71. ΔΡΥΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ [71.1] δρῦς καὶ κάλαμος ἤριζον περὶ ἰσχύος. ἀνέμου δὲ σφοδροῦ γενομένου ὁ μὲν κάλαμος σαλευόμενος καὶ συγκλινόμενος ταῖς τούτου πνοαῖς τὴν ἐκρίζωσιν ἐξέφυγεν, ἡ δὲ δρῦς δι᾽ ὅλου ἀντιστᾶσα ἐκ ῥιζῶν κατηνέχθη.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν.
72. ΑΝΗΡ ΔΕΙΛΟΣ ΛΕΟΝΤΑ ΧΡΥΣΟΥΝ ΕΥΡΩΝ
[72.1] δειλὸς φιλάργυρος λέοντα χρυσοῦν εὑρὼν ἑαυτὸν προσαγορεύει· «οὐκ οἶδα τίς γενήσομαι ἐπὶ τοῖς παροῦσιν. ἐγὼ ἐκβέβλημαι ἐκ τῶν φρενῶν καὶ τί πράττω οὐκ ἔχω. μερίζομαι φιλοχρηματίᾳ καὶ τῇ τῆς φρενὸς δειλίᾳ. ποία γὰρ τύχη ἢ ποῖος δαίμων εἰργάσατο χρυσοῦν λέοντα; ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ ψυχὴ πρὸς τὰ παρόντα ἑαυτῇ πολεμεῖ. ἀγαπᾷ μὲν τὸν χρυσόν, δέδοικε δὲ τοῦ χρυσοῦ τὴν ἐργασίαν· ἅπτεσθαι μὲν τοῦ εὑρήματος ἐλαύνει ὁ πόθος, ἀπέχεσθαι δὲ ὁ τρόπος. ὦ τύχης διδούσης καὶ μὴ λαβεῖν συγχωρούσης! ὦ θησαυρὸς ἡδονὴν οὐκ ἔχων! ὦ χάρις δαιμόνων ἄχαρις γενομένη! τί οὖν; ποίῳ τρόπῳ χρήσωμαι; ἐπὶ ποίαν ἔλθω μηχανήν; ἄπειμι τοὺς οἰκέτας δεῦρο κομίσων λαβεῖν ὀφείλοντας τῇ πολυπληθεῖ συμμαχίᾳ κἀγὼ πόρρω ἔσομαι θεατής».
[ὁ λόγος ἁρμόζει πρός τινα πλούσιον μὴ τολμῶντα προσψαῦσαι καὶ χρήσασθαι τῷ πλούτῳ.]
73. ΔΕΛΦΙΝΕΣ ΚΑΙ ΚΩΒΙΟΣ
[73.1] δελφῖνες καὶ φάλαιναι πρὸς ἀλλήλους ἐμάχοντο. ἐπὶ πολὺ δὲ τῆς διαφορᾶς σφοδρυνομένης κωβιὸς ἀνέδυ [ἔστι δὲ οὗτος μικρὸς ἰχθύς] καὶ αὐτοὺς ἐπειρᾶτο διαλύειν. εἷς δέ τις τῶν δελφίνων ὑπολαβὼν ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽ ἡμῖν ἀνεκτότερον ἔσται μαχομένοις ὑπ᾽ ἀλλήλων διαφθαρῆναι ἢ σοῦ διαλλακτοῦ τυχεῖν».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων οὐδενὸς ἄξιοι ὄντες, ὅταν ταραχῆς λάβωνται, δοκοῦσί τινες.
74. ΜΕΛΙΤΤΟΥΡΓΟΣ
[74.1] εἰς μελισσουργοῦ τις εἰσελθὼν ἐκείνου ἀπόντος τό τε μέλι καὶ τὰ κηρία ἀφείλετο. ὁ δὲ ἐπανελθὼν ἐπειδὴ ἐθεάσατο ἐρήμους τὰς κυψέλας, εἱστήκει ταύτας διερευνῶν. αἱ δὲ μέλισσαι ἐπανελθοῦσαι ἀπὸ τῆς νομῆς ὡς κατέλαβον αὐτόν, παίουσαι τοῖς κέντροις τὰ πάνδεινα διετίθεσαν. κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτάς· «ὦ κάκιστα ζῷα, ὑμεῖς τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε, ἐμὲ δὲ τὸν ἐπιμελούμενον ὑμῶν τύπτετε;»
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων δι᾽ ἄγνοιαν τοὺς ἐχθροὺς μὴ φυλαττόμενοι τοὺς φίλους ὡς ἐπιβούλους ἀπωθοῦνται.
75. ΔΕΛΦΙΣ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ
[75.1] ἔθος ἐστὶ τοῖς πλέουσιν ἐπάγεσθαι κύνας Μελιταίους καὶ πιθήκους πρὸς παραμυθίαν τοῦ πλοῦ. καὶ δή τις πλεῖν μέλλων πίθηκον συνανήνεγκε. γενομένων δὲ αὐτῶν κατὰ τὸ Σούνιον (ἐστὶ δὲ τοῦτο Ἀθηναίων ἀκρωτήριον) συνέβη χειμῶνα σφοδρὸν γενέσθαι. περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακολυμβώντων καὶ ὁ πίθηκος ἐνήχετο. δελφὶς δὲ θεασάμενος αὐτὸν καὶ οἰόμενος ἄνθρωπον εἶναι ὑπεξελθὼν διεκόμιζεν. ὡς δὲ ἐγένετο κατὰ τὸν Πειραιᾶ, τὸν τῶν Ἀθηναίων λιμένα, ἐπυνθάνετο τοῦ πιθήκου, εἰ τὸ γένος Ἀθηναῖός ἐστι. τοῦ δὲ εἰπόντος καὶ λαμπρῶν γε ἐνταῦθα τετυχηκέναι γονέων, ἐκ δευτέρου ἠρώτα αὐτόν, εἰ ἐπίσταται τὸν Πειραιᾶ. καὶ ὃς ὑπολαβὼν αὐτὸν ἄνθρωπον λέγειν ἔφασκε καὶ φίλον αὐτοῦ εἶναι καὶ συνήθη. καὶ ὁ δελφὶς ἀγανακτήσας κατὰ τῆς αὐτοῦ ψευδολογίας βαπτίζων αὐτὸν ἀπέπνιξεν.
πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
***
71. Η βελανιδιά και η καλαμιά.
[71.1] Μια φορά μάλωναν η βελανιδιά και η καλαμιά ποιά είναι η πιο δυνατή, όταν ξάφνου σηκώθηκε σφοδρός άνεμος. Η καλαμιά τότε άρχισε να ταλαντεύεται και να λυγίζει μπροστά στις ριπές του ανέμου, και έτσι γλίτωσε και δεν ξεριζώθηκε. Η βελανιδιά όμως πρόβαλε αντίσταση με όλον της τον όγκο και τελικά σωριάστηκε κάτω ξεθεμελιωμένη από τις ρίζες της.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με τους δυνατότερους.
72. Ο δειλός που βρήκε το χρυσό λιοντάρι.
[72.1] Ήταν κάποτε ένας τύπος φιλάργυρος και πολύ φοβητσιάρης. Αυτός, που λέτε, βρήκε μπροστά του ένα χρυσό λιοντάρι και βάλθηκε να διαλογίζεται μέσα του: «Τώρα, σε τέτοιες περιστάσεις δεν ξέρω τί λογής χαρακτήρα να δείξω. Στα αλήθεια, αισθάνομαι εκτός εαυτού και δεν ξέρω τί να κάνω. Με έχουν χωρίσει στα δύο, από τη μία η φιλαργυρία μου και από την άλλη η δειλία της καρδιάς μου. Τί τύχη είναι αυτή, τί σόι δαιμόνιο έφτιαξε τούτο το χρυσό λιοντάρι; Η ψυχή μου κάνει πόλεμο με τον εαυτό της αντιμέτωπη με όσα αντικρίζει. Λατρεύει το χρυσάφι, ναι, βέβαια, έλα όμως που φοβάται τη μορφή που έχει πάρει αυτός ο χρυσός! Λαχτάρα έντονη με κεντρίζει να αδράξω τούτο το τυχερό· αλλά τί να κάνω που ο χαρακτήρας μου με κρατάει μακριά του; Καταραμένη τύχη, από τη μία μού χαρίζεις και από την άλλη δεν με αφήνεις να τα πιάσω! Διάβολε, κοίτα παράδοξο: ο θησαυρός δεν φέρνει καμία ευχαρίστηση! Άχαρο μου βγήκε το χάρισμα των θεών! Τί θα γίνει, λοιπόν; Τί στάση να κρατήσω; Τί λογής τέχνασμα να μεταχειριστώ; Το βρήκα: θα πάω να κουβαλήσω εδώ πέρα τους υπηρέτες μου. Αυτοί θα επιφορτιστούν με το καθήκον να μεταφέρουν το πράγμα, συμπράττοντας όλοι μαζί, έτσι πολυάριθμοι που είναι. Όσο για μένα, θα κάθομαι να κοιτάζω από μακριά».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κανέναν πλούσιο που δεν έχει το κουράγιο να απλώσει χέρι στα πλούτη του και να τα εκμεταλλευτεί.
73. Τα δελφίνια και ο κωβιός.
[73.1] Μια φορά και έναν καιρό τα δελφίνια και οι φάλαινες πολεμούσαν μεταξύ τους. Η μάχη τους, που λέτε, βαστούσε για πολύ και γινόταν όλο και πιο άγρια, όταν ξάφνου ξεμύτισε ανάμεσά τους ένας κωβιός (αυτό, ξέρετε, είναι ένα μικρό τοσοδούλικο ψαράκι) και βάλθηκε να τους λύσει τις διαφορές. Τότε όμως ένα από τα δελφίνια τού έκοψε τη φόρα λέγοντας: «Καλά ρε, δεν το καταλαβαίνεις ότι για μας είναι προτιμότερο να σκοτωθούμε αναμεταξύ μας στον πόλεμο, παρά να ανεχτούμε εσένα για διαιτητή;».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Ενώ είναι εντελώς τιποτένιοι, άμα βρουν ευκαιρία να αναδειχτούν σε καμιά αναταραχή, θαρρούν πως έγιναν σπουδαίοι.
74. Ο μελισσοκόμος.
[74.1] Ήταν κάποτε ένας κλέφτης που τρύπωσε κρυφά στο κτήμα κάποιου μελισσοκόμου, όσο έλειπε το αφεντικό, και βούτηξε όλο το μέλι και τις κερήθρες. Μετά από λίγο γύρισε ο μελισσοκόμος και βρήκε τις κυψέλες του άδειες και έρημες. Κοντοστάθηκε λοιπόν και τις εξέταζε, όταν ξαφνικά άρχισαν να καταφτάνουν οι μέλισσες, επιστρέφοντας από τη βοσκή. Βρίσκοντας τον άνθρωπό μας εκεί, βάλθηκαν να τον τσιμπούν με τα κεντριά τους και τον έκαναν να τραβήξει τα πάνδεινα. Ο μελισσοκόμος τότε τους έβαλε τις φωνές: «Βρε απαίσια πλάσματα, τον κλέφτη που βούτηξε τις κερήθρες σας τον αφήσατε να φύγει ατιμώρητος, και ριχτήκατε να χτυπάτε εμένα που σας φροντίζω;»
Έτσι συμβαίνει και με ορισμένους ανθρώπους: Από καθαρή άγνοια δεν φυλάγονται από τους εχθρούς τους, ενώ αντίθετα διώχνουν μακριά τους φίλους τους, περνώντας τους για προδότες.
75. Το δελφίνι και ο πίθηκος.
[75.1] Οι ναυτικοί, ως γνωστόν, το έχουν συνήθειο να παίρνουν μαζί τους μικρά σκυλάκια Μάλτας ή πιθήκους, για να έχουν κάποια διασκέδαση στο θαλασσινό τους ταξίδι. Μια φορά, λοιπόν, κάποιος που ήταν έτοιμος να μπαρκάρει έφερε μαζί του έναν πίθηκο. Καθώς περιέπλεαν το Σούνιο (αυτό είναι ακρωτήριο της Αττικής, το ξέρετε), έτυχε να ξεσπάσει σφοδρή θύελλα. Το καράβι αναποδογύρισε και όλοι ρίχτηκαν να κολυμπούν προς τη στεριά· μαζί τους πλατσούριζε και ο πίθηκος. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, τον πρόσεξε ένα δελφίνι και τον πέρασε για άνθρωπο, οπότε χώθηκε από κάτω του και τον πήρε να τον κουβαλήσει στη ράχη του. Όταν με το καλό έφτασαν στον Πειραιά, το περίφημο λιμάνι της Αθήνας, το δελφίνι ρώτησε τον πίθηκο αν είναι η καταγωγή του από την πόλη αυτή. «Μα βεβαίως», είπε αυτός, «και μάλιστα οι γονείς μου είναι σπουδαίοι άρχοντες εδώ πέρα». Έλα όμως που ύστερα το δελφίνι τού έκανε και άλλη ερώτηση, αν γνωρίζει τον Πειραιά. Ο πίθηκος τότε νόμισε ότι εννοούσε κάποιον άνθρωπο και δήλωσε ότι ασφαλώς τον ξέρει και μάλιστα είναι φίλος του πολύ στενός. Αποτέλεσμα: το δελφίνι αγανάκτησε με τις ψευτιές του κατεργάρη, και γι᾽ αυτό τον βούτηξε μέσα στο νερό και τον έπνιξε.
Μύθος κατάλληλος για ψεύτες.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν.
72. ΑΝΗΡ ΔΕΙΛΟΣ ΛΕΟΝΤΑ ΧΡΥΣΟΥΝ ΕΥΡΩΝ
[72.1] δειλὸς φιλάργυρος λέοντα χρυσοῦν εὑρὼν ἑαυτὸν προσαγορεύει· «οὐκ οἶδα τίς γενήσομαι ἐπὶ τοῖς παροῦσιν. ἐγὼ ἐκβέβλημαι ἐκ τῶν φρενῶν καὶ τί πράττω οὐκ ἔχω. μερίζομαι φιλοχρηματίᾳ καὶ τῇ τῆς φρενὸς δειλίᾳ. ποία γὰρ τύχη ἢ ποῖος δαίμων εἰργάσατο χρυσοῦν λέοντα; ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ ψυχὴ πρὸς τὰ παρόντα ἑαυτῇ πολεμεῖ. ἀγαπᾷ μὲν τὸν χρυσόν, δέδοικε δὲ τοῦ χρυσοῦ τὴν ἐργασίαν· ἅπτεσθαι μὲν τοῦ εὑρήματος ἐλαύνει ὁ πόθος, ἀπέχεσθαι δὲ ὁ τρόπος. ὦ τύχης διδούσης καὶ μὴ λαβεῖν συγχωρούσης! ὦ θησαυρὸς ἡδονὴν οὐκ ἔχων! ὦ χάρις δαιμόνων ἄχαρις γενομένη! τί οὖν; ποίῳ τρόπῳ χρήσωμαι; ἐπὶ ποίαν ἔλθω μηχανήν; ἄπειμι τοὺς οἰκέτας δεῦρο κομίσων λαβεῖν ὀφείλοντας τῇ πολυπληθεῖ συμμαχίᾳ κἀγὼ πόρρω ἔσομαι θεατής».
[ὁ λόγος ἁρμόζει πρός τινα πλούσιον μὴ τολμῶντα προσψαῦσαι καὶ χρήσασθαι τῷ πλούτῳ.]
73. ΔΕΛΦΙΝΕΣ ΚΑΙ ΚΩΒΙΟΣ
[73.1] δελφῖνες καὶ φάλαιναι πρὸς ἀλλήλους ἐμάχοντο. ἐπὶ πολὺ δὲ τῆς διαφορᾶς σφοδρυνομένης κωβιὸς ἀνέδυ [ἔστι δὲ οὗτος μικρὸς ἰχθύς] καὶ αὐτοὺς ἐπειρᾶτο διαλύειν. εἷς δέ τις τῶν δελφίνων ὑπολαβὼν ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽ ἡμῖν ἀνεκτότερον ἔσται μαχομένοις ὑπ᾽ ἀλλήλων διαφθαρῆναι ἢ σοῦ διαλλακτοῦ τυχεῖν».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων οὐδενὸς ἄξιοι ὄντες, ὅταν ταραχῆς λάβωνται, δοκοῦσί τινες.
74. ΜΕΛΙΤΤΟΥΡΓΟΣ
[74.1] εἰς μελισσουργοῦ τις εἰσελθὼν ἐκείνου ἀπόντος τό τε μέλι καὶ τὰ κηρία ἀφείλετο. ὁ δὲ ἐπανελθὼν ἐπειδὴ ἐθεάσατο ἐρήμους τὰς κυψέλας, εἱστήκει ταύτας διερευνῶν. αἱ δὲ μέλισσαι ἐπανελθοῦσαι ἀπὸ τῆς νομῆς ὡς κατέλαβον αὐτόν, παίουσαι τοῖς κέντροις τὰ πάνδεινα διετίθεσαν. κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτάς· «ὦ κάκιστα ζῷα, ὑμεῖς τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε, ἐμὲ δὲ τὸν ἐπιμελούμενον ὑμῶν τύπτετε;»
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων δι᾽ ἄγνοιαν τοὺς ἐχθροὺς μὴ φυλαττόμενοι τοὺς φίλους ὡς ἐπιβούλους ἀπωθοῦνται.
75. ΔΕΛΦΙΣ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ
[75.1] ἔθος ἐστὶ τοῖς πλέουσιν ἐπάγεσθαι κύνας Μελιταίους καὶ πιθήκους πρὸς παραμυθίαν τοῦ πλοῦ. καὶ δή τις πλεῖν μέλλων πίθηκον συνανήνεγκε. γενομένων δὲ αὐτῶν κατὰ τὸ Σούνιον (ἐστὶ δὲ τοῦτο Ἀθηναίων ἀκρωτήριον) συνέβη χειμῶνα σφοδρὸν γενέσθαι. περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακολυμβώντων καὶ ὁ πίθηκος ἐνήχετο. δελφὶς δὲ θεασάμενος αὐτὸν καὶ οἰόμενος ἄνθρωπον εἶναι ὑπεξελθὼν διεκόμιζεν. ὡς δὲ ἐγένετο κατὰ τὸν Πειραιᾶ, τὸν τῶν Ἀθηναίων λιμένα, ἐπυνθάνετο τοῦ πιθήκου, εἰ τὸ γένος Ἀθηναῖός ἐστι. τοῦ δὲ εἰπόντος καὶ λαμπρῶν γε ἐνταῦθα τετυχηκέναι γονέων, ἐκ δευτέρου ἠρώτα αὐτόν, εἰ ἐπίσταται τὸν Πειραιᾶ. καὶ ὃς ὑπολαβὼν αὐτὸν ἄνθρωπον λέγειν ἔφασκε καὶ φίλον αὐτοῦ εἶναι καὶ συνήθη. καὶ ὁ δελφὶς ἀγανακτήσας κατὰ τῆς αὐτοῦ ψευδολογίας βαπτίζων αὐτὸν ἀπέπνιξεν.
πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
***
71. Η βελανιδιά και η καλαμιά.
[71.1] Μια φορά μάλωναν η βελανιδιά και η καλαμιά ποιά είναι η πιο δυνατή, όταν ξάφνου σηκώθηκε σφοδρός άνεμος. Η καλαμιά τότε άρχισε να ταλαντεύεται και να λυγίζει μπροστά στις ριπές του ανέμου, και έτσι γλίτωσε και δεν ξεριζώθηκε. Η βελανιδιά όμως πρόβαλε αντίσταση με όλον της τον όγκο και τελικά σωριάστηκε κάτω ξεθεμελιωμένη από τις ρίζες της.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με τους δυνατότερους.
72. Ο δειλός που βρήκε το χρυσό λιοντάρι.
[72.1] Ήταν κάποτε ένας τύπος φιλάργυρος και πολύ φοβητσιάρης. Αυτός, που λέτε, βρήκε μπροστά του ένα χρυσό λιοντάρι και βάλθηκε να διαλογίζεται μέσα του: «Τώρα, σε τέτοιες περιστάσεις δεν ξέρω τί λογής χαρακτήρα να δείξω. Στα αλήθεια, αισθάνομαι εκτός εαυτού και δεν ξέρω τί να κάνω. Με έχουν χωρίσει στα δύο, από τη μία η φιλαργυρία μου και από την άλλη η δειλία της καρδιάς μου. Τί τύχη είναι αυτή, τί σόι δαιμόνιο έφτιαξε τούτο το χρυσό λιοντάρι; Η ψυχή μου κάνει πόλεμο με τον εαυτό της αντιμέτωπη με όσα αντικρίζει. Λατρεύει το χρυσάφι, ναι, βέβαια, έλα όμως που φοβάται τη μορφή που έχει πάρει αυτός ο χρυσός! Λαχτάρα έντονη με κεντρίζει να αδράξω τούτο το τυχερό· αλλά τί να κάνω που ο χαρακτήρας μου με κρατάει μακριά του; Καταραμένη τύχη, από τη μία μού χαρίζεις και από την άλλη δεν με αφήνεις να τα πιάσω! Διάβολε, κοίτα παράδοξο: ο θησαυρός δεν φέρνει καμία ευχαρίστηση! Άχαρο μου βγήκε το χάρισμα των θεών! Τί θα γίνει, λοιπόν; Τί στάση να κρατήσω; Τί λογής τέχνασμα να μεταχειριστώ; Το βρήκα: θα πάω να κουβαλήσω εδώ πέρα τους υπηρέτες μου. Αυτοί θα επιφορτιστούν με το καθήκον να μεταφέρουν το πράγμα, συμπράττοντας όλοι μαζί, έτσι πολυάριθμοι που είναι. Όσο για μένα, θα κάθομαι να κοιτάζω από μακριά».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κανέναν πλούσιο που δεν έχει το κουράγιο να απλώσει χέρι στα πλούτη του και να τα εκμεταλλευτεί.
73. Τα δελφίνια και ο κωβιός.
[73.1] Μια φορά και έναν καιρό τα δελφίνια και οι φάλαινες πολεμούσαν μεταξύ τους. Η μάχη τους, που λέτε, βαστούσε για πολύ και γινόταν όλο και πιο άγρια, όταν ξάφνου ξεμύτισε ανάμεσά τους ένας κωβιός (αυτό, ξέρετε, είναι ένα μικρό τοσοδούλικο ψαράκι) και βάλθηκε να τους λύσει τις διαφορές. Τότε όμως ένα από τα δελφίνια τού έκοψε τη φόρα λέγοντας: «Καλά ρε, δεν το καταλαβαίνεις ότι για μας είναι προτιμότερο να σκοτωθούμε αναμεταξύ μας στον πόλεμο, παρά να ανεχτούμε εσένα για διαιτητή;».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Ενώ είναι εντελώς τιποτένιοι, άμα βρουν ευκαιρία να αναδειχτούν σε καμιά αναταραχή, θαρρούν πως έγιναν σπουδαίοι.
74. Ο μελισσοκόμος.
[74.1] Ήταν κάποτε ένας κλέφτης που τρύπωσε κρυφά στο κτήμα κάποιου μελισσοκόμου, όσο έλειπε το αφεντικό, και βούτηξε όλο το μέλι και τις κερήθρες. Μετά από λίγο γύρισε ο μελισσοκόμος και βρήκε τις κυψέλες του άδειες και έρημες. Κοντοστάθηκε λοιπόν και τις εξέταζε, όταν ξαφνικά άρχισαν να καταφτάνουν οι μέλισσες, επιστρέφοντας από τη βοσκή. Βρίσκοντας τον άνθρωπό μας εκεί, βάλθηκαν να τον τσιμπούν με τα κεντριά τους και τον έκαναν να τραβήξει τα πάνδεινα. Ο μελισσοκόμος τότε τους έβαλε τις φωνές: «Βρε απαίσια πλάσματα, τον κλέφτη που βούτηξε τις κερήθρες σας τον αφήσατε να φύγει ατιμώρητος, και ριχτήκατε να χτυπάτε εμένα που σας φροντίζω;»
Έτσι συμβαίνει και με ορισμένους ανθρώπους: Από καθαρή άγνοια δεν φυλάγονται από τους εχθρούς τους, ενώ αντίθετα διώχνουν μακριά τους φίλους τους, περνώντας τους για προδότες.
75. Το δελφίνι και ο πίθηκος.
[75.1] Οι ναυτικοί, ως γνωστόν, το έχουν συνήθειο να παίρνουν μαζί τους μικρά σκυλάκια Μάλτας ή πιθήκους, για να έχουν κάποια διασκέδαση στο θαλασσινό τους ταξίδι. Μια φορά, λοιπόν, κάποιος που ήταν έτοιμος να μπαρκάρει έφερε μαζί του έναν πίθηκο. Καθώς περιέπλεαν το Σούνιο (αυτό είναι ακρωτήριο της Αττικής, το ξέρετε), έτυχε να ξεσπάσει σφοδρή θύελλα. Το καράβι αναποδογύρισε και όλοι ρίχτηκαν να κολυμπούν προς τη στεριά· μαζί τους πλατσούριζε και ο πίθηκος. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, τον πρόσεξε ένα δελφίνι και τον πέρασε για άνθρωπο, οπότε χώθηκε από κάτω του και τον πήρε να τον κουβαλήσει στη ράχη του. Όταν με το καλό έφτασαν στον Πειραιά, το περίφημο λιμάνι της Αθήνας, το δελφίνι ρώτησε τον πίθηκο αν είναι η καταγωγή του από την πόλη αυτή. «Μα βεβαίως», είπε αυτός, «και μάλιστα οι γονείς μου είναι σπουδαίοι άρχοντες εδώ πέρα». Έλα όμως που ύστερα το δελφίνι τού έκανε και άλλη ερώτηση, αν γνωρίζει τον Πειραιά. Ο πίθηκος τότε νόμισε ότι εννοούσε κάποιον άνθρωπο και δήλωσε ότι ασφαλώς τον ξέρει και μάλιστα είναι φίλος του πολύ στενός. Αποτέλεσμα: το δελφίνι αγανάκτησε με τις ψευτιές του κατεργάρη, και γι᾽ αυτό τον βούτηξε μέσα στο νερό και τον έπνιξε.
Μύθος κατάλληλος για ψεύτες.
Εξαιρετικό άρθρο με πολλή έρευνα που γίνεται
ΑπάντησηΔιαγραφή