Η Ιλιάδα: Το πρώτο γραπτό λογοτεχνικό έργο της Ευρώπης
Ο Όμηρος είναι ο πρώτος ποιητής της Ευρώπης του οποίου σώζεται το έργο (ή τουλάχιστον τμήματα του). Με βάση τις ενδείξεις που διαθέτουμε ο Όμηρος είναι ταυτόχρονα ο πρώτος «συγγραφέας» του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο πρώτος δηλαδή που συνέθεσε το έργο του (ή τουλάχιστον μεγάλα τμήματα του) με τη βοήθεια της γραφής. Για τετρακόσια περίπου χρόνια πριν από τον Όμηρο, η ποίηση των Ελλήνων —τόσο η επική όσο και η λυρική— ήταν αποκλειστικά προφορική. Ακόμη νωρίτερα, στην πρώτη περίοδο ακμής του Ελληνισμού, τη 2η χιλιετία π.Χ. (την επονομαζόμενη «μυκηναϊκή» εποχή της ελληνικής ιστορίας, που είχε τελειώσει 400 περίπου χρόνια πριν από τον Όμηρο), υπήρχε βέβαια και γραφή και ποίηση, το αν υπήρχε όμως επίσης γραπτή ποίηση παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι τα έπη του Ομήρου ήταν τα πρώτα ποιήματα που καταγράφηκαν στα ελληνικά.
Η τόσο σημαντική για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πρώτη καταγραφή ποιητικού λόγου σημειώθηκε πριν από 2700 χρόνια περίπου. Η χρονική στιγμή δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια, αλλά τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Ο τόπος της καταγραφής ήταν μια πόλη (ή ένα από τα νησιά που βρίσκονται κατά μήκος) της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας. Στην αρχαιότητα πολλά έργα αποδίδονταν στον Όμηρο, μεταξύ αυτών οι Ὁμηρικοί Ὕμνοι, ο Μαργίτης, η Βατραχομυομαχία και η Θηβαΐς. Από όλα όμως τα έργα με το όνομα του Ομήρου μόνο δύο μπορούν δικαιωματικά να θεωρηθούν αυθεντικές δημιουργίες του και συνεπώς να χαρακτηρισθούν ως τα πρώτα ποιήματα της Ευρώπης που η σύνθεσή τους έγινε με τη βοήθεια της γραφής: η Ιλιάδα και η Οδύσσεια (ορισμένοι μάλιστα μελετητές αναγνωρίζουν μόνο την Ιλιάδα ως δημιούργημα του Ομήρου).
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα («μνημειώδη έπη»). Η Ιλιάδα αριθμεί περί τους 16000 εξαμετρικούς στίχους, η Οδύσσεια περί τους 12000. Και τα δύο έργα ανήκουν, ως διαφορετικές εκδοχές, στο είδος της ηρωικής ποίησης. Στο πλαίσιο αυτού του ποιητικού είδους, που απαντά στην αρχή της ιστορίας πολλών λαών ως μέσο εξύμνησης των κατορθωμάτων των ηρώων του παρελθόντος, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ξεχωρίζουν ως προς δύο κυρίως λειτουργίες τους: (1) με τα έπη αυτά αρχίζει η ευρωπαϊκή λογοτεχνία (δηλαδή η σύνθεση κειμένων που βασίζεται στη γραφή και έχει στόχο ο οποίος υπερβαίνει τις απλές πρακτικές ανάγκες)· (2) τα δύο αυτά έπη εγκαινίασαν μια νέα εποχή στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, την εποχή της κειμενικότητας (δηλαδή της ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων μέσα από γραπτά κείμενα). Με βάση τα όσα γνωρίζουμε σήμερα οι Έλληνες υιοθέτησαν από τους Φοίνικες στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών μαζί τους ένα συμφωνικό αλφάβητο το πρώτο μισό του 8ου αι., πιθανότατα ακόμη και πριν από το 776, την αρχή δηλαδή των καταλόγων των Ολυμπιονικών, και το τελειοποίησαν μετατρέποντάς το σε ένα πλήρες φωνηματικό αλφάβητο, όπως το χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα. Έτσι, άρχισαν αμέσως να χρησιμοποιούνται ορισμένοι τύποι κειμένων για καθημερινές δραστηριότητες (η γραφή είχε άλλωστε επινοηθεί για να εξυπηρετήσει ακριβώς αυτούς τους πρακτικούς επικοινωνιακούς σκοπούς): κατάλογοι εμπορευμάτων, λογαριασμοί, εμπορική αλληλογραφία αλλά και διάφοροι τύποι κειμένων ιδιωτικής χρήσης (μαρτυρημένοι και σε επιγραφική μορφή). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι οι τομείς του δημόσιου βίου κατακλύσθηκαν ταυτόχρονα από κείμενα ως μέσα επικοινωνίας, καταγραφής, αρχειοθέτησης, οργάνωσης, εκπαίδευσης κ.ο.κ. Η ζωή δεν είχε ακόμη «κειμενοποιηθεί». Παρόλο που η κοινωνία αξιοποιούσε ήδη τη γραφή σε ορισμένους τομείς, δεν κυριαρχούνταν ακόμη συνολικά από αυτήν.
Η εξέλιξη αυτή είναι αυτονόητη από ιστορική άποψη: όταν υιοθέτησαν το αλφάβητο, οι Έλληνες είχαν πίσω τους περίπου 400 χρόνια στο διάστημα των οποίων δεν χρησιμοποιούσαν τη γραφή. Η πρώτη φάση εγγραμματοσύνης διακόπηκε απότομα ανάμεσα στο 1200 και το 1100 με την κατάρρευση του παλαιού, εξαιρετικά ανεπτυγμένου συστήματος κεντρικής διοίκησης. Η ανάγνωση και η γραφή όχι μόνον έπαψαν να χρησιμοποιούνται στο διάστημα αυτό, αλλά προφανώς στις περισσότερες περιοχές λησμονήθηκαν εντελώς ως πολιτισμικές τεχνικές. Σε αυτή τη μακρά περίοδο κατά την οποία δεν γίνεται χρήση της γραφής αναπτύχθηκαν εκ νέου οι επικοινωνιακές και εθιμικές μορφές της προφορικής κοινωνίας (η επονομαζόμενη conditio humana oralis). Αυτές οι μορφές, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσαν να εξαφανιστούν αμέσως με την υιοθέτηση της γραφής τον 8ο αι. Οι νέες μορφές της ζωής που θα προσδιορίζονταν από τη γραφή έπρεπε να αναδιαμορφωθούν, οι πολλαπλές δυνατότητες χρήσης του νέου μέσου έπρεπε να ανακαλυφθούν εκ νέου. Η διαδικασία αυτή, σε αντίθεση με όσα οι ερευνητές υπέθεταν παλαιότερα, φαίνεται ότι εξελίχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα , διήρκεσε ωστόσο αρκετές δεκαετίες. Μια σειρά αυστηρά προσδιορισμένων μορφών λόγου (ακόμη και μη εμπορικού χαρακτήρα), τυποποιημένων στους προφορικούς πολιτισμούς, θα πρέπει να μεταφέρθηκαν στον γραπτό λόγο ήδη σε αυτή τη χρονική περίοδο. Παραδείγματα αποτελούν ο πίνακας —με τις παραλλαγές του, τον κατάλογο και τη γενεαλογία — η προσευχή, η παροιμία κ.ά. (Είναι απίθανο πρώτος ο Όμηρος να μετέφερε σε γραπτή μορφή μεμιάς όλες αυτές τις μορφές λόγου.) Αυτές όμως οι μάλλον μεμονωμένες περιπτώσεις χρήσεων δεν φαίνεται να οδήγησαν σε ένα σταθερό σύστημα κειμένων (σε μια πρώτη μορφή «διακειμενικότητας»).Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παράδοση παλαιότερων μαρτυριών αλφαβητικής γραφής.
Από αυτή την πρώτη φάση της εγγραμματοσύνης παραδίδονται μόνο κάποια περιθωριακά παίγνια, κυρίως ένα είδος γκράφιτι σε όστρακα. Προφανώς, η γραφή ήταν τότε ακόμα «κατά κύριο λόγο μια δραστηριότητα που αφορούσε μια συγκεκριμένη στιγμή, της οποίας τα προϊόντα συνήθως μπορούσαν και έπρεπε να εξαφανιστούν, μόλις εκπλήρωναν τον σκοπό τους» [Heubeck]. Μια τέτοια όμως χρήση της γραφής, που αφορά μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν μπορεί να αποτελέσει ακόμη τη βάση της κειμενικότητας.
Όμηρος, ο θεμελιωτής της ευρωπαϊκής κειμενικότητας
Η κειμενικότητα καθίσταται δυνατή μόνο με τη θεσμοθετημένη χρήση κειμένων με σκοπό τη διατήρηση, δηλαδή την καταγραφή και αποθήκευση δεδομένων, συμβάντων, γνώσεων, κατορθωμάτων κ.ο.κ. με τη μορφή καταλόγων, κτηματολογίων, νομικών κωδίκων και συλλογών νόμων, χρονικών κ.λπ. Για να μπορέσει όμως κανείς να εντοπίσει, να επιδιώξει και να επιτύχει τελικά αυτόν τον βαθμό της εγγραμματοσύνης, πρέπει να αναπτύξει, από ψυχολογική άποψη, τη «βούληση της ανάμνησης» με τη βοήθεια της «συλλογής και της διατήρησης» [Wimmel]. Αυτή η επιθυμία για διατήρηση εμφανίζεται αργά ή γρήγορα σε όλους τους πολιτισμούς οι οποίοι στηρίζονται στη γραφή. Στους ανατολικούς και αιγυπτιακούς πολιτισμούς της γραφής η επιθυμία αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, σε βασιλικές επιγραφές ή εκθέσεις κυβερνητικών πεπραγμένων και στην καταγραφή παλαιών, συχνά ποιητικά διαμορφωμένων, μυθικών παραδόσεων. Πώς και πότε εκδηλώθηκε η ίδια επιθυμία για πρώτη φορά στον ελληνικό πολιτισμό της γραφής δεν είναι γνωστό. Φαίνεται ωστόσο βέβαιο ότι η Ιλιάδα και κατόπιν η Οδύσσεια οφείλουν την καταγραφή τους ακριβώς σε αυτήν την επιθυμία για διατήρηση, αφού πίσω τουλάχιστον από την Ιλιάδα υπάρχει σαφώς η βούληση αυτοπροβολής εκείνης της κοινωνικής τάξης της οποίας το σύστημα αξιών απεικονίζει και προσπαθεί να διαδώσει το έπος. Μόλις όμως η ιδέα της διατήρησης των υπό άλλες συνθήκες πρόσκαιρων στοιχείων μέσω της καταγραφής τους γεννήθηκε και υλοποιήθηκε, βρίσκει μιμητές και εξαπλώνεται με την παραγωγή κειμένων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής που προσφέρονται για αυτόν τον σκοπό: η κειμενικότητα αρχίζει.
Ότι η Ιλιάδα (και στα ίχνη της η Οδύσσεια) διαδραμάτισαν προδρομικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία προκύπτει από την εξής αξιόπιστη ένδειξη: η έναρξη της κειμενικότητας στους πρώτους πολιτισμούς της γραφής συνάγεται κανονικά από μια αιφνίδια αύξηση του αριθμού των κειμένων. Αυτή η αύξηση των κειμένων δεν ταυτίζεται με την αύξηση του αριθμού των εγγράφων που προηγείται χρονικά η αύξηση του αριθμού των εγγράφων αποδεικνύει απλώς την εξάπλωση της γραφής, δηλαδή μόνο την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης. Στην Ελλάδα αυτό συνέβη το αργότερο γύρω στο 750 («φαίνεται ότι τότε έγινε μια πολιτιστική έκρηξη»: Burkert). Αντίθετα, η αύξηση του αριθμού των κειμένων χρονολογείται προφανώς γύρω στο 700. Από τη στιγμή εκείνη ο αριθμός τόσο των λογοτεχνικών κειμένων (Ησίοδος, Καλλίνος, Τυρταίος, Αρχίλοχος, Αλκμάν) όσο και των χρηστικών κειμένων (νόμοι και διατάγματα) αυξάνει αλματωδώς. Η περίοδος μετά το 700 περίπου ήταν, με βάση όλες σχεδόν τις ενδείξεις που διαθέτουμε (βλ. παρακάτω σ. 87 κ.ε.), ήδη μια μεταϊλιαδική και ίσως μια μεταοδυσσειακή περίοδος. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο Όμηρος με τα εκτενή κείμενά του (ή τουλάχιστον με την Ιλιάδα) προκάλεσε την ουσιαστική μετάβαση του ελληνικού πολιτισμού του 8ου αι. στην κειμενικότητα, δηλαδή στην κειμενοποίησή του.
Αυτή η συμβολή του Ομήρου, η θεμελίωση της ευρωπαϊκής κειμενικότητας, προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον για τα ομηρικά έπη, ιδίως από την πλευρά των εθνολόγων, των ανθρωπολόγων, των κοινωνιολόγων, των ιστορικών του πολιτισμού και των επικοινωνιολόγων. Αλλά ακόμη και στους κατεξοχήν ειδικούς, τους κλασικούς φιλολόγους, γίνονται αισθητά τα πρώτα σημάδια αυτού του νέου ενδιαφέροντος για τον Όμηρο. Ο Walter Wimmel γράφει το 1981:
«Επειδή τα βασικά θέματα της πνευματικής κληρονομιάς μας τέθηκαν με την καταγραφή των επών που συνδέουμε με το όνομα του Ομήρου, ο «Ομηρος’ εξασφάλισε μια σταθερή υπεροχή στη διαδικασία διαμόρφωσης του εκτενούς κειμένου [δηλαδή της ευρωπαϊκής κειμενικότητας] … Η λογοτεχνία μας παρέμεινε έως σήμερα σε όλες τις εκφάνσεις της ‘καθορισμένη από τον Όμηρο'».
Παρόμοια, αν και με κάπως διαφορετική έμφαση, είχε διατυπώσει την ίδια άποψη πριν από τρία χρόνια ο αμερικανός κλασικός φιλόλογος και θεωρητικός της προφορικότητας Eric Α. Havelock:
[Η καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας] «ήταν ένας κεραυνός στην ανθρώπινη ιστορία … Αποτέλεσε τη βίαιη είσοδο στον πολιτισμό και είχε συνέπειες που αποδείχθηκαν μη αναστρέψιμες. Έθεσε τη βάση για την καταστροφή του προφορικού τρόπου ζωής και των προφορικών μορφών σκέψης … Αυτό που ξεκίνησε με την εγγραμματοσύνη του Ομήρου ήταν μια διαδικασία διάβρωσης της ‘προφορικότητας’, η οποία συνεχίσθηκε για πολλούς αιώνες της ευρωπαϊκής ιστορίας» [The Alphabetization of Homer]
Η σημασία της καμπής στην ιστορία του πολιτισμού που συμβολίζει ο Όμηρος δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Από την εποχή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ένας γραπτός και κειμενικός πολιτισμός, που διατηρεί και διαρκώς συσσωρεύει με τη βοήθεια της γραφής το σύνολο των γνώσεων, των ικανοτήτων και των στόχων του. Έτσι προστατεύεται από τη λήθη, αλλά είναι καταδικασμένος να υπερβαίνει κάθε φορά τον εαυτό του. Οι συνέπειες αυτής της κειμενικότητας για την εξέλιξη, την παρούσα κατάσταση και τις προοπτικές της σύγχρονης κοινωνίας γίνεται στις μέρες μας αντικείμενο εντατικής μελέτης, ιδίως στις Η.Π.Α.
Είναι φυσικό επακόλουθο αυτή η νέα επικαιρότητα του Ομήρου, που οφείλεται στον ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία του πολιτισμού, να έχει προκαλέσει ένα νέο ενδιαφέρον για την ιδιαιτερότητα της ποίησής του. Η χαρακτηριστική φυσιογνωμία και η εξέλιξη ενός εγγράμματου πολιτισμού προκαθορίζονται συχνά από τον χαρακτήρα του κειμένου που βρίσκεται στην αφετηρία του. Στην περίπτωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κειμένου προκαθορίστηκε από ένα βασικό εξωτερικό γεγονός. Όταν οι Έλληνες θεμελίωσαν (ασυναίσθητα) τον 8ο αι. τη συγκεκριμένη μορφή της κειμενικότητας και της εγγράμματης συνείδησης που υφίσταται ως σήμερα, το έκαναν με μια πράξη επιλογής. Δύο εγγράμματοι πολιτισμοί με περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια ιστορίας προσφέρονταν για πρότυπα —ο πολιτισμός της Μέσης Ανατολής και ο πολιτισμός της Αιγύπτου· καθένας από αυτούς είχε παραγάγει λογοτεχνικά κείμενα διόλου ευκαταφρόνητης αξίας. Η ύπαρξη και των δύο λογοτεχνιών ήταν γνωστή στους Έλληνες αυτής της εποχής, όπως αποδεικνύεται από την υιοθέτηση μοτίβων τους τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Ειδικά η αραμαϊκή-φοινικική παραλλαγή αυτών των εγγράμματων πολιτισμών πρέπει να άσκησε επίδραση στους Έλληνες, αφού οι Έλληνες υιοθέτησαν από τους Φοίνικες το ίδιο το όργανο της εγγραμματοσύνης, τη γραφή. Το εύρος της αραμαϊκής-φοινικικής λογοτεχνίας (που ως επί το πλείστον είναι γραμμένη σε δερμάτινους κυλίνδρους) ήταν ήδη αξιοσημείωτο τον 8ο αι. Η διαμόρφωση της λογοτεχνικής συνείδησης της Ευρώπης ίσως να είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση, αν οι Έλληνες ενεργούσαν τότε όπως ενήργησαν αργότερα οι Ετρούσκοι, οι Ρωμαίοι και οι διάδοχοί τους στον Μεσαίωνα· όλοι αυτοί υιοθέτησαν μαζί με τη γραφή και τη λογοτεχνία από τους εκάστου δασκάλους τους. Με αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατή η ενιαία λογοτεχνική συνείδηση της Ευρώπης από τον Όμηρο ως τη σύγχρονη εποχή. Οι Έλληνες ήταν οι μόνοι που αποφάσισαν διαφορετικά. Απομόνωσαν το όργανο από τα προϊόντα του και το αξιοποίησαν για τη δημιουργία της δικής τους λογοτεχνίας. Τα έργα που τοποθέτησαν στην αρχή αυτής της λογοτεχνικής εξέλιξης δεν αποτελούσαν ξένες εισαγωγές αλλά δημιουργήματα του δικού τους πνεύματος- ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.
Η ποιητική αξία των ομηρικών επών
Όπως είναι φυσικό, με αυτή την απόφαση δημιουργήθηκαν μόνον οι προϋποθέσεις για την επίδραση του Ομήρου. Τα ομηρικά έπη θα μπορούσαν να ήταν σε τέτοιο βαθμό προϊόντα της εποχής τους, ώστε μια ή δυο γενιές αργότερα να μη θεωρούνται πλέον επίκαιρα και ελκυστικά. Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, 27 αιώνες αργότερα, μπορεί κανείς να μιλήσει για την «εξέλιξη του γραπτού πολιτισμού μας που είναι καθορισμένη από τον Όμηρο» [Wimmel], αποδεικνύει ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς αντίθετα. Από την πρώτη στιγμή η επίδραση του Ομήρου στηρίχτηκε ακριβώς στο γεγονός ότι η ποίησή του υπερέβαινε το πρόσκαιρο, βασιζόταν δηλαδή σε μια διαχρονική ποιότητα. Η ιστορία της πρόσληψης του Ομήρου από τους ίδιους τους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τη σύγχρονη εποχή αποδεικνύει αυτή την προφανή διαχρονική ποιότητα του Ομήρου, ιδίως σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιχειρήθηκε η αμφισβήτησή της. Η απόφαση των Ελλήνων του 8ου αι.
αποδεικνύεται τελικά λιγότερο ως αποτέλεσμα τύχης και περισσότερο ως κάτι το αναπόφευκτο.
Αν όμως η κύρια αιτία για τη μακραίωνη επίδραση του Ομήρου είναι η ποιητική αξία των επών του, τότε το πραγματικό «ομηρικό ζήτημα» δεν πρέπει να αφορά τη γένεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αλλά την ουσία αυτής της αξίας. Έτσι, στο επίκεντρο της προκείμενης μελέτης έχει τεθεί το έργο ως ποιητικό δημιούργημα και αισθητικό φαινόμενο το ερώτημα για το πώς προέκυψε το έργο αυτό τίθεται στο περιθώριο. Ο σύγχρονος αναγνώστης του Ομήρου καλείται να προσλάβει τα ομηρικά έπη όπως ακριβώς τα προσελάμβανε το αρχικό κοινό του Ομήρου.
Όμηρος, ο σύγχρονός μας
Τα τελευταία χρόνια σπαταλήθηκε πολύς κόπος, ιδιαίτερα στη Γερμανία, προκειμένου να εξηγηθεί πόσο απόμακρος μάς είναι πια ο Όμηρος. Έγινε λόγος για την «ετερότητα» του Ομήρου, για τον ανεπίκαιρο χαρακτήρα του, για την «εντέλει απρόσιτη διαφορετικότητα» της ομηρικής κοινωνίας [Wickert-Micknat]. Πίσω από τέτοιες εκφράσεις κρύβεται πάνω από όλα η υπερεκτίμηση της δικής μας μοναδικότητας (που μοιάζει όμως παράλογη από την οπτική γωνία των 600.000 ετών της ανθρώπινης ιστορίας). Η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τον Όμηρο ανέρχεται σε λίγο περισσότερο από 80 γενιές. Η διαφορά όμως ανάμεσα στον Όμηρο και σε εμάς, που γίνεται φανερή κυρίως στις εξωτερικές δομές, εκμηδενίζεται μπροστά στα στοιχεία που είναι προφανές ότι παρέμειναν αναλλοίωτα. Κάθε αναγνώστης θα ανακαλύψει μόνος του ό,τι παρέμεινε αμετάβλητο στην ανθρώπινη φύση, δηλαδή ως προς τη σκέψη, τα συναισθήματα, τις αξίες και τους στόχους (λ.χ. ως προς τη σημασία της επίδοσης, της επιτυχίας, της ομορφιάς, της χάρης στους τρόπους συμπεριφοράς και στην έκφραση, παράλληλα όμως και ως προς τη σημασία της υπερηφάνειας, της αυτοεκτίμησης και της αίσθησης της αξιοπρέπειας). Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα γίνουν, όπως ελπίζω, ορατές ορισμένες εντυπωσιακές ομοιότητες ως προς το ποιητικό αποτέλεσμα: η βούληση και η ικανότητα του Ομήρου να συνθέτει στοχαστικά, να δομεί το υλικό του λογικά αλλά όχι και απλοϊκά, να παρουσιάζει τα κίνητρα των ηρώων με τρόπο έλλογο και παρ’ όλα αυτά εξαιρετικά διαφοροποιημένο, να ηθογραφεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες με διαφορετικό βαθμό πολυπλοκότητας, να σχεδιάζει συγκρούσεις και να τις διευθετεί με πειστικό τρόπο —με δυο λόγια, η βούληση και η ικανότητα να αποδίδει και να νοηματοδοτεί τον κόσμο με τη βοήθεια του έντεχνου λόγου.Αν ο Όμηρος είχε όντως στο μεταξύ γίνει ξένος, τότε η εποχή μας δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της στο έργο τόσο εύκολα όπως συμβαίνει στο πλαίσιο του σύγχρονου προβληματισμού της ιστορίας των ιδεών που αφορά τις απαρχές της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας. Το καινούριο ενδιαφέρον για τον Όμηρο δεν είναι τελικά τίποτε άλλο παρά η εκ νέου ανακάλυψη της ουσιαστικής συγγένειας μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου κόσμου, μιας συγγένειας που φαινόταν να έχει λησμονηθεί όσο γινόταν λόγος για μια μη αναστρέψιμη ιστορική αποξένωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου