Ένας από αυτούς, που εξύμνησε όσο κανείς άλλος τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ήταν και ο Κρισναμούρτι. Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Κρισναμούρτι είχε επισκεφθεί την Ελλάδα τέσσερις φορές: Δεκέμβριο 1930, Ιούνιο 1933, Μάρτιο 1954 και Σεπτέμβριο 1956. Ενώ ήταν πιθανό να την επισκεπτόταν άλλη μια φορά το Σεπτέμβριο του 1986, αλλά δεν πρόλαβε καθώς το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιά έφυγε από τη ζωή. Είχε εκφρασθεί με ασυνήθιστα θερμά λόγια για τη χώρα μας, κατά κύριο λόγο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ιδού πώς περιγράφει τις εντυπώσεις του από την πρώτη επίσκεψη στον Παρθενώνα:
«Ο Ναός έβλεπε τη γαλανή Μεσόγειο. Ήταν ερειπωμένος και το μόνο που απέμενε από αυτόν ήταν οι μαρμάρινες κολόνες. Είχε καταστραφεί σε κάποιο πόλεμο, αλλά ήταν ακόμη ιερό καταφύγιο. Με το χαρακτηριστικό αυτό είναι φανερό ότι αγγίζει την πνευματική διάσταση του έργου, διότι η ιερότητα είναι ιδιότητα καθαρά πνευματική. Βλέποντας τον χρυσό ήλιο να πέφτει στα μάρμαρα το σούρουπο, ένιωθες την ιερή ατμόσφαιρα χωρίς τους επισκέπτες και την ατέλειωτη φλυαρία τους γύρω σου. Υπήρχε ένα διατηρημένο άγαλμα της θεάς αλλά ήταν κλειδωμένο. Μπορούσες να το δεις μόνο σε ορισμένες ώρες και έτσι έχανες την ομορφιά της ιερότητας.»
Βλέπουμε ότι τονίζει συνεχώς την ιερότητα της ατμόσφαιρας του χώρου, των μνημείων, των αγαλμάτων. Αυτό ήταν κυρίως που τον ενδιέφερε και όχι τόσο το τοπίο και οι μορφές. Μια ιερότητα που προφανώς ο ίδιος αισθανόταν με κάποια λεπτότερη αίσθηση και όχι με τη σκέψη και το συναίσθημα. Το εγκώμιό του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δεν το έπλεκε μόνο όσο βρισκόταν στην Ελλάδα, αλλά και σε ομιλίες του σε άλλες χώρες πολύ μεταγενέστερα. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Ήταν, ίσως, ο μοναδικός αδιόριστος πρεσβευτής του πολιτιστικού πλούτου της χώρας μας. Σε ομιλία του στο Σάανεν της Ολλανδίας (1978 και 1979) έλεγε μεταξύ άλλων: «Η Δυτική τεχνολογία, η Δυτική νοοτροπία, η Δυτική θρησκεία, όλα στην πραγματικότητα πηγάζουν από την Ελλάδα. Η Δύση κατάγεται από τους Έλληνες, δεν είναι έτσι; Η δημοκρατία τους, το αναλυτικό τους πνεύμα, η επιστήμη τους, η φιλοσοφία τους, οι διάλογοι του Πλάτωνα κλπ. Η Δύση έχει γεννηθεί από την Ελλάδα.» Και στο Μαντράς της Ινδίας είχε πει τα εξής το 1978: «Αν μιλήσετε με ανθρώπους που ξέρουν, θα δείτε ότι από την Ελλάδα απλώθηκε στην Ευρώπη, και από εκεί στην Αμερική κλπ, η βασική αρχή της νοοτροπίας των Ελλήνων που ήταν το μέτρο (…). Μπορείτε να παρατηρήσετε το γεγονός ότι ο Ελληνικός πολιτισμός απλώθηκε σε όλη τη Δύση. Δεν είμαι ιστορικός αλλά μπορώ να το δω, μπορείς να το παρατηρείς.(…) Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, δεν χρειάζεται να αμφιβάλλετε. Οι Έλληνες, όχι πως είμαι ειδικός αλλά έχω παρατηρήσει. Δεν έχω διαβάσει αλλά απλώς έχω παρατηρήσει πολύ, πάρα πολύ. Οι αρχαίοι Έλληνες είπαν ότι η σκέψη είναι το μέτρο.»
Αλήθεια, ποιος άλλος θα μπορούσε να προσφέρει αυτά τα λόγια με τόση δύναμη, τόση θέρμη, τόση κατάνυξη και, προ πάντων, τόση βεβαιότητα; Διερωτάται κανείς, αφού δεν είχε διαβάσει, δεν γνώριζε την ιστορία, πώς εκφραζόταν τόσο κατηγορηματικά, με τόση πεποίθηση για όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα και την αρχαιότητα; Τι εννοούσε όταν έλεγε ότι το είχε δει, το είχε παρατηρήσει πάρα πολύ; Με ποιο μάτι και σε ποια αρχεία; Ασφαλώς όχι με το φυσικό διότι με αυτό παρατηρούν όλοι και δεν βλέπουν τίποτε. Τότε με ποιο μάτι; Μήπως με τον ενορατικό οφθαλμό της ψυχής που μπορεί να παρατηρεί διαχρονικά και να βλέπει και να αισθάνεται πράγματα που είχαν συμβεί σε όλο το μήκος της ανθρώπινης ιστορίας; Μήπως μιλούσε βρισκόμενος κάτω από έμπνευση και είχε, έτσι, μια άμεση γνώση, άμεση αντίληψη των πραγμάτων εκείνης της εποχής; Κάποτε στην Ελβετία, καθώς συζητούσαν για την αρχαία Ελλάδα, ένας συνομιλητής του είπε: «Ξέρετε, κύριε, όσα λέτε μοιάζουν με όσα ξέρουμε πως είπε ο Σωκράτης, όπως το ‘γνώθι σ’ εαυτόν’, κ.α.;» «Έτσι μου έχουν πει», απάντησε, «αλλά εγώ δεν έχω διαβάσει ποτέ τίποτε.» «Δεν χρειάζεται, κύριε», του είπαν, «τα ξέρετε από μόνος σας.» Κι εκείνος ξέσπασε σε γέλια σαν παιδί που άκουσε κάποιο αστείο, χωρίς να δώσει την παραμικρή εντύπωση ότι κολακεύτηκε. Κάποιος άλλος είπε: «Διάβασα σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τελευταία, ότι την πρώτη φορά που ανεβήκατε στην Ακρόπολη πέσατε στα γόνατα. Είναι αλήθεια;» «Ναι», απάντησε γελώντας.
Ο Κρισναμούρτι πίστευε ότι οι μεγάλοι πολιτισμοί ήταν δημιούργημα ολίγων προικισμένων ανθρώπων. Ήταν πεπεισμένος ότι τίποτε στον κόσμο δεν γίνεται από το πλήθος και ότι λίγοι μόνο κάνουν κάτι. Γι’ αυτό και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο της πολιτιστική εκείνης έκρηξης που είχε λάβει χώρα στην Ανατολή, προκλήθηκε από πολύ λίγους ανθρώπους. Καθώς επίσης, ότι η εκπληκτική επίδραση της Ελλάδας στην Ευρώπη ήταν πάλι έργο των πολύ ολίγων, οι οποίοι δεν σκέφθηκαν ποτέ τι πρόκειται να συμβεί στον υπόλοιπο κόσμο. Σε ένα γράμμα που είχε στείλει από την Αθήνα στην Λαίδη Έμιλυ, έγραφε μεταξύ άλλων: «Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τόσο όμορφο, τόσο απλό και δυνατό όσο ο Παρθενώνας. Ολόκληρη η Ακρόπολη είναι εκπληκτική. Σου κόβει την ανάσα και μπροστά της όλα τα άλλα δημιουργήματα της ανθρώπινης έκφρασης είναι χυδαία, μέτρια και γεμάτα σύγχυση. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι υπέροχοι Έλληνες τότε! Πρέπει να δει κανείς τον Παρθενώνα για να καταλάβει ότι καθετί άλλο, που δεν βαδίζει στο δρόμο της αιωνιότητας, είναι ασήμαντο, γελοίο και ανόητο.»
Τα μόνα άλλα έργα τέχνης που μέχρι τότε τον είχαν συγκινήσει ήταν η Άπτερος Νίκη στο Μουσείο του Λούβρου, και μια πέτρινη κεφαλή του Βούδα στο Μουσείο της Βοστόνης. Ο ενθουσιασμός του όμως για την Ελλάδα ήταν υπέρμετρος και ασυγκράτητος όταν έγραφε στην Λαίδη Έμιλυ ότι: «Μοιάζει με την Καλιφόρνια αλλά είναι πιο όμορφη, πιο ώριμη. Ο αέρας είναι απαλός και οι άνθρωποι τρομερά φιλικοί. Υπέροχος τόπος για να μείνει κανείς. Βιολετί λόφοι γεμάτοι με λουλούδια, αμπελώνες, κυπαρίσσια, ελιές και άγρια θυμάρια με πορφυρά άνθη. Τι τόπος! Η Ακρόπολη δεν έχει το ταίρι της και είμαι ερωτευμένος με μια κυρία που δυστυχώς είναι από μάρμαρο. Η τύχη μου, βλέπετε. Είναι η θεά της Δικαιοσύνης, η Θέμις. Είναι πραγματικά υπέροχη και μου έκλεψε την καρδιά.»
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της ζωής αναφερόταν στην Ακρόπολη και στον Παρθενώνα, τόσο στις ομιλίες του όσο και στο ημερολόγιό του. Λίγα χρόνια πριν το θάνατό του έλεγε (Σάανεν): «Όταν πας στην Ελλάδα και δεις για πρώτη φορά τον Παρθενώνα, νιώθεις ότι όλα στο χώρο εκείνο έχουν τόσο σπάνια σπουδαιότητα. Η ομορφιά του, τα χρώματά του με φόντο τον ουρανό, όλο το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, που θέλεις να γονατίσεις.» Στο αποκορύφωμα του εγκωμιασμού του έφθασε περί το τέλος της ζωής του, όταν σε ένα διάλογο με δασκάλους στο Rishi Valley, το 1985, για πρώτη φορά εξηγεί πώς πίστευε ο ίδιος ότι κτίσθηκε ο Παρθενώνας και γιατί υποκλινόταν μπροστά του με τόσο βαθύ σεβασμό και κατάνυξη. Με μεγάλη ευλάβεια και ταπεινότητα προς το θείον, τα λόγια που απεύθυνε προς τους συνομιλητές του αποτελούσαν ουσιαστικά έναν ύμνο προς την θεά Αθηνά, την οποία αναγνωρίζει ως την αόρατη δημιουργό το μεγάλου εκείνου πολιτισμού. «Δεν μπορούμε, κύριοι, να κάνουμε τίποτε μόνοι μας στον κόσμο. Τίποτε.» δήλωνε κατηγορηματικά. «Ο Παρθενώνας δεν κτίσθηκε από έναν άνθρωπο που απλώς στοίβαζε πέτρες. Υπήρχε μια αίσθηση για την Αθηνά (δεν θέλω να μπλεχτώ εδώ με αυτή την ιστορία) που έφτιαξε όλα αυτά με μια τρομακτική Νοημοσύνη.» Κάποιος παρενέβη ρωτώντας: «Ναι, αλλά δεν υπάρχει εδώ κάποιος στόχος;» Ο Κρισναμούρτι απάντησε: «Όχι, όχι. Μιλάω για την αίσθηση της θεάς, την Αθηνά, την θεά της Σοφίας. Εντάξει; Την αίσθησή της. Δεν μιλάω για τη μορφή της θεάς. Αυτό έρχεται μετά, δηλαδή το άγαλμά της.»
Ορίστε, λοιπόν, γιατί δεν ξεχνούσε ποτέ τον Παρθενώνα. Διότι είχε την ακλόνητη πεποίθηση, μάλλον την απόλυτη αίσθηση, ότι πίσω από τον μαρμάρινο Ναό υπήρχε το χέρι της θεότητας στο οποίο έγκειται η ιερότητα και η διαχρονικότητα. «Τα έργα των θεών μπορεί να πεθαίνουν, όχι όμως οι θεοί», όπως έλεγε ο Σοφοκλής. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος τον Απρίλιο 1982, ο Κρισναμούρτι άρχισε πάλι μια συζήτηση για την αρχαία Ελλάδα και την τεράστια επιτυχία της να κληροδοτήσει ως τις ημέρες μας τις βασικές ιδέες της και τους θεσμούς της στον κόσμο. Κάποιος που καθόταν δίπλα του, άρχισε να του λέει: «Η πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική επιρροή της βρίσκεται παντού. Η όξινη βροχή και τα οξέα διαβρώνουν με μεγαλύτερη ταχύτητα αυτό το μαρμάρινο μνημείο που έχει επιζήσει σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια. Σε μερικές δεκαετίες, όλο αυτό το ανεπανάληπτο αριστούργημα θα είναι….». Καθώς μιλούσε, ο Κρισναμούρτι γύρισε προς το μέρος του και μια έκφραση οδύνης διαπέρασε το πρόσωπό του. Τον διέκοψε απότομα, λέγοντας με έναν τόνο τρομερού πόνου στη φωνή του: «Όχι, κύριε. Σας παρακαλώ μη μιλάτε άλλο γι’ αυτό.» Είχε ίσως και κάποιο προσωπικό λόγο για τη θλίψη του αυτή. Ήταν και αυτός ένα σκεύος εκλογής της υπέρτατης θείας δύναμης, που όπως εκμυστηρεύθηκε στη Μαίρη Λάτιενς κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του:
«Η απέραντη αυτή ενέργεια, αυτή η Νοημοσύνη, εδώ και χρόνια χρησιμοποιούσε αυτό το σώμα. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι κατάλαβαν τι τρομακτική ενέργεια και νοημοσύνη πέρασε μέσα σε αυτό. Είναι μια δωδεκακύλινδρη μηχανή. Κανείς. Ας μην υποκριθεί κανείς. Κανείς, το επαναλαμβάνω, κανείς από εμάς ή από τον κόσμο δεν ξέρει τι συνέβη. Το ξέρω. Και τώρα, ύστερα από εβδομήντα χρόνια έφθασε το τέλος. Όταν θα φύγει αυτός, θα φύγει κι εκείνη. Δεν υπάρχει συνείδηση που να μείνει πίσω από εκείνη τη συνείδηση, από εκείνη την κατάσταση.»
Κάπως έτσι έφθασε στο τέλος του και ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. Σιώπησε η Πυθία, σταμάτησαν οι χρησμοί, τελείωσε η δημιουργική περίοδος. Ο Χρυσούς Αιών έκανε τον κύκλο του. Το Χρυσό Γένος, όμως, παραμένει. Όταν ύστερα από πολλά χρόνια οι δυνάμεις αυτές ξαναγυρίσουν, τότε, όπως υποστηρίζει ο Πλούταρχος, οι χρησμοί σαν μουσικά όργανα θα βρουν τη φωνή τους καθότι εκείνοι που μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν θα είναι παρόντες και θα τα φροντίζουν.
«Ο Ναός έβλεπε τη γαλανή Μεσόγειο. Ήταν ερειπωμένος και το μόνο που απέμενε από αυτόν ήταν οι μαρμάρινες κολόνες. Είχε καταστραφεί σε κάποιο πόλεμο, αλλά ήταν ακόμη ιερό καταφύγιο. Με το χαρακτηριστικό αυτό είναι φανερό ότι αγγίζει την πνευματική διάσταση του έργου, διότι η ιερότητα είναι ιδιότητα καθαρά πνευματική. Βλέποντας τον χρυσό ήλιο να πέφτει στα μάρμαρα το σούρουπο, ένιωθες την ιερή ατμόσφαιρα χωρίς τους επισκέπτες και την ατέλειωτη φλυαρία τους γύρω σου. Υπήρχε ένα διατηρημένο άγαλμα της θεάς αλλά ήταν κλειδωμένο. Μπορούσες να το δεις μόνο σε ορισμένες ώρες και έτσι έχανες την ομορφιά της ιερότητας.»
Βλέπουμε ότι τονίζει συνεχώς την ιερότητα της ατμόσφαιρας του χώρου, των μνημείων, των αγαλμάτων. Αυτό ήταν κυρίως που τον ενδιέφερε και όχι τόσο το τοπίο και οι μορφές. Μια ιερότητα που προφανώς ο ίδιος αισθανόταν με κάποια λεπτότερη αίσθηση και όχι με τη σκέψη και το συναίσθημα. Το εγκώμιό του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δεν το έπλεκε μόνο όσο βρισκόταν στην Ελλάδα, αλλά και σε ομιλίες του σε άλλες χώρες πολύ μεταγενέστερα. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Ήταν, ίσως, ο μοναδικός αδιόριστος πρεσβευτής του πολιτιστικού πλούτου της χώρας μας. Σε ομιλία του στο Σάανεν της Ολλανδίας (1978 και 1979) έλεγε μεταξύ άλλων: «Η Δυτική τεχνολογία, η Δυτική νοοτροπία, η Δυτική θρησκεία, όλα στην πραγματικότητα πηγάζουν από την Ελλάδα. Η Δύση κατάγεται από τους Έλληνες, δεν είναι έτσι; Η δημοκρατία τους, το αναλυτικό τους πνεύμα, η επιστήμη τους, η φιλοσοφία τους, οι διάλογοι του Πλάτωνα κλπ. Η Δύση έχει γεννηθεί από την Ελλάδα.» Και στο Μαντράς της Ινδίας είχε πει τα εξής το 1978: «Αν μιλήσετε με ανθρώπους που ξέρουν, θα δείτε ότι από την Ελλάδα απλώθηκε στην Ευρώπη, και από εκεί στην Αμερική κλπ, η βασική αρχή της νοοτροπίας των Ελλήνων που ήταν το μέτρο (…). Μπορείτε να παρατηρήσετε το γεγονός ότι ο Ελληνικός πολιτισμός απλώθηκε σε όλη τη Δύση. Δεν είμαι ιστορικός αλλά μπορώ να το δω, μπορείς να το παρατηρείς.(…) Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, δεν χρειάζεται να αμφιβάλλετε. Οι Έλληνες, όχι πως είμαι ειδικός αλλά έχω παρατηρήσει. Δεν έχω διαβάσει αλλά απλώς έχω παρατηρήσει πολύ, πάρα πολύ. Οι αρχαίοι Έλληνες είπαν ότι η σκέψη είναι το μέτρο.»
Αλήθεια, ποιος άλλος θα μπορούσε να προσφέρει αυτά τα λόγια με τόση δύναμη, τόση θέρμη, τόση κατάνυξη και, προ πάντων, τόση βεβαιότητα; Διερωτάται κανείς, αφού δεν είχε διαβάσει, δεν γνώριζε την ιστορία, πώς εκφραζόταν τόσο κατηγορηματικά, με τόση πεποίθηση για όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα και την αρχαιότητα; Τι εννοούσε όταν έλεγε ότι το είχε δει, το είχε παρατηρήσει πάρα πολύ; Με ποιο μάτι και σε ποια αρχεία; Ασφαλώς όχι με το φυσικό διότι με αυτό παρατηρούν όλοι και δεν βλέπουν τίποτε. Τότε με ποιο μάτι; Μήπως με τον ενορατικό οφθαλμό της ψυχής που μπορεί να παρατηρεί διαχρονικά και να βλέπει και να αισθάνεται πράγματα που είχαν συμβεί σε όλο το μήκος της ανθρώπινης ιστορίας; Μήπως μιλούσε βρισκόμενος κάτω από έμπνευση και είχε, έτσι, μια άμεση γνώση, άμεση αντίληψη των πραγμάτων εκείνης της εποχής; Κάποτε στην Ελβετία, καθώς συζητούσαν για την αρχαία Ελλάδα, ένας συνομιλητής του είπε: «Ξέρετε, κύριε, όσα λέτε μοιάζουν με όσα ξέρουμε πως είπε ο Σωκράτης, όπως το ‘γνώθι σ’ εαυτόν’, κ.α.;» «Έτσι μου έχουν πει», απάντησε, «αλλά εγώ δεν έχω διαβάσει ποτέ τίποτε.» «Δεν χρειάζεται, κύριε», του είπαν, «τα ξέρετε από μόνος σας.» Κι εκείνος ξέσπασε σε γέλια σαν παιδί που άκουσε κάποιο αστείο, χωρίς να δώσει την παραμικρή εντύπωση ότι κολακεύτηκε. Κάποιος άλλος είπε: «Διάβασα σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τελευταία, ότι την πρώτη φορά που ανεβήκατε στην Ακρόπολη πέσατε στα γόνατα. Είναι αλήθεια;» «Ναι», απάντησε γελώντας.
Ο Κρισναμούρτι πίστευε ότι οι μεγάλοι πολιτισμοί ήταν δημιούργημα ολίγων προικισμένων ανθρώπων. Ήταν πεπεισμένος ότι τίποτε στον κόσμο δεν γίνεται από το πλήθος και ότι λίγοι μόνο κάνουν κάτι. Γι’ αυτό και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο της πολιτιστική εκείνης έκρηξης που είχε λάβει χώρα στην Ανατολή, προκλήθηκε από πολύ λίγους ανθρώπους. Καθώς επίσης, ότι η εκπληκτική επίδραση της Ελλάδας στην Ευρώπη ήταν πάλι έργο των πολύ ολίγων, οι οποίοι δεν σκέφθηκαν ποτέ τι πρόκειται να συμβεί στον υπόλοιπο κόσμο. Σε ένα γράμμα που είχε στείλει από την Αθήνα στην Λαίδη Έμιλυ, έγραφε μεταξύ άλλων: «Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τόσο όμορφο, τόσο απλό και δυνατό όσο ο Παρθενώνας. Ολόκληρη η Ακρόπολη είναι εκπληκτική. Σου κόβει την ανάσα και μπροστά της όλα τα άλλα δημιουργήματα της ανθρώπινης έκφρασης είναι χυδαία, μέτρια και γεμάτα σύγχυση. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι υπέροχοι Έλληνες τότε! Πρέπει να δει κανείς τον Παρθενώνα για να καταλάβει ότι καθετί άλλο, που δεν βαδίζει στο δρόμο της αιωνιότητας, είναι ασήμαντο, γελοίο και ανόητο.»
Τα μόνα άλλα έργα τέχνης που μέχρι τότε τον είχαν συγκινήσει ήταν η Άπτερος Νίκη στο Μουσείο του Λούβρου, και μια πέτρινη κεφαλή του Βούδα στο Μουσείο της Βοστόνης. Ο ενθουσιασμός του όμως για την Ελλάδα ήταν υπέρμετρος και ασυγκράτητος όταν έγραφε στην Λαίδη Έμιλυ ότι: «Μοιάζει με την Καλιφόρνια αλλά είναι πιο όμορφη, πιο ώριμη. Ο αέρας είναι απαλός και οι άνθρωποι τρομερά φιλικοί. Υπέροχος τόπος για να μείνει κανείς. Βιολετί λόφοι γεμάτοι με λουλούδια, αμπελώνες, κυπαρίσσια, ελιές και άγρια θυμάρια με πορφυρά άνθη. Τι τόπος! Η Ακρόπολη δεν έχει το ταίρι της και είμαι ερωτευμένος με μια κυρία που δυστυχώς είναι από μάρμαρο. Η τύχη μου, βλέπετε. Είναι η θεά της Δικαιοσύνης, η Θέμις. Είναι πραγματικά υπέροχη και μου έκλεψε την καρδιά.»
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της ζωής αναφερόταν στην Ακρόπολη και στον Παρθενώνα, τόσο στις ομιλίες του όσο και στο ημερολόγιό του. Λίγα χρόνια πριν το θάνατό του έλεγε (Σάανεν): «Όταν πας στην Ελλάδα και δεις για πρώτη φορά τον Παρθενώνα, νιώθεις ότι όλα στο χώρο εκείνο έχουν τόσο σπάνια σπουδαιότητα. Η ομορφιά του, τα χρώματά του με φόντο τον ουρανό, όλο το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, που θέλεις να γονατίσεις.» Στο αποκορύφωμα του εγκωμιασμού του έφθασε περί το τέλος της ζωής του, όταν σε ένα διάλογο με δασκάλους στο Rishi Valley, το 1985, για πρώτη φορά εξηγεί πώς πίστευε ο ίδιος ότι κτίσθηκε ο Παρθενώνας και γιατί υποκλινόταν μπροστά του με τόσο βαθύ σεβασμό και κατάνυξη. Με μεγάλη ευλάβεια και ταπεινότητα προς το θείον, τα λόγια που απεύθυνε προς τους συνομιλητές του αποτελούσαν ουσιαστικά έναν ύμνο προς την θεά Αθηνά, την οποία αναγνωρίζει ως την αόρατη δημιουργό το μεγάλου εκείνου πολιτισμού. «Δεν μπορούμε, κύριοι, να κάνουμε τίποτε μόνοι μας στον κόσμο. Τίποτε.» δήλωνε κατηγορηματικά. «Ο Παρθενώνας δεν κτίσθηκε από έναν άνθρωπο που απλώς στοίβαζε πέτρες. Υπήρχε μια αίσθηση για την Αθηνά (δεν θέλω να μπλεχτώ εδώ με αυτή την ιστορία) που έφτιαξε όλα αυτά με μια τρομακτική Νοημοσύνη.» Κάποιος παρενέβη ρωτώντας: «Ναι, αλλά δεν υπάρχει εδώ κάποιος στόχος;» Ο Κρισναμούρτι απάντησε: «Όχι, όχι. Μιλάω για την αίσθηση της θεάς, την Αθηνά, την θεά της Σοφίας. Εντάξει; Την αίσθησή της. Δεν μιλάω για τη μορφή της θεάς. Αυτό έρχεται μετά, δηλαδή το άγαλμά της.»
Ορίστε, λοιπόν, γιατί δεν ξεχνούσε ποτέ τον Παρθενώνα. Διότι είχε την ακλόνητη πεποίθηση, μάλλον την απόλυτη αίσθηση, ότι πίσω από τον μαρμάρινο Ναό υπήρχε το χέρι της θεότητας στο οποίο έγκειται η ιερότητα και η διαχρονικότητα. «Τα έργα των θεών μπορεί να πεθαίνουν, όχι όμως οι θεοί», όπως έλεγε ο Σοφοκλής. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος τον Απρίλιο 1982, ο Κρισναμούρτι άρχισε πάλι μια συζήτηση για την αρχαία Ελλάδα και την τεράστια επιτυχία της να κληροδοτήσει ως τις ημέρες μας τις βασικές ιδέες της και τους θεσμούς της στον κόσμο. Κάποιος που καθόταν δίπλα του, άρχισε να του λέει: «Η πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική επιρροή της βρίσκεται παντού. Η όξινη βροχή και τα οξέα διαβρώνουν με μεγαλύτερη ταχύτητα αυτό το μαρμάρινο μνημείο που έχει επιζήσει σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια. Σε μερικές δεκαετίες, όλο αυτό το ανεπανάληπτο αριστούργημα θα είναι….». Καθώς μιλούσε, ο Κρισναμούρτι γύρισε προς το μέρος του και μια έκφραση οδύνης διαπέρασε το πρόσωπό του. Τον διέκοψε απότομα, λέγοντας με έναν τόνο τρομερού πόνου στη φωνή του: «Όχι, κύριε. Σας παρακαλώ μη μιλάτε άλλο γι’ αυτό.» Είχε ίσως και κάποιο προσωπικό λόγο για τη θλίψη του αυτή. Ήταν και αυτός ένα σκεύος εκλογής της υπέρτατης θείας δύναμης, που όπως εκμυστηρεύθηκε στη Μαίρη Λάτιενς κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του:
«Η απέραντη αυτή ενέργεια, αυτή η Νοημοσύνη, εδώ και χρόνια χρησιμοποιούσε αυτό το σώμα. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι κατάλαβαν τι τρομακτική ενέργεια και νοημοσύνη πέρασε μέσα σε αυτό. Είναι μια δωδεκακύλινδρη μηχανή. Κανείς. Ας μην υποκριθεί κανείς. Κανείς, το επαναλαμβάνω, κανείς από εμάς ή από τον κόσμο δεν ξέρει τι συνέβη. Το ξέρω. Και τώρα, ύστερα από εβδομήντα χρόνια έφθασε το τέλος. Όταν θα φύγει αυτός, θα φύγει κι εκείνη. Δεν υπάρχει συνείδηση που να μείνει πίσω από εκείνη τη συνείδηση, από εκείνη την κατάσταση.»
Κάπως έτσι έφθασε στο τέλος του και ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. Σιώπησε η Πυθία, σταμάτησαν οι χρησμοί, τελείωσε η δημιουργική περίοδος. Ο Χρυσούς Αιών έκανε τον κύκλο του. Το Χρυσό Γένος, όμως, παραμένει. Όταν ύστερα από πολλά χρόνια οι δυνάμεις αυτές ξαναγυρίσουν, τότε, όπως υποστηρίζει ο Πλούταρχος, οι χρησμοί σαν μουσικά όργανα θα βρουν τη φωνή τους καθότι εκείνοι που μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν θα είναι παρόντες και θα τα φροντίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου