρατηγοὺς ἐχειροτόνησαν. οἱ δὲ βουλόμενοι ἐπισημότεροι τῶν ἄλλων εἶναι κέρατα κατασκευάσαντες ἑαυτοῖς συνῆψαν. ἐνστάσης δὲ τῆς μάχης συνέβη πάντας τοὺς μύας ἡττηθῆναι. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἐπὶ τὰς ὀπὰς καταφεύγοντες ῥᾳδίως εἰσέδυνον, οἱ δὲ στρατηγοὶ μὴ δυνάμενοι εἰσελθεῖν διὰ τὰ κέρατα αὐτῶν συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.
ὅτι πολλοῖς ἡ κενοδοξία κακῶν αἰτία γίνεται.
[174.1b] γαλαῖ καὶ μύες ἄσπονδον εἶχον μάχην. οἱ δὲ μύες δόρατα καὶ ἅρματα ἐξ ἀχύρων λαβόντες συνεκρότησαν τὸν πόλεμον αἱ δὲ γαλαῖ ὥρμησαν κατ᾽ αὐτῶν. οἱ δὲ μύες βουλόμενοι εἰς τὰς τρυμαλιὰς εἰσελθεῖν ἔχοντες τὰ ξύλα τῶν ἀχύρων καὶ μὴ δυνάμενοι κρυβῆναι διεφθάρησαν ὑπὸ τῶν γαλῶν.
ὅτι ἀδυνατῶν τις οὐ δεῖ συγκροτεῖν πολέμους.

175. ΜΥΡΜΗΞ
[175.1] μύρμηξ ὁ νῦν τὸ πάλαι ἄνθρωπος ἦν, καὶ τῇ γεωργίᾳ προσέχων τοῖς ἰδίοις πόνοις οὐκ ἠρκεῖτο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοτρίοις ἐποφθαλμιῶν διετέλει τοὺς τῶν γειτόνων καρποὺς ὑφαιρούμενος. ὁ δὲ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατὰ τῆς πλεονεξίας αὐτοῦ μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς τοῦτο τὸ ζῷον, ὃ καλεῖται μύρμηξ. ὁ δὲ καὶ τὴν μορφὴν ἀλλάξας τὴν διάθεσιν οὐ μετεβάλετο. μέχρι γὰρ νῦν κατὰ τὰς ἀρούρας περιιὼν τοὺς ‹τῶν› ἁλώνων πυρούς τε καὶ κριθὰς συλλέγει καὶ ἑαυτῷ ἀποθησαυρίζει.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φύσει πονηροί, κἂν τὰ μάλιστα κολάζωνται, τὸν τρόπον οὐ μετατίθενται.

***
171. Το αγοράκι και ο κόρακας.
[171.1] Ήταν κάποτε μια μάνα που ζήτησε να της πουν τη μοίρα του μικρού παιδιού της — αυτό ήταν νήπιο ακόμη τότε. Οι μάντεις, λοιπόν, προφήτεψαν ότι το παιδί είναι γραφτό να το σκοτώσει κόρακας. Η γυναίκα βέβαια τρόμαξε πολύ με τούτο. Γι᾽ αυτό έφτιαξε ένα μεγάλο κιβώτιο και έκλεισε εκεί μέσα το παιδί, ώστε να το προφυλάξει από τα κοράκια, μην τυχόν πέσει πάνω του κανένα και το σκοτώσει. Φυσικά, σε τακτά διαστήματα η μάνα άνοιγε ανελλιπώς το κιβώτιο και τάιζε το παιδάκι της, όσο χρειαζόταν για να συντηρηθεί. Μια φορά, που λέτε, ξεσκέπασε το κιβώτιο ως συνήθως, και μετά πήγε να τοποθετήσει ξανά το καπάκι. Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή το παιδάκι έκανε να ξεμυτίσει λίγο από το κουτί, δίχως να προσέξει. Έτσι συνέβη το μοιραίο: ο γάντζος από το σκέπασμα (που σε εκείνα τα μέρη τον αποκαλούν «κόρακα») μπήχτηκε μέσα στο μέτωπο του μωρού και το σκότωσε.
Το δίδαγμα του μύθου: Το πεπρωμένο δεν μπορείς να το πολεμήσεις.

172. Οι μέλισσες και ο Δίας.
[172.1] Μια φορά και έναν καιρό οι μέλισσες άρχισαν να τσιγκουνεύονται το μέλι τους και δεν ήθελαν να τους το παίρνουν οι άνθρωποι. Πήγαν λοιπόν στον Δία και τον παρακάλεσαν να δώσει στα κεντριά τους τέτοια δύναμη, ώστε άμα τσιμπήσουν κανέναν με δαύτα, την ώρα που κάνει να ζυγώσει την κυψέλη τους, ο λεγάμενος αμέσως να πεθαίνει. Φυσικά, ο θεός άναψε και κόρωσε από θυμό, βλέποντας την τόση κακοήθειά τους. Τις κανόνισε όμως καλά: φρόντισε κάθε φορά που θα τσιμπάνε κάποιον, να τους βγαίνει το κεντρί, και μαζί με αυτό να χάνουν και τη ζωή τους.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κακοήθεις ανθρώπους, που υπομένουν και οι ίδιοι ζημιές.

173. Οι τσαρλατάνοι.
[173.1] Ήταν μια παρέα από τσαρλατάνους ιερείς της Κυβέλης, που τριγυρνούσαν από δω και από κει. Αυτοί, που λέτε, είχαν ένα γαϊδούρι στην κατοχή τους, πάνω στο οποίο φόρτωναν συνήθως τα συμπράγκαλά τους όταν πήγαιναν περιοδεία. Μια μέρα, όμως, το γαϊδούρι ψόφησε από την κούραση. Τότε οι τσαρλατάνοι το έγδαραν και από το τομάρι του φτιάξανε ταμπούρλα, που τα πήραν μετά και τα βάραγαν στις τελετές τους. Μετά από λίγο καιρό τους συνάντησαν κάτι άλλοι τέτοιοι περιπλανώμενοι τσαρλατάνοι και τους ρωτούσαν τί απέγινε το γαϊδούρι τους. Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Ψόφησε βέβαια, μα έγνοια σας, τον κανονίσαμε για τα καλά: έκτοτε τρώει τόσο ξύλο, όσο δεν βάσταξε σε όλη του τη ζωή».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς δούλους: Ακόμη και αν απελευθερωθούν, και πάλι δεν γλιτώνουν από τις διαταγές του αφεντικού.

174. Οι ποντικοί και οι νυφίτσες.
[174.1] Μια φορά και έναν καιρό, οι ποντικοί έκαναν πόλεμο με τις νυφίτσες και έχαναν συνέχεια. Συγκάλεσαν λοιπόν συμβούλιο για να συσκεφθούν, και υπέθεσαν ότι οι ήττες τους οφείλονταν στην έλλειψη ηγεσίας. Επομένως, διάλεξαν μερικούς από ανάμεσά τους και τους ψήφισαν για στρατηγούς. Αυτοί οι στρατηγοί, που λέτε, ήθελαν να έχουν πιο εντυπωσιακή εμφάνιση από τους υπόλοιπους· γι᾽ αυτό κατασκεύασαν ο καθένας από ένα ζευγάρι κέρατα και τα προσάρμοσαν στα κεφάλια τους. Κατόπιν ξέσπασε εκ νέου μάχη, και πάλι νικήθηκαν οι ποντικοί κατά κράτος. Κοιτάξτε όμως τί έγινε αυτή τη φορά: Όλα τα άλλα ποντίκια έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στα λαγούμια τους, και φυσικά χώθηκαν εύκολα μέσα. Έλα όμως που οι στρατηγοί δεν χωρούσαν να μπουν — τους εμπόδιζαν τα κέρατα, βλέπετε. Έτσι τους έπιασαν οι νυφίτσες και τους κατασπάραξαν.
Δίδαγμα: Η ματαιοδοξία πολύ συχνά προξενεί συμφορές.

Άλλη, συντομότερη παραλλαγή
[174.1b] Οι νυφίτσες και οι ποντικοί έκαναν πόλεμο σαν άσπονδοι εχθροί. Οι ποντικοί, που λέτε, έφτιαξαν ακόντια και άρματα από κάτι άχυρα και πήγαν με αυτά να διεξαγάγουν τη μάχη. Οι νυφίτσες τότε όρμησαν κατευθείαν επάνω τους. Όπου φύγει φύγει, λοιπόν, τα ποντίκια· όταν όμως προσπάθησαν να χωθούν πίσω στις τρύπες τους, δεν μπορούσαν να μπουν, διότι είχαν τα άχυρα που τους εμπόδιζαν. Έτσι δεν κατόρθωσαν να κρυφτούν, και οι νυφίτσες τούς λιανίσανε.
Δίδαγμα: Άμα κανείς δεν έχει δύναμη, δεν πρέπει να κάνει πολέμους.

175. Το μυρμήγκι.
[175.1] Το μυρμήγκι, όπως το ξέρουμε σήμερα, ήταν άνθρωπος τα παλιά τα χρόνια και καταπιανόταν τότε με τη γεωργία. Έλα όμως που δεν του αρκούσαν οι καρποί των δικών του κόπων: αντίθετα, εποφθαλμιούσε και τα πράγματα των άλλων και συνέχεια έκλεβε από τη συγκομιδή των γειτόνων του. Τελικά ο Δίας αγανάκτησε με την τόση πλεονεξία του ανθρώπου και για τιμωρία τον μεταμόρφωσε σε τούτο το ζωύφιο που αποκαλούμε σήμερα μυρμήγκι. Ο κυρ-μέρμηγκας άλλαξε βέβαια τη μορφή του, όχι όμως και τις τάσεις του χαρακτήρα του. Γι᾽ αυτό μέχρι σήμερα τριγυρνάει στα χωράφια και μαζεύει σπυριά σιτάρι και κριθάρι από τα αλώνια, για να τα αποθηκεύσει ο ίδιος.
Το δίδαγμα του μύθου: Αυτοί που είναι εκ φύσεως αχρείοι δεν αλλάζουν χαρακτήρα, όσο σκληρά και να τους τιμωρήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου