«Το πρώτο πράγμα, ο απροϋπόθετος όρος για να γίνει το οτιδήποτε, συνεπώς το πρώτο-πρώτο πράγμα που θα πρέπει να γίνει είναι: δημιούργησε σιωπή, φέρε τη σιωπή». Σαίρεν Κίρκεγκωρ
Είμαστε όντα του ήχου και της σιωπής. Από το πρώτο κλάμα μέχρι την τελευταία λέξη του, ο άνθρωπος ζει μέσα στον ήχο και μέσω αυτού, δημιουργώντας ή ακούγοντάς τον, όποια κι αν είναι η μορφή του (ομιλία, μουσική, θόρυβος κτλ.). Ο ήχος όμως ακούγεται, επειδή αναπτύσσεται σε ένα υπόβαθρο σιωπής. Οι λέξεις και οι προτάσεις (όπως και η μουσική, και όχι μόνο) είναι διαμορφωμένος ήχος που «σχεδιάζεται» πάνω στη σιωπή. Η τονικότητα των λέξεων, οι παύσεις ανάμεσα σε αυτές, η ίδια η χροιά και η ένταση της φωνής, είναι δυνατά λόγω της προϋπάρχουσας σιωπής. Σε ένα χώρο, όπου υπάρχει πολύ έντονος ήχος, π.χ. παίζει δυνατά κάποια μουσική, δεν μπορείς να ακούσεις τι σου λέει κάποιος, ούτε να ακουστείς, εκτός κι αν καταφέρεις να φωνάξεις δυνατότερα από την ένταση της μουσικής.
Υπάρχουν διάφορα είδη σιωπής, όπως της επικοινωνίας (σιωπώ για να ακούσω τον άλλον), ή ως φορέα νοήματος (η σιωπή με την οποία δηλώνω κάτι χωρίς να το εκφράζω). Γενικά, μια κατηγοριοποίησή της τη διαχωρίζει σε γνωσιακή (βοηθάει στην κατανόηση κατά την επικοινωνία), διαλογική (π.χ. οι παύσεις όταν μιλάμε), κοινωνική (π.χ. συμβάλλει στις σύντομες κοινωνικές συζητήσεις) και συναισθηματική (π.χ. σωπαίνω για να δημιουργήσω εντυπώσεις). Επιπλέον, η κατανόηση και η χρήση της σιωπής είναι διαφορετικές από πολιτισμό σε πολιτισμό και από εποχή σε εποχή. Για παράδειγμα, στους Δυτικούς Απάτσι, η σιωπή είναι κάτι που τηρείται όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται για πρώτη φορά ή ακόμα και όταν συναντιούνται μετά από πολύ χρόνο!
Στις περιπτώσεις αυτές η σιωπή αφορά τη σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, όπου σωπαίνω για να ακούσω και να ακουστώ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Υπάρχει όμως και η πρωταρχική σιωπή, αυτή του εαυτού. Πρόκειται για την ουσιαστικότερη, αλλά και τη δυσκολότερη μορφή σιωπής. Δεν έχει να κάνει με την παύση του ήχου, διότι ο εσωτερικός «μονόλογος» ή «διάλογος» δεν χρειάζονται την απουσία ήχου. Η σιωπή αυτή έχει να κάνει με την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, η οποία μπορεί να συμβεί τόσο σε ένα ήσυχο μέρος, όσο και στην πιο πολύβουη πλατεία. Είναι η «στιγμή» όπου το πρόσωπο βρίσκεται ενώπιον του εαυτού του, χωρίς τίποτε άλλο να το αποσπά από την «επαφή» αυτή, και αναλογίζεται την ίδια του την ύπαρξη, δηλαδή τις επιθυμίες, τα σφάλματα, τις επιτυχίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον του κτλ. Με άλλα λόγια, η σιωπή αυτή αποτελεί το υπόβαθρο για την ανακάλυψη, κατανόηση και διαμόρφωση του εαυτού μας τόσο ως προσώπου όσο και στη σχέση μας με τους άλλους.
Η «φωνή» αυτής της σιωπής είναι δύσκολο σήμερα να «ακουστεί». Ο λόγος δεν είναι τόσο τα όσα θα μας αποκαλύψει, οπότε, ακολουθώντας τα «Παράθυρα» του Καβάφη, αφενός λέμε ότι θέλουμε να την ακούσουμε, αφετέρου, επειδή φοβόμαστε τι θα αποκαλύψει, χαιρόμαστε κατά βάθος που δεν ακούγεται. Ο σημαντικότερος λόγος που αυτή η «σιωπή» δεν ακούγεται είναι ότι έχουμε στερήσει από τον εαυτό μας την επιλογή αυτή. Ζούμε σε μια εποχή που απαιτεί διαρκή επικοινωνία. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, όπου το καρτεσιανό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» έχει μεταλλαχθεί σε «επικοινωνώ, άρα υπάρχω». Η επικοινωνία όμως αυτή, λόγω του διαρκούς και επιτακτικού της χαρακτήρα, στερεί το πρόσωπο από την παύση, την υπαρκτική σιωπή που χρειάζεται για να ελέγξει τις σκέψεις και τις πράξεις του, τα δεδομένα του κόσμου και στη συνέχεια να δομήσει τον εαυτό του και να επιστρέψει στον κόσμο ως πρόσωπο και όχι ως «μηχανή επικοινωνίας», η οποία τελικά δεν επικοινωνεί, με την ουσιαστική έννοια, διότι δεν έχει κάτι να επικοινωνήσει – απλώς μεταδίδει σήματα, λέξεις και εικόνες που κάλλιστα θα μπορούσαν να απουσίαζαν.
Η ανάγκη για διαρκή παροχή πληροφοριών κάθε είδους (selfies, emoticons κτλ.), οι οποίες όλο και περισσότερο απλοποιούνται, φτωχαίνει το βίωμα από το οποίο αντλούνται αυτές οι πληροφορίες. Έτσι, δεν βιώνει κανείς την ομορφιά μιας πόλης που επισκέπτεται, όταν διαρκώς αναζητεί μέρη για να βγάλει selfie – η μανία της επικοινωνίας στρέφεται ενάντια στην ίδια την επικοινωνία. Θα λέγαμε πως υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ποσότητας και ποιότητας: όσο περισσότερη επικοινωνία, τόσο χαμηλότερη ποιότητα. Και το αντίστροφο: όσο λιγότερη επικοινωνία, τόσο υψηλότερη ποιότητα.
Το ζήτημα δεν είναι, σαν νέοι Λουδίτες, να αναθεματίζουμε και να θέλουμε να καταστρέψουμε την τεχνολογία. Αυτό είναι και ανώφελο και ανόητο και δεν χρειάζονται εξηγήσεις.
Τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται μια τάση σε ορισμένους κύκλους στο εξωτερικό, η οποία θέλει να είναι «σικ» αυτός που δεν υπάρχει στα social media, δεν έχει κανέναν λογαριασμό, καμιά φωτογραφία, το παραμικρό ίχνος. Αν και πρόκειται για βεβιασμένη κίνηση εντυπώσεων, η τάση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην καταιγίδα της υποχρεωτικής επικοινωνίας.
Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι να ανακτήσουμε τη σιωπή του εαυτού μας. Έτσι, όχι μόνο θα βελτιώσουμε την προσωπική μας ζωή, αλλά και την ίδια μας την επικοινωνία. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται να δώσουμε φωνή στη σιωπή ή, όπως γράφει ο Κίρκεγκωρ, να τη δημιουργήσουμε.
Είμαστε όντα του ήχου και της σιωπής. Από το πρώτο κλάμα μέχρι την τελευταία λέξη του, ο άνθρωπος ζει μέσα στον ήχο και μέσω αυτού, δημιουργώντας ή ακούγοντάς τον, όποια κι αν είναι η μορφή του (ομιλία, μουσική, θόρυβος κτλ.). Ο ήχος όμως ακούγεται, επειδή αναπτύσσεται σε ένα υπόβαθρο σιωπής. Οι λέξεις και οι προτάσεις (όπως και η μουσική, και όχι μόνο) είναι διαμορφωμένος ήχος που «σχεδιάζεται» πάνω στη σιωπή. Η τονικότητα των λέξεων, οι παύσεις ανάμεσα σε αυτές, η ίδια η χροιά και η ένταση της φωνής, είναι δυνατά λόγω της προϋπάρχουσας σιωπής. Σε ένα χώρο, όπου υπάρχει πολύ έντονος ήχος, π.χ. παίζει δυνατά κάποια μουσική, δεν μπορείς να ακούσεις τι σου λέει κάποιος, ούτε να ακουστείς, εκτός κι αν καταφέρεις να φωνάξεις δυνατότερα από την ένταση της μουσικής.
Υπάρχουν διάφορα είδη σιωπής, όπως της επικοινωνίας (σιωπώ για να ακούσω τον άλλον), ή ως φορέα νοήματος (η σιωπή με την οποία δηλώνω κάτι χωρίς να το εκφράζω). Γενικά, μια κατηγοριοποίησή της τη διαχωρίζει σε γνωσιακή (βοηθάει στην κατανόηση κατά την επικοινωνία), διαλογική (π.χ. οι παύσεις όταν μιλάμε), κοινωνική (π.χ. συμβάλλει στις σύντομες κοινωνικές συζητήσεις) και συναισθηματική (π.χ. σωπαίνω για να δημιουργήσω εντυπώσεις). Επιπλέον, η κατανόηση και η χρήση της σιωπής είναι διαφορετικές από πολιτισμό σε πολιτισμό και από εποχή σε εποχή. Για παράδειγμα, στους Δυτικούς Απάτσι, η σιωπή είναι κάτι που τηρείται όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται για πρώτη φορά ή ακόμα και όταν συναντιούνται μετά από πολύ χρόνο!
Στις περιπτώσεις αυτές η σιωπή αφορά τη σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, όπου σωπαίνω για να ακούσω και να ακουστώ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Υπάρχει όμως και η πρωταρχική σιωπή, αυτή του εαυτού. Πρόκειται για την ουσιαστικότερη, αλλά και τη δυσκολότερη μορφή σιωπής. Δεν έχει να κάνει με την παύση του ήχου, διότι ο εσωτερικός «μονόλογος» ή «διάλογος» δεν χρειάζονται την απουσία ήχου. Η σιωπή αυτή έχει να κάνει με την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, η οποία μπορεί να συμβεί τόσο σε ένα ήσυχο μέρος, όσο και στην πιο πολύβουη πλατεία. Είναι η «στιγμή» όπου το πρόσωπο βρίσκεται ενώπιον του εαυτού του, χωρίς τίποτε άλλο να το αποσπά από την «επαφή» αυτή, και αναλογίζεται την ίδια του την ύπαρξη, δηλαδή τις επιθυμίες, τα σφάλματα, τις επιτυχίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον του κτλ. Με άλλα λόγια, η σιωπή αυτή αποτελεί το υπόβαθρο για την ανακάλυψη, κατανόηση και διαμόρφωση του εαυτού μας τόσο ως προσώπου όσο και στη σχέση μας με τους άλλους.
Η «φωνή» αυτής της σιωπής είναι δύσκολο σήμερα να «ακουστεί». Ο λόγος δεν είναι τόσο τα όσα θα μας αποκαλύψει, οπότε, ακολουθώντας τα «Παράθυρα» του Καβάφη, αφενός λέμε ότι θέλουμε να την ακούσουμε, αφετέρου, επειδή φοβόμαστε τι θα αποκαλύψει, χαιρόμαστε κατά βάθος που δεν ακούγεται. Ο σημαντικότερος λόγος που αυτή η «σιωπή» δεν ακούγεται είναι ότι έχουμε στερήσει από τον εαυτό μας την επιλογή αυτή. Ζούμε σε μια εποχή που απαιτεί διαρκή επικοινωνία. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, όπου το καρτεσιανό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» έχει μεταλλαχθεί σε «επικοινωνώ, άρα υπάρχω». Η επικοινωνία όμως αυτή, λόγω του διαρκούς και επιτακτικού της χαρακτήρα, στερεί το πρόσωπο από την παύση, την υπαρκτική σιωπή που χρειάζεται για να ελέγξει τις σκέψεις και τις πράξεις του, τα δεδομένα του κόσμου και στη συνέχεια να δομήσει τον εαυτό του και να επιστρέψει στον κόσμο ως πρόσωπο και όχι ως «μηχανή επικοινωνίας», η οποία τελικά δεν επικοινωνεί, με την ουσιαστική έννοια, διότι δεν έχει κάτι να επικοινωνήσει – απλώς μεταδίδει σήματα, λέξεις και εικόνες που κάλλιστα θα μπορούσαν να απουσίαζαν.
Η ανάγκη για διαρκή παροχή πληροφοριών κάθε είδους (selfies, emoticons κτλ.), οι οποίες όλο και περισσότερο απλοποιούνται, φτωχαίνει το βίωμα από το οποίο αντλούνται αυτές οι πληροφορίες. Έτσι, δεν βιώνει κανείς την ομορφιά μιας πόλης που επισκέπτεται, όταν διαρκώς αναζητεί μέρη για να βγάλει selfie – η μανία της επικοινωνίας στρέφεται ενάντια στην ίδια την επικοινωνία. Θα λέγαμε πως υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ποσότητας και ποιότητας: όσο περισσότερη επικοινωνία, τόσο χαμηλότερη ποιότητα. Και το αντίστροφο: όσο λιγότερη επικοινωνία, τόσο υψηλότερη ποιότητα.
Το ζήτημα δεν είναι, σαν νέοι Λουδίτες, να αναθεματίζουμε και να θέλουμε να καταστρέψουμε την τεχνολογία. Αυτό είναι και ανώφελο και ανόητο και δεν χρειάζονται εξηγήσεις.
Τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται μια τάση σε ορισμένους κύκλους στο εξωτερικό, η οποία θέλει να είναι «σικ» αυτός που δεν υπάρχει στα social media, δεν έχει κανέναν λογαριασμό, καμιά φωτογραφία, το παραμικρό ίχνος. Αν και πρόκειται για βεβιασμένη κίνηση εντυπώσεων, η τάση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην καταιγίδα της υποχρεωτικής επικοινωνίας.
Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι να ανακτήσουμε τη σιωπή του εαυτού μας. Έτσι, όχι μόνο θα βελτιώσουμε την προσωπική μας ζωή, αλλά και την ίδια μας την επικοινωνία. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται να δώσουμε φωνή στη σιωπή ή, όπως γράφει ο Κίρκεγκωρ, να τη δημιουργήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου