Είναι εφιαλτικά κωμικοτραγική η απολυτότητα των απόψεων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Άνθρωποι-γνώμες περιφέρουν το σαρκίο της παντεπόπτισσας ημιμάθειάς τους δίχως την παραμικρή αμυχή αμφισβήτησης των λεγόμενών τους.
Μια απύθμενη σιγουριά νεοψευδοαναγεννησιακού ρυθμού (έχουμε γνώμη αλλά όχι και γνώση για τα πάντα) πλανάται πάνω από τον αέρα του διαδικτύου, την ώρα, που περισσότερο από ποτέ, φαίνεται να ισχύει η ρήση του Ολλανδού συγγραφέα, Σέις Νότεμποομ -γραμμένη στις «Ιεροτελεστίες» του προ τριακονταετίας-:
«όλο και περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν όλο και λιγότερα για όλο και περισσότερα πράγματα».
Την ώρα που η πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της είναι ρευστή και το εκμαγείο της αλλάζει μέρα με την ημέρα, γινόμαστε ολοένα και πιο «αγαλμάτινοι». Σαν να είμαστε κουρδισμένοι στα λόγια της Πακίτα Γκαλιέγο, της ηρωίδας μιας βραζιλιάνικης σαπουνόπερας, που ακούγεται στο Προοίμιο του «Πεχλιβάνη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου:
«Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Ακούστε τι απάντησε όταν τη ρωτήσαμε αν γνώρισε ποτέ… τον φόβο! Να η απάντηση: “Δεν τον γνώρισα. Και μη με ρωτάτε γι’ αυτό παρακαλώ, είμαι… ευαίσθητη σ’ αυτό το θέμα’.»`
Την ίδια στιγμή αυτή η απολυταρχικότητα των απόψεων εμφανίζει ιανό πρόσωπο. Οι επικριτές της επίθεσης στο Charlie Hebdo γίνονται με τον ίδιο ζήλο επικριτές του Αρκά. Οι αμύντορες του ελληνικού γένους, που ξαπόστελναν τον άνθρωπο Αντετοκούμπο, πηγαίνουν τα παιδιά τους να τον απολαύσουν ως μπασκετμπολίστα Αντετοκούμπο, στο γηπεδάκι στα Σεπόλια. Οι «διάσημοι» όψιμοι καλωδιωμένοι ερασιτέχνες «οικονομολόγοι» τερματίζουν τα κοντέρ της πειθούς κατά πού φυσάει ο άνεμος.
Η στατιστική σηκώνει τα χέρια ψηλά όταν την ώρα, που διαδικτυακά πληθαίνουν οι εικόνες-καταγγελίες με τις κακοποιήσεις των ζώων, πληθαίνουν στις γειτονιές και και οι αδέσποτες φόλες της. Ή όταν πληθαίνουν οι συμμετοχές στα φεστιβάλ ετερότητας σε μια χώρα για την οποία η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) είναι καταπέλτης.
Οι, πλέον, φιλελεύθεροι σχολιαστές μετατρέπονται εν μια διαδικτυακή νυκτί σε φασίστες πρώτης γραμμής, όταν η συζήτηση περάσει από την «κατσίκα του γείτονα» στη δική τους εμπλουτίζοντας τα λόγια του François-Marie Arouet: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες· αλλά όχι στον «τοίχο» μου….».
Το δάχτυλο του χαφιέ της γωνίας γίνεται ένα πλήκτρο, PrtScn, που το πατάς και καταγράφεις τον άλλο, επιτονίζοντας την «ενοχή» του (δίκαιη ή άδικη) με κόκκινο χρώμα και τον κοινοποιείς πίνοντας παράλληλα νερό στο όνομα της διατήρησης της ιδιωτικότητας. Όσοι παίρνουν θέση κατηγορούνται θανάσιμα από τους άλλους ως «τυχοδιώκτες». Οι ίδιοι εξοβελίζουν τους δεύτερους ως «απολιτίκ». Και οι εγκληματίες πολιτικοί εμφανίζονται τώρα ως σωτήρες των σωτήρων που θα μας έσωζαν από αυτούς (!)`
Ένας τυφώνας υποκρισίας σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Ένας τυφώνας απολυτότητας του τίποτα ο οποίος, ολοένα και πιο συχνά, πλέον, ξεκινάει με τη φράση: «Επειδή πολλοί με ρωτούν ποια είναι η άποψή μου…»
Μια απύθμενη σιγουριά νεοψευδοαναγεννησιακού ρυθμού (έχουμε γνώμη αλλά όχι και γνώση για τα πάντα) πλανάται πάνω από τον αέρα του διαδικτύου, την ώρα, που περισσότερο από ποτέ, φαίνεται να ισχύει η ρήση του Ολλανδού συγγραφέα, Σέις Νότεμποομ -γραμμένη στις «Ιεροτελεστίες» του προ τριακονταετίας-:
«όλο και περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν όλο και λιγότερα για όλο και περισσότερα πράγματα».
Την ώρα που η πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της είναι ρευστή και το εκμαγείο της αλλάζει μέρα με την ημέρα, γινόμαστε ολοένα και πιο «αγαλμάτινοι». Σαν να είμαστε κουρδισμένοι στα λόγια της Πακίτα Γκαλιέγο, της ηρωίδας μιας βραζιλιάνικης σαπουνόπερας, που ακούγεται στο Προοίμιο του «Πεχλιβάνη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου:
«Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Ακούστε τι απάντησε όταν τη ρωτήσαμε αν γνώρισε ποτέ… τον φόβο! Να η απάντηση: “Δεν τον γνώρισα. Και μη με ρωτάτε γι’ αυτό παρακαλώ, είμαι… ευαίσθητη σ’ αυτό το θέμα’.»`
Την ίδια στιγμή αυτή η απολυταρχικότητα των απόψεων εμφανίζει ιανό πρόσωπο. Οι επικριτές της επίθεσης στο Charlie Hebdo γίνονται με τον ίδιο ζήλο επικριτές του Αρκά. Οι αμύντορες του ελληνικού γένους, που ξαπόστελναν τον άνθρωπο Αντετοκούμπο, πηγαίνουν τα παιδιά τους να τον απολαύσουν ως μπασκετμπολίστα Αντετοκούμπο, στο γηπεδάκι στα Σεπόλια. Οι «διάσημοι» όψιμοι καλωδιωμένοι ερασιτέχνες «οικονομολόγοι» τερματίζουν τα κοντέρ της πειθούς κατά πού φυσάει ο άνεμος.
Η στατιστική σηκώνει τα χέρια ψηλά όταν την ώρα, που διαδικτυακά πληθαίνουν οι εικόνες-καταγγελίες με τις κακοποιήσεις των ζώων, πληθαίνουν στις γειτονιές και και οι αδέσποτες φόλες της. Ή όταν πληθαίνουν οι συμμετοχές στα φεστιβάλ ετερότητας σε μια χώρα για την οποία η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) είναι καταπέλτης.
Οι, πλέον, φιλελεύθεροι σχολιαστές μετατρέπονται εν μια διαδικτυακή νυκτί σε φασίστες πρώτης γραμμής, όταν η συζήτηση περάσει από την «κατσίκα του γείτονα» στη δική τους εμπλουτίζοντας τα λόγια του François-Marie Arouet: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες· αλλά όχι στον «τοίχο» μου….».
Το δάχτυλο του χαφιέ της γωνίας γίνεται ένα πλήκτρο, PrtScn, που το πατάς και καταγράφεις τον άλλο, επιτονίζοντας την «ενοχή» του (δίκαιη ή άδικη) με κόκκινο χρώμα και τον κοινοποιείς πίνοντας παράλληλα νερό στο όνομα της διατήρησης της ιδιωτικότητας. Όσοι παίρνουν θέση κατηγορούνται θανάσιμα από τους άλλους ως «τυχοδιώκτες». Οι ίδιοι εξοβελίζουν τους δεύτερους ως «απολιτίκ». Και οι εγκληματίες πολιτικοί εμφανίζονται τώρα ως σωτήρες των σωτήρων που θα μας έσωζαν από αυτούς (!)`
Ένας τυφώνας υποκρισίας σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Ένας τυφώνας απολυτότητας του τίποτα ο οποίος, ολοένα και πιο συχνά, πλέον, ξεκινάει με τη φράση: «Επειδή πολλοί με ρωτούν ποια είναι η άποψή μου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου