Μετά από τόσα χρόνια, αποφασίζω να σου γράψω. Δεν ξέρω αν κάνω το σωστό, μα έχω ανάγκη να ακούσεις ή έστω να διαβάσεις όσα θέλω να σου πω και έχουν φωλιάσει μέσα μου για να μην τ’ ακούω ούτε εγώ η ίδια, καιρό τώρα. Γράμμα σ’ εσένα λοιπόν, σ’ εσένα που περιμένω σ’ όλη μου τη ζωή και σ’ εσένα που δεν ήρθες ποτέ.
Μα εγώ σε ήθελα, σε ζητούσα, σε σκεφτόμουν και σε αγαπούσα κάθε μέρα περισσότερο.
Τόλμησα να σε λατρέψω, όπως δεν θα τολμούσε κανένας άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τόλμησα να ζήσω με την ανάμνηση σου, μα και με μια ελπίδα που μου άφησαν τα όσα ζήσαμε, με την ελπίδα του γυρισμού.
Μου έλεγες πως θα σου ανήκω πάντα κι εσύ σε μένα, πως εμείς οι δυο δεν θα χαθούμε ποτέ, δεν θα το αφήσεις εσύ να γίνει, όπου κι αν ταξιδέψεις, όπου κι αν πάω, θα είμαστε μαζί. Θα μας ενώνει η ζωή, θα συναντιόμαστε στους στίχους των αγαπημένων μας τραγουδιών.
Έτσι μου έλεγες. Πόσο θα ήθελα να έρθεις και να μου τραγουδήσεις πάλι. Να σ’ ακούσω να μου ψιθυρίζεις τους στίχους στ’ αυτί, οι λέξεις σου να με ντύνουν με ανάμικτα συναισθήματα και η φωνή σου να με γεμίζει ευτυχία. Όσο κι αν μεγαλώνω, η φωνή σου θα με κάνει πάντα να αισθάνομαι παιδί.
Είναι τόσο γλυκιά, τόσο αθώα, τόσο αγαπημένη, τόσο δική σου, τόσο δική μου. Δε μπορώ να σου θυμώσω για τίποτα, παρά μόνο γιατί μου στέρησες τα μάτια σου, αυτά τα μάτια με το ακανόνιστο χρώμα που έλαμπαν στην επαφή τους με τον ήλιο και που σκοτείνιαζαν σε κάθε δυσκολία.
Μάτια γεμάτα απορία κι ελπίδα. Μάτια παιδιού. Μάτια μου αγαπημένα.
“Συγνώμη που σε ξυπνώ τέτοια ώρα, ήθελα να σου πω πως σ’ αγαπάω και πως θα σ’ αγαπάω όσο ζω”. Μα ποτέ δεν κοιμόμουν πριν κοιμηθείς αστεράκι μου, περίμενα ν’ ακούσω την τελευταία σου λέξη πριν κοιμηθείς, το τελευταίο χαμόγελο σου της ημέρας και την τελευταία σου ματιά πριν αποκοιμηθείς. Πως περάσαν έτσι τα χρόνια; Πως δεν κατάφερα να σε βγάλω, ούτε για μια στιγμή από το μυαλό μου; Πόσο σ’ αγάπησα; Πόσο σ’ αγαπάω αλήθεια;
Όσο κι αν σ’ αγαπάω όμως εσύ δεν θα μπορέσεις να το καταλάβεις, δεν είδες τα δάκρυα που καίγανε το πρόσωπο μου για να το καταλάβεις, δεν άκουσες τα λόγια που σου έλεγα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ για να το καταλάβεις, δεν είδες να με πνίγει η ίδια μου η ανάσα, γιατί την ένιωθα ξένη και ζητούσα την δική σου για να αναπνεύσω.
Αυτό το γράμμα είναι για εσένα έρωτα μου, ερωτά μου πρώτε, ερωτά μου μοναδικέ. Για σένα που ίσως δεν θα το διαβάσεις ποτέ, μα κι αν το διαβάσεις ακόμα, ούτε τότε θα καταλάβεις. Θα θεωρήσεις μάλλον πως όλο αυτό που περνώ, είναι ένα μαρτύριο και θα πέφτεις ξανά έξω στις προβλέψεις σου.
Γιατί εγώ αγάπησα ό,τι ήταν δικό σου κι όσο κι αν με πονάει που είσαι μακριά μου, με παρηγορεί το γεγονός του ότι πονάω για σένα, ότι ο πόνος μου είναι δικός σου κι εγώ λατρεύω το κάθε τι δικό σου, ακόμα κι αυτόν τον πόνο που μου προκαλείς.
Τελειώνοντας ήθελα να σου ζητήσω κάτι, το οποίο έχει και μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε περνάω εγώ. Όσο κι αν σωπαίνουν οι φωνές μας, όσο κι αν τα τραγούδια μας πάψουν να ακούγονται, όσο κι αν τα όνειρα μας έσβησαν, εσύ να χαμογελάς.
Να χαμογελάς για μένα, αυτό θέλω μόνο να κάνεις εσύ για εμένα. Εγώ θα είμαι πάντα εκεί, θα σε προσέχω όπως μπορώ και θα περιμένω, μέχρι να σταματήσει να με πνίγει η ανάσα μου, μέχρι να σταματήσω να σου μιλώ τα βράδια, μέχρι να πάψω να κλαίω, δηλαδή μέχρι να πάψω να ζω.
Μα εγώ σε ήθελα, σε ζητούσα, σε σκεφτόμουν και σε αγαπούσα κάθε μέρα περισσότερο.
Τόλμησα να σε λατρέψω, όπως δεν θα τολμούσε κανένας άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τόλμησα να ζήσω με την ανάμνηση σου, μα και με μια ελπίδα που μου άφησαν τα όσα ζήσαμε, με την ελπίδα του γυρισμού.
Μου έλεγες πως θα σου ανήκω πάντα κι εσύ σε μένα, πως εμείς οι δυο δεν θα χαθούμε ποτέ, δεν θα το αφήσεις εσύ να γίνει, όπου κι αν ταξιδέψεις, όπου κι αν πάω, θα είμαστε μαζί. Θα μας ενώνει η ζωή, θα συναντιόμαστε στους στίχους των αγαπημένων μας τραγουδιών.
Έτσι μου έλεγες. Πόσο θα ήθελα να έρθεις και να μου τραγουδήσεις πάλι. Να σ’ ακούσω να μου ψιθυρίζεις τους στίχους στ’ αυτί, οι λέξεις σου να με ντύνουν με ανάμικτα συναισθήματα και η φωνή σου να με γεμίζει ευτυχία. Όσο κι αν μεγαλώνω, η φωνή σου θα με κάνει πάντα να αισθάνομαι παιδί.
Είναι τόσο γλυκιά, τόσο αθώα, τόσο αγαπημένη, τόσο δική σου, τόσο δική μου. Δε μπορώ να σου θυμώσω για τίποτα, παρά μόνο γιατί μου στέρησες τα μάτια σου, αυτά τα μάτια με το ακανόνιστο χρώμα που έλαμπαν στην επαφή τους με τον ήλιο και που σκοτείνιαζαν σε κάθε δυσκολία.
Μάτια γεμάτα απορία κι ελπίδα. Μάτια παιδιού. Μάτια μου αγαπημένα.
“Συγνώμη που σε ξυπνώ τέτοια ώρα, ήθελα να σου πω πως σ’ αγαπάω και πως θα σ’ αγαπάω όσο ζω”. Μα ποτέ δεν κοιμόμουν πριν κοιμηθείς αστεράκι μου, περίμενα ν’ ακούσω την τελευταία σου λέξη πριν κοιμηθείς, το τελευταίο χαμόγελο σου της ημέρας και την τελευταία σου ματιά πριν αποκοιμηθείς. Πως περάσαν έτσι τα χρόνια; Πως δεν κατάφερα να σε βγάλω, ούτε για μια στιγμή από το μυαλό μου; Πόσο σ’ αγάπησα; Πόσο σ’ αγαπάω αλήθεια;
Όσο κι αν σ’ αγαπάω όμως εσύ δεν θα μπορέσεις να το καταλάβεις, δεν είδες τα δάκρυα που καίγανε το πρόσωπο μου για να το καταλάβεις, δεν άκουσες τα λόγια που σου έλεγα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ για να το καταλάβεις, δεν είδες να με πνίγει η ίδια μου η ανάσα, γιατί την ένιωθα ξένη και ζητούσα την δική σου για να αναπνεύσω.
Αυτό το γράμμα είναι για εσένα έρωτα μου, ερωτά μου πρώτε, ερωτά μου μοναδικέ. Για σένα που ίσως δεν θα το διαβάσεις ποτέ, μα κι αν το διαβάσεις ακόμα, ούτε τότε θα καταλάβεις. Θα θεωρήσεις μάλλον πως όλο αυτό που περνώ, είναι ένα μαρτύριο και θα πέφτεις ξανά έξω στις προβλέψεις σου.
Γιατί εγώ αγάπησα ό,τι ήταν δικό σου κι όσο κι αν με πονάει που είσαι μακριά μου, με παρηγορεί το γεγονός του ότι πονάω για σένα, ότι ο πόνος μου είναι δικός σου κι εγώ λατρεύω το κάθε τι δικό σου, ακόμα κι αυτόν τον πόνο που μου προκαλείς.
Τελειώνοντας ήθελα να σου ζητήσω κάτι, το οποίο έχει και μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε περνάω εγώ. Όσο κι αν σωπαίνουν οι φωνές μας, όσο κι αν τα τραγούδια μας πάψουν να ακούγονται, όσο κι αν τα όνειρα μας έσβησαν, εσύ να χαμογελάς.
Να χαμογελάς για μένα, αυτό θέλω μόνο να κάνεις εσύ για εμένα. Εγώ θα είμαι πάντα εκεί, θα σε προσέχω όπως μπορώ και θα περιμένω, μέχρι να σταματήσει να με πνίγει η ανάσα μου, μέχρι να σταματήσω να σου μιλώ τα βράδια, μέχρι να πάψω να κλαίω, δηλαδή μέχρι να πάψω να ζω.