ΠΑΡΟΔΟΣ
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Α’Ἑκάβη, τί θροεῖς; τί δὲ θωΰσσεις; [στρ. α]
ποῖ λόγος ἥκει; διὰ γὰρ μελάθρων
155 ἄιον οἴκτους οὓς οἰκτίζῃ,
διὰ δὲ στέρνων φόβος ἀίσσει
Τρῳάσιν, αἳ τῶνδ᾽ οἴκων εἴσω
δουλείαν αἰάζουσιν.
ΕΚ. ὦ τέκν᾽, Ἀχαιῶν πρὸς ναῦς ἤδη
160 κινεῖται κωπήρης χείρ.
ΗΜ. Α’ οἲ ᾽γώ [τλάμων], τί θέλουσ᾽; ἦ πού μ᾽ ἤδη
ναυσθλώσουσιν πατρίας ἐκ γᾶς;
ΕΚ.οὐκ οἶδ᾽, εἰκάζω δ᾽ ἄταν.
ΗΜ. Α’ ἰὼ ἰώ.
165 μέλεαι μόχθων ἐπακουσόμεναι
Τρῳάδες, ἐξω κομίσασθ᾽ οἴκων·
στέλλουσ᾽ Ἀργεῖοι νόστον.
ΕΚ. ἒ ἔ.
μή νύν μοι τὰν
ἐκβακχεύουσαν Κασάνδραν
170 πέμψητ᾽ ἔξω,
αἰσχύναν Ἀργείοισιν,
μαινάδ᾽, ἐπ᾽ ἄλγεσι δ᾽ ἀλγυνθῶ.
ἰώ.
Τροία Τροία δύσταν᾽, ἔρρεις,
δύστανοι δ᾽ οἵ σ᾽ ἐκλείποντες
175 καὶ ζῶντες καὶ δμαθέντες.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Β’
οἴμοι. τρομερὰ σκηνὰς ἔλιπον [αντ. α]
τάσδ᾽ Ἀγαμέμνονος ἐπακουσομένα,
βασίλεια, σέθεν· μή με κτείνειν
δόξ᾽ Ἀργείων κεῖται μελέαν,
180 ἢ κατὰ πρύμνας ἤδη ναῦται
στέλλονται κινεῖν κώπας;
ΕΚ. ὦ τέκνον, ὀρθρεύουσα ψυχὰν
ἐκπληχθεῖσ᾽ ἦλθον φρίκᾳ.
ΗΜ. Β’ ἤδη τις ἔβα Δαναῶν κῆρυξ;
185 τῷ πρόσκειμαι δούλα τλάμων;
ΕΚ. ἐγγύς που κεῖσαι κλήρου.
ΗΜ. Β’ ἰὼ ἰώ.
τίς μ᾽ Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν
ἢ νησαίαν μ᾽ ἄξει χώραν
δύστανον πόρσω Τροίας;
190ΕΚ. φεῦ φεῦ.
τῷ δ᾽ ἁ τλάμων
ποῦ πᾷ γαίας δουλεύσω γραῦς,
ὡς κηφήν, ἁ
δειλαία νεκροῦ μορφά,
νεκύων ἀμενηνὸν ἄγαλμα,
‹αἰαῖ,›
τὰν παρὰ προθύροις φυλακὰν κατέχουσ᾽
195 ἢ παίδων θρέπτειρ᾽, ἃ Τροίας
ἀρχαγοὺς εἶχον τιμάς;
ΧΟΡΟΣ
αἰαῖ αἰαῖ. ποίοις δ᾽ οἴκτοις [στρ. β]
τὰν σὰν λύμαν ἐξαιάζοις;
οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα
200 δινεύουσ᾽ ἐξαλλάξω.
νέατον τοκέων δώματα λεύσσω,
νέατον· μόχθους ἕξω κρείσσους,
ἢ λέκτροις πλαθεῖσ᾽ Ἑλλάνων
—ἔρροι νὺξ αὕτα καὶ δαίμων—
205 ἢ Πειρήνας ὑδρευσομένα
πρόσπολος οἰκτρὰ σεμνῶν ὑδάτων [ἔσομαι].
τὰν κλεινὰν εἴθ᾽ ἔλθοιμεν
Θησέως εὐδαίμονα χώραν.
210 μὴ γὰρ δὴ δίναν γ᾽ Εὐρώτα,
τάν ἐχθίσταν θεράπναν Ἑλένας,
ἔνθ᾽ ἀντάσω Μενέλᾳ δούλα,
τῷ τᾶς Τροίας πορθητᾷ.
τὰν Πηνειοῦ σεμνὰν χώραν, [αντ. β]
215 κρηπῖδ᾽ Οὐλύμπου καλλίσταν,
ὄλβῳ βρίθειν φάμαν ἤκουσ᾽
εὐθαλεῖ τ᾽ εὐκαρπείᾳ·
τάδε δεύτερά μοι μετὰ τὰν ἱερὰν
Θησέως ζαθέαν ἐλθεῖν χώραν.
220 καὶ τὰν Αἰτναίαν Ἡφαίστου
Φοινίκας ἀντήρη χώραν,
Σικελῶν ὀρέων ματέρ᾽, ἀκούω
καρύσσεσθαι στεφάνοις ἀρετᾶς.
τάν τ᾽ ἀγχιστεύουσαν γᾶν
225 Ἰονίῳ ναύτᾳ πόντῳ,
ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων
ὁ ξανθὰν χαίταν πυρσαίνων
Κρᾶθις, ζαθέαις πηγαῖσι τρέφων
εὔανδρόν τ᾽ ὀλβίζων γᾶν.
***
ΠΑΡΟΔΟΣ
Βγαίνουν από τις σκηνές Τρωαδίτισσες, ηλικιωμένες και νέες· είναι το πρώτο Ημιχόριο.Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΗΜΙΧΟΡΙΟΥΤί ειν᾽, Εκάβη, που λες; τί ειν᾽ αυτές οι φωνές;τί καινούρια να σου είπαν; Γιατί μέσα κει,στις καλύβες, των θρήνων σου μου ήρθε στ᾽ αφτιάη φωνή·την καρδιά των Τρωαδίτισσωνπου κλειστές στις καλύβες αυτέςτη σκλαβιά τους θρηνούντη συντάραξε ο φόβος.ΕΚΑ. Στων Αργείων τα καράβια, παιδιά μου,160τα κουπιά κιόλας πήραν στα χέρια.ΚΟΡ. Αχ τί θέλουν; Μακριά απ᾽ την πατρίδαθα με πάρει το κύμ᾽ από τώρα;ΕΚΑ. Στο κακό πάει ο νους μου, δεν ξέρω.ΚΟΡ. Αχ αλίμονο!Όλες τρέξτε κι ελάτε, Τρωαδίτισσες,για ν᾽ ακούσετε βάσανα, δόλιες·αχ οι Αργείοι το ταξίδι ετοιμάζουν.ΕΚΑ. Ω καημοί!Μη μου φέρετ᾽ έξωτην Κασσάντρα, μη,τη μαινάδα,μην εκεί μπροστά170στων Αργείων τα μάτια πιάσειτις βακχείες και με ντροπιάσει·φτάνουν τ᾽ άλλα βάσανά μου.Συφορά!Δύστυχη Τροία, που πας χαμένη,δύστυχοι κι όλοι που σ᾽ αφήνουν,κι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι.
Βγαίνουν άλλες τόσες γυναίκες· είναι το δεύτερο Ημιχόριο.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΗΜΙΧΟΡΙΟΥΣυφορά! Απ᾽ τις σκηνές τ᾽ Αγαμέμνον᾽ αυτέςήρθα δω τρομαγμένη, βασίλισσα, εσύνα μου πεις· μην απόφαση βγήκε κακήτων Αχαιώννα με σφάξουν τη δύστυχη;180ή να πιάσουνε κιόλας γοργάμες στα πλοία τα κουπιάετοιμάζονται οι ναύτες;ΕΚΑ. Πριν να φέξει, παιδί μου, παιδί μου,βγήκα ξέφρενη εδώ από τη φρίκη.ΚΟΡ. Οι Αχαιοί μη μας έστειλαν κράχτη;Ποιός, τη δύστυχη, σκλάβα με παίρνει;ΕΚΑ. Όπου να ᾽ναι, για σε θά βγει ο κλήρος.ΚΟΡ. Αχ αλίμονο!Ποιός, την άμοιρη, αλάργα απ᾽ την Τροία μαςσε κανένα νησί θα με πάρει,ποιός απ᾽ τ᾽ Άργος ή ποιός απ᾽ τη Φθία;190ΕΚΑ. Συφορά!Πού και τίνος σκλάβαθα ᾽μαι η μαύρη γριά;Σαν κηφήνας,σα νεκρού μορφήθλιβερή και ξεπνοϊσμένηαπ᾽ τη μαύρη γη σταλμένη.Σε ποιόν τόπο θα με σύρουν;Ω καημοί!Παιδιών φυλάχτρα θα με βάλεικανείς ή και πορτιέρισσα ίσως,που ᾽μουν κυρά της Τροίας μεγάλη.
Τα Ημιχόρια ενώνονται.
ΧΟΡΟΣΘρηνείς, μα ποιός μπορεί να πει,ποιό μοιρολόι θα πει τον ξεπεσμό μας;Με τη σαΐτα τη γοργήπια δε θα υφάνω σε αργαλειό200φτιαγμένονε με ξύλα απ᾽ το βουνό μας·στερνή φορά σάς βλέπω, των γονιών μου τάφοι·και πόσα η μοίρα η άσπλαχνη, και πιο βαριά, μου γράφει!Ή σε Έλληνα κρεβάτι εγώ θα μπω—ο θεός να δώσει να βουλιάξειη νύχτα, η τύχη εκείνη—ή, δούλα θλιβερή, εξευτελισμένη,στην Κόρινθο, θενά ᾽μαι αναγκασμένηνερό να κουβαλάω απ᾽ την Πειρήνη.Μακάρι να με παν στην ξακουστή,την καλότυχη χώρα του Θησέα.210Μακριά απ᾽ το ρέμα μοναχά του Ευρώτα, που η Ελένηθα πάει να μείνει η μισητή·τέτοιο κακό να μη μου λάχει·αυτό κανείς δεν το υπομένειαφέντη το Μενέλαο να ᾽χει,της Τροίας τον άγριο κουρσευτή.
Στου Ολύμπου τις ριζοβουνιέςείναι μια χώρα σεβαστή, όπου ρέειο Πηνειός, κι ακούω να λενπως έχει τα πολλά σπαρτάκαι στ᾽ αγαθά και μες στα πλούτη πλέει·αν δε με ξαποστείλουν στην ιερήν Αθήνα,να ᾽τανε καν να μ᾽ έπαιρναν πέρα στα μέρη εκείνα.220Η μάνα των σικελικών βουνών,η αιτναία η χώρα του Ήφαιστου, είναιαντίκρυ στη Φοινίκη·πιο πέρ᾽ από τα σύνορά της φτάνειη δόξ᾽ απ᾽ των αγώνων το στεφάνιπου κάθε τόσο της χαρίζει η νίκη.Κι αντίπερα, το Ιόνιο όπως περνά,μιαν άλλη χώρα ο ναύτης αντικρίζει·κυλούν εκεί τα ρέματα του ποταμού που δίνειμια ξανθή λάμψη στα μαλλιά,τα θαμαστά νερά του Κράθη·κι η χώρα, η χώρα που τα πίνεικαι θρέφεται από κείνα, πλάθειμιαν άξια λεβεντογενιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου