[28] Θαυμάζω δὲ ἔγωγε τῆς τόλμης τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τῆς διανοίας, τὸ διομόσασθαι ὑπὲρ τῆς μητρὸς εὖ εἰδέναι μὴ πεποιηκυῖαν ταῦτα. πῶς γὰρ ἄν τις εὖ εἰδείη οἷς μὴ παρεγένετο αὐτός; οὐ γὰρ δή που μαρτύρων γ᾽ ἐναντίον οἱ ἐπιβουλεύοντες τοὺς θανάτους τοῖς πέλας μηχανῶνταί τε καὶ παρασκευάζουσιν, ἀλλ᾽ ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα καὶ ὡς ἀνθρώπων μηδένα εἰδέναι·
[29] οἱ δὲ ἐπιβουλευόμενοι οὐδὲν ἴσασι, πρίν γ᾽ ἤδη ἐν αὐτῷ ὦσι τῷ κακῷ καὶ γιγνώσκωσι τὸν ὄλεθρον ἐν ᾧ εἰσί. τότε δέ, ἐὰν μὲν δύνωνται καὶ φθάνωσι πρὶν ἀποθανεῖν, καὶ φίλους καὶ ἀναγκαίους τοὺς σφετέρους ‹αὐτῶν› καλοῦσι καὶ μαρτύρονται, καὶ λέγουσιν αὐτοῖς ὑφ᾽ ὧν ἀπόλλυνται, καὶ ἐπισκήπτουσι τιμωρῆσαι σφίσιν αὐτοῖς ἠδικημένοις·
[30] ἃ κἀμοὶ παιδὶ ὄντι ὁ πατήρ, τὴν ἀθλίαν καὶ τελευταίαν νόσον νοσῶν, ἐπέσκηπτεν· ἐὰν δὲ τούτων ἁμαρτάνωσι, γράμματα γράφουσι, καὶ οἰκέτας τοὺς σφετέρους αὐτῶν ἐπικαλοῦνται μάρτυρας, καὶ δηλοῦσιν ὑφ᾽ ὧν ἀπόλλυνται. κἀκεῖνος ἐμοὶ νέῳ ἔτι ὄντι ταῦτα ἐδήλωσε καὶ ἐπέστειλεν, ὦ ἄνδρες, οὐ τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις.
[31] Ἐμοὶ μὲν οὖν διήγηται καὶ βεβοήθηται τῷ ‹τε› τεθνεῶτι καὶ τῷ νόμῳ· ἐν ὑμῖν δ᾽ ἐστὶ σκοπεῖν τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς καὶ δικάζειν τὰ δίκαια. οἶμαι δὲ καὶ θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν οἳ ἠδίκηνται.
***
[28] Μένω έκπληκτος με το θράσος και την πρόθεση του αδερφού μου να πάρει όρκο πως είναι σίγουρος για την αθωότητα της μητέρας του και να αναλάβει την υπεράσπισή της. Πώς λοιπόν μπορεί κάποιος να έχει σαφή άποψη για γεγονότα στα οποία δεν ήταν ο ίδιος παρών; Γιατί, αυτοί που σχεδιάζουν το φόνο των γειτόνων τους, δεν κάνουν σχέδια ούτε προετοιμάζονται μπροστά σε μάρτυρες, αλλά ενεργούν με άκραν μυστικότητα και με τέτοιο τρόπο ώστε να μη γίνει γνωστό σε κανέναν.
[29] Αντίθετα, τα θύματα δεν ξέρουν τίποτε, ώς τη στιγμή που θα βρεθούν στην ίδια τη συμφορά, και τότε βλέπουν τον όλεθρο μέσα στον οποίο βρίσκονται. Τότε, εφόσον μπορούν και προλάβουν πριν πεθάνουν, καλούν φίλους και συγγενείς τους, τους καθιστούν μάρτυρες, τους αποκαλύπτουν τους δολοφόνους τους και τους καθιστούν υπεύθυνους να πάρουν εκδίκηση για τον άδικο χαμό τους.
[30] Αυτές τις εντολές έδωσε και σ᾽ εμένα, παιδί όντας, ο πατέρας μου τις τελευταίες του στιγμές, όταν κατατρυχόταν από την άθλια αυτή αρρώστια. Αν δεν έχουν συγγενείς, γράφουν επιστολές, επικαλούνται ως μάρτυρες τους δούλους τους και τους αποκαλύπτουν τους δολοφόνους. Έτσι, εκείνος εκμυστηρεύτηκε, κύριοι, αυτά σ᾽ εμένα, νέο ακόμη, σε εμένα επαναλαμβάνω, έδωσε την εντολή και όχι στους δούλους του.
[31] Εγώ λοιπόν, όσα είχα να πω σχετικά με την υπόθεση, τα είπα και έχω κάνει το καθήκον μου τόσο απέναντι στο νεκρό όσο και απέναντι στο νόμο· όσο για τα υπόλοιπα, από σας εξαρτάται να κρίνετε τα πράγματα με τη συνείδησή σας και να πάρετε δίκαιη απόφαση. Υποθέτω πως και οι θεοί του κάτω κόσμου νοιάζονται γι᾽ αυτούς που έχουν αδικηθεί.
[29] οἱ δὲ ἐπιβουλευόμενοι οὐδὲν ἴσασι, πρίν γ᾽ ἤδη ἐν αὐτῷ ὦσι τῷ κακῷ καὶ γιγνώσκωσι τὸν ὄλεθρον ἐν ᾧ εἰσί. τότε δέ, ἐὰν μὲν δύνωνται καὶ φθάνωσι πρὶν ἀποθανεῖν, καὶ φίλους καὶ ἀναγκαίους τοὺς σφετέρους ‹αὐτῶν› καλοῦσι καὶ μαρτύρονται, καὶ λέγουσιν αὐτοῖς ὑφ᾽ ὧν ἀπόλλυνται, καὶ ἐπισκήπτουσι τιμωρῆσαι σφίσιν αὐτοῖς ἠδικημένοις·
[30] ἃ κἀμοὶ παιδὶ ὄντι ὁ πατήρ, τὴν ἀθλίαν καὶ τελευταίαν νόσον νοσῶν, ἐπέσκηπτεν· ἐὰν δὲ τούτων ἁμαρτάνωσι, γράμματα γράφουσι, καὶ οἰκέτας τοὺς σφετέρους αὐτῶν ἐπικαλοῦνται μάρτυρας, καὶ δηλοῦσιν ὑφ᾽ ὧν ἀπόλλυνται. κἀκεῖνος ἐμοὶ νέῳ ἔτι ὄντι ταῦτα ἐδήλωσε καὶ ἐπέστειλεν, ὦ ἄνδρες, οὐ τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις.
[31] Ἐμοὶ μὲν οὖν διήγηται καὶ βεβοήθηται τῷ ‹τε› τεθνεῶτι καὶ τῷ νόμῳ· ἐν ὑμῖν δ᾽ ἐστὶ σκοπεῖν τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς καὶ δικάζειν τὰ δίκαια. οἶμαι δὲ καὶ θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν οἳ ἠδίκηνται.
***
[28] Μένω έκπληκτος με το θράσος και την πρόθεση του αδερφού μου να πάρει όρκο πως είναι σίγουρος για την αθωότητα της μητέρας του και να αναλάβει την υπεράσπισή της. Πώς λοιπόν μπορεί κάποιος να έχει σαφή άποψη για γεγονότα στα οποία δεν ήταν ο ίδιος παρών; Γιατί, αυτοί που σχεδιάζουν το φόνο των γειτόνων τους, δεν κάνουν σχέδια ούτε προετοιμάζονται μπροστά σε μάρτυρες, αλλά ενεργούν με άκραν μυστικότητα και με τέτοιο τρόπο ώστε να μη γίνει γνωστό σε κανέναν.
[29] Αντίθετα, τα θύματα δεν ξέρουν τίποτε, ώς τη στιγμή που θα βρεθούν στην ίδια τη συμφορά, και τότε βλέπουν τον όλεθρο μέσα στον οποίο βρίσκονται. Τότε, εφόσον μπορούν και προλάβουν πριν πεθάνουν, καλούν φίλους και συγγενείς τους, τους καθιστούν μάρτυρες, τους αποκαλύπτουν τους δολοφόνους τους και τους καθιστούν υπεύθυνους να πάρουν εκδίκηση για τον άδικο χαμό τους.
[30] Αυτές τις εντολές έδωσε και σ᾽ εμένα, παιδί όντας, ο πατέρας μου τις τελευταίες του στιγμές, όταν κατατρυχόταν από την άθλια αυτή αρρώστια. Αν δεν έχουν συγγενείς, γράφουν επιστολές, επικαλούνται ως μάρτυρες τους δούλους τους και τους αποκαλύπτουν τους δολοφόνους. Έτσι, εκείνος εκμυστηρεύτηκε, κύριοι, αυτά σ᾽ εμένα, νέο ακόμη, σε εμένα επαναλαμβάνω, έδωσε την εντολή και όχι στους δούλους του.
[31] Εγώ λοιπόν, όσα είχα να πω σχετικά με την υπόθεση, τα είπα και έχω κάνει το καθήκον μου τόσο απέναντι στο νεκρό όσο και απέναντι στο νόμο· όσο για τα υπόλοιπα, από σας εξαρτάται να κρίνετε τα πράγματα με τη συνείδησή σας και να πάρετε δίκαιη απόφαση. Υποθέτω πως και οι θεοί του κάτω κόσμου νοιάζονται γι᾽ αυτούς που έχουν αδικηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου