Άνθρωποι, ζώα και πουλιά, ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι όλοι μαζί σε μια όμορφη χώρα, μέχρι την στιγμή που πήρε την εξουσία ένας κακός βασιλιάς, που μισούσε τη φύση.
Έλεγε πως ήταν αλλεργικός και πως δήθεν το φυσικό περιβάλλον τον αρρώσταινε. Τα δέντρα του προκαλούσαν αναγούλα, η θάλασσα και τα ποτάμια τον ζάλιζαν, τα λουλούδια του έφερναν εμετό, τα πουλιά του ανέβαζαν τον πυρετό, και τα ζώα τον έκαναν και έβγαζε σπυράκια.
Γι' αυτό και συνήθως απέφευγε να κυκλοφορεί πολύ έξω και ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Κυκλοφορούσε παντού μόνο με το βασιλικό αυτοκίνητο.
Μια μέρα λοιπόν που το βασιλικό αυτοκίνητο χάλασε, ο κακός βασιλιάς αποφάσισε να πάει με τα πόδια από το σπίτι στο παλάτι. Ήταν χειμώνας, μα έτσι καθώς περπατούσε , ξαφνικά μπήκε η Άνοιξη!
Μια καταπληκτική ανοιξιάτικη μέρα! Τα δέντρα έγιναν μονομιάς καταπράσινα και γεμάτα πουλιά που τραγουδούσαν, τα βουνά σκεπάστηκαν με χιλιάδες χρώματα από τα πολλά λουλούδια και γέμισαν με χαρούμενες φωνές από τα πολλά ζώα που ξύπνησαν και άρχισαν να τριγυρνούν πέρα δώθε ευτυχισμένα, ενώ τα νερά της θάλασσας και των δύο ποταμών, έλαμπαν σαν γαλάζιο ασήμι κάτω από τον ζεστό ήλιο.
Με το που τα είδε όλα αυτά ο κακός βασιλιάς, έπαθε αλλεργία βαριάς μορφής και έπεσε βαριά άρρωστος με όλα τα συμπτώματα μαζί. Ζαλάδες, πονοκέφαλο, πυρετό, αναγούλες και εμετό.
Ο γιατρός που τον εξέτασε, του είπε πως όλα αυτά τα έπαθε από το κακό του, και αν ήθελε να γίνει καλά έπρεπε επειγόντως να γίνει καλός, γιατί μόνον έτσι θα χαιρόταν τη φύση και θα ένιωθε υγιής και ευτυχισμένος. Θα μπορούσε λοιπόν να του κάνει στη στιγμή μια μεταμόσχευση καρδιάς. Να του βγάλει την μαύρη που έχει μέσα του και να την αντικαταστήσει με μια ολοκαίνουργια χρυσή καρδιά.
Ο κακός βασιλιάς πλήρωσε τον γιατρό, τον ευχαρίστησε και αμέσως μετά τον σκότωσε με το βασιλικό περίστροφο, γιατί ήταν πολύ δύσκολο να γίνει ξαφνικά καλός, σ'αυτή την ηλικία.
Το ίδιο βράδυ, μάζεψε στην κρεβατοκάμαρά του τις τηλεοπτικές κάμερες και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, απηύθυνε ένα βασιλικό διάγγελμα στο λαό του, λέγοντάς τους, πως για την φοβερή αρρώστια του φταίει η καταραμένη ανοιξιάτικη φύση και πως αν τον αγαπούν και ήθελαν να σώσουν αυτόν και τη χώρα, θα έπρεπε να εξαφανίσουν και την άνοιξη και τη φύση.
Με τα πολλά λόγια, τις παροχές και τα ρουσφέτια, τους έπεισε και έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα, οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να ξεριζώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια και να κυνηγούν τα ζώα και τα πουλιά. Για κάθε δέντρο ή λουλούδι που έκοβαν, έπαιρναν ένα χρυσό φλουρί και για κάθε ζώο ή πουλί που σκότωναν, ένα πλατινένιο.
Σε λίγες μέρες, ο βασιλιάς είχε γίνει εντελώς καλά και οι κάτοικοι εντελώς ..πλούσιοι! Τώρα τους είχαν μείνει μόνο τα δύο ποτάμια και η θάλασσα Ο βασιλιάς πρότεινε και άδειασαν τα ποτάμια όλοι μαζί με κουβάδες και έφτιαξαν ο καθένας από δύο πισίνες, μία για να πλένονται αυτοί και μία για να πλένουν τα χρήματά τους. Το μαύρο χρήμα.
Τη θάλασσα την κράτησαν όπως ήταν, για να ρίχνουν μέσα τα σκουπίδια τους και έτσι μέσα σε λίγο καιρό, μετατράπηκε σε μια τεράστια χωματερή.
Επίσης ο βασιλιάς παράγγειλε και του φτιάξανε έναν τεράστιο γυάλινο θόλο, που σε περίπτωση βροχής, άνοιγε και σκέπαζε την πόλη, για να αποφευχθεί έτσι ο κίνδυνος δημιουργίας νέων ποταμών, λιμνών η θαλασσών.
Σε δύο μόλις μήνες, η Όμορφη Χώρα μετατράπηκε σε Έρημη Χώρα, γεμάτη με άνυδρες, έρημες εκτάσεις, και σε άλλους δυο μήνες, μετατράπηκε σε Τσιμεντένια Χώρα, αφού ο κακός βασιλιάς προχώρησε ακόμα περισσότερο και διέταξε να ασφαλτοστρωθούν και να γίνουν τσιμέντο τα πάντα.
Ποτάμια, πεδιάδες, λίμνες και βουνά! Τα σπίτια έγιναν τσιμεντένιες πανάκριβες φυλακές και οι στρατιώτες του βασιλιά, χρυσοπληρωμένοι φρουροί και φύλακες.
Σε τέσσερις μήνες, ήταν όλοι βουτηγμένοι στο τσιμέντο και στο χρήμα και σχεδόν είχαν ξεχάσει ότι κάποτε υπήρχαν μαζί τους, δέντρα, ζώα, πουλιά , ποτάμια και θάλασσα.
Υπήρχε όμως μια γυναίκα, που δεν μπορούσε να ξεχάσει...Μια νεαρή ζωγράφος στην άκρη της πόλης, η Αιμύρα. Τις νύχτες έβγαινε στους δρόμους και ζωγράφιζε πάνω στους τοίχους, όλα αυτά που οι άλλοι είχαν ξεχάσει.
Την επόμενη μέρα οι άνθρωποι ξυπνούσαν και έβλεπαν παντού, ζωγραφισμένα δέντρα, λουλούδια, ζώα και ποτάμια, που ήταν τόσο όμορφα, που μοιάζαν αληθινά!
Ο βασιλιάς που δεν μπορούσε να τα βλέπει ούτε ζωγραφιστά, διέταζε και τα έσβηναν, αλλά αυτή συνέχιζε κάθε νύχτα να ζωγραφίζει...Και μάλιστα, πολλοί ήταν αυτοί που ξυπνούσαν τώρα, λίγο νωρίτερα κάθε πρωί, για να προλάβουν να δουν ένα ζωγραφισμένο λιοντάρι να χορεύει μάμπο, έναν ανοιξιάτικο κήπο να κρέμεται από ένα σύννεφο ή μια ζωγραφιστή μηλιά φορτωμένη με χρυσά αηδόνια...
Μια μέρα ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ με όλη αυτή την κατάσταση και αποφάσισε να βρει τους ενόχους. Απαγόρεψε με βασιλικό διάταγμα, την νυχτερινή κυκλοφορία στους δρόμους.. Όποιος συλλαμβάνονταν να κυκλοφορεί νύχτα και μάλιστα με μπογιές και πινέλα στα χέρια, θα φυλακιζόταν αμέσως και χωρίς δίκη.
Η νεαρή όμως ζωγράφος, η Αιμύρα, δεν φοβήθηκε τίποτα και την ίδια κιόλας νύχτα βγήκε έξω, για να ζωγραφίσει έναν γκρίζο τσιμεντένιο δρόμο και να τον κάνει γαλανό βελούδινο ποτάμι.
Την στιγμή που με τα χρώματά της έδινε ζωή σ'ένα μικρό χρυσό ποταμόψαρο, ήλθαν οι φρουροί του βασιλιά, την πιάσανε και την οδήγησαν στη βασιλική φυλακή.
Εκεί δεν είχε μαζί της ούτε μπογιές ούτε πινέλα...Είχε όμως το αίμα της και ήξερε πως δεν άξιζε να ζήσει αν δεν θα μπορούσε πια να ζωγραφίσει...
Μόλις έπεσε η νύχτα, τρύπησε μια φλέβα πάνω στο σώμα της και με το αίμα που έτρεξε, ζωγράφισε ένα πετροχελίδονο πάνω στον τοίχο, μίλησε για λίγο μαζί του και μετά κουρασμένη κοιμήθηκε.
Το πρωί που ξύπνησε, άκουσε μια φωνή. «Καλημέρα Αιμύρα!». Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Ξαφνικά βλέπει ένα πετροχελίδονο μπροστά της να πετάει και να της μιλά με ανθρώπινη φωνή!
«-Καλημέρα Αιμύρα! Είμαι το πετροχελιδόνι που ζωγράφισες χθες, η πρώτη ζωγραφιά που έκανες με το αίμα σου, και σήμερα είμαι εδώ, μπροστά σου, πραγματικό! Γιατί το αίμα σου Αιμύρα, είναι μαγικό και ό,τι ζωγραφίζεις μ' αυτό, γίνεται αληθινό!».
Η Αιμύρα, μόλις έπεσε η νύχτα τρύπησε και πάλι το σώμα της, άφησε να χυθεί αρκετό αίμα και αμέσως μετά, άρχισε να ζωγραφίζει πάνω στον τοίχο διάφορα ζώα! Έναν γορίλα, μια καστανή αρκούδα, έναν λύκο, έναν λύγκα, ένα τσακάλι, έναν ιπποπόταμο, έναν ρινόκερο και τέλος έναν τεράστιο ελέφαντα!
Περίμενε λίγες ώρες μέχρι να στεγνώσουν και να ζωντανέψουν και μόλις νύχτωσε για τα καλά, ξεκίνησαν την επιχείρηση PRISON FREE. Άρχισαν να χοροπηδούν όλοι μαζί με δύναμη, μέχρι που ράγισαν οι τοίχοι, σπάσαν τα πατώματα και γκρεμίστηκε η φυλακή.
Οι φύλακες τρομοκρατημένοι πετάχτηκαν στους δρόμους, ενώ η Αιμύρα με τα ζώα έβαλαν αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Η Αιμύρα θα ζωγράφιζε με το μαγικό της αίμα δέντρα και λουλούδια στους δρόμους της πόλης και τα ζώα θα πηγαίνανε να καταλάβουν το παλάτι. Έτσι και έγινε.
Τα ζώα έτρεξαν αμέσως προς το παλάτι. Μόλις φθάσανε, το περικύκλωσαν, μέτρησαν μέχρι το δέκα και αμέσως μετά έκαναν τη μεγάλη έφοδο! Μπήκαν μέσα και τα έκαναν όλα γυαλιά καρφιά!
Οι φρουροί και οι υπηρέτες του βασιλιά πετάχτηκαν έντρομοι στους δρόμους, ενώ ο βασιλιάς έτρεξε και κλειδώθηκε στην βασιλική τουαλέτα. Ο ελέφαντας όμως με την προβοσκίδα του έσπασε το τζαμάκι της πόρτας και την ξεκλείδωσε από μέσα.
Ο βασιλιάς μόλις τον είδε τα έκανε πάνω του από τον φόβο και πριν προλάβει να τραβήξει το καζανάκι, έπαθε ανακοπή καρδιάς και ξεψύχησε πάνω στα βασιλικά πλακάκια.
Το πετροχελίδονο έτρεξε σε όλα τα σπίτια της πόλης για να μεταφέρει το ευχάριστο μήνυμα. Οι άνθρωποι ξύπνησαν και βγήκαν στους δρόμους. Η πόλη τους είχε γίνει όμορφη όπως παλιά, γεμάτη με δέντρα και λουλούδια.
Όλοι μαζί αποφάσισαν να ανακυρήξουν την Αιμύρα, βασίλισσά τους, και τα ζώα, πρίγκιπες της πόλης.
Η χαρά όμως ολονών κράτησε πολύ λίγο, γιατί η Αιμύρα, εξαντλημένη από το τόσο πολύ αίμα που έχυσε, αρρώστησε βαριά. Όλοι οι γιατροί που την εξέτασαν είπαν πως από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε.
Τα αγαπημένα της ζώα κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο, βρήκανε τον Χάρο και τον παρακάλεσαν να μην πάρει την αγαπημένη τους Αιμύρα, αλλά να πεθάνουν αυτά στη θέση της.
Ο Χάρος τους είπε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί κι αυτός είναι αναγκασμένος να υπακούει στη Μοίρα. Μπορούσε όμως να την κάνει αστέρι...Ένα αστέρι στον ουρανό, για να μπορούν να την βλέπουν κάθε νύχτα.
Από τότε, το αστέρι της Αιμύρας, κόκκινο και μαγικό, φτιαγμένο με το αίμα της, φωτίζει κάθε νύχτα τα βήματα των ζώων πάνω στη γη. Γιατί μόνο τα ζώα μπορούν να δουν αυτό το μαγικό, ματωμένο αστέρι.
Έλεγε πως ήταν αλλεργικός και πως δήθεν το φυσικό περιβάλλον τον αρρώσταινε. Τα δέντρα του προκαλούσαν αναγούλα, η θάλασσα και τα ποτάμια τον ζάλιζαν, τα λουλούδια του έφερναν εμετό, τα πουλιά του ανέβαζαν τον πυρετό, και τα ζώα τον έκαναν και έβγαζε σπυράκια.
Γι' αυτό και συνήθως απέφευγε να κυκλοφορεί πολύ έξω και ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Κυκλοφορούσε παντού μόνο με το βασιλικό αυτοκίνητο.
Μια μέρα λοιπόν που το βασιλικό αυτοκίνητο χάλασε, ο κακός βασιλιάς αποφάσισε να πάει με τα πόδια από το σπίτι στο παλάτι. Ήταν χειμώνας, μα έτσι καθώς περπατούσε , ξαφνικά μπήκε η Άνοιξη!
Μια καταπληκτική ανοιξιάτικη μέρα! Τα δέντρα έγιναν μονομιάς καταπράσινα και γεμάτα πουλιά που τραγουδούσαν, τα βουνά σκεπάστηκαν με χιλιάδες χρώματα από τα πολλά λουλούδια και γέμισαν με χαρούμενες φωνές από τα πολλά ζώα που ξύπνησαν και άρχισαν να τριγυρνούν πέρα δώθε ευτυχισμένα, ενώ τα νερά της θάλασσας και των δύο ποταμών, έλαμπαν σαν γαλάζιο ασήμι κάτω από τον ζεστό ήλιο.
Με το που τα είδε όλα αυτά ο κακός βασιλιάς, έπαθε αλλεργία βαριάς μορφής και έπεσε βαριά άρρωστος με όλα τα συμπτώματα μαζί. Ζαλάδες, πονοκέφαλο, πυρετό, αναγούλες και εμετό.
Ο γιατρός που τον εξέτασε, του είπε πως όλα αυτά τα έπαθε από το κακό του, και αν ήθελε να γίνει καλά έπρεπε επειγόντως να γίνει καλός, γιατί μόνον έτσι θα χαιρόταν τη φύση και θα ένιωθε υγιής και ευτυχισμένος. Θα μπορούσε λοιπόν να του κάνει στη στιγμή μια μεταμόσχευση καρδιάς. Να του βγάλει την μαύρη που έχει μέσα του και να την αντικαταστήσει με μια ολοκαίνουργια χρυσή καρδιά.
Ο κακός βασιλιάς πλήρωσε τον γιατρό, τον ευχαρίστησε και αμέσως μετά τον σκότωσε με το βασιλικό περίστροφο, γιατί ήταν πολύ δύσκολο να γίνει ξαφνικά καλός, σ'αυτή την ηλικία.
Το ίδιο βράδυ, μάζεψε στην κρεβατοκάμαρά του τις τηλεοπτικές κάμερες και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, απηύθυνε ένα βασιλικό διάγγελμα στο λαό του, λέγοντάς τους, πως για την φοβερή αρρώστια του φταίει η καταραμένη ανοιξιάτικη φύση και πως αν τον αγαπούν και ήθελαν να σώσουν αυτόν και τη χώρα, θα έπρεπε να εξαφανίσουν και την άνοιξη και τη φύση.
Με τα πολλά λόγια, τις παροχές και τα ρουσφέτια, τους έπεισε και έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα, οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να ξεριζώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια και να κυνηγούν τα ζώα και τα πουλιά. Για κάθε δέντρο ή λουλούδι που έκοβαν, έπαιρναν ένα χρυσό φλουρί και για κάθε ζώο ή πουλί που σκότωναν, ένα πλατινένιο.
Σε λίγες μέρες, ο βασιλιάς είχε γίνει εντελώς καλά και οι κάτοικοι εντελώς ..πλούσιοι! Τώρα τους είχαν μείνει μόνο τα δύο ποτάμια και η θάλασσα Ο βασιλιάς πρότεινε και άδειασαν τα ποτάμια όλοι μαζί με κουβάδες και έφτιαξαν ο καθένας από δύο πισίνες, μία για να πλένονται αυτοί και μία για να πλένουν τα χρήματά τους. Το μαύρο χρήμα.
Τη θάλασσα την κράτησαν όπως ήταν, για να ρίχνουν μέσα τα σκουπίδια τους και έτσι μέσα σε λίγο καιρό, μετατράπηκε σε μια τεράστια χωματερή.
Επίσης ο βασιλιάς παράγγειλε και του φτιάξανε έναν τεράστιο γυάλινο θόλο, που σε περίπτωση βροχής, άνοιγε και σκέπαζε την πόλη, για να αποφευχθεί έτσι ο κίνδυνος δημιουργίας νέων ποταμών, λιμνών η θαλασσών.
Σε δύο μόλις μήνες, η Όμορφη Χώρα μετατράπηκε σε Έρημη Χώρα, γεμάτη με άνυδρες, έρημες εκτάσεις, και σε άλλους δυο μήνες, μετατράπηκε σε Τσιμεντένια Χώρα, αφού ο κακός βασιλιάς προχώρησε ακόμα περισσότερο και διέταξε να ασφαλτοστρωθούν και να γίνουν τσιμέντο τα πάντα.
Ποτάμια, πεδιάδες, λίμνες και βουνά! Τα σπίτια έγιναν τσιμεντένιες πανάκριβες φυλακές και οι στρατιώτες του βασιλιά, χρυσοπληρωμένοι φρουροί και φύλακες.
Σε τέσσερις μήνες, ήταν όλοι βουτηγμένοι στο τσιμέντο και στο χρήμα και σχεδόν είχαν ξεχάσει ότι κάποτε υπήρχαν μαζί τους, δέντρα, ζώα, πουλιά , ποτάμια και θάλασσα.
Υπήρχε όμως μια γυναίκα, που δεν μπορούσε να ξεχάσει...Μια νεαρή ζωγράφος στην άκρη της πόλης, η Αιμύρα. Τις νύχτες έβγαινε στους δρόμους και ζωγράφιζε πάνω στους τοίχους, όλα αυτά που οι άλλοι είχαν ξεχάσει.
Την επόμενη μέρα οι άνθρωποι ξυπνούσαν και έβλεπαν παντού, ζωγραφισμένα δέντρα, λουλούδια, ζώα και ποτάμια, που ήταν τόσο όμορφα, που μοιάζαν αληθινά!
Ο βασιλιάς που δεν μπορούσε να τα βλέπει ούτε ζωγραφιστά, διέταζε και τα έσβηναν, αλλά αυτή συνέχιζε κάθε νύχτα να ζωγραφίζει...Και μάλιστα, πολλοί ήταν αυτοί που ξυπνούσαν τώρα, λίγο νωρίτερα κάθε πρωί, για να προλάβουν να δουν ένα ζωγραφισμένο λιοντάρι να χορεύει μάμπο, έναν ανοιξιάτικο κήπο να κρέμεται από ένα σύννεφο ή μια ζωγραφιστή μηλιά φορτωμένη με χρυσά αηδόνια...
Μια μέρα ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ με όλη αυτή την κατάσταση και αποφάσισε να βρει τους ενόχους. Απαγόρεψε με βασιλικό διάταγμα, την νυχτερινή κυκλοφορία στους δρόμους.. Όποιος συλλαμβάνονταν να κυκλοφορεί νύχτα και μάλιστα με μπογιές και πινέλα στα χέρια, θα φυλακιζόταν αμέσως και χωρίς δίκη.
Η νεαρή όμως ζωγράφος, η Αιμύρα, δεν φοβήθηκε τίποτα και την ίδια κιόλας νύχτα βγήκε έξω, για να ζωγραφίσει έναν γκρίζο τσιμεντένιο δρόμο και να τον κάνει γαλανό βελούδινο ποτάμι.
Την στιγμή που με τα χρώματά της έδινε ζωή σ'ένα μικρό χρυσό ποταμόψαρο, ήλθαν οι φρουροί του βασιλιά, την πιάσανε και την οδήγησαν στη βασιλική φυλακή.
Εκεί δεν είχε μαζί της ούτε μπογιές ούτε πινέλα...Είχε όμως το αίμα της και ήξερε πως δεν άξιζε να ζήσει αν δεν θα μπορούσε πια να ζωγραφίσει...
Μόλις έπεσε η νύχτα, τρύπησε μια φλέβα πάνω στο σώμα της και με το αίμα που έτρεξε, ζωγράφισε ένα πετροχελίδονο πάνω στον τοίχο, μίλησε για λίγο μαζί του και μετά κουρασμένη κοιμήθηκε.
Το πρωί που ξύπνησε, άκουσε μια φωνή. «Καλημέρα Αιμύρα!». Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Ξαφνικά βλέπει ένα πετροχελίδονο μπροστά της να πετάει και να της μιλά με ανθρώπινη φωνή!
«-Καλημέρα Αιμύρα! Είμαι το πετροχελιδόνι που ζωγράφισες χθες, η πρώτη ζωγραφιά που έκανες με το αίμα σου, και σήμερα είμαι εδώ, μπροστά σου, πραγματικό! Γιατί το αίμα σου Αιμύρα, είναι μαγικό και ό,τι ζωγραφίζεις μ' αυτό, γίνεται αληθινό!».
Η Αιμύρα, μόλις έπεσε η νύχτα τρύπησε και πάλι το σώμα της, άφησε να χυθεί αρκετό αίμα και αμέσως μετά, άρχισε να ζωγραφίζει πάνω στον τοίχο διάφορα ζώα! Έναν γορίλα, μια καστανή αρκούδα, έναν λύκο, έναν λύγκα, ένα τσακάλι, έναν ιπποπόταμο, έναν ρινόκερο και τέλος έναν τεράστιο ελέφαντα!
Περίμενε λίγες ώρες μέχρι να στεγνώσουν και να ζωντανέψουν και μόλις νύχτωσε για τα καλά, ξεκίνησαν την επιχείρηση PRISON FREE. Άρχισαν να χοροπηδούν όλοι μαζί με δύναμη, μέχρι που ράγισαν οι τοίχοι, σπάσαν τα πατώματα και γκρεμίστηκε η φυλακή.
Οι φύλακες τρομοκρατημένοι πετάχτηκαν στους δρόμους, ενώ η Αιμύρα με τα ζώα έβαλαν αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Η Αιμύρα θα ζωγράφιζε με το μαγικό της αίμα δέντρα και λουλούδια στους δρόμους της πόλης και τα ζώα θα πηγαίνανε να καταλάβουν το παλάτι. Έτσι και έγινε.
Τα ζώα έτρεξαν αμέσως προς το παλάτι. Μόλις φθάσανε, το περικύκλωσαν, μέτρησαν μέχρι το δέκα και αμέσως μετά έκαναν τη μεγάλη έφοδο! Μπήκαν μέσα και τα έκαναν όλα γυαλιά καρφιά!
Οι φρουροί και οι υπηρέτες του βασιλιά πετάχτηκαν έντρομοι στους δρόμους, ενώ ο βασιλιάς έτρεξε και κλειδώθηκε στην βασιλική τουαλέτα. Ο ελέφαντας όμως με την προβοσκίδα του έσπασε το τζαμάκι της πόρτας και την ξεκλείδωσε από μέσα.
Ο βασιλιάς μόλις τον είδε τα έκανε πάνω του από τον φόβο και πριν προλάβει να τραβήξει το καζανάκι, έπαθε ανακοπή καρδιάς και ξεψύχησε πάνω στα βασιλικά πλακάκια.
Το πετροχελίδονο έτρεξε σε όλα τα σπίτια της πόλης για να μεταφέρει το ευχάριστο μήνυμα. Οι άνθρωποι ξύπνησαν και βγήκαν στους δρόμους. Η πόλη τους είχε γίνει όμορφη όπως παλιά, γεμάτη με δέντρα και λουλούδια.
Όλοι μαζί αποφάσισαν να ανακυρήξουν την Αιμύρα, βασίλισσά τους, και τα ζώα, πρίγκιπες της πόλης.
Η χαρά όμως ολονών κράτησε πολύ λίγο, γιατί η Αιμύρα, εξαντλημένη από το τόσο πολύ αίμα που έχυσε, αρρώστησε βαριά. Όλοι οι γιατροί που την εξέτασαν είπαν πως από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε.
Τα αγαπημένα της ζώα κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο, βρήκανε τον Χάρο και τον παρακάλεσαν να μην πάρει την αγαπημένη τους Αιμύρα, αλλά να πεθάνουν αυτά στη θέση της.
Ο Χάρος τους είπε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί κι αυτός είναι αναγκασμένος να υπακούει στη Μοίρα. Μπορούσε όμως να την κάνει αστέρι...Ένα αστέρι στον ουρανό, για να μπορούν να την βλέπουν κάθε νύχτα.
Από τότε, το αστέρι της Αιμύρας, κόκκινο και μαγικό, φτιαγμένο με το αίμα της, φωτίζει κάθε νύχτα τα βήματα των ζώων πάνω στη γη. Γιατί μόνο τα ζώα μπορούν να δουν αυτό το μαγικό, ματωμένο αστέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου