ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΟΡΕΥΟΤΑΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ του. Ήταν ένας απλός άνθρωπος. Όχι, όμως, κι η ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, του ίδιου του άρεσε.
Τη μέρα εκείνη, λοιπόν (ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό του φθινοπώρου), καθώς αναδυόταν μέσα από την ομίχλη ένα καμπαναριό, ο σκοπός που σιγοτραγουδούσε για να ελαφρύνει το βήμα του πνίγηκε, ξάφνου, στο λαιμό του. Λίγο πιο πέρα, στον αγρό, ένας ανθρωπάκος διπλωμένος κάτω από το ζυγό και το καμουτσίκι, τράβαγε το αλέτρι που κατηύθυνε το αφεντικό του. «Μα πώς είναι δυνατό να μεταχειρίζονται τους ανθρώπους σαν ζώα;» σκέφτηκε ο ταξιδιώτης, με οίκτο και οργή μαζί. Πέρασε μέσα από τα οργωμένα χωράφια κι έφτασε ως το υποζύγιο.
— Ντροπή σου! είπε σ’ αυτόν που βασάνιζε το σκλάβο. Ο άνθρωπος αυτός που βάζεις να σκοτώνεται στη δουλειά σαν γαϊδούρι δεν τολμά να σου πετάξει κατάμουτρα την αλήθεια. Θα το κάνω εγώ, λοιπόν, γι’ αυτόν. Η ψυχή σου είναι πέτρα. Το κεφάλι σου, έρημος δίχως φως. Δε σου ’μάθε κανείς πως είμαστε όλοι μας αδέρφια; Ληστή! Μαλλιαρέ παλιάνθρωπε! Λωποδύτη που ’ρχεσαι από άλλη εποχή! Εξευτελίζεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια! Χτύπησε το μπαστούνι του στον αέρα.
— Γιατί ανακατεύεσαι εσύ; του είπε ο άνθρωπος που βασανιζόταν. Το καλό, το κακό, όλα περνάνε. Και τούτο εδώ, κι αυτό θα περάσει.
Κι ενώ ο βασανιστής του γελούσε μακαρίως ανασηκώνοντας τους ώμους, ο άνθρωπος ξανάπιασε τη δουλειά του. Ο καλός μουσικός έμεινε έκπληκτος και σκέφτηκε: «Για δες! Σκλάβος που κάνει το συνήγορο του κτήνους που τον καταπιέζει! Κύριε, πού πάει ετούτος ο κόσμος;» Κι έφυγε με βήμα διστακτικό.
Μια παροιμία λέει πως απ’ το στρατί που πέρασες δε θα ξαναπεράσεις. Μια άλλη βεβαιώνει το αντίθετο: «Το δρόμο αυτό που διάβηκες θε να ξαναπεράσεις». Η δεύτερη είναι που λέει την αλήθεια. Ήρθε μια μέρα, λοιπόν, μετά από τρία χρόνια περιπλάνηση, που ο προστάτης των αδικημένων, με το βιολί του στον ώμο, ξαναπέρασε δίπλα από το ίδιο χωράφι. Θυμήθηκε τι είχε γίνει, κοντοστάθηκε κι έτριψε τα μάτια του. Πέρα στα οργωμένα χωράφια, προχωρούσε μια φοράδα και καβάλα επάνω της ο σκλάβος, ελεύθερος πια και εύπορος. Η εμφάνισή του ήταν αξιοπρεπής, τα ρούχα του προσεγμένα. Πετούσε το σπόρο μακριά με μεγάλες, ήρεμες κινήσεις. Έκπληκτος ο ταξιδιώτης πήγε να τον χαιρετήσει.
— Eπέζησες, του είπε. Μάλλον, τι λέω, εσύ φαίνεται να χεις πλουτίσει. Εκείνος ο βασανιστής τιμωρήθηκε καταπώς έπρεπε;
— Ο διπλανός αφέντης τον σκότωσε, απάντησε ο ανθρωπάκος. Απ’ ότι φαίνεται, είχε ξελογιάσει τη γυναίκα του. Κι έτσι, μου έδωσαν τη γη του.
— Φίλε μου, χαίρομαι πολύ. Είχες δίκιο να ’χεις εμπιστοσύνη στο Θεό, του είπε ο μουσικός σφίγγοντάς του το χέρι. Να που το μέλλον σου, στο εξής, θα ’ναι εξασφαλισμένο.
Ο άνθρωπος χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο του στα χωράφια.
— Δεν είναι περισσότερο απ’ ότι χτες, του είπε. Το καλό, το κακό, όλα περνάνε. Και τούτο εδώ, κι αυτό θα περάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου