141. ΚΑΡΥΑ [141.1] καρύα παρά τινα ὁδὸν πεφυκυῖα καὶ ὑπὸ τῶν παριόντων λίθοις βαλλομένη στενάξασα πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· «ἀθλία ἔγωγέ εἰμι, ἥτις κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἐμαυτῇ ὕβρεις καὶ λύπας προφέρω».
ὁ λόγος πρὸς τοὺς ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς λυπουμένους.
142. ΚΑΜΗΛΟΣ
[142.1] κάμηλος ἀναγκαζομένη ὑπὸ τοῦ ἰδίου δεσπότου ὀρχεῖσθαι εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὐ μόνον ὀρχουμένη εἰμὶ ἄσχημος ἀλλὰ καὶ περιπατοῦσα».
ὁ λόγος ἁρμόδιος παντὶ ἀνδρὶ τῷ ἐν τοῖς ἔργοις ἀπρέπειαν ἔχοντι.
143. ΛΑΓΩΟΙ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[143.1] λαγωοὶ καταγνόντες ἑαυτῶν δειλίαν ἔγνωσαν δεῖν ἑαυτοὺς κατακρημνίσαι. παραγενομένων δὲ αὐτῶν ἐπί τινα κρημνόν, ᾧ λίμνη ὑπέκειτο, οἱ ἐνταῦθα βάτραχοι ἀκούσαντες τῆς ποδοψοφίας ἑαυτοὺς εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐδίδοσαν. εἷς δέ τις τῶν λαγωῶν θεασάμενος αὐτοὺς ἔφη πρὸς τοὺς ἑτέρους· «ἀλλὰ μηκέτι ἑαυτοὺς κατακρημνίσωμεν· ἰδοὺ γάρ, εὕρηνται καὶ ἡμῶν δειλότερα ζῷα».
οὕτω καὶ τοῖς ἀνθρώποις αἱ τῶν ἄλλων συμφοραὶ τῶν ἰδίων δυστυχημάτων παραμυθίαι γίνονται.
144. ΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΙΚΤΙΝΟΣ
[144.1] λάρος ἰχθὺν καταπιὼν διαρραγέντος αὐτοῦ τοῦ φάρυγγος ἐπὶ τῆς ἠιόνος νεκρὸς ἔκειτο. ἰκτῖνος δὲ αὐτὸν θεασάμενος ἔφη· «ἄξια σύ γε πέπονθας, ὅτι πτηνὸς γεννηθεὶς ἐπὶ θαλάσσης τὴν δίαιταν ἐποιοῦ».
οὕτως οἱ τὰ οἰκεῖα ἐπιτηδεύματα καταλιπόντες καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιβαλλόμενοι εἰκότως δυστυχοῦσιν.
145. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
[145.1] λέων ἐρασθεὶς θυγατρὸς γεωργοῦ ταύτην ἐμνηστεύσατο. ὁ δὲ μὴ ἐνδοῦναι θηρίῳ τὴν θυγατέρα ὑπομένων μηδὲ ἀρνήσασθαι διὰ τὸν φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν, ὡς νυμφίον μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι, ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν κόρην. τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος ὁ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν, ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ ῥᾳδίως τοῖς ἐχθροῖς πιστεύοντες, ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν, εὐάλωτοι τούτοις γίνονται, οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστήκεσαν.
***
141. Η καρυδιά.
[141.1] Ήταν μια καρυδιά που είχε φυτρώσει στην άκρη της δημοσιάς, και έτσι όλοι οι περαστικοί τής πετούσαν πέτρες. Αναστέναξε λοιπόν και μουρμούρισε από μέσα της: «Τί δυστυχία και αυτή! Χρόνο με τον χρόνο δεν τραβάω πάνω μου άλλο από λύπες και προσβολές!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για όσους δεν είναι ικανοποιημένοι με τα αγαθά τους.
142. Η καμήλα.
[142.1] Ήταν μια καμήλα που ο αφέντης της την ανάγκαζε να χορεύει. Αυτή, που λέτε, το ομολογούσε: «Ε καλά, δεν είναι μόνο στον χορό που δείχνω απαίσια — και άμα περπατάω, τα ίδια χάλια έχω».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κάθε άνθρωπο που κάνει άσχημα τις δουλειές του.
143. Οι λαγοί και τα βατράχια.
[143.1] Μια φορά και έναν καιρό οι λαγοί βάλθηκαν να αυτοκατηγορούνται για τη δειλία τους και το πήραν απόφαση να πάνε κάπου να γκρεμοτσακιστούν. Μια και δυο, λοιπόν, φτάσανε στην άκρη κάποιου γκρεμού, όπου υπήρχε από κάτω λίμνη. Τα βατράχια μέσα στη λίμνη, που λέτε, άκουσαν τον πάταγο από τα ποδάρια των λαγών και αμέσως βούτηξαν κάτω στον βυθό. Τότε ένας από τους λαγούς, που το είδε αυτό, σταμάτησε τους υπόλοιπους: «Ρε σεις, γιατί να γκρεμοτσακιστούμε τώρα; Για κοιτάξτε: υπάρχουν και πλάσματα ακόμη πιο φοβητσιάρικα από εμάς».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι συμφορές των άλλων τούς δίνουν παρηγοριά για τη δική τους δυστυχία.
144. Ο γλάρος και το γεράκι.
[144.1] Ήταν μια φορά ένας γλάρος που κατάπιε αμάσητο ένα ψάρι, με αποτέλεσμα να πάθει διάτρηση το λαρύγγι του και να πέσει νεκρός κάτω στην ακρογιαλιά. Τον είδε τότε το γεράκι και τον ελεεινολόγησε: «Καλά να πάθεις, βρε ανόητε. Πουλί γεννήθηκες· τί δουλειά είχες να γυρεύεις την τροφή σου στη θάλασσα;».
Έτσι συμβαίνει και με εμάς: Όσοι εγκαταλείπουν τις δουλειές που ξέρουν και καταπιάνονται με πράγματα που δεν τους ταιριάζουν καθόλου, είναι φυσικό να καταντούν δυστυχισμένοι.
145. Το λιοντάρι και ο αγρότης.
[145.1] Μια φορά το λιοντάρι ερωτεύτηκε την κόρη κάποιου αγρότη και πήγε να τη ζητήσει σε γάμο. Του πατέρα της, βέβαια, δεν του έκανε καρδιά να δώσει την κόρη του γυναίκα σε άγριο θεριό. Δεν τολμούσε εντούτοις και να αρνηθεί από τον φόβο του. Σκέφτηκε λοιπόν το ακόλουθο σχέδιο. Καθώς το λιοντάρι ερχόταν συνέχεια και τον πίεζε, ο πατέρας το διαβεβαίωσε ότι ασφαλώς το εγκρίνει σαν άξιο γαμπρό για τη θυγατέρα του. «Δεν μπορώ όμως να σου τη δώσω σε γάμο», συνέχισε, «παρά μόνο με μία προϋπόθεση: συγκεκριμένα να βγάλεις αυτές τις δοντάρες σου και να κόψεις τα νύχια σου. Βλέπεις, η κοπελιά τα φοβάται πολύ αυτά». Το λιοντάρι ήταν τόσο ερωτοχτυπημένο που δέχτηκε να τα κάνει και τα δύο χωρίς δισταγμό. Έτσι όμως ο γεωργός έπαψε πια να το υπολογίζει. Αποτέλεσμα: όταν εμφανίστηκε ξανά μπροστά του το θεριό, του έδωσε ένα γερό ξύλο με τη μαγκούρα και το έδιωξε κακήν κακώς.
Το δίδαγμα του μύθου: Μην εμπιστεύεστε αβασάνιστα τους εχθρούς σας. Βλέπετε, όποιος ξεγυμνώνεται μόνος του από τα δυνατά του σημεία γίνεται μεμιάς ευάλωτος στα χτυπήματα των άλλων, όσο και αν ήταν πρωτύτερα ο φόβος και ο τρόμος τους.
ὁ λόγος πρὸς τοὺς ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς λυπουμένους.
142. ΚΑΜΗΛΟΣ
[142.1] κάμηλος ἀναγκαζομένη ὑπὸ τοῦ ἰδίου δεσπότου ὀρχεῖσθαι εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὐ μόνον ὀρχουμένη εἰμὶ ἄσχημος ἀλλὰ καὶ περιπατοῦσα».
ὁ λόγος ἁρμόδιος παντὶ ἀνδρὶ τῷ ἐν τοῖς ἔργοις ἀπρέπειαν ἔχοντι.
143. ΛΑΓΩΟΙ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[143.1] λαγωοὶ καταγνόντες ἑαυτῶν δειλίαν ἔγνωσαν δεῖν ἑαυτοὺς κατακρημνίσαι. παραγενομένων δὲ αὐτῶν ἐπί τινα κρημνόν, ᾧ λίμνη ὑπέκειτο, οἱ ἐνταῦθα βάτραχοι ἀκούσαντες τῆς ποδοψοφίας ἑαυτοὺς εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐδίδοσαν. εἷς δέ τις τῶν λαγωῶν θεασάμενος αὐτοὺς ἔφη πρὸς τοὺς ἑτέρους· «ἀλλὰ μηκέτι ἑαυτοὺς κατακρημνίσωμεν· ἰδοὺ γάρ, εὕρηνται καὶ ἡμῶν δειλότερα ζῷα».
οὕτω καὶ τοῖς ἀνθρώποις αἱ τῶν ἄλλων συμφοραὶ τῶν ἰδίων δυστυχημάτων παραμυθίαι γίνονται.
144. ΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΙΚΤΙΝΟΣ
[144.1] λάρος ἰχθὺν καταπιὼν διαρραγέντος αὐτοῦ τοῦ φάρυγγος ἐπὶ τῆς ἠιόνος νεκρὸς ἔκειτο. ἰκτῖνος δὲ αὐτὸν θεασάμενος ἔφη· «ἄξια σύ γε πέπονθας, ὅτι πτηνὸς γεννηθεὶς ἐπὶ θαλάσσης τὴν δίαιταν ἐποιοῦ».
οὕτως οἱ τὰ οἰκεῖα ἐπιτηδεύματα καταλιπόντες καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιβαλλόμενοι εἰκότως δυστυχοῦσιν.
145. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
[145.1] λέων ἐρασθεὶς θυγατρὸς γεωργοῦ ταύτην ἐμνηστεύσατο. ὁ δὲ μὴ ἐνδοῦναι θηρίῳ τὴν θυγατέρα ὑπομένων μηδὲ ἀρνήσασθαι διὰ τὸν φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν, ὡς νυμφίον μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι, ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν κόρην. τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος ὁ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν, ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ ῥᾳδίως τοῖς ἐχθροῖς πιστεύοντες, ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν, εὐάλωτοι τούτοις γίνονται, οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστήκεσαν.
***
141. Η καρυδιά.
[141.1] Ήταν μια καρυδιά που είχε φυτρώσει στην άκρη της δημοσιάς, και έτσι όλοι οι περαστικοί τής πετούσαν πέτρες. Αναστέναξε λοιπόν και μουρμούρισε από μέσα της: «Τί δυστυχία και αυτή! Χρόνο με τον χρόνο δεν τραβάω πάνω μου άλλο από λύπες και προσβολές!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για όσους δεν είναι ικανοποιημένοι με τα αγαθά τους.
142. Η καμήλα.
[142.1] Ήταν μια καμήλα που ο αφέντης της την ανάγκαζε να χορεύει. Αυτή, που λέτε, το ομολογούσε: «Ε καλά, δεν είναι μόνο στον χορό που δείχνω απαίσια — και άμα περπατάω, τα ίδια χάλια έχω».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κάθε άνθρωπο που κάνει άσχημα τις δουλειές του.
143. Οι λαγοί και τα βατράχια.
[143.1] Μια φορά και έναν καιρό οι λαγοί βάλθηκαν να αυτοκατηγορούνται για τη δειλία τους και το πήραν απόφαση να πάνε κάπου να γκρεμοτσακιστούν. Μια και δυο, λοιπόν, φτάσανε στην άκρη κάποιου γκρεμού, όπου υπήρχε από κάτω λίμνη. Τα βατράχια μέσα στη λίμνη, που λέτε, άκουσαν τον πάταγο από τα ποδάρια των λαγών και αμέσως βούτηξαν κάτω στον βυθό. Τότε ένας από τους λαγούς, που το είδε αυτό, σταμάτησε τους υπόλοιπους: «Ρε σεις, γιατί να γκρεμοτσακιστούμε τώρα; Για κοιτάξτε: υπάρχουν και πλάσματα ακόμη πιο φοβητσιάρικα από εμάς».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι συμφορές των άλλων τούς δίνουν παρηγοριά για τη δική τους δυστυχία.
144. Ο γλάρος και το γεράκι.
[144.1] Ήταν μια φορά ένας γλάρος που κατάπιε αμάσητο ένα ψάρι, με αποτέλεσμα να πάθει διάτρηση το λαρύγγι του και να πέσει νεκρός κάτω στην ακρογιαλιά. Τον είδε τότε το γεράκι και τον ελεεινολόγησε: «Καλά να πάθεις, βρε ανόητε. Πουλί γεννήθηκες· τί δουλειά είχες να γυρεύεις την τροφή σου στη θάλασσα;».
Έτσι συμβαίνει και με εμάς: Όσοι εγκαταλείπουν τις δουλειές που ξέρουν και καταπιάνονται με πράγματα που δεν τους ταιριάζουν καθόλου, είναι φυσικό να καταντούν δυστυχισμένοι.
145. Το λιοντάρι και ο αγρότης.
[145.1] Μια φορά το λιοντάρι ερωτεύτηκε την κόρη κάποιου αγρότη και πήγε να τη ζητήσει σε γάμο. Του πατέρα της, βέβαια, δεν του έκανε καρδιά να δώσει την κόρη του γυναίκα σε άγριο θεριό. Δεν τολμούσε εντούτοις και να αρνηθεί από τον φόβο του. Σκέφτηκε λοιπόν το ακόλουθο σχέδιο. Καθώς το λιοντάρι ερχόταν συνέχεια και τον πίεζε, ο πατέρας το διαβεβαίωσε ότι ασφαλώς το εγκρίνει σαν άξιο γαμπρό για τη θυγατέρα του. «Δεν μπορώ όμως να σου τη δώσω σε γάμο», συνέχισε, «παρά μόνο με μία προϋπόθεση: συγκεκριμένα να βγάλεις αυτές τις δοντάρες σου και να κόψεις τα νύχια σου. Βλέπεις, η κοπελιά τα φοβάται πολύ αυτά». Το λιοντάρι ήταν τόσο ερωτοχτυπημένο που δέχτηκε να τα κάνει και τα δύο χωρίς δισταγμό. Έτσι όμως ο γεωργός έπαψε πια να το υπολογίζει. Αποτέλεσμα: όταν εμφανίστηκε ξανά μπροστά του το θεριό, του έδωσε ένα γερό ξύλο με τη μαγκούρα και το έδιωξε κακήν κακώς.
Το δίδαγμα του μύθου: Μην εμπιστεύεστε αβασάνιστα τους εχθρούς σας. Βλέπετε, όποιος ξεγυμνώνεται μόνος του από τα δυνατά του σημεία γίνεται μεμιάς ευάλωτος στα χτυπήματα των άλλων, όσο και αν ήταν πρωτύτερα ο φόβος και ο τρόμος τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου