Ο υδρόκρινος του Αμαζονίου είναι ο μεγαλύτερος κρίνος του κόσμου. Τα
φύλλα του είναι στρογγυλά και φτάνουν σε διάμετρο τα δύο μέτρα. Τα λουλούδια
του είναι άσπρα ή απαλά ροζ με ελαφρές κόκκινες ραβδώσεις στις άκρες τους.
Τα παλιά χρόνια, στις όχθες του Αμαζόνιου, μαζεύονταν οι κοπέλες
μιας φυλής ιθαγενών για να συζητήσουν, να τραγουδήσουν, να κάνουν όνειρα
για τη ζωή τους. Έμεναν εκεί ώρες, πολλές φορές μέχρι αργά τη νύχτα,
θαυμάζοντας την ομορφιά του φεγγαριού, το μυστήριο του έναστρου ουρανού
και συχνά φαντάζονταν ότι είχαν γίνει ένα με τα άστρα και κοιτούσαν από
εκεί ψηλά τη γη.
Το άρωμα της τροπικής νύχτας έκανε πιο δυνατά τα όνειρά τους. Το
φεγγάρι έμοιαζε να τραβά σαν μαγνήτης τη νεότερη και ομορφότερη από τις
κοπέλες, τη Νάια, που σαν ονειροπαρμένη ανέβηκε σ’ ένα δέντρο για να
βρεθεί πιο κοντά του και να το αγγίξει. Αλλά δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα ανέβηκε με τις φίλες της σε έναν ψηλό λόφο μακριά από το σπίτι τους, θέλοντας να νιώσει στα δάχτυλά της το χάδι του φεγγαριού, αλλά πάλι δεν τα κατέφερε. Όσο πιο πάνω ανέβαιναν, τόσο πιο πολύ εκείνο έμοιαζε να απομακρύνεται. Οι κοπέλες γύρισαν στο ξύλινο σπίτι τους απογοητευμένες και μελαγχολικές. Πίστευαν ότι αν κατάφερναν να αγγίξουν το φεγγάρι ή
κάποιο αστέρι, αμέσως θα μεταμορφώνονταν σε ένα από αυτά.
Την επόμενη νύχτα η Νάια έφυγε μόνη της από το σπίτι της,
αποφασισμένη να ικανοποιήσει το όνειρό της, να αγγίξει το φεγγάρι. Ήταν
ολόγιομο, ολόφωτο, μεγαλοπρεπές, μαγευτικό, καθώς αντικαθρεφτιζόταν στα
ήσυχα νερά του ποταμού.
Η κοπέλα, με την αθωότητά της, αλλά και το πάθος της να αγγίξει το
όνειρό της, πίστεψε ότι το φεγγάρι είχε κατεβεί να λουστεί στο ποτάμι και
ρίχτηκε να το αγκαλιάσει. Αλλά όσο προσπαθούσε να το πλησιάσει, τόσο
εκείνο απομακρυνόταν από την όχθη.
Η Νάια χάθηκε για πάντα στα βαθιά νερά. Και το φεγγάρι, νιώθοντας
λύπη για την αγνή, αθώα, ονειροπαρμένη κοπέλα, τη μεταμόρφωσε σε
νερόκρινο, το τεράστιο λουλούδι με το σαγηνευτικό άρωμα, που απλώνει τα
πέταλά στα νερά του Αμαζόνιου για να δεχτεί όλο το φως του φεγγαριού.
φύλλα του είναι στρογγυλά και φτάνουν σε διάμετρο τα δύο μέτρα. Τα λουλούδια
του είναι άσπρα ή απαλά ροζ με ελαφρές κόκκινες ραβδώσεις στις άκρες τους.
Τα παλιά χρόνια, στις όχθες του Αμαζόνιου, μαζεύονταν οι κοπέλες
μιας φυλής ιθαγενών για να συζητήσουν, να τραγουδήσουν, να κάνουν όνειρα
για τη ζωή τους. Έμεναν εκεί ώρες, πολλές φορές μέχρι αργά τη νύχτα,
θαυμάζοντας την ομορφιά του φεγγαριού, το μυστήριο του έναστρου ουρανού
και συχνά φαντάζονταν ότι είχαν γίνει ένα με τα άστρα και κοιτούσαν από
εκεί ψηλά τη γη.
Το άρωμα της τροπικής νύχτας έκανε πιο δυνατά τα όνειρά τους. Το
φεγγάρι έμοιαζε να τραβά σαν μαγνήτης τη νεότερη και ομορφότερη από τις
κοπέλες, τη Νάια, που σαν ονειροπαρμένη ανέβηκε σ’ ένα δέντρο για να
βρεθεί πιο κοντά του και να το αγγίξει. Αλλά δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα ανέβηκε με τις φίλες της σε έναν ψηλό λόφο μακριά από το σπίτι τους, θέλοντας να νιώσει στα δάχτυλά της το χάδι του φεγγαριού, αλλά πάλι δεν τα κατέφερε. Όσο πιο πάνω ανέβαιναν, τόσο πιο πολύ εκείνο έμοιαζε να απομακρύνεται. Οι κοπέλες γύρισαν στο ξύλινο σπίτι τους απογοητευμένες και μελαγχολικές. Πίστευαν ότι αν κατάφερναν να αγγίξουν το φεγγάρι ή
κάποιο αστέρι, αμέσως θα μεταμορφώνονταν σε ένα από αυτά.
Την επόμενη νύχτα η Νάια έφυγε μόνη της από το σπίτι της,
αποφασισμένη να ικανοποιήσει το όνειρό της, να αγγίξει το φεγγάρι. Ήταν
ολόγιομο, ολόφωτο, μεγαλοπρεπές, μαγευτικό, καθώς αντικαθρεφτιζόταν στα
ήσυχα νερά του ποταμού.
Η κοπέλα, με την αθωότητά της, αλλά και το πάθος της να αγγίξει το
όνειρό της, πίστεψε ότι το φεγγάρι είχε κατεβεί να λουστεί στο ποτάμι και
ρίχτηκε να το αγκαλιάσει. Αλλά όσο προσπαθούσε να το πλησιάσει, τόσο
εκείνο απομακρυνόταν από την όχθη.
Η Νάια χάθηκε για πάντα στα βαθιά νερά. Και το φεγγάρι, νιώθοντας
λύπη για την αγνή, αθώα, ονειροπαρμένη κοπέλα, τη μεταμόρφωσε σε
νερόκρινο, το τεράστιο λουλούδι με το σαγηνευτικό άρωμα, που απλώνει τα
πέταλά στα νερά του Αμαζόνιου για να δεχτεί όλο το φως του φεγγαριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου