Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Αξίες Ζωής - Πότε είμαστε πραγματικά ελεύθεροι

Η ελευθερία, μπορεί να παρερμηνευτεί ως μια απεριόριστη κάλυψη, να κάνει κανείς «ό,τι θέλει, όποτε θέλει, σε όποιον θέλει». Αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη και δηλώνει κακή χρήση του δικαιώματος της επιλογής.
Η αληθινή ελευθερία, ασκείται και βιώνεται όταν τα όρια καθορίζονται και γίνονται κατανοητά. Τα όρια καθορίζονται από μια αρχή: όλοι έχουν ίσα δικαιώματα. Για παράδειγμα, δικαιώματα όπως η ειρήνη, η ευτυχία και η δικαιοσύνη-ανεξαρτήτως θρησκείας, πολιτισμού ή φύλου ανήκουν στον καθένα. Η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός ή περισσότερων ανθρώπων, για προσωπικό, οικογενειακό ή κοινωνικό όφελος, σημαίνει κακή χρήση της ελευθερίας. Η κακή αυτή χρήση, συνήθως "εκπυρσοκροτεί", επιβάλλοντας εκ των πραγμάτων καταστάσεις εξαναγκασμού και βίας, τόσο γι' αυτόν που τις υφίσταται, όσο και και γι' αυτόν που προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες. Η κακή χρήση της ελευθερίας προκαλεί σύγκρουση και κλονίζει την ισορροπία στον εαυτό, στους άλλους και στη φύση. Όσο για το αποτέλεσμα, αυτό είναι εμφανές στον κόσμο σήμερα.

Η απόλυτη ελευθερία, λειτουργεί μόνο όταν τα δικαιώματα εξισορροπούνται με τις υποχρεώσεις κι όταν η επιλογή βρίσκεται σε ισορροπία με τη συνείδηση. Είναι αδύνατο να υπάρξει η εμπειρία της ελευθερίας, είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο, αν όλη η προσοχή και η προσπάθεια εστιάζεται μόνο σε δικαιώματα και σε επιλογή. Όταν τα δικαιώματα και η επιλογή παρερμηνεύονται ή χρησιμοποιούνται λανθασμένα, δημιουργούνται χρέη νοητικά, φυσικά, πνευματικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, κ.ο.κ.

Η ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Μία από τις βασικές υποχρεώσεις κάθε κυβέρνησης και κάθε διεθνούς οργανισμού που έχει αναλάβει την ευθύνη να υπηρετήσει τον άνθρωπο, είναι να εξασφαλίσει, να προωθήσει και να εγγυηθεί την ελευθερία σε τρία επίπεδα:

1) σε ατομικό, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα σε φυσική και νοητική διάσταση, από την πρόληψη βασανισμού, πόνου ή ταλαιπωρίας, μέχρι την ενθάρρυνση της αυτοπραγμάτωσης και της προσωπικής έκφρασης,

2) σε ομάδες, κοινωνίες ή χώρες, που πραγματοποιείται μέσω της δικαιοσύνης και της ισότιμης μεταχείρισης και

3) στη φύση, που σημαίνει πλήρη σεβασμό για τους νόμους της φύσης, οι οποίοι είναι σταθεροί και ακλόνητοι και διασφαλίζουν το δικαίωμα της φύσης σε μια αμόλυντη ζωή.

ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ.

Οι εξωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ατομικής σύγκρουσης και σκλαβιάς. Τα περισσότερα άτομα, παραμένουν δέσμια των δικών τους σιδερένιων αλυσίδων της λαγνείας, του θυμού, της προσκόλλησης, του εγωισμού, της απληστίας και της βίας. Συνεχίζουν να μάχονται εσωτερικά, μέσα στον ίδιο τους το νου.

Επομένως, είναι αναγκαία η απελευθέρωση του ανθρώπινου νου και της διάνοιας από τη σύγχυση και τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Τέτοιες εσωτερικές "μάχες", έχουν τη μορφή άχρηστων ή αρνητικών σκέψεων, σκέψεων επηρεασμένων από τις "σιδερένιες αλυσίδες". Για παράδειγμα, ακόμα κι αν κάποιος κατάφερνε να υπερνικήσει τα εξωτερικά ξεσπάσματα του θυμού, αυτό δε σημαίνει οτι απαλλάχτηκε κι όλας από αισθήματα πικρίας, εχθρικότητας, εκδίκησης ή κακίας. Πρέπει να τα εξετάσει, να τα κατανοήσει και στη συνέχεια να τα αφήσει πίσω του. Αν και η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου είναι μοναδική, το να ελευθερωθεί κανείς από την επίδραση των αρνητικών στοιχείων του χαρακτήρα του, είναι λυτρωτικό για όλους. Σ' αυτή τη διαδικασία, βοηθάει πολύ να είναι κανείς αβίαστος και φυσικός, ανάλαφρος, και να έχει απλότητα στη σκέψη, στα λόγια, στις πράξεις και γενικά στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα.

Ύστατη ελευθερία, σημαίνει απελευθέρωση από τα δεσμά που δημιουργούνται από τη συνειδητότητα (δηλαδή την απόλυτη ταύτιση) με τον αρνητικό μας εαυτό. Ο στόχος αυτής της διαδικασίας, είναι να απαλλαγεί κανείς από την προσκόλληση στον εαυτό του (δηλαδή στα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, στις διάφορες αδυναμίες), από την προσκόλληση στους άλλους και τέλος από την προσκόλληση στα εγκόσμια κεκτημένα. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει οτι κάποιος βγαίνει από τη διαδικασία να αγαπάει και να αγαπιέται, το αντίθετο μάλιστα, αφού όσο αυξάνεται η εσωτερική ανεξαρτησία, τόσο μειώνονται και οι εξωτερικές εξαρτήσεις, ενώ παράλληλα αυξάνεται και η εκδήλωση της αγάπης (έχοντας γίνει πιο ανεξάρτητος εσωτερικά, η εξωτερική συμπεριφορά αντανακλά μια λιγότερο εξαρτημένη και πιο αγαπητή φύση).

Η μεταμόρφωση του εαυτού ενεργοποιεί τη διαδικασία και της παγκόσμιας μεταμόρφωσης. Ο κόσμος δεν θα ελευθερωθεί από πολέμους και αδικίες, μέχρις ότου ελευθερωθεί ο κάθε άνθρωπος ατομικά. Η ισχυρότερη δύναμη που θέτει τέρμα στους εσωτερικούς και εξωτερικούς πολέμους κι απελευθερώνει την ψυχή του ανθρώπου είναι η συνείδηση.

Οποιαδήποτε πράξη ελευθερίας ευθυγραμμίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση, είναι λυτρωτική, ενδυναμώνει και εξευγενίζει.

Ο Μύθος της Αμαρυλλίδος και του Αλταίονα

Σε πολλούς κήπους την άνοιξη ανθεί ένα εντυπωσιακό λουλούδι, η αμαρυλλίδα. Είναι σαν μεγάλος κρίνος. Την συναντάμε σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το κόκκινο. Το λουλούδι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το συνέδεσαν με έναν μύθο, τον μύθο της Αμαρυλλίδας και του Αλταίονα.

Σύμφωνα με την παράδοσή μας η Αμαρυλλίδα ήταν μια πολύ όμορφη, αλλά συνάμα και ντροπαλή βοσκοπούλα. Η καρδιά της σκίρτησε μόλις είδε τον Αλταίονα. Ο Αλταίονας ήταν ένας βοσκός, που είχε άδεια καρδιά για έρωτα.

Ήταν το ίδιο όμορφος με τον Απόλλωνα και δυνατός σαν τον Ηρακλή. Ήταν φυσικό ένας τέτοιος άντρας να κάνει την καρδιά της ωραίας Αμαρυλλίδας να χτυπήσει από έρωτα. Του κάκου όμως, όσο όμορφη κι αν ήταν. Η άδεια καρδιά του Αλταίονα δεν έπαιρνε εμπρός. Έτσι κανένα ενδιαφέρον δεν έδειχνε για την ερωτευμένη κόρη. Ο παγωμένος για έρωτα βοσκός καθόλου δεν συγκινήθηκε από τη γοητεία της βοσκοπούλας. Το μόνο που παρακάλαγε ήταν να του προσφέρουν ένα τόσο όμορφο λουλούδι, που όμοιό του να μην υπήρχε σε ολάκαιρη τη γη.

Η άτυχη νέα, που μέρα με τη μέρα κυριευόταν από μεγαλύτερο έρωτα για τον ασυγκίνητο Αλταίονα, δεν είχε άλλη λύση, από το συμβουλευτεί τον Φοίβο. Πήρε, λοιπόν, το δρόμο για το μαντείο των Δελφών, όπου ρώτησε με ποιο τρόπο θα έκανε τον ψυχρό Αλταίονα να την προσέξει και ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της. Το μήνυμα που πήρε από το θεό της μαντικής ήταν κάπως παράξενο. Της είπαν πως πρέπει να φορέσει ένα κάτασπρο φόρεμα και να σταθεί για τριάντα νύχτες στην πόρτα του όμορφου βοσκού. Μ’ ένα αγκάθι από τριαντάφυλλο να τρυπάει το δέρμα της πάνω από το μέρος της καρδιάς και με το αίμα της να γράφει το όνομά της στην πόρτα του νέου που αγαπούσε παράφορα.

Έτσι κι έκανε. Κι αφού πότισε με το αίμα της η ερωτευμένη κόρη τριάντα νύχτες τη γη μπροστά από την πόρτα του σπιτιού του Ακταίονα, από την ποτισμένη γη φύτρωσε ένα φυτό, που έκανε ένα πανέμορφο λουλούδι. Έτσι, ένα πρωινό, που άνοιξε την πόρτα του ο νέος, είδε το ωραιότατο λουλούδι με τα βαθυκόκκινα άνθη, τα καμωμένα από το αίμα της ερωτευμένης βοσκοπούλας, και η καρδιά του γέμισε από αγάπη για την Αμαρυλλίδα. Με αυτή τη θυσία η Αμαρυλλίδα κέρδισε την αγάπη του Αλταίονα κι έζησαν από τότε ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθειά τους γεράματα.

Αυτός ο σύντομος μύθος είναι η αιτία να κάνουμε κάποιες σκέψεις προσπαθώντας να τον αποσυμβολίσουμε. Στο μύθο έχουμε την περίπτωση μιας ερωτευμένης νέας, που επιθυμεί να κερδίσει τον έρωτα του νέου, που αγαπά. Αφού τα φυσικά της προσόντα δεν ήσαν αρκετά να διεγείρουν το ενδιαφέρον του, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών. Εκεί πήρε χρησμό για τη θυσία, στην οποία έπρεπε να υποβληθεί, για να τον κερδίσει. Ήταν τόση μεγάλη η αγάπη της Αμαρυλλίδας για τον Αλταίονα, που δεν δίστασε να προχωρήσει σ’ αυτή την αιματηρή θυσία! Καθημερινά τρυπούσε το κορμί της για να χυθεί το αίμα της, που πότιζε τη γη μπροστά στη θύρα του αγαπημένου της. Ο συγγραφέας Πάολο Κοέλιο στο βιβλίο του “Ο Αλχημιστής” γράφει: «Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Και το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει πραγματικό το όνειρο της κόρης. Να κερδίσει τον έρωτα του Αλταίονα, κάτι που στο τέλος κατάφερε με την επιμονή της. Γιατί όποιος επιμένει, στο τέλος είναι ο νικητής.

Ο Κοέλιο στο ίδιο βιβλίο γράφει: «Η αγάπη δε θα πει να μένεις ακίνητος όπως η έρημος, ούτε να διασχίζεις τον κόσμο όπως ο άνεμος, ούτε να τα βλέπεις όλα από μακριά όπως o ήλιος. Η αγάπη είναι η δύναμη που μεταμορφώνει και καλυτερεύει την Ψυχή του Κόσμου. Όταν μπήκα μέσα της πρώτη φορά τη βρήκα τέλεια. Μετά, όμως διαπίστωσα ότι ήταν μια αντανάκλαση όλων των υπάρξεων και ότι είχε τους πολέμους και τα πάθη μας.»

Η αγάπη στο τέλος μεταμόρφωσε την καρδιά του Αλταίονα. Και επιπλέον καλυτέρεψε την Ψυχή του Κόσμου, γιατί η ωραία εμπειρία απ’ αυτή την αγάπη προστέθηκε σαν παγκόσμια εμπειρία στην Παγκόσμια Ψυχή.

Οι πρόγονοί μας θεοποίησαν τον Έρωτα. Τον παρίσταναν σαν ένα παιδάκι με φτερά στους ώμους. Ο Λόγγος στο βιβλίο “Τα κατά Δάφνιν και Χλόην” περιγράφει τον Έρωτα σαν ένα πειραχτήρι, που αναστάτωνε τον κήπο ενός βοσκού, του Φιλητά. Στο κείμενο που ακολουθεί, έχουμε τη διήγηση του Φιλητά σχετικά με την εμφάνιση του Έρωτα στον κήπο και όσα ο ίδιος ο θεός του δίδαξε για την φύση του και την δύναμή του:

[[ Τότε έσκασε στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια: "Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά, γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα χρόνια σου - γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο,2 κι από τον ίδιο τον αιώνιο Χρόνο. Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα3 -όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Να που σου την έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες και γελαδάρηδες. Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Να γιατί είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα -γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα να δει τούτο το παιδί!"

Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό δοξάρι -κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. Κι εξόν αν του κάκου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει». (Λόγγος, βιβλ. ΙΙ, 5, 1-5 και 6, 1-2)

Αυτή η διήγηση του γεροβοσκού Φιλητά προς τον Δάφνη και τη Χλόη κέντρισαν την περιέργεια των νέων και ζήτησαν να μάθουν περισσότερα για τον φτερωτό θεό. Συνεχίζει ο συγγραφέας:

Τα παιδιά καταδιασκέδασαν, λες κι άκουγαν παραμύθι κι όχι σοβαρή κουβέντα, και γύρεψαν να μάθουν τι λογής πλάσμα είν᾽ ο Έρωτας, παιδί ή πουλί, και ποια η δύναμή του. Πάλι λοιπόν μίλησεν ο Φιλητάς: «Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά. Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά». ». (Λόγγος, βιβλ. ΙΙ, 7, 1-7)

Η Αμαρυλλίδα που αναφέρει ο γεροβοσκός δεν είναι η βοσκοπούλα του μύθου μας. Είναι η δικιά του αγαπημένη, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τη δική μας ηρωίδα. Είναι ηρωίδα η Αμαρυλλίδα του μύθου μας, γιατί θέλει ηρωική καρδιά το τόλμημά της να κερδίσει τον έρωτα του Αλταίονα. Από τη μια κάνει ένα μακρινό ταξίδι μέχρι το μαντείο των Δελφών, για να την βοηθήσει ο Απόλλωνας υποδεικνύοντας τον τρόπο για να κερδίσει την αγάπη του ανθρώπου, που είχε συνεπάρει την καρδιά του. Κι από την άλλη δίνει κάτι πολύτιμο για εκείνην, το αίμα της, ώστε να πετύχει τον στόχο της. Γιατί είναι νόμος της φύσης, πως τίποτα δεν κερδίζεται αν δεν πληρώσεις το αντίτιμό του! Και ο έρωτας θέλει θυσίες και πόνο! Κερδίζεις την ευτυχία, αλλά την πληρώνεις με πολύ πόνο.

Είναι πολλά τα παραδείγματα- και μας έχει δώσει θαυμάσια δείγματα η παγκόσμια λογοτεχνία για μεγάλους έρωτες κι ερωτικά δράματα- όπου ο ερωτοχτυπημένος άνθρωπος- ο άνθρωπος που τον συνεπαίρνει το ερωτικό πάθος- ανεβαίνει στα ουράνια και την ίδια στιγμή βυθίζεται στην κατάθλιψη. Εκτός από έντονο συναίσθημα, η λέξη “πάθος” σημαίνει κατ’ ουσίαν ταλαιπωρία και πόνο. Επί αιώνες, τα πάθη- με τον έρωτα να δεσπόζει- θεωρούνταν αδυναμίες αντίθετες προς τη λογική. Κι όμως, πρόκειται για ένα καταπληκτικό σχέδιο, καλά δουλεμένο από τη μητέρα φύση, η οποία επινόησε και εξέλιξε το τέχνασμα του ερωτικού πάθους για να αναταράξει τα συναισθήματα και τη λογική, τα οποία δεν αφήνει να τελματώσουν, αλλά και για βοηθήσει στην αναπαραγωγή του είδους μας.

Η Αμαρυλλίδα, λοιπόν, είναι η νέα με τα αγνά αισθήματα, που κατέχεται από το πείσμα να κερδίσει τον έρωτα του ανθρώπου, προς τον οποίο την έστρεψε η φύση. Στα πρώτα εμπόδια, στις πρώτες δυσκολίες, δεν τα παράτησε. Δεν είπε πως ήταν μια αδύναμη γυναίκα, κι ως εκ τούτου ήταν αναγκασμένη να υποκύψει στη μοίρα της. Αντίθετα πείσμωσε. Θωρακίστηκε με επιμονή και υπομονή. Γιατί επιθυμούσε σφοδρά να βρει ανταπόκριση στον έρωτά της. Διεκδίκησε, έκανε θυσίες. Και στο τέλος είχε το αποτέλεσμα που ονειρευόταν. Το αποτέλεσμα που ευχόταν με όλη την ψυχή της. Το αποτέλεσμα που τόσο πολύ επιθυμούσε. Και ο στόχος επιτεύχθηκε. Στο τέλος βρέθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Έτσι, έχουμε ακόμη ένα παράδειγμα πως αν επιθυμούμε κάτι έντονα και επιμείνουμε, τελικά θα γευτούμε τους καρπούς του. Για μια τέτοια αγάπη έγραψε η Σώτια Τσώτου τους υπέροχους στίχους:

«Δεν ξέρει η αγάπη μοιρολόι, αρχή και τέλος δε γνωρίζει.

Χτυπάει τ’ αόρατο ρολόι κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει.

Η αγάπη όλα τα υπομένει, η αγάπη όλα τα ελπίζει.

Δίνει ζωή στην οικουμένη κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει.»

Ας δώσουμε τώρα τη μεταφυσική διάσταση του μύθου. Η Αμαρυλλίδα συμβολίζει την ψυχή και ο Αλταίονας τον Ανώτερο Εαυτό. Η Αμαρυλλίδα, η συνεσταλμένη κόρη, δηλαδή η αγνή ψυχή, ερωτεύτηκε τον Αλταίονα, το υψηλά ιστάμενο μέρος της ανθρώπινης οντότητας, το πνευματικό μέρος της. Μέσα από το πάθος αυτού του έρωτα, Αμαρυλλίδα- ψυχή έρχεται σε επαφή με τον Αλταίονα- Ανώτερο Εαυτό και ενώνεται μ’ αυτόν, οδηγούμενη να γίνει από το «κατ’ εικόνα» στο καθ’ ομοίωσιν». Σε αυτό θα παίξει σημαντικό ρόλο η ερχομός της νέας στο ιερό των Δελφών, όπου δεσπόζουν οι Δελφικές προτροπές: «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν άγαν».

Ο Παυσανίας στο βιβλίο του “Φωκικά” γράφει: «Εν δέ τω προνάω τά εν Δελφοίς γεγραμμένα, εστίν ωφελήματα ανθρώποις». Αυτά τα πρώτα ωφελήματα πήρε η Αμαρυλλίδα μόλις μπήκε στον χώρο του ιερού. Στον πρόναο του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, αναγράφονταν τα δύο περίφημα Δελφικά παραγγέλματα, «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν άγαν», εκατέρωθεν του ιερού γράμματος Ε. Το γράμμα “ Έψιλον” (Ε) σαν σύμβολο σχετίζεται άμεσα με την Δελφική Ηλιακή μυσταγωγία, την μύηση του ανθρώπου στο φως.

Η τοποθέτησή του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του Απόλλωνα (θεού του Φωτός - Ηλιακή λατρεία) δηλώνει την αέναη σχέση του με το φως. Την τελείωση του ανθρώπου και την μετατόπισή του από την ύλη στο πνεύμα. Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της θείας τριαδικότητας. Επίσης το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5, που είναι τα 4 κοσμογονικά στοιχεία- της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρός- με την πεμπτουσία του Ουράνιου Αιθέρα. Όλα αυτά συνθέτουν τον άνθρωπο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.

Τρείς φορές τοποθετήθηκε το Ε (Έψιλον) στην κορυφή τού αετώματος τού ναού τού Απόλλωνα στους Δελφούς, κατάντικρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το «Γνώθι σαυτόν» στην κάτω αριστερή γωνία και το «Μηδέν άγαν» στην κάτω δεξιά τού ιδίου αετώματος. Το Ε δηλώνει, τον ενωτικό χαρακτήρα τού τρισυπόστατου θείου και γι’ αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σαυτόν'' καί το ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται ένωση χωρίς την βαθιά, νοητική γνώση τού Εγώ, αλλά ούτε και προσέγγιση της με παριθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον θεό τού φωτός και της αρμονίας.

Το «γνώθι σαυτόν» από τους σοφούς και θιασώτες των μυστηρίων καθοριζόταν σαν ο πρωταρχικός όρος της αυτοενδοσκόπησης, της αυτοκάθαρσης, της προσπάθειας για πνευματική άνοδο και της ηθικής τελειοποίησης. Όπως αυτός που πήγαινε κατά την παλιά εποχή στους Δελφούς για μαντεία αναγκαζόταν να αναγνώσει πάνω στο προπύλαιο το ρητό τούτο, κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνος που επιθυμεί την καλυτέρευση της προσωπικότητάς του οφείλει να αρχίζει από την αυτογνωσία. Έλεγε τότε συμβολικά ο Απόλλωνας στους προσκυνητές του: άνθρωπε, πριν εισέλθεις στο άδυτο και ζητήσεις απάντηση στο ερώτημά σου, γνώρισε πρώτα τον εαυτό σου, μελέτησέ τον, προσπάθησε να αποκαλύψεις τα προτερήματά σου και μειονεκτήματά σου, τις τάσεις, τις ορμές, τις κλίσεις, τις έλξεις, τις επιθυμίες, τις δυνατότητες. Γνώρισε το Είναι σου.

Τότε μόνο θα σε ωφελήσει ο χρησμός μας. Κατά τον ίδιο τρόπο, για να ωφεληθεί η ψυχή, θα πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίσει σε βάθος της προσωπικότητά του. Να αφαιρέσει τα περιττά και να κρατήσει τα ωφέλιμα. Να αυτοκαθαρθεί και να αυτοβελτιωθεί.

Το «Μηδέν άγαν» έχει την έννοια: μακριά από κάθε υπερβολή». Επειδή οι υπερβολές βλάπτουν την ψυχή του ανθρώπου στην άνοδό της, επειδή καθετί πέραν του μέτρου ζημιώνει και δεν ωφελεί. Επομένως τα πάντα με μέτρο, για να έρθουμε και σε ένα ακόμη δελφικό παράγγελμα, το «παν μέτρον άριστον»! Αυτά τα σπουδαία μαθήματα πήρε η Αμαρυλλίδα- ψυχή στο ιερό των Δελφών.

Η ψυχή κατά τον Πλάτωνα διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται «επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των όλων των επιθυμιών, οποιασδήποτε φύσης. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι η έδρα του πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη, που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Τις αρετές αυτές τις είχε καλλιεργήσει η Αμαρυλλίδα, οπότε είχε μια εξυψωμένη ψυχή. Στο ναό των Δελφών γνώρισε τον τρόπο για να κάνει τον Αλταίονα- Ανώτερο Εαυτό να ξεφύγει από την αδρανειακή κατάσταση. Να πάψει να είναι ένας παθητικός θεατής και να ανταποκριθεί στον έρωτα της ψυχής, γιατί πλέον η ψυχή αφυπνίστηκε. Άξιζε να εκδηλώσει το ενδιαφέρον ο Ανώτερος Εαυτός. Η ψυχή ξέφυγε από τις υλικές επιθυμίες κι αναζήτησε το Απολλώνιο φως!

Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Ο Ιωαν. Σταματάκος στο “λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης” γράφει ότι το όνομα Απόλλων συνδέεται με το θέμα απλ- (= είμαι δυνατός), οπότε η λέξη Απλων (=είμαι δυνατός, ο βοηθών) σχετίζεται με το Απέλλων. Ο τύπος Απόλλων προήλθε από την κλητική του Άπολλον< Άπελλον. Όλες αυτές οι λέξεις ανάγονται στη ριζική βάση apel (= διεγείρειν, κινείν, προκαλείν), οπότε Απόλλων (= ο δημιουργός, ο προκαλών, ο διεγείρων), οπότε ο θεός αυτός διεγείρει την ψυχή και από την υλική της προσκόλληση, την κάνει να αναζητήσει την ένωσή της με το πνεύμα. Να γίνει η ίδια πνεύμα! Από ψυχή να γίνει Ψυχή.

Αναγνωρίζοντας τη σύνδεση του θεού με το φως, ο μύστης Πλούταρχος μας λέει: «Ακούμε από τους θεολόγους, άλλοτε σε ποιητικό και άλλοτε σε πεζό λόγο, να υμνούν και να λεν ότι ο θεός είναι εκ φύσεως άφθαρτος και αιώνιος, υφίσταται όμως μεταβολές του εαυτού του εξαιτίας ενός σχεδίου και μιας εντολής από τη μοίρα. Άλλοτε, λοιπόν, καίει τη φύση του στη φωτιά, εξομοιώνοντας τα πάντα με τα πάντα, άλλοτε όμως, υφιστάμενος κάθε είδους διαφοροποιήσεις στη μορφή, τα πάθη και τις δυνάμεις του, όπως γίνεται και τώρα, αποκαλείται κόσμος, σύμφωνα με το γνωστό του όνομα. Οι πιο σοφοί, όμως, θέλοντας να κρύψουν την αλήθεια απ’ το πλήθος, ονομάζουν τη μεταβολή του θεού σε φωτιά “Απόλλωνα” εξαιτίας της μοναδικότητάς του, και “Φοίβο” εξαιτίας της καθαρότητας και της αγνότητάς του.» (Πλούταρχος, “Περί του Ει του εν Δελφοίς”, 388F- 389A)

Ο μύθος μας αναφέρει ότι ο Αλταίονας ήταν το ίδιο όμορφος με το θεό Απόλλωνα. Επομένως ο Ανώτερος Εαυτός μας είναι θείος. Απλά περιμένει την υπέρβαση της ψυχής για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά της και να ενδώσει στο ερωτικό της κάλεσμα. Όσο η ψυχή ενδιαφέρεται μόνο για τις γήινες απολαύσεις, για την πεζή ζωή, τη ζωή χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, ο Αλταίονας- Ανώτερος Εαυτός είναι άδειος κι αδιάφορος για τα γήινα. Κατέχεται όμως από την επιθυμία ν’ ανθίσει το λουλούδι της ψυχής και να του προσφερθεί!

Ο Απόλλωνας αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερο μέρος συμπαντικών δυνάμεων που αποβλέπουν στην κοσμική εξέλιξη. Ο Πρόκλος λέει: «Γιατί ο Δίας και η Ήρα και ο Απόλλωνας και η Αθηνά, μετά το υπερουράνιο μερίδιό τους, έχουν προόδους και συμπαρατάξεις κοινές με τους εγκόσμιους θεούς• γιατί και από όλους τους ανεξάρτητους από τον κόσμο θεούς κατεβαίνουν στο σύμπαν δυνάμεις που συμπληρώνουν ακόμα και την τελευταία βαθμίδα των θεών.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 103)

Η κοσμική εξέλιξη γίνεται σταδιακά, χωρίς να βιάζεται η φύση, που παρέχει όλα όσα χρειάζεται η ψυχή για να ανέλθει από τα κατώτερα στα ανώτερα και να φτάσει στη θεία πατρίδα, σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ουράνια βασιλεία.

Ο Πλωτίνος περιγράφει τις διάφορες περιπτώσεις ανθρώπων που συναντάμε γύρω μας με βάση τον βαθμό εξέλιξης:

«Όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι• κάποιοι έμειναν εδώ και έζησαν τη ζωή τους, νομίζοντάς την πρώτη και τελευταία, και, αφού θεώρησαν πως ό,τι είναι γι’ αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, έκριναν πως αρκεί αυτό και πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το άλλο. Όσοι διεκδικούν λογική σκέψη, το έκαναν αυτό φιλοσοφία τους, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από τη γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι η φύση τους έδωσε φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους κίνησε από το ευχάριστο προς το ωραιότερο, ανήμποροι, όμως, όπως ήταν να δουν το επάνω, καθώς δεν είχαν πού αλλού να σταθούν, ήρθαν προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και “επιλογές” της κάτω περιοχής, απ’ όπου στην αρχή προσπάθησαν να σηκωθούν. Υπάρχει, τέλος, ένα τρίτο γένος θεϊκών ανθρώπων, που με τη μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των οφθαλμών τους είδε, με ξεχωριστή, θα ‘λεγε κανείς, οξυδέρκεια, την επάνω δόξα και υψώθηκε εκεί, σαν πάνω από τα σύννεφα και από την καταχνιά του εδώ κόσμου, κι έμεινε εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση στην αληθινή περιοχή, που είναι δική τους, σαν τον άνθρωπο που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, φτάνει στην ευνομούμενη πατρίδα του.» (Πλωτίνος, “Εννεάδες”, εννεάς πέμπτη, 9, ο νους, οι ιδέες και το ον, 1)

Και αμέσως αναρωτιέται ο συγγραφέας των Εννεάδων: «Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο τόπος; Και πώς θα μπορούσε κάποιος να φτάσει εκεί;»

Ο ουράνιος τόπος υπάρχει. Η ψυχή τον γνωρίζει. Μέσα της υπάρχει η σπίθα που θα την φλογίσει για την επιστροφή. Μέσα της είναι ενσωματωμένο και το σχέδιο ή ο τρόπος για να πετύχει την επιστροφή. Η Αμαρυλλίδα γνώρισε, ήταν βέβαιη, πως θα πλησιάσει τον αγαπημένο της με το χρησμό του μαντείου. Ουσιαστικά αποτραβήχτηκε από τις βιοτικές της μέριμνες- τη βοσκή του κοπαδιού- κι αποσύρθηκε στο ιερό μέσα της. Μέσα της ήταν το ιερό, γιατί ο Θεός είναι πανταχού πληρών. Υπάρχει στο καθετί, είτε είναι σημαντικό, είτε είναι ασήμαντο. Ενοικεί στον άγιο- όπου μεγαλουργεί με συμβουλές προς τους φλογισμένους με πίστη ή τους ευρισκόμενους σε απόγνωση συνανθρώπους του, με διδαχές και θαύματα- αλλά και στον τελευταίο άθρησκο- όπου περιμένει με υπομονή να ανάψει η ένθεη σπίθα. Ο Θεός ενοικεί στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, σε ολόκληρη την πλάση. Ακόμη και μια πέτρα να σχίσουμε, μέσα της θα βρούμε τη θεότητα!

Ο Φρειδερίκος Νίτσε στο βιβλίο του “Η γέννηση της Τραγωδίας” αναφέρει:

«Αλλά ο Απόλλων μας φαίνεται στο εξής σαν η θεοποίηση της αρχής της εξατομίκευσης, της μόνης που εκπροσωπεί τον αιώνια πραγματοποιούμενο σκοπό της πρωταρχικής Ενότητας: Τη δικαίωσή της με τη φαινομενικότητα. Μας δείχνει με μια υπέροχη χειρονομία πως ο κόσμος του πόνου είναι ολότελα αναγκαίος για να μπορέσει το άτομο, ωθούμενο απ’ αυτόν, να γεννήσει το όραμα που το αποζημιώνει και, βυθισμένο σ’ αυτή την ενατένιση, να μείνει ήρεμο μέσα στη θαλασσοδαρμένη βάρκα του…Ο Απόλλων, ηθική θεότητα, απαιτεί από τους πιστούς του να τηρούν το μέτρο, δηλαδή ν’ αρχίσουν απ’ τη γνώση του εαυτού τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, εκτός από την ηθική αναγκαιότητα του ωραίου, αναγνωρίζει κανείς και τις επιταγές του «Γνώθι σαυτόν!» και «Μηδέν άγαν!» ενώ η υπερβολική υπερηφάνεια και η έλλειψη μέτρου θεωρούνται σαν οι κατ’ εξοχήν εχθρικοί δαίμονες, που προέρχονται από τη μη απολλώνια σφαίρα, σαν ιδιότητες που ανήκουν στη μη απολλώνια εποχή, την εποχή των τιτάνων, και στον μη απολλώνιο κόσμο, δηλαδή στους βαρβάρους.»

Εδώ να τονίσουμε ότι το περίφημο «Γνώθι σαυτόν» ουσιαστικά αντιπροσώπευε το «άνθρωπε, γνώρισε τον θεό που υπάρχει μέσα σου», δηλαδή συνειδητοποίησε ότι είσαι πολύ περισσότερο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι. Είσαι υιός Θεού! και πρέπει με την προσπάθειά σου να γίνεις Υιός Θεού! Η προτροπή δόθηκε από τον Ιησού: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.» (Ματθαίος, ε΄, 48)

Η Αμαρυλλίδα ζώντας στον κόσμο του πόνου είχε την κατάλληλη ώθηση να δημιουργήσει μέσα της το όραμα να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Αλταίονα. Γνώρισε σε βάθος τον εαυτό της, διέγνωσε την μεγάλη ανάγκη της να δοθεί στον αγαπημένο της ψυχή τε και σώματι, και έκανε τη μεγάλη θυσία. Έσταζε σταγόνες αίματος για να γεννηθεί το λουλούδι, που θα γινόταν ο συνδετικός κρίκος ψυχής- Ανώτερου Εαυτού! Έτσι φύτρωσε το λουλούδι που πρόσφερε η Αμαρυλλίδα- ψυχή στον Αλταίονα- Ανώτερο εαυτό. Τριάντα νύχτες έμεινε η νέα έξω από την θύρα του αγαπημένου της. Δεν ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις. Οι τριάντα μέρες μας φανερώνουν πως απαιτείται μεγάλη χρονική περίοδος- ίσως να υπονοούνται και πολλές ενσαρκώσεις- για να έχουμε το ποθούμενο.

Με το που γεννήθηκε ο Απόλλωνας, μας λέει η παράδοσή μας, η μάνα του η Λητώ δεν πρόλαβε να του προσφέρει το στήθος της για να βυζάξει καθόλου το νεογέννητο θεό. Αμέσως τον πήρε η Θέμιδα κι έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία. Και όποιος θνητός νοερά γευθεί το θείο νέκταρ, η ψυχή του διαπερνιέται από την ωραιότητα της δημιουργίας, και διαμέσου του Απόλλωνα θεάται το θείον, όπως μας αναφέρει ο Πλωτίνος:

«Αυτοί που δεν βλέπουν το όλον αναγνωρίζουν μόνο την εξωτερική εντύπωση, εκείνοι όμως που, θα λέγαμε, μέθυσαν και γέμισαν τελείως από το νέκταρ, μιας και η ωραιότητα τους διαπέρασε σε όλη τους την ψυχή, δεν μένουν απλοί θεατές. Διότι δεν είναι πια ένα πράγμα έξω από ένα άλλο πάλι έξω που το θεάται, αλλά αυτό που βλέπει με οξύτητα εμπεριέχει το αντικείμενο της όρασης και, μολονότι το έχει, αγνοεί ως επί το πολύ ότι το έχει, και το κοιτάζει σαν να επρόκειτο για κάτι εξωτερικό, διότι το κοιτάζει όπως ένα αντικείμενο όρασης και διότι θέλει να το βλέπει. Καθετί, όμως, που βλέπει κάποιος ως αντικείμενο θέασης το βλέπει εξωτερικά. Αλλά πρέπει κανείς να μεταφέρει μέσα του αυτό που βλέπει, να το βλέπει ως ένα και ως αυτός ο ίδιος, όπως κάποιος που κατέχεται από το θεό, κυριευμένος από τον Απόλλωνα ή κάποια Μούσα, μπορεί να εισαγάγει μέσα του τη θέα του θεού, αν διαθέτει την εσωτερική δύναμη να βλέπει τον θεό.» (Πλωτίνος, “Εννεάδες”, εννεάς πέμπτη, 8, το νοητό κάλλος, 10)

Η Αμαρυλλίδα ανήκε σε εκείνη την σπάνια κατηγορία ανθρώπων που νοερά γεύτηκε το θείο νέκταρ. Γι’ αυτό η ωραιότητα διαπέρασε την ψυχή της και επιζήτησε τον έρωτα του Αλταίονα. Του Αλταίονα που είχε την ωραιότητα του Απόλλωνα, το φως και τον ενθουσιασμό του (ενθουσιασμός = εν- θεού- ουσία). Επομένως ο έρωτας της κόρης προς τον όμορφο βοσκό δεν ήταν γήινος. Ήταν ουράνιος, επειδή είχε τη δύναμη να την υψώσει, να την φτάσει μέχρι τη θέωση.

Ο Αλταίονας, κατά τον μύθο, είχε και τη δύναμη του Ηρακλή. Η λέξη Ηρακλής (= Ήρα+ κλέος) σημαίνει το κλέος της Ήρας, δηλαδή τη δόξα της Ήρας. Ο Ηρακλής ήταν ο καρπός του έρωτα του Δία- Νου και της θνητής Αλκμήνης- ύλης.

Η μυθολογία μας αναφέρει πως ο Δίας παρέδωσε στον Ερμή τον Ηρακλή, μόλις γεννήθηκε, με την εντολή να θηλάσει από το στήθος της Ήρας την ώρα που αυτή κοιμόταν. Όταν η θεά ξύπνησε , οργισμένη πέταξε μακριά το βρέφος κι από την ορμή το γάλα της χύθηκε στα πέρατα του ουρανού και δημιουργήθηκε έτσι ο Γαλαξίας. Η Ήρα θήλασε έστω και ακούσια το μωρό Ηρακλή και η ψυχή του πήρε τις θείες ιδιότητες. Η σωματική του ρώμη δείχνει το ψυχικό του σθένος. Γόνος του Δία και της θνητής Αλκμήνης είναι αυτός που συνδέει το αθάνατο στοιχείο με το θνητό και εφόσον ο Ζεύς κληροδοτεί σε αυτόν την εν δυνάμει κατάσταση της νοημοσύνης και των συλλογισμών θα πρέπει και τα θνητά όντα να μετέχουν εν δυνάμει και της θείας Ψυχής της Ήρας.

Ο Ηρακλής είναι ένας ημίθεος. Ανήκει στην τάξη των ηρώων για τους οποίους ο Πρόκλος γράφει: «Φαίνεται ότι τα τελευταία σημεία του πρότερου κόσμου συνάπτονται γενικά με τα πρώτα του δεύτερου κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, ο κύριός μας Ερμής, όντας αρχαγγελική μονάδα, εξυμνείται ως θεός• ο Πλάτων, μάλιστα, όλη τη μεταξύ θεών και ανθρώπων έκταση την ονομάζει δαίμονες.

Εκείνοι μεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, οι εδώ όμως μνημονευόμενοι από “το χρυσό γένος δαίμονες” και οι ημίθεοι ήρωες δεν είναι από τη φύση τους ήρωες και δαίμονες (δεν έρχονται δηλαδή πάντα μετά τους θεούς), αλλά κατά σχέση, ως ψυχές που παραδίδονται κατά φύση στη γένεση, όπως ήταν ο μεγάλος Ηρακλής και οι παρόμοιοι. Χαρακτηριστικό μάλιστα των ηρωικών τούτων ψυχών ήταν η επιτέλεση σπουδαίων έργων, η υπεροχή και η μεγαλοπρέπεια, και τους τέτοιου είδους ήρωες πρέπει να τους τιμάμε και να τους σεβόμαστε σύμφωνα με τα παραγγέλματα του “Αθηναίου ξένου”• πράγματι λέει ότι: “μετά τους θεούς, ο ευσεβής άνθρωπος θα αποδώσει τιμές στους δαίμονες και εν συνεχεία στους ήρωες”. Τούτο λοιπόν το ηρωικό γένος των ψυχών δεν έρχεται πάντοτε μετά τους θεούς, είναι αγνό και με περισσότερο νοητικό χαρακτήρα σε σχέση με τις άλλες ψυχές και, ενώ κατέρχεται για νε ευεργετήσει τη ζωή των ανθρώπων, ως συμμέτοχο και στο βαρύ στοιχείο της κάτω περιοχής, έχει ωστόσο έντονα αναγωγικό προς τα άνω χαρακτήρα και εύκολα αποχωριζόμενο την ύλη.» (Πρόκλος, “Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος”, 117)

Ο Δίας είναι ο Νους και Ήρα η καθολική ψυχή του κόσμου … «Ψυχοτρόφους αύρας θνητοίς παρέχουσα προσηνείς…. Χωρίς γαρ σέθεν ουδέν όλως ζωής φύσιν έγνω…» λέει ο ορφικός ύμνος και μας παραπέμπει στην Ήρα– ψυχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, αφού είναι η ψυχή του κάθε μικροκοσμικού και μακροκοσμικού όντος. Δίας και Ήρα συγκροτούν τον ιερό γάμο τον των δύο Αρχών σε μία και μοναδική Ουσία, μέσα στον κόσμο, μέσα στη φύση, σε όλα τα όντα, σε ολόκληρο το Σύμπαν, όπου τα πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.

Αυτή τη θεία ουσία είχε μέσα του ο Ηρακλής. Την ίδια ουσία είχε και ο Αλταίονας. Επομένως την ίδια δύναμη έχει και ο Ανώτερος Εαυτός μας. Ο Εαυτός μας που προήλθε από τον Ουράνιο Όλυμπο και σε αυτόν έχει οριστεί να επιστρέψει, όπου θα γίνει ένας ουράνιος γάμος και θα εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Ας δούμε το γιατί.

Από το γάμο της Ήρας και του Δία γεννήθηκαν ο Άρης ,η Ήβη και η Ειλείθυια. H Ήβη, κόρη του ιερού ζευγαριού είναι το σύμβολο της νιότης, της ζωντάνιας, της ορμής και της ομορφιάς. Είχε αναλάβει να προσφέρει στους θεούς νέκταρ και αμβροσία. Η αμβροσία ήταν η τροφή που τους διατηρούσε πάντα νέους και τους προφύλαγε από τη φθορά του χρόνου.

Η Ήβη, που προκύπτει από τον γάμο Ψυχής και Νου, είναι η προσωποποίηση της αιώνιας νεότητας, της αιώνιας άνοιξης- που ανανεώνει τα πάντα. Είναι η αιώνια νεότητα που συνοδεύει την ψυχή, η οποία επάξια έφερε σε αρμονική λειτουργία τον συναισθηματικό της κόσμο με τον νοητό. Η Ήβη αποτέλεσε την επισφράγιση της συμφιλίωσης της Ήρας και του Ηρακλή. Αυτήν την θεά πήρε σαν σύζυγο ο Ηρακλής. Έτσι η σύνδεση του κόσμου των αθάνατων θεών με τους θνητούς επιτεύχθηκε με τον γάμο της Ήβης με τον εκπρόσωπο της θνητής ανθρωπότητας Ηρακλή. Με το γάμο αυτόν ο Ηρακλής έμεινε για πάντα νέος, μακριά από κάθε κακό, χάρη στην αμβροσία που του εξασφάλιζε η γυναίκα του. Και ο Ανώτερος Εαυτός μας είναι εσαεί νέος! Ο Ηρακλής σαν πρότυπο της ανθρωπότητας μεταφέρει την θεία τροφή σε αυτήν.

Ο νεοπλατωνιστής Πρόκλος μας λέει: «Ο θεϊκός Ιάμβλιχος θεωρεί ότι ο Δίας είναι ο τελειοποιητής ολόκληρου του κόσμου του γίγνεσθαι, η Ήρα η αιτία της ζωής των πάντων, και οι αδελφοί τους είναι αυτοί οι οποίοι μοιράζονται μαζί τους τη γενεσιουργό δημιουργία και είναι και οι νόες και συμπληρώνονται με την ίδια τελειότητα και δύναμη με την οποία συμπληρώνονται και εκείνοι.

Ο Θόδωρος, αφού διαίρεσε και πάλι στα τρία την εν σχέσει ζωή που εμψυχώνει τον υλικό τομέα, όπως συνηθίζει να σχηματίζει παντού τριάδες, αποκαλεί Δία τη ζωή που διοικεί τον ανώτερο τομέα μέχρι τον αέρα, Ήρα τη ζωή που έλαβε σαν κλήρο της τον τομέα του αέρα, και αδερφούς τους αυτούς που έλαβαν τους υπόλοιπους τομείς• γιατί ο Δίας είναι το ουσιώδες στοιχείο της εν σχέσει ψυχής του υλικού τομέα, επειδή τίποτα δεν είναι πιο ζωτικό από την ουσία, η Ήρα είναι το νοητικό της στοιχείο, επειδή με τους λόγους που προέρχονται από τον αέρα διοικούνται τα επίγεια, ενώ ο υπόλοιπος αριθμός είναι το ψυχικό στοιχείο που έχει διαιρεθεί στα επιμέρους άτομα. (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Ε΄, 190)

Και συνεχίζει: «… ο Δίας δημιουργεί τα ορατά από τα αόρατα, η Ήρα τα εξελίσσει με τις κάθε λογής μεταβολές των ορατών… ο Δίας διακοσμεί τα αισθητά με καθολικό τρόπο κατά μίμηση του Ουρανού και η Ήρα κινεί τα πάντα και τα γεμίζει με δυνάμεις και τα εξελίσσει σύμφωνα με κάθε πρόοδο…» (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Ε΄, 192 και 194)

Όλα αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνει μέσα του ο Ηρακλής. Επομένως όλα αυτά τα θεία στοιχεία αντιπροσωπεύει ο Αλταίονας και δίκαια η Αμαρυλλίδα κατέχεται από έρωτα γι’ αυτόν. Δίκαια, λοιπόν, η ψυχή κατέχεται από θείο πόθο για τον Ανώτερο Εαυτό! Ο Ηρακλής→ Αλταίονας→ Ανώτερος Εαυτός είναι ο συνδετικός κρίκος του θείου κόσμου- συνδέοντας το πάνω με το κάτω- και του ανθρώπου- συνδέοντας το κάτω με το επάνω- και γι’ αυτό ο άνθρωπος «άνω θρώσκει». Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος μας είχε πει: «ως εν τοις άνω, ούτω κι εν τοις κάτω, ως εν τοις κάτω, ούτω κι εν τοις πάνω». Αυτός που συνδέει τον μεγάκοσμο με τον μικρόκοσμο είναι ο άνθρωπος. Ένεκα αυτού του γεγονότος η τελική θέση του ανθρώπου, όταν τελειωθεί, θα είναι ανώτερη των αγγέλων!

Ο Ηρακλής πριν αναλάβει τους μεγάλους άθλους του βρέθηκε στο σταυροδρόμι, όπου αντιμετώπισε το μεγάλο δίλημμα: να ακολουθήσει το δρόμο της αρετής- με τις μεγάλες δυσκολίες και τον πολύ πόνο- ή της κακίας- με την τριφηλή κι άνετη ζωή. Ο πρώτος δρόμος, αν και είναι γεμάτος βάσανα και προσωπικές θυσίες, μπορεί να σε οδηγήσει στον ουράνιο Όλυμπο. Ο δεύτερος, που είναι γεμάτος ηδονή κι απολαύσεις, σε κρατάει δέσμιο στη γη. Διαλέγοντας τον δύσκολο δρόμο, έθεσε- αυτός, ο δυνατός και γιός του Δία- τον εαυτό του στην υπηρεσία των αδυνάτων. Τους υπηρέτησε επιτελώντας τους άθλους του, κερδίζοντας την αιώνια εκτίμηση και δόξα, αλλά και μια θέση δίπλα στους θεούς. Έγινε ισόθεος! Ανασηκώνοντας το κεφάλι μας προς του ουρανό, αυτός θα μας θυμίσει την καταγωγή μας και το χρέος μας να επιστρέψουμε εκεί. Να πούμε «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον» και η ψυχή μας, σαν την Αμαρυλλίδα, να νιώσει έρωτα για τον Αλταίονα, που στο πρόσωπό του συνένωνε όλες τις θείες ιδιότητες του Ηρακλή και του Απόλλωνα.

Αυτά κρύβουν οι μύθοι, κάνοντας τον Πρόκλο να πει: «Τέτοια λένε και οι μύθοι των Ελλήνων, χαρακτηρίζοντας την Ήρα αιτία μανίας και τον Δία αιτία σύνεσης, την Ήρα αιτία των άθλων μέσα στον κόσμο της γένεσης και τον Δία αιτία ανύψωσης• γιατί εκείνη παρακινεί σε πρόοδο, τα πολλαπλασιάζει και τα κάνει γόνιμα με τις εκλάμψεις της.» (Πρόκλος, “Εις Τίμαιον Πλάτωνος”, βιβλ. Ε΄, 251) Η ψυχή- Αμαρυλλίδα παρακινήθηκε σε άθλο και εξυψώθηκε διαμέσου του έρωτά της.

Οι πρόγονοί μας έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον έρωτα. Είχαν τη θεά του κάλλους και του έρωτα, την Αφροδίτη, της οποίας γιος ήταν ο Έρωτας. Ο Ελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε στον Έρωτα. Ο Κ. Γεωργούλης στην “Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας” γράφει: « Εις την ελληνικήν μυθικήν σκέψιν ο Έρως κατέχει την θέσιν την οποίαν κατέχει εις την Γένεσιν ο Λόγος του Θεού». Η έννοια του έρωτα ακολουθεί μια κλίμακα στην σκέψη και τη συνείδηση του ανθρώπου. Ξεκινά ως έρωτας των σωμάτων. Μετασχηματίζεται σε έρωτα των ψυχών και των πνευμάτων. Εξελίσσεται σε έρωτα των αξιών και της αλήθειας. Πλαταίνει σε έρωτα της πατρίδας και παίρνει άπειρες διαστάσεις ως θείος έρωτας.

Ο Έρωτας ενέχει το στοιχείο της αναζήτησης. Της αναζήτησης του ερώμενου, του ωραίου, του αρμονικού, του επωφελούς, του ικανοποιούντος την ψυχή και την ανάταση αυτής, της αλήθειας, της γνώσης. Είναι το στοιχείο της εξέλιξης της ψυχής. Το όχημα που θα μας επαναφέρει στον χαμένο “οίκο”, στο ουράνιο βασίλειο. Επομένως όλα «εποιήθησαν καλά λίαν ». Χωρίς τον έρωτα, τις συγκρούσεις και τις αναστατώσεις του, χωρίς την ωστική του δύναμη δεν μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στο “καθ’ ομοίωσιν”. Όσοι προτρέπουν στην αποχή από τον έρωτα αντιμάχονται την εξέλιξη του ανθρώπου. Βάζουν εμπόδια στο να αναχθεί από “κατ’ εικόνα” στο “καθ’ ομοίωσιν”.

Ο άνθρωπος που έχει εντοπίσει, έχει ελέγξει και χαλιναγωγήσει τις κατώτερες πλευρές του εαυτού του, αυτός που φλέγεται για την δικαιοσύνη και την αρετή, έχει ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, ενός μυητικού- μυστικιστικού τάγματος. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b).

Στο Συμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτωνας σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα της ωραιότητας. Η έλξη της Αμαρυλλίδας προς τον Αλταίονα δεν ήταν μόνο σαρκική. Είχε μέσα της το κίνητρο να ταυτιστεί με τον κόσμο των Ιδεών, με το νοητό κόσμο, ξεφεύγοντας από τον αισθητό κόσμο. Ο έρωτάς της ήταν εξυψωτικός. Ήταν ο έρωτας που ενώνει την ψυχή με τον Ανώτερο Εαυτό. Που κάνει την ψυχή να καταλάβει ότι δεν είναι αυτού του κόσμου. Πως ο κόσμος της ύλης είναι τα σκαλοπάτια, πάνω στα οποία θα πατήσει για να πάρει τη γνώση του αισθητού κόσμου, η οποία θα την φέρει σε επαφή με το νοητό κόσμο. Η ερωτευμένη Αμαρυλλίδα δεν κέρδισε μόνο τον έρωτα του Αλταίονα. Κέρδισε μια θέση στον Ουρανό!

Βλέποντας, λοιπόν, στον κήπο μας τις αμαρυλλίδες ν’ ανθίζουν σε λίγο καιρό, ας θυμηθούμε τον μύθο της βοσκοπούλας κι ας οπλιστούμε με υπομονή κι επιμονή σε κάθε μας σωστή και με σωφροσύνη διεκδίκηση. Κυρίως, να μη ξεχνάμε το «ο επιμένων νικά».

Ο μύθος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια ευχάριστη διήγηση. Είναι σαν το στρείδι, που έχει μέσα του πολύτιμο μαργαριτάρι. Σ’ εμάς εναπόκειται να πάρουμε το μύθο- στρείδι και με την αιχμηρή σκέψη μας να αποκαλύψουμε το μαργαριταρι...

Γιατί όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε... ξεχνάμε

Η ίδια η προσπάθεια που κάνουμε για να θυμηθούμε κάτι, ευθύνεται που ξεχνάμε τόσα άλλα πράγματα, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, που έρχεται να φωτίσει ένα από τα μεγάλα μυστήρια: Γιατί οι άνθρωποι ξεχνάνε τόσο εύκολα, από τον κωδικό πρόσβασης του παλιού υπολογιστή τους έως το όνομα ενός παλιού συμμαθητή τους;
 
Οι επιστήμονες των Πανεπιστημίων Κέμπριτζ και Μπέρμιγχαμ, με επικεφαλής την Μαρία Γουίμπερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης "Nature Neuroscience", πραγματοποίησαν μια σειρά από πειράματα μνήμης με μια ομάδα 24 εθελοντών, καθώς και μαγνητική απεικόνιση του εγκεφάλου τους.
 
Οι ερευνητές, αφού αρχικά εντόπισαν τα διακριτά νευρωνικά «αποτυπώματα» συγκεκριμένων αναμνήσεων, διαπίστωσαν ότι η ενθύμηση κάποιου πράγματος οδηγεί στο να εξασθενεί η μνήμη άλλων «ανταγωνιστικών» πραγμάτων.
 
Ουσιαστικά, ο εγκέφαλος καταπιέζει ενεργητικά άλλες μνήμες, προκειμένου να φέρει στο προσκήνιο κάποια συγκεκριμένη μνήμη. Η όλη διαδικασία αποκαλείται μηχανισμός «προσαρμοστικής απώλειας μνήμης».
 
Όπως είπε η Μαρία Γουίμπερ, «πολλοί άνθρωποι θα ξαφνιαστούν που θα ακούσουν ότι η ανάκληση κάποιων αναμνήσεων έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά, καθώς μας κάνει να ξεχνάμε άλλες μνήμες, καταπιέζοντας τες κυριολεκτικά». Με άλλα λόγια, το να ξεχνάμε δεν είναι μια παθητική διαδικασία, όπως πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, αλλά μια ενεργητική διαδικασία.
 
Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες έχουν δύο βασικές θεωρίες: η μία υποστηρίζει ότι οι παλαιότερες μνήμες δεν εξασθενούν, αλλά απλώς ″σκεπάζονται″ από νεότερες μνήμες (π.χ. το παλιό password από το καινούριο), ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία οι παλαιότερες μνήμες όντως εξασθενούν, όταν νέες ανταγωνιστικές μνήμες έρχονται να καταλάβουν τη θέση των πρώτων. Η νέα έρευνα φαίνεται να υποστηρίζει αυτή τη δεύτερη θεωρία.

Αποδεχόμενοι την διαφορετικότητα…

Όταν αναφερόμαστε στην λέξη διαφορετικότητα πιθανώς να οδηγείται ο νους μας σε περιπτώσεις πολύ πιο εξειδικευμένες απ’ ό,τι συναντάμε στη συνήθη καθημερινότητά μας. Ο όρος διαφορετικότητα συνιστά το σύνολο κάποιων χαρακτηριστικών τα οποία τείνουν να αποκλίνουν από αυτό που ορίζει η πλειοψηφία ως φυσιολογικό και εντός των αποδεκτών ορίων.

Αυτό φυσικά είναι από μόνο του ένα μεγάλο ζήτημα που χρήζει εκτενέστερης ανάλυσης, καθώς το φυσιολογικό για τον καθένα είναι τελείως υποκειμενικό και επηρεάζεται από πολλούς και ποικίλους παράγοντες.

Γι’αυτό και στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που αποτελεί ζητούμενό μας δεν είναι το τι συνιστά το διαφορετικό, αλλά πως θα πρέπει να διαχειριζόμαστε αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως διαφορετικό. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελούν και οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα σε δύο διαφορετικές προσωπικότητες π.χ. τι κάνουμε όταν οι δικοί μας ρυθμοί διαφέρουν από τους ρυθμούς των άλλων;

Ή πως θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε έναν εξαιρετικά ήπιο έως και υποτονικό χαρακτήρα τη στιγμή που εμείς λειτουργούμε πολύ πιο έντονα και νευρικά;
Η λέξη κλειδί σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι σεβασμός. Μπορεί να φαντάζει κοινότυπη αλλά χωρίς αυτήν δεν μπορεί να επέλθει ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικότητες. Με τον τρόπο και το βαθμό που εκφράζουμε το σεβασμό μας αποδεικνύουμε τη δουλειά που έχουμε κάνει με τον εαυτό μας, καθώς και το επίπεδο νοητικής και συναισθηματικής ωριμότητας στο οποίο βρισκόμαστε.
Είναι απαραίτητο λοιπόν να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας με όποιο τρόπο είναι για τον καθένα καταλληλότερος (βιβλία, εκπαίδευση, σεμινάρια, ατομικές ή ομαδικές συνεδρίες με ειδικούς, εναλλακτικές θεραπείες κ.α.) αρχικά στη βαθιά γνώση του εαυτού μας και στον αυτοσεβασμό. Όταν το δεδομένο αυτό έχει αρχίσει να εδραιώνεται μέσα μας, είναι αδύνατον να μην επεκταθεί και στους γύρω μας, όποιοι κι αν είναι αυτοί.

Έτσι λοιπόν, όσο χαοτικά διαφορετικοί κι αν έμοιαζαν αρχικά, νιώθοντας ειλικρινή σεβασμό καιαποδοχή για κάθε πλευρά της ύπαρξής μας, αρχίζουμε να παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι τόσο διαφορετικός όσο έμοιαζε αρχικά. Θα αρχίσουμε, στην αρχή ασυνείδητα και στη συνέχεια με μεγαλύτερη επίγνωση, να εστιάζουμε στα θετικά στοιχεία του ατόμου που αντιλαμβανόμασταν ως διαφορετικά και θα παρατηρούμε όλο και περισσότερο ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα ίσως να περιμέναμε που μπορεί να μας συνδέουν με το ή τα άτομα αυτά. Γιατί όταν οι μονάδες αρχίσουν να επιλέγουν μία πιο ενωτική συνλειτουργία τότε τα κοινωνικά σύνολα θα παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη συνοχή και εξέλιξη.

Άλλωστε πίσω από κάθε πεποίθηση διαφορετικότητας ελλοχεύει ένας κρυμμένος φόβος. Και είναι αυτός που μας απομακρύνει και μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε ως αρνητικά διαφορετικό ένα άτομο ή ένα κοινωνικό σύνολο. Και επειδή αυτό που συνήθως μας φοβίζει είναι αυτό που ξεπερνάει τα προσωπικά μας όρια κατανόησης, αυτό που πρέπει να επιτύχουμε είναι την διεύρυνση αυτών των ορίων. Άρα διαφορετικότητα αποτελεί για εμάς οτιδήποτε αδυνατούμε ή δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε, γι’ αυτό και μας φοβίζει ή επιθυμούμε να την αποφεύγουμε.

Αν όμως εκπαιδεύσουμε το νου μας να μην αντιλαμβάνεται το διαφορετικό ως κάτι εχθρικό που ενδεχομένως να αποτελεί απειλή για εμάς, τότε θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ζει μία ζωή χωρίς φόβους και ανασφάλειες που θα βασίζεται στην αρμονική συνύπαρξη και την αμοιβαία εξέλιξη. Κι αυτό δεν αποτελεί ένα ουτοπικό σενάριο, αλλά κάτι άμεσα εφαρμόσιμο και πρακτικά εφικτό. Το μόνο που απαιτεί από εμάς είναι την ειλικρινή διάθεση να προσπαθήσουμε για το καλύτερο, εστιάζοντας μόνο στην προσωπική μας εξέλιξη…

Ισορροπία… το «κλειδί» της Δύναμης

Στις Πολεμικές Τέχνες, όταν θέλουμε να εφαρμόσουμε μια επιθετική τεχνική σε έναν αντίπαλο, ξεκινάμε με το να του «σπάσουμε» πρώτα την Ισορροπία, το Kuzushi όπως λέγεται στα Ιαπωνικά.

Αυτό γίνεται με ένα Σοκ… και βρίσκεται ανάσκελα χωρίς να το καταλάβει.
Αυτό φυσικά μπορεί να λειτουργήσει τόσο μεμονωμένα, όσο και μαζικά.
Τόσο σωματικά, όσο, ΚΥΡΙΩΣ, ψυχολογικά…

Το ισχυρότερο χτύπημα δεν είναι η Γροθιά… ο πόνος σε αυτή την περίπτωση είναι μόνον σωματικός.

Το ισχυρότερο χτύπημα είναι το Χαστούκι… τσακίζει την Αυτοπεποίθηση και κλονίζει την Αυτοκυριαρχία.

Ένα χαστούκι δεν είναι απαραίτητο να αφορά μόνο στο σωματικό επίπεδο.

Τα καλύτερα «χαστούκια» είναι τα… λεκτικά. Είτε στον προφορικό λόγο, είτε στον γραπτό.

Στην καθημερινή μας ζωή (είτε την επαγγελματική, είτε την προσωπική) όλοι μας έχουμε κάποιους αντιπάλους, διαφορετικού επιπέδου και αξίας ο καθένας (σε άμεση συνάρτηση με το δικό μας επίπεδο και αξία πάντα) οι οποίοι κινούνται στο Παρασκήνιο, αθέατα από εμάς, εναντίον μας. Συνήθως είναι χειρότεροι από εμάς, μιας και οι καλύτεροι μας ασχολούνται με τους καλύτερους από αυτούς… τον πιο δυνατό του χτυπά κάποιος, έτσι ώστε να πάρει λίγη από την αίγλη του.

Το μυστικό για να μην χάνεις Ενέργεια είναι εσύ να μην ασχολείσαι με κανέναν άλλον, παρά ΜΟΝΟΝ με το πώς θα γίνεις εσύ καλύτερος, όχι από κάποιον άλλον, αλλά από αυτόν που είσαι τώρα.

Ένας τρόπος για να κάνεις τους “φίλους-φίδια” να φανερωθούν είναι να τους τσαντίσεις, σπάζοντάς τους έτσι την πνευματική ισορροπία. Κάποιος που ασχολείται μαζί σου είναι συνήθως κάποιος που σε θαυμάζει, αλλά είναι πολύ εγωιστής για να το παραδεχθεί. Οπότε, προσπαθώντας να κερδίσει την προσοχή σου, συνειδητά ή υποσυνείδητα, κάνει «θόρυβο» για να τον προσέξεις. Αν τον «μειώσεις» τρελαίνεται και χάνει την ψυχραιμία του, αποκαλύπτοντας τον πραγματικό του εαυτό και τις πραγματικές του προθέσεις.

Αυτό πιάνει πάντα… αναταράζοντας τα νερά, φέρνεις στην επιφάνεια αυτό που θέλεις να βγει εκεί. Όσο πιο καλός ο αντίπαλος, τόσο πιο πολύ θα αντέξει μέχρι να χάσει την ψυχραιμία του.

Όσο πιο δυνατός ο Παίκτης, τόσο μεγαλύτερη υπομονή θα έχει μέχρι να καταφέρει να συμβεί αυτό.

ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ:

Αυτός που σου προκαλεί το ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ Συναίσθημα, αυτός και σε ελέγχει…

Ο χαρακτήρας φαίνεται και στα δύσκολα και στα εύκολα

Είναι αποδεδειγμένο ότι η ζωή έχει γυρίσματα. Εκεί που νομίζεις ότι όλα χάθηκαν, φαίνεται μια αχτίδα φωτός και σιγά σιγά το σκοτάδι εξαφανίζεται.

Από την άλλη εκεί που νομίζεις ότι είσαι άρχοντας και αφεντικό της μοίρας σου, η ζωή σου δίνει μια σφαλιάρα και σε στέλνει στα τάρταρα.

Στην περίοδο των ισχνών αγελάδων, όπως συμβαίνει τώρα στην χώρα μας, θα πρέπει να δείξουμε υπομονή, καρτερικότητα και προσαρμογή για να μπορέσουμε να αντέξουμε και με το που θα παρουσιαστεί (ή με το που θα δημιουργήσουμε) μια ευκαιρία να την αδράξουμε ώστε να μπορέσουμε να σκαρφαλώσουμε ψηλότερα. Δεν πρέπει να λιποψυχήσουμε, να πανικοβληθούμε και να αδρανοποιηθούμε.

Η υπομονή δεν είναι παθητική κατάσταση. Είναι η δύναμη, που μαζί με την ελπίδα, μας κρατάει στα δύσκολα και δεν τα παρατάμε. Είναι το μέταλλο, που μαζί με την επιμονή, μας κάνει να αντέχουμε και συνεχίζουμε να προσπαθούμε ξανά και ξανά μέχρι να ανοίξει ο δρόμος προς το φως.

Από την άλλη μεριά όταν τα ελέη είναι πλούσια, δεν θα πρέπει να γινόμαστε άφρονες, υπερόπτες και εγωιστές. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τροχός γυρίζει και ότι τα «πάντα ρει». Η σύνεση, η αίσθηση του μέτρου, η διάθεση να μοιραστούμε (σε κάποιο βαθμό) την καλή μας τύχη με τους μη έχοντες δείχνει ανθρωπιά, αλληλεγγύη και ευαισθησία. Δείχνει ποιότητα ανθρώπου και επίγνωση του εύθραυστου της ζωής και του απρόβλεπτου.

Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τέλεια. Κανείς δεν είναι μονίμως στα πάνω ή στα κάτω του. Όμως ο άνθρωπος που στις στιγμές της κρίσης αντλεί δύναμη από την καρδιά του και αντέχει παρά τις αντίξοες συνθήκες, περιμένοντας και δημιουργώντας τις ευκαιρίες, θα βρει το δρόμο της επιστροφής σε καλύτερες μέρες. Όπως και ο τυχερός, που η ζωή του κυλάει κατ’ ευχή, θα πρέπει να επιδείξει σύνεση, προνοητικότητα για πιθανές αλλαγές και να κρατάει τα πόδια του στην γη αποφεύγοντας τις υπερβολές και την έπαρση.

Ο χαρακτήρας και οι πράξεις μας καθορίζουν την αξία μας και δείχνουν το ποιοι πραγματικά είμαστε. Και στα δύσκολα και στα καλά.

Ψάξε μέσα σου!

Η δολοφονία του Ανανία και της Σαπφείρας

Πράξεις Αποστόλων: Ο Παράξενος Θάνατος του Ανανία και της Σαπφείρας ή "Όλα τα Λεφτά σας ή την Ζωή σας"!

Ένα από τα πολλά παράξενα επεισόδια τα οποία περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη και πιο συγκεκριμένα στις Πράξεις των Αποστόλων είναι αυτό με το ζευγάρι των Ανανία και Σαπφείρας. Εντοπίζεται στο πέμπτο κεφάλαιο των Πράξεων, αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα τελευταία εδάφια του τετάρτου κεφαλαίου, τα οποία παραθέτω αυτούσια παρακάτω:

Πράξεις Αποστόλων, Κεφάλαιο Δ΄

32 Τού δέ πλήθους τών πιστευσάντων ήν η καρδία καί η ψυχή μία, καί ουδέ είς τι τών υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ' ήν αυτοίς άπαντα κοινά. 33 καί μεγάλη δυνάμει απεδίδουν τό μαρτύριον οι απόστολοι τής αναστάσεως τού Κυρίου Ιησού, χάρις τε μεγάλη ήν επί πάντας αυτούς.

34 ουδέ γάρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς· όσοι γάρ κτήτορες χωρίων ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τάς τιμάς τών πιπρασκομένων καί ετίθουν παρά τούς πόδας τών αποστόλων·

35 διεδίδετο δέ εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν.

36 Ιωσής δέ ο επικληθείς Βαρνάβας υπό τών αποστόλων, ό έστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως, Λευίτης, Κύπριος τώ γένει,

37 υπάρχοντος αυτώ αγρού, πωλήσας ήνεγκε τό χρήμα καί έθηκε παρά τούς πόδας τών αποστόλων.

Με άλλα λόγια εδώ μαθαίνουμε οτι οι πρώτοι Χριστιανοί της "εκκλησίας" του Πέτρου, του γνωστού μας μαθητή του Ιησού, ο οποίος είχε σπεύσει κατά την σύλληψη του δασκάλου του να κόψει με μαχαίρι το αυτί ενός δούλου – και όχι βέβαια του αρχιερέα αφέντη (σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη, στο οποίο κατονομάζεται ο Πέτρος) είχαν "κοινοκτημοσύνη" και όσοι είχαν σπίτια ή χωράφια, αφού τα πουλούσαν, έφερναν τα χρήματα στην "οργάνωση" και τα άφηναν μπροστά στα πόδια του Πέτρου. Με αυτόν τον τρόπο μας λέει το κείμενο των Πράξεων οτι ζούσαν αυτοί καλά (κι εμείς καλύτερα;)

Να λοιπόν ένας τρόπος να δημιουργήσει κάποιος έναν πυρήνα "πιστών", ένα αρχικό "ποίμνιο", ευχαριστημένων φτωχών χάρη σε αλτρουϊστές πλούσιους, που χαρίζουν την περιουσία τους για την εύκολη επιβίωση όλων.

Πάντα χρειάζεται ένα δόλωμα για να μαζέψει κάποιος αρκετά ψάρια στα θολά νερά γύρω του.
Βέβαια, αν κάποιος από τους "έχοντες" της παρέας δεν είχε τη διάθεση να τα δώσει όλα στην οργάνωση, τότε ... μαύρο φίδι που τον έφαγε, όπως θα διαπιστώσουμε λίαν συντόμως.

Κάτι ακόμα που αξίζει να προσέξουμε είναι η χρήση του όρου "τω γένει" (κατά το γένος). Προφανώς, όταν λέει "Λευίτης, Κύπριος τώ γένει" εννοεί σαφώς Εβραίο, μια που αλλιώς δεν μπορεί να ήταν Λευίτης, αν για παράδειγμα ήταν Έλληνας-Κύπριος. Επομένως, η έκφραση αυτή σημαίνει Λευίτης (βέρος Εβραίος), γεννημένος στην Κύπρο. Η επισήμανση αυτή έχει σημασία, διότι παραπλήσιες με αυτήν εκφράσεις χρησιμοποιούνται και σε άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης (πχ Ελληνίς, Συροφοινίκισα τω γένει), όπου κάποιοι τις ερμηνεύουν όπως τους συμφέρει, ανάλογα με την περίσταση.

Πάμε τώρα στη συνέχεια της υπόθεσης:

Πράξεις Αποστόλων, Κεφάλαιο Ε΄

Ανήρ δέ τις Ανανίας ονόματι σύν Σαπφείρη τή γυναικί αυτού επώλησε κτήμα

2 καί ενοσφίσατο από τής τιμής, συνειδυίας καί τής γυναικός αυτού, καί ενέγκας μέρος τι παρά τούς πόδας τών αποστόλων έθηκεν.

3 είπε δέ Πέτρος· Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς τήν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τό Πνεύμα τό Άγιον καί νοσφίσασθαι από τής τιμής τού χωρίου;

4 ουχί μένον σοι έμενε καί πραθέν εν τή σή εξουσία υπήρχε; τί ότι έθου εν τή καρδία σου τό πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τώ Θεώ.

5 ακούων δέ ο Ανανίας τούς λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, καί εγένετο φόβος μέγας επί πάντας τούς ακούοντας ταύτα.

6 αναστάντες δέ οι νεώτεροι συνέστειλαν αυτόν καί εξενέγκαντες έθαψαν.

7 Εγένετο δέ ως ωρών τριών διάστημα καί η γυνή αυτού, μή ειδυία τό γεγονός, εισήλθεν.

8 απεκρίθη δέ αυτή ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει τοσούτου τό χωρίον απέδοσθε; η δέ είπε· ναί, τοσούτου.

9 ο δέ Πέτρος είπε πρός αυτήν· τί ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι τό Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πόδες τών θαψάντων τόν άνδρα σου επί τή θύρα καί εξοίσουσί σε.

10 έπεσε δέ παραχρήμα παρά τούς πόδας αυτού καί εξέψυξεν· εισελθόντες δέ οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, καί εξενέγκαντες έθαψαν πρός τόν άνδρα αυτής.

11 καί εγένετο φόβος μέγας εφ' όλην τήν εκκλησίαν καί επί πάντας τούς ακούοντας ταύτα.

Με λίγα λόγια, ο Ανανίας μαζί με τη γυναίκα του συνεννοήθηκαν να δώσουν μόνο τα μισά από τα χρήματα τα οποία εισέπραξαν από την πώληση του κτήματός τους. Ο ανεκδιήγητος Πέτρος φαίνεται οτι είχε μάθει (πώς;) την αξία του κτήματος και επέπληξε τον Ανανία, που τόλμησε να πει ψέματα - προς το ... Άγιο Πνεύμα (!) και τον θεό (!), ο οποίος κατόπιν, στα καλά καθούμενα, έπεσε νεκρός (εξέψυξεν ο δυτυχής).

Τώρα αυτό αν θέλουμε το πιστεύουμε βάβαια!

Και τι έγινε μετά; "Φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας αυτά". Δηλαδή δεν φοβήθηκαν πάντες οι αυτόπτες, αλλά οι ακούοντες. Πολύ περίεργο και αυτό. Και ακόμα πιο περίεργο μοιάζει το γεγονός οτι σηκώθηκαν τα νεότερα μέλη της φατρίας, έβγαλαν έξω τον νεκρό και τον έθαψαν.

Τρείς ώρες μετά ήρθε η ανυποψίαστη σύζυγος του Ανανία την οποία ο Πέτρος ανέκρινε με παραπλήσιο τρόπο σχετικά με το ποσό που εισέπραξε με τον άνδρα της για το κτήμα. Είπε κι εκείνη το ίδιο ψέμα, όπως είχαν προσυνεννοηθεί με τον Ανανία, οπότε, μετά τις επιπλήξεις του Πέτρου, "εξέψυξεν" και αυτή, έτσι στα καλά του καθουμένου. Εντύπωση προκαλεί η φράση που της είπε ο Πέτρος, προφανώς δείχνοντας προς τους νεαρούς, οι οποίοι πρέπει να κατέφθασαν εκείνη τη στιγμή, έχοντας ολοκληρώσει την ταφή του Ανανία: Τότε ο Πέτρος της είπε: Να στην πόρτα (βρίσκονται) τα πόδια εκείνων που έθαψαν τον άντρα σου, οι οποίοι θα βγάλουν κι εσένα.

Πολύ ενδιαφέρουσα η τελευταία φράση που άκουσε η Σαπφείρα πριν ξεψυχήσει...

Ας δούμε τώρα επί τροχάδην τα αμέσως επόμενα εδάφια:

12 Διά δέ τών χειρών τών αποστόλων εγίνετο σημεία καί τέρατα εν τώ λαώ πολλά· καί ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τή στοά Σολομώντος·

13 τών δέ λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, αλλ' εμεγάλυνεν αυτούς ο λαός·

14 μάλλον δέ προσετίθεντο πιστεύοντες τώ Κυρίω πλήθη ανδρών τε καί γυναικών, 15 ώστε κατά τάς πλατείας εκφέρειν τούς ασθενείς καί τιθέναι επί κλινών καί κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου κάν η σκιά επισκιάση τινί αυτών.

16 συνήρχετο δέ καί τό πλήθος τών πέριξ πόλεων εις Ιερουσαλήμ φέροντες ασθενείς καί οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων, οίτινες εθεραπεύοντο άπαντες.

Και βέβαια πώς να τολμήσει μετά από όλα όσα συνέβησαν να τους ενοχλήσει κάποιος; (ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς). Ο λαός - ή μήπως ο αμόρφωτος όχλος – εύκολο θύμα τσαρλατάνων και απατεώνων, έσπευσε να προσκομίσει τους αρρώστους του για να τους θεραπεύσει η ... σκιά του μεγάλου "γκουρού" Πέτρου.

Τα περιστατικά που περιγράφονται παραπάνω, μπορούν να "ερμηνευτούν" με διάφορους τρόπους και εγώ δεν σκοπεύω να τα ερμηνεύσω με την θεολογική μέθοδο, μια που ο καλύτερος χαρακτηρισμός, ο οποίος της ταιριάζει, εξάγεται εύκολα από τη φράση "ας κάνουμε το άσπρο μαύρο".

Αν δούμε τα γεγονότα σαν πραγματικά περιστατικά, σαν ιστορικά δεδομένα, τότε εύκολα διαπιστώνουμε οτι έχουν φτάσει σε εμάς μετά από "αναθεωρήσεις". Δυο άνθρωποι πεθαίνουν, έτσι ξαφνικά, ο ένας μετά τον άλλο, απλά και μόνο εξ αιτίας ψυχολογικής βίας που ασκήθηκε πάνω τους; Τους σκότωσε ο Γιαχβέ με τον μακρύ του βραχίονα ή μήπως ανθρώπινο χέρι, από αυτά που ήξεραν ήδη να χρησιμοποιούν το μαχαίρι πάνω σε αθώους ανθρώπους; Αυτή η εκδοχή μοιάζει πιο λογική και καλύπτει πλήρως τα κενά της διήγησης, αν την θεωρήσουμε ως εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων.

Αν πάλι δούμε τα περιγραφόμενα γεγονότα σαν μεταγενέστερη Χριστιανική μυθοπλασία (εκδοχή πολύ πιθανότερη κατά την δική μου άποψη), τότε το δίδαγμα είναι πολύ απλό: Ποίμνιο, μην τολμήσεις να κρύψει τίποτα από τους ιερείς-ηγέτες σου.

Μη τολμήσεις να μη μας παραδώσεις όλα σου τα υπάρχοντα, σε πρώτη ζήτηση: Όλα σας τα χρήματα σε εμάς, διαφορετικά, το χέρι του παντογνώστη και πανταχού παρόντος "Κυρίου" – ή πιθανότατα το χέρι κάποιου απεσταλμένου του (αγγέλου) – θα πέσει βαρύ πάνω σας! Με άλλα λόγια ο μύθος κατασκευάστηκε για να λειτουργήσει σαν μια δόλια προπαγάνδα εκφοβισμού του "ποιμνίου".

Πρέπει επίσεις να υπενθυμίσουμε ότι ο Ανανίας και της Σαπφείρα είναι τα άτομα που βοήθησαν τον Παύλο στην Δαμασκό να γλιτώσει από τους διώκτες του. Πρόκειται μάλλον για εκδίκηση του Πέτρου για τους σωτήρες του Παύλου. 

Αξίζει εδώ να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο "Κατά Χριστιανών" του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου, όπως αυτό έχει διασωθεί μέσα από το βιβλίο "Αποκριτικός προς Έλληνας" του Μακαρίου Μάγνητος (χριστιανού κατηχητή και πιθανόν επισκόπου, που προσπαθεί στο βιβλίο του να αντικρούσει τα επιχειρήματα των Ελλήνων κατά του χριστιανισμού), μια που όλα τα αντύτυπα του βιβλίου του Πορφυρίου ρίχτηκαν στην πυρά, με αυτοκρατορική εντολή το 448μχ:

Ας εξετάσουμε μια φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ' ότι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται (ο Ιησούς) οτι: "Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών." [Ματθ. 19.24]. Αν ένας πλούσιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοιχεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη "βασιλεία των ουρανών", τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δίκαιοι, αν τυχαίνει να 'ναι πλούσιοι; Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια.

Γιατί εφ' όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ' αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πληροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα.

Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυτά - αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε "τον κανόνα της αληθείας" - αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες - κι όχι στο μακρινό παρελθόν -, γι' άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: "Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού", και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το 'ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή, ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό αυτό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Χριστό).

Και να μην ξεχνάμε οτι ο λόγος του Πορφυρίου – ή ότι απέμεινε από αυτόν – αρχίζει με τη φράση: "Τους ευαγγελιστάς εφευρέτας ουχ ίστορας των περί τον Ιησούν γεγενήσθε πράξεων" ή σε σύγχρονη γραφή, "Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν (ιστορικές) μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού".

Ποιός θα μας σώσει από τους «σωτήρες»;

Το ιερατείο, ισχυρίζεται ότι τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας διέσωσε τον Ελληνισμό, κρατώντας τον ενωμένο κάτω από την σκέπη της Εκκλησίας. Επίσης, διά της γλώσσας των Ευαγγελίων και των Ιερών Γραφών διέσωσε την ελληνική γλώσσα. (Μάλλον η ελληνική γλώσσα διέσωσε τας Γραφάς τους). Μου θυμίζουν την λαϊκή παροιμία «Να σε σφάξω Γιάννη να σε αλείψω λάδι». Ακόμη δεν μπορούν να αντιληφθούν οι του ιερατείου, ότι ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι της κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και μετά εμφανίζονται, τάχα, ως σωτήρες.

Από ποιούς μας διέσωσαν, από ποιούς πράγματι κινδύνευε ο Ελληνισμός η ιστορία του και η γλώσσα του; Γιατί, μέχρι να επιβληθεί διά της βίας ο Χριστιανισμός ο Όμηρος και τα άλλα συγγράμματα κυκλοφορούσαν ελεύθερα χωρίς κανέναν κίνδυνο εξαφάνισης. Ποιοί ήταν αυτοί που επιβουλεύονταν την ελληνική γραμματεία;

Φυσικά, είναι αυτοί που έκαιγαν τα βιβλία δημοσίως, και δεν είναι άλλοι από τους διανοητικώς ανάπηρους (αγίους) πατέρες, και το σκυλολόι τους τις ορδές των καλόγερων, και με πρώτον διδάξαντα τον Παύλο, στην πρώτη οργανωμένη καύση βιβλίων στην Έφεσο. Το μέγεθος του διαπραχθέντος εγκλήματος κατά της γνώσης ήταν τρομακτικό, αν λάβουμε υπ' όψιν, ότι η τέχνη της τυπογραφίας δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, και τα κυκλοφορούντα τότε βιβλία ήταν χειρόγραφα, άρα και σπάνια.

Κατά την οθωμανική κατοχή, οι Τούρκοι δεν απαγόρευσαν την ίδρυση σχολείων. Τότε, από ποιους κινδύνευε ο Ελληνισμός; Κινδύνευε ο Ελληνισμός από κάποιους ρασοφόρους που του έλεγαν, ότι «δεν είναι Έλληνες αλλά χριστιανοί»; Κινδύνευε από κάποιους άλλους ρασοφόρους, που απαγόρευαν να βάζουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα; Κινδύνευε και ακόμη κινδυνεύει από όλους τους ρασοφόρους, εκόντες άκοντες που σε πολλές λειτουργίες εξακολουθούν να εξυβρίζουν τους γίγαντες της αρχαιοελληνικής διανόησης; Κινδύνευε ο Ελληνισμός από κάποιον ρασοφόρο που του έλεγε, «ντρέπομαι γιατί είμαι Έλλην» και «άξιοι μαχαίρας οι ελληνόφρονες»; Κινδύνευε ο Ελληνισμός από κάποιους ρασοφόρους, όπως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Άνθιμος, που τύπωσε στο πατριαρχικό τυπογραφείο της Κωνσταντινούπολης, την περιβόητη «Πατρική Διδασκαλία», που ήταν ένα κήρυγμα δουλικής υποταγής εις την υψηλή βασιλεία των Οθωμανών, και λίβελλος κατά της Γαλλικής Επανάστασης; Χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Ο Θεός...ύψωσε την βασιλεία αυτήν των Οθωμανών περισσότερο από κάθε άλλην, διά να αποδείξει αναμφιβόλως ότι θείο εγένετω βουλήματι».

Και επειδή η ταυτότητα ενός λαού καθορίζεται από δύο κυρίως παράγοντες ήτοι την ιστορία του και την γλώσσα του. Προτρέπω λοιπόν το ιερατείο να δουν τους Αλβανούς που διέσωσαν και την φυλή τους και την γλώσσα τους, κουβαλώντας μια ιστορία που δεν συγκρίνεται με την ελληνική, και μια γλώσσα που μέχρι το 1920 ποτέ δεν είχε γραφτεί.

Πώς λοιπόν δεν θα διασώζαμε εμείς οι Έλληνες την φυλή και την γλώσσα μας, αφού είχαν μεριμνήσει οι πρόγονοί μας να μας εφοδιάσουν με μια αξιοθαύμαστη ιστορία, με ένα ανεπανάληπτο πολιτισμό (τον οποίο οι πατέρες της Εκκλησίας εξύβρισαν, και διαπόμπευσαν) και με χιλιάδες συγγράμματα (ιστορικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά κ.ά.) πρωτοφανή και μοναδικά στα μέχρι τότε παγκόσμια δεδομένα; Δυστυχώς, ένα μέρος αυτών που διασώθηκαν, και τα έχουμε σήμερα στα χέρια μας, το οφείλουμε στους Άραβες και όχι στους Βυζαντινούς.

Με την ραγδαία εισροή στον ελληνικό χώρο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, των νέων ιδεών του Διαφωτισμού, δυστυχώς το ιερατείο δεν κατάφερε να συμπλεύσει. Η στάση του θα μπορούσε να ήταν τουλάχιστον ουδέτερη, όμως ήταν άκρως εχθρική, σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που κράτησε ουδέτερη στάση.

Στα χρόνια αυτά, ενώ οι λαοί της Ευρώπης δονούντο από τις νέες ιδέες του Διαφωτισμού που οι ρίζες του ξεκίνησαν από την αρχαία Ελλάδα, στην νέα Ελλάδα, για το ιερατείο ήταν αποδιοπομπαίος τράγος.

Δυστυχώς, το ιερατείο δεν μπόρεσε, αλλά ούτε και σήμερα μπορεί να ξεκόψει από τον μεσαιωνικό σκοταδισμό.

Με αυτά και με τα άλλα, πώς λοιπόν να μην αναφωνήσουμε: «Ποιός θα μας σώσει από τους σωτήρες, ποιός;».

Η αξία της αυταπάτης

Η αξία της αυταπάτηςΟι φίλοι και η οικογένειά σας και ακόμη περισσότερο ο δάσκαλος της μουσικής- λένε ότι δεν έχετε ιδιαίτερο ταλέντο στο πιάνο αλλά εσείς είστε πεπεισμένος ότι είστε ο Ραχμάνινοφ. Πιστεύετε ότι όλοι κάνουν λάθος και επιμένετε να επιδεικνύετε καθημερινά τη δεξιοτεχνία σας μη ξεκολλώντας τα δάχτυλά σας από τα πλήκτρα. Είστε παράλογος;

Ως χθες η απάντηση θα ήταν μάλλον καταφατική, μια καινούργια θεωρία έρχεται όμως να σας απαλλάξει. Ανατρέποντας τα ως τώρα δεδομένα σε μια από τις πιο πολυσυζητημένες έννοιες για τη σύγχρονη Φιλοσοφία, υποστηρίζει ότι η αυταπάτη σας όχι μόνο εμπεριέχει μια μεγάλη δόση λογικής, αλλά επιπλέον μπορεί να σας κινητοποιήσει ώστε να γίνετε καλύτερος.

«Η αυταπάτη είναι ένα συχνό καθημερινό φαινόμενο που συμβαίνει σε όλους μας» εξηγεί ο Αλμπερτ Νέβεν, καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Μπόχουμ της Γερμανίας ο οποίος μαζί με τον συνάδελφό του Κρίστοφ Μίχελ δημοσίευσε τη νέα θεωρία στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού εντύπου «Consciousness and Cognition».
Όταν λέμε αυταπάτη, για τους φιλοσόφους εννοούμε μια διαδικασία με βάση την οποία υπερασπιζόμαστε μια πεποίθηση που είναι σημαντική για μας ή για την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας παρά την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων εναντίον της.
«Ο τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι να επανερμηνεύουμε τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας» εξηγεί ο Νέβεν, φέρνοντας ως παράδειγμα κάποιον ο οποίος πιστεύει ότι είναι αυθεντία στην Ιστορία αλλά σε ένα τεστ αποδεικνύεται ότι δεν ξέρει ορισμένες πολύ σημαντικές χρονολογίες.
«Αυτό που κάνει συνήθως» λέει «είναι ότι δεν εγκαταλείπει τη σημαντική γι΄ αυτόν πεποίθηση ότι είναι άριστος στην Ιστορία αλλά εγκαταλείπει την εδραιωμένη πεποίθηση ότι το να γνωρίζει ορισμένες σημαντικές χρονολογίες είναι απαραίτητο για να θεωρείται άριστος στην Ιστορία. Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα το οποίο έχουμε εξετάσει και εμπειρικά».

Κατά τον ίδιο τρόπο όταν μια ενζενί η οποία πιστεύει ότι είναι πολύ όμορφη δεν κερδίζει στα καλλιστεία ή όταν ένας φυσικός ο οποίος νομίζει ότι είναι σπουδαίος δεν παίρνει το βραβείο Νομπέλ, δεν αλλάζουν την άποψη που έχουν για τα προσόντα τους αλλά ρίχνουν το φταίξιμο στους κριτές.
«Πρόκειται για κάτι το οποίο όλοι λίγο ως πολύ κάνουμε συστηματικά,αλλά θεωρείται ότι είναι κακό» λέει ο κ. Νέβεν. «Αν όμως το εξετάσουμε καλύτερα, όταν βεβαίως δεν μιλάμε για παθολογικές καταστάσεις όπως οι παραληρηματικές ιδέες αλλά για τη συνηθισμένη, καθημερινή αυταπάτη, είναι τελικά καλό,γιατί συντηρεί την εικόνα μας ενισχύοντας την παρώθησή μας.Δεν ωφελούμαστε από μια εικόνα που λέει “αχ,είμαι άσχημος”, γιατί μας κάνει να μην πηγαίνουμε προς τους άλλους,να μην έχουμε συναναστροφές.Αντιθέτως μια εικόνα που λέει “είμαι ωραίος” μας βοηθάει να είμαστε πιο ανοιχτοί,πιο κοινωνικοί,ακόμη και αν δεν ισχύει πραγματικά».

Τα προβλήματα, επισημαίνει, αρχίζουν όταν η απόσταση ανάμεσα στους ευσεβείς πόθους μας και την πραγματικότητα γίνεται μεγάλη. Οπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ένας γονιός ενώ βλέπει ότι το παιδί του γυρίζει κάθε βράδυ στο σπίτι μεθυσμένο αρνείται να παραδεχθεί ότι υπάρχει πρόβλημα και θεωρεί ότι πρόκειται για μια περαστική «φάση» της εφηβείας.

«Εδώ η λανθασμένη αντίληψη του κόσμου είναι σοβαρή» λέει ο Νέβεν. «Πρόκειται για μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας η οποία έχει μόνο αρνητικές συνέπειες τόσο για αυτόν που αυταπατάται όσο και για τους γύρω του».
Η τάση μας να ξεγελάμε τον εαυτό μας αποτελεί ένα από τα ζητήματα που διχάζουν τους φιλοσόφους. Ως τώρα οι επικρατέστερες θεωρίες είναι δύο. Η λεγόμενη θεωρία της λεκτικής διατύπωσης, η οποία υποστηρίζεται από τη σχολή που αρνείται την αυταπάτη, πρεσβεύει ότι ο αυταπατώμενος στην ουσία γνωρίζει ότι π.χ. είναι μέτριος στην Ιστορία ή ότι το παιδί του έχει πρόβλημα αλλά δεν το αποδέχεται στις λεκτικές διατυπώσεις του προς τους άλλους.
«Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για αυταπάτη όταν κάποιος απλώς αποφεύγει να εκφράσει σε τρίτους κάτι το οποίο κατά βάθος γνωρίζει και αποδέχεται» σχολιάζει ο Νέβεν.
Η δεύτερη θεωρία, η οποία έχει προταθεί κυρίως από τον Αλφρεντ Μέλε του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, υποστηρίζει ότι η αυταπάτη είναι μια προκατειλημμένη πεποίθηση: το γεγονός ότι η προσοχή μας είναι επικεντρωμένη σε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε μας κάνει να μη βλέπουμε τις αντίθετες ενδείξεις ακόμη και όταν αυτές είναι εμφανείς. Αυτό είναι κάτι που, όπως έχει αποδειχθεί από την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες, συμβαίνει συχνά στην καθημερινότητά μας ακόμη και με απτά πράγματα και όχι μόνο με τις αφηρημένες κρυφές επιθυμίες μας. Και εδώ όμως, υπογραμμίζει ο Νέβεν, παρατηρείται ένα κενό, εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι «βλέπει» τις αντίθετες ενδείξεις, όπως π.χ. όταν οι επιδόσεις του είναι κακές σε ένα τεστ Ιστορίας.
«Η δική μας θεωρία» εξηγεί ο γερμανός φιλόσοφος «προτείνει ότι η αυταπάτη είναι μια ψευδο-ορθολογική αναδιοργάνωση των πεποιθήσεων».

Το ορθολογικό μέρος έγκειται στο γεγονός ότι αναδιοργανώνοντας τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας ώστε να «ταιριάξουν» με την εικόνα που εμείς έχουμε για τα πράγματα ακολουθούμε μια καθ΄ όλα ορθολογική στρατηγική.

«Μπορείτε να το καταλάβετε αν δείτε τι κάνει η επιστήμη. Αν ένας επιστήμονας έχει μια θεωρία που πιστεύει ότι είναι ευλόγως βάσιμη δεν την απορρίπτει μόνο και μόνο επειδή έχει μία ή δύο αντίθετες ενδείξεις αλλά επανεξετάζει τις θεμελιωμένες γνώσεις του και κάνει αλλαγές για να δει αν θα ταιριάξουν.Αυτό κάνουμε και εμείς στην καθημερινή μας σκέψη».

Η ορθολογικότητα αυτή είναι όμως ψευδής γιατί εφαρμόζεται «κατά τόπους» ή σύμφωνα με αυτό που λέμε «δυο μέτρα και δυο σταθμά». «Η αυταπάτη αυτού του είδους παρουσιάζει ένα τοπικό κενό ή μπορούμε να μιλήσουμε για διττή ορθολογικότητα» λέει ο Νέβεν.

Φέρνει το παράδειγμα του «άριστου» που απαιτεί από τους άλλους να γνωρίζουν τις ιστορικές χρονολογίες αλλά δεν θεωρεί κάτι τέτοιο απαραίτητο για τον εαυτό του ή του συζύγου ο οποίος αρνείται να πιστέψει ότι η σύντροφός του τον απατά παρά το γεγονός ότι έχει ενδείξεις τις οποίες, αν δεν αφορούσαν τον ίδιο, θα θεωρούσε αδιάσειστες αποδείξεις απιστίας.

«Αν κάποιος φίλος τού εξέθετε μια ανάλογη κατάσταση θα έλεγε “α,είναι βέβαιο,είναι άπιστη”,όταν όμως πρόκειται για τη δική του πραγματικότητα ερμηνεύει τα πράγματα διαφορετικά ώστε να ταιριάξουν στην εικόνα που αυτός θέλει να έχει. Η πραγματική ορθολογικότητα απαιτεί ένα γενικό τρόπο ερμηνείας είτε τα γεγονότα αφορούν εμάς τους ίδιους είτε τρίτους» καταλήγει ο γερμανός φιλόσοφος.

Ο λύκος είναι λύκος

Ο λύκος είναι λύκος για τον άνθρωπο
Καθημερινά υιοθετούνται νόμοι και διατάξεις που λαμβάνουν λίγο ή καθόλου υπόψη την απώλεια της ελευθερίας των επιμέρους πολιτών. Κυβερνήσεις και λαοί προσηλώνουν εξίσου το βλέμμα στους διακηρυγμένους στόχους τους και ελάχιστη σημασία δίνουν στις ελευθερίες που καταπατούνται στη διάρκεια της πορείας τους προς τον εκάστοτε στόχο.

Ο ωφελιμιστικός τρόπος σκέψης των κυβερνώντων, απανταχού του πλανήτη μας, όσον αφορά στην επιλογή των μέσων για την επίτευξη κάθε στόχου θεωρούν ότι πρόκειται για θέμα μόνο υπολογιστικό, αποκλείοντας έτσι κάθε έννοια διαφορετικής βούλησης ή ρύθμισης και αλληλεγγύης. Δρουν σαν κάπως από την θεωρία του Τόμας Χομπς (1588-1679), ο οποίος στο έργο του Λεβιάθαν περιγράφει τη «φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας» ως μια συνθήκη «πολέμου όλων εναντίον όλων»
…καθώς το εγωιστικό, ιδιοτελές και ωφελιμιστικό άτομο επιδίδεται σε αγώνα ζωής ή θανάτου για την προστασία των συμφερόντων του. Για να επιτύχει αυτό το στόχο αδιαφορεί για τα άλλα άτομα εφόσον δεν του είναι χρήσιμα και σε αντίθετη περίπτωση προσπαθεί είτε δια της βίας και του εξαναγκασμού είτε δια της απάτης και του προσωρινού προσεταιρισμού του –«διαίρει και βασίλευε»– να προωθήσει και να προστατέψει τα συμφέροντά του.
Επειδή, λοιπόν, ο «λύκος είναι λύκος για τον άνθρωπο», χρειάζεται να υπάρχει ένα απολυταρχικό «κράτος-Λεβιάθαν» (το μυθικό κήτος) για να αποτραπεί η αλληλοεξόντωση των ανθρώπων. Έτσι, ο Χομπς δεν αφήνει περιθώρια στους ανθρώπους να δράσουν με βάση τις έννοιες του «κοινωνικού συμβολαίου», της «κοινωνικής συνεργασίας» και της «κοινωνικής αλληλεγγύης». Όσο, λοιπόν, ισχύει το δόγμα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», το μόνο που μπορεί να κάνει ένα βουλητικά λογικό άτομο είναι προσπαθήσει να δραπετεύσει από τη φυλακή του «κράτους-Λεβιάθαν».

Διδάξτε Φιλοσοφία

Διδάξτε ΦιλοσοφίαΔιδάξτε Φιλοσοφία στα Δημοτικά Σχολεία
Η καθηγήτρια Angie Hobbs πιστεύει πως μόνο ένα μάθημα φιλοσοφίας τη βδομάδα θα μπορούσε να ωφελήσει την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. «Αν αφήσουμε τα παιδιά να αμφισβητήσουν τα μοντέλα τα οποία τους διδάσκουμε αργότερα στη ζωή τους, ίσως να είναι πολύ αργά» προειδοποιεί η Angie Hobbs. «Για αυτό το λόγο χρειάζεται να ξεκινήσουμε να διδάσκουμε φιλοσοφία στο δημοτικό σχολείο.»
Με αυτή τη δήλωση της η Καθηγήτρια μας εξηγεί ότι τα παιδιά θα έπρεπε να διδάσκοντα από νεαρή ηλικία πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι να δει κανείς τον κόσμο, πέρα από εκείνους τους τρόπους στους οποίους εκτίθενται από την οικογένεια τους και τον στενό κοινωνικό τους κύκλο. Πρόκειται για ένα εύστοχο και επίκαιρο ζήτημα, ειδικά λαμβάνοντας υπ’ όψη τον σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τη ριζοσπαστικοποίηση που αντιμετωπίζουν οι νέοι.
Η Hobbs είναι η μόνη Καθηγήτρια σήμερα που ασχολείται με τη δημόσια κατανόηση της Φιλοσοφίας στον κόσμο.
Το τμήμα της στο Πανεπιστήμιο του Sheffield- μαζί με οργανώσεις, όπως το Ίδρυμα Φιλοσοφίας- τελευταία προωθούν την διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας στα Δημοτικά Σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Hobbs έχει διδάξει Πλάτωνα και Ηράκλειτο σε τάξεις εφτάχρονων παιδιών και διαπιστώνει πως τα παιδιά αποκρίνονται πολύ καλά σε θεμελιώδη ερωτήματα, όπως: «Τι είναι αυτό που κάνει εμένα;»
«Τι είναι ο Χρόνος;»
«Υπάρχει το τίποτα;»
Μας λέει ότι τα παιδιά αγαπούν το παρόδοξο του Ζήνωνα: «Το κινούμενο βέλος, είναι ακίνητο»
ή το παράδοξο του Ψεύτη Κρητικού: «Εγώ λέω πάντα ψέματα -τους λέω- τώρα ψεύδομαι;»
Μαθαίνοντας την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στα μικρά παιδιά διεισδύει μέσα στη «φυσική τους περιέργεια, τη φαντασία και την πνευματική ουσία τους». Η Hobbs λέει ότι τα παιδιά έχουν τη φυσική ικανότητα να φαντάζονται άλλους κόσμους και να κάνουν άλματα μέσα στο χρόνο – ο λόγος που αγαπούν βιβλία, όπως ο Χάρι Πότερ και ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών – είναι η ίδια ικανότητα που απαιτείται για να συλλάβουν και να αγαπήσουν τον Πλάτωνα.
Η Hobbs πιστεύει ότι η φιλοσοφία είναι «μία πηγή που έχει αξιοποιηθεί ελάχιστα στο Ηνωμένο Βασίλειο» ασκώντας κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης για την εκπαίδευση.
«Κάποιοι από αυτούς της κυβέρνησης – και όχι μόνο ο Michael Gove στον πρώτο ρόλο του – έχουν πει ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να φορά κατά κύριο λόγο την κατάκτηση γεγονότων και γνώσεων, καθώς και ότι τα παιδιά μπορούν να κάνουν ερωτήσεις αργότερα. Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος»
Το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία αυξάνεται, ωστόσο και σε μια χώρα με τάξεις ολοένα και πιο διαφορετικές, η Hobbs πιστεύει πως κάνοντας συζητήσεις γύρω από την ελληνική φιλοσοφία στα δημοτικά σχολεία, αυτό θα βοηθήσει στην οικοδόμηση σχέσεων κατανόησης μεταξύ παιδιών που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα:

«Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι μια κοινή πολιτιστική πηγή και ανήκει σε όλους μας. Είναι υπέροχο να τη χρησιμοποιείς με παιδιά δημοτικού σχολείου, διότι, αν και μερικοί Έλληνες φιλόσοφοι ήταν θρησκευόμενοι, δεν ενστερνίζονταν σύγχρονες θρησκευτικές ιδεολογίες, με αποτέλεσμα να μπορούμε να πάρουμε μία ομάδα παιδιών διαφορετικής θρησκείας και να αντιμετωπίσουμε αυτές τις σημαντικές ερωτήσεις με έναν περιεκτικό τρόπο.
Η μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας θα τους δείξει από πολύ μικρή ηλικία ότι είναι καλό να κάνουν ερωτήσεις. Αυτό βοηθά στην προστασία τους από κάθε είδους κατήχηση – από θρησκευτικούς και πολιτικούς εξτρεμιστές, από τις συμμορίες, ακόμα και από τους ίδιους τους δασκάλους τους» εξηγεί.
Μελετώντας αυτές τις φιλοσοφικές έννοιες μπορεί επίσης τα παιδιά να βοηθηθούν στην αντιμετώπιση των επιλογών και των προκλήσεων που θα τους εμφανίσει η ζωή, υποστηρίζει η Hobbs.
«Μελετώντας τη φιλοσοφία μπορεί τα παιδιά να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι σκέψης, ύπαρξης, ζωής και προσέγγισης του κόσμου», λέει.
Για την Hobbs είναι βέβαιο πως μπορεί να υπάρχουν ακόμη και διακριτά θεραπευτικά οφέλη στη μελέτη της φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, εξετάζοντας τις θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων Στωικών, σχετικά με την αποδοχή της απώλειας του ελέγχου και της αλλαγής μπορεί τα μικρά παιδιά να αποκτήσουν «μία ανθεκτικότητα» και μια αίσθηση ότι είναι φυσιολογικό να μην είναι ευτυχισμένά όλη την ώρα.

Περί Ελληνικής γλώσσας

Η Ανωτερότητα της Ελληνικής Γλώσσας

Σου έχει συμβεί να παρακολουθήσεις μια ομιλία ή να διαβάζεις ένα βιβλίο ή ένα άρθρο και στο τέλος να μην ξέρεις τι στο διάολο διάβασες ή άκουσες; Λοιπόν ο μόνος λόγος που νοιώθεις έτσι είναι γιατί στο κείμενο ή στον λόγο υπάρχουν λέξεις που δεν γνωρίζεις ή παρανοείς τον ορισμό τους.  Στην χαριτωμένη πρόταση, που σε μερικά κράτη κι εποχές, μπορεί να σου στοιχίσει την ζωή σου η λάθος απάντηση  «πιστεύεις στον θεό;» η απάντηση δεν είναι καθόλου προφανής, ούτε κι είναι μια.

Η λέξη «πίστη» έχει πάνω από 5 διαφορετικούς  ορισμούς και κανένας δεν είναι φιλοεπιβιωτικός.
Η λέξη «θεός» έχει πάνω από 200 ορισμούς και υπάρχουν και γύρω στους 5000 θεούς και θεές.
Υπάρχει και η λέξη «στον» και υπαρχει κι ένα ερωτηματικό στο τέλος.

Αν ανοίξεις ένα λεξικό και μάθεις τους ορισμούς αυτών των λέξεων, άμεσα αντιλαμβάνεσαι, την μεγάλη νοητική και ψυχική σύγχυση που βρίσκονται όσοι λένε αστόχαστα «πιστεύω στον θεό!!!» Η ακόμη πιο άστοχα κάνουν αυτήν την ανόητη ερώτηση, που δεν περιέχει κανένα νόημα, τουλάχιστον για εχέφρονες ανθρώπους.

Σήμερα οι μιμιδίζοντες νεοέλληνες χρησιμοποιούν τούρκικες λέξεις όπως η λέξη «χαράτσι» ή «Bullying» ξεχνώντας τον πλούτο της Ελληνικής γλώσσας τους. Το νταηλίκι (τουρκική: dayılık) είναι μια μορφή κακοποίησης, πιο συγκεκριμένα εκφοβισμού ή εξαναγκασμού και υπάρχουν δεκάδες λέξεις να περιγραφεί, αλλά τι να περιμένει κανείς από τα ελληνικά ανθρώπινα ζώα που πιστεύουν ότι μαλακία τους πουν, όταν δεν μυρικάζουν.

Στο έργο «Σύντοµη ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» του διάσηµου γλωσσολόγου Α. Meillet, υποστηρίζεται µε σθένος η ανωτερότητα της Ελληνικής έναντι των άλλων γλωσσών. Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ είχε δηλώσει: «Στην Ελληνική υπάρχει ένας ίλιγγος λέξεων, διότι µόνο αυτή εξερεύνησε, κατέγραψε και ανέλυσε τις ενδότατες διαδικασίες της οµιλίας και της γλώσσης, όσο καµία άλλη γλώσσα»

Ο Γάλλος διαφωτιστής Βολτέρος: «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών»

Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Κάρολος Φωριέλ: «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ότι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης»

Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε: «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας»

TheodoreF. Brunner (Ιδρυτής του TLG και διευθυντής του µέχρι το 1997): «Σε όποιον απορεί γιατί ξοδεύτηκαν τόσα εκατοµµύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής, απαντούµε: Μα πρόκειται για την γλώσσα των προγόνων µας και η επαφή µε αυτούς  ßελτιώνει τον πολιτισµό µας»

Η τυφλή Αμερικανίδα συγγραφέας Έλεν Κέλλερ: «Αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η Ελληνική γλώσσα είναι το βιολί του ανθρώπινου στοχασμού»

Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832): «Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώµης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαµπερό µέσα στη νύχτα»

Διάλογος του Γκαίτε µε τους µαθητές του:
-Δάσκαλε τι να διαßάσουµε για να γίνουµε σοφοί όπως εσύ;
-Τους Έλληνες κλασικούς.
-Και όταν τελειώσουµε τους Έλληνες κλασικούς τι να διαßάσουµε;
-Πάλι τους Έλληνες κλασικούς.

Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώµης, 106-43 π.κ.ε.) «Εάν οι θεοί µιλούν, τότε σίγουρα χρησιµοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων»

Χάµφρι Κίτο (Άγγλος καθηγητής στο πανεπιστήµιο του Μπρίστολ, 1968) «Είναι στη φύση της Ελληνικής γλώσσας να είναι καθαρή, ακριßής και περίπλοκη. Η ασάφεια και η έλλειψη άµεσης ενοράσεως που χαρακτηρίζει µερικές φορές τα Αγγλικά και τα Γερµανικά, είναι εντελώς ξένες προς την Ελληνική γλώσσα»

Ιρίνα Κοßάλεßα (Σύγχρονη Ρωσίδα καθηγήτρια στο πανεπιστήµιο Λοµονόσοφ, 1995)  «Η Ελληνική γλώσσα είναι όµορφη σαν τον ουρανό µε τα άστρα»

R.H. Robins (Σύγχρονος Άγγλος γλωσσολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήµιου του Λονδίνου) «Φυσικά δεν είναι µόνο στη γλωσσολογία όπου οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι για την Ευρώπη. Στο σύνολό της η πνευµατική ζωή της Ευρώπης ανάγεται στο έργο των Ελλήνων στοχαστών. Ακόµα και σήµερα επιστρέφουµε αδιάκοπα στην Ελληνική κληρονοµιά για να ßρούµε ερεθίσµατα και ενθάρρυνση»

Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας – Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδηµίας της Βασκονίας)  «Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονοµιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιµένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.»

«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργηµένων ατόµων.»

«Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή»

Ερρίκος Σλίµαν (Διάσηµος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890) «Επιθυµούσα πάντα µε πάθος να µάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοßόµουν πως η ßαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα µε απορροφούσε τόσο πολύ που θα µε αποµάκρυνε από τις άλλες µου δραστηριότητες.» (Ο Σλίµαν µίλαγε άψογα 18 γλώσσες. Για 2 χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το να µελετάει τα 2 έπη των Οµήρων).

Γεώργιος Μπερνάρ Σο (Μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, 1856-1950) «Αν στη ßιßλιοθήκη του σπιτιού σας δεν έχετε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τότε µένετε σε ένα σπίτι δίχως φως.»

Τζέιµς Τζόις (Διάσηµος Ιρλανδός συγγραφέας, 1882-1941) «Σχεδόν φοßάµαι να αγγίξω την Οδύσσεια, τόσο καταπιεστικά αφόρητη είναι η οµορφιά.»

Ίµπν Χαλντούν (Ο µεγαλύτερος Άραßας ιστορικός) «Πού είναι η γραµµατεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονοµήσει την γραµµατεία των Ελλήνων µόνον.»

Will Durant (Αµερικανός ιστορικός και φιλόσοφος, καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Columbia) «Το αλφάßητον µας προήλθε εξ Ελλάδος δια της Κύµης και της Ρώµης. Η Γλώσσα µας ßρίθει Ελληνικών λέξεων. Η επιστήµη µας σφυρηλάτησε µίαν διεθνή γλώσσα διά των Ελληνικών όρων. Η γραµµατική µας και η ρητορική µας, ακόµα και η στίξης και η διαίρεσης εις παραγράφους, είναι Ελληνικές εφευρέσεις. Τα λογοτεχνικά µας είδη είναι Ελληνικά – το λυρικόν, η ωδή, το ειδύλλιον, το µυθιστόρηµα, η πραγµατεία, η προσφώνησις, η ßιογραφία, η ιστορία και προ πάντων το όραµα. Και όλες σχεδόν αυτές οι λέξεις είναι Ελληνικές»

Ζακλίν Ντε Ροµιγί (Σύγχρονη Γαλλίδα Ακαδηµαϊκός και συγγραφεύς) «Η αρχαία Ελλάδα µας προσφέρει µια γλώσσα, για την οποία θα πω ότι είναι οικουµενική»

«Όλος ο κόσµος πρέπει να µάθει Ελληνικά, επειδή η Ελληνική γλώσσα µας ßοηθάει πρώτα από όλα να καταλάßουµε την δική µας γλώσσα»

Μπρούνο Σνελ (Διαπρεπής καθηγητής του Πανεπιστηµίου του Αµßούργου) «Η Ελληνική γλώσσα είναι το παρελθόν των Ευρωπαίων»

Φραγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστηµίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδηµίας προς διάδοσιν του πολιτισµού): «Έλληνες να είστε περήφανοι που µιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και µητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραµελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που µας έχουν αποµείνει και ταυτόχρονα το διαßατήριό σας για τον παγκόσµιο πολιτισµό.»

Ο. Βαντρούσκα (Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης): «Για έναν Ιάπωνα ή Τούρκο, όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν φαίνονται ως ξεχωριστές, αλλά ως διάλεκτοι µιας και της αυτής γλώσσας, της Ελληνικής.»

Peter Jones (Διδάκτωρ – καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης ο οποίος συνέταξε µαθήµατα αρχαίων Ελληνικών προς το αναγνωστικό κοινό, για δηµοσίευση στην εφηµερίδα «DailyTelegraph») «Οι Έλληνες της Αθήνας του 5ου και του 4ου αιώνος είχαν φθάσει την γλώσσα σε τέτοιο σηµείο, ώστε µε αυτήν να εξερευνούν ιδέες όπως η δηµοκρατία και οι απαρχές του σύµπαντος, έννοιες όπως το θείο και το δίκαιο. Είναι µιά θαυµάσια και εξαιρετική γλώσσα.»

Ντε Γρόοτ (Ολλανδός καθηγητής Οµηρικών κειµένων στο πανεπιστήµιο του Μοντρεάλ) «Η Ελληνική γλώσσα έχει συνέχεια και σε µαθαίνει να είσαι αδέσποτος και να έχεις µιά δόξα, δηλαδή µιά γνώµη. Στην γλώσσα αυτή δεν υπάρχει ορθοδοξία. Έτσι ακόµη και αν το εκπαιδευτικό σύστηµα θέλει ανθρώπους νοµοταγείς – σε ένα καλούπι – το πνεύµα των αρχαίων κειµένων και η γλώσσα σε µαθαίνουν να είσαι αφεντικό»

Gilbert Murray (Καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης) «Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα. Συχνά διαπιστώνει κανείς ότι µιά σκέψη µπορεί να διατυπωθεί µε άνεση και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και ßαρειά στην Λατινική, Αγγλική, Γαλλική ή Γερµανική. Είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων»

Max Von Laye (Βραßείον Νόµπελ Φυσικής) «Οφείλω χάριτας στην θεία πρόνοια, διότι ευδόκησε να διδαχθώ τα αρχαία Ελληνικά, που µε ßοήθησαν να διεισδύσω ßαθύτερα στο νόηµα των θετικών επιστηµών»

E, Norden (Μεγάλος Γερµανός φιλόλογος) «Εκτός από την Κινεζική και την Ιαπωνική, όλες οι άλλες γλώσσες διαµορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της Ελληνικής, από την οποία πήραν, εκτός από πλήθος λέξεων, τους κανόνες και την γραµµατική.»

Martin Heidegger (Γερµανός φιλόσοφος, απο τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισµού του 20ου αιώνος) «Η αρχαία Ελληνική γλώσσα ανήκει στα πρότυπα, µέσα από τα οποία προßάλλουν οι πνευµατικές δυνάµεις της δηµιουργικής µεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει στην σκέψη, είναι η πιό ισχυρή και συνάµα η πιό πνευµατώδης από όλες τις γλώσσες του κόσµου»

DavidCrystal (Γνωστός Άγγλος καθηγητής, συγγραφεύς της εγκυκλοπαίδειας του Cambridge για την Αγγλική) «Είναι εκπληκτικό να ßλέπεις πόσο στηριζόµαστε ακόµη στην Ελληνική, για να µιλήσουµε για οντότητες και γεγονότα που ßρίσκονται στην καρδιά της σύγχρονης ζωής»

Μάικλ Βέντρις (Ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε την Γραµµική γραφή Β’) «Η αρχαία Ελληνική Γλώσσα ήταν και είναι ανωτέρα όλων των παλαιοτέρων και νεοτέρων γλωσσών»

R.H. Robins (Γλωσσολόγος και συγγραφεύς) «Ο Ελληνικός θρίαµßος στον πνευµατικό πολιτισµό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τοµείς [...]. Τα επιτεύγµατά τους στον τοµέα της γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στην θεωρία της γραµµατικής και στην γραµµατική περιγραφή της γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε να αξίζει να µελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Επίσης είναι τέτοια που να εµπνέουν την ευγνωµοσύνη και τον θαυµασµό µας.»

Luis José Navarro (Αντιπρόεδρος στο εκπαιδευτικό πρόγραµµα «Ευρωκλάσσικα» της Ε.Ε.) «Η Ελληνική γλώσσα για µένα είναι σαν κοσµογονία. Δεν είναι απλώς µιά γλώσσα»

Juan Jose Puhana Arza (Βάσκος Ελληνιστής και πολιτικός) «Οφείλουµε να διακηρύξουµε ότι δεν έχει υπάρξει στον κόσµο µία γλώσσα η οποία να δύναται να συγκριθεί µε την κλασσική Ελληνική»

Ζακ Λανγκ (Γάλλος Υπουργός Παιδείας) «Η Ελληνική γλώσσα είναι µία γλώσσα η οποία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις προϋποθέσεις µιας γλώσσης διεθνούς… εγγίζει αυτές τις ίδιες τις απαρχές του πολιτισµού… η οποία όχι µόνον δεν υπήρξε ξένη προς ουδεµία από τις µεγάλες εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύµατος, στην θρησκεία, στην πολιτική, στα γράµµατα, στις τέχνες, στις επιστήµες, αλλά υπήρξε και το πρώτο εργαλείο, – προς ανίχνευση όλων αυτών – τρόπον τινά η µήτρα. Γλώσσα λογική και συγχρόνως ευφωνική, ανάµεσα σε όλες τις άλλες»

Τζορτζ Όργουελ, «1984» Ο έλεγχος της σκέψης μέσω της καταστροφής των λέξεων

«Δίνουμε στη γλώσσα την τελική της μορφή, τη μορφή που θα έχει όταν κανείς δε θα μιλάει άλλη γλώσσα. Οταν τελειώσουμε, οι άνθρωποι σαν εσένα θα πρέπει να τη μάθουν απ’ αρχής. Πιστεύεις, φαντάζομαι, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφεύρουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις – εικοσάδες, εκατοντάδες κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκαλο».

Και σε κάποιο άλλο σημείο:

«Δε βλέπεις ότι ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δε θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. Κάθε γενική έννοια που μπορεί ποτέ να εκφραστεί θα καλύπτεται με μια μόνο λέξη, που το νόημά της θα είναι αυστηρά καθορισμένο και όλες οι παραπλήσιες έννοιές της θα έχουν εκλείψει και ξεχαστεί. Η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιστεί μια για πάντα και θα έσπαζε και ο τελευταίος κρίκος με το παρελθόν».

Οι λέξεις και οι ορισμοί τους είναι ο κόσμος μας, είναι η πραγματικότητα μας, για να κάνετε κάτι πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα, είναι απαραίττητο πριν, να γνωρίζετε την ουσία της. Οι λέξεις είναι η ουσία της.

Εν αρχή ην η Σκέψη

Η Σκέψη εκδηλώνεται με την Λέξη

και Δημιουργεί.

Αν από την Αγγλική γλώσσα αφαιρεθούν οι Ελληνικές και οι Λατινικές λέξεις θα τους μείνουν τα ΜΟΥΓΚΡΊΣΜΑΤΑ !

Διαβάστε κάποιες Απόψεις περί της Ελληνικής γλώσσας και βρείτε μόνοι σας σωστά και λάθη, προπαγάνδα κι αντιπροπαγάνδα, χρησιμοποιώντας την Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η φυσικά

Η Ελληνική γλώσσα αλλάζει

Είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας να αλλάζει, να φεύγουν στοιχεία και να έρχονται νέα. Οι αλλαγές αυτές θεωρούνται από κάποιους φθορά ή εκφυλισμός, αλλά αυτή η άποψη δεν στηρίζεται σε καμία επιστήμη, ιδίως δε όχι στη γλωσσολογία, που μελετά την πορεία της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που υφίσταται. Η ελληνική δεν έπαθε κάποια ζημιά επειδή π.χ. εξαφανίστηκε ο δυϊκός αριθμός ή επειδή κάποτε ενσωματώθηκε η διπλή άρνηση ως κατάφαση. Έχουμε δικαίωμα να μη μας αρέσουν οι αλλαγές στη γλώσσα (επειδή μας ξεβολεύουν, επειδή μας φαίνονται αλλόκοτες ή αισθητικά άσχημες) αλλά από πότε το προσωπικό μας γούστο ή συνήθεια αποτελεί επιστημονικό κριτήριο;

Όλες οι γλώσσες αλλάζουν και η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Μιλάμε άλλα ελληνικά απ’ ό,τι μιλούσαν το 300 π.κ.ε. ή το 1840 μ.κ.ε. Κανείς, όμως, δεν αμφισβητεί ότι η γλώσσα μας παραμένει η ελληνική, κι ας έχουν προστεθεί ή αφαιρεθεί πολλά στοιχεία: λέξεις, συντακτικές δομές, γραμματικά φαινόμενα κτλ.

Κάποιοι κλαυθμυρίζουν και κινδυνολογούν ότι η γλώσσα μας εκφυλίζεται λόγω της εισροής ξένων λέξεων, αλλά η άποψη αυτή είναι επιστημονικά αστεία όσο και παμπάλαια – εδώ και πολλούς αιώνες διάφοροι «επαγγελματίες θρηνωδοί», όπως τους αποκαλεί ο Γιάννης Χάρης, κλαίνε για τα ελληνικά που τάχα μου πεθαίνουν.

Έχουν περάσει σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, από τότε που ο Φρύνιχος ο Αράβιος, γραμματικός στο επάγγελμα, έγραψε τον πρώτο οδηγό για το πώς να μιλάμε σωστά ελληνικά, δηλαδή αττικά, απορρίπτοντας τα παρηκμασμένα ελληνικά της ελληνιστικής εποχής (τα οποία αργότερα πήραν εκδίκηση και έγιναν η γλώσσα των Ευαγγελίων). Ελεεινολογεί την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, όπως τόσοι και τόσοι μετά από αυτόν, αλλά η ελληνική τους διαψεύδει εδώ και 2500 χρόνια, συνεχίζοντας ακάθεκτη!

Αλλαγή δεν σημαίνει φθορά ή εκφυλισμό, πόσο μάλλον εξαφάνιση. Πράγματι, κάποιες γλώσσες έχουν εξαφανιστεί, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους, που δεν έχουν να κάνουν με την ενσωμάτωση ξένων λέξεων, εκφράσεων ή δομών. Η ελληνική έχει αποδειχθεί απίστευτα δυναμική στο να ενσωματώνει ξενικά στοιχεία.

Τελευταία παρατηρώ ένα διαφορετικό φαινόμενο: πολλοί από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επαγγελματικό, χρησιμοποιούν ατόφιες αγγλικές λέξεις σκόρπια στον καθημερινό λόγο τους. «Πουλάνε μούρη φυσικά!» θα ισχυριστούν κάποιοι. Πράγματι, κάποιοι ίσως το κάνουν για να παραστήσουν τον καμπόσο.

Η χρήση ξένων λέξεων ενώ υπάρχουν εύχρηστες αντίστοιχες λέξεις στη δική μας γλώσσα (π.χ. μερσί, τσάο) είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές γλώσσες· οι ξένες αυτές λέξεις ονομάζονται «δάνεια πολυτελείας» ή «συνυποδηλωτικά δάνεια» και η χρήση τους οφείλεται όχι σε πραγματικές ανάγκες της γλώσσας υποδοχής αλλά σε ψυχολογικές ανάγκες, με αφορμή το ανώτερο γόητρο της ξένης γλώσσας.

Παλιότερα, στα ελληνικά υπήρξε τεράστια εισροή γαλλικών λέξεων· σήμερα, η γλώσσα κύρους είναι η αγγλική, και μάλιστα παρατηρούμε την αντικατάσταση γαλλικών μεταφραστικών δανείων με αντίστοιχα αγγλικά (π.χ. τατουάζ – τατού, σουτιέν – μπρα) ή με ελληνικές μεταφράσεις (ντεμπραγιάζ – συμπλέκτης).

Ωστόσο, δεν αναφέρομαι σε αυτούς που για να πουλήσουν μούρη πετάνε καμιά αγγλική λέξη για εφέ, αλλά σε ανθρώπους που ενσωματώνουν αγγλικές λέξεις στη ρύμη του λόγου τους. Για παράδειγμα, στις συνεδρίες, οι συμβουλευόμενοί/ές μου καθόλου δεν νοιάζονται να πουλήσουν μούρη για τις γλωσσικές τους γνώσεις την ώρα που μιλάνε για οδυνηρά, πολύ προσωπικά τους προβλήματα. Και όμως αρκετές/οί εντάσσουν, με μεγάλη φυσικότητα, αγγλικές λέξεις και εκφράσεις στη ρύμη του λόγου τους, ενίοτε μάλιστα απολογούμενοι/ες για την αγγλικούρα.

Δεν αναφέρομαι σε δίγλωσσα άτομα, τα οποία ούτως ή άλλως κάνουν αυτό το code switching, αφού σκέφτονται και στις δύο γλώσσες. Σίγουρα όμως αναφέρομαι σε άτομα που έχουν έντονη, σχεδόν καθημερινή επαφή με την αγγλική γλώσσα.

Αν όχι ενεργητικά (παράγοντας γραπτό ή προφορικό λόγο στα αγγλικά) σίγουρα παθητικά (διαβάζοντας βιβλία και άρθρα, παρακολουθώντας αγγλικές σειρές ή ταινίες κοκ).

Αυτή η καθημερινή τριβή με τη γλώσσα δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τη δική μας ιδιόλεκτο (δηλαδή τον πολύ προσωπικό τρόπο με τον οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα στην προφορική του επικοινωνία). Παρατηρώ αυτό το φαινόμενο τόσο σε ανθρώπους «μορφωμένους», που χειρίζονται άψογα την ελληνική γλώσσα, όσο και σε ανθρώπους με απλούστερο λεξιλόγιο. Δηλαδή, δεν είναι θέμα μορφωτικού επιπέδου, αλλά τριβής με τα αγγλικά.

Για αρκετές Ελληνίδες και Έλληνες ένα σημαντικό μέρος της καθημερινής τους πραγματικότητας συμβαίνει στα αγγλικά, είτε στη δουλειά είτε στην ψυχαγωγία· κάποιες εκφράσεις και λέξεις τις ζουν μόνο στην αγγλική και έτσι σιγά σιγά από παθητική γνώση περνάνε στην ενεργητική χρήση.

Αυτό το φαινόμενο το παρατηρώ και με Δανούς και Γάλλους, με τους οποίους συνομιλώ στη γλώσσα τους· αν έχουν συνεχή τριβή με τα αγγλικά, όλο και κάποια αγγλική λέξη παρεισφρέει με μεγάλη φυσικότητα στον λόγο τους.

Μερικές φορές, οι ξένες λέξεις ενσωματώνονται στη γλώσσα. Στα δανέζικα, λόγου χάρη, η χρήση του αγγλικού fuck εντάχθηκε σε τέτοιο βαθμό, που εκδανίστηκε πλήρως (du fucker mig op = you’re fucking with me). Ενίοτε κάποιες ξένες λέξεις ενσωματώνονται σε τέτοιο βαθμό, που αποκτούν μια πλήρως ανεξάρτητη ζωή.

Αυτοί οι αγγλισμοί αποκαλούνται στη γλωσσολογία ψευδοαγγλισμοί· πρόκειται για αγγλικές λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται σε άλλες γλώσσες με τρόπο που δεν θα χρησιμοποιούνταν ποτέ στα αγγλικά ή σημαίνουν κάτι τελείως διαφορετικό. Τέτοιοι ψευδοαγγλισμοί στα ελληνικά είναι, μεταξύ άλλων, το μπόντι (leotard), το βιντεοκλίπ (music video), το σλιπ (briefs), το ζάπινγκ (channel-surfing) ή το handy στα γερμανικά (mobile, cell phone).

Ακούω ήδη τις ιερεμιάδες πολλών, που θα κατακεραυνώσουν αυτό το άρθρο κι εμένα για ξεπούλημα της γλώσσας ή σταδιακή καταστροφή της. Γουατέβα. Μου αρκεί που ξέρω ότι τα ελληνικά θα μας θάψουν όλους!

Αρχαία ελληνική γλώσσα: Το παρελθόν

Λίγα λόγια πρώτα για τους όρους «μύθοι» και «μυθοποίηση», οι οποίοι επιβάλλονται διά του τίτλου εδώ στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Εξαρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η περί αρχαίας ελληνικής γλώσσας μυθολογία θα μπορούσε, σχηματικά πάντοτε, να μοιραστεί σε τέσσερις εποχές: αρχαιότητα, βυζάντιο, τουρκοκρατία, νέος ελληνισμός. Για ευνόητους λόγους θα επιμείνω στην πρώτη εποχή.

Στον ευρύτερο χώρο της αρχαιογνωσίας, ειδικότερα στην περιοχή της ιστορίας των ιδεών, η λέξη «μύθος» χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται λίγο πολύ ως συμπληρωματικός και μάλλον αντίθετος όρος των λέξεων «λόγος» και «σκέψη». Η προηγούμενη διάκριση υπονοεί δύο διακεκριμένα (όχι κατ’ ανάγκην και διαδοχικά) συστήματα έκφρασης και επικοινωνίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο πρώιμο, ακμαίο, όψιμο: παραδοσιακό και συλλογικό το ένα, εξατομικευμένο και κατά κάποιον τρόπο νεοτερικό το άλλο· αλληγορικό το πρώτο, κυριολεκτικό το δεύτερο· φαντασιακό το προηγούμενο, εξορθολογισμένο το επόμενο.

Προφανώς οι τρεις προτεινόμενες διακρίσεις παραείναι απλουστευτικές και βεβαίως δεν αποκλείουν την επιμειξία τους. Όπως κι αν έχει το πράγμα, προκειμένου για την αρχαία ελληνική γλώσσα αναγνωρίζονται από πολύ νωρίς μυθολογικού τύπου ερμηνείες της, οι οποίες εντούτοις απαντούν σε ριζικές περί γλώσσας απορίες, μερικές μάλιστα από τις οποίες παραμένουν ακόμη και σήμερα άλυτες.

Οι σχετικοί πάντως μύθοι εύκολα μοιράζονται ανάμεσα σ’ εκείνους που αφορούν τον αυτονόητο μάλλον προφορικό λόγο και σ’ αυτούς που προσπαθούν να εξηγήσουν το αίνιγμα της γραφής. Καταλογίζω εφεξής σε τέσσερις κατηγορίες τα περί γλώσσας απορήματα που μπορεί κανείς να διακρίνει στην αρχαία ελληνική γραμματεία:

1. Μυθολογείται πρώτα η αρχαία ελληνική γλώσσα ως προς την καταγωγή και την εύρεσή της· κυρίως ως προς τη θεολογική, ανθρωπολογική ή μεικτή αφορμή της.

2. Μυθολογήματα επίσης εμφανίζονται, προκειμένου να κατοχυρωθούν η αρχαιότητα και η προτεραιότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας έναντι άλλων γειτονικών γλωσσών.

3. Μυθολογικές εξηγήσεις προτείνονται, για να αποφασιστεί ο πραγματολογικός, ή και οντολογικός, τύπος της γλώσσας σε αντίθεση προς τον συμβατικό της χαρακτήρα.

4. Μύθοι, τέλος, επινοούνται, για να υποστηρίξουν ως αδιαίρετο το ζεύγος «όμαιμον-ομόγλωσσον», στο πλαίσιο μιας αυθεντικής φυλετικής ιθαγένειας, εκεί μάλιστα που λίγο πολύ σκανδαλίζει η εμφάνιση κάποιας πολυγλωσσίας. Δεν έχω τον χώρο να παραδειγματίσω τις προτεινόμενες τέσσερις απορηματικές κατηγορίες, οι οποίες αφορούν λιγότερο στην προφορά και περισσότερο στη γραφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Είναι ωστόσο προφανές ότι οι διάφοροι αυτοί μύθοι περί αρχαίας ελληνικής γλώσσας δεν πρέπει να θεωρούνται αυθαίρετοι και καταφρονητέοι, στον βαθμό που ανταποκρίνονται σε αναγνώσιμες ανθρωπολογικές και ιστορικές συνθήκες. Παρά ταύτα η αρχαιογνωστική επιστήμη, ειδικότερα η επιστήμη της γλωσσολογίας, επωμίζεται νομίμως την ευθύνη να διακρίνει τις τεκμηριωμένες γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική γλώσσα από τις ιδεολογικές μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις της, οι περισσότερες από τις οποίες σχηματίζονται στα ελληνιστικά και ελληνορωμαϊκά χρόνια, εφεξής εγκαθίστανται και προοδευτικώς εξωραΐζουν ώς σήμερα το είδωλο πλέον της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ως μέτρο αξιολογικής σύγκρισής της με τη νέα ελληνική γλώσσα.

Η βασικότερη ιδεολογική (μυθολογική και μυθοποιητική) παρεξήγηση περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αναγνωρίζεται στην αυθαίρετη ταύτισή της με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Σύμφωνα με τούτο το ιδεολόγημα, η υψηλή στάθμη της γλώσσας εξασφαλίζει εκ των προτέρων την υψηλή στάθμη της γραμματείας, ως σχέση μάλιστα αιτίου προς αιτιατό.

Τούτο προφανώς σημαίνει αξιολογική πρόταξη πλέον της γλώσσας έναντι των γραμμάτων· σάμπως να πρόκειται για ένα είδος γλωσσικής γεννήτριας, προορισμένης να παράγει στο διηνεκές αξεπέραστης αξίας λογοτεχνικά και γραμματειακά έργα. Η μυθολογική και μυθοποιητική αυτή στρέβλωση ανάγεται στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια και κωδικοποιήθηκε από το γνωστό κίνημα και τους συντελεστές του πρώιμου και ύστερου αττικισμού.

Σε τούτο το σημείο αξίζει να θυμηθούμε ότι η αρχαϊκή και κλασική εποχή δεν φαίνεται να κατέχεται από γλωσσική αυταρέσκεια. Γλώσσα και γραμματεία συμβάλλονται, καλλιεργούνται και εξελίσσονται με συνεχή διάλογο-αντίλογο του παρόντος με το παρελθόν, χωρίς βεβαίως τούτο να σημαίνει μαθησιακή αχαριστία του πρώτου προς το δεύτερο. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια δεν σχηματίζεται κάποιος λογοτεχνικός κανόνας, μολονότι αναγνωρίζονται οφειλές στους θεμελιωτές των λογοτεχνικών ειδών και γενών, και προπαντός στον Όμηρο.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, με την αττικιστική προκατάληψη, σύμφωνα με την οποία αρχαία ελληνική γλώσσα και αρχαία ελληνική γραμματεία λίγο πολύ ταυτίζονται, τα λογοτεχνικά κατορθώματα της αρχαιότητας αποσυνδέονται πλέον από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και θεωρούνται εφεξής υποχρεωτικά γλωσσικά πρότυπα. Σ’ αυτό πάντως το μύθευμα περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσας οφείλονται παρεπόμενες εμπλοκές του γλωσσικού μας ζητήματος και μια σειρά από συγγενικά ιδεολογήματα, τα οποία, για λόγους δημοσιογραφικής οικονομίας, εδώ μόνον επιγράφονται.

Εννοούνται τα μυθεύματα για: (α) την καθαρότητα και τον άμεικτο χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας· (β) την πρότυπη αξία της έναντι όλων των άλλων γλωσσών· (γ) την αδιατάρακτη συνοχή και συνέχειά της· (δ) το αμετάφραστό της· (ε) την αποκλειστική κληροδοσία της στους Νεοέλληνες. Τα ιδεολογήματα αυτά, τα οποία ταλαιπώρησαν για δύο σχεδόν αιώνες τη νεοελληνική παιδεία και εκπαίδευση, υφέρπουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ακόμη και σήμερα, μολονότι η δογματική υπεράσπισή τους οδηγεί συχνά σε πραγματολογικές αλλά και λογικές αντιφάσεις. Με μια τέτοια, κραυγαλέα, αντίφαση κλείνω το ιχνογράφημα τούτο περί αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Ενώ οι Νεοέλληνες, εν ονόματι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, διεκδικούν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοτιμία της νεοελληνικής γλώσσας έναντι των άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, στο εσωτερικό της χώρας καταφανώς υποτιμούν τη στάθμη της νεοελληνικής γλώσσας, την οποία θεωρούν, έναντι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ανεπαρκή. Πρόκειται για ένα είδος ακατανόητης ενδογλωσσικής ανισοτιμίας, η οποία οδηγεί στην αυθαίρετη υπόθεση ότι η νεοελληνική γλώσσα χρειάζεται συνεχώς την υποστήριξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, για να καλύπτει τα κάθε λογής κενά της.

Περιττεύει να πω ότι, ως κλασικός φιλόλογος, που χρόνια μελετώ την αρχαία ελληνική γλώσσα, αισθάνομαι φιλολογική έλξη προς αυτήν, την οποία εντούτοις είμαι υποχρεωμένος να υπερκεράσω, προκειμένου η απόσταση μεταξύ μύθου και λόγου για την αρχαία ελληνική γλώσσα να μην καταστεί αγεφύρωτο χάσμα.

Ετυμολογία η εξάρτηση

Η ετυμολογία είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά την προέλευση των λέξεων και έχει την υποχρέωση να δείξει από πού προέρχονται τόσο η μορφή τους όσο και οι βασικές τους σημασίες. Όμως οι παλιότερες ετυμολογίες της νέας ελληνικής (ΝΕ) παρουσιάζουν συχνά μια ψεύτικη εικόνα σχετικά με την προέλευση του λεξιλογίου αυτής της γλώσσας, που οφείλεται στην προσπάθεια, μέσα από έναν στείρο φορμαλισμό, να αναχθούν τα πάντα στα «αρχαία ελληνικά».

Καθώς είχε δείξει κιόλας πριν από έναν αιώνα ο Γεώργιος Χατζιδάκις, οι βάσεις της λαϊκής νεοελληνικής γλώσσας βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή, που αποτελεί σημαντικά διαφοροποιημένη εξέλιξη της κλασικής ελληνικής.

Από άποψη πολιτικής ιστορίας, η ελληνιστική κοινή επεκτείνεται μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Με τη δημοσίευση των ετυμολογιών του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, νομίζω φάνηκε πως και της λόγιας γλώσσας οι βάσεις βρίσκονται στην ελληνιστική εποχή, και σε μικρότερο βαθμό στην κλασική ελληνική.

Όπως και σε άλλες γλώσσες, έτσι και στη ΝΕ υπάρχουν λέξεις «κληρονομημένες», δηλαδή λέξεις που είτε οι ίδιες είτε τα επιμέρους στοιχεία τους υπάρχουν συνεχώς στη γλώσσα για πολύ μεγάλο διάστημα, έστω και με τροποποιημένη μορφή και προφορά. Σύμφωνα με την τοποθέτηση που έγινε πιο πάνω, οι λέξεις αυτές ανάγονται τουλάχιστον στην ελληνιστική περίοδο: πατέρας (υπήρχε κιόλας στην κλασική ελληνική ως πατήρ), ανθρωπιά (δημιουργήθηκε το Μεσαίωνα, με βάση το παλιότερο ουσιαστικό άνθρωπος και το επίθημα -ιά), σπίτι (ήρθε από τα λατινικά κατά τη ρωμαϊκή περίοδο). Υπάρχουν επίσης μεταγενέστερα δάνεια, είτε λαϊκής προέλευσης: ζουμπούλι, είτε λόγιας: ιβουάρ, ιμπεριαλισμός. Τέλος, παρουσιάζονται και λόγιοι νεολογισμοί: ηχογραφώ.

B Η ΝΕ όμως παρουσιάζει και ιδιαιτερότητες, που δεν συναντιούνται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, ή συναντιούνται σπάνια. Για να γίνει κατανοητό αυτό, πρέπει να δοθούν εισαγωγικά μερικές βασικές πληροφορίες. Για ιδεολογικούς λόγους, δηλαδή εθνικούς, πολιτιστικούς, αλλά και για εσωτερικούς γλωσσικούς λόγους, όπως είναι χαρακτηριστικές μορφολογικές ομοιότητες ανάμεσα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα θεωρείται ενιαία, από την κλασική ή ακόμη και από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα.

Σε αντιπαράθεση, οι νεολατινικές, αλλιώς ρομανικές, γλώσσες, όπως τα ιταλικά, τα ισπανικά, ή τα γαλλικά, παρόλο που από χρονική άποψη η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτές και στα λατινικά είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι η απόσταση ανάμεσα στα σημερινά και στα κλασικά ελληνικά, δε θεωρούνται «ίδια» γλώσσα με τον πρόδρομό τους, τα λατινικά.

Όταν η σημερινή ελληνική γλώσσα ανάγεται σε τόσο παλιά εποχή, φυσικό είναι να παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην προφορά αλλά και στη σημασία των λέξεων, ενώ σε άλλες γλώσσες οι σημασιολογικές αλλαγές παρουσιάζονται πολύ πιο περιορισμένες. Φέρνω σαν παράδειγμα δύο λέξεις λαϊκής προέλευσης, που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για το νεότερο πολιτισμό: σταυρός, παράδεισος. Στην κλασική ελληνική, σταυρός σήμαινε «όρθιος πάσσαλος». Τη νέα της σημασία η λέξη την απέκτησε σαν μετάφραση του λατινικού crux. Η λ. παράδεισος, αρχικά δάνειο από τα περσικά, σήμαινε «κλειστό πάρκο Πέρση άρχοντα». Τη νέα σημασία της την απέκτησε σαν μετάφραση του εβραϊκού κήπος της Εδέμ.

Μια δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ο λόγιος δανεισμός από παλιότερες περιόδους της γλώσσας, και βασικά από την ελληνιστική κοινή. Το φαινόμενο της επανεισαγωγής παλιών λέξεων το ονόμασα στην Εισαγωγή του ΛΚΝ: διαχρονικό δανεισμό. Παραδείγματα: δημοκρατία, αριστοκρατία, χθόνιος, η οδός. Όπως φαίνεται από τα δύο τελευταία παραδείγματα, πολλές φορές τα δάνεια αυτά δε συμφωνούν με τους φωνολογικούς και τους μορφολογικούς κανόνες της λαϊκής γλώσσας, και μερικές φορές, όπως συμβαίνει με τα θηλυκά σε -ος, τροποποιούν σήμερα τους κανόνες της νέας ελληνικής. Πολλές από τις επανεισαγμένες αρχαίες λέξεις αποδίδουν στην πραγματικότητα νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες, έτσι ώστε η σημασία τους διαφέρει άλλοτε πολύ και άλλοτε λιγότερο από την αρχαία: η λ. τραγωδία σαν θεατρικός όρος διατηρεί την αρχαία σημασία της, αλλά στη σημασία «φριχτή κατάσταση» αποδίδει σημασία που απέκτησε στα γαλλικά.

Μπορεί επίσης να σκεφτεί κανείς τη νέα σημασία της λ. φανταστικός (= εξαιρετικός).

Η ριζική αλλαγή στη σημασία πολλών αρχαίων λέξεων είναι ένας από τους λόγους που οι σημερινοί Έλληνες δυσκολεύονται να μάθουν σωστά τα αρχαία ελληνικά· γιατί καθώς τα παλιότερα λεξικά δεν επισημαίνουν τις αλλαγές, ενισχύεται στο μυαλό του αναγνώστη η σφαλερή ταύτιση ανάμεσα στη σημερινή και στην παλιά σημασία.

Μια τρίτη ιδιαιτερότητα οφείλεται στην ύπαρξη αυτού που αλλού το ονόμασα διεθνή ελληνικά. Καθώς διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες διαμορφώθηκαν κατά την ελληνική αρχαιότητα, πολλοί όροι που τις εξέφραζαν πέρασαν σε άλλες γλώσσες, και ιδίως στα λατινικά. Από τα λατινικά, με τη λατινική πια μορφή τους, και μαζί με λατινικές λέξεις, κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γλώσσες: αθλητής, φιλοσοφία, μουσική, ιστορία, αστρονομία.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε προηγούμενο, έτσι ώστε σήμερα οι νεότερες γλώσσες δανείζονται και απευθείας λέξεις από τα αρχαία ελληνικά, όπως φυσικά και από τα λατινικά: ερωτικός, πολιτική, δημοκρατία. Μερικές λέξεις που πέρασαν πολύ νωρίς στις ευρωπαϊκές γλώσσες μέσα από τη λαϊκή παράδοση μπορεί να έχουν αλλάξει τόσο, ώστε η καταγωγή τους να μη διακρίνεται με την πρώτη ματιά· π.χ. στα αγγλικά church < κυρι(α)κόν, police < πολιτεία.

Το σημαντικότερο όμως είναι πως, επεκτείνοντας αυτή την παράδοση, εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις με βάση αρχαία ελληνικά και λατινικά λεξικά στοιχεία δημιουργούνται σήμερα, για εξυπηρέτηση των νεότερων αναγκών. Μερικές είναι σύμφωνες με τους σημασιολογικούς και μορφολογικούς κανόνες των δύο κλασικών γλωσσών: πανδαιμόνιο, ακουστική.

Συχνότερα όμως δε συμφωνούν με αυτούς, αφού δημιουργούνται για εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών και όχι για επίδειξη αρχαιομάθειας: μικρόβιο, ορθοπαι(ε)δική, ουτοπία, πανόραμα, πολυκλινική. Οι λέξεις αυτές έρχονται και στα νέα ελληνικά σαν δάνεια από τις νεότερες γλώσσες, και φυσικά τροποποιούν τους μορφολογικούς και σημασιολογικούς κανόνες της ελληνικής.

Τα δάνεια μπορεί να είναι είτε απευθείας, δηλαδή με δανεισμένη και τη μορφή και τη σημασία: ιβουάρ, κομπιούτερ, ή να αποτελούν μετάφραση ξένων λέξεων. Το αγγλικό skyscraper μεταφράστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, και στα ΝΕ ήρθε σαν ουρανοξύστης. Στη γλώσσα μας όμως τα μεταφραστικά δάνεια είναι πολύ συχνότερα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, γιατί παλιότερα οι μορφωμένοι φαντάζονταν πως η ύπαρξη δανείων σε μια γλώσσα είναι «δείγμα φτώχειας, παρακμής» κτλ., και αντικαθιστούσαν τα απευθείας δάνεια με μεταφραστικά, ώστε να μην είναι προφανής ο δανεισμός.

Στη λαϊκή γλώσσα υπήρχε η λ. φαμίλια, απευθείας δάνειο από το ταλικό famiglia. Στη λόγια γλώσσα όμως αντικαταστάθηκε από τη λ. οικογένεια, που αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης, και αποσκοπούσε στο να αποκρυβεί το γεγονός του δανεισμού. Η μετάφραση στηρίχτηκε στην αρχαία λ. οικογενής «δούλος γεννημένος στο σπίτι», που αντιστοιχεί περίπου προς το λατινικό famulus, ετυμολογικό πρόδρομο του ιταλικού famiglia.

Στα αρχαία ελληνικά, η φαμίλια, οικογένεια, λεγόταν οίκος, ή οικία. Και τα μεταφραστικά δάνεια είναι δυνατό να τροποποιούν τους κανόνες της ελληνικής: ακταιωρός ( < γαλλ. garde-côtes), πολυμέσα (< αγγλ. multimedia). Η λόγιας προέλευσης αντωνυμία ο οποίος είχε μπει κιόλας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, όπως διαπιστώνουμε από το έργο του Κύπριου ιστορικού Λεόντιου Μαχαιρά, αρχικά με τη μορφή ο ποίος, η ποία, και ήτανε μετάφραση του γαλλικού le quel, la quelle.

Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει κάποια λέξη να μπήκε στη νεότερη ελληνική από διπλό δρόμο, σαν δάνειο μορφής από τα αρχαία ελληνικά και σαν δάνειο σημασίας από τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδίως τα γαλλικά. Το φαινόμενο αυτό το ονόμασα αλλού δισυπόστατο δανεισμό, και, απ’ όσο ξέρω, πρόκειται για ιδιαιτερότητα που δεν παρατηρείται, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ο αρχαίος αριστοτελικός όρος υπάλληλοι, που αναφερόταν σε έννοιες της λογικής, μεταφράστηκε στα γαλλικά σαν: subalternes. Όμως με την ίδια λέξη χαρακτηρίζονταν στα γαλλικά και οι κατώτεροι υπάλληλοι: employés subalternes. Στα νέα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε η αρχαία λέξη με τη γραφειοκρατική σημασία της γαλλικής· και βέβαια δεν υπονοούμε πως οι Έλληνες υπάλληλοι έχουν κάποια ιδιαίτερη ροπή προς τη φιλοσοφία, και ειδικά την αριστοτελική!

Σε γλώσσα με τόσο μακραίωνη ιστορία είναι φυσικό να παρουσιάζονται και τυχαίες αναδημιουργίες, που δυστυχώς συχνά παρερμηνεύονται. Δύο παραδείγματα: Στα παλιότερα λεξικά η λ. τραπεζαρία θεωρείται μεσαιωνική. Στα μεσαιωνικά ελληνικά όμως τραπεζαρία ήταν θηλυκό του τραπεζάριος, και σήμαινε την καλόγρια την επιφορτισμένη με την τήρηση της τάξης στην αίθουσα φαγητού των γυναικείων μοναστηριών. Ώστε η μορφολογική της ανάλυση είναι: τραπεζάρ(ιος) -ία, ενώ η σημερινή λέξη αναλύεται: τραπέζ(ι) -αρία (σύγκρινε: τζαμ-αρία).

Η λ. καπνιστήριο είναι νεότερη μετάφραση των γαλλικών fumoir, salon à fumer. Στα παλιότερα λεξικά όμως παρουσιάζεται σαν μεσαιωνική ή ελληνιστική. Η σπάνια αυτή παλιά λέξη σήμαινε: «θερμό λουτρό» ή ίσως «θυμιατήρι», και βέβαια δεν είχε σχέση ούτε με τσιγάρα ούτε με πούρα. Οι παλιότεροι ετυμολόγοι θα μπορούσαν να είχαν αναρωτηθεί, τι είδους ταμπάκο κάπνιζαν άραγε οι Βυζαντινοί πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής; Αλλά ο στείρος φορμαλισμός δεν ενδιαφέρεται για λογικές ερωτήσεις.

Η αρχαία και η νεότερη ελληνική γλώσσα: η αυτονομία της δημοτικής

Η αντίληψη που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια για την εξάρτηση της επάρκειας στη νεοελληνική γλώσσα στη δημοτική από τη γνώση της αρχαίας δεν μπορεί να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί αν δεν ενταχθεί σε ένα γενικότερο πλέγμα προϊδεασμών ακριβέστερα προκαταλήψεων που συνδέονται με τις περιπέτειες των γλωσσικών συζητήσεων στον ευρύτερο χώρο της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας. Οι προϊδεασμοί αυτοί μπορούν να διακριθούν σε ευρύτερους και στενότερους. Στους πρώτους ανήκει η αντίληψη, που κυριαρχεί σχεδόν απολύτως ώς τον 19ο αιώνα (αιώνα των επιστημών και αιώνα γέννησης της γλωσσολογίας), για τη γλωσσική αλλαγή ως «φθορά» και «αλλοίωση».

Η αντίληψη αυτή καθορίστηκε από δύο συστατικές αξιολογήσεις της γλωσσικής πραγματικότητας. Η πρώτη αναδεικνύει ως μέτρο γλωσσικής επάρκειας και ποιότητας πρότυπες γραμματειακές γλώσσες (αρχαία ελληνική, λ.χ., και λατινική), αποκλίσεις από τις οποίες ή αλλιώς, εξελικτικές αλλαγές θεωρούνται συμπτώματα γλωσσικής παρακμής. Το κίνημα του αττικισμού, όπως διαμορφώνεται στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια, για να συνεχίσει, με διάφορες παραλλαγές, την πορεία του ώς τον 20ό αιώνα, αποτελεί γέννημα μιας τέτοιας αξιολόγησης.

Και η εξωγλωσσική γείωση αυτής της αξιολόγησης προκειμένου για τον πρώιμο αττικισμό βρίσκεται στη νοσταλγία για την «καθαρότητα» και την «ευγένεια» της αττικής διαλέκτου, της διαλέκτου της μεγάλης κλασικής γραμματείας, όπως αντιδιαστέλλεται με την «αλλοίωση» της κοινής, μέσα στις συνθήκες της διευρυμένης ελληνοφωνίας της ελληνιστικής εποχής και στη σύνδεσή της με τη ρωμαιοκρατία, ως εποχή παρακμής. Ανάλογες στάσεις παρατηρούνται βέβαια και σε άλλα ιστορικά συμφραζόμενα.

Κατά τον 18ο αιώνα μαίνεται στη Γαλλία «η διαμάχη των αρχαίων και των μοντέρνων». Υποστηρίζεται με πάθος η εκφραστική ανεπάρκεια της νεότερης γαλλικής σε σύγκριση με τις κλασικές γλώσσες. Και στην περίπτωση αυτή, η διαμάχη αφορούσε, τελικά, το παρόν: αυξανόμενη κυριαρχία της καθομιλουμένης, υποχώρηση της λατινικής και συνακόλουθη εκκοσμίκευση, άνοδος της αστικής τάξης, ο «ορίζοντας» της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτήν ακριβώς την εποχή μαίνεται και η διαμάχη για τους νεολογισμούς, για την ανάγκη εμπλουτισμού της γαλλικής γλώσσας με νέους όρους.

Ο κύριος αντίπαλος αυτού του εμπλουτισμού είναι ο συντηρητικός γλωσσικός κλασικισμός, που θα ηττηθεί από τη Γαλλική Επανάσταση, εποχή θριάμβου για τη νεολογική επέκταση της γαλλικής γλώσσας. Και η αντεπανάσταση τόσο ως κίνημα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όσο και ως νικητής, αργότερα θα επιτεθεί στη γλωσσική πολιτική του 1789, χαρακτηρίζοντάς την «κατάχρηση των λέξεων». Στα 1797, λ.χ., κυκλοφορεί ένα φυλλάδιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Για τον φανατισμό στην επαναστατική γλώσσα.

Η αξιολόγηση των ομιλούμενων μορφών γλώσσας με μέτρο πρότυπες γραμματειακές γλώσσες ή χρήσεις συναρτάται (και κάποτε ταυτίζεται) και με τη ρητή κοινωνική αξιολόγηση των γλωσσικών χρήσεων: τη διάκριση μεταξύ της «καλής χρήσης» της γλώσσας, που ανήκει στους «εκλεκτούς» της κοινωνικής στρωματογραφίας, και στην «κακή χρήση», που ανήκει στην ακαλλιέργητη πλειοψηφία. Η ιστορικά οριζόντια αυτή αξιολόγηση ουσιαστικά ενοχοποιεί τη «μάζα» των χρηστών για την «αλλοίωση» και την «παρακμή» της γλώσσας. Όλα τα κινήματα γλωσσικού συντηρητισμού προσυπογράφουν, ρητά ή υπόρρητα, αυτή την αξιολόγηση.

Και δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς: η έννοια της πρότυπης γλώσσας και μάλιστα με τη μορφή της γραμματειακής, μη ομιλούμενης, γλώσσας ή της πρότυπης χρήσης υπονοεί τον «εκλεκτό», πρότυπο χρήστη. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Βωζελά (Γαλλία, 18ος αιώνας): «Για μας ο λαός είναι κάτοχος μόνον της κακής χρήσης». Επέμεινα κάπως στο ευρύτερο πλαίσιο των στάσεων απέναντι στο ζήτημα της ιστορίας των γλωσσών και της γλωσσικής αλλαγής, γιατί έτσι μπορεί να φωτιστεί η ιστορικότητα αυτών των στάσεων η διασύνδεσή τους, με άλλα λόγια, με το ιστορικό παρόν που τις γεννά και τις καθιστά δραστικές.

Στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας της υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες ιδιαιτερότητες, που αντανακλούν κάποιους στενότερους προϊδεασμούς. Πρόκειται για τον ρόλο της αρχαίας (ή της αρχαιότροπης) ελληνικής γλώσσας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας, στο πλαίσιο του μακραίωνου αττικισμού (ελληνιστικού και βυζαντινού), θα αποκτήσει στον 19ο αιώνα τον αιώνα της ελληνικής εθνογένεσης μια νέα διάσταση: η γλώσσα (ως καθαρεύουσα) θα κληθεί να επιβεβαιώσει τη συνέχεια με την αρχαιότητα και το σημαντικότερο την ευρωπαϊκή ταυτότητα των Νεοελλήνων.

Η «λόγια» γλώσσα «ομόφωνος», «ομογενής», «ομότροπος» με την αρχαία ελληνική καλείται να αποδείξει στους καχύποπτους δυτικούς διαχειριστές της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς τη δικαιωματική, καταγωγική συμμετοχή του νεότευκτου νεοελληνικού εθνικού κράτους στο τεράστιο αυτό πολιτισμικό κεφάλαιο. Και η συμμετοχή αυτή θα είναι ταυτόχρονα συμμετοχή στην ευρωπαϊκή «οικογένεια». Κατά τη διατύπωση του Λιβαδά (όπως την παραθέτει ο Ροΐδης), «όσον απέχουσιν οι σήμερον Έλληνες [της αρχαίας] τοσούτον κληθήσονται βάρβαροι υπό των αλλοφύλων, όσον δε αναλαμβάνουσι το απολωλός κατ’ ολίγον, τοσούτον επαινεθήσονται και δοξασθήσονται παρ’ αυτοίς».

Η «πρότυπη» γλώσσα και η συνακόλουθη άρνηση της γλωσσικής αλλαγής θα αποκτήσει έτσι μια νέα σημασιοδότηση μέσα στις νέες συγκυρίες. Υπάρχει, βέβαια, ο δημοτικιστικός αντίλογος, συνεχιστής της παράδοσης του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ο αντίλογος αυτός, ωστόσο, δεν θα καταφέρει να «εκθρονίσει» από το βάθρο της επίσημης εθνικής ιδεολογίας την «πρότυπη» γλώσσα παρά μόνο το 1976 και αφού έχει μεσολαβήσει ανασταλτικά, υπέρ της καθαρεύουσας ο «στιγματισμός» της δημοτικής μέσω της σύνδεσής της με το αριστερό κίνημα και ανατρεπτικά, κατά της καθαρεύουσας, αυτήν τη φορά ο καταληκτικός στιγματισμός της καθαρεύουσας μέσω της σύνδεσής της με τη δικτατορία.

Μετά το 1976 η συζήτηση για τη σχέση αρχαίας και νεότερης ελληνικής συνεχίζεται, ανασημασιοδοτημένη στο πλαίσιο των νέων συγκυριών. Η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία παράγει το επιχείρημα της «κακοποίησης» της ελληνικής γλώσσας επιχείρημα που συγκαλύπτει τη διαφωνία «επί της ουσίας» μεταθέτοντάς την σ’ ένα χώρο, τη γλώσσα, που μπορεί να προβληθεί ως ένα απειλούμενο «κτήμα ες αεί».

Οι παρεμβάσεις στη διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων και η πρόσκαιρη κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο παράγουν το επιχείρημα της γλωσσικής «αναπηρίας» του χρήστη της νέας ελληνικής, εάν δεν ξέρει αρχαία ελληνικά. Επιχείρημα παντελώς άκυρο, στον βαθμό που η γνώση της μητρικής γλώσσας δεν προϋποθέτει τη γνώση προγενέστερων σταδίων της.

Η γνώση αυτών των προγενέστερων σταδίων προσθέτει γνώσεις για τη μητρική γλώσσα αλλά δεν αποτελεί όρο γνώσης/απόκτησης της μητρικής γλώσσας. Εάν δεν ίσχυε αυτό, τότε θα περίμενε κανείς ότι και στις περιπτώσεις άλλων γλωσσών θα ανέκυπτε το ίδιο ζήτημα: οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Πορτογάλοι και οι Ιταλοί θα έπρεπε να θεωρούνται επαρκείς χρήστες των μητρικών τους γλωσσών μόνο εάν ξέρουν λατινικά, την απώτερη πρόγονο των νεολατινικών γλωσσών. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ισχύει, ούτε και τίθεται ως ζήτημα στις χώρες όπου μιλιούνται οι γλώσσες αυτές.

Και αυτό αρκεί για να αποδείξει το ιδεολογικό απλώς έρεισμα της εμμονής, από κάποιες πλευρές, στην εξάρτηση της νεότερης ελληνικής από την αρχαία. Ένα πρόσθετο στοιχείο που επιβεβαιώνει την προκατάληψη στην οποία βασίζονται απόψεις αυτού του είδους στο νεοελληνικό πλαίσιο είναι ότι το επιχείρημα της γλωσσικής αναπηρίας του νεότερου χρήστη της ελληνικής συσχετίζεται με την κλασική ελληνική και όχι με την ελληνιστική κοινή ή τη μεσαιωνική ελληνική. Εδώ ακριβώς φαίνεται η ιδεολογική επιλογή που γίνεται, μέσω της οποίας πριμοδοτείται η «πρότυπη» γλώσσα της κλασικής γραμματείας.

Οι ιδεολογικές αυτές στάσεις παράγουν επιπλέον, στο πλαίσιο της γενικότερης εθνικιστικής αναδίπλωσης της εποχής, απόψεις που βασίζονται στις έννοιες της «καθαρότητας» (κινδυνολογία λ.χ. για τον γλωσσικό δανεισμό), της γλωσσικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, του «περιούσιου» λαού και της «περιούσιας» γλώσσας. Είναι προφανείς οι κίνδυνοι για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, που εγκυμονούνται σε απόψεις αυτού του είδους.

Η σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, όπως συνθλίβεται (και όχι μόνο αυτή) ανάμεσα στη Σκύλλα ενός αγοραίου κοσμοπολιτισμού και στη Χάρυβδη ενός εθνικιστικού, διχαστικού απομονωτισμού, έχει ανάγκη μιας προσέγγισης στη γλώσσα τόσο στον χώρο της εκπαίδευσης όσο και στον χώρο της έρευνας που να σέβεται τη συστατική ιστορικότητα του φαινομένου.

Αυτό το ιστορικό φως έχει το χάρισμα να διατηρεί τα φαινόμενα στο μέτρο του ανθρώπου, του οικουμενικού ανθρώπου, που δεν θυσιάζεται στους διχαστικούς μύθους της στεγανής, εξωιστορικής, περιούσιας ιδιαιτερότητας. Η καλλιέργεια στην εκπαίδευση της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα για το παρόν μόνον εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί.

Η γλωσσική φθορά και οι «μεγαλομανείς» γλώσσες

Ο Φερδινάνδος ντε Σωσσύρ έλεγε για τους προστάτες της γλώσσας ότι μοιάζουν με την «κότα που έκλωσε αυγό πάπιας». Πράγματι, ο πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, στο μοναδικό και κλασικό βιβλίο του Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, γράφει: «Ο άνθρωπος που θα ισχυριζόταν ότι φτιάχνει μιαν αμετάβλητη γλώσσα, ότι οι μεταγενέστεροι θα όφειλαν να τη δεχτούν όπως την καθιέρωσε, θα έμοιαζε με την κότα που έκλωσε αυγό πάπιας· η γλώσσα που δημιούργησε θα παρασυρθεί, είτε το θέλει είτε όχι, από το ρεύμα που παρασέρνει όλες τις γλώσσες».

Αυτό το «ρεύμα» που παρασέρνει όλες τις γλώσσες είναι χαρακτηριστικό εγγενές και φυσικό των γλωσσών. Αντίθετα με όλα τα λοιπά ανθρώπινα, που ο χρόνος με την αλλαγή και αλλοίωση τα φθείρει έως και εξαφανίζει, η γλώσσα είναι το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που έχει την ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία να διαρκεί στο χρόνο επειδή αλλάζει και αλλοιώνεται.

Η αλλαγή και αλλοίωση εξασφαλίζουν στις γλώσσες τη διάρκειά τους. Την αλλαγή και αλλοίωση την προκαλεί η χρήση της γλώσσας, άρα η αλλαγή δεν είναι φαινόμενο συγκυριακό ούτε συμπτωματικό, είναι φυσικό χαρακτηριστικό των γλωσσών, είναι συστατικό της ζωής, δηλαδή της διάρκειάς τους. «Το σημείο» λέει ο Σωσσύρ «υποχρεωτικά αλλοιώνεται, επειδή συνεχίζεται», η γλώσσα υποχρεωτικά αλλοιώνεται εφόσον και επειδή συνεχίζει να μιλιέται.

Καθώς αλλάζουν οι γενιές και εξελίσσονται οι κοινωνίες, δημιουργούνται νέες ιδέες, νέα αντικείμενα, νέοι τρόποι σκέψης καθώς και νέες ανάγκες επικοινωνίας, στις οποίες οι γλώσσες ανταποκρίνονται με την αλλοίωση και την αλλαγή. Αλλάζουν οι γλώσσες, επειδή αλλάζουν οι ιδέες. Όλοι οι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των κοινωνιών που έφερναν καινούρια συστήματα ιδεών επέφεραν θεαματικά μεγάλες αλλαγές στις γλώσσες.

Η Αναγέννηση π.χ. ή ο Διαφωτισμός ή η Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, που έφεραν καινούρια συστήματα ιδεών σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, νέες πολιτικές αρχές, καινούριες κοινωνικές αξίες, νέες έννοιες και αντιλήψεις του κόσμου, μεταμόρφωσαν ριζικά τις γλώσσες σε πολύ λίγο χρόνο.

Με αργότερο ρυθμό απ’ ό,τι οι αλλαγές που προκαλούν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις, όλες οι γλώσσες αλλάζουν. Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα κείμενο γραμμένο πριν τριάντα χρόνια, για να αναγνωρίσει αμέσως την αλλαγή. Και αν διαβάσει κείμενο γραμμένο μόλις πριν πενήντα χρόνια, χρειάζεται ειδικές γνώσεις για να το κατανοήσει πλήρως. Όπως έχει γράψει ο Μιχάλης Σετάτος, η γλώσσα «αναγκαστικά» προσαρμόζεται σε νέες ανάγκες επικοινωνίας, η χρήση του λόγου εισάγει νέα στοιχεία στη γλωσσική δομή, και έτσι αλλάζουν οι γλώσσες. Κι ακόμα, η συστατική της ζωής των γλωσσών συνεχής αλλαγή απαιτεί την «περιοδική ανανέωση» της κωδικοποιημένης γλώσσας, με άλλα λόγια την αλλαγή των κανόνων που διδάσκονται στα σχολεία.

Ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό είναι ότι όλα τα παραπάνω δεν τα αμφισβητεί σήμερα κανένας απολύτως. Θεωρούνται επιστημονικοί κοινοί τόποι και αντίλογος δεν υπάρχει. Και όμως, συχνά εμφανίζεται στις κοινωνίες ο θρηνητικός μύθος για τη φθορά και την αλλοίωση της μιας ή της άλλης γλώσσας, συνοδευόμενος από την απειλή για την εξαφάνισή της.

Ο μύθος που ταυτίζει την αλλαγή της γλώσσας με την παρακμή επαναλαμβάνεται ασταμάτητα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καμία απολύτως στήριξη. Η μεγάλη αυτή αντίφαση περιέχει μηνύματα κοινωνικά και πολιτικά. Όποια μνεία θρηνητική για τη φθορά μιας γλώσσας κι αν διαβάσει προσεχτικά κανείς, θα διαπιστώσει ότι συνοδεύεται από μια εξιδανικευμένη αναφορά σε μία ορισμένη γλωσσική μορφή, που περιγράφεται σαν ανώτερη και αυθεντική.

Στην ιστορία όλες οι γλώσσες που ονομάστηκαν ανώτερες και αυθεντικές ανήκουν σε επεκτατικές και ιμπεριαλιστικές κοινωνικές ομάδες. Όλες οι γλώσσες που θεωρήθηκαν ιδανικές και τέλειες, η λατινική, η ρωσική, η γερμανική, η αγγλική (και άλλες), αποχτήσανε τους τιμητικούς αυτούς τίτλους την περίοδο βίαιων επεκτατισμών και της αποικιοκρατίας. Η τσαρική αριστοκρατία (μολονότι μιλούσε γαλλικά) χρησιμοποίησε τις αρετές της ρωσικής γλώσσας σαν επιχείρημα επεκτατικών διεκδικήσεων.

Ένας στίχος από γερμανικό ποίημα του 1813: «η πατρίδα του Γερμανού απλώνεται όσο μακριά ηχεί η γερμανική γλώσσα» χρησιμοποιήθηκε αργότερα για ν’ «αποδείξει» ότι η γαλλική Αλσατία και Λωρραίνη «ανήκουν» στο γερμανικό κράτος, ενώ κανένας δε θυμήθηκε ότι η «γερμανική γλώσσα» είναι κομμάτι της «γερμανικής πατρίδας» όταν εξοντώνονταν οι Εβραίοι Γερμανοί με μητρική τους τη γερμανική.

Τέλος, η Βρετανία ονομάζεται από θεωρητικούς της γλώσσας το 19ο αιώνα «έθνος ικανό να οδηγήσει τον κόσμο, ιδίως στο μέγα ζήτημα της γλώσσας», της οποίας η φυσική «ανωτερότητα» συνίσταται στην «ικανότητα» να «αφομοιώνει» άλλες γλώσσες και να τις μετατρέπει σε «αγγλικές».

Σήμερα, μολονότι ζούμε σε άλλες εποχές, στη Γαλλία π.χ. κυκλοφορεί ένα μικρό βιβλίο μεγάλου ακαδημαϊκού με τίτλο Αναζητώντας τη χαμένη γαλλική, με θρηνητικό περιεχόμενο: «χάνεται» η ωραιοτάτη και αρίστης ποιότητος γαλλική, ενώ «μέχρι το 1940» έλαμπε στον κόσμο. Το συμπέρασμα είναι τούτο: «η γαλλική γλώσσα, δηλαδή η πατρίδα, κινδυνεύει». Η χρονολογία της εποχής που η γλώσσα ήταν «ιδανική» είναι ηχηρά αποκαλυπτική, αφορά τη Γαλλία των αποικιών και τη γαλλική όταν είχε τη θέση της διεθνούς γλώσσας.

Άρα, η προφητεία για την παρακμή της γαλλικής, ο αγώνας ενάντια στην εξαφάνισή της είναι διεκδίκηση της θέσης που κατέχει η αγγλική στην Ευρώπη. Είναι αλήθεια ότι με τα παραπάνω μένει δυσεξήγητο πώς συνδυάζεται η ιμπεριαλιστική ερμηνεία με τις σύγχρονες θεωρίες για παρακμή της ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για κρίση της εθνικής ταυτότητας που νιώθουν διάφοροι διανοούμενοι. Περιγράφουν την ελληνική γλώσσα που μιλιέται σήμερα με τα μελανότερα χρώματα και μέμφονται την «αποκοπή» της γλώσσας από τις «ρίζες της».

Βλέπουν μέσα στον ευρωπαϊκό καθρέφτη «κατώτερη» την εθνική τους ταυτότητα. Κι επειδή ο ρατσισμός πάντοτε εκδικείται, επειδή η περιφρόνηση προς τη σημερινή ελληνική γλώσσα (κουλτούρα και κοινωνία γενικότερα) είναι μέρος του ρατσιστικού στερεοτύπου της βορειοευρωπαϊκής βιομηχανικής ζώνης, που ταξινομεί σαν «κατώτερη» την κουλτούρα του «Νότου» και της «Ανατολής», αυτοί οι Έλληνες που περιφρονούν εμάς τους Έλληνες και την «παρακμασμένη» ελληνική μας γλώσσα είναι θύματα του ρατσισμού αλλά και ρατσιστές οι ίδιοι.

Βλέπουν την εθνική τους ταυτότητα και γλώσσα μέσα στον καθρέφτη του βορειοευρωπαϊκού ρατσισμού και νοσταλγούν το μέγα κύρος που έχει στους ισχυρούς του κόσμου και υποτιθέμενους ανώτερους η κλασική αρχαιότητα. Θρηνούν λοιπόν τη φθορά της ελληνικής, δηλαδή εννοούν ότι εμείς οι Έλληνες ένα μονάχα πολιτισμικό αγαθό αποδεικτικό «ανωτερότητας» διαθέτουμε, την αρχαία ελληνική γλώσσα. Η προφητεία για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, με όποιο επιχείρημα κι αν εμφανίζεται, ανάμεσα στις γραμμές το ίδιο πάντα εννοεί: φανταστείτε το εθνικό μεγαλείο που «θα» είχαμε, αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά.

Λάθη στη χρήση της γλώσσας: Αλήθεια και μύθος

Η γλώσσα και η χρήση της υπήρξαν πάντοτε από τα φλέγοντα θέματα στον τόπο μας είτε με τη μορφή του γλωσσικού ζητήματος (παλαιότερα) είτε, τελευταία, ως γενικότερος προβληματισμός, σε συζητήσεις, συνέδρια, εκπομπές, αρθρογραφία κλπ. γύρω από την αξιολόγηση των στοιχείων της. Ο προβληματισμός ξεκινάει, εκτός των άλλων, από την παρατηρούμενη πολυμορφία/πολυτυπία σε όλα τα επίπεδα και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται ως συγχρονικό φαινόμενο.

Για ορισμένους, περιπτώσεις όπως άσχημος/ άσκημος, συναδέλφου/ συνάδελφου, πιο καλύτερος, πρυτάνισσα, ψιλοβαριέμαι κλπ. συνιστούν υφολογικές ποικιλίες η χρήση των οποίων ρυθμίζεται από το είδος ή το ύφος της ομιλίας (καθημερινός/ανειμένος, γρήγορος λόγος), καθώς και από τις πραγματολογικές και κοινωνιογλωσσολογικές συνθήκες επικοινωνίας.

Για ορισμένους άλλους, αντιθέτως, περιπτώσεις αποκλίσεων όπως πανεπιστήμιου, των σύμβουλων, των ταμίων, των φοιτητικών νεολαίων, από ανέκαθεν, πιο καλύτερος κλπ. αποτελούν ανεπίτρεπτα λάθη τα οποία συνδέονται με την ελλιπή ή ανεπαρκή γνώση της γραμματικής και των κανόνων της και γεννούν απαισιόδοξες σκέψεις σχετικά με το μέλλον της γλώσσας μας.

Δεν αρνούμαι ότι γίνονται λάθη (ασυνταξίες, ακυριολεξίες, σολοικισμοί) κατά τη χρήση της γλώσσας από τον φυσικό ομιλητή σε όλα τα επίπεδα. Τα λάθη αυτά, πολλές φορές, είναι αποτέλεσμα της γλωσσικής πραγμάτωσης και των όρων στους οποίους υπακούει.

Δεν θα ασχοληθώ με τις περιπτώσεις αυτές όπως και με παραδείγματα αντιγραμματικών δομών τα οποία δεν μαρτυρούνται στον λόγο: *διερωτώμαι πότε αν έρθεις, *άρχισα ότι γράφω, *κοντεύω να πέσεις, *σου εύχομαι για να ζήσεις, *τα παιδιά εκμεταλλεύονται πολλές φορές από τους μεγάλους κλπ. Θα σταθώ σε μια άλλη διάσταση του «λάθους»: του λάθους σε σχέση με το σύστημα και, πιο συγκεκριμένα, με τον βαθμό αδιαφάνειας που παρουσιάζει. Οι αποκλίσεις για τις οποίες θα κάνω λόγο εδώ ανήκουν στις εξής κατηγορίες:

(i) Προέρχονται από διαχρονικές εξελίξεις της γλώσσας στο φωνολογικό και μορφολογικό επίπεδο: του πανεπιστήμιου, των συνάδελφων, των άνθρωπων.

(ii) Μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα ανακατατάξεως ή επανερμηνείας δομών/τύπων σε συγχρονικό επίπεδο. Αναφέρομαι στις εξής ενδεικτικές περιπτώσεις:

(α) παραδείγματα αναφορικών προτάσεων που εισάγονται με το οποίος και στα οποία η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας θεωρείται εσφαλμένη: δεν κατάλαβα τον προβληματισμό του τον οποίο τον διατύπωσε βιαστικά, δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο το οποίο το απολαμβάνει όσο τίποτε άλλο·

(β) παραδείγματα με εμφάνιση οιονεί πλεοναστικών στοιχείων: πιο καλύτερος, από ανέκαθεν ·

(γ) παραδείγματα χρήσης καθαρά αμετάβατων ρημάτων, όπως διαρρέω, τρέχω, περπατάω, κυκλοφορώ κλπ. ως μεταβατικών/μεταβιβαστικών, κυρίως, για να εξαρθεί ο δράστης ή η εξωτερική αιτία: ο δημοσιογράφος διέρρευσε την είδηση ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης, με αυτά που φοράς πώς να σε κυκλοφορήσω, έτρεξα το πρόγραμμα.

Όλες οι περιπτώσεις αυτές οδηγούν, κατά τη γνώμη μου, σε μια άλλη αντιμετώπιση του «λάθους»· του λάθους όχι ως μεμονωμένου φαινομένου απόκλισης αλλά σε σχέση με το σύστημα που ευνοεί την εμφάνιση και την περαιτέρω γενίκευσή του.

Και τούτο διότι:

b 1. Δεν πρόκειται για μεμονωμένα παραδείγματα τα οποία αβασάνιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δείγματα γλωσσικής απαιδευσίας, αλλά για συστηματικές αποκλίσεις σε διάφορα επίπεδα (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό).

2. Προϋποθέτουν την ύπαρξη ποικιλιών στο γλωσσικό σύστημα, δηλαδή παράλληλων τύπων που συνυπάρχουν και χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση (ανάλογα με το είδος του λόγου και την περίσταση επικοινωνίας). Οι τύποι αυτοί θεωρούνται αποτέλεσμα εξελίξεων σε διαχρονικό και συγχρονικό επίπεδο.

3. Σηματοδοτούν ασάφεια ή αδιαφάνεια του συστήματος στο συγκεκριμένο σημείο. Η αδιαφάνεια αυτή, προϊόν εξελίξεων και μεταβολών στη γλώσσα κατά την ιστορική της πορεία καθώς και ποικίλων συγκρητισμών, έχει ως αποτέλεσμα την επανερμηνεία και μη αναγκαία ή/και εσφαλμένη γενίκευση τύπων, δομών, καταλήξεων, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για πιθανή μεταβολή σε επόμενη φάση της γλώσσας.

Έτσι, π.χ., παραδείγματα «εσφαλμένου» τονισμού όπως στις περιπτώσεις πανεπιστήμιου, ένοχου, συνάδελφων, δήμαρχου, σύμβουλου κλπ. μπορούν να θεωρηθούν αποτέλεσμα μορφοφωνολογικών μεταβολών (κατάργηση της προσωδίας) που οδήγησαν στην επικράτηση της ισοτονίας (πρβλ. τον σχηματισμό αντίστοιχων επιθέτων όπως άνισου, αντίστοιχου, κόκκινων, πράσινων κλπ.).

Σε συγχρονικό επίπεδο, η επικράτηση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας (κλιτικά) στις περιπτώσεις των αναφορικών προτάσεων που εισάγονται με το οποίος η χρήση των κλιτικών ως δηλωτικών της πτώσης είναι κανονική σε περιπτώσεις αναφορικών που εισάγονται με το που («τα δέντρα που τα φύλλα τους πέφτουν το χειμώνα λέγονται φυλλοβόλλα») μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα επανερμηνείας των τύπων ως εκφραστικών/επιτατικών στοιχείων και γενίκευσής τους σε όλες τις περιπτώσεις.

Στην ασάφεια του συστήματος μπορούν να αποδοθούν επίσης εσφαλμένες γενικεύσεις μορίων, καταλήξεων, προθέσεων όπως στα: πιο καλύτερος, από ανέκαθεν. Και τούτο διότι ή συγχρονική λειτουργία των -τερος, -θεν είναι ασαφής. Σχετικά με το -θεν αντίστοιχοι τύποι μαρτυρούνται ήδη στην Κοινή (από μακρόθεν ). Η δημιουργία, τέλος, νέων μεταβατικών (μεταβιβαστικών ρημάτων) θα μπορούσε να αποδοθεί στην τάση για προβολή του δράστη ή της εξωτερικής αιτίας κατ’ αναλογίαν προς περιπτώσεις ρημάτων με δύο συντάξεις: μεταβατικά/αμετάβατα (λιώνω, ανοίγω, λυγίζω, βράζω κλπ.): ο ήλιος έλιωσε τον πάγο – ο πάγος έλιωσε, ο αέρας άνοιξε την πόρτα – η πόρτα άνοιξε, η μητέρα έβρασε το γάλα – το γάλα έβρασε.

Το θέμα «λάθη στη χρήση της γλώσσας» είτε υπό μορφή παραδρομών και ολισθημάτων είτε υπό τη μορφή αποκλίσεων από το σύστημα, οι λόγοι που τα προκαλούν, οι παράγοντες που τα ευνοούν, η επίδρασή τους στην εξέλιξη της γλώσσας και, τέλος, η δυνατότητα περιορισμού τους είναι πολύ ευρύ και η απάντηση στα διάφορα ερωτήματα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Δεν επιχείρησα να ερμηνεύσω το φαινόμενο στο σύνολό του.

Προσπάθησα απλώς να εξηγήσω κάποιους περισσότερο ή λιγότερο αποκλίνοντες τύπους που επιδίδουν στη γλώσσα (πρόκειται άραγε για λάθη;), ενοχοποιώντας, σε τελευταία ανάλυση, περισσότερο το σύστημα και λιγότερο τους χρήστες για τη βαθμιαία επικράτησή τους.

Οι αποκλίσεις αυτές εμφανίζονται αρχικά ως γενικές τάσεις που ολοκληρώνονται σε διάστημα γενεών. Εν τω μεταξύ απαντούν ως εναλλασσόμενοι τύποι, περισσότερο ή λιγότερο παραδεκτοί στο γλωσσικό σύστημα , με υφολογική πολλές φορές κατανομή.

Θα ήθελα, τέλος, να προσθέσω ότι οι εσφαλμένες αυτές χρήσεις, αν επισημανθούν και αξιολογηθούν χωρίς προκαταλήψεις, μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα όχι μόνον τη λειτουργία των διαφόρων μερών του συστήματος της γλώσσας αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν οι μηχανισμοί της γλωσσικής ανάλυσης κατά την κατάκτηση και γενικότερα κατά τη γλωσσική πραγμάτωση.

Τα Δάνεια

Είναι γεγονός ότι υπάρχει διάσταση απόψεων όσον αφορά το φαινόμενο του δανεισμού ανάμεσα στα κείμενα που προορίζονται για το ευρύ κοινό και στα κείμενα των ειδικών.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα πρώτα θυμίζουν ανταποκρίσεις από το μέτωπο του πολέμου: γλωσσική εισβολή, φθορά, παραφθορά και διαφθορά της γλώσσας μας, γλωσσική υποδούλωση, η γλώσσα μας κατακτιέται από τους εισβολείς, αφελληνισμός της γλώσσας μας αποτελούν τις πιο συνήθεις εκφράσεις των κειμένων αυτών.

Τα αποτελέσματα της προβαλλόμενης αυτής εισβολής εμφανίζονται τραγικά: μιγαδοποίηση της γλώσσας μας, γλωσσική υποδούλωση που οδηγεί, κατά τους υποστηρικτές των απόψεων αυτών, σε γενική άλωση της πατρίδας και του εθνισμού μας, σε εθνική παρακμή. Επιπρόσθετα προβάλλεται το επιχείρημα ότι η αλλοτριωμένη γλώσσα προσβάλλει τη νόηση και κατ’ επέκταση τη συνείδησή μας αλλοτριώνοντάς την, και συνεπώς η γλώσσα που δεν αντιστέκεται στις δάνειες λέξεις, ιδίως τις αγγλικές, μαρτυρεί αλλοτριωμένη συνείδηση, διαβρωμένη και εκφυλισμένη ψυχή. Είναι όμως έτσι; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Για να μιλούμε για εισβολή πρέπει να υπάρχει μέγα πλήθος ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Όμως, κάθε τέτοια κρίση ενέχει υποκειμενισμό, αφού δε γνωρίζουμε επακριβώς το ποσοστό, κατά μέσο όρο, των ξένων λέξεων στα νεοελληνικά κείμενα. Βέβαια, υπάρχει και η λεξικογραφική στατιστική: σε σύνολο 60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής ποσοστό 5% είναι οι δάνειες λέξεις από την αγγλική.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, αναρωτιέται αν είναι δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα, να οδηγήσει δηλαδή σε αλλαγή της γενετικής δομής της. Τυπολογικά η αγγλική, παρά το μαζικό δανεισμό, εξακολουθεί να μην ανήκει στις ρομανικές γλώσσες, στις οποίες συγκαταλέγεται η γαλλική.

Όσον αφορά τη «μιγαδοποίηση» μιας γλώσσας, αυτή δεν κρίνεται από τη μεταβολή στο λεξιλόγιό της αλλά από τη μεταβολή στο γραμματικό της σύστημα. Τέτοιου τύπου, όμως, μεταβολή δε διαπιστώνεται για τη νέα ελληνική, η οποία διατηρεί σταθερό εδώ και πάρα πολλά χρόνια το φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό της σύστημα. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η γλωσσική υποδούλωση προκαλεί την εθνική υποδούλωση, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η εθνική υποδούλωση έχει ως συνέπεια τη γλωσσική υποδούλωση.

Όμως, οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι οι Έλληνες, ακόμη και υποδουλωμένοι για τετρακόσια χρόνια και χωρίς επίσημη εκπαίδευση, διατήρησαν παρ’ όλα αυτά τη γλώσσα τους. Ακόμη, γλώσσα, νόηση, συνείδηση και ψυχή δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία ούτε και είναι δυνατόν φιλόλογοι να γνωμοδοτούν για θέματα που άπτονται άλλων ειδικοτήτων. Όπως κι αν έχει το πράγμα, όμως, αφού δε διαπιστώνεται επιστημονικά αλλοίωση της γλώσσας μας, δεν υφίσταται λόγος για περαιτέρω συζήτηση της σχέσης αυτής.

Υπάρχει όμως και κάτι πιο σημαντικό. Γίνεται έντονη συζήτηση για την αποβολή των δανείων από τη γλώσσα, χωρίς να έχει οριστεί η έννοια του δανείου. Βέβαια, από τα παραδείγματα που αναφέρονται στα κείμενα που προορίζονται για το ευρύ κοινό, π.χ. σάντουιτς, ζάπιγκ, πλαζ, οτοστόπ, έμμεσα συνάγεται ότι πρόκειται για το φαινόμενο που από τους ειδικούς αποκαλείται άμεσος δανεισμός, δηλαδή για το τμήμα εκείνο του δανεισμού που περιλαμβάνει τα στοιχεία που η μορφή τους προδίδει την ξενική καταγωγή τους.

Όμως, αν δάνειο είναι, όπως άλλωστε το λέει η λέξη, κάθε στοιχείο που μια γλώσσα δανείζεται από μια άλλη, τότε δάνεια είναι και λέξεις όπως τηλέφωνο, μικρόβιο, οικολογία και πλήθος άλλες, που η ελληνική τις βρήκε έτοιμες σε άλλες γλώσσες και τις υιοθέτησε. Το γεγονός ότι οι γλώσσες αυτές έπλασαν τις λέξεις του τύπου αυτού με αρχαιοελληνικά στοιχεία δεν ακυρώνει το ότι αναμφίβολα για τη νέα ελληνική πρόκειται για δάνειες λέξεις!

Ίσως να σταματούσε η κινδυνολογία γύρω από το δανεισμό, αν κυκλοφορούσε ευρύτερα η άποψη των ειδικών ότι λέξεις όπως αντιβιοτικό, αστροναύτης, ελικόπτερο, ένζυμο, ηλεκτρισμός, θερμόμετρο, θρόμβωση, κυβερνητική, μαγνητόφωνο, μετεωρολογία, σπηλαιολόγος, τεχνολογία, τηλέγραφος, φωτογραφία και χιλιάδες άλλες είναι δάνειες λέξεις.

Γιατί όμως η κινδυνολογία περιορίζεται στα άμεσα δάνεια; Και ήταν άραγε πάντα τα δάνεια από την αγγλική που ενοχλούσαν; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι από τα διάφορα είδη δανείων μόνο τα άμεσα δάνεια ενοχλούν, αφού αυτά προδίδουν αμέσως την ξενική τους καταγωγή, ενώ τα άλλα, επειδή είναι καμουφλαρισμένα, περνούν για ελληνικές λέξεις. Έτσι, δεν είναι περίεργο που λίγα χρόνια πριν ενοχλούσαν τα δάνεια από την τουρκική ή άλλες γλώσσες.

Όμως η κινδυνολογία αυτή, που στόχο έχει να προσβάλει την αυτονομία και την αυτάρκεια μιας φυσικής γλώσσας, όπως είναι η νέα ελληνική, δε στηρίζεται σε επιστημονική βάση, αφού παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο δανεισμός της νέας ελληνικής δεν οφείλεται σε δομικά κενά της παρά σε μεταβλητές κοινωνιοπολιτιστικής τάξης. Και για το λόγο αυτό υπάρχουν δάνεια που δεν προσαρμόζονται στο μορφολογικό και φωνολογικό σύστημα της νεοελληνικής.

Ο δανεισμός λέξεων αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο όλων των γλωσσών και συνεπώς δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως οξεία ασθένεια που πρέπει να σπεύσουμε να τη θεραπεύσουμε. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει πάψει να δανείζεται. Ασφαλώς όλοι ευχόμαστε να μη συμβεί αυτό ποτέ στην ελληνική. Επομένως, η άποψη των ειδικών ότι η νεοελληνική δεν κινδυνεύει από τα δάνεια δεν αποτελεί πράξη εφησυχασμού παρά νηφάλια αντιμετώπιση ενός γεγονότος. Η νεοελληνική δεν υφίσταται επίθεση από την αγγλική, αλλά καταφεύγει σ’ αυτήν από εξωγλωσσικούς λόγους και όχι λόγω δικής της ανεπάρκειας

Αντίθετα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να δει την παρουσία των δανείων ως κάτι θετικό, αφού τα δάνεια χρησιμεύουν ως δείκτες ένταξης του ομιλητή σε κάποια ομάδα, κοινωνική ή άλλη, αλλά και εμπλουτίζουν τη νεοελληνική δημιουργώντας σημασιολογικές διαφορές, π.χ. έφηβος-τινέιτζερ· διαφορές στο επίπεδο ύφους, π.χ. εξ ημισείας/μισά μισά-φίφτι φίφτι· στην ένταση, π.χ. γεμάτος-φουλ· διαφορές ανάμεσα σε γενικό λεξιλόγιο και σε όρο ειδικού λεξιλογίου, π.χ. πιγκπόγκ-αντισφαίριση κτλ.

Ακόμη, το ότι η ελληνική σήμερα δανείζεται κατεξοχήν από την αγγλική δε συνιστά πρωτοτυπία, αφού όλες οι γλώσσες κάνουν το ίδιο, ούτε όμως και τυχαίο γεγονός, γιατί η αγγλική αποτελεί σήμερα γλώσσα περιωπής. Υπάρχει δίχως άλλο μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική υπεροχή από τη μια μεριά και στη γλωσσική από την άλλη.

Η επικράτηση της αγγλικής σε παγκόσμια κλίμακα είναι απόρροια της αδιαμφισβήτητης σήμερα ηγεμονίας των ΗΠΑ. Οι γλωσσικοί λόγοι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν τους εξωγλωσσικούς. Συνεπώς, αν θέλαμε να δανείζουμε και να μη δανειζόμαστε, θα έπρεπε να βρισκόμασταν ως έθνος στην κορυφή της οικονομικής και πολιτικής κλίμακας.

Συμπερασματικά αποδεικνύεται ότι η παρουσία των άμεσων δανείων στη νεοελληνική ούτε μαζική είναι ούτε είναι πρόξενος δομικών αλλαγών.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια της νεοελληνικής καθώς και μια πολιτική πρόληψης είναι δυνατό να περιορίσουν το δανεισμό. Αν και είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι είναι ποτέ δυνατό να εξαλειφθεί ο δανεισμός από μια ζωντανή γλώσσα, θεωρώ ότι το έμπρακτο ενδιαφέρον των Νεοελλήνων για τη γλώσσα τους καθώς και η προσφορά αρτιότερης γλωσσικής εκπαίδευσης εκ μέρους της πολιτείας αποτελούν ισχυρούς λόγους περιορισμού των δανείων. Η πρόληψη είναι προτιμότερη από τη θεραπεία.

* Η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Οι Νέοι

Οι «φωνές επαγρύπνησης, διαμαρτυρίας και πόνου για τη χαμηλή στάθμη της χρήσης της [γλώσσας μας]» δεν έχουν πάψει να ηχούν στα αυτιά μας εδώ και είκοσι περίπου χρόνια πολλές φορές μάλιστα σαν σειρήνες ασθενοφόρου, ή και περιπολικού. Και αν κάποτε προκαλούσαν «ευεξήγητες εκατέρωθεν αντιδράσεις», αυτό ήταν το «αναγκαίο κακό κάθε καλού αγώνα για μια καλύτερη ελληνική γλώσσα». «Τίποτε, άλλωστε, απ’ όσα λέγονται και γράφονται ως επισημάνσεις ή συνηγορίες για μια καλύτερη ποιότητα ελληνικής γλώσσας δεν πάει χαμένο.»

Τα παραθέματα 1 δεν μπορεί παρά να προκάλεσαν σύγχυση στον προσεχτικό αναγνώστη. Η χρήση της γλώσσας μας ταυτίζεται άραγε με την ίδια τη γλώσσα μας; (Μόνο έτσι η χαμηλή στάθμη της πρώτης θα σήμαινε και χαμηλή στάθμη της δεύτερης, δικαιολογώντας «τον καλό αγώνα για μια καλύτερη ελληνική γλώσσα».) Αλλά, αν έτσι είναι τα πράγματα, πώς οι συντάκτες του κειμένου που παραθέτω καταφέρνουν να γράψουν καλά ελληνικά;

Ή μήπως, τελικά, δεν γράφουν και τόσο καλά ελληνικά; (Η αμφίβολης αισθητικής έκφραση «για μια καλύτερη ποιότητα ελληνικής γλώσσας» μοιάζει να αντιμάχεται το εμπρόθετο περιεχόμενό της, και οι συντάκτες της να γίνονται σε κάποιο βαθμό θύματα του γνωστού μας «Δάσκαλε που δίδασκες…!») Να σκηνοθέτησαν, πάλι, τόσο σχολαστικά τις αιτιάσεις τους, μπολιάζοντάς τες επίτηδες με μια άστοχη έκφραση; Μάλλον απίθανο.

Να έκαναν λάθος κι αυτοί στη χρήση; Το πιο πιθανό και το πιο φυσικό, θα ψιθύριζα στο αυτί του αναγνώστη που μπερδεύτηκε, μόνο και μόνο επειδή θέλησε να είναι προσεχτικός!

Τα λάθη είναι συχνό φαινόμενο στο λόγο, τόσο όταν μιλούμε ή γράφουμε τη γλώσσα μας όσο και όταν μιλούμε ή γράφουμε για τη γλώσσα μας (τη δεύτερη περίπτωση τη βαρύνουν και γλωσσολογικά λάθη). Ορισμένα από τα πρώτα θα τα χαρακτήριζα, ακριβέστερα, «λάθη» συζητώ στη συνέχεια, όσο ο χώρος το επιτρέπει, με σημείο αναφοράς μια «προκλητική» πτυχή της ελληνικής, τη λεγόμενη «γλώσσα των νέων».

Είναι γνωστές οι σχετικές κατηγορίες για «φθορά», «αφελληνισμό», «εκβαρβάρωση» και επικείμενο «θάνατο» της γλώσσας μας· γνωστά είναι λίγο πολύ και τα «τεκμήριά» τους. Οι νέοι/νέες μας χρησιμοποιούν ένα πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο στην καθημερινή τους επικοινωνία παραμορφώνουν τη γλωσσική δομή αλλάζοντας τη σύνταξη ή τη «διάθεση» των ρημάτων (μας την πέσανε, δε λέει [=όχι· αμετάβατο], παίζει [=συμβαίνει· απρόσωπο], πάμε πλατεία, σπάστηκα [=εκνευρίστηκα]), τη σειρά ή τον αριθμό των συλλαβών (λόστρε < τρελός, ζα< πρέζα, τσοι< μπάτσοι), τη σειρά των φθόγγων (χίος < όχι)

Αναστατώνουν τον «παραγωγικό» μηχανισμό: αργότερα> αργοτερότερα, γάτα> γατόνι, τασάκι> τασάκος, φυτό [=σπασίκλας]> φύτουλας αλλάζουν τις σημασίες των λέξεων: δε μασάμε [=δεν πιανόμαστε κορόιδα], ξιδάκιας [=αλκοολικός], στόκος [=χαζός] ανατρέπουν τη διάκριση «μιλώ/χυδαιολογώ»: ρε μαλάκα, ρε πούστη, σε φιλικές (μεταξύ τους) προσφωνήσεις, γαμώ σε επιτατικές εκφράσεις, π.χ. και γαμώ τα γέλια [= έγινε πολύ γέλιο], χέστηκα! [=αδιαφορώ], γάμησέ τα! [=πολύ καλά/κακά] δανείζονται αλόγιστα από ξένες γλώσσες, ιδιαίτερα από τα αγγλικά περιφρονούν κοινωνικά κατοχυρωμένες κανονικότητες, π.χ. χρήση πληθυντικού αριθμού όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστους και μεγαλύτερους. Η «ακηδία» των νέων εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην κηδεία της γλώσσας μας, λένε οι φωνές.

Αφανής καταλύτης αυτής της προφητείας, ο κοινός τόπος «οι νέοι είναι το αύριο του έθνους μας», που αφήνεται να δράσει υπόγεια, υποβάλλοντας ένα ζοφερό γλωσσικό αύριο, αυτό ακριβώς που θα καθορίζουν οι «γλωσσικά ανεπαρκείς» νέοι/νέες του σήμερα· και, προφανώς, ένα ακόμη ζοφερότερο μεθαύριο που θα εγγυώνται τα παιδιά τους, οι νέοι/νέες του «αύριο», πάνω στην «αφελληνισμένη» γλωσσική βάση που θα τους έχει κληροδοτηθεί. Ξεχωρίζω δύο από τις αθέμιτες εξισώσεις που τρέφουν αν δεν τρέφονται από αυτόν τον «αυριανισμό»:

1. Μια ποικιλία της γλώσσας με όλα τα χαρακτηριστικά του εφήμερου, περιορισμένη τοπικά (νεανικές παρέες, νεανικά περιοδικά) και χρονικά (μικρές σχετικά ηλικίες), θεωρείται αυθαίρετα ως η μοναδική ποικιλία της ελληνικής που γνωρίζουν οι νέοι/νέες: «γλώσσα των νέων» = η ελληνική των νέων! Άραγε με αυτήν την ποικιλία γράφουν στις εξετάσεις τους για το πανεπιστήμιο ή απευθύνονται προς έναν ηλικιωμένο (εκτός αν για δικούς τους μη γλωσσικούς, πάντως λόγους θέλουν να προκαλέσουν); Προφανώς όχι.

Το φαινόμενο είναι διαχρονικό, αλλά και διαγλωσσικό, απαντάται δηλαδή σήμερα, όπως και παλιότερα, σε πολλές γλώσσες. Και δε θα διεκδικούσα καμιά πρωτοτυπία, αν μιλούσα για το συνθηματικό χαρακτήρα της «γλώσσας των νέων» και τη λειτουργία της ως γλωσσικής ταυτότητας και παράγοντα αλληλεγγύης.2 Θα ήθελα όμως να πω δυο λόγια για την τεχνική της ανάπτυξης αυτής της ποικιλίας, με αφορμή τη δεύτερη αθέμιτη εξίσωση:

2. Λάθη που οφείλονται πράγματι σε άγνοια της γλώσσας, π.χ. *θα δεν έρθει, *μη θα έρθεις, *να δεν πάει, *έρθει μην έρθει για να περιοριστώ σε δείγματα λαθών με άρνηση, και δε γίνονται ποτέ από ομιλητές/τριες οποιασδήποτε ηλικίας, εξισώνονται σιωπηλά με «λάθη» που ισχύουν από καταβολής γλωσσών, καθώς κινητοποιούνται από την ανθρώπινη φύση και την ίδια τη γλωσσική γνώση.

Η «αναλογία», η «απλολογία», η «επανενίσχυση» βρίσκονται συνήθως πίσω τους. Το καλυτερότερος π.χ. από μια άλλη άποψη, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, για να μην πω με συγκινεί, ως γλωσσολόγο, μαρτυρεί γνώση της γλώσσας: ο «αναδιπλασιασμός» της παραγωγικής κατάληξης του συγκριτικού βαθμού επιστρατεύεται από το νεαρό ομιλητή για να διπλασιάσει την ένταση του χαρακτηρισμού, γιατί ο τυπικός τρόπος, καλύτερος, αποδεικνύεται για την περίπτωση «λίγος», και χρειάζεται ενίσχυση· το ίδιο, διαχρονικά ενεργό στη γλώσσα μας, φαινόμενο δεν έχουμε και με το διπλασιασμό της άρνησης στο Ούτε ο Γιάννης δεν ήρθε, ενισχυμένη εκδοχή τού, κατά τα άλλα ισοδύναμου, Ούτε ο Γιάννης ήρθε;

Γενικότερα, οι γλωσσικές πρωτοβουλίες των νέων φαίνεται να ανάγονται στο σχήμα «παραλλαγές πάνω σ’ ένα (γνωστό) θέμα», με κύριο, και ευνόητο, χαρακτηριστικό τής (προς πάσα κατεύθυνση) εφαρμογής του την υπερβολή· το πάμε πλατεία π.χ. έχει «υπόψη» του την ορθόδοξη σύνταξη πάω σχολείο, ο περιορισμένος αριθμός λεξικών μορφών (όχι σημασιών) και η περικοπή συλλαβών έχουν πίσω τους τη συνθηματικότητα και κρυπτικότητα άλλων, παλιότερων, ποικιλιών, η προσφώνηση μαλάκα (άνευ γένους) έχει στο παρελθόν της το γνωστό μας ρε ( <μωρέ [=βλάκα], άνευ γένους-αριθμού), το (και) γαμώ ενισχύει, με τη συγκεκριμένη επιλογή, την κλασική επιτατική λειτουργία τού και.

Όσο για τον «άκριτο δανεισμό» από τα αγγλικά, οι αναμάρτητοι πρώτοι τον λίθον βαλέτωσαν! (Βy the way, να αναλογιστούμε και πόσοι «γαλλισμοί» έχουν εγκατασταθεί στη γλώσσα μας μέσω της «καθαρεύουσας» των μεγάλων, όχι των νέων;)

Για να γίνω επιθετικότερος, επιβάλλεται να αναγνωριστεί η γλωσσική δημιουργικότητα των νέων, για να φανεί η προσήλωσή της σε κανονικότητες που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα μας, αλλά και τις γλώσσες γενικά. Είναι γνωστή, διαχρονικά και διαγλωσσικά, η μετακίνηση από αισθητηριακές σημασίες σε γνωστικές, «επιστημικές», σημασίες.3

(α) Να θυμηθούμε το αρχαιοελληνικό οίδα [=έχω δει =γνωρίζω] και τα γνωστά μας βλέπεις [=κατανοείς] τι λέω; ανοιχτομάτης, κρυστάλλινη διατύπωση, φωστήρας, δίπλα στα «ανορθόδοξα» σημερινά μου ‘ρθε φλασάκι [=ξαφνική ιδέα], την είδε [=θεώρησε ότι είναι] αρχηγός, χλoμό [=μη πιθανό], αστέρι [=εξαιρετικός], τζάμι [=άψογος] (όραση);

(β) Να θυμηθούμε τα παλιότερα χάφτας, κατάπια την προσβολή, άνοστο αστείο, αλλά και το ευαγγελικό την δε κάμηλον καταπίνοντες, δίπλα στα σύγχρονα δε μασάμε, μασάει η κατσίκα ταραμά; ή δε σφάξανε [=άρνηση] (γεύση); (γ) Να θυμηθούμε τα αποδεκτά αναψηλάφηση (της δίκης), πολύ τα ψειρίζεις!, κρύε! μαζί με τα «απορριπτέα» την ψαχουλεύτηκα (την υπόθεση), είναι κολλημένος, (έχει στο μυαλό) σφηνωμένη τυρόπιτα [=δεν καταλαβαίνει] (αφή); Πάντως, σίγουρα να μην ξεχάσουμε ότι η γλώσσα των νέων αποτελεί πλούτο και όχι απειλή για την ελληνική!

1. Έχουν όλα αλιευθεί από την εναρκτήρια παράγραφο του βιβλίου «Ελληνική γλώσσα: Αναζητήσεις και συζητήσεις», Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος, εκδ. Καρδαμίτσα 1986, σελ. 9.

2. Για τα γνωρίσματα αυτά της νεανικής «αφασίας», αλλά και τη διεθνικότητα της σχετικής κινδυνολογίας, βλ. το κείμενο, και τη βιβλιογραφία, του Γιάννη Ανδρουτσόπουλου «Η γλώσσα των νέων σε συγκριτική προοπτική: Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά», στο «Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα: Πρακτικά της 17ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 562-576, απ’ όπου και το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που παραθέτω.

3. Βλ. Εve Sweetser, «From Εtymology to Ρragmatics», CUΡ, 1990. Για μια πρώτη απόπειρα εφαρμογής του μοντέλου της στην καθ’ ημάς «γλώσσα των νέων» βλ. Βασιλική Μητροτάσιου, «Γνωστική σημασιολογική προσέγγιση λέξεων και εκφράσεων», μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Γλωσσολογίας Α.Π.Θ. 1996.

Το μονοτονικό

Οι έννοιες του «ορθογραφικού λάθους» και της «ορθογραφικής αλλαγής» έχουν, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, μακρά ιστορία. Υπάρχουν βέβαια γλώσσες όπως τα φιλανδικά, τα τουρκικά ή τα σερβοκροατικά για τις οποίες οι έννοιες αυτές στερούνται περιεχομένου. Κι αυτό γιατί στις συγκεκριμένες γλώσσες, που διαθέτουν φωνητική όπως λέγεται γραφή, ισχύει σε γενικές γραμμές η αρχή της αμφιμονοσημαντότητας: για κάθε φώνημα υπάρχει ένα και μόνο γραφικό σύμβολο και, αντίστροφα, κάθε γραφικό σύμβολο δηλώνει ένα και μόνο ένα φώνημα.

Όμως οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ελληνική, έχουν ιστορική ορθογραφία, γράφουν δηλαδή όχι σύμφωνα με το πώς προφέρονται σήμερα οι λέξεις αλλά σύμφωνα με το πώς προφέρονταν σε παλαιότερες περιόδους, με αποτέλεσμα τα ορθογραφικά αυτά συστήματα να παρουσιάζουν πολλές ατέλειες και «ανωμαλίες».

Στα νέα ελληνικά είναι, σε γενικές γραμμές, πάρα πολύ δύσκολο να γράψει κανείς σωστά κάποια λέξη που ακούει ή προφέρει, καθώς οι πολλοί και περίπλοκοι κανόνες δεν αρκούν για την αντιστοίχιση προφοράς-γραφής. Για παράδειγμα, η διάκριση ανάμεσα σε ρηματική και ονοματική κατάληξη μικρή μόνο βοήθεια προσφέρει για να αντιστοιχίσουμε, εκτός συμφραζομένων, την προφορά [lipi] με τις λέξεις λείπει, λύπη ή λίπη. Επιπλέον, πώς να προβλέψει κανείς τον εμφανή (;) παραλογισμό να σημειώνεται τονικό σημάδι πάνω από το σύμβολο του συμφώνου [v] της λέξης π.χ. αύριο [avrio];

Τα προβλήματα που συναντούν οι ομιλητές/ τριες των φυσικών γλωσσών λόγω της διάστασης ανάμεσα στον προφορικό και στον γραπτό λόγο (: η διαρκώς εξελισσόμενη φύση της ομιλίας αντιπαρατίθεται στη σταθερή και αμετάβλητη φύση της γραφής) οδηγούν συχνά σε προτάσεις μεταρρύθμισης της ορθογραφίας.

Τα αιτήματα που συνήθως διατυπώνονται, κινούνται στην κατεύθυνση της απλοποίησης και του εξορθολογισμού του γραπτού οργάνου. Όμως η προοπτική ορθογραφικών αλλαγών, όσο περιορισμένης κλίμακας και αν είναι, βιώνεται από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού σαν απώλεια. Η δημόσια συζήτηση για την ορθογραφία χαρακτηρίζεται από την εξίσωση γλώσσα=γραφή, τη συνεχή σύγχυση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, την κρυφή γοητεία των κάθε είδους παραλογισμών, την αυταπάτη ότι οι κλασικοί έγραφαν όπως εμείς, τη βαθύτατη πίστη ότι γράφουμε σύμφωνα με την ετυμολογία, την προσήλωση στην αιώνια και απαρασάλευτη ιστορική ορθογραφία.

Η ιστορία των γλωσσών έχει δείξει ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά: η ορθογραφία μιας γλώσσας μπορεί να μην αλλάξει καθόλου (στα μεσοδιαστήματα των ορθογραφικών μεταρρυθμίσεων), να αλλάξει ριζικά ή και εξ ολοκλήρου (π.χ. η αλλαγή αλφαβήτου στα ρουμανικά, στα τουρκικά και τα αλβανικά), να αλλάξει μόνο εν μέρει. Οι επιμέρους αλλαγές είναι ο κανόνας σε γλώσσες με σημαντικό σώμα γραμματείας, όπως η γαλλική, η αγγλική ή η ελληνική, οπότε το επίμαχο ερώτημα δεν είναι πλέον εάν η ιστορική ορθογραφία μπορεί να αλλάξει, αλλά ως προς τι κρίνεται απαραίτητο να αλλάξει. Με άλλα λόγια, η ιστορικότητα της ορθογραφίας είναι σχετική, και, από αυτή την άποψη, διαπραγματεύσιμη και παραβιάσιμη.

Σημαντικός διαπραγματευτής της ιστορικότητας της ορθογραφίας, ο Γεώργιος Χατζιδάκις υπογράμμιζε, στα τέλη του 19ου αιώνα, τη σημασία της δήλωσης του αρχαίου τύπου, του ετύμου, στην ορθογράφηση νεοελληνικών τύπων. Για την ονομαστική πληθυντικού i γυνα&Οuml;κες, εισηγείται τη γραφή με οî, κατ’ αναλογία με την ονομαστική του αρσενικού, καταρρίπτοντας τον αρκετά διαδεδομένο ισχυρισμό ότι υπήρξε φωνητική τροπή του αρχαιοελληνικού αî σε (ΤΜ) και αδιαφορώντας, φυσικά, για το ευφυολόγημα ότι «διά της ορθογραφίας ταύτης αι γυναίκες μεταβάλλονται εις άνδρας».

Χρησιμοποιώντας το ίδιο κριτήριο, το κριτήριο του ετύμου, υποστηρίζει για την κοινολεκτούμενη στην εποχή του αιτιατική πληθυντικού τeς (τιμeς), τη γραφή τές και όχι τη χρησιμοποιούμενη επί αιώνες τα&Οuml;ς (τιμα&Οuml;ς) ενώ για τον τύπο τiς (γυνα&Οuml;κες), τη γραφή τοdς (γυνα&Οuml;κες) κατ’ αναλογία με τη «νέα» ονομαστική πληθ. οî (γυνα&Οuml;κες).

Απορρίπτει δηλαδή τόσο τη γραφή το&Οuml;ς, που υπαινίσσεται την παρουσία δοτικής, όσο και τη γραφή τdς (γυνα&Οuml;κες), που είχε εισηγηθεί ο «αιρεσιάρχης» Ψυχάρης, και η οποία τελικά, σε πείσμα του επιχειρήματος του ετύμου, επικράτησε στη νέα ελληνική. Κατά τον ίδιο τρόπο, επικράτησε η γραφή των παλαιών δευτερόκλιτων ονομάτων με -ης, Αντώνης, Βασίλης κ.ο.κ., και όχι φυσικά η γραφή Αντώνις ( <Αντώνιος), Βασίλεις (<Βασίλειος), που διασώζει το έτυμο.

Για να περάσουμε σε πιο πρόσφατες αλλαγές, η αποδοχή του συγκρητισμού μεταξύ οριστικής και υποτακτικής και στο επίπεδο της ορθογραφίας, με την κατάργηση των γραφών -η(ς) και -ωμεν/-ωνται, να γράφει(ς), να γράφονται, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976/1981, φαίνεται σήμερα απολύτως αποδεκτή· κανείς δεν θεωρεί ότι θίγει την ιστορικότητα της γλώσσας. Την ίδια αποδοχή συναντά και η ιστορικά αυθαίρετη επέκταση της γραφής με -ει(ς) στους μεσοπαθητικούς τύπους: θα λυθεί, να φανεί κ.ο.κ., κι ας μην είχε ποτέ το απαρεμφατικό λείψανο καμία σχέση με τη γραφή που επιβλήθηκε (λυθéναι, φανéναι κ.ο.κ).

Από την άλλη, ενώ η φύση του τόνου στα νέα ελληνικά διαφέρει από εκείνη των αρχαίων (δυναμικός τόνος έναντι μελωδικού), το πέρασμα από την πολυτονική γραφή στη μονοτονική και απνευμάτιστη συναντά πολλές αντιστάσεις. Μισόν αιώνα πριν, το 1943, η κατάργηση των πνευμάτων και ο περιορισμός των τονικών σημείων σε πανεπιστημιακά συγγράμματα του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή είχε οδηγήσει στην πειθαρχική δίωξή του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γνωστή ως Δίκη των Τόνων.

Σήμερα, 20 περίπου χρόνια μετά την επίσημη καθιέρωση του μονοτονικού, είναι κοινό μυστικό ότι εξακολουθεί να μην έχει την καθολική αποδοχή του πνευματικού ιδιαίτερα κόσμου, κι αυτό πέραν της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ δημοτικιστών-καθαρολόγων και ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικών τοποθετήσεων. Στην Ελλάδα της ΟΝΕ και των εκκλησιαστικών συλλαλητηρίων υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν το μονοτονικό τον σύγχρονο Δούρειο ίππειο για τον αφελληνισμό του ανάδελφου έθνους μας, και την «επιβολή» του υποκινούμενη άλλοτε από το Βατικανό, άλλοτε από σιωνιστικά κέντρα, άλλοτε από το πολυεθνικό κεφάλαιο, ενίοτε δε και από τα τρία μαζί!

Γεγονός πάντως είναι ότι μεγάλη μερίδα των πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, συγγραφέων, εκδοτών, επιμελητών εκδόσεων, επιμένουν στην ιστορική ορθογραφία. Ενώ όμως σε γενικές γραμμές υποστηρίζεται το απαραβίαστο της ιστορικότητας του πολυτονικού, στην πράξη χρησιμοποιείται ένα πολυτονικό σύστημα «κολοβωμένο», στο οποίο έχει απαλειφθεί το τονικό σημείο της βαρείας (με διακριτό ρόλο στο τονικό σύστημα που επινόησαν οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί).

Έχει επίσης απαλειφθεί σ’ αυτό η άλλοτε μακρά και άλλοτε βραχεία φύση των δίχρονων φωνηέντων (λ.χ. στο θέμα των λέξεων θεωρούνται πάντα βραχέα), εφόσον δεν υπάρχει καμία παράσταση στον ομιλητή της ελληνικής για το πώς προφερόταν στην κλασική εποχή το βραχύ ι στη λέξη πατρίδα σε αντιδιαστολή με το μακρό ι στη σφραγöδα· από την άλλη πλευρά, η διάκριση αυτή είναι αδύνατον να επεκταθεί στις λέξεις που σχηματίστηκαν σε νεότερες εποχές, δεν υπάρχει δηλαδή τρόπος να απαντηθεί το ερώτημα εάν το ι του κρετίνος είναι βραχύ ή μακρό, για να πάρει οξεία ή περισπωμένη αντίστοιχα.

Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι πως η κατάργηση της μακρότητας και της βραχύτητας, και η εξέλιξη της ελληνικής από γλώσσα με «μουσικό» τόνο σε γλώσσα με «δυναμικό» τόνο, είχε ήδη συντελεστεί κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κι ας προσπαθούν ακόμη και σήμερα ορισμένοι να καταγράψουν με εργαλεία μέτρησης μακρές και βραχείες συλλαβές στη νέα ελληνική!

Η εμμονή διατήρησης ενός κάποιου πολυτονικού συστήματος, προκειμένου να μη διασπαστεί τουλάχιστον η εικόνα της γλωσσικής μας συνέχειας, γεννά με τη σειρά της νέα μυθεύματα, που συσκοτίζουν αδιαμφισβήτητα πορίσματα της επιστήμης. Ίσως η διατύπωση ενός μη ρηξικέλευθου δημοτικιστή, του ακαδημαϊκού Πέτρου Χάρη, πως γύρω από τη μονοτονική γραφή κονταροχτυπιούνται δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους, οι Έλληνες που θέλουν να φαίνονται Έλληνες και οι Έλληνες που θέλουν να είναι Έλληνες, να αναδεικνύει το γεγονός ότι αυτό που εμφανίζεται ως κρίση της ορθογραφίας είναι στην πραγματικότητα κρίση της κοινωνίας.

Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου

«Προτεραιότητα του προφορικού λόγου»· έτσι επιγράφεται μία από τις «βασικές αρχές» της νεότερης γλωσσολογίας, που διατυπώνεται όπως ακριβώς επιγράφεται: ο προφορικός λόγος έχει προτεραιότητα έναντι του γραπτού. Πρόκειται για καταστατική αρχή. Συνήθως επεξηγείται με τις ακόλουθες εμπειρικές γενικεύσεις, που επέχουν και θέση επιχειρημάτων:

(α) Φυλογενετική προτεραιότητα. Σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες, όσο μπορούμε να ξέρουμε, η γραφή, αν ποτέ αναπτυχθεί, ακολουθεί την ανάπτυξη προφορικής γλώσσας. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν «προφορικές κοινωνίες» που δεν έχουν γραπτό κώδικα.

(β) Οντογενετική προτεραιότητα. Κανένα παιδί δεν μαθαίνει πρώτα να γράφει και μετά να μιλάει.

(γ) Γνωστική-μαθησιακή προτεραιότητα. Η ομιλία αναπτύσσεται με φυσικό τρόπο· για να μάθει το παιδί να μιλάει, αρκεί να εκτεθεί σε γλωσσικά ερεθίσματα. Αντίθετα, για να μάθει να γράφει τη γλώσσα του, απαιτείται συστηματική διδασκαλία.

(δ) Δομική προτεραιότητα. Όλα τα συστήματα γραφής βασίζονται σε μονάδες του προφορικού λόγου· τα αλφαβητικά συστήματα στους φθόγγους, τα συλλαβικά στις συλλαβές, τα ιδεογραφικά στις λέξεις.

Με τον όρο «προτεραιότητα του προφορικού λόγου» επισημαίνεται, λοιπόν, κυρίως μια ειδίκευση ως προς το μέσον: η ανθρώπινη γλώσσα έχει πρωτίστως φωνητικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αξιοποιεί τη φωνητική-ακουστική οδό επικοινωνίας, που είναι και η φυσικότερη από εξελικτική και βιολογική άποψη. Αντίθετα, η γραφή είναι σημειωτικό σύστημα εξαρτημένο και δευτερογενές: «ο μόνος λόγος ύπαρξης της γραφής είναι να παραστήσει τη γλώσσα» (Φ. ντε Σωσσύρ).

Δεν είναι αδιαμφισβήτητη η αρχή της προτεραιότητας του προφορικού λόγου. «Ουσιωδώς μεταφυσική» τη θεωρεί ο Ζακ Ντερριντά. «Εξωτερικά» χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα που τη στηρίζουν ο Ρόυ Χάρρις, επειδή δεν επικαλούνται γενικές σημειολογικές αρχές, αλλά εμπειρικές γενικεύσεις. Άλλωστε, η ίδια η ύπαρξη της γραφής πιστοποιεί ότι η ανθρώπινη γλώσσα δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη ειδίκευση ως προς το μέσον, αλλά μάλλον από σχετική ανεξαρτησία· η γλώσσα μπορεί να «μεταφέρεται» από το ένα μέσον στο άλλο. Από εμπειρική άποψη, η «προτεραιότητα του προφορικού λόγου» φαίνεται να υποτιμά τη σχετική αυτονομία της γραφής.

Η γραφή δεν έχει μόνο «αναπαραστατική», «αρχειακή» ή «μνημειακή» λειτουργία· ανταποκρίνεται σε πάμπολλες επικοινωνιακές ανάγκες και αναπτύσσει ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη ειδολογία. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τη σημαντικά αυξημένη λειτουργικότητα της «εγγραμματοσύνης» στις σύγχρονες κοινωνίες και τις νέες μορφές που αποκτά στα νέα μέσα επικοινωνίας, δύσκολα θα υποστηρίζαμε ότι ο προφορικός λόγος έχει και λειτουργική προτεραιότητα έναντι του γραπτού. Η σύγκριση δεν μπορεί να είναι ποσοτική. Πολλοί μιλούν για δύο είδη πολιτισμού, ακόμα και για δύο συλλογικά διαφορετικούς τρόπους σκέψης: τον προφορικό και τον εγγράμματο.

Όλως ιδιαίτερη σημασία αποκτά η γραφή στη διαδικασία τυποποίησης κοινής γλώσσας. Η γλωσσική τυποποίηση, φαινόμενο όλων των δυτικών κοινωνιών, περιλαμβάνει τη δημιουργία «γραφολέκτου» (μιας «κοινής γραφομένης» ή «φιλολογικής γλώσσας») και τη θέσπιση ορθογραφικών συμβάσεων. Η «πρότυπη» γλώσσα που προκύπτει από την τυποποίηση καθιερώνεται μέσω της παιδείας.

Στην Ελλάδα, για πολλούς και διάφορους λόγους, γνωρίσαμε μια καθυστερημένη τυποποίηση, η διαμάχη για την οποία, γνωστή ως «γλωσσικό ζήτημα», κράτησε πολλά χρόνια. Άλλοι λαοί καθιέρωσαν δημώδη γλώσσα αιώνες νωρίτερα. Αυτή η καθυστερημένη τυποποίηση χρειάστηκε ν’ αντιταχθεί σ’ ένα πανίσχυρο πρότυπο, της καθαρεύουσας, το οποίο συνέχισε στην εποχή μας την παράδοση του κλασικισμού και του αττικισμού, μια παράδοση που επιβίωσε με τα γραπτά κατάλοιπα μιας νεκρής γλώσσας.

Απ’ αυτήν ακριβώς την παράδοση θέλησε να διαφοροποιηθεί η νεότερη γλωσσολογία, προβάλλοντας την προτεραιότητα του προφορικού λόγου. Συνεπώς, η έμφαση στον προφορικό λόγο κάθε άλλο παρά υποτιμά τη σημασία της γραφής στη διαδικασία της τυποποίησης. Στο πλαίσιο της τυποποίησης, η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έχει την αξία μιας λελογισμένης ρυθμιστικής αρχής.

Μας λέει πού πρέπει να βασιστεί η τυποποίηση: στον προφορικό λόγο, στη δημώδη γλώσσα, και όχι σε αρχαϊστικά κείμενα. Η αρχή επέχει επίσης θέση μεθοδολογικής οδηγίας. Λέει στον γλωσσολόγο πού πρέπει να αναζητήσει τα δεδομένα του, ποιο πρέπει να είναι το γλωσσικό «υλικό» του, τα «παραδείγματά» του. Τέλος, η αρχή έχει ιδεολογικό χαρακτήρα («επιστημολογικό», θα προτιμούσαν ορισμένοι), όπως προκύπτει από το ανατρεπτικό της περιεχόμενο, τη ρήξη με τη μεγάλη παράδοση του κλασικισμού.

Χωρίς λοιπόν να υποτιμά τη σημασία της γραφής, η αρχή της προτεραιότητας του προφορικού λόγου μάς ζητά να αντισταθούμε στην αποκτημένη συνήθεια να ταυτίζουμε τη γλώσσα με τη γραφή. Ας δούμε πότε αποκτάται αυτή η συνήθεια και ποιες προλήψεις την περιβάλλουν.

Με τη διαδικασία της τυποποίησης, η κοινή γλώσσα αποκτά λεξικά, γραμματικές και δασκάλους. Στα σχολεία διδάσκεται d’après le livre et par le livre. Πηγαίνουμε στο σχολείο με γνώση της γλώσσας μας, αποκτάμε όμως εκεί τις μοναδικές μας γνώσεις για τη γλώσσα και η γλώσσα του σχολείου είναι κυρίως γραπτή γλώσσα. Έτσι, μαθαίνουμε ότι η νέα ελληνική έχει επτά και όχι πέντε φωνήεντα, ότι τα δίψηφα φωνήεντα ει, οι, ου είναι δίφθογγοι, ότι τα συμφωνικά συμπλέγματα ξ και ψ είναι φθόγγοι κ.ο.κ. Εφεξής, θα δυσκολευτούμε ν’ ανακαλύψουμε σ’ αυτή τη γνώση για τη γλώσσα τη γνώση της γλώσσας μας.

Στο σχολείο λοιπόν γίνεται η πρώτη ταύτιση της γλώσσας με τη γραφή. Την ταύτιση αυτή τη διευκολύνουν ψυχολογικοί και σημειολογικοί παράγοντες. Η «οπτική εικόνα» είναι πιο καθαρή, πιο διαρκής, πιο σταθερή από την «ακουστική εικόνα». Η «ακουστική εικόνα» είναι φευγαλέα. Αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι δεν έχουμε άλλη «εικόνα» της γλώσσας από τη γραφή. Η γραφή, επιπλέον, οδηγεί σ’ ένα αντικείμενο, σ’ ένα υλικό προϊόν, το τελικό κείμενο. Ο προφορικός λόγος, αντίθετα, είναι μια συνεχής διαδικασία του υποκειμένου, γεμάτη προσπάθειες, δισταγμούς και αναδιατυπώσεις όλο προσχέδια που δεν καταστρέφονται (Μ.Α.Κ. Ηalliday).

Στη σταθεροποίηση όμως του «οπτικού αντικειμένου» της γραφής συμβάλλει κυρίως ένας κοινωνικός παράγοντας, η ορθογραφία. Οι μόνοι απαρέγκλιτοι κανόνες που μαθαίνουμε είναι οι κανόνες της ορθογραφίας. Αρκεί ένα λάθος μας για να ρεζιλευτούμε. Αρκεί μια «ορθογραφική απλοποίηση» για να μας αποσυντονίσει. Μας είναι οικείες οι αντιστάσεις στο να γράψουμε το «τραίνο» με -ε, το «αντικρύζω» με -ι, το «ψέμμα» με ένα -μ. Οι αντιστάσεις αυτές ενισχύονται από πολιτισμικούς παράγοντες. Πολλοί θεωρούν «άλωση της γλώσσας» το μονοτονικό σύστημα, «καταστροφή» το λατινικό.

Σαν «κίνδυνος για τη γλώσσα» αναγνωρίζεται οποιαδήποτε «αλλοίωση» της ορθογραφίας. Αν γλώσσα είναι η γραφή, τότε ο προφορικός λόγος δεν είναι γλώσσα. Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι λοιπόν η αντίληψη ότι η προφορική γλώσσα είναι άναρχη, ότι δεν υπακούει σε κανόνες· ότι μόνον ο γραπτός λόγος μπορεί να είναι δομημένος· ότι μπορούμε μόνο να γράφουμε αλλά όχι και να μιλάμε «σωστά». Απόδειξη οι δεκάδες οδηγοί «σωστής χρήσης της γλώσσας», δηλαδή της γραφής.

Συναφής είναι και η άποψη ότι τα προφορικά ιδιώματα είναι ευμετάβλητα και ασταθή, κι ας αναγνωρίζουμε σε διαλέκτους που δεν γράφτηκαν ποτέ μια συντηρητικότερη μορφή από αυτήν που επικράτησε στην κοινή γραφομένη, κι ας υπάρχουν προφορικές παραδόσεις εντελώς ανεξάρτητες από τη γραφή. Και είναι αλήθεια ότι με τη γραφή και την τυποποίηση προσπαθούν κάποτε τα «άτακτα» προφορικά ιδιώματα ν’ αντισταθούν στην κυριαρχία μιας κοινής γλώσσας.

Η συντηρητικότητα της γραφής σε σχέση με τη γλωσσική αλλαγή εδραιώνει, τέλος, την πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι «μία και ενιαία», κυρίως στη διαχρονική της διάσταση. Εδραιώνει την πεποίθηση ότι η γλώσσα δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, ή ότι, όσο κι αν αλλάζει, όσο κι αν μεταβάλλεται, η γραφή θα «μας ενώνει με το παρελθόν», αφού αυτή πρώτη έριξε γέφυρες στο μέλλον.