Ψέμα ονομάζουμε κάθε παραποίηση, διαστρέβλωση της αλήθειας ή, καλύτερα, της πραγματικότητας. Η παραποίηση αυτή είναι σκόπιμη, συνειδητή. Συνεπώς για να πούμε ότι ένα παιδί λέει ψέματα χρειάζεται να είναι σε θέση να αναγνωρίζει την πραγματικότητα, να έχει αναπτυχθεί επαρκώς γνωστικά. Τα ψέματα των παιδιών είναι ένδειξη γνωστικής ανάπτυξης. Τα ψέματα ξεκινούν σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ομιλίας. Τα ψέματα προϋποθέτουν ότι:
α) Τα παιδιά κατανοούν τι σκέφτονται οι άλλοι, ότι γνωρίζουν αυτό που οι άλλοι ξέρουν και αυτό που δεν ξέρουν, μια ικανότητα που έχει αποδοθεί με τον όρο «θεωρία του νου». Τα παιδιά που υπερτερούν στη «θεωρία του νου» είναι επίσης καλύτερα στα ψέματα. Η θεωρία του νου εμφανίζεται κατά το 4ο έτος (Astington, 1993, ό. α. Cole & Cole, 2001).
β) Τα παιδιά μπορούν να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα και να αποφεύγουν παρακάμπτουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Πρόκειται για μια εκτελεστική λειτουργία. Ως αποτέλεσμα αυτής της ικανότητας, τα παιδιά αυτά σημειώνουν μεγαλύτερη σχολική επιτυχία και έχουν περισσότερους φίλους (Ding, Wellman, Wang, Fu, & Lee, 2015).
Η γνωστική επάρκεια ως προς αυτό τον τομέα αναδύεται σε γενικές γραμμές μετά τα 3-4 χρόνια και εμπλουτίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου, ώστε να αποκτήσει μια σαφέστερη μορφή κατά την περίοδο των σχολικών χρόνων, όταν δηλαδή το παιδί αρχίζει να φοιτά στο δημοτικό σχολείο.
Γιατί όμως τα παιδιά λένε ψέματα;
Ξεκινώντας από την προσχολική περίοδο, τα παιδιά λένε ψέματα γιατί δυσκολεύονται να παραδεχτούν τα λάθη τους και να αναλάβουν την ευθύνη κάποιου «παραπτώματός» τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, όταν το μικρό παιδί ερωτάται από τον γονιό για μια ζημιά, τότε την αρνείται ή επιρρίπτει την ευθύνη σε κάποιον ή κάτι άλλο: «Δεν το έκανα εγώ. Δεν έσπασα εγώ το βάζο. Η γάτα το έσπασε».
Άλλος λόγος για τον οποίο τα παιδιά καταφεύγουν στα ψέματα είναι για να αναπληρώσουν πραγματικές ή φανταστικές ατέλειές τους. Για παράδειγμα, ένα αγόρι που απεχθάνεται το ποδόσφαιρο, όταν ερωτάται γιατί δεν παίζει μπάλα ενώ όλοι οι φίλοι του παίζουν, λέει: «Δεν παίζω μπάλα γιατί η κυρία μας δε μας αφήνει να παίζουμε μπάλα. Δεν επιτρέπεται».
Συχνά επίσης τα ψέματα χρησιμοποιούνται από τα παιδιά για να ξεφύγουν από κάποια δυσκολία στις σχέσεις τους με τους άλλους. Ένα παιδί που δυσκολεύεται στις κοινωνικές συναθροίσεις ή που δεν έχει καλεστεί στα γενέθλια ενός φίλου του, όταν ερωτηθεί αν θα πάει, απαντά: «Δε θα πάω στο πάρτι του φίλου μου/της φίλης μου γιατί δε με αφήνει η μαμά μου».
Είναι σύνηθες τα παιδιά να υπεργενικεύουν μία απλή παρατήρηση που τους γίνεται από έναν ενήλικα για ένα απλό και συγκεκριμένο παράπτωμα και να την ανάγουν σε αρνητική κριτική με στόχο τη εν γένει αναξιότητά τους και με αποτέλεσμα την απόρριψη. Ως συνέπεια αυτής της υπεργενίκευσης, για να προστατεύσουν το Εγώ τους, λένε ψέματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «ψέματα άμυνας».
Επίσης οι μεγάλοι που περιμένουν πάρα πολλά από τα παιδιά ή έχουν υπέρμετρες προσδοκίες από αυτά συχνά τα οδηγούν με τη στάση τους να λένε ψέματα. Για παράδειγμα, το παιδί που έχει επιφορτιστεί με τις προσδοκίες των γονιών του για υψηλή επίδοση και πρωτιά είναι πολύ πιθανό να δηλώσει ότι ήρθε πρώτο στον αθλητισμό ή ότι πήρε άριστα στο σχολείο, επειδή δε θέλει να απογοητεύσει τους γονείς τους ή να βιώσει την απόρριψη από έναν αυταρχικό ή τιμωρητικό γονιό. Τα παιδιά αυτά βιώνουν συναισθήματα ανασφάλειας, μειονεξίας και καταφεύγουν σε ψέματα για να συγκαλύψουν αυτή τους την ανασφάλεια. Τα ψέματα που προκύπτουν από τον παραπάνω λόγο αναμφίβολα υποδηλώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας τα ψέματα είναι συνήθως φυσικά και καθόλου κατακριτέα, διότι τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Έτσι δεν πρόκειται για ψέματα με την πραγματική έννοια της λέξης. Ένα παιδί θα πρέπει να κατηγορηθεί ότι ψεύδεται όταν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και όταν σκόπιμα προσπαθεί να αποκρύψει ή να διαστρεβλώσει την αλήθεια.
Ακόμη και μετά την προσχολική περίοδο χρειάζεται να επιδείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το ευφάνταστο παιδί, το παιδί με την πλούσια και δημιουργική φαντασία από το παιδί που λέει ψέματα. Και ας μην ξεχνάμε ότι ψέμα δεν είναι μόνο η παραποίηση της αλήθειας αλλά και η απόκρυψή της (Στάινερ, 2006).
Κάθε γονιός –σε όποιο αναπτυξιακό στάδιο κι αν ανήκει το παιδί του– χρειάζεται να προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα: «Γιατί το παιδί μου λέει ψέματα;». Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μιμούνται τη συμπεριφορά των γονιών τους και συνήθως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο γι’ αυτά να ξεχωρίσουν τα ψέματα από τα «κατά συνθήκη ψεύδη».
Η στάση των γονιών, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα ψέματα των παιδιών, χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και ετοιμότητα. Αν οι γονείς θορυβηθούν και ανησυχήσουν υπερβολικά, τότε δε θα βοηθήσουν τα παιδιά τους. Πρωτίστως χρειάζεται να αφουγκραστούν το παιδί τους και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις ανάγκες τους. Στη συνέχεια είναι σημαντικό να μπορέσουν να συζητήσουν μαζί του, χωρίς να το επικρίνουν ή να το ειρωνευτούν. Αυτονόητο είναι ότι, αν χρησιμοποιούν την τιμωρία, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να οδηγήσουν το παιδί στο να καταφεύγει ακόμη περισσότερο στα ψέματα για να γλιτώνει την απόρριψη, τις επικρίσεις και τις τιμωρίες. Επίσης η φράση «λες ψέματα», επειδή ενέχει την επίκριση, δεν επιδεικνύει σεβασμό, καθιστά το παιδί αμυνόμενο και δεν το βοηθά να αναλάβει την ευθύνη του όποιου λάθους διέπραξε. Αντ’ αυτής προτιμότερη είναι η φράση «θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια» ή «θα ήθελα να ακούσω τα γεγονότα όπως πραγματικά έγιναν. Αν δεν είσαι τώρα έτοιμος/η, σκέψου το όσο θέλεις, μπορώ να περιμένω».
Ας μην ξεχνάμε ότι οι γονείς αποτελούν πρότυπο προς μίμηση για τα παιδιά, γι’ αυτό χρειάζεται να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά που επιθυμούν να επιδείξουν και τα παιδιά τους (Παππά, 2006, 2008). Η συμπεριφορά τους χρειάζεται να υπαγορεύεται από την αξία της ειλικρίνειας και την ανάληψη της ευθύνης, προϋποθέσεις απαραίτητες και αναγκαίες για τη διαμόρφωση της συναισθηματικής νοημοσύνης γονιών και παιδιών (Παππά, 2013, 2016).
-------------------
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Cole, M. & Cole, S. (2001). Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία (Β΄ τόμος) (Μτφρ.: Μ. Σόλμαν, Επιμ.-Εισαγ.: Ζ. Μπαμπλέκου). Αθήνα: Τυπωθήτω.
Ding, X. P., Wellman, H. M., Wang, Y., Fu, G., & Lee, K. (2015). Theory-of-Mind Training Causes Honest Young Children to Lie, Psychological Science, 26(11), 1-10.
Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Καστανιώτης.
Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016). Γονείς σε κρίση. Η διαχείριση της απώλειας και της αλλαγής. Αθήνα: Οκτώ.
Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική νοημοσύνη με καρδιά (Μεταφρ.: Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.
α) Τα παιδιά κατανοούν τι σκέφτονται οι άλλοι, ότι γνωρίζουν αυτό που οι άλλοι ξέρουν και αυτό που δεν ξέρουν, μια ικανότητα που έχει αποδοθεί με τον όρο «θεωρία του νου». Τα παιδιά που υπερτερούν στη «θεωρία του νου» είναι επίσης καλύτερα στα ψέματα. Η θεωρία του νου εμφανίζεται κατά το 4ο έτος (Astington, 1993, ό. α. Cole & Cole, 2001).
β) Τα παιδιά μπορούν να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα και να αποφεύγουν παρακάμπτουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Πρόκειται για μια εκτελεστική λειτουργία. Ως αποτέλεσμα αυτής της ικανότητας, τα παιδιά αυτά σημειώνουν μεγαλύτερη σχολική επιτυχία και έχουν περισσότερους φίλους (Ding, Wellman, Wang, Fu, & Lee, 2015).
Η γνωστική επάρκεια ως προς αυτό τον τομέα αναδύεται σε γενικές γραμμές μετά τα 3-4 χρόνια και εμπλουτίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου, ώστε να αποκτήσει μια σαφέστερη μορφή κατά την περίοδο των σχολικών χρόνων, όταν δηλαδή το παιδί αρχίζει να φοιτά στο δημοτικό σχολείο.
Γιατί όμως τα παιδιά λένε ψέματα;
Ξεκινώντας από την προσχολική περίοδο, τα παιδιά λένε ψέματα γιατί δυσκολεύονται να παραδεχτούν τα λάθη τους και να αναλάβουν την ευθύνη κάποιου «παραπτώματός» τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, όταν το μικρό παιδί ερωτάται από τον γονιό για μια ζημιά, τότε την αρνείται ή επιρρίπτει την ευθύνη σε κάποιον ή κάτι άλλο: «Δεν το έκανα εγώ. Δεν έσπασα εγώ το βάζο. Η γάτα το έσπασε».
Άλλος λόγος για τον οποίο τα παιδιά καταφεύγουν στα ψέματα είναι για να αναπληρώσουν πραγματικές ή φανταστικές ατέλειές τους. Για παράδειγμα, ένα αγόρι που απεχθάνεται το ποδόσφαιρο, όταν ερωτάται γιατί δεν παίζει μπάλα ενώ όλοι οι φίλοι του παίζουν, λέει: «Δεν παίζω μπάλα γιατί η κυρία μας δε μας αφήνει να παίζουμε μπάλα. Δεν επιτρέπεται».
Συχνά επίσης τα ψέματα χρησιμοποιούνται από τα παιδιά για να ξεφύγουν από κάποια δυσκολία στις σχέσεις τους με τους άλλους. Ένα παιδί που δυσκολεύεται στις κοινωνικές συναθροίσεις ή που δεν έχει καλεστεί στα γενέθλια ενός φίλου του, όταν ερωτηθεί αν θα πάει, απαντά: «Δε θα πάω στο πάρτι του φίλου μου/της φίλης μου γιατί δε με αφήνει η μαμά μου».
Είναι σύνηθες τα παιδιά να υπεργενικεύουν μία απλή παρατήρηση που τους γίνεται από έναν ενήλικα για ένα απλό και συγκεκριμένο παράπτωμα και να την ανάγουν σε αρνητική κριτική με στόχο τη εν γένει αναξιότητά τους και με αποτέλεσμα την απόρριψη. Ως συνέπεια αυτής της υπεργενίκευσης, για να προστατεύσουν το Εγώ τους, λένε ψέματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «ψέματα άμυνας».
Επίσης οι μεγάλοι που περιμένουν πάρα πολλά από τα παιδιά ή έχουν υπέρμετρες προσδοκίες από αυτά συχνά τα οδηγούν με τη στάση τους να λένε ψέματα. Για παράδειγμα, το παιδί που έχει επιφορτιστεί με τις προσδοκίες των γονιών του για υψηλή επίδοση και πρωτιά είναι πολύ πιθανό να δηλώσει ότι ήρθε πρώτο στον αθλητισμό ή ότι πήρε άριστα στο σχολείο, επειδή δε θέλει να απογοητεύσει τους γονείς τους ή να βιώσει την απόρριψη από έναν αυταρχικό ή τιμωρητικό γονιό. Τα παιδιά αυτά βιώνουν συναισθήματα ανασφάλειας, μειονεξίας και καταφεύγουν σε ψέματα για να συγκαλύψουν αυτή τους την ανασφάλεια. Τα ψέματα που προκύπτουν από τον παραπάνω λόγο αναμφίβολα υποδηλώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας τα ψέματα είναι συνήθως φυσικά και καθόλου κατακριτέα, διότι τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Έτσι δεν πρόκειται για ψέματα με την πραγματική έννοια της λέξης. Ένα παιδί θα πρέπει να κατηγορηθεί ότι ψεύδεται όταν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και όταν σκόπιμα προσπαθεί να αποκρύψει ή να διαστρεβλώσει την αλήθεια.
Ακόμη και μετά την προσχολική περίοδο χρειάζεται να επιδείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το ευφάνταστο παιδί, το παιδί με την πλούσια και δημιουργική φαντασία από το παιδί που λέει ψέματα. Και ας μην ξεχνάμε ότι ψέμα δεν είναι μόνο η παραποίηση της αλήθειας αλλά και η απόκρυψή της (Στάινερ, 2006).
Κάθε γονιός –σε όποιο αναπτυξιακό στάδιο κι αν ανήκει το παιδί του– χρειάζεται να προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα: «Γιατί το παιδί μου λέει ψέματα;». Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μιμούνται τη συμπεριφορά των γονιών τους και συνήθως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο γι’ αυτά να ξεχωρίσουν τα ψέματα από τα «κατά συνθήκη ψεύδη».
Η στάση των γονιών, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα ψέματα των παιδιών, χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και ετοιμότητα. Αν οι γονείς θορυβηθούν και ανησυχήσουν υπερβολικά, τότε δε θα βοηθήσουν τα παιδιά τους. Πρωτίστως χρειάζεται να αφουγκραστούν το παιδί τους και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις ανάγκες τους. Στη συνέχεια είναι σημαντικό να μπορέσουν να συζητήσουν μαζί του, χωρίς να το επικρίνουν ή να το ειρωνευτούν. Αυτονόητο είναι ότι, αν χρησιμοποιούν την τιμωρία, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να οδηγήσουν το παιδί στο να καταφεύγει ακόμη περισσότερο στα ψέματα για να γλιτώνει την απόρριψη, τις επικρίσεις και τις τιμωρίες. Επίσης η φράση «λες ψέματα», επειδή ενέχει την επίκριση, δεν επιδεικνύει σεβασμό, καθιστά το παιδί αμυνόμενο και δεν το βοηθά να αναλάβει την ευθύνη του όποιου λάθους διέπραξε. Αντ’ αυτής προτιμότερη είναι η φράση «θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια» ή «θα ήθελα να ακούσω τα γεγονότα όπως πραγματικά έγιναν. Αν δεν είσαι τώρα έτοιμος/η, σκέψου το όσο θέλεις, μπορώ να περιμένω».
Ας μην ξεχνάμε ότι οι γονείς αποτελούν πρότυπο προς μίμηση για τα παιδιά, γι’ αυτό χρειάζεται να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά που επιθυμούν να επιδείξουν και τα παιδιά τους (Παππά, 2006, 2008). Η συμπεριφορά τους χρειάζεται να υπαγορεύεται από την αξία της ειλικρίνειας και την ανάληψη της ευθύνης, προϋποθέσεις απαραίτητες και αναγκαίες για τη διαμόρφωση της συναισθηματικής νοημοσύνης γονιών και παιδιών (Παππά, 2013, 2016).
-------------------
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Cole, M. & Cole, S. (2001). Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία (Β΄ τόμος) (Μτφρ.: Μ. Σόλμαν, Επιμ.-Εισαγ.: Ζ. Μπαμπλέκου). Αθήνα: Τυπωθήτω.
Ding, X. P., Wellman, H. M., Wang, Y., Fu, G., & Lee, K. (2015). Theory-of-Mind Training Causes Honest Young Children to Lie, Psychological Science, 26(11), 1-10.
Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Καστανιώτης.
Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016). Γονείς σε κρίση. Η διαχείριση της απώλειας και της αλλαγής. Αθήνα: Οκτώ.
Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική νοημοσύνη με καρδιά (Μεταφρ.: Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.