Η μελέτη της βιολογίας
Ο Αριστοτέλης δεν ασχολήθηκε μόνο με τις θεωρητικές επιστήμες, αλλά υπήρξε και ο σημαντικότερος βιολόγος της αρχαιότητας, θεμελιωτής μεταξύ άλλων της ζωολογίας, της συγκριτικής ανατομίας και της βοτανικής. Στα αφιερωμένα στη βιολογία έργα του, τα οποία αποτελούν περίπου το 1/3 της έκτασης του σωζόμενου έργου του, έχει συλλέξει ένα τεράστιο όγκο υλικού από παρατηρήσεις (αναφέρονται 581 είδη ζώων!), κάποιες από τις οποίες οφείλονται σε δική του αυτοψία, πολλές άλλες όμως θα τις είχε ασφαλώς αντλήσει από συζητήσεις με ψαράδες, κυνηγούς, βοσκούς κ.ά.. Η μεγαλύτερη συμβολή του έγκειται ωστόσο στη συστηματοποίηση του υλικού, για την οποία πρώτος χρησιμοποίησε περισσότερα από ένα κριτήρια, αλλά και στην εξέταση των αιτίων των διαφόρων φαινομένων, Ως προς τα αίτια, στη σκέψη του Αριστοτέλη κυριαρχεί η τελολογική ερμηνεία της φύσης: κάθε μέλος και όργανο ενός ζωντανού οργανισμού υπάρχει ως εργαλείο για κάτι και εξυπηρετεί ένα σκοπό, τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κανείς από το έργο που επιτελεί. Η αντίληψη αυτή είναι εμφανής και στο απόσπασμα που ακολουθεί. Στο προγραμματικό αυτό κείμενο, που ξεχωρίζει εκτός των άλλων και για το φροντισμένο ύφος του, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η σπουδή της βιολογίας δεν είναι λιγότερο σημαντική από την σπουδή των άλλων επιστημών και ότι η μελέτη των κατώτερων από τον άνθρωπο οργανισμών παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον.
Περὶ ζῴων μορίων 644b23-645a37
[644b23-24] τῶν οὐσιῶν ὅσαι φύσει συνεστᾶσι, τὰς μὲν ‹λέγομεν› ἀγενήτους καὶ ἀφθάρτους εἶναι τὸν ἅπαντα αἰῶνα, τὰς δὲ μετέχειν γενέσεως καὶ φθορᾶς. συμβέβηκε δὲ περὶ μὲν ἐκείνας τιμίας [644b25-29] οὔσας καὶ θείας ἐλάττους ἡμῖν ὑπάρχειν θεωρίας (καὶ γὰρ ἐξ ὧν ἄν τις σκέψαιτο περὶ αὐτῶν, καὶ περὶ ὧν εἰδέναι ποθοῦμεν, παντελῶς ἐστὶν ὀλίγα τὰ φανερὰ κατὰ τὴν αἴσθησιν), περὶ δὲ τῶν φθαρτῶν φυτῶν τε καὶ ζῴων εὐποροῦμεν μᾶλλον πρὸς τὴν γνῶσιν διὰ τὸ σύντροφον· [644b30-35] πολλὰ γὰρ περὶ ἕκαστον γένος λάβοι τις ἂν τῶν ὑπαρχόντων βουλόμενος διαπονεῖν ἱκανῶς. ἔχει δ᾽ ἑκάτερα χάριν. τῶν μὲν γὰρ εἰ καὶ κατὰ μικρὸν ἐφαπτόμεθα, ὅμως διὰ τὴν τιμιότητα τοῦ γνωρίζειν ἥδιον ἢ τὰ παρ᾽ ἡμῖν ἅπαντα, ὥσπερ καὶ τῶν ἐρωμένων τὸ τυχὸν καὶ μικρὸν μόριον κατιδεῖν ἥδιόν ἐστιν ἢ πολλὰ ἕτερα καὶ μεγάλα δι᾽ ἀκριβείας ἰδεῖν· [645a1-4] τὰ δὲ διὰ τὸ μᾶλλον καὶ πλείω γνωρίζειν αὐτῶν λαμβάνει τὴν τῆς ἐπιστήμης ὑπεροχήν, ἔτι δὲ διὰ τὸ πλησιαίτερα ἡμῶν εἶναι καὶ τῆς φύσεως οἰκειότερα ἀντικαταλλάττεταί τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν. ἐπεὶ δὲ περὶ ἐκείνων [645a5-9] διήλθομεν λέγοντες τὸ φαινόμενον ἡμῖν, λοιπὸν περὶ τῆς ζωϊκῆς φύσεως εἰπεῖν, μηδὲν παραλιπόντας εἰς δύναμιν μήτε ἀτιμότερον μήτε τιμιώτερον. καὶ γὰρ ἐν τοῖς μὴ κεχαρισμένοις αὐτῶν πρὸς τὴν αἴσθησιν κατὰ τὴν θεωρίαν ὅμως ἡ δημιουργήσασα φύσις ἀμηχάνους ἡδονὰς παρέχει τοῖς δυναμένοις [645a10-14] τὰς αἰτίας γνωρίζειν καὶ φύσει φιλοσόφοις. καὶ γὰρ ἂν εἴη παράλογον καὶ ἄτοπον, εἰ τὰς μὲν εἰκόνας αὐτῶν θεωροῦντες χαίρομεν ὅτι τὴν δημιουργήσασαν τέχνην συνθεωροῦμεν, οἷον τὴν γραφικὴν ἢ τὴν πλαστικήν, αὐτῶν δὲ τῶν φύσει συνεστώτων μὴ μᾶλλον ἀγαπῷμεν τὴν θεωρίαν, [645a15-19] δυνάμενοί γε τὰς αἰτίας καθορᾶν. διὸ δεῖ μὴ δυσχεραίνειν παιδικῶς τὴν περὶ τῶν ἀτιμοτέρων ζῴων ἐπίσκεψιν· ἐν πᾶσι γὰρ τοῖς φυσικοῖς ἔνεστί τι θαυμαστόν· καὶ καθάπερ Ἡράκλειτος λέγεται πρὸς τοὺς ξένους εἰπεῖν τοὺς βουλομένους ἐντυχεῖν αὐτῷ, οἳ ἐπειδὴ προσιόντες εἶδον αὐτὸν θερόμενον πρὸς [645a20-24] τῷ ἰπνῷ ἔστησαν (ἐκέλευε γὰρ αὐτοὺς εἰσιέναι θαρροῦντας· εἶναι γὰρ καὶ ἐνταῦθα θεούς), οὕτω καὶ πρὸς τὴν ζήτησιν περὶ ἑκάστου τῶν ζῴων προσιέναι δεῖ μὴ δυσωπούμενον, ὡς ἐν ἅπασιν ὄντος τινὸς φυσικοῦ καὶ καλοῦ.
τὸ γὰρ μὴ τυχόντως ἀλλ᾽ ἕνεκά τινος ἐν τοῖς τῆς φύσεως ἔργοις ἐστὶ καὶ μάλιστα· [645a25-29] οὗ δ᾽ ἕνεκα συνέστηκεν ἢ γέγονε τέλους, τὴν τοῦ καλοῦ χώραν εἴληφεν. εἰ δέ τις τὴν περὶ τῶν ἄλλων ζῴων θεωρίαν ἄτιμον εἶναι νενόμικε, τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ περὶ αὑτοῦ· οὐκ ἔστι γὰρ ἄνευ πολλῆς δυσχερείας ἰδεῖν ἐξ ὧν συνέστηκε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, οἷον αἷμα, σάρκες, ὀστᾶ, [645a30-34] φλέβες καὶ τὰ τοιαῦτα μόρια. ὁμοίως τε δεῖ νομίζειν τὸν περὶ οὑτινοσοῦν τῶν μορίων ἢ τῶν σκευῶν διαλεγόμενον μὴ περὶ τῆς ὕλης ποιεῖσθαι τὴν μνήμην, μηδὲ ταύτης χάριν, ἀλλὰ τῆς ὅλης μορφῆς, οἷον καὶ περὶ οἰκίας, ἀλλὰ μὴ πλίνθων καὶ πηλοῦ καὶ ξύλων· [645a35-36] καὶ τὸν περὶ φύσεως περὶ τῆς συνθέσεως καὶ τῆς ὅλης οὐσίας, ἀλλὰ μὴ περὶ τούτων ἃ μὴ συμβαίνει χωριζόμενά ποτε τῆς οὐσίας αὐτῶν.
***
[644b23] Από τα δημιουργήματα της φύσης άλλα είναι αγέννητα και άφθαρτα εις τον αιώνα τον άπαντα, ενώ άλλα μετέχουν στη γένεση και στη φθορά. [25] Για τα ανώτερα και θεϊκά όντα της πρώτης κατηγορίας οι δυνατότητες που έχουμε να τα παρατηρήσουμε είναι πιο περιορισμένες. Υπάρχουν γενικά λίγα φαινόμενα αντιληπτά από τις αισθήσεις μας, τα οποία θα μπορούσαμε να πάρουμε ως αφετηρία για να ερευνήσουμε τα όντα εκείνα και όσα θα επιθυμούσαμε να γνωρίζουμε σχετικά με αυτά. Για τα φθαρτά όντα, ζώα και φυτά, έχουμε αντιθέτως στη διάθεσή μας περισσότερες πηγές γνώσης, επειδή μεγαλώνουμε και ζούμε ανάμεσα τους. [30] Μπορεί να αντλήσει κανείς πλήθος γνώσεων σχετικών με κάθε είδος φθαρτού όντος, αρκεί βέβαια να έχει τη διάθεση να κοπιάσει αρκετά. Και οι δύο περιοχές της γνώσης έχουν πάντως τη γοητεία τους. Από τη μια, ακόμη και αν συλλαμβάνουμε ελάχιστα τα άφθαρτα και αγέννητα όντα, όμως η γνώση αυτή, επειδή είναι ανώτερη, μας προσφέρει μεγαλύτερη χαρά από όλα τα πράγματα του γύρω κόσμου μας -όπως ακριβώς όταν βλέπουμε και το πιο μικρό κομματάκι από αγαπημένα αντικείμενα αισθανόμαστε μεγαλύτερη χαρά από όσο όταν παρατηρούμε με ακρίβεια πολλά άλλα πράγματα, [35] ακόμη και σπουδαία. [645a] Από την άλλη, τα φθαρτά όντα έχουν το προβάδισμα στην επιστήμη, επειδή η γνώση μας γι᾽ αυτά είναι βαθύτερη και σφαιρικότερη. Και, επειδή είναι πιο κοντινά μας και συγγενεύουν περισσότερο με τη φύση μας, συνιστούν επίσης ένα είδος υποκατάστατου για την ελλιπή γνώση των θείων όντων.
[5] Αφού αναπτύξαμε τις απόψεις μας για τα θεία όντα, μένει να μιλήσουμε για τον ζωικό κόσμο, χωρίς να παραλείψουμε -κατά το δυνατόν- τίποτα, είτε πρόκειται για κατώτερο είτε για ανώτερο είδος. Διότι, ακόμη και στις περιπτώσεις των όντων που δεν είναι ευχάριστα όταν τα βλέπει κανείς, η φύση που τα δημιούργησε προσφέρει αφάνταστες χαρές σε όσους μπορούν να διακρίνουν τα αίτια και έχουν φυσική προδιάθεση προς την επιστημονική έρευνα. [10] Θα ήταν, πράγματι, παράλογο και παράδοξο, αν αισθανόμαστε χαρά καθώς βλέπουμε τις απεικονίσεις τους, επειδή κατανοούμε την ίδια στιγμή την τέχνη που τα δημιούργησε -αυτό ισχύει στην περίπτωση της ζωγραφικής και της γλυπτικής-, αλλά δεν χαιρόμαστε πιο πολύ παρατηρώντας τα ίδια τα δημιουργήματα της φύσης, [15] όταν μάλιστα είμαστε σε θέση να έχουμε εικόνα των αιτίων. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει, φερόμενοι κατά τρόπο παιδαριώδη, να δείχνουμε την αντιπάθειά μας στην έρευνα των κατώτερων ζώων: σε κάθε δημιούργημα της φύσης υπάρχει κάτι το θαυμαστό. Και με τον ίδιο τρόπο που ο Ηράκλειτος λέγεται ότι απάντησε στους ξένους που ήθελαν να τον δουν, [20] αλλά σταμάτησαν βλέποντάς τον κατά την είσοδό τους να ζεσταίνεται στον φούρνο του σπιτιού (τους παρακινούσε, λέγεται, να μπουν και να μη διστάζουν, διότι και εκεί υπάρχουν θεοί), έτσι πρέπει να προσεγγίζει κανείς χωρίς αίσθημα ντροπής την έρευνα των ζώων κάθε είδους, με τη βεβαιότητα ότι σε όλα υπάρχει κάτι φυσικό και ωραίο.
[25] Γιατί στα έργα της φύσης -κυρίως μάλιστα σ᾽ αυτά- κυριαρχεί όχι το τυχαίο αλλά η σκοπιμότητα· και ο τελικός σκοπός, χάριν του οποίου έχει κατασκευαστεί ή έχει δημιουργηθεί κάτι, ταυτίζεται με το ωραίο. Αν όμως κανείς θεωρεί ότι η μελέτη των άλλων έμβιων όντων είναι ταπεινότερη ενασχόληση, θα έπρεπε λογικά να έχει την ίδια άποψη και για τη μελέτη του εαυτού του, καθώς δεν είναι εύκολο να δει κανείς χωρίς αηδία τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ανθρώπινο σώμα, [30] όπως, για παράδειγμα, το αίμα, τη σάρκα, τα οστά, τις φλέβες και τα άλλα μέρη. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν η συζήτηση αφορά σε ένα οποιοδήποτε όργανο ή σκεύος, δεν πρέπει να θεωρεί κανείς ότι μιλά για την ύλη, ούτε ότι ερευνά χάριν αυτής, αλλά χάριν του συνόλου της μορφής. Πρόκειται για το σπίτι, όχι για τους πλίνθους, τον πηλό, τα ξύλα. [31] Έτσι και ο ερευνητής της φύσης ασχολείται με την σύνθεση και το αντικείμενο ως όλον, όχι με τα μέρη, τα οποία δεν απαντούν χωριστά από το σύνολο στο οποίο ανήκουν.
Περὶ ζῴων μορίων 644b23-645a37
[644b23-24] τῶν οὐσιῶν ὅσαι φύσει συνεστᾶσι, τὰς μὲν ‹λέγομεν› ἀγενήτους καὶ ἀφθάρτους εἶναι τὸν ἅπαντα αἰῶνα, τὰς δὲ μετέχειν γενέσεως καὶ φθορᾶς. συμβέβηκε δὲ περὶ μὲν ἐκείνας τιμίας [644b25-29] οὔσας καὶ θείας ἐλάττους ἡμῖν ὑπάρχειν θεωρίας (καὶ γὰρ ἐξ ὧν ἄν τις σκέψαιτο περὶ αὐτῶν, καὶ περὶ ὧν εἰδέναι ποθοῦμεν, παντελῶς ἐστὶν ὀλίγα τὰ φανερὰ κατὰ τὴν αἴσθησιν), περὶ δὲ τῶν φθαρτῶν φυτῶν τε καὶ ζῴων εὐποροῦμεν μᾶλλον πρὸς τὴν γνῶσιν διὰ τὸ σύντροφον· [644b30-35] πολλὰ γὰρ περὶ ἕκαστον γένος λάβοι τις ἂν τῶν ὑπαρχόντων βουλόμενος διαπονεῖν ἱκανῶς. ἔχει δ᾽ ἑκάτερα χάριν. τῶν μὲν γὰρ εἰ καὶ κατὰ μικρὸν ἐφαπτόμεθα, ὅμως διὰ τὴν τιμιότητα τοῦ γνωρίζειν ἥδιον ἢ τὰ παρ᾽ ἡμῖν ἅπαντα, ὥσπερ καὶ τῶν ἐρωμένων τὸ τυχὸν καὶ μικρὸν μόριον κατιδεῖν ἥδιόν ἐστιν ἢ πολλὰ ἕτερα καὶ μεγάλα δι᾽ ἀκριβείας ἰδεῖν· [645a1-4] τὰ δὲ διὰ τὸ μᾶλλον καὶ πλείω γνωρίζειν αὐτῶν λαμβάνει τὴν τῆς ἐπιστήμης ὑπεροχήν, ἔτι δὲ διὰ τὸ πλησιαίτερα ἡμῶν εἶναι καὶ τῆς φύσεως οἰκειότερα ἀντικαταλλάττεταί τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν. ἐπεὶ δὲ περὶ ἐκείνων [645a5-9] διήλθομεν λέγοντες τὸ φαινόμενον ἡμῖν, λοιπὸν περὶ τῆς ζωϊκῆς φύσεως εἰπεῖν, μηδὲν παραλιπόντας εἰς δύναμιν μήτε ἀτιμότερον μήτε τιμιώτερον. καὶ γὰρ ἐν τοῖς μὴ κεχαρισμένοις αὐτῶν πρὸς τὴν αἴσθησιν κατὰ τὴν θεωρίαν ὅμως ἡ δημιουργήσασα φύσις ἀμηχάνους ἡδονὰς παρέχει τοῖς δυναμένοις [645a10-14] τὰς αἰτίας γνωρίζειν καὶ φύσει φιλοσόφοις. καὶ γὰρ ἂν εἴη παράλογον καὶ ἄτοπον, εἰ τὰς μὲν εἰκόνας αὐτῶν θεωροῦντες χαίρομεν ὅτι τὴν δημιουργήσασαν τέχνην συνθεωροῦμεν, οἷον τὴν γραφικὴν ἢ τὴν πλαστικήν, αὐτῶν δὲ τῶν φύσει συνεστώτων μὴ μᾶλλον ἀγαπῷμεν τὴν θεωρίαν, [645a15-19] δυνάμενοί γε τὰς αἰτίας καθορᾶν. διὸ δεῖ μὴ δυσχεραίνειν παιδικῶς τὴν περὶ τῶν ἀτιμοτέρων ζῴων ἐπίσκεψιν· ἐν πᾶσι γὰρ τοῖς φυσικοῖς ἔνεστί τι θαυμαστόν· καὶ καθάπερ Ἡράκλειτος λέγεται πρὸς τοὺς ξένους εἰπεῖν τοὺς βουλομένους ἐντυχεῖν αὐτῷ, οἳ ἐπειδὴ προσιόντες εἶδον αὐτὸν θερόμενον πρὸς [645a20-24] τῷ ἰπνῷ ἔστησαν (ἐκέλευε γὰρ αὐτοὺς εἰσιέναι θαρροῦντας· εἶναι γὰρ καὶ ἐνταῦθα θεούς), οὕτω καὶ πρὸς τὴν ζήτησιν περὶ ἑκάστου τῶν ζῴων προσιέναι δεῖ μὴ δυσωπούμενον, ὡς ἐν ἅπασιν ὄντος τινὸς φυσικοῦ καὶ καλοῦ.
τὸ γὰρ μὴ τυχόντως ἀλλ᾽ ἕνεκά τινος ἐν τοῖς τῆς φύσεως ἔργοις ἐστὶ καὶ μάλιστα· [645a25-29] οὗ δ᾽ ἕνεκα συνέστηκεν ἢ γέγονε τέλους, τὴν τοῦ καλοῦ χώραν εἴληφεν. εἰ δέ τις τὴν περὶ τῶν ἄλλων ζῴων θεωρίαν ἄτιμον εἶναι νενόμικε, τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ περὶ αὑτοῦ· οὐκ ἔστι γὰρ ἄνευ πολλῆς δυσχερείας ἰδεῖν ἐξ ὧν συνέστηκε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, οἷον αἷμα, σάρκες, ὀστᾶ, [645a30-34] φλέβες καὶ τὰ τοιαῦτα μόρια. ὁμοίως τε δεῖ νομίζειν τὸν περὶ οὑτινοσοῦν τῶν μορίων ἢ τῶν σκευῶν διαλεγόμενον μὴ περὶ τῆς ὕλης ποιεῖσθαι τὴν μνήμην, μηδὲ ταύτης χάριν, ἀλλὰ τῆς ὅλης μορφῆς, οἷον καὶ περὶ οἰκίας, ἀλλὰ μὴ πλίνθων καὶ πηλοῦ καὶ ξύλων· [645a35-36] καὶ τὸν περὶ φύσεως περὶ τῆς συνθέσεως καὶ τῆς ὅλης οὐσίας, ἀλλὰ μὴ περὶ τούτων ἃ μὴ συμβαίνει χωριζόμενά ποτε τῆς οὐσίας αὐτῶν.
***
[644b23] Από τα δημιουργήματα της φύσης άλλα είναι αγέννητα και άφθαρτα εις τον αιώνα τον άπαντα, ενώ άλλα μετέχουν στη γένεση και στη φθορά. [25] Για τα ανώτερα και θεϊκά όντα της πρώτης κατηγορίας οι δυνατότητες που έχουμε να τα παρατηρήσουμε είναι πιο περιορισμένες. Υπάρχουν γενικά λίγα φαινόμενα αντιληπτά από τις αισθήσεις μας, τα οποία θα μπορούσαμε να πάρουμε ως αφετηρία για να ερευνήσουμε τα όντα εκείνα και όσα θα επιθυμούσαμε να γνωρίζουμε σχετικά με αυτά. Για τα φθαρτά όντα, ζώα και φυτά, έχουμε αντιθέτως στη διάθεσή μας περισσότερες πηγές γνώσης, επειδή μεγαλώνουμε και ζούμε ανάμεσα τους. [30] Μπορεί να αντλήσει κανείς πλήθος γνώσεων σχετικών με κάθε είδος φθαρτού όντος, αρκεί βέβαια να έχει τη διάθεση να κοπιάσει αρκετά. Και οι δύο περιοχές της γνώσης έχουν πάντως τη γοητεία τους. Από τη μια, ακόμη και αν συλλαμβάνουμε ελάχιστα τα άφθαρτα και αγέννητα όντα, όμως η γνώση αυτή, επειδή είναι ανώτερη, μας προσφέρει μεγαλύτερη χαρά από όλα τα πράγματα του γύρω κόσμου μας -όπως ακριβώς όταν βλέπουμε και το πιο μικρό κομματάκι από αγαπημένα αντικείμενα αισθανόμαστε μεγαλύτερη χαρά από όσο όταν παρατηρούμε με ακρίβεια πολλά άλλα πράγματα, [35] ακόμη και σπουδαία. [645a] Από την άλλη, τα φθαρτά όντα έχουν το προβάδισμα στην επιστήμη, επειδή η γνώση μας γι᾽ αυτά είναι βαθύτερη και σφαιρικότερη. Και, επειδή είναι πιο κοντινά μας και συγγενεύουν περισσότερο με τη φύση μας, συνιστούν επίσης ένα είδος υποκατάστατου για την ελλιπή γνώση των θείων όντων.
[5] Αφού αναπτύξαμε τις απόψεις μας για τα θεία όντα, μένει να μιλήσουμε για τον ζωικό κόσμο, χωρίς να παραλείψουμε -κατά το δυνατόν- τίποτα, είτε πρόκειται για κατώτερο είτε για ανώτερο είδος. Διότι, ακόμη και στις περιπτώσεις των όντων που δεν είναι ευχάριστα όταν τα βλέπει κανείς, η φύση που τα δημιούργησε προσφέρει αφάνταστες χαρές σε όσους μπορούν να διακρίνουν τα αίτια και έχουν φυσική προδιάθεση προς την επιστημονική έρευνα. [10] Θα ήταν, πράγματι, παράλογο και παράδοξο, αν αισθανόμαστε χαρά καθώς βλέπουμε τις απεικονίσεις τους, επειδή κατανοούμε την ίδια στιγμή την τέχνη που τα δημιούργησε -αυτό ισχύει στην περίπτωση της ζωγραφικής και της γλυπτικής-, αλλά δεν χαιρόμαστε πιο πολύ παρατηρώντας τα ίδια τα δημιουργήματα της φύσης, [15] όταν μάλιστα είμαστε σε θέση να έχουμε εικόνα των αιτίων. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει, φερόμενοι κατά τρόπο παιδαριώδη, να δείχνουμε την αντιπάθειά μας στην έρευνα των κατώτερων ζώων: σε κάθε δημιούργημα της φύσης υπάρχει κάτι το θαυμαστό. Και με τον ίδιο τρόπο που ο Ηράκλειτος λέγεται ότι απάντησε στους ξένους που ήθελαν να τον δουν, [20] αλλά σταμάτησαν βλέποντάς τον κατά την είσοδό τους να ζεσταίνεται στον φούρνο του σπιτιού (τους παρακινούσε, λέγεται, να μπουν και να μη διστάζουν, διότι και εκεί υπάρχουν θεοί), έτσι πρέπει να προσεγγίζει κανείς χωρίς αίσθημα ντροπής την έρευνα των ζώων κάθε είδους, με τη βεβαιότητα ότι σε όλα υπάρχει κάτι φυσικό και ωραίο.
[25] Γιατί στα έργα της φύσης -κυρίως μάλιστα σ᾽ αυτά- κυριαρχεί όχι το τυχαίο αλλά η σκοπιμότητα· και ο τελικός σκοπός, χάριν του οποίου έχει κατασκευαστεί ή έχει δημιουργηθεί κάτι, ταυτίζεται με το ωραίο. Αν όμως κανείς θεωρεί ότι η μελέτη των άλλων έμβιων όντων είναι ταπεινότερη ενασχόληση, θα έπρεπε λογικά να έχει την ίδια άποψη και για τη μελέτη του εαυτού του, καθώς δεν είναι εύκολο να δει κανείς χωρίς αηδία τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ανθρώπινο σώμα, [30] όπως, για παράδειγμα, το αίμα, τη σάρκα, τα οστά, τις φλέβες και τα άλλα μέρη. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν η συζήτηση αφορά σε ένα οποιοδήποτε όργανο ή σκεύος, δεν πρέπει να θεωρεί κανείς ότι μιλά για την ύλη, ούτε ότι ερευνά χάριν αυτής, αλλά χάριν του συνόλου της μορφής. Πρόκειται για το σπίτι, όχι για τους πλίνθους, τον πηλό, τα ξύλα. [31] Έτσι και ο ερευνητής της φύσης ασχολείται με την σύνθεση και το αντικείμενο ως όλον, όχι με τα μέρη, τα οποία δεν απαντούν χωριστά από το σύνολο στο οποίο ανήκουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου