Μήπως έχετε προσέξει ότι το άγχος, η θλίψη ή ο θυμός που αισθάνεστε συχνά, συνήθως εμφανίζονται όταν κάτι σε εσάς ή στο περιβάλλον σας αποδεικνύεται διαφορετικό από αυτό που είχατε φανταστεί ως «τέλειο»;
Αν αυτή η σύνδεση έχει κάποιο νόημα για εσάς, τότε είναι πολύ πιθανό να είστε μπλεγμένοι στα δίχτυα της τελειοθηρίας.
Δηλαδή, σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους που ικανοποιούνται με να είναι όσο περισσότερο «καλοί» μπορούν, εσείς έχετε την ανικανοποίητη, αλλά επιτακτική ανάγκη να είστε ή, έστω, να φαίνεστε τέλειοι.
Παρά τα φαινόμενα όμως, το κίνητρο της τελειοθηρίας δεν είναι η κίνηση προς την τελειότητα. Το πρωταρχικό της κίνητρο είναι η απομάκρυνση από τη μη τελειότητα ώστε κανένας να μην μπορεί να μας θεωρήσει ελαττωματικούς και άρα μη αποδεκτούς[1].
Ο ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Η οργάνωση της ζωής γύρω από την αναζήτηση της τελειότητας περιλαμβάνει, λίγο ή πολύ, τα ακόλουθα:
Ο πήχης δεν έχει ταβάνι
Τα στάνταρ που θέτουμε για τον εαυτό μας είναι δυσθεώρητα[2].
Οι προσδοκίες που έχουμε σε επίπεδο οργάνωσης, εμφάνισης και επιτευγμάτων είναι μη ρεαλιστικές και είναι αδύνατον να επιτευχθούν ή μπορούν να επιτευχθούν με πολύ μεγάλο κόστος.
Το θέμα είναι η εικόνα μας – το πώς φαινόμαστε στα μάτια μας και πώς μας βλέπουν οι άλλοι.
Αξιολογούμε τον εαυτό μας αποκλειστικά με βάση τους υψηλούς στόχους που επιτυγχάνουμε και με ανάλογο τρόπο πιστεύουμε ότι αποφασίζουν για την αξία μας και οι άλλοι. Έτσι, αν τα στάνταρ μας δεν είναι τα υψηλότερα δυνατά, αισθανόμαστε ότι η αξία μας είναι μηδαμινή ή μηδενική.
Η διαδικασία είναι αέναα κυκλική: Θέτουμε πολύ υψηλά στάνταρ και πιεζόμαστε να τα πετύχουμε, μετά κρίνουμε τον εαυτό μας βασιζόμενοι στην ικανότητά μας να τα πετύχουμε και, τέλος, βιώνουμε αρνητικές συνέπειες υπό το βάρος της μεγάλης πίεσης, αλλά συνεχίζουμε να κυνηγάμε ανέφικτα στάνταρ παρά το υψηλό τίμημα[3].
Νιώθουμε σχεδόν υποχρεωμένοι να είμαστε οι καλύτεροι σε οτιδήποτε κάνουμε, όπως, για παράδειγμα, όταν οδηγούμαστε σε εξαντλητική γυμναστική ή αδιάκοπη μελέτη προκειμένου να κατακτήσουμε την «ιδανική» εμφάνιση ή να διαπρέψουμε στο σχολείο.
Όταν δεν πιάνουμε τα στάνταρ μας, αντί να τα αμφισβητήσουμε και να σκεφτούμε ότι είναι παράλογα, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι αποτύχαμε επειδή δεν δουλέψαμε αρκετά σκληρά[4] ή συμπεραίνουμε ότι κάτι είναι λάθος με εμάς το οποίο παρεμβαίνει στην ικανότητά μας να ικανοποιήσουμε τις προσδοκίες μας[5].
Εξάλλου, ακόμα και τις φορές που καταφέρνουμε να πιάσουμε τους στόχους μας, σχεδόν αμέσως θέτουμε νέα, υψηλότερα στάνταρ αποφασίζοντας ότι τα προηγούμενα δεν ήταν τόσο υψηλά τελικά[6].
Εκκρεμείς αποφάσεις, αναβολές και μισοτελειωμένες δουλειές
Η ανάγκη για τελειότητα οδηγεί σε αυτοϋπονομευτικές συμπεριφορές[7].
Ξοδεύουμε πολύ χρόνο γράφοντας και ξαναγράφοντας λίστες με όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνουμε[8], δυσκολευόμαστε να ολοκληρώσουμε τις δουλειές μας και καθυστερούμε να ξεκινήσουμε κάτι από ανησυχία ότι ποτέ δεν θα γίνει αρκετά καλό ή από απελπισία στη σκέψη του πόση δουλειά χρειάζεται προκειμένου να γίνει καλό.
Η ιδέα ότι όλα πρέπει να γίνουν τέλεια κάνει τα πάντα τεράστια στο μυαλό μας[9] και ο φόβος ότι θα πληγεί η αξία μας αν αποτύχουμε μας κάνει να αναβάλλουμε επ’ άπειρον αυτά που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε[10] ή να μην καταφέρνουμε καν να τα ξεκινήσουμε[11].
Προφανώς, οι αποφάσεις δεν είναι το δυνατό μας σημείο[12].
Είμαστε τόσο αναποφάσιστοι που δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε τι θα φορέσουμε κάθε πρωί, δεν ξέρουμε τι χρώμα παπούτσια να αγοράσουμε και καταλήγουμε να αγοράζουμε όλα τα χρώματα και όταν επιτέλους αποφασίζουμε ποια ταινία θα νοικιάσουμε έχει κλείσει το video club.
Ακόμα και όταν παίρνουμε μια απόφαση και προβαίνουμε στην υλοποίησή της, την επόμενη κιόλας στιγμή την αμφισβητούμε και αμφιβάλλουμε για την απόδοσή μας και την ποιότητα των ενεργειών μας[13].
Εξαιτίας των μόνιμων αμφιβολιών μας, δεν ξέρουμε πότε να βάλουμε τελεία. Ξεκινάμε να πακετάρουμε τα απολύτως απαραίτητα για τις διακοπές και καταλήγουμε με μια τεράστια βαλίτσα ή συνεχίζουμε να επιχειρηματολογούμε για ένα θέμα παρόλο που οι υπόλοιποι έχουν χάσει πια το ενδιαφέρον τους[14].
Πολλές φορές, μάλιστα, πάλι λόγω των αμφιβολιών, τα παρατάμε μπροστά στα εμπόδια ή εγκαταλείπουμε πρώιμα. Για παράδειγμα, δεν ψάχνουμε για καινούργιο σπίτι επειδή ανησυχούμε ότι ποτέ δεν θα βρούμε κάποιο που να καλύπτει όλες τις ανάγκες μας ή παραιτούμαστε από τη δουλειά μας γιατί κάναμε ένα λάθος και φοβόμαστε ότι θα απολυθούμε[15].
Τα λάθη είναι για τους αποτυχημένους
Όταν κάνουμε λάθη, αντιδρούμε με απογοήτευση, απόσυρση ή εκρήξεις οργής επειδή τα αντιλαμβανόμαστε ως απόδειξη της ανεπάρκειας, αδυναμίας ή ανικανότητάς μας.
Είμαστε βέβαιοι ότι, στην παραμικρή ένδειξη λάθους, οι άλλοι θα σκεφτούν άσχημα για εμάς – ότι θα χάσουμε το σεβασμό τους και θα πέσουμε στα μάτια τους.
Το ραντάρ μας είναι προγραμματισμένο να φιλτράρει εξονυχιστικά το περιβάλλον και να εντοπίζει αρνητικά στοιχεία, συχνά αγνοώντας οτιδήποτε θετικό[16]. Ένα, κατά τα άλλα, τέλειο κείμενο που όμως έχει ένα ορθογραφικό λάθος, μπορεί να μας απελπίσει.
Είμαστε τόσο βέβαιοι ότι η ικανότητα μας να γίνουμε αποδεκτοί σχετίζεται με την άψογη επίδοση, που παθαίνουμε εμμονή ακόμα και με μικρές αναποδιές. Αν αργοπορήσουμε πέντε λεπτά χαλάει η διάθεσή μας και το να χάσουμε τα κλειδιά μας ή να ξεχάσουμε κάτι μπορεί να μας κάνει έξαλλους.
Προφανώς, έχουμε ισχυρό κίνητρο να καλύπτουμε τα λάθη μας και, φυσικά, ποτέ δεν ζητάμε βοήθεια για να τα διορθώσουμε. Συχνά, μάλιστα, προτιμούμε να αποφύγουμε τελείως συγκεκριμένους ανθρώπους ή καταστάσεις, παρά να εκτεθούμε στον κίνδυνο «λάθους».
Και, βέβαια, δεν ξέρουμε να χάνουμε. Αν παίζουμε τένις και χάσουμε, μπορεί να πετάξουμε τη ρακέτα κάτω χωρίς καν να σφίξουμε το χέρι του αντιπάλου ή μπορεί να συμμετάσχουμε σε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικό σκοπό κι αν δούμε ότι χάνουμε την πρώτη θέση, να τα παρατήσουμε.
Στο μυαλό μας η διάπραξη ή παραδοχή λαθών είναι ολοκληρωτικά απαράδεκτη – κόντρα σε όλα τα ανθρώπινα δεδομένα, είμαστε πεπεισμένοι ότι, όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά και ότι μπορούμε να τα αποφύγουμε[17].
Ο κριτής των πάντων είμαι εγώ
Η ανάγκη για τελειότητα μας κάνει να αντιδρούμε αμυντικά σε οποιοδήποτε ερέθισμα σηματοδοτεί ενδεχόμενη αποτυχία, απώλεια ελέγχου ή κριτική από τους άλλους[18].
Καταρχάς, όταν αποτυγχάνουμε να πιάσουμε τα στάνταρ μας γινόμαστε οι ίδιοι πολύ επικριτικοί με τον εαυτό μας και φτάνουμε να του λέμε: «είσαι τόσο ηλίθιος» ή «έπρεπε να προσπαθήσεις περισσότερο»[19].
Από την άλλη, έχουμε τόσο μεγάλη ευαισθησία στην κριτική των άλλων[20], που αντιλαμβανόμαστε το παραμικρό αρνητικό σχόλιο ως προσωπική επίθεση και τείνουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας ακόμα και όταν δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Δεν διστάζουμε ακόμα και να γίνουμε επιθετικοί αν αισθανθούμε ότι τσαλακώνεται η τέλεια εικόνα που πασχίζουμε να προβάλλουμε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, εξαιτίας της θεμελιώδους ακαμψίας που μας χαρακτηρίζει σε σχέση με την αποτυχία, αντιμετωπίζουμε αμυντικά και αποκρούουμε ακόμα και την εποικοδομητική ανατροφοδότηση των άλλων.
Αντιθέτως, όταν κρίνουμε ότι οι άλλοι δεν αγγίζουν την «τελειότητα», θεωρούμε ότι έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε επικριτικοί μαζί τους. Στην ουσία, απορρίπτουμε σε εκείνους αυτά που δεν μπορούμε να αποδεχτούμε σε εμάς – όπως δεν ανεχόμαστε τα δικά μας λάθη, έτσι δεν ανεχόμαστε και τα λάθη των άλλων.
Μερικές φορές μάλιστα, φαίνεται να αντλούμε ευχαρίστηση από τις αποτυχίες των άλλων, ακόμα και όταν δεν αφορούν εμάς. Όταν διαρκώς ανησυχούμε για τις δικές μας αποτυχίες, είναι ανακουφιστικό να διαπιστώνουμε ότι και άλλοι γύρω μας είναι αποτυχημένοι. Έστω για λίγο, μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα για τον εαυτό μας, παρόλο που μακροπρόθεσμα απλώς επιτείνουμε την ανταγωνιστικότητα και μιζέρια μας.
Θα τα έχω όλα ή δεν θα έχω τίποτα
Η ματιά μας είναι ασπρόμαυρη χωρίς ενδιάμεση γκρίζα περιοχή[21].
Τείνουμε να κατηγοριοποιούμε όλες τις πλευρές της ζωής σε μία από δύο κατηγορίες – είτε όλα είναι σωστά είτε όλα είναι λάθος.
Αν κλάψουμε έστω μία φορά ή αν χάσουμε έστω μία προπόνηση, αισθανόμαστε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε από τη ρετσινιά της αδυναμίας ή να ξαναβρούμε τη φόρμα μας. Ένα μόνο «ψεγάδι» που αντιλαμβανόμαστε να φέρει κάποιος, είναι αρκετό για να νιώσουμε πλήρως δικαιολογημένοι να τον διαγράψουμε για πάντα από τη ζωή μας.
Η ζωή μας είναι ένα παιχνίδι του όλα ή τίποτα και είμαστε ικανοί να πάμε στα άκρα προκειμένου να αποφύγουμε να βρεθούμε στην πλευρά του τίποτα. Μπορούμε να οδηγηθούμε στην εργασιομανία ή να παραμελήσουμε εντελώς κάποια κομμάτια ή ανθρώπους στη ζωή μας, αρκεί να επιτύχουμε αυτό που θέλουμε σε κάποιο τομέα.
Η απόλυτη εξουθένωση ή και η αυτοκαταστροφή ακόμα, είναι πταίσματα μπροστά στην ανάγκη να τελειοποιηθούμε ή να τελειοποιήσουμε κάτι.
Μπορεί να ξενυχτήσουμε σβήνοντας και διορθώνοντας εμμονικά ένα κείμενο σε σημείο να χάσουμε την προθεσμία υποβολής του. Ή μπορεί να ετοιμάζουμε μήνες ολόκληρους μια παρουσίαση κι αν αισθανθούμε ότι δεν είναι άψογη από κάθε πλευρά, να αρνηθούμε να την παρουσιάσουμε την κρίσιμη μέρα.
Η συναισθηματική μας κατάσταση επίσης λειτουργεί στα άκρα. Τη μία στιγμή αισθανόμαστε επιτυχημένοι και την αμέσως επόμενη αποτυχημένοι, αναλόγως με την τελευταία επιτυχία ή αποτυχία μας.
Και με το ίδιο σκεπτικό επιλέγουμε τις «μάχες» που δίνουμε. Καταπιανόμαστε με κάτι ή κάποιον μόνο αν έχουμε καλές πιθανότητες να «κερδίσουμε», ενώ αν νιώθουμε ότι υπάρχει ενδεχόμενο να χάσουμε το αποφεύγουμε τελείως.
Πρόκειται για μια απόλυτα διχοτομική προσέγγιση που καταντά τυραννική. Στον κόσμο μας υπάρχει το «τέλειο» και μετά το χάος. Το «αρκετά καλό» ή ακόμα και το «σχεδόν τέλειο» δεν υφίστανται – προσμετρώνται ως «ήττες».
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
Το δυστύχημα είναι ότι, παρά τις προσπάθειές μας, ούτε φαινόμαστε ούτε είμαστε ούτε μπορούμε να γίνουμε τέλειοι. Είμαστε απλώς τελειομανείς και έτσι θα παραμείνουμε μέχρι, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να το κατανοήσουμε.
Επιτυγχάνω άρα υπάρχω
Η μύηση στην τελειοθηρία, τις περισσότερες φορές, αρχίζει στην παιδική ηλικία.
Αν εκείνοι που μας μεγάλωσαν ήταν οι ίδιοι τελειομανείς και είχαν μεγάλες προσδοκίες από εμάς, μας πέρασαν το μήνυμα ότι πρέπει να είμαστε παντού και πάντα οι καλύτεροι. Αν θεωρούσαν τα λάθη ανεπίτρεπτα, μας μετέδωσαν την πεποίθηση ότι όποιος κάνει λάθη είναι ανεπαρκής ή ανάξιος. Αν ήταν νάρκισσοι, ήμασταν αναγκασμένοι να είμαστε τα τέλεια παιδιά ώστε να αντανακλάται σε εκείνους η εικόνα του τέλειου γονιού.
Από την άλλη, αν οι φροντιστές μας ήταν υπερβολικά ελεγκτικοί, επικριτικοί ή αυστηροί μαζί μας και μας τιμωρούσαν ή μας ντρόπιαζαν όταν δεν τα πηγαίναμε καλά, μάθαμε να συνδέουμε την κακή επίδοση με τη γελοιοποίηση, την αδιαφορία ή τον πόνο.
Όσοι μεγαλώσαμε χωρίς να νιώθουμε αρκετά καλοί στα μάτια εκείνων που μας φρόντιζαν και, δεδομένου ότι είχαμε ανάγκη την αγάπη και προστασία τους, αναγκαστήκαμε να αποδεχτούμε την ιδέα ότι είμαστε ελαττωματικοί κατά κάποιο τρόπο[22].
Επί χρόνια προσπαθούσαμε να ευχαριστήσουμε ανθρώπους που δεν ευχαριστούνταν με τίποτα και έτσι ασκηθήκαμε σε μία αγάπη υπό όρους – μάθαμε ότι ο μόνος τρόπος να νιώσουμε ασφάλεια και να εισπράξουμε επιδοκιμασία, αποδοχή ή, έστω, επιείκεια είναι να είμαστε «τέλειοι».
Πιστέψαμε ότι η τελειοθηρία είναι το μόνο όπλο ενάντια στο να είμαστε ευάλωτοι στους κινδύνους της επίκρισης, της ντροπής, του θυμού ή της απόσυρσης της αγάπης των σημαντικών άλλων[23].
Πίσω από την τέλεια εικόνα κρύβεται η ντροπή
Σε τελική ανάλυση, η τελειοθηρία είναι μια απόπειρα αναπλήρωσης της αίσθησης κατωτερότητας που μας κατατρέχει.
Προσπαθούμε να κατασκευάσουμε έναν τέλειο εαυτό για να καλύψουμε την ντροπή που νιώθουμε για έναν εαυτό τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ελαττωματικό, ανεπαρκή και ανάξιο.
Η ιδέα είναι ότι: «Αν έχουμε τέλεια εμφάνιση, αν παρουσιάσουμε εντυπωσιακά επιτεύγματα και αν επιτύχουμε επαγγελματικά, οικονομικά και προσωπικά, θα καταφέρουμε να αποφύγουμε ή να ελαχιστοποιήσουμε την απόρριψη, την εγκατάλειψη και τον εξευτελισμό».
Το κυριότερο πρόβλημά μας δεν είναι καθαυτό ο επίπονος και αδιάκοπος αγώνας για την τελειότητα, αλλά ο διαρκής φόβος ότι θα αποκαλυφθούν οι ατέλειές μας και θα ντροπιαστούμε[24].
Επειδή δεν πιστεύουμε ότι είμαστε αρκετά καλοί, σημαντικοί ή ιδιαίτεροι έτσι όπως είμαστε, νιώθουμε ότι πρέπει μονίμως να κερδίζουμε τη θέση μας στον κόσμο ως «καλοί», προκειμένου να αποδείξουμε ότι αξίζουμε κάτι. Θεωρούμε ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι καλύτεροι ή ανώτεροι από εμάς και πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να έχουμε κανένα ελάττωμα απλώς και μόνο για να τους προλάβουμε.
Προκειμένου να λάβουμε την επιβεβαίωση που έχουμε στερηθεί, προσπαθούμε να ικανοποιούμε με κάθε τρόπο τους άλλους και φαντασιωνόμαστε ότι αν είμαστε «τέλειοι» θα καταφέρουμε να αποκτήσουμε μια αίσθηση ασφάλειας μαζί τους[25]. Ότι θα καταφέρουμε να τους εντυπωσιάσουμε ή συγκινήσουμε κι εκείνοι θα μας θαυμάζουν και θα μας εκτιμούν.
Παρουσιάζουμε μια εξωτερικά άψογη εικόνα με την ελπίδα ότι θα αποκτήσουμε μια αίσθηση ελέγχου και ανωτερότητας[26], αλλά, στην πραγματικότητα, βιώνουμε ένα εσωτερικό βασανιστήριο προσπαθώντας να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εντάξει, ενώ τίποτα δεν είναι εντάξει.
Κατά βάθος, νιώθουμε σαν απατεώνες γιατί γνωρίζουμε ότι το αψεγάδιαστο και ελεγχόμενο παρουσιαστικό μας είναι απλώς μια περίτεχνη μάσκα. Ο υπόλοιπος κόσμος συνήθως μας επευφημεί που είμαστε τόσο ικανοί και «συγκροτημένοι», την ίδια στιγμή που εμείς ζούμε με την αγωνία ότι το προσωπείο θα καταρρεύσει[27].
Ένας δυσπροσαρμοστικός τρόπος προσαρμογής
Από τη στιγμή που δεν έχουμε εσωτερικές πηγές άντλησης αυτοεκτίμησης και προσπαθούμε να νιώσουμε καλά αντλώντας αξία από ανθρώπους και πράγματα έξω από εμάς, είμαστε πάντοτε στο έλεος αστάθμητων παραγόντων.
Και το κακό είναι ότι όλα τα χαρακτηριστικά της τελειοθηρίας – ο φόβος της αποτυχίας, ο φόβος να κάνουμε λάθη, ο φόβος της αποδοκιμασίας, τα αρνητικά συναισθήματα και η επίκριση προς τον εαυτό – όλα λειτουργούν σε συνδυασμό και μας κρατάνε σε ένα φαύλο κύκλο όπου η τελειοθηρία συνεχίζεται[28].
Προσπαθούμε να ενισχύσουμε την αξία μας πιάνοντας ανέφικτους στόχους, αλλά επειδή συνήθως αποτυγχάνουμε η αίσθηση της αξίας μας μειώνεται, οπότε θέτουμε νέα υψηλά στάνταρ προκειμένου να την αυξήσουμε και ούτω καθεξής.
Μάλιστα, η σχέση τελειοθηρίας και αυτοεκτίμησης είναι τόσο αρνητική[29], που φτάνουμε σε σημείο να μισούμε τον εαυτό μας επειδή, για παράδειγμα, δεν έχουμε το «ιδανικό» σώμα που προβάλλει το διαδίκτυο, επειδή δεν έχουμε το σπίτι ή το αυτοκίνητο που υποτίθεται έχουν οι «επιτυχημένοι» ή επειδή το πτυχίο μας δεν προέρχεται από κάποιο «φημισμένο» πανεπιστήμιο.
Τελικά, η τελειοθηρία είναι ένας τρόπος προσαρμογής στον κόσμο ή ένα στυλ παρουσίασης του εαυτού μας στον κόσμο, το οποίο αποδεικνύεται δυσπροσαρμοστικό[30]. Αντί να μας οδηγήσει σε κάποιου είδους τελειότητα, παρακωλύει τα έργα μας, αναστέλλει τη συναισθηματική λειτουργία μας και, όπως θα δούμε, επηρεάζει την υγεία μας.
Το σκοτεινό πρόσωπο της τελειοθηρίας
Πάρτε βαθιά ανάσα γιατί ο κατάλογος των προβληματικών καταστάσεων που σχετίζονται με την τελειοθηρία είναι μακρύς και δυσοίωνος:
Καταρχάς, εξαιτίας της πίεσης για απόδοση είμαστε διαρκώς κουρασμένοι, εξουθενωμένοι, πελαγωμένοι και σε ένταση.
Έχουμε μόνιμο άγχος[31], χρόνια ανησυχία ότι δεν θα επιτύχουμε αυτά που «πρέπει» να επιτύχουμε[32], υπερβολικό θυμό[33], καταθλιπτικά συμπτώματα[34], δυσαρέσκεια με την εικόνα του σώματός μας που συχνά οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές[35] και φόβους σωματικής βλάβης, ασθένειας ή θανάτου[36].
Τέλος, κυρίως λόγω των εξωτερικών πιέσεων για τελειότητα που αισθανόμαστε ότι δεχόμαστε, συχνά χάνουμε την ελπίδα μας, αναπτύσσουμε αυτοκτονικό ιδεασμό και, κάποιες φορές, οδηγούμαστε σε απόπειρες[37].
Όπως και να εκδηλώνεται η τελειοθηρία μας, είτε αντιδρούμε με το να γινόμαστε ψυχαναγκαστικοί, εμμονικοί και άκαμπτοι και να πιέζουμε τον εαυτό μας ακόμα περισσότερο, είτε πάμε στο άλλο άκρο και εγκαταλείπουμε τις προσπάθειες βουλιάζοντας στον πεσιμισμό και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το άγχος, η απογοήτευση και η κοινωνική απομόνωση.
ΤΕΛΕΙΑ ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η μεγαλύτερη παγίδα της τελειοθηρίας είναι ότι συχνά μεταμφιέζεται σε προτέρημα.
Ως τελειομανείς είμαστε συγκρατημένοι, αξιόπιστοι, υπεύθυνοι, προνοητικοί και δουλεύουμε σκληρά – χαρακτηριστικά που μας βοηθούν σε πολλές καταστάσεις και επιπλέον εκτιμώνται, επιβραβεύονται και ενθαρρύνονται κοινωνικά.
Είναι όμως τα ίδια χαρακτηριστικά που μας κάνουν συντηρητικούς – που μας κατευθύνουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους αντί στη μεγιστοποίηση του κέρδους, πράγμα που σημαίνει ότι το ρίσκο, ο αυθορμητισμός, η καινοτομία και η δημιουργικότητα είναι άγνωστες λέξεις για εμάς.
Η βασική στρατηγική μας είναι η αποφυγή – αποφεύγουμε να ανοιχτούμε σε καινούργιες εμπειρίες και να δοκιμαστούμε σε νέα πράγματα επειδή ανησυχούμε ότι δεν θα εξελιχθούν με το τέλειο τρόπο που φανταζόμαστε[38]. Για παράδειγμα, δεν τολμούμε να κάνουμε τη δουλειά των ονείρων μας γιατί είμαστε σίγουροι ότι θα αποτύχουμε και δεν διεκδικούμε τον άνθρωπο που θέλουμε από φόβο ότι θα απορριφθούμε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καταφέρνουμε να ανακαλύψουμε τα ταλέντα μας και τι μας αρέσει πραγματικά. Είμαστε τόσο κλειστοί και απορροφημένοι στον εαυτό μας, που δεν αναπτύσσουμε τις κοινωνικές μας δεξιότητες και δεν μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας. Στερούμαστε δηλαδή όλα εκείνα που μας βοηθούν να τα βγάλουμε πέρα με τη ζωή.
Η αίσθηση του ανικανοποίητου είναι η πιο χαρακτηριστική μας αίσθηση – ποτέ δεν αισθανόμαστε πληρότητα ή ικανοποίηση με αυτά που επιτυγχάνουμε.
Οτιδήποτε και να καταφέρουμε, από τη στιγμή που δεν αγγίζει την τελειότητα, η ευχαρίστηση είναι μόνο προσωρινή. Πάντοτε υπάρχουν περισσότερα πράγματα να κάνουμε, να είμαστε ή να επιτύχουμε.
Ποτέ δεν απολαμβάνουμε το ταξίδι. Είμαστε τόσο εστιασμένοι στο στόχο που χάνουμε τη διαδρομή μέσα από τα χέρια μας – είτε αφορά τη μάθηση, την ανάπτυξη, την έκσταση ή την επαφή. Και, μοιραία, δεν καταφέρνουμε να αντλήσουμε αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια από όσα κάνουμε.
Ούτε επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ξαποστάσει – αν μονίμως δεν κάνουμε κάτι και δεν προσπαθούμε να φτάσουμε κάπου, νιώθουμε ενοχές.
Ακόμα και στις υποτιθέμενες χαλαρές στιγμές ποτέ δεν καταφέρνουμε να χαλαρώσουμε πλήρως[39]. Αν ασχοληθούμε με ένα παιχνίδι ή χόμπι, το παίρνουμε τόσο στα σοβαρά που η διασκέδαση αρχίζει να θυμίζει δουλειά[40]. Συνήθως, καταλήγουμε να αφιερωνόμαστε στους τομείς που μας ενδιαφέρουν (κυρίως τη δουλειά) και ξεχνάμε για πάντα την έννοια του ελεύθερου χρόνου.
Είναι κάπως σαν να ζούμε εκτός πραγματικότητας.
Η τελειοθηρία μάς κρατάει παγιδευμένους σε μια ψευδαίσθηση, αποσυνδεδεμένους από το περιβάλλον και τους άλλους, αλλά και από πλευρές του εαυτού μας που δεν αποδεχόμαστε.
Ο προσανατολισμός μας στρέφεται είτε στο παρελθόν (κυρίως στις εμπειρίες του παρελθόντος που δεν μπορούμε να αποδεχτούμε), είτε στο μέλλον (στα χιλιάδες πράγματα που πρέπει να κατακτήσουμε τα οποία όμως δεν διαμορφώνουν μια συνεκτική αίσθηση σκοπού και κατεύθυνσης)[41].
Το νόημα που αποδίδουμε σε όσα μας συμβαίνουν στο παρόν, μας βουλιάζει ακόμα βαθύτερα στην τελειοθηρία. Η τάση να αγνοούμε καθετί θετικό που αντικρούει τις τελειοθηρικές πεποιθήσεις μας και να εστιάζουμε μονομερώς στα αρνητικά που επιβεβαιώνουν τους φόβους μας[42], έχει ως αποτέλεσμα να μας διαφεύγει μονίμως η συνολική εικόνα.
Να θυμάστε… Όσοι μιλάνε για ανθρώπους που εστιάζουν στα δέντρα χάνοντας το δάσος, σε εμάς τους τελειομανείς αναφέρονται.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Greenspon, T. S. (2014). Is there an antidote to perfectionism? Psychology in the Schools. Special Issue: Perfectionism in the School Context, 51(9):986-998.
2, 5, 32, 33, 40, 43. Antony, M. M. & Swinson, R. P. (2009). When Perfect Isn’t Good Enough: Strategies for Coping with Perfectionism (2nd edition). Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
8, 11, 12, 14, 15. Centre for Clinical Interventions. Perfection in Perspective. Module 1 – What is Perfectionism? Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από: http://www.cci.health.wa.gov.au/docs/1%20What%20is%20%20Perfectionism.pdf
4, 6, 16, 19, 21, 25, 28. Centre for Clinical Interventions. Perfection in Perspective. Module 3 – What keeps Perfectionism going?
Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από: http://www.cci.health.wa.gov.au/docs/3%20What%20keep%20perfectionism%20going.Pdf
7, 9, 13, 15, 17, 23, 31, 38, 39. Mallinger, A. E. & De Wyze, J. (1992). Too Perfect: When Being in Control Gets Out of Control. New York: The Random House Publishing Group.
10. Flett, G. L., Blankstein, K. R., Hewitt, P. L. & Koledin, S. (1992). Components of Perfectionism and Procrastination in college students. Social Behavior and Personality, 20(2): 85-94.
18. Dunkley, D. M., Zuroff, D. C. & Blankstein, K. R. (2003). Self-critical perfectionism and daily affect: Dispositional and situational influences on stress and coping. Journal of Personality and Social Psychology, 84(1): 234-252.
20, 42. Graham, A. R., Sherry, S. B., Stewart, S. H., Sherry, D. L., McGrath, D. S., Fossum, K. M. & Allen, S. L. (2010). The Existential model of perfectionism and depressive symptoms: A short-term, four-wave longitudinal study. Journal of Counseling Psychology, 57(4): 423-438.
22. Lavender, N. J. & Cavaiola, A. A. (2012). Impossible to Please: How to deal with Perfectionist Coworkers, Controlling Spouses, and Other Incredibly Critical People. Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
24. Stoeber, J., Harris, R. A., & Moon, P. S. (2007). Perfectionism and the experience of pride, shame, and guilt: Comparing healthy perfectionists, unhealthy perfectionists, and nonperfectionists. Personality and Individual Differences, 43(1), 131-141.
26, 27. Phillipson, S. J. When the Going Gets Tough… The Perfectionist Takes Control. Early Recognition of Perfectionism Amongst Adolescents From Ages 12 – 21.
Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από:
http://www.ocdonline.com/#!going-gets-tough/c1sbr
29, 34. Ashby, J. S., Rice, K. G. & Martin, J. L. (2006). Perfectionism, shame, and depressive symptoms. Journal of Counseling & Development, 84(2): 148–156.
30. Hewitt, P. L., et. al. (2003). The interpersonal expression of perfection: perfectionistic self-presentation and psychological distress. Journal of Personality and Social Psychology, 84(6): 1303–1325.
35. Wade, T. D. & Tiggemann, M. (2013). The role of perfectionism in body dissatisfaction. Journal of Eating Disorders, 1 (1): 2.
36. Fredrik Saboonchi, F. & Lundh, L-G. (1997). Perfectionism, self-consciousness and anxiety. Personality and Individual Differences, 22(6): 921-928.
37. Flett, G. L., Hewitt, P. L. & Heisel, M. J. (2014). The destructiveness of perfectionism revisited: Implications for the assessment of suicide risk and the prevention of suicide. Review of General Psychology, 18(3): 156-172.
Image credit 1: Framed via photopin
Image credit 2: Perfectionism via flickr Image credit 3: Presence via photopin
Αν αυτή η σύνδεση έχει κάποιο νόημα για εσάς, τότε είναι πολύ πιθανό να είστε μπλεγμένοι στα δίχτυα της τελειοθηρίας.
Δηλαδή, σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους που ικανοποιούνται με να είναι όσο περισσότερο «καλοί» μπορούν, εσείς έχετε την ανικανοποίητη, αλλά επιτακτική ανάγκη να είστε ή, έστω, να φαίνεστε τέλειοι.
Παρά τα φαινόμενα όμως, το κίνητρο της τελειοθηρίας δεν είναι η κίνηση προς την τελειότητα. Το πρωταρχικό της κίνητρο είναι η απομάκρυνση από τη μη τελειότητα ώστε κανένας να μην μπορεί να μας θεωρήσει ελαττωματικούς και άρα μη αποδεκτούς[1].
Ο ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Η οργάνωση της ζωής γύρω από την αναζήτηση της τελειότητας περιλαμβάνει, λίγο ή πολύ, τα ακόλουθα:
Ο πήχης δεν έχει ταβάνι
Τα στάνταρ που θέτουμε για τον εαυτό μας είναι δυσθεώρητα[2].
Οι προσδοκίες που έχουμε σε επίπεδο οργάνωσης, εμφάνισης και επιτευγμάτων είναι μη ρεαλιστικές και είναι αδύνατον να επιτευχθούν ή μπορούν να επιτευχθούν με πολύ μεγάλο κόστος.
Το θέμα είναι η εικόνα μας – το πώς φαινόμαστε στα μάτια μας και πώς μας βλέπουν οι άλλοι.
Αξιολογούμε τον εαυτό μας αποκλειστικά με βάση τους υψηλούς στόχους που επιτυγχάνουμε και με ανάλογο τρόπο πιστεύουμε ότι αποφασίζουν για την αξία μας και οι άλλοι. Έτσι, αν τα στάνταρ μας δεν είναι τα υψηλότερα δυνατά, αισθανόμαστε ότι η αξία μας είναι μηδαμινή ή μηδενική.
Η διαδικασία είναι αέναα κυκλική: Θέτουμε πολύ υψηλά στάνταρ και πιεζόμαστε να τα πετύχουμε, μετά κρίνουμε τον εαυτό μας βασιζόμενοι στην ικανότητά μας να τα πετύχουμε και, τέλος, βιώνουμε αρνητικές συνέπειες υπό το βάρος της μεγάλης πίεσης, αλλά συνεχίζουμε να κυνηγάμε ανέφικτα στάνταρ παρά το υψηλό τίμημα[3].
Νιώθουμε σχεδόν υποχρεωμένοι να είμαστε οι καλύτεροι σε οτιδήποτε κάνουμε, όπως, για παράδειγμα, όταν οδηγούμαστε σε εξαντλητική γυμναστική ή αδιάκοπη μελέτη προκειμένου να κατακτήσουμε την «ιδανική» εμφάνιση ή να διαπρέψουμε στο σχολείο.
Όταν δεν πιάνουμε τα στάνταρ μας, αντί να τα αμφισβητήσουμε και να σκεφτούμε ότι είναι παράλογα, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι αποτύχαμε επειδή δεν δουλέψαμε αρκετά σκληρά[4] ή συμπεραίνουμε ότι κάτι είναι λάθος με εμάς το οποίο παρεμβαίνει στην ικανότητά μας να ικανοποιήσουμε τις προσδοκίες μας[5].
Εξάλλου, ακόμα και τις φορές που καταφέρνουμε να πιάσουμε τους στόχους μας, σχεδόν αμέσως θέτουμε νέα, υψηλότερα στάνταρ αποφασίζοντας ότι τα προηγούμενα δεν ήταν τόσο υψηλά τελικά[6].
Εκκρεμείς αποφάσεις, αναβολές και μισοτελειωμένες δουλειές
Η ανάγκη για τελειότητα οδηγεί σε αυτοϋπονομευτικές συμπεριφορές[7].
Ξοδεύουμε πολύ χρόνο γράφοντας και ξαναγράφοντας λίστες με όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνουμε[8], δυσκολευόμαστε να ολοκληρώσουμε τις δουλειές μας και καθυστερούμε να ξεκινήσουμε κάτι από ανησυχία ότι ποτέ δεν θα γίνει αρκετά καλό ή από απελπισία στη σκέψη του πόση δουλειά χρειάζεται προκειμένου να γίνει καλό.
Η ιδέα ότι όλα πρέπει να γίνουν τέλεια κάνει τα πάντα τεράστια στο μυαλό μας[9] και ο φόβος ότι θα πληγεί η αξία μας αν αποτύχουμε μας κάνει να αναβάλλουμε επ’ άπειρον αυτά που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε[10] ή να μην καταφέρνουμε καν να τα ξεκινήσουμε[11].
Προφανώς, οι αποφάσεις δεν είναι το δυνατό μας σημείο[12].
Είμαστε τόσο αναποφάσιστοι που δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε τι θα φορέσουμε κάθε πρωί, δεν ξέρουμε τι χρώμα παπούτσια να αγοράσουμε και καταλήγουμε να αγοράζουμε όλα τα χρώματα και όταν επιτέλους αποφασίζουμε ποια ταινία θα νοικιάσουμε έχει κλείσει το video club.
Ακόμα και όταν παίρνουμε μια απόφαση και προβαίνουμε στην υλοποίησή της, την επόμενη κιόλας στιγμή την αμφισβητούμε και αμφιβάλλουμε για την απόδοσή μας και την ποιότητα των ενεργειών μας[13].
Εξαιτίας των μόνιμων αμφιβολιών μας, δεν ξέρουμε πότε να βάλουμε τελεία. Ξεκινάμε να πακετάρουμε τα απολύτως απαραίτητα για τις διακοπές και καταλήγουμε με μια τεράστια βαλίτσα ή συνεχίζουμε να επιχειρηματολογούμε για ένα θέμα παρόλο που οι υπόλοιποι έχουν χάσει πια το ενδιαφέρον τους[14].
Πολλές φορές, μάλιστα, πάλι λόγω των αμφιβολιών, τα παρατάμε μπροστά στα εμπόδια ή εγκαταλείπουμε πρώιμα. Για παράδειγμα, δεν ψάχνουμε για καινούργιο σπίτι επειδή ανησυχούμε ότι ποτέ δεν θα βρούμε κάποιο που να καλύπτει όλες τις ανάγκες μας ή παραιτούμαστε από τη δουλειά μας γιατί κάναμε ένα λάθος και φοβόμαστε ότι θα απολυθούμε[15].
Τα λάθη είναι για τους αποτυχημένους
Όταν κάνουμε λάθη, αντιδρούμε με απογοήτευση, απόσυρση ή εκρήξεις οργής επειδή τα αντιλαμβανόμαστε ως απόδειξη της ανεπάρκειας, αδυναμίας ή ανικανότητάς μας.
Είμαστε βέβαιοι ότι, στην παραμικρή ένδειξη λάθους, οι άλλοι θα σκεφτούν άσχημα για εμάς – ότι θα χάσουμε το σεβασμό τους και θα πέσουμε στα μάτια τους.
Το ραντάρ μας είναι προγραμματισμένο να φιλτράρει εξονυχιστικά το περιβάλλον και να εντοπίζει αρνητικά στοιχεία, συχνά αγνοώντας οτιδήποτε θετικό[16]. Ένα, κατά τα άλλα, τέλειο κείμενο που όμως έχει ένα ορθογραφικό λάθος, μπορεί να μας απελπίσει.
Είμαστε τόσο βέβαιοι ότι η ικανότητα μας να γίνουμε αποδεκτοί σχετίζεται με την άψογη επίδοση, που παθαίνουμε εμμονή ακόμα και με μικρές αναποδιές. Αν αργοπορήσουμε πέντε λεπτά χαλάει η διάθεσή μας και το να χάσουμε τα κλειδιά μας ή να ξεχάσουμε κάτι μπορεί να μας κάνει έξαλλους.
Προφανώς, έχουμε ισχυρό κίνητρο να καλύπτουμε τα λάθη μας και, φυσικά, ποτέ δεν ζητάμε βοήθεια για να τα διορθώσουμε. Συχνά, μάλιστα, προτιμούμε να αποφύγουμε τελείως συγκεκριμένους ανθρώπους ή καταστάσεις, παρά να εκτεθούμε στον κίνδυνο «λάθους».
Και, βέβαια, δεν ξέρουμε να χάνουμε. Αν παίζουμε τένις και χάσουμε, μπορεί να πετάξουμε τη ρακέτα κάτω χωρίς καν να σφίξουμε το χέρι του αντιπάλου ή μπορεί να συμμετάσχουμε σε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικό σκοπό κι αν δούμε ότι χάνουμε την πρώτη θέση, να τα παρατήσουμε.
Στο μυαλό μας η διάπραξη ή παραδοχή λαθών είναι ολοκληρωτικά απαράδεκτη – κόντρα σε όλα τα ανθρώπινα δεδομένα, είμαστε πεπεισμένοι ότι, όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά και ότι μπορούμε να τα αποφύγουμε[17].
Ο κριτής των πάντων είμαι εγώ
Η ανάγκη για τελειότητα μας κάνει να αντιδρούμε αμυντικά σε οποιοδήποτε ερέθισμα σηματοδοτεί ενδεχόμενη αποτυχία, απώλεια ελέγχου ή κριτική από τους άλλους[18].
Καταρχάς, όταν αποτυγχάνουμε να πιάσουμε τα στάνταρ μας γινόμαστε οι ίδιοι πολύ επικριτικοί με τον εαυτό μας και φτάνουμε να του λέμε: «είσαι τόσο ηλίθιος» ή «έπρεπε να προσπαθήσεις περισσότερο»[19].
Από την άλλη, έχουμε τόσο μεγάλη ευαισθησία στην κριτική των άλλων[20], που αντιλαμβανόμαστε το παραμικρό αρνητικό σχόλιο ως προσωπική επίθεση και τείνουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας ακόμα και όταν δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Δεν διστάζουμε ακόμα και να γίνουμε επιθετικοί αν αισθανθούμε ότι τσαλακώνεται η τέλεια εικόνα που πασχίζουμε να προβάλλουμε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, εξαιτίας της θεμελιώδους ακαμψίας που μας χαρακτηρίζει σε σχέση με την αποτυχία, αντιμετωπίζουμε αμυντικά και αποκρούουμε ακόμα και την εποικοδομητική ανατροφοδότηση των άλλων.
Αντιθέτως, όταν κρίνουμε ότι οι άλλοι δεν αγγίζουν την «τελειότητα», θεωρούμε ότι έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε επικριτικοί μαζί τους. Στην ουσία, απορρίπτουμε σε εκείνους αυτά που δεν μπορούμε να αποδεχτούμε σε εμάς – όπως δεν ανεχόμαστε τα δικά μας λάθη, έτσι δεν ανεχόμαστε και τα λάθη των άλλων.
Μερικές φορές μάλιστα, φαίνεται να αντλούμε ευχαρίστηση από τις αποτυχίες των άλλων, ακόμα και όταν δεν αφορούν εμάς. Όταν διαρκώς ανησυχούμε για τις δικές μας αποτυχίες, είναι ανακουφιστικό να διαπιστώνουμε ότι και άλλοι γύρω μας είναι αποτυχημένοι. Έστω για λίγο, μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα για τον εαυτό μας, παρόλο που μακροπρόθεσμα απλώς επιτείνουμε την ανταγωνιστικότητα και μιζέρια μας.
Θα τα έχω όλα ή δεν θα έχω τίποτα
Η ματιά μας είναι ασπρόμαυρη χωρίς ενδιάμεση γκρίζα περιοχή[21].
Τείνουμε να κατηγοριοποιούμε όλες τις πλευρές της ζωής σε μία από δύο κατηγορίες – είτε όλα είναι σωστά είτε όλα είναι λάθος.
Αν κλάψουμε έστω μία φορά ή αν χάσουμε έστω μία προπόνηση, αισθανόμαστε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε από τη ρετσινιά της αδυναμίας ή να ξαναβρούμε τη φόρμα μας. Ένα μόνο «ψεγάδι» που αντιλαμβανόμαστε να φέρει κάποιος, είναι αρκετό για να νιώσουμε πλήρως δικαιολογημένοι να τον διαγράψουμε για πάντα από τη ζωή μας.
Η ζωή μας είναι ένα παιχνίδι του όλα ή τίποτα και είμαστε ικανοί να πάμε στα άκρα προκειμένου να αποφύγουμε να βρεθούμε στην πλευρά του τίποτα. Μπορούμε να οδηγηθούμε στην εργασιομανία ή να παραμελήσουμε εντελώς κάποια κομμάτια ή ανθρώπους στη ζωή μας, αρκεί να επιτύχουμε αυτό που θέλουμε σε κάποιο τομέα.
Η απόλυτη εξουθένωση ή και η αυτοκαταστροφή ακόμα, είναι πταίσματα μπροστά στην ανάγκη να τελειοποιηθούμε ή να τελειοποιήσουμε κάτι.
Μπορεί να ξενυχτήσουμε σβήνοντας και διορθώνοντας εμμονικά ένα κείμενο σε σημείο να χάσουμε την προθεσμία υποβολής του. Ή μπορεί να ετοιμάζουμε μήνες ολόκληρους μια παρουσίαση κι αν αισθανθούμε ότι δεν είναι άψογη από κάθε πλευρά, να αρνηθούμε να την παρουσιάσουμε την κρίσιμη μέρα.
Η συναισθηματική μας κατάσταση επίσης λειτουργεί στα άκρα. Τη μία στιγμή αισθανόμαστε επιτυχημένοι και την αμέσως επόμενη αποτυχημένοι, αναλόγως με την τελευταία επιτυχία ή αποτυχία μας.
Και με το ίδιο σκεπτικό επιλέγουμε τις «μάχες» που δίνουμε. Καταπιανόμαστε με κάτι ή κάποιον μόνο αν έχουμε καλές πιθανότητες να «κερδίσουμε», ενώ αν νιώθουμε ότι υπάρχει ενδεχόμενο να χάσουμε το αποφεύγουμε τελείως.
Πρόκειται για μια απόλυτα διχοτομική προσέγγιση που καταντά τυραννική. Στον κόσμο μας υπάρχει το «τέλειο» και μετά το χάος. Το «αρκετά καλό» ή ακόμα και το «σχεδόν τέλειο» δεν υφίστανται – προσμετρώνται ως «ήττες».
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
Το δυστύχημα είναι ότι, παρά τις προσπάθειές μας, ούτε φαινόμαστε ούτε είμαστε ούτε μπορούμε να γίνουμε τέλειοι. Είμαστε απλώς τελειομανείς και έτσι θα παραμείνουμε μέχρι, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να το κατανοήσουμε.
Επιτυγχάνω άρα υπάρχω
Η μύηση στην τελειοθηρία, τις περισσότερες φορές, αρχίζει στην παιδική ηλικία.
Αν εκείνοι που μας μεγάλωσαν ήταν οι ίδιοι τελειομανείς και είχαν μεγάλες προσδοκίες από εμάς, μας πέρασαν το μήνυμα ότι πρέπει να είμαστε παντού και πάντα οι καλύτεροι. Αν θεωρούσαν τα λάθη ανεπίτρεπτα, μας μετέδωσαν την πεποίθηση ότι όποιος κάνει λάθη είναι ανεπαρκής ή ανάξιος. Αν ήταν νάρκισσοι, ήμασταν αναγκασμένοι να είμαστε τα τέλεια παιδιά ώστε να αντανακλάται σε εκείνους η εικόνα του τέλειου γονιού.
Από την άλλη, αν οι φροντιστές μας ήταν υπερβολικά ελεγκτικοί, επικριτικοί ή αυστηροί μαζί μας και μας τιμωρούσαν ή μας ντρόπιαζαν όταν δεν τα πηγαίναμε καλά, μάθαμε να συνδέουμε την κακή επίδοση με τη γελοιοποίηση, την αδιαφορία ή τον πόνο.
Όσοι μεγαλώσαμε χωρίς να νιώθουμε αρκετά καλοί στα μάτια εκείνων που μας φρόντιζαν και, δεδομένου ότι είχαμε ανάγκη την αγάπη και προστασία τους, αναγκαστήκαμε να αποδεχτούμε την ιδέα ότι είμαστε ελαττωματικοί κατά κάποιο τρόπο[22].
Επί χρόνια προσπαθούσαμε να ευχαριστήσουμε ανθρώπους που δεν ευχαριστούνταν με τίποτα και έτσι ασκηθήκαμε σε μία αγάπη υπό όρους – μάθαμε ότι ο μόνος τρόπος να νιώσουμε ασφάλεια και να εισπράξουμε επιδοκιμασία, αποδοχή ή, έστω, επιείκεια είναι να είμαστε «τέλειοι».
Πιστέψαμε ότι η τελειοθηρία είναι το μόνο όπλο ενάντια στο να είμαστε ευάλωτοι στους κινδύνους της επίκρισης, της ντροπής, του θυμού ή της απόσυρσης της αγάπης των σημαντικών άλλων[23].
Πίσω από την τέλεια εικόνα κρύβεται η ντροπή
Σε τελική ανάλυση, η τελειοθηρία είναι μια απόπειρα αναπλήρωσης της αίσθησης κατωτερότητας που μας κατατρέχει.
Προσπαθούμε να κατασκευάσουμε έναν τέλειο εαυτό για να καλύψουμε την ντροπή που νιώθουμε για έναν εαυτό τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ελαττωματικό, ανεπαρκή και ανάξιο.
Η ιδέα είναι ότι: «Αν έχουμε τέλεια εμφάνιση, αν παρουσιάσουμε εντυπωσιακά επιτεύγματα και αν επιτύχουμε επαγγελματικά, οικονομικά και προσωπικά, θα καταφέρουμε να αποφύγουμε ή να ελαχιστοποιήσουμε την απόρριψη, την εγκατάλειψη και τον εξευτελισμό».
Το κυριότερο πρόβλημά μας δεν είναι καθαυτό ο επίπονος και αδιάκοπος αγώνας για την τελειότητα, αλλά ο διαρκής φόβος ότι θα αποκαλυφθούν οι ατέλειές μας και θα ντροπιαστούμε[24].
Επειδή δεν πιστεύουμε ότι είμαστε αρκετά καλοί, σημαντικοί ή ιδιαίτεροι έτσι όπως είμαστε, νιώθουμε ότι πρέπει μονίμως να κερδίζουμε τη θέση μας στον κόσμο ως «καλοί», προκειμένου να αποδείξουμε ότι αξίζουμε κάτι. Θεωρούμε ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι καλύτεροι ή ανώτεροι από εμάς και πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να έχουμε κανένα ελάττωμα απλώς και μόνο για να τους προλάβουμε.
Προκειμένου να λάβουμε την επιβεβαίωση που έχουμε στερηθεί, προσπαθούμε να ικανοποιούμε με κάθε τρόπο τους άλλους και φαντασιωνόμαστε ότι αν είμαστε «τέλειοι» θα καταφέρουμε να αποκτήσουμε μια αίσθηση ασφάλειας μαζί τους[25]. Ότι θα καταφέρουμε να τους εντυπωσιάσουμε ή συγκινήσουμε κι εκείνοι θα μας θαυμάζουν και θα μας εκτιμούν.
Παρουσιάζουμε μια εξωτερικά άψογη εικόνα με την ελπίδα ότι θα αποκτήσουμε μια αίσθηση ελέγχου και ανωτερότητας[26], αλλά, στην πραγματικότητα, βιώνουμε ένα εσωτερικό βασανιστήριο προσπαθώντας να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εντάξει, ενώ τίποτα δεν είναι εντάξει.
Κατά βάθος, νιώθουμε σαν απατεώνες γιατί γνωρίζουμε ότι το αψεγάδιαστο και ελεγχόμενο παρουσιαστικό μας είναι απλώς μια περίτεχνη μάσκα. Ο υπόλοιπος κόσμος συνήθως μας επευφημεί που είμαστε τόσο ικανοί και «συγκροτημένοι», την ίδια στιγμή που εμείς ζούμε με την αγωνία ότι το προσωπείο θα καταρρεύσει[27].
Ένας δυσπροσαρμοστικός τρόπος προσαρμογής
Από τη στιγμή που δεν έχουμε εσωτερικές πηγές άντλησης αυτοεκτίμησης και προσπαθούμε να νιώσουμε καλά αντλώντας αξία από ανθρώπους και πράγματα έξω από εμάς, είμαστε πάντοτε στο έλεος αστάθμητων παραγόντων.
Και το κακό είναι ότι όλα τα χαρακτηριστικά της τελειοθηρίας – ο φόβος της αποτυχίας, ο φόβος να κάνουμε λάθη, ο φόβος της αποδοκιμασίας, τα αρνητικά συναισθήματα και η επίκριση προς τον εαυτό – όλα λειτουργούν σε συνδυασμό και μας κρατάνε σε ένα φαύλο κύκλο όπου η τελειοθηρία συνεχίζεται[28].
Προσπαθούμε να ενισχύσουμε την αξία μας πιάνοντας ανέφικτους στόχους, αλλά επειδή συνήθως αποτυγχάνουμε η αίσθηση της αξίας μας μειώνεται, οπότε θέτουμε νέα υψηλά στάνταρ προκειμένου να την αυξήσουμε και ούτω καθεξής.
Μάλιστα, η σχέση τελειοθηρίας και αυτοεκτίμησης είναι τόσο αρνητική[29], που φτάνουμε σε σημείο να μισούμε τον εαυτό μας επειδή, για παράδειγμα, δεν έχουμε το «ιδανικό» σώμα που προβάλλει το διαδίκτυο, επειδή δεν έχουμε το σπίτι ή το αυτοκίνητο που υποτίθεται έχουν οι «επιτυχημένοι» ή επειδή το πτυχίο μας δεν προέρχεται από κάποιο «φημισμένο» πανεπιστήμιο.
Τελικά, η τελειοθηρία είναι ένας τρόπος προσαρμογής στον κόσμο ή ένα στυλ παρουσίασης του εαυτού μας στον κόσμο, το οποίο αποδεικνύεται δυσπροσαρμοστικό[30]. Αντί να μας οδηγήσει σε κάποιου είδους τελειότητα, παρακωλύει τα έργα μας, αναστέλλει τη συναισθηματική λειτουργία μας και, όπως θα δούμε, επηρεάζει την υγεία μας.
Το σκοτεινό πρόσωπο της τελειοθηρίας
Πάρτε βαθιά ανάσα γιατί ο κατάλογος των προβληματικών καταστάσεων που σχετίζονται με την τελειοθηρία είναι μακρύς και δυσοίωνος:
Καταρχάς, εξαιτίας της πίεσης για απόδοση είμαστε διαρκώς κουρασμένοι, εξουθενωμένοι, πελαγωμένοι και σε ένταση.
Έχουμε μόνιμο άγχος[31], χρόνια ανησυχία ότι δεν θα επιτύχουμε αυτά που «πρέπει» να επιτύχουμε[32], υπερβολικό θυμό[33], καταθλιπτικά συμπτώματα[34], δυσαρέσκεια με την εικόνα του σώματός μας που συχνά οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές[35] και φόβους σωματικής βλάβης, ασθένειας ή θανάτου[36].
Τέλος, κυρίως λόγω των εξωτερικών πιέσεων για τελειότητα που αισθανόμαστε ότι δεχόμαστε, συχνά χάνουμε την ελπίδα μας, αναπτύσσουμε αυτοκτονικό ιδεασμό και, κάποιες φορές, οδηγούμαστε σε απόπειρες[37].
Όπως και να εκδηλώνεται η τελειοθηρία μας, είτε αντιδρούμε με το να γινόμαστε ψυχαναγκαστικοί, εμμονικοί και άκαμπτοι και να πιέζουμε τον εαυτό μας ακόμα περισσότερο, είτε πάμε στο άλλο άκρο και εγκαταλείπουμε τις προσπάθειες βουλιάζοντας στον πεσιμισμό και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το άγχος, η απογοήτευση και η κοινωνική απομόνωση.
ΤΕΛΕΙΑ ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η μεγαλύτερη παγίδα της τελειοθηρίας είναι ότι συχνά μεταμφιέζεται σε προτέρημα.
Ως τελειομανείς είμαστε συγκρατημένοι, αξιόπιστοι, υπεύθυνοι, προνοητικοί και δουλεύουμε σκληρά – χαρακτηριστικά που μας βοηθούν σε πολλές καταστάσεις και επιπλέον εκτιμώνται, επιβραβεύονται και ενθαρρύνονται κοινωνικά.
Είναι όμως τα ίδια χαρακτηριστικά που μας κάνουν συντηρητικούς – που μας κατευθύνουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους αντί στη μεγιστοποίηση του κέρδους, πράγμα που σημαίνει ότι το ρίσκο, ο αυθορμητισμός, η καινοτομία και η δημιουργικότητα είναι άγνωστες λέξεις για εμάς.
Η βασική στρατηγική μας είναι η αποφυγή – αποφεύγουμε να ανοιχτούμε σε καινούργιες εμπειρίες και να δοκιμαστούμε σε νέα πράγματα επειδή ανησυχούμε ότι δεν θα εξελιχθούν με το τέλειο τρόπο που φανταζόμαστε[38]. Για παράδειγμα, δεν τολμούμε να κάνουμε τη δουλειά των ονείρων μας γιατί είμαστε σίγουροι ότι θα αποτύχουμε και δεν διεκδικούμε τον άνθρωπο που θέλουμε από φόβο ότι θα απορριφθούμε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καταφέρνουμε να ανακαλύψουμε τα ταλέντα μας και τι μας αρέσει πραγματικά. Είμαστε τόσο κλειστοί και απορροφημένοι στον εαυτό μας, που δεν αναπτύσσουμε τις κοινωνικές μας δεξιότητες και δεν μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας. Στερούμαστε δηλαδή όλα εκείνα που μας βοηθούν να τα βγάλουμε πέρα με τη ζωή.
Η αίσθηση του ανικανοποίητου είναι η πιο χαρακτηριστική μας αίσθηση – ποτέ δεν αισθανόμαστε πληρότητα ή ικανοποίηση με αυτά που επιτυγχάνουμε.
Οτιδήποτε και να καταφέρουμε, από τη στιγμή που δεν αγγίζει την τελειότητα, η ευχαρίστηση είναι μόνο προσωρινή. Πάντοτε υπάρχουν περισσότερα πράγματα να κάνουμε, να είμαστε ή να επιτύχουμε.
Ποτέ δεν απολαμβάνουμε το ταξίδι. Είμαστε τόσο εστιασμένοι στο στόχο που χάνουμε τη διαδρομή μέσα από τα χέρια μας – είτε αφορά τη μάθηση, την ανάπτυξη, την έκσταση ή την επαφή. Και, μοιραία, δεν καταφέρνουμε να αντλήσουμε αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια από όσα κάνουμε.
Ούτε επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ξαποστάσει – αν μονίμως δεν κάνουμε κάτι και δεν προσπαθούμε να φτάσουμε κάπου, νιώθουμε ενοχές.
Ακόμα και στις υποτιθέμενες χαλαρές στιγμές ποτέ δεν καταφέρνουμε να χαλαρώσουμε πλήρως[39]. Αν ασχοληθούμε με ένα παιχνίδι ή χόμπι, το παίρνουμε τόσο στα σοβαρά που η διασκέδαση αρχίζει να θυμίζει δουλειά[40]. Συνήθως, καταλήγουμε να αφιερωνόμαστε στους τομείς που μας ενδιαφέρουν (κυρίως τη δουλειά) και ξεχνάμε για πάντα την έννοια του ελεύθερου χρόνου.
Είναι κάπως σαν να ζούμε εκτός πραγματικότητας.
Η τελειοθηρία μάς κρατάει παγιδευμένους σε μια ψευδαίσθηση, αποσυνδεδεμένους από το περιβάλλον και τους άλλους, αλλά και από πλευρές του εαυτού μας που δεν αποδεχόμαστε.
Ο προσανατολισμός μας στρέφεται είτε στο παρελθόν (κυρίως στις εμπειρίες του παρελθόντος που δεν μπορούμε να αποδεχτούμε), είτε στο μέλλον (στα χιλιάδες πράγματα που πρέπει να κατακτήσουμε τα οποία όμως δεν διαμορφώνουν μια συνεκτική αίσθηση σκοπού και κατεύθυνσης)[41].
Το νόημα που αποδίδουμε σε όσα μας συμβαίνουν στο παρόν, μας βουλιάζει ακόμα βαθύτερα στην τελειοθηρία. Η τάση να αγνοούμε καθετί θετικό που αντικρούει τις τελειοθηρικές πεποιθήσεις μας και να εστιάζουμε μονομερώς στα αρνητικά που επιβεβαιώνουν τους φόβους μας[42], έχει ως αποτέλεσμα να μας διαφεύγει μονίμως η συνολική εικόνα.
Να θυμάστε… Όσοι μιλάνε για ανθρώπους που εστιάζουν στα δέντρα χάνοντας το δάσος, σε εμάς τους τελειομανείς αναφέρονται.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Greenspon, T. S. (2014). Is there an antidote to perfectionism? Psychology in the Schools. Special Issue: Perfectionism in the School Context, 51(9):986-998.
2, 5, 32, 33, 40, 43. Antony, M. M. & Swinson, R. P. (2009). When Perfect Isn’t Good Enough: Strategies for Coping with Perfectionism (2nd edition). Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
8, 11, 12, 14, 15. Centre for Clinical Interventions. Perfection in Perspective. Module 1 – What is Perfectionism? Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από: http://www.cci.health.wa.gov.au/docs/1%20What%20is%20%20Perfectionism.pdf
4, 6, 16, 19, 21, 25, 28. Centre for Clinical Interventions. Perfection in Perspective. Module 3 – What keeps Perfectionism going?
Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από: http://www.cci.health.wa.gov.au/docs/3%20What%20keep%20perfectionism%20going.Pdf
7, 9, 13, 15, 17, 23, 31, 38, 39. Mallinger, A. E. & De Wyze, J. (1992). Too Perfect: When Being in Control Gets Out of Control. New York: The Random House Publishing Group.
10. Flett, G. L., Blankstein, K. R., Hewitt, P. L. & Koledin, S. (1992). Components of Perfectionism and Procrastination in college students. Social Behavior and Personality, 20(2): 85-94.
18. Dunkley, D. M., Zuroff, D. C. & Blankstein, K. R. (2003). Self-critical perfectionism and daily affect: Dispositional and situational influences on stress and coping. Journal of Personality and Social Psychology, 84(1): 234-252.
20, 42. Graham, A. R., Sherry, S. B., Stewart, S. H., Sherry, D. L., McGrath, D. S., Fossum, K. M. & Allen, S. L. (2010). The Existential model of perfectionism and depressive symptoms: A short-term, four-wave longitudinal study. Journal of Counseling Psychology, 57(4): 423-438.
22. Lavender, N. J. & Cavaiola, A. A. (2012). Impossible to Please: How to deal with Perfectionist Coworkers, Controlling Spouses, and Other Incredibly Critical People. Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
24. Stoeber, J., Harris, R. A., & Moon, P. S. (2007). Perfectionism and the experience of pride, shame, and guilt: Comparing healthy perfectionists, unhealthy perfectionists, and nonperfectionists. Personality and Individual Differences, 43(1), 131-141.
26, 27. Phillipson, S. J. When the Going Gets Tough… The Perfectionist Takes Control. Early Recognition of Perfectionism Amongst Adolescents From Ages 12 – 21.
Αναρτήθηκε στις 5/10/2015 από:
http://www.ocdonline.com/#!going-gets-tough/c1sbr
29, 34. Ashby, J. S., Rice, K. G. & Martin, J. L. (2006). Perfectionism, shame, and depressive symptoms. Journal of Counseling & Development, 84(2): 148–156.
30. Hewitt, P. L., et. al. (2003). The interpersonal expression of perfection: perfectionistic self-presentation and psychological distress. Journal of Personality and Social Psychology, 84(6): 1303–1325.
35. Wade, T. D. & Tiggemann, M. (2013). The role of perfectionism in body dissatisfaction. Journal of Eating Disorders, 1 (1): 2.
36. Fredrik Saboonchi, F. & Lundh, L-G. (1997). Perfectionism, self-consciousness and anxiety. Personality and Individual Differences, 22(6): 921-928.
37. Flett, G. L., Hewitt, P. L. & Heisel, M. J. (2014). The destructiveness of perfectionism revisited: Implications for the assessment of suicide risk and the prevention of suicide. Review of General Psychology, 18(3): 156-172.
Image credit 1: Framed via photopin
Image credit 2: Perfectionism via flickr Image credit 3: Presence via photopin
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου