Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ ΕΛΥΤΗΣ

Ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός κόσμος έφθαναν στην αισθητική χαρά από δρόμους που σήμερα έχουν χορταριάσει. Εννοώ τα μετρικά ή γλωσσικά στερεότυπα και τα σύμβολα, μορφές μεσολαβητικές που αγνοούσαν την άμεση ψυχική επαφή του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Την αμεσότητα της εκφράσεως και την θερμότητα των καλλιτεχνικών τρόπων αναζήτησε η Δύσις προς τα τέλη του Μεσαίωνος, υπό την πίεσι της ατομικότητος, η οποία τότε μόλις άρχισε ν’ αναπτύσσεται και ν’ αντιπαρατίθεται στην συνείδησι του ομαδικού βίου και στα ψυχρά μέσα του – χρώματα είτε σχήματα λόγου. Το υποκειμενικό αίσθημα στηρίχθηκε στην δυναμική παρουσία των ρωμανικών λογοτεχνιών και έτσι επιβλήθηκε.

Αυτά όλα, προϊόντος του χρόνου και του νεωτέρου πολιτισμού, ξεχάσθηκαν. Επειδή όμως τα έργα της Αρχαιότητος έμειναν πρότυπα αιώνια, η λήθη άφησε πίσω της ένα αισθητικό κενό που ταλαιπωρεί την σχέσι μας με το κλασικό παρελθόν. Το κενό εμφανίζεται για τα γράμματά μας οδυνηρά στις μεταφράσεις των αρχαίων λογοτεχνικών κειμένων, από τις οποίες κατά κανόνα λείπει η επίγνωσι των εκφραστικών πλασμάτων της ψυχρότητος, για να πρυτανεύση η μεταφορά των πρωτοτύπων κατ’ ευθείαν στο βιωμένο αίσθημα. Διαφεύγει ότι στην αρχαία, όπως άλλωστε στην εκκλησιαστική και την δημοτική μας ποίηση, προέχει η δύναμις των γεγονότων και όχι κάποια ψυχολογική τους μεταγραφή. Τούτο εις βάρος κοιτασμάτων αισθήματος, που ενεργοποιούμενα θα πλούτιζαν την φράσι με την πλαγία θερμότητα των όρων της ψυχρότητας.

Στην κρυστάλλινη επιφάνεια μιας γλώσσας, την οποία οι άνθρωποι ζούσαν ως στοιχείο της φύσεως, κυριαρχούσαν τα πράγματα και όχι τα συναισθήματα. Την συγκίνηση δεν προκαλούσε η εσωτερική πρόσληψι αλλά η υλική πίεσι των εικόνων και των λέξεων – η έκπληξη.

«Το μακραίωνο σώμα της ελληνικής»

Μεταξύ πλήθους δειγμάτων κρατώ την μετάφρασι της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη. Αφ’ ενός μεν επειδή ο ποιητής ήταν ικανώτατος χειριστής του νεοελληνικού λόγου και επομένως άνθρωπος με ωξυμμένη συνείδησι της γλώσσας• αφ’ ετέρου διότι στο εγχείρημά του παρακινήθηκε από την «λυρική συγγένεια» με την αρχαία ποιήτρια, χωρίς να δώση σημασία στις μεταξύ των καταστατικές διαφορές. Ήθελε να δείξη πως η ταυτότης των λέξεων και των εννοιών στο μακραίωνο σώμα της ελληνικής προκαλεί «την ίδια αίσθηση του φυσικού κόσμου, τη χαρακτηριστική, που εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια εκείνα ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τα τέκνα της Αιολίδας». Θεωρούσε Σαπφώ και Αρχίλοχο τους πρώτους που ανατρέπουν την επική μονοκρατορία στην έκφρασι «φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν». Είναι οι πρώτοι που φέρνουν στην ποίησι την θέρμη του αμέσου -εξίσου δικού του- αισθήματος.

Πρέπει να πω ευθύς εξ αρχής ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Εις την αρχαία ποίησι ισχύουν, ως γνωστόν, ορισμένες αρχές, οι οποίες αγνοούν τα υποκειμενικά αισθήματα και αποτελούν σταθερά κριτήρια για την πλάσι του έργου και την αισθητική του πρόσληψι. Εκτός αυτών των αρχών την διαβάζουμε αναχρονιστικά και μεταγράφουμε απροϋπόθετα σε μέτρα δικά μας την ψυχική αποτύπωση του κόσμου της. Όχι πως κάτι τέτοιο είναι αθέμιτο, δεν είναι όμως αυθεντικά ποιητικό.

Στη δημιουργία δεν αρπαζόμαστε από πάνω μας• βρίσκουμε τον εαυτό μας, αφού προηγουμένως τον χάσουμε. Αρχή πρώτη: Το αίσθημα έρχεται απ’ έξω και όχι από μέσα μας. Όταν και αυτός ο έρως είναι δώρο των θεών, το εκτός υπάρχει απείρως κραταιότερο του εντός, σημείο μιας εσωτερικότητας ακόμη ανανάπτυκτης. Εάν η εσωτερικότης των Αρχαίων δεν ήταν περιωρισμένη, το άρθρο και το υποκείμενο θα έδιναν πολύ πιο στιβαρό «παρών» στον λυρικό τους λόγο. Τα ίδια ισχύουν και για το έπος. Αρχή δεύτερη: Η ποιητική εικόνα δεν υποστηρίζει την ιδέα του στίχου αλλά υπηρετεί την υλική του ένταση. Γι’ αυτό, αντί να αποδίδει αισθήματα δονεί τις αισθήσεις. Αρχή τρίτη: Το αίσθημα πηγάζει από τους παλμούς της εντάσεως και όχι από το όποιο νόημα των λεγομένων. Τις τρεις τούτες αρχές πρέπει να έχει προ οφθαλμών ο μεταφραστής, εν συνειδήσει ότι α¬ποτελούν όρους αισθητικής ψυχρότητος, που απαιτούν αντίστοιχα μέσα. Οφείλει να συνθέση οργανικά το ήθος της φυσικής αισθήσεως με τον ρυθμό της εσωτερικής θερμότητος, η οποία βάζει την σφραγίδα της στην ψυχή του σημερινού ανθρώπου. Είναι άκρως επισφαλές ν’ ακολουθήση μόνο την φωνή της αμεσότητος• θα υποταχθή στο εννοιολογικό περιεχόμενο του στίχου και θα προσπαθή να συγκινήση αναπαράγοντας το καλολογικά.

Συγκρουόμενα αισθήματα

Ο Ελύτης δεν πέτυχε στη μετάφρασή του το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εργάσθηκε χωρίς να υπολογίση τα στρώματα της ψυχρότητος στο έδαφος και το υπέδαφος της αρχαίας λυρικής.

Έτσι, δέχθηκε μεν την ενεργειακή ακτινοβολία τους, όμως η αισθαντικότητά του δεν την άντεχε και αντί να την εισπράξη για λογαριασμό του δημιουργικά, δούλεψε ασυνειδήτως στην «αντιγραφή» του, για να την αποβάλη ως ξένο σώμα. Δεν έχει σημασία ότι έχασε μια μάχη• σημασία έχει ότι δεν κατάλαβε ακριβώς τι είδους μάχη έδωσε και έχασε. Ιδού με¬ρικά παραδείγματα, που θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω ανέτως (παραπέμπω στη σελιδαρίθμησι της εκδόσεως του «Ικάρου»): ουκ οιδ’ όττι θέω• δίχα μοι τα νοήματα (σελ. 20). Μεταφράζει: «τι θέλω μήτε ξέρω• δύο γνώμες είναι μέσα μου». Εδώ την θέσι του αντικειμενικού γεγονότος παίρνει μια ψυχολογική παραλλαγή – η φράση ενός αναποφάσιστου τύπου αμλετικού, που απονευρώνει τον αρχαίο λόγο. Αντιθέτως στο πρωτότυπο μιλεί ένας άνθρωπος, τον οποίο έχουν παραλύσει τα συγκρουόμενα αισθήματα ηδονής και λύπης που γεννά ταυτοχρόνως ο έρωτας. Δεν ξέρει τι κάνει, τι του συμβαίνει, μέσα στον έρωτά του νοιώθει σαν δύο άνθρωποι. Το έχει ξαναγράψει η Σαπφώ (σελ. 62 και 34): Έρος δηύτέ μ’ ο λυσιμέλης δόνει, γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον («Μου κόβει, πάλι, τα πόδια και με συγκλονίζει ο έρωτας, γλυκόπικρο, τέρας μοιραίο»)• αλγεσίδωρος. Ακολουθούν τον έρωτα πάθος μαζί και πόνος, σαν δύο κόσμοι χωριστοί. Αυτό είναι που τρελλαίνει και που ο στίχος δηλοί: «δεν ξέρω τι έχω πάθει• νοιώθω στα δύο μέσα μου». (…) ήρος άγγελος ιμερόφωνος αήδων (σελ. 28). Ελύτης: «μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι». Το αηδόνι αναγγέλλει με ηδονική φωνή ότι ανοίγουν όλα σε όλα. Η Σαπφώ ρίχνει το βάρος εις την ηδονική έντασι της Ανοίξεως, που η φωνή του αηδονιού μεταβάλλει σε απτή πραγματικότητα. Το «έαρ» και ο «ίμερος» (πόθος) στηρίζουν μουσικά τον στίχο με τη βελούδινη αδρότητα του ρω και αφήνουν το μέταλλο των ήχων να μας πλήξη ως εισαγωγή στην αναστάτωσι της Ανοίξεως. Το αποτέλεσμα της ψυχρής υλικής συστάσεως του λόγου στο πρωτότυπο βρίσκεται στους αντίποδες της κλιματισμένης θερμότητος που φέρνει στην μετάφρασι η δημοτική του «μαντατοφόρου». Βεβαίως ο ποιητής αξιοποιεί τον ηχητικό συσχετισμό αηδονιού και ηδονισμού της Ανοίξεως, αλλά τον χρησιμοποιεί στο πνεύμα ενός αναπαραστατικού λόγου, οπότε το ποιητικό νόημα φθάνει σ’ εμάς σχεδόν ξέπνοο δια της τεθλασμένης του περιεχομένου της παραστάσεως, ενώ χάρι στην υγρή συμπλοκή των συμφώνων του ο αρχαίος στίχος μας τυλίγει σαν ερωτική ανάσα: «εαρινός άγγελος, ιμερόλαλο αηδόνι».

Το ηχείο της μορφής

Ο μεταφραστής είναι απολύτως απαραίτητο να υπολογίζη κάθε φορά τον σφυγμό του αρχαίου στίχου. Εν προκειμένω δεν απευθύνεται στην φαντασία και το συναίσθημα για να συγκινήση. Οι λέξεις ενεργούν ως υλικές δυνάμεις και ανοίγουν στην αίσθησι τον δρόμο της διανοίας. Ο ήχος τους καρφώνεται στην ψυχή. Η μορφή του στίχου είναι κατασκευή πολλαπλών επιφανειών, που προκαλούν αντήχησι και δίνουν στα λεγόμενα το σφρίγος της ζωής. Το ηχείο της μορφής λειτουργεί ως δονητής των λέξεων και άμα ως πυκνωτής. Γι’ αυτό και χωρίς την μορφή ο λόγος χάνει σε ενέργεια. Το θαύμα στον αρχαίο στίχο συμβαίνει στο ισοκράτημα του αισθήματος, σε μία τάξι ασάλευτη, που σε λυτρώνει από την αγωνία να δώσης εσύ λύσι στα πάντα. Κάθε μετάφρασι η οποία παραγνωρίζει αυτά τα στοιχεία είναι καταδικασμένη να επενδύη λογοτεχνικώς τα γυμνωμένα πλέον νοήματα του πρωτοτύπου της.

Έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων (σελ. 34). Το αρχαίο αποδίδει ο Ελύτης ως εξής: «ο έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομαχώντας». Εδώ η εκφραστική θερμότης καταντά πλαδαρός πληθωρισμός. Η συγκίνηση βασίζεται στην καλολογική μεταγραφή του νοήματος, που φυσικά εξατμίζεται κατά την διάθλασί του στην νεοελληνική αναπαράστασι. Στο αρχαίο κείμενο ο στίχος ορμά κατ’ επάνω μας και μας κυριεύει σαν φυσικό φαινόμενο, αντί να υπαγορεύη παραπειστικά. Τον απολαμβάναμε αν κρατήσωμε στην πλαστική της έντασι την παραφορά του πάθους, για να μεταγγίσωμε την δική της δύναμη στην εικόνα του ανέμου που κτυπά. Το ρίγος της υιοθετημένης αρχαίας φράσεως διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη μεταφορά και την κάνει μαζί της να σείεται: «ο έρωτας μου τίναξε τις φρένες σαν άνεμος που ρίχνεται μαινόμενος στους δρυς απ’ τα βουνά».

Όταν ο λόγος δεν μεταφέρει απλώς έννοιες, και μία ή δύο λέξεις προκαλούν θύελλα. Ο αρχαίος ποιητής επιτυγχάνει μέγιστο αποτέλεσμα με ελάχιστα μέσα. Θα έλεγα, στα συντρίμμια διακρίνεται ζωηρότερα το υλικό μέγεθος του ελληνικού λόγου. Έτσι τον εισέπραττε τουλάχιστον εκείνος ο άνθρωπος και έτσι τον έπλαθε, αφού η ποσότης των συλλαβών, η μακρότης και η βραχύτητά των αποτελούσε το νόημα. Πολλά από τα στοιχεία αυτά έχουν σήμερα ατροφήσει έως αφανισθεί, όμως δεν αποκλείεται να δεχόμαστε τις λέξεις εξ ίσου με τις αισθήσεις και με τα αισθήματα. Αρκεί να εντοπίζωμε κάθε φορά τους διαύλους της αισθαντικότητος, να βρίσκωμε πώς εκλύεται η αισθητική συγκίνησι στο πρωτότυπο και πώς μπορεί να την δεξιωθή ποιητικά η γλώσσα της μεταφράσεως. Από αυτούς ένας είναι η λακωνική έκφραση.

Φως και χάρις

Και το τελευταίο: στάθι κάντα φίλος και ταν επ’ όσσοισ’ ομπέτασον χάριν (σελ. 120). Μεταγραφή Ελύτη: «λοιπόν στάσου αντικρύ μου αγαπημένε κι άφησε μες στα μάτια η χάρη σου όλη ν’ απλωθεί». Κι εδώ το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η μεταφραστική εργασία γίνεται ερήμην της ποιητικής υφής και λειτουργίας ενός πρωτοτύπου, το οποίο κυριολεκτικά καίει σαν πάγος. Αποτέλεσμα είναι αυτή η ψυχολογική αναπαράσταση, που σε γεμίζει αμφιβολίες για την αξία της Σαπφούς και τα κριτήρια όσων την εξύμνησαν. Στον στίχο η Σαπφώ ζητεί από αγαπημένο φίλο να σταθεί αντωπός για να τον χαρούν τα μάτια της. Όμως, τούτο σημαίνει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι εμείς νομίζουμε. Το βλέμμα είναι για τον αρχαίο Έλληνα ριπή φωτός, ενεργός θέα και όχι τρόπος να σχηματίζη στα μάτια του τα είδωλα των πραγμάτων. Χάρι, πάλι, ονομάζουν την φωτεινή διάθεσι ενός προσώπου ή πράγματος, τον τόπο όπου υπάρχουν τα πάντα ως δωρεά. Εξ ου και η ευχαρίστηση που μας προκαλεί η θέα της ομορφιάς.

Η χάρις είναι ομορφιά επέκεινα της ομορφιάς, πέραν της αρμονίας των περιγραμμάτων• είναι η αίγλη ως προσφορά. Επομένως η πρόσληψι του φωτός της χάριτος από το φως του βλέμματος αποτελεί το λεπτό σημείο του στίχου, διότι με τη χάρι του κανείς αποκαλύπτεται και αντί να τον κοιτάξουμε μας ανοίγει τα μάτια. Ο στίχος ακούγεται κάπως έτσι: «στάσου, φίλε, απέναντι και άφησε η χάρι σου τα μάτια μου ν’ ανοίξη».

Η λυρική μαγγανεία της Σαπφούς έγκειται στο αβρό υλικό που ελευθερώνει από την σκληρή επιφάνεια των λέξεων ο κόσμος των παρομοιώσεων. Τα φυσικά παραδείγματα ως ιδανικά μέτρα προκαλούν διαίσθησι των ορίων, που μαλακώνει και το πλέον τραχύ στοιχείο. Αυτή την μεταστοιχείωσι οφείλει ν’ αποδώση για λογαριασμό της η μετάφρασι.

Στερείται παντελώς ενδιαφέροντος το απλό γύρισμα της τυπολογίας του παλαιού εξωστρεφούς γλωσσικού ιδιώματος στην τυπολογία του σημερινού εσωστρεφούς.

Το ηδονικό σκίρτημα θα κερδηθή όταν ο αέρας του βαθύτερου νοήματος περάση στην μετάφρασι και λειτουργήση με την σειρά του ως ιδεατή αναφορά ως προς το πρωτότυπο, οπότε η αρχαϊκή αίσθησι θα χυθή από τα δικά της στερεότυπα στους θερμούς προπλασμούς των καιρών μας, για να ποντίση εκεί μεταμορφωτικά τους εκστατικούς, ψυχρούς τόνους των ρυθμών της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου