Τα ιερά αποτέλεσαν χώρο διαμόρφωσης του συλλογικού πνεύματος που οδήγησε εξελικτικά στην πορεία στη της διαμόρφωση της Ελληνικής πόλεως, καθώς αποτέλεσαν χώρο συνάντησης Θεού και ανθρώπων αλλά και ανθρώπων μεταξύ τους. Όντας στην εποχή ακόμα των μικρών οικισμών, οι άνθρωποι βρήκαν στο Θείο μια αιτία να έρθουν πιο κοντά πνευματικά και στο ιερό ένα χώρο να οριοθετήσουν την πίστη τους. Η κοινή τους πορεία σε αυτό τον τομέα έφερε τους Έλληνες ένα βήμα πιο κοντά στο συνοικισμό και στη γέννηση της πόλεως. Η σημασία των ιερών ήταν πολλαπλή: Κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική και συμβολική.
Τα εξωαστικά ιερά της περιόδου μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Στα καθαρά εξωαστικά (μεθοριακά) και στα προαστιακά ή περιαστικά. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν τα ιερά των ακροπόλεων. Τα καθαρά εξωαστικά ιερά απείχαν απο 6 ως 12 χιλιόμετρα από την πόλη και συνεπώς αν και όχι δυσπρόσιτα, ήταν μακριά από τις καθημερινές εκδηλώσεις λατρείας αλλά και από κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Κάποια από τα γνωστότερα και σπουδαιότερα ιερά της αρχαιότητας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Τα προαστιακά ιερά βρίσκονται κοντά στον οικισμό ή στις παρυφές του. Κάποιες φορές τα συναντούμε πλέον εντός πόλεως, σημάδι μια μεταγενέστερης του μνημείου εδαφικής επέκτασης και δόμησης. Οι κυριότερες θεότητες που τύγχαναν της τιμής ανέγερσης ενός εξωαστικού ιερού ήταν η Αθηνά, η Ήρα, ο Απόλλων και η Άρτεμις. Δε λείπουν βέβαια ναοί για το Δια και τον Ποσειδώνα αλλά σε καμία περίπτωση η ανέγερση των ιερών δε σχετίζεται με την ιεραρχία των Ολύμπιων Θεών που έχουμε στο μυαλό μας.
Η πολιτική τους σημασία έγκειται στην συμβολική του αξία και έπειτα στη γεωγραφική τους θέση. Οι αμφικτιονίες και περιπτώσεις όπως η δωρική εξάπολις κατά τον αποικισμό της Μ. Ασίας αποτελούν ξεχωριστά παραδείγματα. Στη δεύτερη περίπτωση ξεχωριστές πόλεις για να διατηρήσουν τη φυλετική τους συνοχή και ομόνοια όρισαν ένα ιερό ως κέντρο της ένωσης τους. Στη πρώτη περίπτωση (των αμφικτιονιών) επρόκειτο για ενώσεις διάφορων φυλών που σκοπό είχαν την φροντίδα και διαχείριση του ιερού που όμως σταδιακά μορφοποιήθηκαν σε ομοσπονδίες με μεγάλη πολιτική σημασία για τα ελληνικά πράγματα.
Η ανέγερση , εκμετάλλευση και διαχείριση ενός ιερού ήταν θέμα ύψιστης σημασίας για μια πόλη. Παρατηρείται συχνά μια προσπάθεια ανταγωνισμού γειτονικών και αντίπαλων πόλεων στην ανέγερση ναών και μέσω αυτών την επίδειξη της πίστης τους. Συχνά το κόστος ήταν δυσβάσταχτο αλλά οι πόλεις δεν υπολόγιζαν τέτοια θέματα προκειμένου να ευχαριστήσουν τους θεούς και να δείξουν σε όλο τον κόσμο τι είναι ικανές να δημιουργήσουν. Ήταν λοιπόν σύμβολα για τη δύναμη και τον πλούτο της πόλης, πάντα μέσα σε ένα υγιές ή έστω ομαλό πολιτικό πλαίσιο.
Η γεωγραφική θέση του εξωαστικού ιερού ήταν πολυσήμαντη. Αρχικά οριοθετούσε τα σύνορα της χώρας της πόλεως. Τοποθετημένα στην άκρη μιας πεδιάδας, κοντά σε μια ακτή ή ένα δάσος και πάντα σε οπτική επαφή με την πόλη, ο ναός συμβόλιζε νοητικά και πρακτικά τα όρια της επικράτειας. Καταπάτηση του ιερού σήμαινε την καταπάτηση του χώρου της πόλεως και προκλητική ενέργεια που συχνά οδηγούσε σε πολεμική σύγκρουση. Αποτελούσε λοιπόν γεωγραφικό όριο και σύνορο. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η λειτουργία του ιερού είναι θρησκευτική και η πίστη είναι μια πνευματική λειτουργία που δε χωρίζει αλλά ενώνει. Συνεπώς ένα εξωαστικό ιερό ανάμεσα σε δυο πόλεις και η γιορτή του τιμώμενου Θεού ήταν μια ευκαιρία για τους κατοίκους των όμορων περιοχών να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν, να διασκεδάσουν και να τιμήσουν την εορτή μαζί.
Ακόμα πιο σημαντική λειτουργία ήταν αυτή του ελέγχου της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ηραίον του Άργους. Οι Αργείοι ήλεγχαν το ιερό το οποίο δέσποζε σε όλη την αργολική πεδιάδα. Οπτική επαφή με το ναό είχαν και οι πόλεις των Μυκηνών, της Τίρυνθας, του Ναυπλίου. Συνεπώς η κατοχή του ιερού συμβόλιζε τον τυπικό ή και πρακτικό (πολιτικό και στρατιωτικό) έλεγχο όλης της αργολικής πεδιάδος και αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο. Σε ένα άλλο παράδειγμα η Αθήνα, με το ναό της Αρτέμιδος Βραυρώνας και του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο έλεγχος της Ελευσίνας και του ναού της Δήμητρας- Κόρης, το Αμφιαράειο αποτελούσαν τυπικά σύνορα και αποδείξεις ελέγχου της περιοχής από τους Αθηναίους. Λειτουργώντας σαν ένα είδους φρουρίου, εξασφάλιζαν και υποδήλωναν αθηναϊκή επιρροή στα ανατολικά δυτικά νότια και βόρεια της πόλεως, κυκλώνοντας όλη την Αττική ως χώρα της πόλεως των Αθηνών. Πρέπει να πούμε τέλος πως η καταστροφή ενός εξωαστικού ιερού κατά τον πόλεμο αποτελούσε κύριο πλήγμα για την πολιτική ύπαρξη της πόλης και το ηθικό των πολιτών της, ιδιαίτερα δε στις μικρές πόλεις που τα ιερά αυτά αποτελούσαν τα κύρια ή και μοναδικά ιερά τους. Εξαίρεση και πάλι οι πόλεις που διέθεταν Ακρόπολη.
Συνεπώς με τα παραπάνω στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψιν μας και τις άλλες πτυχές της λειτουργίας και της σημασίας των ιερών γενικότερα και των εξωαστικών ειδικότερα, φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι τα ιερά αυτά είχαν διπλή αξια: Αφενός συναποτέλεσαν σημείο εκκίνησης στη δημιουργία της πόλεως-κράτους, αφετέρου συνόδεψαν τις πόλεις όλη τη διάρκεια της πορείας τους ως φάροι δύναμης, επιρροης, πολιτισμού και πιστεως.
Τα εξωαστικά ιερά της περιόδου μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Στα καθαρά εξωαστικά (μεθοριακά) και στα προαστιακά ή περιαστικά. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν τα ιερά των ακροπόλεων. Τα καθαρά εξωαστικά ιερά απείχαν απο 6 ως 12 χιλιόμετρα από την πόλη και συνεπώς αν και όχι δυσπρόσιτα, ήταν μακριά από τις καθημερινές εκδηλώσεις λατρείας αλλά και από κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Κάποια από τα γνωστότερα και σπουδαιότερα ιερά της αρχαιότητας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Τα προαστιακά ιερά βρίσκονται κοντά στον οικισμό ή στις παρυφές του. Κάποιες φορές τα συναντούμε πλέον εντός πόλεως, σημάδι μια μεταγενέστερης του μνημείου εδαφικής επέκτασης και δόμησης. Οι κυριότερες θεότητες που τύγχαναν της τιμής ανέγερσης ενός εξωαστικού ιερού ήταν η Αθηνά, η Ήρα, ο Απόλλων και η Άρτεμις. Δε λείπουν βέβαια ναοί για το Δια και τον Ποσειδώνα αλλά σε καμία περίπτωση η ανέγερση των ιερών δε σχετίζεται με την ιεραρχία των Ολύμπιων Θεών που έχουμε στο μυαλό μας.
Η πολιτική τους σημασία έγκειται στην συμβολική του αξία και έπειτα στη γεωγραφική τους θέση. Οι αμφικτιονίες και περιπτώσεις όπως η δωρική εξάπολις κατά τον αποικισμό της Μ. Ασίας αποτελούν ξεχωριστά παραδείγματα. Στη δεύτερη περίπτωση ξεχωριστές πόλεις για να διατηρήσουν τη φυλετική τους συνοχή και ομόνοια όρισαν ένα ιερό ως κέντρο της ένωσης τους. Στη πρώτη περίπτωση (των αμφικτιονιών) επρόκειτο για ενώσεις διάφορων φυλών που σκοπό είχαν την φροντίδα και διαχείριση του ιερού που όμως σταδιακά μορφοποιήθηκαν σε ομοσπονδίες με μεγάλη πολιτική σημασία για τα ελληνικά πράγματα.
Η ανέγερση , εκμετάλλευση και διαχείριση ενός ιερού ήταν θέμα ύψιστης σημασίας για μια πόλη. Παρατηρείται συχνά μια προσπάθεια ανταγωνισμού γειτονικών και αντίπαλων πόλεων στην ανέγερση ναών και μέσω αυτών την επίδειξη της πίστης τους. Συχνά το κόστος ήταν δυσβάσταχτο αλλά οι πόλεις δεν υπολόγιζαν τέτοια θέματα προκειμένου να ευχαριστήσουν τους θεούς και να δείξουν σε όλο τον κόσμο τι είναι ικανές να δημιουργήσουν. Ήταν λοιπόν σύμβολα για τη δύναμη και τον πλούτο της πόλης, πάντα μέσα σε ένα υγιές ή έστω ομαλό πολιτικό πλαίσιο.
Η γεωγραφική θέση του εξωαστικού ιερού ήταν πολυσήμαντη. Αρχικά οριοθετούσε τα σύνορα της χώρας της πόλεως. Τοποθετημένα στην άκρη μιας πεδιάδας, κοντά σε μια ακτή ή ένα δάσος και πάντα σε οπτική επαφή με την πόλη, ο ναός συμβόλιζε νοητικά και πρακτικά τα όρια της επικράτειας. Καταπάτηση του ιερού σήμαινε την καταπάτηση του χώρου της πόλεως και προκλητική ενέργεια που συχνά οδηγούσε σε πολεμική σύγκρουση. Αποτελούσε λοιπόν γεωγραφικό όριο και σύνορο. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η λειτουργία του ιερού είναι θρησκευτική και η πίστη είναι μια πνευματική λειτουργία που δε χωρίζει αλλά ενώνει. Συνεπώς ένα εξωαστικό ιερό ανάμεσα σε δυο πόλεις και η γιορτή του τιμώμενου Θεού ήταν μια ευκαιρία για τους κατοίκους των όμορων περιοχών να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν, να διασκεδάσουν και να τιμήσουν την εορτή μαζί.
Ακόμα πιο σημαντική λειτουργία ήταν αυτή του ελέγχου της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ηραίον του Άργους. Οι Αργείοι ήλεγχαν το ιερό το οποίο δέσποζε σε όλη την αργολική πεδιάδα. Οπτική επαφή με το ναό είχαν και οι πόλεις των Μυκηνών, της Τίρυνθας, του Ναυπλίου. Συνεπώς η κατοχή του ιερού συμβόλιζε τον τυπικό ή και πρακτικό (πολιτικό και στρατιωτικό) έλεγχο όλης της αργολικής πεδιάδος και αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο. Σε ένα άλλο παράδειγμα η Αθήνα, με το ναό της Αρτέμιδος Βραυρώνας και του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο έλεγχος της Ελευσίνας και του ναού της Δήμητρας- Κόρης, το Αμφιαράειο αποτελούσαν τυπικά σύνορα και αποδείξεις ελέγχου της περιοχής από τους Αθηναίους. Λειτουργώντας σαν ένα είδους φρουρίου, εξασφάλιζαν και υποδήλωναν αθηναϊκή επιρροή στα ανατολικά δυτικά νότια και βόρεια της πόλεως, κυκλώνοντας όλη την Αττική ως χώρα της πόλεως των Αθηνών. Πρέπει να πούμε τέλος πως η καταστροφή ενός εξωαστικού ιερού κατά τον πόλεμο αποτελούσε κύριο πλήγμα για την πολιτική ύπαρξη της πόλης και το ηθικό των πολιτών της, ιδιαίτερα δε στις μικρές πόλεις που τα ιερά αυτά αποτελούσαν τα κύρια ή και μοναδικά ιερά τους. Εξαίρεση και πάλι οι πόλεις που διέθεταν Ακρόπολη.
Συνεπώς με τα παραπάνω στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψιν μας και τις άλλες πτυχές της λειτουργίας και της σημασίας των ιερών γενικότερα και των εξωαστικών ειδικότερα, φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι τα ιερά αυτά είχαν διπλή αξια: Αφενός συναποτέλεσαν σημείο εκκίνησης στη δημιουργία της πόλεως-κράτους, αφετέρου συνόδεψαν τις πόλεις όλη τη διάρκεια της πορείας τους ως φάροι δύναμης, επιρροης, πολιτισμού και πιστεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου