Τον 3o αιώνα, η ιντελιγκέντσια του ελληνικού κόσμου ζούσε μία προστατευμένη ζωή. Κατά την όξυνση της οικονομικής κρίσης, γύρω στο 260, ο φιλόσοφος Πλωτίνος είχε εγκατασταθεί ανενόχλητος σε μια έπαυλη στην Καμπανία, υπό την προστασία Ρωμαίων συγκλητικών και οι μαθητές του έφταναν από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Αραβία. Αργότερα, κατά τον 4o και τον 5ο αιώνα, παγανιστές φιλόσοφοι και ρήτορες ευδοκιμούσαν στις παραλιακές πόλεις του Αιγαίου που ζούσαν ακόμα με την ανάμνηση της Ελλάδας. Όπως και στην περίπτωση των αριστοκρατών γαιοκτημόνων βρίσκουμε εδώ έναν κόσμο με μακρόχρονες παραδόσεις που άλλαζε βραδύτατα και ανασυντασσόταν χωρίς να αποκόβεται από το παρελθόν του.
Αυτοί οι άνθρωποι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Έλληνες» και τα πιστεύω τους «ελληνισμό». Είχαν ανορθώσει το απειλούμενο προπύργιο της αυθεντικής ελληνικής σοφίας. Στα τέλη του 3oυ αιώνα είχαν απωθήσει για τα καλά αυτόν το βάρβαρο επιδρομέα του πνεύματος – το γνωστικισμό. Ο ζοφερός, πλαστός πλατωνισμός των γνωστικών είχε βρει απήχηση σε διανοούμενους μιας προηγούμενης γενιάς αλλά αντί να γίνουν ακόμα πιο απαισιόδοξοι και να απορρίψουν ριζικότερα τον φυσικό κόσμο, οι άνθρωποι του τέλους του 3oυ αιώνα αποτίναξαν αυτή τη σκοτεινή διάθεση και δεν ξαναγύρισαν να κοιτάξουν πίσω τους. Η ήττα του γνωστικισμού στους κύκλους της διανόησης είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της ικανότητας της αριστοκρατικής κουλτούρας κατά την ύστερη αρχαιότητα να αναχαιτίσει ένα κίνημα που έναν αιώνα νωρίτερα φαινόταν να οδηγεί στην πλήρη «προδοσία των διανοουμένων».
Έως τα τέλη του 6ου αιώνα, ένας ευρύς κύκλος «Ελλήνων» πρόβαλε αντίσταση σ’ αυτή τη «βάρβαρη θεοσοφία» – το χριστιανισμό. Ενδεικτικό του γοήτρου αυτού του κύκλου είναι πως, στον ελληνικό κόσμο, «Έλληνας» σήμαινε «παγανιστής». Εδώ υπάρχει κάτι το παράδοξο: στον ελληνικό κόσμο, ο Κωνσταντίνος είχε εκχριστιανίσει εξ ολοκλήρου τον κρατικό μηχανισμό. Τον 4ο αιώνα η ανατολική αυτοκρατορία ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια «χριστιανική αυτοκρατορία» απ’ ό,τι η δυτική. Και όμως, ο παγανισμός επιβίωσε στην πολιτιστική ζωή της ανατολικής αυτοκρατορίας για πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στη Δύση: «Έλληνες» που έχαιραν μεγάλου σεβασμού συντήρησαν την πανεπιστημιακή ζωή της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας και αμέτρητων άλλων μικρότερων κέντρων μέχρι τα χρόνια της αραβικής κατάκτησης. Στην περιοχή της Χαρράν (Κάρραι), έξω από την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα, ανατολική Τουρκία), παγανιστές γαιοκτήμονες έμειναν ανενόχλητοι ως τον 10ο αιώνα. Είχαν οικειοποιηθεί τις εικασίες και τις ανησυχίες της ύστερης περιόδου της ελληνικής σκέψης. Αποτελούσαν μια εκπληκτική όαση «ελληνισμού», λατρεύοντας μια τριάδα Θεϊκών Πνευμάτων που ονομάζονταν «Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης»· πίστευαν πως ο Κωνσταντίνος ήταν ένας λεπρός, ο οποίος, με πανουργία, είχε μετατρέψει το χριστιανισμό σε μια απομίμηση του ρωμαϊκού πολυθεϊσμού· ήταν πεπεισμένοι ότι η άνοδος του χριστιανισμού είχε σημάνει το τέλος της ελληνικής επιστήμης.
Αυτοί οι «Έλληνες» μας εντυπωσιάζουν διότι, ενώ ήταν ανοιχτοί στις πνευματικές ζυμώσεις των καιρών τους, στρέφονται στις αρχαίες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν σύγχρονα προβλήματα. Η ήρεμη πίστη τους σε μια διαρκώς εξελισσόμενη παράδοση που ξεκινούσε από τον Πλάτωνα αποτελούσε πιθανόν την πιo καθησυχαστική όψη του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας. Γιατί πολλές είναι εκείνες οι κλασικές και φωτισμένες κοινωνίες που έχουν καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ίδιας της παράδοσής τους αφήνοντας στους άμεσους διαδόχους τους μόνο αγχώδεις και εφιαλτικές μνήμες. Το ότι αυτό δεν συνέβη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναγέννηση των «Ελλήνων» και στο διάλογό τους με τη νέα πνευματική ηγεσία των χριστιανών.
Ο Πλωτίνος, αν και εξαιρετικός ως στοχαστής, είναι ένα τυπικό δείγμα αυτών των «Ελλήνων». Αιγύπτιος, γεννημένος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη γύρω στο 205, είχε ασχοληθεί σοβαρά με το γνωστικισμό. Είχε τον ίδιο δάσκαλο με το χριστιανό Ωριγένη. Επιχείρησε να εξιχνιάσει την εξωτική φιλοσοφία των Περσών και των Ινδών. Μόνο αργότερα, και με αυξανόμενη ηρεμία, βυθίστηκε στην αρχαία διαλεκτική του Πλάτωνα. Τα γραπτά του έχουν τη γοητεία ενός ανήσυχου, επίμονου ανθρώπου που βρήκε το δρόμο του μέσα από σκληρή, λογική πειθαρχία στη γλυκύτητα και στη διαύγεια της ωριμότητάς του. Οι μαθητές του εξακολουθούσαν να του θέτουν τα αγωνιώδη ερωτήματα της προηγούμενης γενιάς: πώς και γιατί ενώθηκε η ψυχή με το σώμα; Αλλά ο Πλωτίνος δεν έδινε έτοιμες απαντήσεις: επέμενε να αναλύει το θέμα διεξοδικά, «με τον ελληνικό τρόπο» – με εξαντλητικές διαλεκτικές έρευνες στηριγμένες στα γραπτά του Πλάτωνα.
Όπως εκείνος, έτσι και οι οπαδοί του επάνδρωσαν τη θρησκευτική μεθόριο της εποχής τους. Ο Πορφύριος από την Τύρο (περ. 232-303) επέκρινε δριμύτατα και εμπεριστατωμένα τις χριστιανικές Γραφές: οι κριτικές του παρατηρήσεις δεν ξεπεράστηκαν παρά από την Κριτική του 19ου αιώνα. Ο νεότερος συνάδελφος του Πορφύριου, ο Ιάμβλιχος από την Απάμεια (πέθανε γύρω στο 330), δίδαξε μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων νέων. Όπως πολλοί καθηγητές, τότε και τώρα, εμφανιζόταν πρόθυμα ως μυσταγωγός χρησιμοποιούσε την εξοργιστική ευφράδεια του δημοφιλούς δασκάλου που σκορπάει φανταχτερούς αντιθρησκευτικούς αφορισμούς. Όμως, σε μια εποχή που ο Κωνσταντίνος συγκέντρωνε γύρω του μια χριστιανική αυλή, ο Ιάμβλιχος διαβεβαίωνε μία γενιά Ελλήνων αριστοκρατών πως οι παραδοσιακές τους πεποιθήσεις ήταν απολύτως συμβατές με τον πιο υψηλό πλατωνισμό. Κατάφερε να εκδικηθεί τον Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας του Κωνσταντίνου, ο προικισμένος ανιψιός του Ιουλιανός, μετεστράφη από το χριστιανισμό στον «ελληνισμό» από τους μαθητές του Ιάμβλιχου. Ο Ιουλιανός ο «Αποστάτης» , έγινε αυτοκράτορας από το 361 έως το 363. Και ενάμιση αιώνα μετά την επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας, ο φιλόσοφος Πρόκλος έγραφε με το ύφος της ηρεμίας που ακολουθεί την καταιγίδα προσωπικούς ύμνους προς τους αρχαίους θεούς και ένα έργο (Στοιχείωσις θεολογική) ολωσδιόλου παγανιστικό.
Οι «Έλληνες» δημιούργησαν την κλασική γλώσσα της φιλοσοφίας του πρώιμου Μεσαίωνα της οποίας η χριστιανική, η εβραϊκή και η ισλαμική σκέψη, ως τον 120 αιώνα, δεν είναι παρά αποδόσεις στην καθομιλουμένη. Όταν οι ουμανιστές της Αναγέννησης ανακάλυψαν και πάλι τον Πλάτωνα, εκείνο που προκάλεσε τον ενθουσιασμό τους δεν ήταν ο Πλάτων των σημερινών κλασικών φιλολόγων αλλά ο ζωντανός Πλάτων των θρησκευτικών στοχαστών της ύστερης αρχαιότητας.
Με δυο λόγια, πίστευαν πως μέσα από τον Πλάτωνα και την πνευματική πειθαρχία των ελληνικών πανεπιστημίων είχαν βρει έναν τρόπο να αποφεύγουν τις εντάσεις, να κρατούν σταθερά ένα τεντωμένο σχοινί, εκεί που πιο ριζοσπαστικοί στοχαστές και πιο επαναστατικά κινήματα γύρω τους το είχαν τραβήξει τόσο που είχε σπάσει. Υπογράμμιζαν πως ήταν δυνατόν, μέσω της λογικής σκέψης, να αντιληφθεί κανείς τον εσώτερο σύνδεσμο ανάμεσα στα επίπεδα του ορατού κόσμου και την πηγή τους στον Ένα Θεό. Μπορούσε, δηλαδή, να «αγγίξει» κανείς με τη σκέψη το περιεκτικό κέντρο το οποίο γινόταν αισθητό μέσα από την ομορφιά όλων των ορατών πραγμάτων. Για να χρησιμοποιήσουμε μια απλή εικόνα, έβλεπαν τον κόσμο και τη σχέση του με τον Θεό σαν ένα γιο-γιο που ανεβοκατέβαινε γοργά πάνω σε μια κλωστή. Γι’ αυτούς, οι γνωστικοί είχαν κόψει αυτή την κλωστή: γιατί οι γνωστικοί υποστήριζαν πως δεν υπήρχε κανένας σύνδεσμος ανάμεσα στο σύμπαν και τον αγαθό Θεό, ανάμεσα στον εσώτερο άνθρωπο και τον εξωτερικό του κόσμο, ανάμεσα στο σώμα του και την ψυχή του. Από την άλλη, οι χριστιανοί δεν είχαν αφήσει το γιο-γιο να ξετυλιχτεί: είχαν εστιάσει την προσοχή τους στον Ένα Θεό· η λάμψη του ακατέργαστου μονοθεϊσμού τους έσβηνε τις πολύχρωμες εκφάνσεις των ορατών και των αόρατων θεοτήτων μέσα από τις οποίες η ομορφιά του Ενός έφτανε, κατ’ ανάγκην, στα μάτια των θνητών.
Η υπηρεσία που προσέφερε ο Πλωτίνος στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του ήταν ότι υπογράμμισε το σύνδεσμο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, -ανάμεσα σ’ έναν άρρητο εσωτερικό κόσμο και τη συγκροτημένη έκφρασή του στον εξωτερικό κόσμο-, καθώς επίσης και τη δυνατότητα των φυσικών πραγμάτων να φορτιστούν με νόημα από την ψυχή. Δύο χριστιανοί των οποίων η σκέψη κυριάρχησε στο Μεσαίωνα, ο άγιος Αυγουστίνος στη Δύση και ο άγνωστος συγγραφέας του έργου Ουράνιες ιεραρχίες (μετέπειτα γνωστός ως «Ψευδο-Διονύσιος») που έγραφε στην Ανατολή γύρω στο 500, οφείλουν εξίσου πολλά στην ισορροπία που υποστήριξε με πάθος ο Πλωτίνος.
Για έναν πλατωνιστή, η σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή ήταν μια μικρογραφία του δύσκολου προβλήματος της σχέσης του Θεού με το σύμπαν. Η απάντηση του Πλωτίνου είναι χαρακτηριστική. Αποφάνθηκε πως το να έχει κανείς σώμα δεν ήταν μεγαλύτερη «αμαρτία» από το να δημιουργεί σκιά. Πράγματι, το σώμα ήταν ένα όμορφο όργανο μέσα από το οποίο αναζητούσε έκφραση η ψυχή: ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει και να γυμνάζει το σώμα του, όπως ο μουσικός κρατάει τη λύρα του κουρδισμένη. Πρόκειται για ένα λεπτό, ευαίσθητο ιδεώδες, κάθε άλλο παρά ασκητικό. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Πλωτίνος αν στραφούμε προς την τέχνη που υποστήριζε η γενιά των ακροατών του. Η τέχνη αυτή δεν είναι του «άλλου κόσμου»· είναι του «ένδον κόσμου». Χωρίς να εγκαταλείπεται η χάρη και η ατομικότητα του σώματος, εκείνο που τονίζεται στα πορτραίτα της ύστερης αυτοκρατορίας είναι οι θύρες μέσω των οποίων περνάει κανείς κατευθείαν από το σώμα στο πνεύμα του ανθρώπου. Η έμφαση βρίσκεται στα μάτια. Μας καθηλώνουν με το βλέμμα τους αποκαλύπτοντας μια εσωτερική ζωή κρυμμένη σ’ ένα φορτισμένο σύννεφο σάρκας. Η ύστερη αρχαιότητα είναι μια εποχή συναρπαστικών πορτραίτων.
Δεν είναι περίεργο ότι εκείνος που μας έδωσε την πρώτη και μία από τις σημαντικότερες «αυτοπροσωπογραφίες» είναι ένας άνθρωπος αυτής της εποχής: στις αυτοβιογραφικές Εξομολογήσεις (Confessίones) του Αγίου Αυγουστίνου, που γράφηκαν το 397, ο πιο ιδιοφυής Λατίνος αναγνώστης του Πλωτίνου μεταστοιχείωσε το απρόσωπο πνευματικό πάθος του παλαιού διδασκάλου στην πρώτη αληθινή «αυτοπροσωπογραφία» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Ο Πλωτίνος και ο Αυγουστίνος αντιπροσωπεύουν ένα από τα ρεύματα της πλατωνικής αναβίωσης στην ύστερη αρχαιότητα – εκείνο που πλησιάζει περισσότερο τον νεότερο άνθρωπο. Όμως για τους συγχρόνους τους, και για τον κόσμο ως τον 17ο αιώνα, ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό του πλατωνισμού ήταν η στάση του σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Στα γραπτά των «Ελλήνων», οι άνθρωποι ξανάβρισκαν τη χαμένη αίσθηση οικειότητας με τον κόσμο που τους περιέβαλλε.
Οι μαύρες εικασίες των γνωστικών, ο χριστιανικός μονοθεϊσμός και ο ύστερος χριστιανικός ασκητισμός απειλούσαν τον άνθρωπο με τη μοναξιά ενός κόσμου στερημένου νοήματος. Για τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, ο κόσμος ήταν, ομολογουμένως, μυστηριώδης. Ατένιζαν την ομορφιά του με σκέψεις θλιβερές, σαν το τελευταίο, εύθραυστο φως ενός ήλιου που έχει δύσει προ πολλού. Αλλά αυτός ο κόσμος, αν και μυστηριώδης, ήταν γεμάτος νόημα: ήταν ένα σημάδι από τον Θεό. Τους κληρονομημένους μύθους μπορούσαν οι φιλόσοφοι να τους δεχτούν σαν σημάδια (σαν να είχαν κληρονομήσει οι σημερινοί πυρηνικοί φυσικοί από το παρελθόν – αντί να τα φτιάξουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους- τα απλοϊκά δισδιάστατα σκίτσα της τροχιάς των νετρονίων και των πρωτονίων που, για τον απλό άνθρωπο, συνοψίζουν καίριες αλήθειες για τον φυσικό κόσμο). Απέναντι στην κενότητα της «πνευματικής λατρείας» των χριστιανών μέσα στις κρύες βασιλικές τους, οι παγανιστές φιλόσοφοι αντιπαρέθεταν την «ψυχική φόρτιση» της παραδοσιακής θυσίας, όπου ο καιόμενος βωμός μετέτρεπε το θυσιαστικό αφιέρωμα σε μια απλή, διάφανη, υψούμενη φλόγα.
Η λαχτάρα για οικειότητα μέσα σε ένα αχανές σύμπαν εκφράζεται με την επανάληψη των όρων που χρησιμοποίησαν οι νεοπλατωνικοί για να αποδώσουν τη συγγένεια του Ενός Θεού με τις άπειρες εκφάνσεις του ορατού κόσμου: υπογράμμιζαν την «αλυσίδα» των όντων, τη «συνύφανση», την «ανάμιξη» που συνέδεαν τον άνθρωπο με την Επιβλητική πηγή του. Όλα τα πλάσματα ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το αόρατο κέντρο, όπως τα άνθη του λωτού ανοίγουν τα πέταλά τους στον ήλιο που ανεβαίνει στο στερέωμα.
Κατά τον 4ο αιώνα τέτοιες ιδέες θεωρούνταν το πιο υψηλό επίτευγμα και η μόνη ελπίδα όλων των πολιτισμένων στοχαστών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τις συμμερίζονταν και οι χριστιανοί στο βαθμό που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτισμένους. Στη Δύση, όπου η πνευματική ζωή ήταν σπασμωδική και στερημένη από τα γερά στηρίγματα ενός παγανιστικού πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, οι χριστιανοί στοχαστές έγιναν οι σχεδόν αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι του Πλωτίνου: χριστιανοί, όπως ο Μάριος Βικτωρίνος στα μέσα του 40υ αιώνα, ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, και αργότερα ο Βοήθιος (περ. 480-524), αποτέλεσαν τις γέφυρες ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και τον λατινικό Μεσαίωνα. Ακόμα και στην Ανατολή, παγανιστές δάσκαλοι προσέφεραν απλόχερα τις γνώσεις τους τόσο σε χριστιανούς όσο και στους δικούς τους: μια τυπική ήρεμη μετάβαση από τα διδασκαλεία των φιλοσόφων στη θέση του επισκόπου βρίσκουμε στην περίπτωση του Συνεσίου, επισκόπου Πτολεμαίδος από το 410 έως το 414. Ο Συνέσιος μπορούσε να παραμένει φίλος μιας επιφανούς εθνικής φιλοσόφου, της Υπατίας από την Αλεξάνδρεια. Έγινε επίσκοπος το 410 υπό τον όρο ότι, ενώ στην εκκλησία θα «μιλούσε με μύθους», κατ’ ιδίαν θα μπορούσε «να στοχάζεται ως φιλόσοφος».
Αυτό ακριβώς το στοιχείο του αναβιωμένου πλατωνισμού, που έσωσε τους ανθρώπους από την ερημία και την απουσία νοήματος στη σχέση τους με τον ορατό κόσμο, κληρονόμησαν οι χριστιανοί από τους εθνικούς δασκάλους τους. Ο κόσμος που τον 2ο και τον 3ο αιώνα παραλίγο να χλομιάσει από τις μονότονες εκκλήσεις των χριστιανών Απολογητών για τη λατρεία ενός μισοαγνώστου υψίστου Θεού, πνίγηκε και πάλι στο χρώμα. Ο Αυγουστίνος απελευθερώθηκε από το μανιχαισμό, ένα γνωστικό δόγμα παρόμοιο με εκείνα με τα οποία ο Πλωτίνος είχε αρχίσει την πνευματική του οδύσσεια, αφού διάβασε το Περί του καλού (= περί του ωραίου) του τελευταίου. Έλληνες θεολόγοι συζητούσαν το ρόλο και τη φύση του Χριστού όπως Εκείνος εμφανίστηκε στους ανθρώπους με φόντο την πλατωνική σκέψη για τη σχέση του Θεού με τον ορατό κόσμο. Η «συνύφανση» του ανθρώπινου και του θείου μέσα από ορατά σύμβολα που τόσο γοήτευε τον Ιάμβλιχο, είναι επίσης ένα από τα βασικά θέματα που απασχολούν τον νεότερό του άγιο Αθανάσιο όταν γράφει για τη Σάρκωση του Χριστού. Ο απόηχος μιας υποβλητικής θείας ομορφιάς που είχε καταστεί ορατή μέσω της υλικής απεικόνισης των παγανιστικών θεών, συναντιέται αργότερα με την ίδια δύναμη στη χριστιανική εικόνα. Οι ζωγραφιές που καλύπτουν τους τοίχους μιας βυζαντινής εκκλησίας: οι άγιοι άνθρωποι που κοιτάζουν τον πιστό στα μάτια κάτω από σκηνές του βίου του σαρκωθέντος Χριστού· οι ψηλοί Αρχάγγελοι που συνδέσουν τον Χριστό Βασιλέα του Ορατού Σύμπαντος, το απόμακρο πρόσωπο του οποίου χάνεται στο χρυσό του υψηλότερου θόλου, με τις σκηνές που γλιστρούν χαμηλά στους τοίχους για να αναμιχθούν με το πλήθος των πιστών όλη αυτή η σύνθεση με τις μορφές που ανεβαίνουν προς τον ουρανό προκαλεί μια αίσθηση δέους για έναν αόρατο κόσμο που έγινε ορατός μέσω της τέχνης μεταδίδει, σε ψυχές παγιδευμένες μέσα σε σώματα, την ίδια συγκίνηση που κατέκλυσε κάποτε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό όταν στάθηκε μπροστά στο βωμό των θεών του.
Αυτή η αίσθηση της προσωπικής και άυλης παρουσίας του αοράτου παρηγορούσε τους τελευταίους εθνικούς. Το να ισχυρίζεσαι, όπως θα έκανε στα τέλη του 40υ αιώνα ο όχλος των χριστιανών, ότι έχεις καταστρέψει τους θεούς με το να καταστρέφεις τους ναούς τους ήταν εξίσου κουτό με το να ισχυρίζεται κανείς σήμερα πως εξαλείφοντας όλες τις πρίζες και τους διακόπτες έχει εξαλείψει τον ηλεκτρισμό. Τα όμορφα κλασικά αγάλματα των θεών είχαν καταστραφεί: αλλά, όπως έλεγε ο Ιουλιανός, οι Αθηναίοι είχαν καταστρέψει από καιρό το «ζωντανό άγαλμα» του σώματος του Σωκράτη – η ψυχή του όμως επέζησε. Το ίδιο συνέβαινε και με τους θεούς. Στα αστέρια της νύχτας οι θεοί είχαν βρει σχήματα που άρμοζαν καλύτερα στην άφθαρτη αιωνιότητά τους απ’ ό,τι τα φθαρτά ανθρώπινα αγάλματα. Γιατί στα αστέρια, τα διαθλασμένα χρώματα της γης φώτιζαν με μια σταθερή, αδιατάρακτη λάμψη. Τα αστέρια και οι πλανήτες λικνίζονταν με σιγουριά πάνω από τα κεφάλια των τελευταίων εθνικών, απαστράπτοντα αγάλματα των θεών απρόσβλητα από το βανδαλισμό των μοναχών. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα τα αστέρια πάνω από τη χριστιανική Ευρώπη αποτελούσαν μια ανησυχητική υπόμνηση της αθανασίας των θεών. Οι θεοί είχαν αφήσει τα ονόματά τους στις ημέρες της εβδομάδας. Οι ιδιότητές τους έμεναν στους πλανήτες και αυτοί οι πλανήτες καθόριζαν τη συμπεριφορά των πολιτισμένων ανθρώπων μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα. Μετά από χίλια τριακόσια χρόνια οι άνθρωποι θα γεύονταν, σε μια λίγο-πολύ χριστιανική φόρμα, αυτό το ρίγος της συγγένειας με τον τέλειο και απαραβίαστο κόσμο που είχε απομακρύνει κάποτε τον νεαρό Ιουλιανό από το χριστιανισμό.
Κάθισε, Γέσικα: δες πως η ουράνια άπλα
είναι με πούλιες πυκνοκέντητη από μάλαμα λαμπρό·
κι η πιο μικρή κουκκίδα που θωρείς στην κίνησή της
τραγουδάει σαν άγγελος,
πάντα αρμονία με τα’ αγνόθωρα τα χερουβείμ
τέτοια αρμονία έχουν οι αθάνατες ψυχές
μα ενόσω τούτο το ντύμα της φθοράς το πήλινο
τις περικλείνει από παντού, δεν την ακούμε.
(Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο έμπορος της Βενετίας, πράξη Ε’, σκηνή 1η, 58-65)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου